2017-12-26 21:52:10
Στη φωτογραφία εικονίζονται η Σαρλότ Κόλιερ και η οχτάχρονη κόρη της Μάριορι. Στο πρόσωπό τους είναι ζωγραφισμένη η απελπισία Λίγη ώρα πριν, πάλευαν για τη ζωή τους στη μέση του Ατλαντικού. Η φωτογραφία τραβήχτηκε το 1912 λίγο μετά τη βύθιση του υπερωκεάνιου «Τιτανικός». Είναι δύο από τους επιζώντες του ναυαγίου. Ο άντρας της δεν κατάφερε να επιβιώσει και πνίγηκε στο ναυάγιο. Όπως έγραφε η Σαρλότ στο γράμμα της προς τη μητέρα της: «Δεν ξέρω πως να σου γράψω ή τι να σου πω. Νομίζω ότι θα τρελαθώ μερικές στιγμές. Ω μητέρα, πώς μπορώ να ζήσω χωρίς αυτόν. Ήταν τόσο ήρεμος. Η αγωνία εκείνης της ημέρας δεν μπορεί να περιγραφεί. Δεν έχω τίποτα δικό του, μόνο τα δακτυλίδια του, όσα είχαμε βυθίστηκαν».
Το 1912 η Σαρλότ ήταν 31 ετών. Είχε γεννηθεί στην Αγγλία και στα 20 της χρόνια εργαζόταν ως μαγείρισσα στον αιδεσιμότατο μιας εκκλησίας, όπου γνώρισε τον μέλλοντα σύζυγό της, ο οποίος εργαζόταν ως νεωκόρος. Αφού παντρεύτηκαν μετακόμισαν στο Μπίσοπστοκ του Χαμσάιρ όπου απέκτησαν μια κόρη. Συνέχιζαν να εργάζονται στην εκκλησία, ενώ ο σύζυγός της είχε ανοίξει και ένα παντοπωλείο στην πόλη. Εκείνη την εποχή πολλοί φίλοι του ζευγαριού είχαν μεταναστεύσει στο Άινταχο και καλλιεργούσαν φρούτα σε φάρμες.
Σε γράμμα τους τους συμβούλευαν να εγκατασταθούν κι εκείνοι στο Άινταχο, καθώς το κλίμα ευνοούσε την καλλιέργεια φρούτων και θα είχαν καλύτερη ποιότητα ζωής. Το ζευγάρι αρχικά ήταν αρνητικό, όμως όταν η Σάρλοτ ασθένησε με φυματίωση αποφάσισαν να μεταναστεύσουν στην Αμερική, καθώς το ευνοϊκό κλίμα θα τη βοηθούσε στα αναπνευστικά προβλήματα που αντιμετώπιζε. Αγόρασαν ένα κτήμα στην ίδια περιοχή με τους φίλους τους, πούλησαν το κατάστημα που διατηρούσαν στο Χαμσάιρ, όπως και το σπίτι τους και αποχαιρέτησαν τους συμπατριώτες τους. Ο σύζυγός της πήρε τις οικογενειακές αποταμιεύσεις και τα μοναδικά αντικείμενα τους σπιτιού τους και στις 10 Απριλίου 1912 επιβιβάστηκαν από το λιμάνι του Σάουθάμπτον στον Τιτανικό.
Oι τρεις τους πήγαν στο κατάστρωμα Β’. Μετά από τέσσερις ημέρες, λίγο πριν από τα μεσάνυχτα το πλοίο χτύπησε σε ένα γιγαντιαίο παγόβουνο. Η Σαρλότ ήταν ξαπλωμένη στην καμπίνα της επειδή ένιωθε ναυτία.
Ο άντρας της βγήκε στο κατάστρωμα για να ελέγξει την κατάσταση και επιστρέφοντας της είπε ότι δεν υπήρχε κανένας κίνδυνος. Η Σάρλοτ τον ρώτησε αν οι επιβάτες έμοιαζαν τρομοκρατημένοι. Εκείνος της απάντησε αρνητικά και η Σάρλοτ επέστρεψε στο κρεβάτι της. Λίγο αργότερα επικράτησε πανικός. Το πλοίο άρχισε να βυθίζεται και εφαρμόστηκε το πρωτόκολλο να επιβιβαστούν πρώτα οι γυναίκες και τα παιδιά στις λέμβους. Η Σάρλοτ και κόρη της κατάφεραν να σωθούν, όμως ο σύζυγός της έμεινε στο πλοίο όπως οι υπόλοιποι άντρες. Το επόμενο πρωί η Σαρλότ με την κόρη της έφτασαν στη Νέα Υόρκη σε κατάσταση σοκ. Αμέσως, άρχισε να ψάχνει τον άντρα της, αλλά μάταια. «Είχα έναν άντρα να ψάξω, έναν άντρα, που με το μεγαλείο της πίστης μου, πίστευα ότι θα βρεθεί σε κάποια από τις βάρκες. Δυστυχώς δεν ήταν εκεί». Ο σύζυγός της πνίγηκε στο ναυάγιο και το σώμα του δεν βρέθηκε ποτέ. Όλα τους τα υπάρχοντα όπως και οι οικογενειακές αποταμιεύσεις, περίπου 5.000 δολάρια, είχαν χαθεί για πάντα στον βυθό της θάλασσας. Στην αρχή δεν ήθελαν να επιστρέψουν στην Αγγλία. Η Σάρλοτ επιθυμούσε να εκπληρώσει το όνειρο του συζύγου της και να κάνει το νέο ξεκίνημα στην Αμερική. Τους δύο πρώτους μήνες επιβίωναν χάρη στα κρατικά επιδόματα από τα ταμεία, ωστόσο λίγο αργότερα αποφάσισαν να επιστρέψουν στην οικογένεια της στην Αγγλία. Το 1914 η Σάρλοτ παντρεύτηκε ξανά με έναν πρώην αθλητή από το Λίβερπουλ.
Ωστόσο, η ασθένεια την είχε καταβάλει και μετά από λίγα χρόνια υπέκυψε στη φυματίωση και πέθανε σε ηλικία 35 ετών. Ο άντρας της πέθανε τρία χρόνια αργότερα και η μικρή Μάριορι μεγάλωσε με τον θείο της. Ήταν μια από τις πολλές τραγικές ιστορίες των επιζώντων του ναυτικού δυστυχήματος το οποίο συγκλόνισε τον κόσμο.
Πηγή
Tromaktiko
Το 1912 η Σαρλότ ήταν 31 ετών. Είχε γεννηθεί στην Αγγλία και στα 20 της χρόνια εργαζόταν ως μαγείρισσα στον αιδεσιμότατο μιας εκκλησίας, όπου γνώρισε τον μέλλοντα σύζυγό της, ο οποίος εργαζόταν ως νεωκόρος. Αφού παντρεύτηκαν μετακόμισαν στο Μπίσοπστοκ του Χαμσάιρ όπου απέκτησαν μια κόρη. Συνέχιζαν να εργάζονται στην εκκλησία, ενώ ο σύζυγός της είχε ανοίξει και ένα παντοπωλείο στην πόλη. Εκείνη την εποχή πολλοί φίλοι του ζευγαριού είχαν μεταναστεύσει στο Άινταχο και καλλιεργούσαν φρούτα σε φάρμες.
Σε γράμμα τους τους συμβούλευαν να εγκατασταθούν κι εκείνοι στο Άινταχο, καθώς το κλίμα ευνοούσε την καλλιέργεια φρούτων και θα είχαν καλύτερη ποιότητα ζωής. Το ζευγάρι αρχικά ήταν αρνητικό, όμως όταν η Σάρλοτ ασθένησε με φυματίωση αποφάσισαν να μεταναστεύσουν στην Αμερική, καθώς το ευνοϊκό κλίμα θα τη βοηθούσε στα αναπνευστικά προβλήματα που αντιμετώπιζε. Αγόρασαν ένα κτήμα στην ίδια περιοχή με τους φίλους τους, πούλησαν το κατάστημα που διατηρούσαν στο Χαμσάιρ, όπως και το σπίτι τους και αποχαιρέτησαν τους συμπατριώτες τους. Ο σύζυγός της πήρε τις οικογενειακές αποταμιεύσεις και τα μοναδικά αντικείμενα τους σπιτιού τους και στις 10 Απριλίου 1912 επιβιβάστηκαν από το λιμάνι του Σάουθάμπτον στον Τιτανικό.
Oι τρεις τους πήγαν στο κατάστρωμα Β’. Μετά από τέσσερις ημέρες, λίγο πριν από τα μεσάνυχτα το πλοίο χτύπησε σε ένα γιγαντιαίο παγόβουνο. Η Σαρλότ ήταν ξαπλωμένη στην καμπίνα της επειδή ένιωθε ναυτία.
Ο άντρας της βγήκε στο κατάστρωμα για να ελέγξει την κατάσταση και επιστρέφοντας της είπε ότι δεν υπήρχε κανένας κίνδυνος. Η Σάρλοτ τον ρώτησε αν οι επιβάτες έμοιαζαν τρομοκρατημένοι. Εκείνος της απάντησε αρνητικά και η Σάρλοτ επέστρεψε στο κρεβάτι της. Λίγο αργότερα επικράτησε πανικός. Το πλοίο άρχισε να βυθίζεται και εφαρμόστηκε το πρωτόκολλο να επιβιβαστούν πρώτα οι γυναίκες και τα παιδιά στις λέμβους. Η Σάρλοτ και κόρη της κατάφεραν να σωθούν, όμως ο σύζυγός της έμεινε στο πλοίο όπως οι υπόλοιποι άντρες. Το επόμενο πρωί η Σαρλότ με την κόρη της έφτασαν στη Νέα Υόρκη σε κατάσταση σοκ. Αμέσως, άρχισε να ψάχνει τον άντρα της, αλλά μάταια. «Είχα έναν άντρα να ψάξω, έναν άντρα, που με το μεγαλείο της πίστης μου, πίστευα ότι θα βρεθεί σε κάποια από τις βάρκες. Δυστυχώς δεν ήταν εκεί». Ο σύζυγός της πνίγηκε στο ναυάγιο και το σώμα του δεν βρέθηκε ποτέ. Όλα τους τα υπάρχοντα όπως και οι οικογενειακές αποταμιεύσεις, περίπου 5.000 δολάρια, είχαν χαθεί για πάντα στον βυθό της θάλασσας. Στην αρχή δεν ήθελαν να επιστρέψουν στην Αγγλία. Η Σάρλοτ επιθυμούσε να εκπληρώσει το όνειρο του συζύγου της και να κάνει το νέο ξεκίνημα στην Αμερική. Τους δύο πρώτους μήνες επιβίωναν χάρη στα κρατικά επιδόματα από τα ταμεία, ωστόσο λίγο αργότερα αποφάσισαν να επιστρέψουν στην οικογένεια της στην Αγγλία. Το 1914 η Σάρλοτ παντρεύτηκε ξανά με έναν πρώην αθλητή από το Λίβερπουλ.
Ωστόσο, η ασθένεια την είχε καταβάλει και μετά από λίγα χρόνια υπέκυψε στη φυματίωση και πέθανε σε ηλικία 35 ετών. Ο άντρας της πέθανε τρία χρόνια αργότερα και η μικρή Μάριορι μεγάλωσε με τον θείο της. Ήταν μια από τις πολλές τραγικές ιστορίες των επιζώντων του ναυτικού δυστυχήματος το οποίο συγκλόνισε τον κόσμο.
Πηγή
Tromaktiko
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ