2012-05-27 20:52:32
Φωτογραφία για Η διαπραγματευτική στρατηγική της Ελλάδας ως κράτος-μέλος της ΕΕ και το ύστερο ευρωπαϊκό θέατρο του παραλόγου
«Όσα ωφελούν τους ιδιοτελείς τα προπαγανδίζουν οι αφελείς»

(Παναγιώτης Κονδύλης)

Σε τρεις προγενέστερες παρεμβάσεις υποστηρίχθηκε ότι η κατάσταση εκτάκτου ανάγκης στην οποία βρίσκεται η Ελλάδα και η Ευρώπη και με δεδομένη την άμεση ανάγκη διεξαγωγής ευαίσθητων διαπραγματεύσεων αντιστροφής των ολέθριων συνεπειών των δύο μνημονίων απαιτείται μια εντολοδόχος αντί-μνημονιακή μεταβατική διακυβέρνηση προσωπικοτήτων υψηλού πολιτικού κύρους και τριών συγκεκριμένων αποστολών: Διαπραγμάτευση με την ΕΕ, διαχείριση των δημοσιονομικών ελλειμμάτων και της κοινωνικής συνοχής και σύγκληση Συντακτικής Συνέλευσης. Αυτός ο σκοπός που η κοινωνία με την ψήφο της έθεσε επιτακτικά δεν εκπληρώθηκε. Στις 17 Ιουνίου παραμένει ο ίδιος.

Αφορμή για τη συγγραφή του παρόντος αποτέλεσε η αναρχία θέσεων και απόψεων που δεν συνεκτιμούν επαρκώς την πραγματική φυσιογνωμία της ΕΕ, τις λειτουργίες της και τις ιδιομορφίες της

. Επί ζητημάτων ζωτικής σημασίας για το μέλλον ή και για την επιβίωση της χώρας κυριαρχούν μονοσήμαντες, απλουστευτικές και συχνά προπαγανδιστικές θέσεις που ροκανίζουν την πολιτική σκέψη και τον ορθολογισμό των αποφάσεων. Θα προσπαθήσουμε να εξηγήσουμε ότι όσον αφορά την ΕΕ –όπως για κάθε άλλο ζήτημα της διεθνούς πολιτικής– η ουσία βρίσκεται στις λεπτομέρειες και η ειδοποιός διαφορά στις αποχρώσεις. Τα βασικά χαρακτηριστικά της ΕΕ δεν μπορούν να τύχουν μονολεκτικής περιγραφής και ερμηνείας. Λόγω έκτασης του κειμένου η υπομονή και κατανόηση του αναγνώστη είναι αναγκαία.

Ο αναγνώστης που δεν ενδιαφέρεται να διαβάσει την κάπως εκτενέστερη θεώρηση αυτών των χαρακτηριστικών μπορεί να σπεύσει στην ενότητα 6 με τίτλο «Η διαπραγματευτική στρατηγική της Ελλάδας και η οργάνωση των επιτελικών κρατικών θεσμών: Χαρτογράφηση της ΕΕ» (κλικ για μετάβαση).

1. Διαπραγμάτευση στην Ευρώπη και στη διεθνή πολιτική και τα θεμελιώδη αξιώματα της εξωτερικής πολιτικής ενός οποιουδήποτε κράτους.

Η περιγραφή του εκτεταμένου και ιδιόμορφου «διαπραγματευτικού χώρου» της ΕΕ απαιτεί αναφορές στη διαδρομή της, τις βαθύτερες διαμορφωτικές δυνάμεις που τη συγκρότησαν και τις λειτουργίες και τα ρευστά ή πιο σταθερά φυσιογνωμικά χαρακτηριστικά της διαδικασίας ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Επίσης, στους θεμελιώδεις προσανατολισμούς των δρώντων όπως αποτυπώνονται και όπως αναπτύσσονται κατά τη διάρκεια μιας διαδρομής έξη δεκαετιών. Θα τα περιγράψουμε και ερμηνεύσουμε όσο το δυνατό πιο σύντομα και συμπερασματικά.

Οι κυβερνητικές στάσεις και αποφάσεις ενός κράτους-μέλους της ΕΕ, θα εξηγηθεί πιο κάτω, προσαρμόζονται και αναπροσαρμόζονται διαρκώς σύμφωνα με τις ανάγκες που ανακύπτουν λόγω ρευστότητας των συμφερόντων όλων των ενδιαφερομένων κρατών ή άλλων παραγόντων. Είναι χαρακτηριστικό ότι τη στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές (19-27.5.2012) οι Έλληνες και όλοι οι υπόλοιποι Ευρωπαίοι γίνονται αποδέκτες καταιγιστικών πληροφοριών συχνά απόλυτα αντιθετικών, αντιφατικών, αυτό-αναιρετικών και διόλου σπάνια εξεζητημένα αναληθών.

Μια ορθολογιστική εξωτερική πολιτική απαιτεί σωστή ανάλυση των διεθνών σχέσεων. Μια τέτοια σωστή ανάλυση ακόμη και αν «σερβιριστεί στο πιάτο» είναι άχρηστη εάν δεν εδράζεται πάνω σε μια συνεκτική κοινωνία που διαθέτει ισχυρά πνευματικά θεμέλια τα οποία ευνοούν τη συγκρότηση και ιεράρχηση των εθνικών σκοπών υπό συνθήκες εθνικής ομοψυχίας και ακλόνητης πίστης στον σκοπό εκπλήρωσής τους.

Σε πρακτικό επίπεδο, όπως και με κάθε άλλη περίπτωση της διεθνούς πολιτικής –και παρά τις ιδιομορφίες του φαινομένου της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης– η διαπραγμάτευση στην ΕΕ συμπεριλαμβάνει μπλόφες, κατά συνθήκη ψεύδη και εξεζητημένες πολιτικές εξαπατήσεις φίλων, εχθρών και άσπονδων φίλων (το ρεσιτάλ απρόκλητων απόλυτων «εκτιμήσεων» του «φίλου» προέδρου του Ευρωπαϊκού «Κοινοβουλίου» όταν επισκέφτηκε την Αθήνα στις 20.5.2012 είναι χαρακτηριστική περίπτωση). Στο μεγάλο και κοινωνικοπολιτικά ανεξέλεγκτο πεδίο της διεθνούς και ευρωπαϊκής πολιτικής η «διατύπωση εκτιμήσεων», η ιδιωτεία και η ιδιοτέλεια οργιάζουν.

Η διαπραγμάτευση στην Ευρώπη όπως και στην υπόλοιπη διεθνή πολιτική δεν είναι ευθύγραμμη. Είναι γεμάτη καμπυλότητες. Από τη μια πλευρά οι πολιτικές και καθεστωτικές ατέλειες αυξομειώνουν το έλλειμμα δημοκρατίας και από την άλλη πλευρά απουσιάζει μια συγκροτημένη και ανθρωπολογικά θεμελιωμένη υπερεθνική δημόσια σφαίρα. Με διαφορετικά λόγια απουσιάζει ένας διεθνής ή πανευρωπαϊκός Δημοκρατικός Δήμος που θα επέτρεπε μέσα σε λογικά πλαίσια συντεταγμένους παγκόσμιους ή πανευρωπαϊκούς δημοκρατικούς ελέγχους.

Αν σταθούμε στην ΕΕ, οι κοινωνικοπολιτικοί έλεγχοι ασκούνται έμμεσα και ελλιπώς: Έμμεσα και ελλιπώς στο κρατικό επίπεδο και δύο φορές έμμεσα και ελλιπώς στο Κοινοτικό-διακυβερνητικό επίπεδο. Ακόμη, πολλαπλά έμμεσα και ελλιπώς όταν εκδηλώνονται ηγεμονικές αξιώσεις που ροκανίζουν την καθιερωμένη πρακτική των συναινετικών αποφάσεων της ΕΕ. Η κατάσταση είναι εκτός ελέγχου όποτε και όταν η υπερεθνική τεχνόσφαιρα είτε αυτονομείται είτε καθίσταται εργαλείο άνομων και καταχρηστικών ηγεμονικών αξιώσεων. Ποια είναι, γα παράδειγμα, η πολιτική ανθρωπολογία κάτω από τα πόδια του προέδρου του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου που επισκέφτηκε την Ελλάδα τον Μάιο 2012, θα ρωτούσε κανείς λογικά και εύλογα; Όπως και χιλιάδες άλλοι περιφέρεται απρόκλητα, παρεμβαίνει δραστικά και βαθύτατα διανεμητικά και επιχειρεί να επηρεάσει τις πολιτικές θέσεις μιας κυριολεκτικά μπερδεμένης, γρονθοκοπημένης και κατάκοιτα ριγμένης (ελληνικής) κοινωνίας. Μια οποιαδήποτε κοινωνία με ζωντανά και ενεργά ένστικτα επιβίωσης, λοιπόν, όταν τα συμφέροντά της θίγονται ομονοεί στην υπεράσπισή τους και τέτοιες θέσεις όπως του προέδρου του ΕΚ τις διυλίζει, αναλύει, εκτιμά, ιεραρχεί και στον βαθμό που χρειάζεται τις αντικρούει.

Για όλα τα κράτη από αρχαιοτάτων χρόνων και ασφαλώς πολύ περισσότερο σήμερα η κοσμοθεωρητική παραδοχή της εθνικής ανεξαρτησίας είναι υπέρτατη και έσχατη. Στις μέρες μας αποτυπώνεται επακριβώς στις υψηλές αρχές του διεθνούς δικαίου και στους Καταστατικούς Χάρτες των διεθνών θεσμών. Εδώ και πολλές δεκαετίες, επίσης, αφού εγκαταλείφθηκαν διεθνιστικές αφέλειες η εθνική ανεξαρτησία είναι υπέρτατο κριτήριο όλων των κρατών-μελών της ΕΕ. Η ιδιομορφία και ιδιαιτερότητα της ΕΕ έγκειται στον τρόπο με τον οποίο διατηρώντας την εθνική ανεξαρτησία ως θέσφατο τα μέλη κατορθώνουν να δημιουργούν τις κοινές δεσμεύσεις και τις κοινές ρυθμίσεις που συγκροτούν την «ευρωπαϊκή νομιμότητα». Συνολικά, για όλες τις κοινωνίες του πλανήτη η Εθνική Ανεξαρτησία είναι η συλλογική τους ελευθερία. Στην ΕΕ αλλά και ευρύτερα στη διεθνή πολιτική, επιπλέον, η εθνική ανεξαρτησία είναι προϋπόθεση πολιτικής και οικονομικής αποτελεσματικότητας, συγκρότησης εθνικών σκοπών, διεξαγωγής διεθνών διαπραγματεύσεων και δυνατότητας μιας πολιτείας να προσανατολίζεται με δημοκρατική φορά κίνησης προς την κατεύθυνση της πολιτικής ελευθερίας.

Εμπράγματα, επιπλέον, κάθε μια κοινωνία είναι προικισμένη με τη δική της ιστορικά σμιλευμένη και βαθύτατα ριζωμένη ανθρωπολογική ετερότητα. Καθημερινά καταμαρτυρείται ο αληθής πόθος όλων των πολιτών όλων των κρατών να απολαύσουν ελεύθερα αυτή την ετερότητα. Η εθνική ανεξαρτησία τους προσφέρει την ελευθερία και τη δυνατότητα για κάτι τέτοιο. Εντός του κράτους υπάρχει η δυνατότητα δημοκρατικής φοράς κίνησης και ή κοινωνικού συμβολαίου (και στα Ανατολικά κράτη κάποιες άλλες ιεραρχίες διακυβέρνησης). Εκτός του κράτους, υπάρχουν υλικά συμφέροντα και ρευστοί φίλοι και εχθροί που εναλλάσσουν φίλους και εχθρούς ανάλογα με τα συμφέροντά τους.

Σε αυτή την ανελέητα ανταγωνιστική ευρωπαϊκή και διεθνή ζωή ο καθείς παθαίνει ό,τι του αξίζει. Επιβιώνουν όσοι γνωρίζουν να αμύνονται επιτυχώς και να διαπραγματεύονται αποτελεσματικά στη βάση των ιεραρχημένων εθνικών συμφερόντων. Υπό το πρίσμα της συντρέχουσας κρίσης, για παράδειγα, αυτό το γεγονός υπογραμμίζεται καθημερινά από τις εναλλαγές και μεταλλάξεις των θέσεων ηγετών όπως οι Σόϊμπλε, Μέρκελ, Κάμερον, Σαρκοζί και Ορλάν κτλ. Σταθερός γνώμονας των εκάστοτε θέσεών τους είναι οι ανάγκες τους για ισχύ, ευημερία, ασφάλεια και αυτοσυντήρηση των κρατών τους, όπως ο καθείς εξ αυτών ανά πάσα στιγμή κατανοεί αυτές τις γενικές έννοιες σε αναφορά με τα δικά του εθνικά συμφέροντα.

Οι κοινωνίες λειτουργούν ορθολογιστικά –διαρκείς εκτιμήσεις για το κόστος και όφελος εναλλακτικών επιλογών– σύμφωνα με τη δική τους τυπική λογική που προσδιορίζει τα δικά τους εθνικά συμφέροντα. Τα κράτη-μέλη της ΕΕ καθημερινά συναλλάσσονται διαφανώς ή αδιαφανώς, συμμαχούν ή συγκρούονται και αποφασίζουν μόνοι τους ή συλλογικά σύμφωνα με την αυτοκατανόηση των δικών τους εθνικών συμφερόντων. Αν και ασθενείς πολιτικές και στοχαστικές ψυχές αδυνατούν να κατανοήσουν αυτή τη διάσταση των διακρατικών σχέσεων παραμένει ένα καθημερινά καταμαρτυρούμενο γεγονός.

Οι κοινωνίες ζημιώνονται ή αποθνήσκουν αν τα μέλη τους και οι αντιπρόσωποί τους δεν κατανοούν τα πιο κάτω, τα οποία ο καθείς τα βλέπει κάθε βράδυ όταν ανοίγει την τηλεόρασή του. Αποτελούν τα κεντρικά χαρακτηριστικά της διεθνούς και ευρωπαϊκής πολιτικής και σημαίνουν τα εξής:

Έξω από το κράτος δεν υπάρχει και δεν μπορεί να υπάρξει μια ρυθμιστική εξουσία που να διαθέτει ένα σύστημα διανεμητικής δικαιοσύνης κοινωνικοπολιτικά νομιμοποιημένο και επικυρωμένο. Γι’ αυτό οι σχέσεις των κρατών είναι εξ ορισμού ανταγωνιστικές, συχνά συγκρουσιακές και για την ευημερία και ασφάλειά τους ισχύει η αρχή της αυτοβοήθειας. Συχνά ισχύει επίσης και το «ας πρόσεχες» και ακόμη πιο συχνά το κακεντρεχές «καλά να πάθεις». Ιλαροτραγικά, αυτό το λένε σήμερα στην Ελλάδα και ένοχοι φορείς ιλαροτραγικών θεωρήσεων πολιτικής θεολογίας και γι’ αυτό εκτιμώ φορείς συμπλεγμάτων και συνδρόμων πατριδοκτονίας, πατροκτονίας, μητροκτονίας, εθνοκτονίας και υποθέτω ενδόμυχα και ευκαιρίας δοθείσης και ανθρωποκτονίας. Τέτοιες στρεβλώσεις της Πολιτικής, εξάλλου, είναι συνήθεις στην Οδύσσεια της ιστορικής διαδρομής των ανθρώπων.

Η ευημερία και η ασφάλεια μιας κοινωνίας συχνά είναι μεγέθη αντιστρόφως ανάλογα των αντίστοιχων των κοινωνιών άλλων κρατών. Αυτό το γεγονός έχει ως αποτέλεσμα τον φόβο της εξαπάτησης, την ανατροπή των προσδοκιών και τη ματαίωση ευσεβών πόθων και ελπίδων. Οι κοινωνίες τα μέλη των οποίων λειτουργούν και σκέπτονται ορθολογιστικά συσπειρώνονται γύρω από κεντρικούς άξονες ιεραρχημένων εθνικών συμφερόντων και επιδεικνύουν ομοψυχία στην εκπλήρωσή τους. Έτσι πράττοντας είναι ορθολογιστικά ευαίσθητες, όπως είπαμε, στο κόστος και στο όφελος ενεργημάτων. Τα λάθη τιμωρούνται, ενίοτε φρικτά.

Μιας και η εθνική ανεξαρτησία είναι θέσφατο και έσχατο κριτήριο, η υπεράσπισή της μέσα στο ανταγωνιστικό διεθνές περιβάλλον δεν είναι απλή υπόθεση. Η κατοχή επαρκούς ισχύος είναι αναγκαία για την προάσπισή της. Είναι επίσης προϋπόθεση ευημερίας, ασφάλειας και διαπραγματευτικής αποτελεσματικότητας. Καθημερινά φίλοι και εχθροί εναλλάσσονται ανάλογα με τα συμφέροντά τους, τις ανάγκες τους για ισχύ ή διεύρυνση της ισχύος και αυτό είναι σύμφωνο με τη φύση και τις εγγενείς ιδιότητες του διακρατικού συστήματος (και της ΕΕ, όπως σήμερα διαπιστώνουν ακόμη και οι άπιστοι Θωμάδες).

Όσες κοινωνίες επιβιώνουν θεωρούν την αυτοσυντήρηση το κορυφαίο ζήτημα της εθνικής ζωής. Κατά τον Θουκυδίδη «όσοι είναι ελεύθεροι το χρωστούν στη δύναμή τους». Μια καθημερινά καταμαρτυρούμενη αλήθεια πολλών διαβαθμίσεων που αρχίζουν από την εκμηδένιση μέχρι την υποδούλωση ποικίλων εκδοχών και αποχρώσεων. Πάνω σε αυτό το κινούμενο εκκρεμές οι στάσεις των ανθρώπων ποικίλουν. Σίγουρα «θέλει αρετή και τόλμη η ελευθερία» (και αυτοθυσία αν χρειαστεί).

2. Βασικές πτυχές της ΕΕ και της ισότιμης συμμετοχής των κρατών-μελών

Με δεδομένες στις πιο πάνω σταθερές της διεθνούς πολιτικής η ΕΕ είναι ένα εξαιρετικά ιδιόμορφο φαινόμενο. Ενόσω διατηρεί τον θεμελιώδη αντί-ηγεμονικό της χαρακτήρα θα συνεχίσει να υπάρχει ως μια νησίδα μετά-νεοτερικών δομών. Τα κράτη-μέλη που συμμετέχουν θα βλάπτονται ή θα ωφελούνται ανάλογα με το κατά πόσο διαπραγματεύονται σύμφωνα με τις προϋποθέσεις του Κοινοτικού συστήματος. Ποιες όμως είναι αυτές οι προϋποθέσεις;

Πρωτίστως η ΕΕ είναι μια διαδικασία θεσμοθετημένης εθνοκρατοκεντρικής διαπραγμάτευσης που συγκροτεί μια αρκούντως εδραιωμένη πλην όπως τελευταία βλέπουμε επισφαλή ευρωπαϊκή νομιμότητα. Αυτό το κεντρικό χαρακτηριστικό συνοδεύεται από άλλοτε ειλικρινείς και άλλοτε υποκριτικές «ευρωπαϊστικές» διακηρύξεις. Η σταθερότητά των θεμελίων της είναι ευθέως ανάλογη της εξυπηρέτησης των κρατικών οικονομικών, στρατηγικών και διπλωματικών συμφερόντων. Το πιο σημαντικό όμως είναι κατιτί που διαχέει την ευρωπαϊκή πολιτική: Είναι μια κοινή πολιτική, νομική, κοινωνική και κοσμοθεωρητική παραδοχή για τον αντί-ηγεμονικό χαρακτήρα του εγχειρήματος και για την ύπαρξη προϋποθέσεων ένταξης του «Γερμανικού ζητήματος» σε ένα ευρύτερο διεθνές και υπερεθνικό εγχείρημα. Δηλαδή προϋποθέσεων ελέγχου τυχόν αναβίωσης Γερμανικών ηγεμονικών αξιώσεων (http://www.ifestosedu.gr/111GermanikoEE.htm).

Η σταθερότητα της ΕΕ και η βιωσιμότητά της εξαρτάται από το κατά πόσο αυτές οι αντί-ηγεμονικές ιδιότητες κυριαρχούν ως αντίληψη και ως πρακτική στην Ευρώπη. Η συντρέχουσα κρίση η οποία έχει ως κύριο άξονα μια Γερμανική υπεροπτική στάση υποδηλώνει τα υποβόσκοντα προβλήματα. Η ισορροπία και η επιβίωση της ΕΕ εξαρτάται από το κατά πόσο η έσχατη παραδοχή της ισοτιμίας μεταξύ των κρατών-μελών αντέχει στις εντάσεις των εν μέρει αναπόφευκτων ηγεμονικών αξιώσεων.

Παράλληλα, η διαδικασία ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης είναι ένας απέραντος και δαιδαλώδης χώρος διαπραγματεύσεων. Λογικό είναι τα εθνικά συμφέροντα ενίοτε να συγκλίνουν ή και να ταυτίζονται, άλλοτε να είναι ανταγωνιστικά και μερικές φορές να συγκρούονται. Ανά πάσα στιγμή μεταξύ δύο ή περισσότερων κρατών-μελών και σε αναφορά με διαφορετικούς τομείς της Κοινοτικής ζωής δυνατό ταυτόχρονα να υπάρχουν τόσο συγκλίνοντα όσο και αποκλίνοντα συμφέροντα. Σημαντικό στοιχείο της κοινοτικής ζωής είναι οι διαρκείς δαιδαλώδεις διασυνδέσεις και ανταλλαγές στη βάση αυτών των συμφερόντων («linkage politics»). Θα ακριβολογούσαμε αν λέγαμε ότι η ΕΕ είναι ένας γιγαντιαίος διαπραγματευτικός χώρος διασύνδεσης εθνικών συμφερόντων σε ανταλλακτική ή αμοιβαία επωφελή βάση.

Συχνά τα πράγματα δεν συμπλέκονται μόνο αλλά και μπερδεύονται. Στην παρούσα φάση, το ερώτημα κατά πόσο το ευρώ και ίσως και η ΕΕ θα επιβιώσουν του Γόρδιου δεσμού που προκάλεσε η ΟΝΕ. Αν και ζήτημα καίριας σημασίας, δεν υπάρχει περιθώριο να εξεταστεί σε ένα σύντομο σημείωμα όπως το παρόν.

Κάποιες στοιχειώδεις αναφορές για τις θεμελιώδεις ιδιομορφίες της ΕΕ, εν τούτοις, είναι αναγκαίες για την κατανόηση της θέσης και του ρόλου, των δικαιωμάτων και των δεσμεύσεων ενός κράτους-μέλους. Απαιτείται πρωτίστως κατανόηση, επίσης, των κεντρικών χαρακτηριστικών και του ρόλου των υπερεθνικών θεσμών και των κυμάνσεων των τεχνοκρατικών αρμοδιοτήτων. Πιο συγκεκριμένα, όσο περισσότερο η τεχνόσφαιρα λειτουργεί ανεξάρτητα των πολιτικών αποφάσεων των διακυβερνητικών οργάνων τόσο περισσότερο αυξάνει το δημοκρατικό έλλειμμα και τόσο περισσότερο οι αποφάσεις καθίστανται αντί-κοινωνικές, αναποτελεσματικές και αδιέξοδες. Ο ρόλος των τεχνοκρατών το 2010-12 στην επιβολή δυσβάστακτων μνημονίων κατά κρατών μελών του Νότου της ΕΕ είναι μια τέτοια χαρακτηριστική περίπτωση.

Ενώ το δημοκρατικό έλλειμμα που δημιουργείται όποτε οι υπερεθνικοί θεσμοί αυτονομούνται είναι ένα ζήτημα που συζητείται διαρκώς τις τελευταίες δεκαετίες, το κάθε κράτος-μέλος το αντιμετωπίζει ανάλογα με τις ιδιαιτερότητες της κάθε περίπτωσης. Η τάση είναι τα ισχυρότερα κράτη να προσπαθούν να καταστήσουν τους τεχνοκράτες εξαρτημένες μεταβλητές των συμφερόντων τους. Τα λιγότερο ισχυρά κράτη πάντα προσκολλώνται στην αρχή της ισοτιμίας και επικαλούνται πάγιες παραδοχές της ΕΕ χωρίς τις οποίες η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση θα καθίσταται μια δεσποτική υπερκρατική δομή που στο τέλος θα καταρρεύσει. Η ισορροπία πάνω στο τεντωμένο σχοινί των ηγεμονικών και αντί-ηγεμονικών αξιώσεων είναι ένα διαρκές άθλημα.

Η Ελλάδα και μερικά ακόμη κράτη-μέλη του νότου, για παράδειγμα, πολιτικά μιλώντας, ποτέ δεν έπρεπε να αφήσουν τους τεχνοκράτες της ΕΕ και του ΔΝΤ να προσδιορίζουν αν όχι να επιβάλλουν αποφάσεις που αφορούν τις κοινωνικές τους ισορροπίες ή και την επιβίωσή τους ως κράτη. Αντί να δεχθούν ύβρεις και συλλογικές ενοχοποιήσεις των κοινωνιών, συντεταγμένα, ορθολογικά και σωστά έπρεπε να συγκροτήσουν μια τεκμηριωμένη περιγραφή των κύριων αιτίων της κρίσης που εντοπίζονται πρωτίστως στη δημιουργία μιας νομισματικής τεχνόσφαιρας που ωφελεί τις ισχυρότερες οικονομίες και που συνθλίβει τις λιγότερο ανταγωνιστικές. Για να το πούμε διαφορετικά, αν είναι να ισχύει μια άκρατη λογική αυτοβοήθειας (αυτό που στη διεθνή πολιτική συνήθως ονομάζεται «νόμος της ζούγκλας») καλό είναι να το γνωρίζουν όλοι και καλά.

Το ίδια ισχύουν όσον αφορά τη διαρκή προσπάθεια –άλλοτε επιτυχημένη και άλλοτε όχι, και αυτό ισχύει για όλα τα κράτη-μέλη της ΕΕ– για εξορθολογισμό των θεσμών, οικονομική ανάπτυξη και ανταγωνιστικότητα. Είναι ένα πράγμα μια κοινή ευρωπαϊκή προσπάθεια ενταγμένη σε μια σοβαρή προσπάθεια σύγκλισης των δεικτών (αυτό θα ονομάζαμε «ολοκλήρωση») και άλλο οι συλλογικές ενοχοποιήσεις, οι γραμμικές προπαγανδιστικές θέσεις που υποκρύπτουν ιδιοτέλεια και η συνειδητή μετατροπή των λιγότερο ισχυρών κρατών σε αποικίες νέας κοπής.

Κύριο αίτιο της κρίσης είναι τα ελλείμματα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης η οποία μετά το 1992, όταν υιοθετήθηκε η ΟΝΕ, «επιχειρεί να τρέξει πριν μάθει να περπατά». Με δεδομένη την απουσία μιας υπερεθνικής ευρωπαϊκής πολιτικής ανθρωπολογίας, μιας υπερεθνικής ευρωπαϊκής κοινωνικής συνοχής και κατά συνέπεια ενός σταθερού εδάφους πάνω στο οποίο θα εδραζόταν μια υπερεθνική ευρωπαϊκή δημόσια σφαίρα, είναι αμφίβολο κατά πόσο μπορεί να υπάρξει ποτέ δυνατότητα μιας ενοποιημένης υπερεθνικής ευρωπαϊκής δημοσιονομικής πολιτικής. Αυτό το δομικό πρόβλημα δεν μπορεί να μην συνεκτιμάται επαρκώς όταν τα κράτη του νότου πάσχουν από τον άνισο ανταγωνισμό που προκάλεσε η αποσπασματική νομισματική ενοποίηση.

Αυτό το γεγονός αποτελεί ισχυρό επιχείρημα για εκείνα τα κράτη που έχουν συνθλιβεί οικονομικά λόγω επιλογών της Γερμανίας και της Γαλλίας των δύο τελευταίων δεκαετιών στη σφαίρα των νομισματικών ρυθμίσεων. Το γεγονός ότι στη συνέχεια τα περισσότερα κράτη επέλεξαν να ενταχθούν στην ΟΝΕ ήταν κάτι λογικό και αναμενόμενο. Πλην δεν είναι λογικό έκτοτε να μην είχαν παρθεί κατάλληλες αποφάσεις για ζητήματα όπως η αντιμετώπιση των συνεπειών αν ένα κράτος-μέλος της ευρωζώνης δεν μπορεί να αντέξει τον ανταγωνισμό και των προβλημάτων όταν εξ αυτού προκύπτουν μεγάλα προβλήματα ισοζυγίων πληρωμών. Πρωτίστως όμως αποφάσεων αλληλεγγύης και ισόρροπης ανάπτυξης στο εσωτερικό της ευρωζώνης. Λογικό, τέλος, θα ήταν να είχε υπάρξει πρόβλεψη έγκαιρης ελεγχόμενης και μη καταστροφικής εξόδου από το ευρώ, εάν και όταν η οικονομία ενός κράτους δεν μπορεί να αντιμετωπίσει τον ανταγωνισμό.

Εδώ, θα προσέξει ο αναγνώστης, δεν αναφερόμαστε σε ουτοπικές ιδέες περί ευρωπαϊκής κοινωνικής και πολιτικής ένωσης. Κανείς δεν μπορεί να παραγνωρίσει τις ανθρωπολογικές και κοινωνικές σταθερές του ευρωπαϊκού διακρατικού πεδίου. Η πολιτική ανθρωπολογία των κρατών-μελών και οι αναπτυξιακές δυνατότητές τους είναι διαφορετικές. Το μέγεθός τους και η ισχύς τους επίσης είναι διαφορετικά. Οι κοινωνίες επιπλέον είναι ιστορικά διαφορετικά συγκροτημένες στα πεδία των κοσμοθεωρητικών και πνευματικών παραδοχών. Η ολοκλήρωσή τους είναι ένα πράγμα και η άναρχη και ακατάστατη ανάμειξή τους είναι ένα άλλο. Γι’ αυτούς τους πασίδηλους λόγους μια κοινή πολιτική βαθύτατων προεκτάσεων και μεγάλων διανεμητικών συνεπειών όπως η ΟΝΕ λογικό είναι να διεπόταν από μεγαλύτερη σοβαρότητα.

Μιλάμε για αποφάσεις που είναι στοιχειωδώς ορθολογιστικές και που θα καθιστούσαν ένα εκ της φύσεώς του κρατοκεντρικό περιφερειακό σύστημα πιο σταθερό, πιο αποτελεσματικό και συμβατό με το κοινό κρατικό συμφέρον διαιώνισής του. Με απλά λόγια αυτό σημαίνει πως ως εκ της φύσεώς της ΕΕ απαιτείται α) να λειτουργεί στο πλαίσιο ομόφωνων αποφάσεων στο διακυβερνητικό επίπεδο (η μόνη νοητή κατάσταση διακρατικής δημοκρατίας που ακυρώνει τις ηγεμονικές αξιώσεις), β) να μην αφήνει κανένα απολύτως περιθώριο ανεξάρτητων αρμοδιοτήτων στους υπερεθνικούς θεσμούς (όριο ο ουρανός για αρμοδιότητες που θα βρίσκονται υπό την πλήρη εποπτεία των διακυβερνητικών οργάνων) και γ) να ενθαρρυνθεί με κάθε τρόπο η εμβάθυνση της δημοκρατίας στο εθνοκρατικό επίπεδο (εκεί ασκείται η λαϊκή κυριαρχία και εκεί μόνο υπάρχουν προϋποθέσεις πολιτικού, οικονομικού και κοινωνικού ορθολογισμού).

Σε ένα τέτοιο σύστημα το κάθε κράτος θα γνωρίζει, τουλάχιστον, ότι ισχύει η αρχή της αυτοβοήθειας και πως για ότι αποφασίζει και πράττει θα πρέπει να αναλαμβάνει τις ευθύνες του. Σε ένα τέτοιο πλαίσιο η αλληλεγγύη μεταξύ των κρατών για να εξυπηρετούνται οι κοινοί σκοποί δεν αποκλείεται. Αυτό που καταμαρτυρεί η παρούσα κρίση είναι ότι δεν είναι δυνατό να υπάρξει οικονομικός, κοινωνικός και πολιτικός ανορθολογισμός εάν τα πάντα επισκιάζονται από μια ιδεαλιστική υπερεθνική ρητορική που μεταμφιέζει και εξυπηρετεί, όπως πικρά διαπιστώνουν οι κοινωνίες του νότου, απέραντα ιδιοτελείς ηγεμονικές αξιώσεις.

Αυτές οι αντικειμενικές επισημάνσεις είναι καίριας σημασίας αν είναι να υπάρξει μια διέξοδος από την ευρωπαϊκή (και όχι μόνο Ελληνική) κρίση που προκάλεσε η ΟΝΕ τις δύο τελευταίες δεκαετίες. Θα προσθέταμε πως εάν οι αντιπρόσωποι ενός κράτους-μέλους ανεξαρτήτως μεγέθους και ισχύος δεν μπορούν να διεκδικούν και να προτείνουν προσεγγίσεις ορθολογισμού της ΕΕ, δεν οφείλεται σε κάποιον άλλο λόγο παρά μόνο στη δική της πολιτική ανικανότητα.

Εν τούτοις, πολλά μέλη του ελληνικού πολιτικού προσωπικού και πολλά μέλη του πανεπιστημιακού χώρου συνδεδεμένα με αυτά, αντί να συγκροτήσουν ένα πειστικό ευρωπαϊκό πολιτικό λόγο μαζοχιστικά αυτοχειριάζονται αποδίδοντας συλλογικές ευθύνες στην ίδια την κοινωνία τους. Επιστημονική εξήγηση δεν υπάρχει. Ούτε βέβαια και είναι δυνατό να ερμηνεύσεις την επιθυμία κάποιων να παραγνωρίζουν τα ελλείμματα της πολιτικής και να ηθικολογούν επικαλούμενοι τη δήθεν άρρωστη ψυχή μιας συλλογικής οντότητας, τους δαίμονες που κρύβει το πνεύμα του κοινωνικού σώματος και τους τιμωρούς Θεούς, δαίμονες και αγγέλους που υπερίπτανται. Κρίνεις μόνο εκ του αποτελέσματος. Παραμένει γεγονός, πάντως, ότι στην καθημερινότητα από αρχαιοτάτων χρόνων εύκολα εντοπίζονται τα σύνδρομα πατριδοκτονίας, εθνοκτονίας, μητροκτονίας, πατροκτονίας, θεοκτονίας, εχθρολαγνείας και ενδεχομένως ανομολόγητης υποβόσκουσας θηριώδους ανθρωποκτονίας. Σύμπτωμα είναι οι στάσεις και οι συμπεριφορές επί παντελώς ξεκάθαρων περιπτώσεων όταν εκδηλώνεται έχθρα κατά κάθε οικείου και πόθος κατά οτιδήποτε είναι αντίπαλο. Το δε εκάστοτε κατάκοιτο μαχαιρωμένο θύμα ο φορέας συνδρόμων και συμπλεγμάτων το μαστιγώνει με σαδισμό κατονομάζοντάς το ως δήθεν θύτη. Αυτά παθαίνουν από αρχαιοτάτων χρόνων οι άνθρωποι όταν πάσχει η Πολιτική και όταν αυξηθεί ο ανεξέλεγκτος παρασιτικός όχλος φορέων πολιτικής θεολογίας.

3. Η ΕΕ ως ένας θεσμός ισότιμης δυναμικής διαπραγμάτευσης

Στο σημείο αυτό καλό είναι να διατυπωθεί η εκτίμηση ότι υπό ένα ευρύτερο πρίσμα, ένα κράτος-μέλος της ΕΕ θα πρέπει να λάβει σοβαρά υπόψη ότι όχι μόνο η ευρωζώνη αλλά και η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση στο σύνολό της ενδέχεται να μην επιβιώσει –τουλάχιστον στην μέχρι σήμερα μορφή τους– εάν οι ηγεμονικές αξιώσεις που σήμερα εκδηλώνονται συνεχίσουν. Το θέμα είναι –την στιγμή που αναπόφευκτα σύντομα θα πρέπει να υπάρξει μια κάποια διέξοδος ή και ευχής έργο μια συντεταγμένη ευρύτερη αντιμετώπιση των προβλημάτων–, κατά πόσο η Ελλάδα θα αποφύγει να καταστεί το πρώτο και μεγαλύτερο θύμα.

Ανεξαρτήτως προβλημάτων και έκβασης των προσπαθειών αντιμετώπισής τους, κανείς θα πρέπει να εκτιμήσει ορθά το προαναφερθέν γεγονός ότι η ΕΕ είναι ένας τεράστιος χώρος μιας δυναμικής διαρκούς διαπραγμάτευσης στη βάση των εθνικών συμφερόντων. Έτσι ήταν εξαρχής, έτσι είναι σήμερα και έτσι θα συνεχίσει να είναι ενόσω θα υπάρχει. Μεταξύ άλλων θα μπορούσαν να αναφερθούν οι εξής εισροές που συμπλέκονται άναρχα και δυναμικά: Συμφέροντα, διακηρυγμένες ή και καταστατικές υψηλές παραδοχές πάνω στις οποίες εδράζεται η ΕΕ, ιδεαλιστικές διακηρύξεις –άλλοτε υποκριτικές και άλλοτε ειλικρινείς–, ρευστοί συσχετισμοί ισχύος, στρατηγικές που συγκροτούνται αυτόνομα στο επίπεδο της υπερεθνικής τεχνόσφαιρας, εθνικές στρατηγικές, στρατηγικές ιδιωτών και πολυεθνικών και ποικιλόμορφες ομάδες πίεσης.

Η εξυπηρέτηση των εθνικών συμφερόντων μέσα στο πολυσχιδές και μολαταύτα ιεραρχημένο πεδίο της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης πρέπει να είναι το στοίχημα των κυβερνήσεων των κρατών-μελών. Τα μέλη του πολιτικού προσωπικού της Ελλάδας των τελευταίων ετών, εν τούτοις, αντί συγκρότησης σκοπών και στρατηγικής εκπλήρωσής τους με τον βέλτιστο δυνατό τρόπο, ατενίζουν αυτό το πεδίο περιδεή, φοβικά και ανήμπορα να λειτουργήσουν πολιτικά. Οι συναφείς παρατηρήσεις που μπορούν να γίνουν είναι πολλές.

Τα πολλά ταλέντα και οι μεγάλες δεξιότητες των κρατικών λειτουργών σε επιτελικά υπουργεία είτε είναι ανενεργά ή εγκλωβίστηκαν στην προσφορά υπηρεσιών στους ξενόφερτους τεχνοκράτες. Τα μέλη του πολιτικού προσωπικού αντί να τους αξιοποιήσουν επιλέγουν να στέκονται παθητικά επικαλούμενοι τις θέσεις τρίτων, συχνά απρόκλητες, παράλογες και προπετείς, τις οποίες εν τούτοις για προπαγανδιστικούς λόγους εμφανίζουν ως εκ προοιμίου ορθές και αλάνθαστες.

Για παράδειγμα, απλό διάβασμα των θέσεων των αρχηγών κρατών των 8 ισχυρών κρατών στο Κάμπ Ντέιβιτ στις 19.5.2012, κάνει σαφές ότι οι Ελληνικές απόψεις δεν συνεκτιμήθηκαν. Όχι επειδή αυτό είναι ανέφικτο αλλά επειδή κανένας Έλληνας αντιπρόσωπος δεν τις καλλιέργησε έγκαιρα και αποτελεσματικά. Κανείς επιπλέον δεν αντέταξε σε οποιοδήποτε τρίτο ότι οι θέσεις που διατυπώθηκαν βρίσκονται σε δυσαρμονία με τη λαϊκή ετυμηγορία, ότι ήταν οικονομικά παράλογες και ότι είναι εξ αντικειμένου ανέφικτες. Ότι επίσης δεν συνάδουν με πάγιους κώδικες, παραδοχές και συμφέροντα των κρατών-μελών της ΕΕ.

Όπως κατά κανόνα συμβαίνει στην Ελλάδα, επί μέρες ακολούθησε μια άσκοπη παραφιλολογία για το τι λέει ο ένας ή ο άλλος στην Ευρώπη και αλλού χωρίς ταξινόμηση των θέσεων των τρίτων, χωρίς ιεράρχηση των σημασιών τους, χωρίς ένταξή τους στο πολιτικό πλαίσιο στο οποίο ανήκουν, χωρίς διερεύνηση του κατά πόσο πρόκειται για κάποια κακόβουλη αδιαφανή ιδιοτέλεια, χωρίς εξέταση του κατά πόσο εξυπηρετεί ρευστές και ευμετάβλητες ενδοκομματικές ή άλλες ενδοκρατικές σκοπιμότητες κάποιου άλλου κράτους και χωρίς να ερευνάται ή αξιολογείται το διαρκές διαπραγματευτικό παιχνίδι και ο ανταγωνισμός ρευστών συμφερόντων και βουλήσεων στη διακρατική διαπάλη.

Ο πολιτικός ανορθολογισμός τρέφεται από μια καθιερωμένη πλέον αποπροσανατολιστική περιρρέουσα παραφιλολογία, η οποία αγνοεί την ουσία, τις ειδοποιούς διαφορές και τις εμπεδωμένες πρακτικές της ΕΕ. Για παράδειγμα, ποιος είπε ότι εάν όλα τα άλλα κράτη υιοθετούν μια θέση και εάν ένα μόνο κράτος διαφωνεί (επειδή αυτό συνάδει με τα συμφέροντά του) δεν είναι νομιμοποιημένο να εμμένει στη θέση του επειδή αυτό επιτάσσει με το εθνικό του συμφέρον! Τη στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές και χωρίς να υπεισέρχομαι σε λεπτομέρειες, για παράδειγμα, η Καγκελάριος της Γερμανίας είναι σχεδόν μόνη στην αντίθεσή της κατά του «ευρωομόλογου».

Άπειρες φορές στην κοινοτική διαπραγμάτευση το ένα ή άλλο κράτος βρέθηκε μόνο εναντίον όλων επειδή αυτό επέβαλλαν τα συμφέροντά του. Αρκεί μόνο υπόμνηση της τύχης του Ευρωπαϊκού Συντάγματος που ήταν αποτέλεσμα μακρόχρονων διαπραγματεύσεων πλην η κοινωνική βούληση κάποιων κοινωνιών ήταν διαφορετική. Αποτελεί παραλογισμό ακόμη και ο παραμικρός ισχυρισμός ότι εμμονή σε μια εθνική στάση αποτελεί κάποιο πολιτικό έγκλημα ή κάποια ασυνήθιστη στάση. Το καθετί κρίνεται σύμφωνα με τις προϋποθέσεις του και αυτό καταμαρτυρεί η κοινοτική πρακτική. Μια συνολική εκτίμηση από αναρίθμητες εμπειρίες της κοινοτικής διαδρομής είναι ότι εάν κάτι αντιβαίνει στα ζωτικά συμφέροντα ενός κράτους δεν υπάρχει τρόπος να του επιβληθεί μια επαχθής ρύθμιση.

Αυτό ισχύει ακόμη περισσότερο στην περίπτωσή μας. Τα δύο μνημόνια τα οποία η Ελλάδα υποχρεώθηκε να υπογράψει οδηγούν την κοινωνική και ανθρωπολογική καταρράκωσή της. Το αντίθετο αποτελεί αντίληψη περί μιας σχέσης κρατών παριών με ιθαγενή πληθυσμό υποψήφιο για εθνοκάθαρση. Μέχρι σήμερα αυτή δεν είναι η ΕΕ. Προσπάθεια σταδιακής καθιέρωσης τέτοιων αντιλήψεων θα αποτελέσουν την αρχή του τέλους της. Μια «αρχή του τέλους» για την οποία ενώ εδώ πιθανολογούμε εμπράγματα την έχουν ήδη δημιουργήσει τα μνημόνια με πολλά κράτη-μέλη του Νότου της ΕΕ. Το μαρτυρούν επιπλέον οι ολοένα και πιο πυκνές ηγεμονικές συμπεριφορές εντός της ΕΕ.

4. Το μνημόνιο ως περιεχόμενο και η διαλεκτική σχέση διαπραγματεύσεων και πάγιων και ρευστών συμφερόντων.

Οι όροι «μνημονιακοί» - «αντί-μνημονιακοί» που σωστά επικράτησαν στην Ελλάδα τους μήνες πριν και μετά τις εκλογές του Μαίου και Ιουνίου 2012, είναι έννοιες ρευστές, εύπλαστες και επιδεχόμενες πολλαπλές νομικές και πολιτικές ερμηνείες. Όσον αφορά τον τρόπο που κανείς βλέπει τα μνημόνια, αν υπάρχουν στρατόπεδα, στο ένα εξ αυτών βρίσκονται εκείνα τα μέλη των ηγεσιών των παλαιοκομματικών δραστών της συμφοράς που το ερμηνεύουν με μοιρολατρικούς όρους αποικιακής εποχής.

Αφού επί δεκαετίες λεηλάτησαν το κράτος στο πλαίσιο ενός καλά στημένου φαυλοκρατικού πελατειακού δικομματισμού που συνοδευόταν από μια παραλυτική αφελή «ευρωλαγνεία», αυτό που βασικά λένε τώρα είναι ότι ο καλός εαυτούλης του παλαιοκομματισμού έχει μέλλον λαμπρό: Τα μέλη του θα συνεχίσουν να κατέχουν την κρατική εξουσία, αυτή τη φορά ως μεταπράτες ξένων συμφερόντων. Αν αμφιβολία υπάρχει, οι μορφασμοί, οι κραυγές και οι ειρωνείες στα τηλεοπτικά πάνελ δεν διασώζουν τους δράστες. Όποιος θέλει να είναι σοβαρός καλά κάνει να μελετήσει τον εφαρμοστικό νόμο του δεύτερου μνημονίου (βλ. http://www.epikaira.gr/content/files/Efarmostikos_nomos_sxolia1.pdf). Θα διαπιστώσει ότι το Ελληνικό κράτος απώλεσε την ελευθερία του και τη δημοκρατία του. Αν αυτό εφαρμοστεί τα οποιοδήποτε μέλη του πολιτικού προσωπικού που θα κάθονται πάνω στις κατεξουσιαστικές καρέκλες θα αποτελούν τροχονόμους μιας νέας λεηλασίας της ελληνικής κοινωνίας και της εκποίησης των πάντων.

Εν τέλει, αν εφαρμοστεί μια τέτοια κατεξουσιαστική δομή που μετατρέπει την ΕΕ σε μητρόπολη μιας αποικίας και τις ηγεσίες των λιγότερο ισχυρών κρατών σε πραιτοριανούς εξυπηρέτησης των ξένων συμφερόντων, τότε η καλύτερη λύση θα ήταν η κατάλυση της ΕΕ. Σε κάθε περίπτωση, αν έτσι εκτροχιαστεί η ΕΕ θα καταλυθεί από μόνη της: Υπάρχει μεγάλη αντίφαση μεταξύ από τη μια πλευρά των αφετηριακών λογικών ή μεταγενέστερων θεμελιακών παραδοχών και συμφερόντων πάνω στα οποία εδράζεται η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση και από την άλλη πλευρά της προσπάθειας των ηγεμονικών κρατών μετά το 1992 που τώρα αποκορυφώνονται να καταστούν οι Βρυξέλλες ηγεμονικό κέντρο.

Τα μνημόνια τα οποία με την ενθάρρυνση ισχυρών κρατών και ιδιαίτερα της Γερμανίας επέβαλαν οι τεχνοκράτες ενσαρκώνουν το αυγό του φιδιού ενός εκκολαπτόμενου πολιτικού, οικονομικού και κοινωνικού παραλογισμού. Καταμαρτυρούν την παρακμή των παραδοχών που αναφέραμε μόλις. Σήμερα θύμα είναι η Ελλάδα και κάποια άλλα κράτη του Νότου, αύριο θα αφορά περισσότερα και μεθαύριο οι αντιθέσεις δεν θα συμμαζεύονται. Αυτός είναι ένας ακόμη λόγος για τον οποίο μια μεταβατική διακυβέρνηση προσωπικοτήτων και μια μελλοντική ανασυγκροτημένη πολιτική δομή στο μέλλον θα πρέπει να επιδιώξει την αναζήτηση λύσης στο εσωτερικό της ΕΕ με το να επιδιώκει συγκλίσεις και συμμαχίες προς αυτή την κατεύθυνση, αλλά και μεταρρυθμίσεις που θα διασφαλίζουν τα αντί-ηγεμονικά κοσμοθεωρητικά θεμέλια της ΕΕ, κατιτί με το οποίο σίγουρα θα συνηγορήσουν τα πλείστα μέλη.

Οι συνεπείς «αντί-μνημονιακοί» βλέπουν ή πρέπει να βλέπουν το μνημόνιο ως περιεχόμενο. Ένα περιεχόμενο που προσδιορίστηκε από μια κακή συγκυρία και από μια κακή πολιτική απόφαση ενός διαλυμένου και ηττημένου πολιτικού προσωπικού της Ελλάδας. Μιας τάσης επίσης που εκκολάπτεται εδώ και μερικά χρόνια μέσα στα σωθικά της ΕΕ και που ενδέχεται να προκαλέσει τη διάλυσή της.

Η κρατούσα κοινοτική πρακτική, όπως λέμε και σε άλλο σημείο, είναι ότι οι νόμοι, τα δικαιώματα και οι δεσμεύσεις μπορούν να αλλάζουν με νέες πολιτικές αποφάσεις αν οι προηγούμενες αποδειχθούν ατελέσφορες και καταστροφικές. Αυτή η πρακτική είναι η ισχύουσα επειδή η αιτιολογία ύπαρξης της ΕΕ είναι η εξυπηρέτηση των ανεξαρτήτων μελών της. Δεν μπορεί να υπάρχει όταν τα ηγεμονεύει, όταν τα αποδυναμώνει και όταν τα κατεδαφίζει κοινωνικά και οικονομικά. Αυτή η ορθολογιστική συλλογιστική που έπρεπε να προτάσσεται με κάθε ευκαιρία δεν αναφέρεται σε ανέφικτους σκοπούς όπως οι κήνσορες της υποτέλειας προσπαθούν να την εμφανίσουν, αλλά μια πραγματολογικά προσγειωμένη και ρεαλιστική αντίληψη ενταγμένη στη μέχρι σήμερα λογική πάνω στην οποία εδράζεται η ΕΕ.

Ως περιεχόμενο το πρώτο και δεύτερο μνημόνιο είναι αναμφίβολα μια σύνθετη υπόθεση. Πρωτίστως, ισχύει ότι τόσο το πρώτο μνημόνιο όσο και το δεύτερο είναι το αποτέλεσμα και όχι το αίτιο των προβλημάτων της Ελλάδας και της ΕΕ. Το αίτιο είναι τόσο η προβληματική λειτουργία της ΟΝΕ όσο και η επί μακρόν ύπαρξη ενός φαυλοκρατικού πελατειακού δικομματισμού που λεηλάτησε τον πλούτο της ελληνικής κοινωνίας. Φαυλοκρατικές εξουσίες και διαφθορά, όμως, υπάρχει σε όλα τα κράτη και το αντίθετο μόνο ως αστείο μπορεί να ειπωθεί. Αν ευθύνες επιμερίζονται στους Έλληνες τότε εντοπίζονται στο γεγονός ότι καταμαρτυρήθηκε μια κραυγαλέα ανικανότητα του φαυλοκρατικού πελατειακού παλαιοκομματισμού να ακολουθήσει τη σωστή οικονομική πολιτική πριν και μετά το 2009. Λόγω της ανικανότητας του πολιτικού του προσωπικού, επίσης, να συγκροτήσει μια ορθολογιστική ευρωπαϊκή πολιτική άξια ενός ισότιμου πλήρους μέλους. Όμως, όπως εξελίχθηκαν τα πράγματα στην Ελλάδα και στην ΕΕ είναι ένα πράγμα να υπάρξει ένα ρεύμα πιο ορθολογιστικών θεσμικών και οικονομικών αποφάσεων ενδοκρατικά και κοινωνικά και άλλο να καθυποτάσσεται ένα κράτος μεμονωμένα.

Το κάνουμε ξεκάθαρο: Ορθό και ορθολογιστικό είναι να αντικρούεται με σφοδρότητα κάθε αχαρακτήριστη φασίζουσα νοοτροπία που επιχειρεί να ενοχοποιήσει συλλογικά μια κοινωνία. Όπως ήδη τονίσαμε, μόνο αποστροφή προκαλούν όσοι ξένοι και εγχώριοι ηθικολογούν ασύστολα με το να ενοχοποιούν την Ελληνική κοινωνία συλλογικά. Οι δε συχνές δηλώσεις της καγκελαρίου Μέρκελ και του Γερμανού Υπουργού Οικονομικών ότι περίπου φταίνε αποκλειστικά οι Έλληνες για την κρίση αποτελεί συλλογική ενοχοποίηση που δεν θυμόμαστε να τόλμησε κανείς μετά τις γνωστές φασιστικές συλλογικές ενοχοποιήσεις της δεκαετίες τ kostasxan.blogspot.com

ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ
ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΤΟ NEWSNOWGR.COM
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΑ ΑΡΘΡΑ