2018-01-10 15:06:27
Γεννημένη το 1864 στο Αίν της Νότιας Γαλλίας, η Καμίλ Κλοντέλ, η μεγαλύτερη αδερφή του συγγραφέα Πωλ Κλοντέλ, γεννήθηκε σε μια εποχή όπου η γλυπτική, όπως και άλλες τέχνες και επιστήμες ήταν κατεξοχήν ανδρικές ασχολίες. Η Καμίλ Κλοντέλ ήρθε στον κόσμο για να κάνει τη διαφορά στην τέχνη και τη ζωή: το κορίτσι που στα 12 του συγκινήθηκε από τη γλυπτική, έμελλε να αφήσει τη σφραγίδα της στη σύγχρονη τέχνη τόσο από το δικό της έργο όσο και την επίδραση που άσκησε στον κορυφαίο γλύπτη Ροντέν.
Η πολυτάραχη και θυελλώδης σχέση που διατήρησαν οι δυο τους θα άφηνε τα χνάρια της στο έργο και των δύο καλλιτεχνών, με την ίδια βέβαια στο τέλος να αποσύρεται από τα εγκόσμια και να καταλήγει τελικά σε άσυλο φρενοβλαβών μετά το θάνατο του πατέρα της, με εντολή της μητέρας και του αδερφού της Πωλ, όπου παρέμεινε μέχρι το τέλος της ζωής της.
O Rodin βρισκόταν στο κρεβάτι του, γέρος, άρρωστος και καταβεβλημένος στο σπίτι του λίγο έξω από το Παρίσι, στο Meudon. “Θέλω να δω τη γυναίκα μου”, ψιθύρισε. “Εδώ είναι κύριε”, του είπαν, και έφεραν στο πλευρό του τη Rose Beuret, την ερωμένη και οικονόμο του τα τελευταία 50 χρόνια. Τη Rose θα την παντρευόταν λίγο αργότερα, δέκα μήνες πριν το θάνατό του και δυό βδομάδες πριν το δικό της τέλος.
“Όχι, όχι” είπε νευρικά ο Rodin. “Όχι αυτήν. Την άλλη” συμπλήρωσε.
Η “άλλη” βρισκόταν εκείνη τη στιγμή 400 μίλια μακριά, στην ψυχιατρική κλινική της Avignon, τρώγοντας μόνο ωμά αυγά και βρασμένες με τη φλούδα τους πατάτες, από φόβο μήπως ο Rodin ή κάποιος από τους ανθρώπους του τη δηλητηριάσουν.
Η “άλλη” ήταν η Camille Claudel, η οποία για δεκαπέντε ταραχώδη χρόνια είχε μοιραστεί με το Rodin την καλλιτεχνική και συναισθηματική της ζωή. Ήταν η μαθήτρια, το μοντέλο, η συνεργάτιδα, η ερωμένη του. Ήταν και η ίδια μια σπουδαία γλύπτρια.
Με ζωή σαν κομήτη και έργο με κολοσσιαία επίδραση στον χώρο των πλαστικών τεχνών, η γενναία και αντισυμβατική αυτή γυναίκα πάλεψε μέσα σε έναν ανδροκρατούμενο κόσμο με νύχια και με δόντια, κι όταν η εύθραυστη υγεία της την πρόδωσε, ένα πράγμα θα γινόταν προφανές: η κοινωνία ποτέ δεν δέχτηκε να την ενσωματώσει στις τάξεις της Ο αδερφός της Camille ονόμαζε το σπίτι τους “Ανεμοδαρμένα Ύψη”, όχι τόσο λόγω των ανέμων της περιοχής, όσο εξαιτίας των θυελλωδών σχέσεων των μελών της οικογένειας Claudel. Ο πατέρας, Louis-Prosper Claudel, ήταν ανώτερος δημόσιος υπάλληλος, ένας ελεύθερος στοχαστής, και όπως έλεγε ο γιος του Paul, με “αντικοινωνική και άγρια ιδιοσυγκρασία… Δημιούργησε στην οικογένεια έναν κλειστό κύκλο μέσα στον οποίο έπρεπε να αγωνιζόμαστε από το πρωί ως το βράδυ”. Η μητέρα ήταν μια στενόμυαλη γυναίκα, προϊόν της τοπικής “καλής κοινωνίας”. Δεν μπόρεσε ποτέ να ξεπεράσει το χαμό του πρωτότοκου γιου της που είχε πεθάνει σε βρεφική ηλικία. Η γέννηση της Camille δεν της πρόσφερε χαρά. Αρνήθηκε να αγκαλιάσει τη νεογέννητη Camille και την ίδια στάση κράτησε σε όλη της τη ζωή. Ο πατέρας της Camille αντιθέτως λάτρευε την κόρη του. Η ανεξαρτησία, η περηφάνια αλλά και το πείσμα της Camille ήταν στοιχεία που είχε κληρονομήσει από τον πατέρα της. Ο ίδιος, μόλις αντιλήφθηκε την κλίση της προς την γλυπτική, την ενθάρρυνε προμηθεύοντάς της πηλό και παραχωρώντας της το καλύτερο δωμάτιο του σπιτιού για να το χρησιμοποιήσει ως ατελιέ. Η εύνοια του πατέρα προς τη “λατρεμένη του Camille” δε συγχωρέθηκε ποτέ από τη σύζυγο του.
Ο Rodin είχε τη διπλάσια ηλικία από εκείνη. Για όλους όμως τους νέους καλλιτέχνες του Παρισιού ήταν ο σπουδαιότερος γλύπτης στον κόσμο. Σύντομα η Camille δούλευε στο ατελιέ του, σύντομα συνεργαζόταν μαζί του και σύντομα έγινε η ερωμένη του. Η σχέση τους, όπως ήταν φυσικό, έγινε αντικείμενο συζήτησης και κουτσομπολιού στα σαλόνια του Παρισιού. Όχι μόνον εργάζονταν μαζί καθημερινά, αλλά βγαίνανε συχνά έξω τη νύχτα σε πάρτι και δείπνα. Η Camille αποτελούσε πάντα το κέντρο της προσοχής με την απαράμιλλη ομορφιά της, το εκρηκτικό της γέλιο, το ζωντανό και γλαφυρό τρόπο που μιλούσε. Ο Rodin και η Camille δε συγκατοίκησαν ποτέ. Συχνά όμως πήγαιναν εκδρομές και μακρινά ταξίδια. Δημοσίως ήταν για αυτήν ο Monsieur Rodin και γι’ αυτόν η Mademoiselle Claudel. Του έγραφε συνεχώς ερωτικές επιστολές. “Κοιμάμαι γυμνή για να πιστέψω ότι είστε δίπλα μου. Αλλά όταν ξυπνάω, δεν είστε.”
Η σχέση τους δεν ήταν μόνο αγάπη, έρωτας, πάθος αλλά και καθημερινή εργασία και συνεργασία. Κατά γενική παραδοχή αυτή ήταν η πιο γόνιμη, η πιο θριαμβευ- τική περίοδος στην καριέρα του Rodin, στη διάρκεια της οποίας δημιούργησε εκπληκτικά έργα, όπως Οι Πύλες Της Κολάσεως (Gates of Hell) και Οι Αστοί Του Καλαί (Burghers of Calais). Η Camille ήταν πιο επιδέξια ως τεχνίτης από τον Rodin θα μπορούσε να λαξέψει το μάρμαρο με τρόπο που αυτός δε θα μπορούσε ποτέ. Λέγεται ότι ο Rodin την επιστράτευε για να κάνει τα πιο δύσκολα τε- χνικά μέρη των μορφών του, όπως τα χέρια και τα πόδια. Το κατά πόσο όμως η Camille συνέβαλε και στη σύλληψη κάποιων έργων του Rodin είναι μόνο θέμα εικασιών. Είναι φυσικό δύο τόσο ισχυρές προσωπικότητες, δύο τόσο ταλαντού- χοι άνθρωποι που εργάζονται και περνούν τόσο πολύ καιρό μαζί να επηρεάζουν έντονα ο ένας τον άλλον. Δε θα ήταν υπερβολή να ισχυριστεί κάποιος ότι η Camille “εξανθρώπισε το αγριογούρουνο” (έτσι χαρακτήριζε ο αδερφός της Camille τον Rodin), εμβάνθυνε και διεύρυνε το συναίσθημά του, έδωσε μια νέα προοπτική στον τρόπο που εργαζόταν ο Rodin. Στο τέλος η Camille πίστευε ότι ο Rodin είχε κλέψει όλα του τα έργα από την ίδια, αλλά αυτό το ισχυρίστηκε στην εποχή που θεωρούνταν ήδη ασταθής ψυχικά.
Δεν είναι απόλυτα σαφές γιατί χώρισαν η Camille και ο Rodin. Το βέβαιο είναι ότι ο Rodin καθυστερούσε την υπόσχεση γάμου που είχε δώσει στην Camille από την αρχή της γνωριμίας του και μοίραζε τη ζωή του ανάμεσα στην Camille, στη Rose, αλλά και σε άλλες ερωμένες. Η επώδυνη έκτρωση στην οποία υποβλήθηκε μετά την άρνηση του Rodin να χωρίσει τη Rose ήταν η αρχή του τέλους της μεταξύ τους σχέσης, αλλά και η αρχή της πορείας της προς την ψύχωση.Ο Rodin δυσκολεύτηκε να ξεπεράσει το χωρισμό τους. Ήταν μια εποχή δόξας για τον Rodin, εποχή γεμάτη βραβεία και διακρίσεις. Εντούτοις ο Rodin δεν έπαψε ποτέ να αναπολεί τις ευτυχισμένες μέρες που πέρασε με την Camille. Η Camille βίωσε το χωρισμό ακόμα πιο δύσκολα. Έζησε μόνη της, φτωχή και μελαγχολική για σχεδόν 15 χρόνια. Δε σταμάτησε να δημιουργεί και μάλιστα τα καλύτερά της έργα χρονολογούνται σε αυτήν την περίοδο. Δημιούργησε έργα μικρά σε μέγεθος, όπως οι Κουτσομπόλες (Les Causeuses), τέσσερις γυμνές γυναίκες τυλιγμένες στις επιπολαιότητες και τα μυστήρια της καθημερινής φλυαρίας τους, αλλά και έργα σε πραγματικό μέγεθος όπως Η Ωριμότητα (L’Age Mûr) στο οποίο ένας πλαδαρός, υποτονικός, γηραιός άντρας (χωρίς αμφιβολία ο Rodin), σωριάζεται στην αγκαλιά ενός αρχαίου παρηγορητή ενώ μια νεαρή γυναίκα, γονατιστή, γυμνή και απελπισμένη, απλώνει τα χέρια της εκπλιπαρώντας τον άντρα να επιστρέψει στη νεότητά του, στο ταλέντο του, στην Camille του. Το έργο αυτό είναι οδυνηρά αυτοβιογραφικό. Σχεδόν όλο το έργο της Camille σχετίζεται με κάποια επεισόδια της ζωής της ή με τις μεταβαλλόμενες καταστάσεις του μυαλού της. Ακόμα και το υπέροχο έργο La Petite Châtelaine, έχει ερμηνευθεί ως ένα πορτρέτο του παιδιού της με τον Rodin και το οποίο έριξε.
Μετά το χωρισμό της η Camille βιοποριζόταν αποκλειστικά από τη γλυπτική. Διέμενε σε δύο στενά και ευτελή δωμάτια στο Ile St Louis. Οι γείτονές της διαμαρτύρονταν για το βρόμικο ισόγειο διαμέρισμα με τις γάτες και απαγόρευαν στα παιδιά τους να συναναστρέφονται με την άθλια γριά που έβγαινε έξω τα βράδια για να μαζέψει από τα σκουπίδια τρόφιμα. Είχε χάσει την επαφή με τον κόσμο που είχε γνωρίσει. Σταμάτησε να βλέπει τους φίλους της, γιατί, όπως έλεγε, “δεν μπορώ να αντέξω οικονομικά νέα ρούχα και όλα τα παπούτσια μου είναι φθαρμένα”. Η ίδια κατέστρεψε σχεδόν όλα τα έργα των τελευταίων ετών.
Η πορεία προς την τρέλα
Στη μελαγχολική μοναξιά της, ο Rodin έγινε μια δυσοίωνη παρουσία που σιγά σιγά άρχισε να την πνίγει. “Με καταδιώκει”, έλεγε, “έχει στείλει πράκτορες να μου επιτεθούν και να με ληστέψουν”. Είχε κατηγορήσει ένα κορίτσι ότι πρόσθεσε υπνωτικό στον καφέ της και έκλεψε την τελευταία της δουλειά, την οποία πούλησε ο Rodin ως δική του. Το λυγερό νεανικό της κορμί είχε παχύνει και στα 35 της το πρόσωπό της είχε γεράσει. Το Μάρτιο του 1913 ο πατέρας της Louis-Prosper πεθαίνει. Τρεις ημέρες αργότερα, ο Paul Claudel ζητάει ιατρική βεβαίωση για τον εγκλεισμό της Camille σε ίδρυμα. Πέντε ημέρες μετά, δύο νοσηλευτές του ιδρύματος διαρρηγνύουν το διαμέρισμά της στο Quai de Bourbon. Η Camille καθόταν ζαρωμένη ανάμεσα στις γάτες της και τη συσσωρευμένη βρομιά ετών. Ένα ασθενοφόρο τη μετέ- φερε στο άσυλο της Ville-Evrard κοντά στο Παρίσι. Όταν ξέσπασε ο πόλεμος το επόμενο έτος και τα γερμανικά στρατεύματα πλησίαζαν στο Παρίσι, το άσυ- λο στη Ville-Evrard εκκενώθηκε και οι τρόφιμοί του μεταφέρθηκαν στο άσυλο Montdevergues κοντά στην Αβινιόν. Μετά από ένα χρόνο, όταν έγινε φανερό ότι οι Γερμανοί δεν έχουν σκοπό να καταλάβουν το Παρίσι, δόθηκε εντολή οι τρόφιμοι να επιστρέψουν πίσω στο Ville-Evrard. Η μητέρα της όμως χρησιμο- ποίησε τις διασυνδέσεις της για να παραμείνει η Camille στο Montdevergues, όσο το δυνατόν πιο μακριά από την οικογένεια της οποίας η ηρεμία απειλούνταν από την παρουσία μιας τρελής. Εγκαταλελειμμένη από όλους, η Camille έμεινε μόνο με τις αναμνήσεις της. Οι εκκλήσεις των ψυχιάτρων στην οικογένεια για επανένταξη της Καμίλ στην κοινωνία καθ’ όλη τη δεκαετία του ’20 θα πέσουν στο κενό. Η μητέρα της ήταν ανένδοτη για την έξοδο της Καμίλ από την ψυχιατρικήκλινική. Η ίδια δεν θα ξαναβγεί ποτέ από το άσυλο: ξεχασμένη, παραγνωρισμένη και έπειτα από 30 σχεδόν χρόνια εγκλεισμού, η Καμίλ Κλοντέλ θα αφήσει την τελευταία της πνοή στις 19 Οκτωβρίου 1943, σε ηλικία 79 ετών, παραπονούμενη συνεχώς στις επιστολές της στον αδερφό της Πολ και την καλή της φίλη Jessie Lipscomb για τις συνθήκες της κράτησής της και για το γεγονός φυσικά ότι δεν μπορούσε να δουλέψει. Ο Τύπος της εποχής δεν μπορούσε να καταλάβει πώς ήταν δυνατόν να αφήνει η οικογένειά της τη μεγάλη γλύπτρια έγκλειστη στο άσυλο για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα.
Όσο για τον Rodin, είχε πεθάνει το Νοέμβριο του 1917, κατά τη διάρκεια του πολέμου. Τα χρήματά του δεν ήταν αρκετά για να αγοράσει αρκετό κάρβουνο και να θερμάνει τα μεγάλα δωμάτια του τεράστιου σπιτιού του. Πέθανε χτυπημένος από πνευμονία. Η Camille πέθανε κατά τη διάρκεια του άλλου πολέμου, σε ένα άλλο τεράστιο χωρίς θέρμανση σπίτι, στο οποίο δεν υπήρχε ποτέ αρκετή τροφή. Στα αρχεία του νοσοκομείου αναφέρεται ως αιτία θανάτου η συγκοπή.
Όταν ο Paul την επισκέφθηκε ένα μήνα πριν το θάνατό της, το μόνο που του είπε ήταν “Mon petit Paul”. Ο Paul ζήτησε η σορός της να ταφεί στον οικογενειακό τους τάφο στη Villeneuve-sur-Fère, αλλά λόγω του πολέμου και των περιορισμών στις μετακινήσεις, η επιθυμία του δεν εκτελέστηκε ποτέ. Το 1955, μετά το θάνατο του Paul και σύμφωνα με τη θέλησή του, η οικογένειά του προσπάθησε να μεταφέρει τη σορό στον οικογενειακό τάφο. Αλλά η σορός της είχε από καιρό μεταφερθεί σε έναν ομαδικό τάφο και κανείς δεν ήξερε πλέον πού να βρει τα οστά της.
Αυτό που δεν γνώριζε ωστόσο, και δεν έμαθε δυστυχώς ποτέ, η Καμίλ ήταν ότι ο έρωτας της ζωής της, Ογκίστ Ροντέν, περιμάζεψε όλα της τα έργα (όσα δεν διέλυσε η μανία της), προστατεύοντας και φυλάσσοντάς τα, την ίδια στιγμή που πλήρωνε και μεγάλο ποσοστό για την κάλυψη της νοσηλείας της. Και ήταν φυσικά από τους λίγους που προσπάθησαν να ανατρέψουν την απόφαση της οικογένειας να την κρατά καθηλωμένη στο άσυλο, χωρίς επιτυχία ωστόσο.
Χάρη στον ίδιο και τον αδερφό της Πολ, 90 γλυπτά και σχέδια της Κλοντέλ σώζονται σήμερα, με τη συντριπτική πλειονότητα να εκτίθενται εδώ και μπόλικες δεκαετίες στον φυσικό τους χώρο, το Μουσείο Ροντέν, αποκαλύπτοντας την επίδραση που άσκησε στη μοντέρνα τέχνη.
Πηγή
Tromaktiko
Η πολυτάραχη και θυελλώδης σχέση που διατήρησαν οι δυο τους θα άφηνε τα χνάρια της στο έργο και των δύο καλλιτεχνών, με την ίδια βέβαια στο τέλος να αποσύρεται από τα εγκόσμια και να καταλήγει τελικά σε άσυλο φρενοβλαβών μετά το θάνατο του πατέρα της, με εντολή της μητέρας και του αδερφού της Πωλ, όπου παρέμεινε μέχρι το τέλος της ζωής της.
O Rodin βρισκόταν στο κρεβάτι του, γέρος, άρρωστος και καταβεβλημένος στο σπίτι του λίγο έξω από το Παρίσι, στο Meudon. “Θέλω να δω τη γυναίκα μου”, ψιθύρισε. “Εδώ είναι κύριε”, του είπαν, και έφεραν στο πλευρό του τη Rose Beuret, την ερωμένη και οικονόμο του τα τελευταία 50 χρόνια. Τη Rose θα την παντρευόταν λίγο αργότερα, δέκα μήνες πριν το θάνατό του και δυό βδομάδες πριν το δικό της τέλος.
“Όχι, όχι” είπε νευρικά ο Rodin. “Όχι αυτήν. Την άλλη” συμπλήρωσε.
Η “άλλη” βρισκόταν εκείνη τη στιγμή 400 μίλια μακριά, στην ψυχιατρική κλινική της Avignon, τρώγοντας μόνο ωμά αυγά και βρασμένες με τη φλούδα τους πατάτες, από φόβο μήπως ο Rodin ή κάποιος από τους ανθρώπους του τη δηλητηριάσουν.
Η “άλλη” ήταν η Camille Claudel, η οποία για δεκαπέντε ταραχώδη χρόνια είχε μοιραστεί με το Rodin την καλλιτεχνική και συναισθηματική της ζωή. Ήταν η μαθήτρια, το μοντέλο, η συνεργάτιδα, η ερωμένη του. Ήταν και η ίδια μια σπουδαία γλύπτρια.
Με ζωή σαν κομήτη και έργο με κολοσσιαία επίδραση στον χώρο των πλαστικών τεχνών, η γενναία και αντισυμβατική αυτή γυναίκα πάλεψε μέσα σε έναν ανδροκρατούμενο κόσμο με νύχια και με δόντια, κι όταν η εύθραυστη υγεία της την πρόδωσε, ένα πράγμα θα γινόταν προφανές: η κοινωνία ποτέ δεν δέχτηκε να την ενσωματώσει στις τάξεις της Ο αδερφός της Camille ονόμαζε το σπίτι τους “Ανεμοδαρμένα Ύψη”, όχι τόσο λόγω των ανέμων της περιοχής, όσο εξαιτίας των θυελλωδών σχέσεων των μελών της οικογένειας Claudel. Ο πατέρας, Louis-Prosper Claudel, ήταν ανώτερος δημόσιος υπάλληλος, ένας ελεύθερος στοχαστής, και όπως έλεγε ο γιος του Paul, με “αντικοινωνική και άγρια ιδιοσυγκρασία… Δημιούργησε στην οικογένεια έναν κλειστό κύκλο μέσα στον οποίο έπρεπε να αγωνιζόμαστε από το πρωί ως το βράδυ”. Η μητέρα ήταν μια στενόμυαλη γυναίκα, προϊόν της τοπικής “καλής κοινωνίας”. Δεν μπόρεσε ποτέ να ξεπεράσει το χαμό του πρωτότοκου γιου της που είχε πεθάνει σε βρεφική ηλικία. Η γέννηση της Camille δεν της πρόσφερε χαρά. Αρνήθηκε να αγκαλιάσει τη νεογέννητη Camille και την ίδια στάση κράτησε σε όλη της τη ζωή. Ο πατέρας της Camille αντιθέτως λάτρευε την κόρη του. Η ανεξαρτησία, η περηφάνια αλλά και το πείσμα της Camille ήταν στοιχεία που είχε κληρονομήσει από τον πατέρα της. Ο ίδιος, μόλις αντιλήφθηκε την κλίση της προς την γλυπτική, την ενθάρρυνε προμηθεύοντάς της πηλό και παραχωρώντας της το καλύτερο δωμάτιο του σπιτιού για να το χρησιμοποιήσει ως ατελιέ. Η εύνοια του πατέρα προς τη “λατρεμένη του Camille” δε συγχωρέθηκε ποτέ από τη σύζυγο του.
Ο Rodin είχε τη διπλάσια ηλικία από εκείνη. Για όλους όμως τους νέους καλλιτέχνες του Παρισιού ήταν ο σπουδαιότερος γλύπτης στον κόσμο. Σύντομα η Camille δούλευε στο ατελιέ του, σύντομα συνεργαζόταν μαζί του και σύντομα έγινε η ερωμένη του. Η σχέση τους, όπως ήταν φυσικό, έγινε αντικείμενο συζήτησης και κουτσομπολιού στα σαλόνια του Παρισιού. Όχι μόνον εργάζονταν μαζί καθημερινά, αλλά βγαίνανε συχνά έξω τη νύχτα σε πάρτι και δείπνα. Η Camille αποτελούσε πάντα το κέντρο της προσοχής με την απαράμιλλη ομορφιά της, το εκρηκτικό της γέλιο, το ζωντανό και γλαφυρό τρόπο που μιλούσε. Ο Rodin και η Camille δε συγκατοίκησαν ποτέ. Συχνά όμως πήγαιναν εκδρομές και μακρινά ταξίδια. Δημοσίως ήταν για αυτήν ο Monsieur Rodin και γι’ αυτόν η Mademoiselle Claudel. Του έγραφε συνεχώς ερωτικές επιστολές. “Κοιμάμαι γυμνή για να πιστέψω ότι είστε δίπλα μου. Αλλά όταν ξυπνάω, δεν είστε.”
Η σχέση τους δεν ήταν μόνο αγάπη, έρωτας, πάθος αλλά και καθημερινή εργασία και συνεργασία. Κατά γενική παραδοχή αυτή ήταν η πιο γόνιμη, η πιο θριαμβευ- τική περίοδος στην καριέρα του Rodin, στη διάρκεια της οποίας δημιούργησε εκπληκτικά έργα, όπως Οι Πύλες Της Κολάσεως (Gates of Hell) και Οι Αστοί Του Καλαί (Burghers of Calais). Η Camille ήταν πιο επιδέξια ως τεχνίτης από τον Rodin θα μπορούσε να λαξέψει το μάρμαρο με τρόπο που αυτός δε θα μπορούσε ποτέ. Λέγεται ότι ο Rodin την επιστράτευε για να κάνει τα πιο δύσκολα τε- χνικά μέρη των μορφών του, όπως τα χέρια και τα πόδια. Το κατά πόσο όμως η Camille συνέβαλε και στη σύλληψη κάποιων έργων του Rodin είναι μόνο θέμα εικασιών. Είναι φυσικό δύο τόσο ισχυρές προσωπικότητες, δύο τόσο ταλαντού- χοι άνθρωποι που εργάζονται και περνούν τόσο πολύ καιρό μαζί να επηρεάζουν έντονα ο ένας τον άλλον. Δε θα ήταν υπερβολή να ισχυριστεί κάποιος ότι η Camille “εξανθρώπισε το αγριογούρουνο” (έτσι χαρακτήριζε ο αδερφός της Camille τον Rodin), εμβάνθυνε και διεύρυνε το συναίσθημά του, έδωσε μια νέα προοπτική στον τρόπο που εργαζόταν ο Rodin. Στο τέλος η Camille πίστευε ότι ο Rodin είχε κλέψει όλα του τα έργα από την ίδια, αλλά αυτό το ισχυρίστηκε στην εποχή που θεωρούνταν ήδη ασταθής ψυχικά.
Δεν είναι απόλυτα σαφές γιατί χώρισαν η Camille και ο Rodin. Το βέβαιο είναι ότι ο Rodin καθυστερούσε την υπόσχεση γάμου που είχε δώσει στην Camille από την αρχή της γνωριμίας του και μοίραζε τη ζωή του ανάμεσα στην Camille, στη Rose, αλλά και σε άλλες ερωμένες. Η επώδυνη έκτρωση στην οποία υποβλήθηκε μετά την άρνηση του Rodin να χωρίσει τη Rose ήταν η αρχή του τέλους της μεταξύ τους σχέσης, αλλά και η αρχή της πορείας της προς την ψύχωση.Ο Rodin δυσκολεύτηκε να ξεπεράσει το χωρισμό τους. Ήταν μια εποχή δόξας για τον Rodin, εποχή γεμάτη βραβεία και διακρίσεις. Εντούτοις ο Rodin δεν έπαψε ποτέ να αναπολεί τις ευτυχισμένες μέρες που πέρασε με την Camille. Η Camille βίωσε το χωρισμό ακόμα πιο δύσκολα. Έζησε μόνη της, φτωχή και μελαγχολική για σχεδόν 15 χρόνια. Δε σταμάτησε να δημιουργεί και μάλιστα τα καλύτερά της έργα χρονολογούνται σε αυτήν την περίοδο. Δημιούργησε έργα μικρά σε μέγεθος, όπως οι Κουτσομπόλες (Les Causeuses), τέσσερις γυμνές γυναίκες τυλιγμένες στις επιπολαιότητες και τα μυστήρια της καθημερινής φλυαρίας τους, αλλά και έργα σε πραγματικό μέγεθος όπως Η Ωριμότητα (L’Age Mûr) στο οποίο ένας πλαδαρός, υποτονικός, γηραιός άντρας (χωρίς αμφιβολία ο Rodin), σωριάζεται στην αγκαλιά ενός αρχαίου παρηγορητή ενώ μια νεαρή γυναίκα, γονατιστή, γυμνή και απελπισμένη, απλώνει τα χέρια της εκπλιπαρώντας τον άντρα να επιστρέψει στη νεότητά του, στο ταλέντο του, στην Camille του. Το έργο αυτό είναι οδυνηρά αυτοβιογραφικό. Σχεδόν όλο το έργο της Camille σχετίζεται με κάποια επεισόδια της ζωής της ή με τις μεταβαλλόμενες καταστάσεις του μυαλού της. Ακόμα και το υπέροχο έργο La Petite Châtelaine, έχει ερμηνευθεί ως ένα πορτρέτο του παιδιού της με τον Rodin και το οποίο έριξε.
Μετά το χωρισμό της η Camille βιοποριζόταν αποκλειστικά από τη γλυπτική. Διέμενε σε δύο στενά και ευτελή δωμάτια στο Ile St Louis. Οι γείτονές της διαμαρτύρονταν για το βρόμικο ισόγειο διαμέρισμα με τις γάτες και απαγόρευαν στα παιδιά τους να συναναστρέφονται με την άθλια γριά που έβγαινε έξω τα βράδια για να μαζέψει από τα σκουπίδια τρόφιμα. Είχε χάσει την επαφή με τον κόσμο που είχε γνωρίσει. Σταμάτησε να βλέπει τους φίλους της, γιατί, όπως έλεγε, “δεν μπορώ να αντέξω οικονομικά νέα ρούχα και όλα τα παπούτσια μου είναι φθαρμένα”. Η ίδια κατέστρεψε σχεδόν όλα τα έργα των τελευταίων ετών.
Η πορεία προς την τρέλα
Στη μελαγχολική μοναξιά της, ο Rodin έγινε μια δυσοίωνη παρουσία που σιγά σιγά άρχισε να την πνίγει. “Με καταδιώκει”, έλεγε, “έχει στείλει πράκτορες να μου επιτεθούν και να με ληστέψουν”. Είχε κατηγορήσει ένα κορίτσι ότι πρόσθεσε υπνωτικό στον καφέ της και έκλεψε την τελευταία της δουλειά, την οποία πούλησε ο Rodin ως δική του. Το λυγερό νεανικό της κορμί είχε παχύνει και στα 35 της το πρόσωπό της είχε γεράσει. Το Μάρτιο του 1913 ο πατέρας της Louis-Prosper πεθαίνει. Τρεις ημέρες αργότερα, ο Paul Claudel ζητάει ιατρική βεβαίωση για τον εγκλεισμό της Camille σε ίδρυμα. Πέντε ημέρες μετά, δύο νοσηλευτές του ιδρύματος διαρρηγνύουν το διαμέρισμά της στο Quai de Bourbon. Η Camille καθόταν ζαρωμένη ανάμεσα στις γάτες της και τη συσσωρευμένη βρομιά ετών. Ένα ασθενοφόρο τη μετέ- φερε στο άσυλο της Ville-Evrard κοντά στο Παρίσι. Όταν ξέσπασε ο πόλεμος το επόμενο έτος και τα γερμανικά στρατεύματα πλησίαζαν στο Παρίσι, το άσυ- λο στη Ville-Evrard εκκενώθηκε και οι τρόφιμοί του μεταφέρθηκαν στο άσυλο Montdevergues κοντά στην Αβινιόν. Μετά από ένα χρόνο, όταν έγινε φανερό ότι οι Γερμανοί δεν έχουν σκοπό να καταλάβουν το Παρίσι, δόθηκε εντολή οι τρόφιμοι να επιστρέψουν πίσω στο Ville-Evrard. Η μητέρα της όμως χρησιμο- ποίησε τις διασυνδέσεις της για να παραμείνει η Camille στο Montdevergues, όσο το δυνατόν πιο μακριά από την οικογένεια της οποίας η ηρεμία απειλούνταν από την παρουσία μιας τρελής. Εγκαταλελειμμένη από όλους, η Camille έμεινε μόνο με τις αναμνήσεις της. Οι εκκλήσεις των ψυχιάτρων στην οικογένεια για επανένταξη της Καμίλ στην κοινωνία καθ’ όλη τη δεκαετία του ’20 θα πέσουν στο κενό. Η μητέρα της ήταν ανένδοτη για την έξοδο της Καμίλ από την ψυχιατρικήκλινική. Η ίδια δεν θα ξαναβγεί ποτέ από το άσυλο: ξεχασμένη, παραγνωρισμένη και έπειτα από 30 σχεδόν χρόνια εγκλεισμού, η Καμίλ Κλοντέλ θα αφήσει την τελευταία της πνοή στις 19 Οκτωβρίου 1943, σε ηλικία 79 ετών, παραπονούμενη συνεχώς στις επιστολές της στον αδερφό της Πολ και την καλή της φίλη Jessie Lipscomb για τις συνθήκες της κράτησής της και για το γεγονός φυσικά ότι δεν μπορούσε να δουλέψει. Ο Τύπος της εποχής δεν μπορούσε να καταλάβει πώς ήταν δυνατόν να αφήνει η οικογένειά της τη μεγάλη γλύπτρια έγκλειστη στο άσυλο για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα.
Όσο για τον Rodin, είχε πεθάνει το Νοέμβριο του 1917, κατά τη διάρκεια του πολέμου. Τα χρήματά του δεν ήταν αρκετά για να αγοράσει αρκετό κάρβουνο και να θερμάνει τα μεγάλα δωμάτια του τεράστιου σπιτιού του. Πέθανε χτυπημένος από πνευμονία. Η Camille πέθανε κατά τη διάρκεια του άλλου πολέμου, σε ένα άλλο τεράστιο χωρίς θέρμανση σπίτι, στο οποίο δεν υπήρχε ποτέ αρκετή τροφή. Στα αρχεία του νοσοκομείου αναφέρεται ως αιτία θανάτου η συγκοπή.
Όταν ο Paul την επισκέφθηκε ένα μήνα πριν το θάνατό της, το μόνο που του είπε ήταν “Mon petit Paul”. Ο Paul ζήτησε η σορός της να ταφεί στον οικογενειακό τους τάφο στη Villeneuve-sur-Fère, αλλά λόγω του πολέμου και των περιορισμών στις μετακινήσεις, η επιθυμία του δεν εκτελέστηκε ποτέ. Το 1955, μετά το θάνατο του Paul και σύμφωνα με τη θέλησή του, η οικογένειά του προσπάθησε να μεταφέρει τη σορό στον οικογενειακό τάφο. Αλλά η σορός της είχε από καιρό μεταφερθεί σε έναν ομαδικό τάφο και κανείς δεν ήξερε πλέον πού να βρει τα οστά της.
Αυτό που δεν γνώριζε ωστόσο, και δεν έμαθε δυστυχώς ποτέ, η Καμίλ ήταν ότι ο έρωτας της ζωής της, Ογκίστ Ροντέν, περιμάζεψε όλα της τα έργα (όσα δεν διέλυσε η μανία της), προστατεύοντας και φυλάσσοντάς τα, την ίδια στιγμή που πλήρωνε και μεγάλο ποσοστό για την κάλυψη της νοσηλείας της. Και ήταν φυσικά από τους λίγους που προσπάθησαν να ανατρέψουν την απόφαση της οικογένειας να την κρατά καθηλωμένη στο άσυλο, χωρίς επιτυχία ωστόσο.
Χάρη στον ίδιο και τον αδερφό της Πολ, 90 γλυπτά και σχέδια της Κλοντέλ σώζονται σήμερα, με τη συντριπτική πλειονότητα να εκτίθενται εδώ και μπόλικες δεκαετίες στον φυσικό τους χώρο, το Μουσείο Ροντέν, αποκαλύπτοντας την επίδραση που άσκησε στη μοντέρνα τέχνη.
Πηγή
Tromaktiko
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ