2018-01-13 01:32:09
Τα τελευταία χρόνια, οικονομικά ισχυροί παίκτες και το ελληνικό δημόσιο επιλέγουν τη διαιτησία για τις μεταξύ τους διαφορές, αντί για τα ελληνικά δικαστήρια.
Οι μικρές επιχειρήσεις αντίθετα, δεν έχουν τα μέσα να πάνε στα διαιτητικά δικαστήρια, ώστε να λύσουν τα προβλήματά τους χωρίς να εξοντωθούν.
Σκεφτείτε ότι είστε μία μεγάλη ξένη εταιρεία. Θέλετε να κάνετε μία μεγάλη επένδυση. Το πλάνο αφορά διάφορες χώρες. Περιλαμβάνεται και η Ελλάδα, όπου έχετε ακούσει ότι υπάρχουν καλές ευκαιρίες λόγω κρίσης. Προσλαμβάνετε μία δικηγορική εταιρεία, για να είστε σίγουροι ότι όλα θα πάνε καλά εκεί κάτω. Υπογράφετε τη χαρτούρα και η εφαρμογή του σχεδίου ξεκινά.
Με δυο λόγια
Γιατί όλο και πιο συχνά ακούμε ότι μεγάλες εταιρείες ή το ελληνικό δημόσιο διαλέγουν να λύσουν τις διαφορές τους με διαιτησία, και όχι μέσα στα δικαστήρια; Ένα μέρος της απάντησης το γνωρίζουμε όλοι: η γραφειοκρατία, ο μακρύς χρόνος αναμονής για την εκδίκαση μιας υπόθεσης, οι τριτοκοσμικές υποδομές των ελληνικών δικαστικών αιθουσών και οι ατέλειωτες εφέσεις είναι αποθαρρυντικά στοιχεία.
Αν υπήρχε τρόπος να ξεπεραστούν όλα αυτά, και επιπλέον τη διαφορά να κρίνει κάποιος απόλυτα εξειδικευμένος στο θέμα, δίνοντας μια λύση «φτιαγμένη από την αγορά για την αγορά», ποιος θα έλεγε όχι; Αυτό φαίνεται ότι έκαναν εταιρείες όπως η Fraport, ο ΟΠΑΠ, τα ναυπηγεία Σκαραμαγκά και ο όμιλος Μυτιληναίος τα τελευταία χρόνια για να ξεπεράσουν τα προβλήματα στις συμβάσεις τους.
Πρόκειται βέβαια για μία πολυτελή και ακριβή λύση, που δεν είναι για τους «μικρούς παίκτες», οι οποίοι εξακολουθούν να είναι κολλημένοι σε ένα αργόσυρτο σύστημα επίλυσης διαφορών, την ελληνική δικαιοσύνη, το οποίο δεν διαθέτει τα μέσα να αντιληφθεί πώς λειτουργεί η επιχειρηματικότητα και επομένως δεν μπορεί να παράγει και ωφέλιμες γι' αυτήν λύσεις.
Μια μέρα οι δικηγόροι σας ενημερώνουν ότι μία σύμβαση πήγε στραβά. Ίσως πρέπει να πάτε στα ελληνικά δικαστήρια. Τους ρωτάτε τι να κάνετε. Σας λένε ότι θα πάρει μερικά χρόνια. Το δικαστήριο μπορεί να δικάσει το 2020 τη διαφορά σας. Μάλιστα, αφού βγει η πρωτόδικη απόφαση, ο αντίπαλός σας μπορεί να ασκήσει έφεση, δηλαδή να ζητήσει να εξετασθεί πάλι η διαφορά από ανώτερο δικαστήριο και έτσι να σας ταλαιπωρεί μερικά χρόνια ακόμη.
Τέλος, συνειδητοποιείτε ότι η επένδυσή σας έχει πολλές τεχνικές λεπτομέρειες, σχεδιαγράμματα, πληροφορίες που μόνο όσοι είναι του χώρου μπορούν να καταλάβουν και γενικώς φαίνεται περίπλοκη. Δεν ξέρετε κατά πόσον ο δικαστής που θα σας τύχει θα είναι γνώστης των κατασκευών, των δικτύων, της τεχνολογίας ή της αγοράς, δεν ξέρετε καν αν θα καταλάβει την καινοτομία της επένδυσής σας ή τη σημασία της για την οικονομία.
Αρχίζετε να φοβάστε πάρα πολύ ότι με κάποιον τρόπο θα ταλαιπωρηθείτε τόσο πολύ εκεί κάτω, που ίσως να μην άξιζε καθόλου τελικά να επενδύσετε σε μία χώρα με τέτοιους θεσμούς. Μετά κάποιος σας λέει ότι έπρεπε να είχατε επιλέξει τη διαιτησία.
Οι κανόνες διαιτησίας του International Chamber of Commerce, του πιο σημαντικού διαιτητικού δικαστηρίου.
«Τι είναι αυτό;», αναρωτιέστε. Κάτι που θα σας κοστίσει ακριβά, αλλά που θα εξασφαλίσει ότι η διαφορά θα λυθεί με μια συγκεκριμένη διαδικασία, την οποία ως ένα βαθμό ελέγχετε. Αισθάνεστε μεγαλύτερη σιγουριά ότι οι σύμβουλοί σας μπορούν να ελέγξουν τις πληροφορίες που σας δίνουν οι Έλληνες δικηγόροι σας και χαίρεστε που όλα θα γίνουν στα αγγλικά, επομένως θα καταλαβαίνετε περισσότερα.
Η διαδικασία, παρότι με μεγάλη τεχνική λεπτομέρεια, θα πάρει λίγο χρόνο, μάλλον θα οδηγήσει σε ένα ποιοτικό αποτέλεσμα, αφού η ομάδα ατόμων που θα αποφασίσει πώς να λυθεί η διαφορά αποτελείται από καλά πληροφορημένους ειδικούς του χώρου, με δυνατότητα συνεχούς τεχνικής υποστήριξης για την άντληση πληροφοριών από σχεδιαγράμματα και λεπτομερή σχέδια.
Αυτό που σας ενδιαφέρει πιο πολύ είναι η εκτελεστότητα της απόφασης, δηλαδή η υποχρεωτική συμμόρφωση προς αυτήν. Σας πληροφορούν λοιπόν ότι μόλις το διαιτητικό όργανο αποφασίσει ότι κάποιος πρέπει να πληρώσει, δεν χωρεί έφεση, δηλαδή αντίλογος· η πλευρά που ηττήθηκε θα πρέπει να συμμορφωθεί. Σας φαίνεται ορθολογικό να προσφύγετε σε διαιτησία.
Διαφυγή από τη γραφειοκρατία και ασφάλεια
Αυτή η φανταστική ιστορία είναι κοντά στις αληθινές αποφάσεις που καλούνται να πάρουν μεγάλες εταιρείες που επιλέγουν να επενδύσουν στη χώρα, ξένες ή ελληνικές. Τα ελληνικά δικαστήρια είναι μία ταλαιπωρία.
Η παραμικρή διαφορά που θα φτάσει σε αυτά, θα εκδικαστεί μετά από πολύ καιρό και οι διάδικοι όλο αυτό το διάστημα θα πληρώνουν σε χρόνο, χρήμα και υπομονή. Ειδικά ο χρόνος είναι πολύ σημαντικός στην περίπτωση των εμπορικών διαφορών. Ο χρόνος και η ασφάλεια.
Οι έμποροι θέλουν να αισθάνονται σιγουριά ότι αν κάτι πάει στραβά, η διαφορά θα λυθεί γρήγορα και το αποτέλεσμα θα είναι δίκαιο.
Αυτός είναι ένας τρόπος να μειώνουν τα έξοδά τους. Αντί να ερευνάς τα πάντα πριν από μία συναλλαγή και να φοβάσαι προτού συνάψεις μία σύμβαση που θα διαρκέσει πολλά χρόνια, ίσως είναι πιο λογικό να κάνεις έναν όσο το δυνατόν καλύτερο έλεγχο και να προχωρήσεις στη συναλλαγή, ξέροντας πως αν κάτι πάει στραβά, υπάρχει τρόπος η διαφορά να λυθεί γρήγορα και δίκαια.
Ακόμη κι αν χάσεις, θα καταβάλεις το ποσό που κρίθηκε ότι οφείλεις και η εμπορική σου δραστηριότητα θα συνεχιστεί κανονικά χωρίς φόβο, αναστάτωση, γραφειοκρατία και συνεχείς εκκρεμότητες που θα ξεπετάγονται από δω κι από κει.
Ταυτόχρονα, για να αισθάνονται ασφαλείς, οι έμποροι θέλουν να γνωρίζουν τους κανόνες του παιχνιδιού, βάσει των οποίων θα επιλυθεί η διαφορά. Ακόμη, θέλουν τη σιγουριά ότι το άτομο που θα λύσει τη διαφωνία καταλαβαίνει πώς λειτουργεί η αγορά στην οποία κινούνται.
Στα χέρια των ειδικών
Προφανώς τα παραπάνω δεν μπορεί, συνήθως, να τους τα εξασφαλίσει η δικαιοσύνη που απονέμεται από τα πολιτικά δικαστήρια της χώρας. Εκεί είναι το βασίλειο της γραφειοκρατίας. Οι ρυθμοί είναι αργοί και οι Έλληνες δικαστές δεν φημίζονται για την οικονομική τους σκέψη.
Έτσι, συχνά βρίσκουν λύσεις που από επιχειρηματική ή εμπορική άποψη «δεν στέκουν».
Φυσικά, δεν είναι λογικό να έχει κανείς την απαίτηση οικονομικής σκέψης από ανθρώπους που δεν διδάσκονται οικονομικά σχεδόν ποτέ και που δικάζουν σαν να είναι πολυεργαλεία σχεδόν ό,τι ιδιωτική διαφορά μπορεί να φανταστεί κανείς, με πίεση χρόνου, με γραμματειακή υποστήριξη τρίτου κόσμου, με πάρα πολύ δύσκολη πρόσβαση σε δεδομένα και χωρίς καθόλου κίνητρα ή χρόνο για εξειδίκευση (αν υπάρχουν εξειδικευμένοι δικαστές, είναι από την καλή τους θέληση και την ειλικρινή αφοσίωση στη δουλειά τους).
Μάλλον ζητά κανείς κάτι υπεράνθρωπο, αν θέλει ένας δικαστής να έχει αναπτύξει τη σκέψη και την αντίληψη που χρειάζεται για να δώσει μία λύση κοντά στο ιδανικό για τους εμπόρους: προσαρμοσμένη στις ανάγκες της συγκεκριμένης αγοράς, που δεν θα στραγγίξει τα επιχειρηματικά τους σχέδια από καινοτομία και δυναμική.
Τέσσερα από τα επτά μέλη του International Court of Arbitration που συνεδρίασε το 2012 για μία υπόθεση που έφερε το Πακιστάν ενάντια στην Ινδία, σχετικά με την κατασκευή ενός φράγματος από την τελευταία στον ποταμό Νήλαμ.
Όμως οι σύγχρονες εμπορικές συναλλαγές αφορούν συχνά αγαθά και υπηρεσίες που λειτουργούν με περίπλοκο τρόπο. Εκεί ο/η δικαστής πασχίζει να βγάλει άκρη ζητώντας τη γνώμη ειδικών, η οποία θα έρθει συνήθως σε ένα ογκώδες έγγραφο το οποίο θα πρέπει να αποκωδικοποιήσει όσο πιο γρήγορα γίνεται, αφού δεν υπάρχει δικαστήριο της Ελλάδας που να μην είναι υπερφορτωμένο με υποθέσεις που δεν προλαβαίνει να ξεκαθαρίσει. Και όλα αυτά υπό την πίεση μίας αντιδικίας.
Έτσι, έχει εμφανιστεί η εναλλακτική της διαιτησίας, ως ένας τρόπος να λυθεί μία ιδιωτική διαφορά. Τα μέρη επιλέγουν τη διαιτησία είτε εκ των προτέρων, στη σύμβαση που υπογράφουν, είτε ad hoc, δηλαδή μόλις προκύψει το πρόβλημα. Τότε ορίζουν έναν ανεξάρτητο διαιτητή ή διαιτητές, οι οποίοι αποφασίζουν ποιος έχει δίκιο. Συχνά επιδιώκεται να βρεθεί μία «win-win» λύση, δηλαδή μία διέξοδος που δεν θα εξοντώσει τα μέρη και δεν θα καταστρέψει την επένδυσή τους ή αυτό που εμπορεύονται.
Αυτή τη λύση επιλέγουν τα τελευταία χρόνια όλο και περισσότερες εταιρείες στην Ελλάδα, αλλά και το ελληνικό δημόσιο.
Η FraportΗ ιστοσελίδα, ο ΟΠΑΠ, η ιδιοκτήτρια εταιρεία του Ναυπηγείου Σκαραμαγκά Privinvest, προσέφυγαν στη διαιτησία για αντιδικίες κατά του ελληνικού δημοσίου.
Από την άλλη πλευρά, το ελληνικό δημόσιο προσέφυγε κατά της Eldorado Gold για την υπόθεση του χρυσού στις Σκουριές, ενώ παλαιότερα ο όμιλος Μυτιληναίος είχε προσφύγει κατά της ΔΕΗ για την τιμή του ρεύματος.
Για να καταλάβω περισσότερα συνάντησα την κυρία Βίκυ Ψάλτη, εταίρο στη δικηγορική εταιρεία Ποταμίτης-Βεκρής και αναμφίβολα ειδική σε θέματα διαιτησίας. Με υποδέχθηκε στα γραφεία της εταιρείας, στην οδό Καψάλη και από την αρχή μου δήλωσε ότι ασχολείται αποκλειστικά με τις διαιτησίες.
Η κ. Ψάλτη τόνισε ότι τις μεγάλες εμπορικές εταιρείες ενδιαφέρει η ποιότητα και η ικανότητα ελέγχου της διαδικασίας. Στη διαιτησία τον έλεγχο ασκούν τα μέρη.
Υπάρχουν διαιτητικά δικαστήρια από άκρη σε άκρηΔείτε ορισμένα από αυτά εδώ στον πλανήτη, αλλά το σημαντικότερο από όλα, που δίνει τον τόνο, είναι το Διεθνές Εμπορικό Επιμελητήριο με έδρα το Παρίσι (International Chamber of Commerce-Η ιστοσελίδα ή ICC).
Κατά τα άλλα, διάφορα fora λειτουργούν ως διαιτητικά. Στην Ελλάδα για παράδειγμα, το Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο Αθηνών (ΕΒΕΑ) παρέχει ένα πλαίσιο Διαιτησία ΕΒΕΑ για διαιτητική επίλυση διαφορών.
Αξίζει να σημειωθεί ότι τα μέρη είναι εντελώς ελεύθερα να υπαγάγουν σε οποιοδήποτε forum επιθυμούν τη διαφορά τους, αφού ελέγξουν τους διαδικαστικούς κανόνες που θα ακολουθηθούν καθώς και τη διαθεσιμότητα και το κόστος των διαιτητών και της διαδικασίας συνολικά.
Τα fora παρέχουν καταλόγους με πιθανούς διαιτητές, στους οποίους δεν περιλαμβάνονται μόνο νομικοί, αλλά και οικονομολόγοι, τεχνικοί σύμβουλοι, ακόμη και «συμβατικοί» δικαστές, ενώ εξασφαλίζουν επίσης τεχνική υποστήριξη, χώρους και το κύρος τους προκειμένου τα μέρη να σιγουρευθούν ότι όλα θα γίνουν σύμφωνα με τη διαδικασία και (το σπουδαιότερο) εγκαίρως, μέσα σε εύλογα χρονικά πλαίσια.
To ICC οργάνωσε την Εβδομάδα Διαιτησίας στο Παρίσι τον Απρίλιο του 2017.
Οι πελάτες, σύμφωνα με την κ. Ψάλτη, θέλουν μία καλή απόφαση, που θα εκδοθεί ακολουθώντας «οικείους κανόνες». Έτσι, μία ξένη εταιρεία που έρχεται να επενδύσει στην Ελλάδα, για παράδειγμα, δεν φοβάται ότι θα βρεθεί αντιμέτωπη με ένα σύστημα κανόνων που της είναι εντελώς ξένο και άγνωστο. Αν τα μέρη επιλέξουν ένα διεθνές κέντρο, όπως για παράδειγμα το Δικαστήριο Διεθνούς Διαιτησίας του Λονδίνου (LCIAΗ ιστοσελίδα), ξέρουν ακριβώς τους κανόνες και μάλιστα δεν τους ενδιαφέρει αν ο αντίπαλος είναι μία ελληνική, τουρκική ή κινεζική εταιρεία.
Επίσης πολύ σημαντικό είναι πως όλα, εν τέλει, γίνονται σε μια γλώσσα που όλα τα μέρη κατανοούν. Για τη διαφορά «επιλέγεται από τα μέρη συνήθως κάποιος έμπειρος σε αυτά τα θέματα, με εξειδικευμένες γνώσεις», λέει η κυρία Ψάλτη, με αποτέλεσμα να αυξάνονται οι πιθανότητες για ένα business friendly αποτέλεσμα, «ποιοτικό», όπως το ονομάζει η ίδια.
Τέλος, μια μεγάλη διαφορά με τα ελληνικά δικαστήρια είναι πως στα τελευταία οι επιχειρήσεις πρέπει να αντιμετωπίσουν μία γραφειοκρατική λογική επίλυσης διαφορών. Η διαδικασία είναι τυπική και δημόσια και κυρίως οι αποδείξεις είναι έγγραφα, έτσι συχνά η προσοχή στρέφεται σε εντελώς άλλα σημεία (συγκέντρωση εγγράφων) από την επιχειρηματική δράση μιας εταιρείας και την εύρεση μίας λύσης που θα της επιτρέψει να συνεχίσει να συναλλάσσεται στη συγκεκριμένη αγορά παράγοντας πλούτο. Το πιο χαλαρό από αποδεικτική άποψη κλίμα μίας διαιτησίας μάλλον βοηθά την εστίαση της προσοχής στην επιχείρηση ως ζωντανό οργανισμό και όχι στη «χαρτούρα» που την αφορά.
Τα μειονεκτήματα της διαδικασίας
Αφού ενθουσιάστηκα με τη διαιτησία και τους διαιτητές, έσπευσα να γίνω οπαδός και είπα στην κ. Ψάλτη ότι ακούγεται φθηνό, από εμπορική άποψη, αφού κερδίζει κανείς χρόνο και ασφάλεια. «Δεν είναι φθηνό», μου απάντησε και έσπευσε να διευκρινίσει ότι οι διαιτητές είναι ακριβοί, αν είναι δε εξειδικευμένοι ίσως είναι ακριβότεροι. Και οι καλές δικηγορικές εταιρείες είναι ακριβές. Πανάκριβες.
«Σε ποιους προτείνει μια μεγάλη δικηγορική εταιρεία τέτοιες ακριβές και πολυτελείς λύσεις, όπως η διαιτησία;», αναρωτήθηκα. «Στους πελάτες εξωτερικού που έρχονται να επενδύσουν στην Ελλάδα», απάντησε η κυρία Ψάλτη με μεγάλη σιγουριά. Αυτό ξεκαθάρισε κάπως τα πράγματα στο μυαλό μου: μια ξένη εταιρεία έρχεται να επενδύσει, θέλει τον έλεγχο και άμεσες λύσεις, οι Έλληνες δικηγόροι της προτείνουν διαιτησία και της παρουσιάζουν έμπειρους νομικούς, όπως η συνομιλήτρια μου, που έχουν εξειδικευθεί ακριβώς σ’ αυτήν την μέθοδο. Λογικό η ξένη εταιρεία να δεχθεί οι διαφορές της να υπάγονται σε διαιτησία.
Τι συμβαίνει όμως με άλλους που δραστηριοποιούνται σε μία αγορά κάνοντας μικρότερες επενδύσεις και πιο περιορισμένες κινήσεις; Οι ιδιώτες ή οι μικρές εταιρείες μπορούν να υπαχθούν σε διαιτησία άραγε; Αναζήτησα απαντήσεις μιλώντας με τον Φαίδωνα Βαρέση, υποψήφιο διδάκτορα του πανεπιστημίου του Cambridge, που ασχολείται ερευνητικά με ζητήματα διαιτησίας. «Έχουν τη δυνατότητα και αυτοί να προσφύγουν σε διαιτησία, στην πράξη όμως δεν συμβαίνει», με πληροφόρησε.
Αν αυτή είναι μία λύση για τους ισχυρούς παίκτες σε μία αγορά, τότε ο Έλληνας ιδιώτης-έμπορος ή μικροεπιχείρηση θα πρέπει να υποστεί το μαρτύριο της Ευελπίδων, να δικαστεί μετά από πολλά χρόνια και στο ενδιάμεσο να πληρώνει με τα έσοδα μιας επιχείρησης που καταρρέει δικηγόρους, ένσημα, χαρτόσημα και λογιστές που θα παλεύουν με τη γραφειοκρατία προκειμένου να αποδείξουν ότι ο πελάτης τους έχει δίκιο, του είπα. «Δεν θα το διατύπωνα ακριβώς έτσι», απάντησε, «όμως στην πράξη κάπως έτσι είναι. Ενώ θεωρητικά οποιοσδήποτε μπορεί να επιλέξει τη διαιτησία, στην πράξη επιλέγεται για διαφορές που αφορούν πολύ μεγάλα ποσά».
Τα δικαστήρια πρώτου βαθμού της Αθήνας, στην πρώην σχολή Ευελπίδων.
Τουλάχιστον, για όσους μπορούν να την πληρώσουν είναι μία καλή λύση, σκέφτηκα. «Ναι. Αλλά η διαιτησία ούτε απλή είναι ούτε πάντα γρήγορη, γίνονται και οι διαιτησίες όλο και πιο περίπλοκες», με ενημέρωσε, προσγειώνοντάς με κάπου μακριά από τις απλουστεύσεις μου, ο κ. Βαρέσης. «Κι ούτε είναι ο λόγος που ανθεί η διαιτησία μόνον η καθυστέρηση στην απονομή δικαιοσύνης από δικαστήρια, αλλιώς δεν θα είχε τόση άνθιση και σε περιοχές όπου η δικαιοσύνη λειτουργεί καλύτερα, σε σύγκριση με την Ελλάδα».
Επεσήμανε ακόμη ότι δεν γλιτώνεις, κατά κανόνα, την κρίση από νομικό, ο οποίος πάλι θα αναζητά να καταλάβει τι γίνεται από ειδικούς τεχνικούς, ενώ μερικές φορές η πλευρά που έχασε θα προσπαθήσει να ακυρώσει την απόφαση του διαιτητή ή να δυσκολέψει και να καθυστερήσει όσο μπορεί την εκτέλεση της απόφασης, δηλαδή την αναγκαστική συμμόρφωση προς αυτήν. «Μπορεί να μην τελειώσει στη διαιτησία η υπόθεση, αν και οι λόγοι που μπορεί να βρει κάποιος για να εμποδίσει τη συμμόρφωση είναι ελάχιστοι και συγκεκριμένοι», εξήγησε ο κ. Βαρέσης.
Η διαιτησία ανθεί και εξαπλώνεται
Τελικά, ρωτάω τον κ. Βαρέση, γιατί θεωρεί ότι τα μέρη επιλέγουν διαιτησία; Αρνούμενος να υπεραπλουστεύσει, τονίζει πάλι ότι οι λόγοι διαφέρουν. Στην Ελλάδα υπερτερεί η ταχύτητα, στην Αγγλία κάτι άλλο. Τονίζει όμως ότι «η ανάγκη για τεχνική επάρκεια και εξειδίκευση υπάρχει κυρίως στις μεγάλες και διεθνείς υποθέσεις. Εκεί χρειαζόμαστε ένα ουδέτερο άτομο ή άτομα, που δεν έχουν δεσμούς με το κράτος του ενός ή του άλλου μέρους και μπορούν να ενεργήσουν ως πραγματικοί ουδέτεροι κριτές». Ακόμη, «σε αρκετά τεχνικές υποθέσεις, υπάρχει η δυνατότητα επίλυσης των διαφορών μόνο από τεχνικά πρόσωπα με μη νομικές γνώσεις, αυξάνοντας τις πιθανότητες για καλό αποτέλεσμα». Εξηγεί ότι η διαιτησία δίνει λύσεις φτιαγμένες από την αγορά και για την αγορά και απ’ ό,τι καταλαβαίνω από την ερευνητική του ενασχόληση με το θέμα, παράγεται διαρκώς νέα γνώση γι΄ αυτά τα θέματα, αφού η συναλλακτική ζωή γίνεται όλο και πιο περίπλοκη.
Δύσκολα μπορεί κανείς να φανταστεί ότι η διαιτησία δεν ήρθε για να μείνει. Και οι δύο συνομιλητές μου είναι απόλυτοι: ανθεί και εξαπλώνεται, κερδίζει έδαφος, την προτιμούν. Οι μεγάλοι παίκτες έχουν μία εναλλακτική σχεδιασμένη σε τέτοιο βαθμό πάνω στις ανάγκες τους που μερικές φορές αφορά πράγματα που ούτε καν φαντάζονται οι απλοί ιδιώτες, οι μικρές επιχειρήσεις και ίσως και οι δικαστές των πολιτειακών δικαστηρίων. Kατά κανόνα, λοιπόν, η εναλλακτική που παρουσιάσαμε εδώ είναι μια πολύ καλή λύση για τους εμπόρους, αλλά ως έμποροι νοούνται οι χειριστές μεγάλων ποσών.
Τα προβλήματα για τους υπόλοιπους παράγοντες της αγοράς και τους απλούς ιδιώτες παραμένουν, με πρώτο και καλύτερο την κάκιστη σχέση επιχειρήσεων-κράτους και τη φορολογία χωρίς έλεος. Οι μικροί παίκτες σε μία αγορά εξακολουθούν να είναι κολλημένοι σε ένα αργόσυρτο σύστημα επίλυσης διαφορών, την ελληνική δικαιοσύνη, το οποίο δεν διαθέτει τα μέσα να αντιληφθεί πώς λειτουργεί η επιχειρηματικότητα και επομένως δεν μπορεί να παράγει και ωφέλιμες γι' αυτήν λύσεις. Σε αντίξοες συνθήκες η άμυνα των μικρών παικτών όταν αδικούνται είναι ένας θεσμός που κινείται αργά και που δεν τους καταλαβαίνει. Οι μικροί παίκτες στην Ελλάδα δεν επιβιώνουν, για χίλιους δυο λόγους, αλλά και επειδή δεν έχουν τρόπο να λύσουν τις διαφορές τους χωρίς να εξοντωθούν.
Κείμενο
Βίβιαν Στεργίου
Γεννήθηκε το 1992. Σπούδασε Νομικά στη Νομική της Αθήνας και έκανε μεταπτυχιακό στην Οικονομική Ανάλυση του Δικαίου στη Νομική της Ουτρέχτης. Έχει γράψει μία συλλογή διηγημάτων με τίτλο Μπλε Υγρό (2017). Κείμενα της φιλοξενούνται στο The books journal. Ζει στην Αθήνα.
anatakti
Οι μικρές επιχειρήσεις αντίθετα, δεν έχουν τα μέσα να πάνε στα διαιτητικά δικαστήρια, ώστε να λύσουν τα προβλήματά τους χωρίς να εξοντωθούν.
Σκεφτείτε ότι είστε μία μεγάλη ξένη εταιρεία. Θέλετε να κάνετε μία μεγάλη επένδυση. Το πλάνο αφορά διάφορες χώρες. Περιλαμβάνεται και η Ελλάδα, όπου έχετε ακούσει ότι υπάρχουν καλές ευκαιρίες λόγω κρίσης. Προσλαμβάνετε μία δικηγορική εταιρεία, για να είστε σίγουροι ότι όλα θα πάνε καλά εκεί κάτω. Υπογράφετε τη χαρτούρα και η εφαρμογή του σχεδίου ξεκινά.
Με δυο λόγια
Γιατί όλο και πιο συχνά ακούμε ότι μεγάλες εταιρείες ή το ελληνικό δημόσιο διαλέγουν να λύσουν τις διαφορές τους με διαιτησία, και όχι μέσα στα δικαστήρια; Ένα μέρος της απάντησης το γνωρίζουμε όλοι: η γραφειοκρατία, ο μακρύς χρόνος αναμονής για την εκδίκαση μιας υπόθεσης, οι τριτοκοσμικές υποδομές των ελληνικών δικαστικών αιθουσών και οι ατέλειωτες εφέσεις είναι αποθαρρυντικά στοιχεία.
Αν υπήρχε τρόπος να ξεπεραστούν όλα αυτά, και επιπλέον τη διαφορά να κρίνει κάποιος απόλυτα εξειδικευμένος στο θέμα, δίνοντας μια λύση «φτιαγμένη από την αγορά για την αγορά», ποιος θα έλεγε όχι; Αυτό φαίνεται ότι έκαναν εταιρείες όπως η Fraport, ο ΟΠΑΠ, τα ναυπηγεία Σκαραμαγκά και ο όμιλος Μυτιληναίος τα τελευταία χρόνια για να ξεπεράσουν τα προβλήματα στις συμβάσεις τους.
Πρόκειται βέβαια για μία πολυτελή και ακριβή λύση, που δεν είναι για τους «μικρούς παίκτες», οι οποίοι εξακολουθούν να είναι κολλημένοι σε ένα αργόσυρτο σύστημα επίλυσης διαφορών, την ελληνική δικαιοσύνη, το οποίο δεν διαθέτει τα μέσα να αντιληφθεί πώς λειτουργεί η επιχειρηματικότητα και επομένως δεν μπορεί να παράγει και ωφέλιμες γι' αυτήν λύσεις.
Μια μέρα οι δικηγόροι σας ενημερώνουν ότι μία σύμβαση πήγε στραβά. Ίσως πρέπει να πάτε στα ελληνικά δικαστήρια. Τους ρωτάτε τι να κάνετε. Σας λένε ότι θα πάρει μερικά χρόνια. Το δικαστήριο μπορεί να δικάσει το 2020 τη διαφορά σας. Μάλιστα, αφού βγει η πρωτόδικη απόφαση, ο αντίπαλός σας μπορεί να ασκήσει έφεση, δηλαδή να ζητήσει να εξετασθεί πάλι η διαφορά από ανώτερο δικαστήριο και έτσι να σας ταλαιπωρεί μερικά χρόνια ακόμη.
Τέλος, συνειδητοποιείτε ότι η επένδυσή σας έχει πολλές τεχνικές λεπτομέρειες, σχεδιαγράμματα, πληροφορίες που μόνο όσοι είναι του χώρου μπορούν να καταλάβουν και γενικώς φαίνεται περίπλοκη. Δεν ξέρετε κατά πόσον ο δικαστής που θα σας τύχει θα είναι γνώστης των κατασκευών, των δικτύων, της τεχνολογίας ή της αγοράς, δεν ξέρετε καν αν θα καταλάβει την καινοτομία της επένδυσής σας ή τη σημασία της για την οικονομία.
Αρχίζετε να φοβάστε πάρα πολύ ότι με κάποιον τρόπο θα ταλαιπωρηθείτε τόσο πολύ εκεί κάτω, που ίσως να μην άξιζε καθόλου τελικά να επενδύσετε σε μία χώρα με τέτοιους θεσμούς. Μετά κάποιος σας λέει ότι έπρεπε να είχατε επιλέξει τη διαιτησία.
Οι κανόνες διαιτησίας του International Chamber of Commerce, του πιο σημαντικού διαιτητικού δικαστηρίου.
«Τι είναι αυτό;», αναρωτιέστε. Κάτι που θα σας κοστίσει ακριβά, αλλά που θα εξασφαλίσει ότι η διαφορά θα λυθεί με μια συγκεκριμένη διαδικασία, την οποία ως ένα βαθμό ελέγχετε. Αισθάνεστε μεγαλύτερη σιγουριά ότι οι σύμβουλοί σας μπορούν να ελέγξουν τις πληροφορίες που σας δίνουν οι Έλληνες δικηγόροι σας και χαίρεστε που όλα θα γίνουν στα αγγλικά, επομένως θα καταλαβαίνετε περισσότερα.
Η διαδικασία, παρότι με μεγάλη τεχνική λεπτομέρεια, θα πάρει λίγο χρόνο, μάλλον θα οδηγήσει σε ένα ποιοτικό αποτέλεσμα, αφού η ομάδα ατόμων που θα αποφασίσει πώς να λυθεί η διαφορά αποτελείται από καλά πληροφορημένους ειδικούς του χώρου, με δυνατότητα συνεχούς τεχνικής υποστήριξης για την άντληση πληροφοριών από σχεδιαγράμματα και λεπτομερή σχέδια.
Αυτό που σας ενδιαφέρει πιο πολύ είναι η εκτελεστότητα της απόφασης, δηλαδή η υποχρεωτική συμμόρφωση προς αυτήν. Σας πληροφορούν λοιπόν ότι μόλις το διαιτητικό όργανο αποφασίσει ότι κάποιος πρέπει να πληρώσει, δεν χωρεί έφεση, δηλαδή αντίλογος· η πλευρά που ηττήθηκε θα πρέπει να συμμορφωθεί. Σας φαίνεται ορθολογικό να προσφύγετε σε διαιτησία.
Διαφυγή από τη γραφειοκρατία και ασφάλεια
Αυτή η φανταστική ιστορία είναι κοντά στις αληθινές αποφάσεις που καλούνται να πάρουν μεγάλες εταιρείες που επιλέγουν να επενδύσουν στη χώρα, ξένες ή ελληνικές. Τα ελληνικά δικαστήρια είναι μία ταλαιπωρία.
Η παραμικρή διαφορά που θα φτάσει σε αυτά, θα εκδικαστεί μετά από πολύ καιρό και οι διάδικοι όλο αυτό το διάστημα θα πληρώνουν σε χρόνο, χρήμα και υπομονή. Ειδικά ο χρόνος είναι πολύ σημαντικός στην περίπτωση των εμπορικών διαφορών. Ο χρόνος και η ασφάλεια.
Οι έμποροι θέλουν να αισθάνονται σιγουριά ότι αν κάτι πάει στραβά, η διαφορά θα λυθεί γρήγορα και το αποτέλεσμα θα είναι δίκαιο.
Αυτός είναι ένας τρόπος να μειώνουν τα έξοδά τους. Αντί να ερευνάς τα πάντα πριν από μία συναλλαγή και να φοβάσαι προτού συνάψεις μία σύμβαση που θα διαρκέσει πολλά χρόνια, ίσως είναι πιο λογικό να κάνεις έναν όσο το δυνατόν καλύτερο έλεγχο και να προχωρήσεις στη συναλλαγή, ξέροντας πως αν κάτι πάει στραβά, υπάρχει τρόπος η διαφορά να λυθεί γρήγορα και δίκαια.
Ακόμη κι αν χάσεις, θα καταβάλεις το ποσό που κρίθηκε ότι οφείλεις και η εμπορική σου δραστηριότητα θα συνεχιστεί κανονικά χωρίς φόβο, αναστάτωση, γραφειοκρατία και συνεχείς εκκρεμότητες που θα ξεπετάγονται από δω κι από κει.
Ταυτόχρονα, για να αισθάνονται ασφαλείς, οι έμποροι θέλουν να γνωρίζουν τους κανόνες του παιχνιδιού, βάσει των οποίων θα επιλυθεί η διαφορά. Ακόμη, θέλουν τη σιγουριά ότι το άτομο που θα λύσει τη διαφωνία καταλαβαίνει πώς λειτουργεί η αγορά στην οποία κινούνται.
Στα χέρια των ειδικών
Προφανώς τα παραπάνω δεν μπορεί, συνήθως, να τους τα εξασφαλίσει η δικαιοσύνη που απονέμεται από τα πολιτικά δικαστήρια της χώρας. Εκεί είναι το βασίλειο της γραφειοκρατίας. Οι ρυθμοί είναι αργοί και οι Έλληνες δικαστές δεν φημίζονται για την οικονομική τους σκέψη.
Έτσι, συχνά βρίσκουν λύσεις που από επιχειρηματική ή εμπορική άποψη «δεν στέκουν».
Φυσικά, δεν είναι λογικό να έχει κανείς την απαίτηση οικονομικής σκέψης από ανθρώπους που δεν διδάσκονται οικονομικά σχεδόν ποτέ και που δικάζουν σαν να είναι πολυεργαλεία σχεδόν ό,τι ιδιωτική διαφορά μπορεί να φανταστεί κανείς, με πίεση χρόνου, με γραμματειακή υποστήριξη τρίτου κόσμου, με πάρα πολύ δύσκολη πρόσβαση σε δεδομένα και χωρίς καθόλου κίνητρα ή χρόνο για εξειδίκευση (αν υπάρχουν εξειδικευμένοι δικαστές, είναι από την καλή τους θέληση και την ειλικρινή αφοσίωση στη δουλειά τους).
Μάλλον ζητά κανείς κάτι υπεράνθρωπο, αν θέλει ένας δικαστής να έχει αναπτύξει τη σκέψη και την αντίληψη που χρειάζεται για να δώσει μία λύση κοντά στο ιδανικό για τους εμπόρους: προσαρμοσμένη στις ανάγκες της συγκεκριμένης αγοράς, που δεν θα στραγγίξει τα επιχειρηματικά τους σχέδια από καινοτομία και δυναμική.
Τέσσερα από τα επτά μέλη του International Court of Arbitration που συνεδρίασε το 2012 για μία υπόθεση που έφερε το Πακιστάν ενάντια στην Ινδία, σχετικά με την κατασκευή ενός φράγματος από την τελευταία στον ποταμό Νήλαμ.
Όμως οι σύγχρονες εμπορικές συναλλαγές αφορούν συχνά αγαθά και υπηρεσίες που λειτουργούν με περίπλοκο τρόπο. Εκεί ο/η δικαστής πασχίζει να βγάλει άκρη ζητώντας τη γνώμη ειδικών, η οποία θα έρθει συνήθως σε ένα ογκώδες έγγραφο το οποίο θα πρέπει να αποκωδικοποιήσει όσο πιο γρήγορα γίνεται, αφού δεν υπάρχει δικαστήριο της Ελλάδας που να μην είναι υπερφορτωμένο με υποθέσεις που δεν προλαβαίνει να ξεκαθαρίσει. Και όλα αυτά υπό την πίεση μίας αντιδικίας.
Έτσι, έχει εμφανιστεί η εναλλακτική της διαιτησίας, ως ένας τρόπος να λυθεί μία ιδιωτική διαφορά. Τα μέρη επιλέγουν τη διαιτησία είτε εκ των προτέρων, στη σύμβαση που υπογράφουν, είτε ad hoc, δηλαδή μόλις προκύψει το πρόβλημα. Τότε ορίζουν έναν ανεξάρτητο διαιτητή ή διαιτητές, οι οποίοι αποφασίζουν ποιος έχει δίκιο. Συχνά επιδιώκεται να βρεθεί μία «win-win» λύση, δηλαδή μία διέξοδος που δεν θα εξοντώσει τα μέρη και δεν θα καταστρέψει την επένδυσή τους ή αυτό που εμπορεύονται.
Αυτή τη λύση επιλέγουν τα τελευταία χρόνια όλο και περισσότερες εταιρείες στην Ελλάδα, αλλά και το ελληνικό δημόσιο.
Η FraportΗ ιστοσελίδα, ο ΟΠΑΠ, η ιδιοκτήτρια εταιρεία του Ναυπηγείου Σκαραμαγκά Privinvest, προσέφυγαν στη διαιτησία για αντιδικίες κατά του ελληνικού δημοσίου.
Από την άλλη πλευρά, το ελληνικό δημόσιο προσέφυγε κατά της Eldorado Gold για την υπόθεση του χρυσού στις Σκουριές, ενώ παλαιότερα ο όμιλος Μυτιληναίος είχε προσφύγει κατά της ΔΕΗ για την τιμή του ρεύματος.
Για να καταλάβω περισσότερα συνάντησα την κυρία Βίκυ Ψάλτη, εταίρο στη δικηγορική εταιρεία Ποταμίτης-Βεκρής και αναμφίβολα ειδική σε θέματα διαιτησίας. Με υποδέχθηκε στα γραφεία της εταιρείας, στην οδό Καψάλη και από την αρχή μου δήλωσε ότι ασχολείται αποκλειστικά με τις διαιτησίες.
Η κ. Ψάλτη τόνισε ότι τις μεγάλες εμπορικές εταιρείες ενδιαφέρει η ποιότητα και η ικανότητα ελέγχου της διαδικασίας. Στη διαιτησία τον έλεγχο ασκούν τα μέρη.
Υπάρχουν διαιτητικά δικαστήρια από άκρη σε άκρηΔείτε ορισμένα από αυτά εδώ στον πλανήτη, αλλά το σημαντικότερο από όλα, που δίνει τον τόνο, είναι το Διεθνές Εμπορικό Επιμελητήριο με έδρα το Παρίσι (International Chamber of Commerce-Η ιστοσελίδα ή ICC).
Κατά τα άλλα, διάφορα fora λειτουργούν ως διαιτητικά. Στην Ελλάδα για παράδειγμα, το Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο Αθηνών (ΕΒΕΑ) παρέχει ένα πλαίσιο Διαιτησία ΕΒΕΑ για διαιτητική επίλυση διαφορών.
Αξίζει να σημειωθεί ότι τα μέρη είναι εντελώς ελεύθερα να υπαγάγουν σε οποιοδήποτε forum επιθυμούν τη διαφορά τους, αφού ελέγξουν τους διαδικαστικούς κανόνες που θα ακολουθηθούν καθώς και τη διαθεσιμότητα και το κόστος των διαιτητών και της διαδικασίας συνολικά.
Τα fora παρέχουν καταλόγους με πιθανούς διαιτητές, στους οποίους δεν περιλαμβάνονται μόνο νομικοί, αλλά και οικονομολόγοι, τεχνικοί σύμβουλοι, ακόμη και «συμβατικοί» δικαστές, ενώ εξασφαλίζουν επίσης τεχνική υποστήριξη, χώρους και το κύρος τους προκειμένου τα μέρη να σιγουρευθούν ότι όλα θα γίνουν σύμφωνα με τη διαδικασία και (το σπουδαιότερο) εγκαίρως, μέσα σε εύλογα χρονικά πλαίσια.
To ICC οργάνωσε την Εβδομάδα Διαιτησίας στο Παρίσι τον Απρίλιο του 2017.
Οι πελάτες, σύμφωνα με την κ. Ψάλτη, θέλουν μία καλή απόφαση, που θα εκδοθεί ακολουθώντας «οικείους κανόνες». Έτσι, μία ξένη εταιρεία που έρχεται να επενδύσει στην Ελλάδα, για παράδειγμα, δεν φοβάται ότι θα βρεθεί αντιμέτωπη με ένα σύστημα κανόνων που της είναι εντελώς ξένο και άγνωστο. Αν τα μέρη επιλέξουν ένα διεθνές κέντρο, όπως για παράδειγμα το Δικαστήριο Διεθνούς Διαιτησίας του Λονδίνου (LCIAΗ ιστοσελίδα), ξέρουν ακριβώς τους κανόνες και μάλιστα δεν τους ενδιαφέρει αν ο αντίπαλος είναι μία ελληνική, τουρκική ή κινεζική εταιρεία.
Επίσης πολύ σημαντικό είναι πως όλα, εν τέλει, γίνονται σε μια γλώσσα που όλα τα μέρη κατανοούν. Για τη διαφορά «επιλέγεται από τα μέρη συνήθως κάποιος έμπειρος σε αυτά τα θέματα, με εξειδικευμένες γνώσεις», λέει η κυρία Ψάλτη, με αποτέλεσμα να αυξάνονται οι πιθανότητες για ένα business friendly αποτέλεσμα, «ποιοτικό», όπως το ονομάζει η ίδια.
Τέλος, μια μεγάλη διαφορά με τα ελληνικά δικαστήρια είναι πως στα τελευταία οι επιχειρήσεις πρέπει να αντιμετωπίσουν μία γραφειοκρατική λογική επίλυσης διαφορών. Η διαδικασία είναι τυπική και δημόσια και κυρίως οι αποδείξεις είναι έγγραφα, έτσι συχνά η προσοχή στρέφεται σε εντελώς άλλα σημεία (συγκέντρωση εγγράφων) από την επιχειρηματική δράση μιας εταιρείας και την εύρεση μίας λύσης που θα της επιτρέψει να συνεχίσει να συναλλάσσεται στη συγκεκριμένη αγορά παράγοντας πλούτο. Το πιο χαλαρό από αποδεικτική άποψη κλίμα μίας διαιτησίας μάλλον βοηθά την εστίαση της προσοχής στην επιχείρηση ως ζωντανό οργανισμό και όχι στη «χαρτούρα» που την αφορά.
Τα μειονεκτήματα της διαδικασίας
Αφού ενθουσιάστηκα με τη διαιτησία και τους διαιτητές, έσπευσα να γίνω οπαδός και είπα στην κ. Ψάλτη ότι ακούγεται φθηνό, από εμπορική άποψη, αφού κερδίζει κανείς χρόνο και ασφάλεια. «Δεν είναι φθηνό», μου απάντησε και έσπευσε να διευκρινίσει ότι οι διαιτητές είναι ακριβοί, αν είναι δε εξειδικευμένοι ίσως είναι ακριβότεροι. Και οι καλές δικηγορικές εταιρείες είναι ακριβές. Πανάκριβες.
«Σε ποιους προτείνει μια μεγάλη δικηγορική εταιρεία τέτοιες ακριβές και πολυτελείς λύσεις, όπως η διαιτησία;», αναρωτήθηκα. «Στους πελάτες εξωτερικού που έρχονται να επενδύσουν στην Ελλάδα», απάντησε η κυρία Ψάλτη με μεγάλη σιγουριά. Αυτό ξεκαθάρισε κάπως τα πράγματα στο μυαλό μου: μια ξένη εταιρεία έρχεται να επενδύσει, θέλει τον έλεγχο και άμεσες λύσεις, οι Έλληνες δικηγόροι της προτείνουν διαιτησία και της παρουσιάζουν έμπειρους νομικούς, όπως η συνομιλήτρια μου, που έχουν εξειδικευθεί ακριβώς σ’ αυτήν την μέθοδο. Λογικό η ξένη εταιρεία να δεχθεί οι διαφορές της να υπάγονται σε διαιτησία.
Τι συμβαίνει όμως με άλλους που δραστηριοποιούνται σε μία αγορά κάνοντας μικρότερες επενδύσεις και πιο περιορισμένες κινήσεις; Οι ιδιώτες ή οι μικρές εταιρείες μπορούν να υπαχθούν σε διαιτησία άραγε; Αναζήτησα απαντήσεις μιλώντας με τον Φαίδωνα Βαρέση, υποψήφιο διδάκτορα του πανεπιστημίου του Cambridge, που ασχολείται ερευνητικά με ζητήματα διαιτησίας. «Έχουν τη δυνατότητα και αυτοί να προσφύγουν σε διαιτησία, στην πράξη όμως δεν συμβαίνει», με πληροφόρησε.
Αν αυτή είναι μία λύση για τους ισχυρούς παίκτες σε μία αγορά, τότε ο Έλληνας ιδιώτης-έμπορος ή μικροεπιχείρηση θα πρέπει να υποστεί το μαρτύριο της Ευελπίδων, να δικαστεί μετά από πολλά χρόνια και στο ενδιάμεσο να πληρώνει με τα έσοδα μιας επιχείρησης που καταρρέει δικηγόρους, ένσημα, χαρτόσημα και λογιστές που θα παλεύουν με τη γραφειοκρατία προκειμένου να αποδείξουν ότι ο πελάτης τους έχει δίκιο, του είπα. «Δεν θα το διατύπωνα ακριβώς έτσι», απάντησε, «όμως στην πράξη κάπως έτσι είναι. Ενώ θεωρητικά οποιοσδήποτε μπορεί να επιλέξει τη διαιτησία, στην πράξη επιλέγεται για διαφορές που αφορούν πολύ μεγάλα ποσά».
Τα δικαστήρια πρώτου βαθμού της Αθήνας, στην πρώην σχολή Ευελπίδων.
Τουλάχιστον, για όσους μπορούν να την πληρώσουν είναι μία καλή λύση, σκέφτηκα. «Ναι. Αλλά η διαιτησία ούτε απλή είναι ούτε πάντα γρήγορη, γίνονται και οι διαιτησίες όλο και πιο περίπλοκες», με ενημέρωσε, προσγειώνοντάς με κάπου μακριά από τις απλουστεύσεις μου, ο κ. Βαρέσης. «Κι ούτε είναι ο λόγος που ανθεί η διαιτησία μόνον η καθυστέρηση στην απονομή δικαιοσύνης από δικαστήρια, αλλιώς δεν θα είχε τόση άνθιση και σε περιοχές όπου η δικαιοσύνη λειτουργεί καλύτερα, σε σύγκριση με την Ελλάδα».
Επεσήμανε ακόμη ότι δεν γλιτώνεις, κατά κανόνα, την κρίση από νομικό, ο οποίος πάλι θα αναζητά να καταλάβει τι γίνεται από ειδικούς τεχνικούς, ενώ μερικές φορές η πλευρά που έχασε θα προσπαθήσει να ακυρώσει την απόφαση του διαιτητή ή να δυσκολέψει και να καθυστερήσει όσο μπορεί την εκτέλεση της απόφασης, δηλαδή την αναγκαστική συμμόρφωση προς αυτήν. «Μπορεί να μην τελειώσει στη διαιτησία η υπόθεση, αν και οι λόγοι που μπορεί να βρει κάποιος για να εμποδίσει τη συμμόρφωση είναι ελάχιστοι και συγκεκριμένοι», εξήγησε ο κ. Βαρέσης.
Η διαιτησία ανθεί και εξαπλώνεται
Τελικά, ρωτάω τον κ. Βαρέση, γιατί θεωρεί ότι τα μέρη επιλέγουν διαιτησία; Αρνούμενος να υπεραπλουστεύσει, τονίζει πάλι ότι οι λόγοι διαφέρουν. Στην Ελλάδα υπερτερεί η ταχύτητα, στην Αγγλία κάτι άλλο. Τονίζει όμως ότι «η ανάγκη για τεχνική επάρκεια και εξειδίκευση υπάρχει κυρίως στις μεγάλες και διεθνείς υποθέσεις. Εκεί χρειαζόμαστε ένα ουδέτερο άτομο ή άτομα, που δεν έχουν δεσμούς με το κράτος του ενός ή του άλλου μέρους και μπορούν να ενεργήσουν ως πραγματικοί ουδέτεροι κριτές». Ακόμη, «σε αρκετά τεχνικές υποθέσεις, υπάρχει η δυνατότητα επίλυσης των διαφορών μόνο από τεχνικά πρόσωπα με μη νομικές γνώσεις, αυξάνοντας τις πιθανότητες για καλό αποτέλεσμα». Εξηγεί ότι η διαιτησία δίνει λύσεις φτιαγμένες από την αγορά και για την αγορά και απ’ ό,τι καταλαβαίνω από την ερευνητική του ενασχόληση με το θέμα, παράγεται διαρκώς νέα γνώση γι΄ αυτά τα θέματα, αφού η συναλλακτική ζωή γίνεται όλο και πιο περίπλοκη.
Δύσκολα μπορεί κανείς να φανταστεί ότι η διαιτησία δεν ήρθε για να μείνει. Και οι δύο συνομιλητές μου είναι απόλυτοι: ανθεί και εξαπλώνεται, κερδίζει έδαφος, την προτιμούν. Οι μεγάλοι παίκτες έχουν μία εναλλακτική σχεδιασμένη σε τέτοιο βαθμό πάνω στις ανάγκες τους που μερικές φορές αφορά πράγματα που ούτε καν φαντάζονται οι απλοί ιδιώτες, οι μικρές επιχειρήσεις και ίσως και οι δικαστές των πολιτειακών δικαστηρίων. Kατά κανόνα, λοιπόν, η εναλλακτική που παρουσιάσαμε εδώ είναι μια πολύ καλή λύση για τους εμπόρους, αλλά ως έμποροι νοούνται οι χειριστές μεγάλων ποσών.
Τα προβλήματα για τους υπόλοιπους παράγοντες της αγοράς και τους απλούς ιδιώτες παραμένουν, με πρώτο και καλύτερο την κάκιστη σχέση επιχειρήσεων-κράτους και τη φορολογία χωρίς έλεος. Οι μικροί παίκτες σε μία αγορά εξακολουθούν να είναι κολλημένοι σε ένα αργόσυρτο σύστημα επίλυσης διαφορών, την ελληνική δικαιοσύνη, το οποίο δεν διαθέτει τα μέσα να αντιληφθεί πώς λειτουργεί η επιχειρηματικότητα και επομένως δεν μπορεί να παράγει και ωφέλιμες γι' αυτήν λύσεις. Σε αντίξοες συνθήκες η άμυνα των μικρών παικτών όταν αδικούνται είναι ένας θεσμός που κινείται αργά και που δεν τους καταλαβαίνει. Οι μικροί παίκτες στην Ελλάδα δεν επιβιώνουν, για χίλιους δυο λόγους, αλλά και επειδή δεν έχουν τρόπο να λύσουν τις διαφορές τους χωρίς να εξοντωθούν.
Κείμενο
Βίβιαν Στεργίου
Γεννήθηκε το 1992. Σπούδασε Νομικά στη Νομική της Αθήνας και έκανε μεταπτυχιακό στην Οικονομική Ανάλυση του Δικαίου στη Νομική της Ουτρέχτης. Έχει γράψει μία συλλογή διηγημάτων με τίτλο Μπλε Υγρό (2017). Κείμενα της φιλοξενούνται στο The books journal. Ζει στην Αθήνα.
anatakti
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Σουηδία: Θανάτωσαν 9 υγιέστατα λιονταράκια γιατί θα... μεγάλωναν πολύ!
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ