2018-01-13 21:43:10
Συντάκτης: Σπύρος Μανουσέλης
«Δεν το έκανα εγώ αλλά ο εγκέφαλός μου», ισχυρίζεται ο σύγχρονος εγκληματίας στο δικαστήριο. Οι πιο πρόσφατες μέθοδοι και γνώσεις των νευροεπιστημών έχουν ήδη τεθεί στην υπηρεσία των αστυνομικών-ποινικών ερευνών και επηρεάζουν σημαντικά τις δικαστικές αποφάσεις. Μάλιστα, κάποιοι εκφράζουν τον φόβο ότι, πολύ σύντομα, οι εγκεφαλικές αναλύσεις ίσως υποκαταστήσουν τις δικαστικές! Η ανάλυση των δακτυλικών αποτυπωμάτων ή του DNA, οι αυτόπτες μάρτυρες δεν θα θεωρούνται επαρκή αποδεικτικά στοιχεία για τη λήψη δίκαιων δικαστικών αποφάσεων.
Πράγματι, ολοένα και συχνότερα στα δικαστήρια των ΗΠΑ και της Ε.Ε. γίνονται αποδεκτές -και ενίοτε θεωρούνται καθοριστικές- οι μαρτυρίες νευροεπιστημόνων (νευροεγκληματολόγων και ειδικών ψυχολόγων). Αυτοί οι εμπειρογνώμονες καλούνται να εξηγήσουν στο δικαστήριο αν η κοινωνικά παραβατική ή εγκληματική συμπεριφορά του κατηγορουμένου ενδέχεται ή όχι να οφείλεται σε σοβαρά τραύματα ή παθήσεις του εγκεφάλου του.
Στο σημερινό και στο επόμενο άρθρο θα εξετάσουμε σε ποιο βαθμό η εγκληματικότητά μας εξαρτάται από την «ανθρώπινη φύση» μας.
... ή αποκαλύπτοντας επιστημονικά τους «εγκληματικούς εγκεφάλους»
Σήμερα, στα δικαστήρια των πιο αναπτυγμένων χωρών, οι δικηγόροι υπεράσπισης στην προσπάθειά τους να απαλλάξουν τον πελάτη τους από βαρύτατες κατηγορίες και τις ποινικές ευθύνες ενός εγκλήματος, προσφεύγουν όλο και πιο συχνά σε νευροαπεικονιστικές τεχνικές, όπως π.χ. η μαγνητική τομογραφία, για την απεικόνιση των εγκεφαλικών ανωμαλιών και τη διάγνωση των πιθανών νευρολογικών παθήσεων του κατηγορουμένου.
Η νέα υπερασπιστική τακτική που υιοθετούν στο δικαστήριο είναι να «αποδείξουν» ότι ο κατηγορούμενος δεν ευθύνεται για το έγκλημα ή τα εγκλήματα που έχει αποδεδειγμένα διαπράξει, επειδή, όπως ισχυρίζονται, δεν ήταν σε θέση να έχει ούτε επίγνωση και συνειδητό έλεγχο της βίαιης ή της αποκλίνουσας συμπεριφοράς του.
Κοντολογίς, για το έγκλημα που διέπραξε δεν φταίει ο ίδιος αλλά ο… εγκέφαλός του!
Πρόκειται ασφαλώς για ένα καινοφανές νομικό-επιστημονικό επιχείρημα που έχει προκαλέσει έντονες διενέξεις μεταξύ των ειδημόνων σε όλο τον κόσμο, προτίστως στην Αμερική και στην Ευρώπη.
Πώς είναι δυνατόν, αναρωτιούνται ορισμένοι επιφανείς νομικοί, οι πρόσφατες τεχνολογικές εξελίξεις στις επιστήμες –π.χ. στην ανθρώπινη γενετική ή στις νευροεπιστήμες– να επηρεάζουν ή, ακόμη χειρότερα, να καθορίζουν τις νομοτυπικά αμερόληπτες δικαστικές πρακτικές και αποφάσεις;
Μήπως ο ισχύων σε μια χώρα Ποινικός Κώδικας θα πρέπει να θεωρείται αναχρονιστικός ή και κατάφωρα ξεπερασμένος εφόσον δεν προβλέπει ή δεν αναφέρεται ρητά στη δυνατότητα προσφυγής σε τέτοια νευροβιολογικά δεδομένα και πρακτικές, μολονότι αυτά αναγνωρίζονται από την επιστήμη ως σοβαρά αποδεικτικά στοιχεία για την απαλλαγή ή την ενοχοποίηση ενός πολίτη;
Κι όταν δεν συμβαίνει αυτό, πόσο δικαιικά αμερόληπτη ή αντικειμενική μπορεί να είναι η απόφαση ενός δικαστηρίου;
Τα νευρολογικά τεκμήρια ενοχής
Η εξακρίβωση της «υπαιτιότητας» και ο καταλογισμός της «προσωπικής ευθύνης» είναι δύο πανάρχαια προβλήματα της νομικής επιστήμης.
Ακρογωνιαίος λίθος και προϋπόθεση για την απόδοση ποινικής ευθύνης, σύμφωνα με το Ελληνο-Ρωμαϊκό Δίκαιο, είναι η νομική αρχή ότι «μία πράξη δεν είναι εγκληματική αν ο νους αυτού που τη διαπράττει δεν είναι ένοχος» (actus non git reus misi mens sit rea).
Εκτοτε, κάθε εγκληματική πράξη τιμωρείται από το ποινικό σύστημα μόνο αν γίνεται συνειδητά, εκούσια και αυτόβουλα από τον/την υπαίτιο.
Ποιος όμως, και πώς, μπορεί να διαπιστώσει αν αυτές οι προϋποθέσεις πληρούνται όντως από αυτόν που διαπράττει ένα σοβαρό έγκλημα (ανθρωποκτονία, βιασμός, κακοποίηση ανηλίκου κ.ο.κ.);
Το νομικό μας σύστημα ορίζει ότι η αξιολόγηση και εκτίμηση όλων των δεδομένων (αποδεικτικών στοιχείων) καθώς και η απόδοση ευθύνης γίνονται αποκλειστικά από το δικαστήριο.
Ωστόσο, τα τελευταία χρόνια, οι δικαστικές αποφάσεις επηρεάζονται σημαντικά από τις τρέχουσες νευροεγκληματολογικές ανακαλύψεις σχετικά με τα νευροβιολογικά αίτια και τις βιοψυχολογικές προϋποθέσεις της ανθρώπινης εγκληματικότητας.
Για παράδειγμα, το αμερικανικό νομικό σύστημα αποδέχεται και πλέον επιβάλλει, κατά την εκδίκαση υποθέσεων που ενδεχομένως να επισύρουν τη θανατική ποινή του κατηγορουμένου, να γίνονται συστηματικές εξετάσεις του εγκεφάλου του ώστε να αποκλειστεί το ενδεχόμενο να έχει κάποια σοβαρή νευρολογική ασθένεια.
Σήμερα, αυτό είναι εφικτό χάρη στις νέες απεικονιστικές μεθόδους, όπως η τομογραφία εκπομπής ποζιτρονίων (PET) και η λειτουργική μαγνητική τομογραφία (fMRI), δύο νέες τεχνικές που επιτρέπουν στους ειδικούς να εντοπίζουν επακριβώς τις ανατομικές ή τις λειτουργικές ανωμαλίες που προκαλούνται από σοβαρές ασθένειες ή τραύματα του εγκεφάλου.
Οι συνήγοροι υπεράσπισης επομένως καταφεύγουν συστηματικά σε τέτοιες εξετάσεις και σε νευροψυχιατρικές γνωματεύσεις με την ελπίδα ότι θα τις χρησιμοποιήσουν ως ελαφρυντικό ή και, γιατί όχι, ως απαλλακτικό στοιχείο.
Μολονότι δεν είναι καθόλου εύκολο να προσδιορίσουμε ιστορικά πότε ακριβώς έκαναν την επίσημη είσοδό τους στα δικαστήρια τα νέα νευροεγκληματολογικά κριτήρια, στη θέση των επισφαλών και ευρέως αμφισβητούμενων επιστημονικοφανών κριτηρίων του παρελθόντος, οι περισσότεροι ειδικοί θεωρούν, πάντως, ότι αυτό έγινε στις αρχές της δεκαετίας του 1990.
Εκείνη την περίοδο δύο εγκλήματα συγκλόνισαν την κοινή γνώμη των ΗΠΑ: ο Πακιστανός Μιρ Αϊμάλ Κασί δολοφόνησε εν ψυχρώ δύο υπαλλήλους της CIA ενώ, λίγο αργότερα, ένας φιλήσυχος και ευγενικός Αμερικανός οικογενειάρχης, ο Χέρμπερτ Βαϊνστάιν, ηλικίας 64 ετών, στραγγάλισε τη σύζυγό του και, για να φανεί ως ατύχημα, πέταξε το πτώμα της από τον δωδέκατο όροφο της πολυκατοικίας όπου έμεναν στο Μανχάταν.
Ηταν οι πρώτες περιπτώσεις που οι συνήγοροί τους επιχείρησαν να στηρίξουν την υπερασπιστική στρατηγική τους αποκλειστικά σε νευρολογικά δεδομένα και εγκεφαλικές εξετάσεις.
Προσφεύγοντας σε τέτοια σκοτεινά και, εν πολλοίς, άγνωστα ελαφρυντικά στοιχεία ήλπιζαν να πείσουν τους ενόρκους για το ακαταλόγιστο των εγκληματικών πράξεων, ή έστω να επιτύχουν την επιείκεια του δικαστηρίου για αυτούς τους δύο δολοφόνους-ασθενείς. Και στις δύο περιπτώσεις η νέα υπερασπιστική τακτική απέτυχε παταγωδώς και οι κατηγορούμενοι καταδικάστηκαν χωρίς ελαφρυντικά.
Μολονότι έγιναν αποδεκτά τα νευρολογικά δεδομένα που εξέθεσαν διαπρεπείς νευροεπιστήμονες, και από τα οποία προέκυπτε η ύπαρξη κάποιων σοβαρών εγκεφαλικών παθήσεων, το δικαστήριο έκρινε τελικά ότι δεν μπορεί να υπάρξει συσχέτιση μεταξύ εγκεφαλικών δυσλειτουργιών ή παθήσεων και εγκληματικής συμπεριφοράς!
Είναι φανερό ότι, τότε, ήταν ακόμη πολύ νωρίς για να γίνουν αποδεκτές από το καθιερωμένο δικαστικό σύστημα και την κοινωνία τέτοιες «εξωτικές» ερμηνείες για την κοινωνικά αποκλίνουσα και εγκληματική συμπεριφορά.
Επειτα από μόλις μία εικοσαετία, η κατάσταση έχει αλλάξει σημαντικά και η είσοδος στα δικαστήρια των νευροεγκεφαλικών τεκμηρίων δεν ξενίζει πλέον κανέναν.
Σύμφωνα μάλιστα με τις τρέχουσες νομικές αντιλήψεις, η ανάγκη για επιστημονική κατανόηση και πρόληψη -με νευροβιολογικούς όρους- κάθε κοινωνικά αποκλίνουσας και εγκληματικής συμπεριφοράς θεωρείται απολύτως εύλογη και επιθυμητή.
Η εγκεφαλική παραβατικότητα
Στο αγγλοσαξονικό ποινικό σύστημα, ένα άτομο που κατηγορείται για κάποιο σοβαρό έγκλημα απαλλάσσεται αυτομάτως από κάθε ποινική ευθύνη αν το δικαστήριο βεβαιωθεί ότι δεν είναι σε θέση να διακρίνει το καλό από το κακό λόγω κάποιας εγκεφαλικής δυσλειτουργίας.
Για παράδειγμα, η διάγνωση του λεγόμενου «συνδρόμου του μετωπιαίου φλοιού», που θεωρείται υπεύθυνο για την εκδήλωση πλήθους παραβατικών ή και εγκληματικών συμπεριφορών, αποτελεί ένα πολύ σοβαρό ελαφρυντικό τεκμήριο. Και αυτό γιατί, όπως επιβεβαιώνεται από πολλές νευροεγκληματολογικές έρευνες, ο προμετωπιαίος φλοιός εμπλέκεται άμεσα σε πολλές εγκληματικές συμπεριφορές.
Εκτεταμένες δομικές και λειτουργικές αλλοίωσης σε αυτή την περιοχή του εγκεφάλου συνεπάγονται, κατά κανόνα, ορατές αλλαγές στη συνειδητή συμπεριφορά του ατόμου: μεταβάλλεται η ικανότητά του για αυτοκατανόηση και κατανόηση των άλλων, επηρεάζεται η δυνατότητά του να διακρίνει το καλό από το κακό και άρα η βουλητική του ικανότητα.
Ενα χαρακτηριστικό και ακραίο παράδειγμα είναι η διάσημη περίπτωση ενός καλοκάγαθου Αμερικανού δασκάλου από τη Βιρτζίνια, ο οποίος το 1999 άρχισε ξαφνικά να εκδηλώνει μια έντονα προβληματική σεξουαλική συμπεριφορά: να παρενοχλεί σεξουαλικά την ανήλικη θετή κόρη του.
Υστερα από καταγγελία της γυναίκας του τον συνέλαβαν. Ενώ όμως βρισκόταν στη φυλακή αισθάνθηκε άσχημα και τον μετέφεραν στο νοσοκομείο. Εκεί διέγνωσαν ότι έπασχε από καρκίνο στον εγκέφαλο· συγκεκριμένα ένας όγκος είχε αναπτυχθεί σε μεγάλο μέρος του μετωπιαίου λοβού του.
Επειτα από μια δύσκολη χειρουργική επέμβαση ο κακοήθης όγκος αφαιρέθηκε και αμέσως εξαφανίστηκαν και οι παιδεραστικές του διαθέσεις, την ύπαρξη των οποίων είχε ομολογήσει ισχυριζόμενος όμως ότι του ήταν αδύνατον να τις ελέγξει.
Αφού υποβλήθηκε σε σειρά εξετάσεων αφέθηκε ελεύθερος και επέστρεψε «θεραπευμένος» στην οικογένειά του.
Υστερα από δύο χρόνια ένιωσε ξανά πολύ έντονους πονοκεφάλους, που συνοδεύονταν από αχαλίνωτες παιδεραστικές ενορμήσεις, επέστρεψε αμέσως στο νοσοκομείο όπου και διέγνωσαν την επανεμφάνιση του όγκου στην ίδια περιοχή.
Μια δεύτερη χειρουργική επέμβαση είχε αποτέλεσμα την εξάλειψη τόσο του νέου όγκου όσο και της αποκλίνουσας σεξουαλικής συμπεριφοράς του.
Πλήθος ιατροδικαστικών μελετών και κυρίως οι γνωματεύσεις διακεκριμένων νευροεπιστημόνων συνέβαλαν, το 2005, στην ιστορική απόφαση της ανώτατης δικαστικής αρχής των ΗΠΑ να κρίνει αντισυνταγματική την επιβολή θανατικής ποινής σε ανήλικα άτομα.
Στη σχετική αναφορά του προς τους εννέα ανώτατους δικαστικούς ο Ρούμπεν Γκουρ, επιφανής νευροεπιστήμονας του Πανεπιστημίου της Πενσιλβάνια, υποστήριζε ότι τα ανήλικα άτομα δεν είναι ακόμη σε θέση να ελέγχουν επαρκώς τις ενορμήσεις τους, επειδή το δίκτυο των νευρώνων του προμετωπιαίου φλοιού που παίζει αποφασιστικό ρόλο στον έλεγχο της συμπεριφοράς δεν ολοκληρώνει την ανάπτυξή του και η συνδεσμολογία του δεν παγιώνεται παρά μόνο μετά το εικοστό έτος της ηλικίας ή και αργότερα.
Σήμερα, πραγματοποιούνται ανάλογες έρευνες σε όλες τις αναπτυγμένες χώρες. Αυτές οι νευροεγκληματολογικές έρευνες συσχετίζουν σαφώς τη μικροδομή και τη λειτουργία του εγκεφάλου με τη «φυσιολογική» ή την «παθολογική» κοινωνική συμπεριφορά και λαμβάνονται πολύ σοβαρά υπόψη από τις δικαστικές αρχές όταν επιδικάζουν σοβαρά εγκλήματα.
Εγκληματίες ή ασθενείς;
Κανείς σήμερα δεν μπορεί ούτε και πρέπει να αγνοεί τις επιστημονικές κατακτήσεις και τις μεθόδους των νευροεπιστημών, και ακόμη λιγότερο η τυπικά ανεξάρτητη και σχεδόν παντοδύναμη δικαστική αρχή.
Το πρόβλημα, ωστόσο, είναι ποιος θα πρέπει να αποφασίζει για το πού ακριβώς βρίσκεται το όριο και η, υποτίθεται, σαφής διαχωριστική γραμμή μεταξύ φυσιολογικής, παθολογικής ή εγκληματικής συμπεριφοράς. Κατά το παρελθόν, ο ειδικός (ψυχίατρος, ψυχολόγος ή και ο ιατροδικαστής) παρουσίαζε τη γνωμάτευσή του βασιζόμενος στις συζητήσεις του με τον κατηγορούμενο, ο οποίος ενδεχομένως θα μπορούσε και να τον παραπλανήσει.
Ισως γι’ αυτό τα δικαστήρια ήταν συνήθως επιφυλακτικά σε αυτές τις ιατρικές γνωματεύσεις.
Σήμερα ωστόσο, οι πρωτοφανείς παρεμβατικές δυνατότητες των νευροεπιστημών παρέχουν τη δυνατότητα στη δικαστική και πολιτική βιοεξουσία να διεισδύει και να αναλύει τους εγκεφάλους των παραβατικών και εγκληματικών ατόμων.
Από καθαρά νομικής απόψεως, αυτό που προέχει είναι να καθορίσουμε επακριβώς αν απέναντι σε μια προδιάθεση (γενετική ή εγκεφαλική;) να διαπράξει κανείς ένα έγκλημα υπάρχει στον νου του «υπόπτου» κάποια ηθική ή νευρολογική «τροχοπέδη», ένα αντίβαρο που θα του επέτρεπε όχι μόνο να συνειδητοποιεί την παραβατική συμπεριφορά του, αλλά και να είναι σε θέση να την ελέγχει: αν δηλαδή πρέπει να θεωρείται ο ίδιος υπεύθυνος για τις πράξεις του.
Διότι βέβαια, αν ο κατηγορούμενος δεν διαθέτει, εκ των προτέρων, αυτό το νευρολογικό «φρένο» εξαιτίας κάποιας σαφούς και διαγνώσιμης εγκεφαλικής ανωμαλίας, τότε θα πρέπει προφανώς να χαρακτηριστεί «ασθενής» και όχι «υπαίτιος» για το έγκλημά του!
Ο Γιόσουα Γκριν, καθηγητής νευροψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο Χάρβαρντ και ένας από τους πιο ένθερμους υποστηρικτές της αξιοποίησης των νευροεπιστημονικών μεθόδων κατά την απονομή της δικαιοσύνης, είναι απολύτως πεπεισμένος ότι έχει έλθει πλέον η ώρα για τη ριζική αναθεώρηση των παραδοσιακών αντιλήψεών μας περί υπαιτιότητας και ενοχής σε ό,τι αφορά πολλά «εγκλήματα».
Δηλώνει μάλιστα ρητά ότι: «Η συμπεριφορά μας εξαρτάται από διεργασίες που συντελούνται στον εγκέφαλό μας, με τον οποίο έχουμε απλώς προικιστεί, και από τίποτε άλλο».
Βέβαια, δεν συμφωνούν όλοι οι ειδικοί με τέτοιες και τόσο ακραίες αναγωγιστικές αντιλήψεις, οι οποίες επιπρόσθετα παραβλέπουν τις κοινωνικές και τις ηθικές παραμέτρους της ανθρώπινης εγκληματικότητας.
Αυτή η συστηματική παράβλεψη και συνήθως σκόπιμη αποσιώπηση των κοινωνικών-οικονομικών παραμέτρων της ανθρώπινης εγκληματικότητας ενέχει δύο πολύ σοβαρούς κίνδυνους:
• Πρώτο, Η συστηματική υπονόμευση της αυθεντίας της τρέχουσας νομικής εξουσίας μάς προϊδεάζει για τη σχεδιαζόμενη έλευση μιας νέας κατάστασης νομικής αυθαιρεσίας, και
• Δεύτερο, ανοίγει τον δρόμο στην εφαρμογή των νευροεπιστημών για τον έλεγχο της ζωής και της σκέψης των ανθρώπων από τη νέα βιοεξουσία.
Ισως το βαθύτερο βιοπολιτικό κίνητρο για τη μαζική εφαρμογή των τεχνοεπιστημονικών κατακτήσεων σχετικά με τη δομή και τη λειτουργία του ανθρώπινου εγκεφάλου δεν είναι οι νεωτερικές ιδέες περί κοινωνικής ισότητας, δικαιοσύνης και ελευθερίας αλλά, αντίθετα, η μετανεωτερική βαρβαρότητα που προβάλλει ως δήθεν ιστορική αναγκαιότητα το να αντιμετωπίζονται οι άνθρωποι ως άβουλες και ανώνυμες βιολογικές μονάδες και όχι πλέον ως «πρόσωπα» υπεύθυνα για τις πράξεις τους.
olalathos
«Δεν το έκανα εγώ αλλά ο εγκέφαλός μου», ισχυρίζεται ο σύγχρονος εγκληματίας στο δικαστήριο. Οι πιο πρόσφατες μέθοδοι και γνώσεις των νευροεπιστημών έχουν ήδη τεθεί στην υπηρεσία των αστυνομικών-ποινικών ερευνών και επηρεάζουν σημαντικά τις δικαστικές αποφάσεις. Μάλιστα, κάποιοι εκφράζουν τον φόβο ότι, πολύ σύντομα, οι εγκεφαλικές αναλύσεις ίσως υποκαταστήσουν τις δικαστικές! Η ανάλυση των δακτυλικών αποτυπωμάτων ή του DNA, οι αυτόπτες μάρτυρες δεν θα θεωρούνται επαρκή αποδεικτικά στοιχεία για τη λήψη δίκαιων δικαστικών αποφάσεων.
Πράγματι, ολοένα και συχνότερα στα δικαστήρια των ΗΠΑ και της Ε.Ε. γίνονται αποδεκτές -και ενίοτε θεωρούνται καθοριστικές- οι μαρτυρίες νευροεπιστημόνων (νευροεγκληματολόγων και ειδικών ψυχολόγων). Αυτοί οι εμπειρογνώμονες καλούνται να εξηγήσουν στο δικαστήριο αν η κοινωνικά παραβατική ή εγκληματική συμπεριφορά του κατηγορουμένου ενδέχεται ή όχι να οφείλεται σε σοβαρά τραύματα ή παθήσεις του εγκεφάλου του.
Στο σημερινό και στο επόμενο άρθρο θα εξετάσουμε σε ποιο βαθμό η εγκληματικότητά μας εξαρτάται από την «ανθρώπινη φύση» μας.
... ή αποκαλύπτοντας επιστημονικά τους «εγκληματικούς εγκεφάλους»
Σήμερα, στα δικαστήρια των πιο αναπτυγμένων χωρών, οι δικηγόροι υπεράσπισης στην προσπάθειά τους να απαλλάξουν τον πελάτη τους από βαρύτατες κατηγορίες και τις ποινικές ευθύνες ενός εγκλήματος, προσφεύγουν όλο και πιο συχνά σε νευροαπεικονιστικές τεχνικές, όπως π.χ. η μαγνητική τομογραφία, για την απεικόνιση των εγκεφαλικών ανωμαλιών και τη διάγνωση των πιθανών νευρολογικών παθήσεων του κατηγορουμένου.
Η νέα υπερασπιστική τακτική που υιοθετούν στο δικαστήριο είναι να «αποδείξουν» ότι ο κατηγορούμενος δεν ευθύνεται για το έγκλημα ή τα εγκλήματα που έχει αποδεδειγμένα διαπράξει, επειδή, όπως ισχυρίζονται, δεν ήταν σε θέση να έχει ούτε επίγνωση και συνειδητό έλεγχο της βίαιης ή της αποκλίνουσας συμπεριφοράς του.
Κοντολογίς, για το έγκλημα που διέπραξε δεν φταίει ο ίδιος αλλά ο… εγκέφαλός του!
Πρόκειται ασφαλώς για ένα καινοφανές νομικό-επιστημονικό επιχείρημα που έχει προκαλέσει έντονες διενέξεις μεταξύ των ειδημόνων σε όλο τον κόσμο, προτίστως στην Αμερική και στην Ευρώπη.
Πώς είναι δυνατόν, αναρωτιούνται ορισμένοι επιφανείς νομικοί, οι πρόσφατες τεχνολογικές εξελίξεις στις επιστήμες –π.χ. στην ανθρώπινη γενετική ή στις νευροεπιστήμες– να επηρεάζουν ή, ακόμη χειρότερα, να καθορίζουν τις νομοτυπικά αμερόληπτες δικαστικές πρακτικές και αποφάσεις;
Μήπως ο ισχύων σε μια χώρα Ποινικός Κώδικας θα πρέπει να θεωρείται αναχρονιστικός ή και κατάφωρα ξεπερασμένος εφόσον δεν προβλέπει ή δεν αναφέρεται ρητά στη δυνατότητα προσφυγής σε τέτοια νευροβιολογικά δεδομένα και πρακτικές, μολονότι αυτά αναγνωρίζονται από την επιστήμη ως σοβαρά αποδεικτικά στοιχεία για την απαλλαγή ή την ενοχοποίηση ενός πολίτη;
Κι όταν δεν συμβαίνει αυτό, πόσο δικαιικά αμερόληπτη ή αντικειμενική μπορεί να είναι η απόφαση ενός δικαστηρίου;
Τα νευρολογικά τεκμήρια ενοχής
Η εξακρίβωση της «υπαιτιότητας» και ο καταλογισμός της «προσωπικής ευθύνης» είναι δύο πανάρχαια προβλήματα της νομικής επιστήμης.
Ακρογωνιαίος λίθος και προϋπόθεση για την απόδοση ποινικής ευθύνης, σύμφωνα με το Ελληνο-Ρωμαϊκό Δίκαιο, είναι η νομική αρχή ότι «μία πράξη δεν είναι εγκληματική αν ο νους αυτού που τη διαπράττει δεν είναι ένοχος» (actus non git reus misi mens sit rea).
Εκτοτε, κάθε εγκληματική πράξη τιμωρείται από το ποινικό σύστημα μόνο αν γίνεται συνειδητά, εκούσια και αυτόβουλα από τον/την υπαίτιο.
Ποιος όμως, και πώς, μπορεί να διαπιστώσει αν αυτές οι προϋποθέσεις πληρούνται όντως από αυτόν που διαπράττει ένα σοβαρό έγκλημα (ανθρωποκτονία, βιασμός, κακοποίηση ανηλίκου κ.ο.κ.);
Το νομικό μας σύστημα ορίζει ότι η αξιολόγηση και εκτίμηση όλων των δεδομένων (αποδεικτικών στοιχείων) καθώς και η απόδοση ευθύνης γίνονται αποκλειστικά από το δικαστήριο.
Ωστόσο, τα τελευταία χρόνια, οι δικαστικές αποφάσεις επηρεάζονται σημαντικά από τις τρέχουσες νευροεγκληματολογικές ανακαλύψεις σχετικά με τα νευροβιολογικά αίτια και τις βιοψυχολογικές προϋποθέσεις της ανθρώπινης εγκληματικότητας.
Για παράδειγμα, το αμερικανικό νομικό σύστημα αποδέχεται και πλέον επιβάλλει, κατά την εκδίκαση υποθέσεων που ενδεχομένως να επισύρουν τη θανατική ποινή του κατηγορουμένου, να γίνονται συστηματικές εξετάσεις του εγκεφάλου του ώστε να αποκλειστεί το ενδεχόμενο να έχει κάποια σοβαρή νευρολογική ασθένεια.
Σήμερα, αυτό είναι εφικτό χάρη στις νέες απεικονιστικές μεθόδους, όπως η τομογραφία εκπομπής ποζιτρονίων (PET) και η λειτουργική μαγνητική τομογραφία (fMRI), δύο νέες τεχνικές που επιτρέπουν στους ειδικούς να εντοπίζουν επακριβώς τις ανατομικές ή τις λειτουργικές ανωμαλίες που προκαλούνται από σοβαρές ασθένειες ή τραύματα του εγκεφάλου.
Οι συνήγοροι υπεράσπισης επομένως καταφεύγουν συστηματικά σε τέτοιες εξετάσεις και σε νευροψυχιατρικές γνωματεύσεις με την ελπίδα ότι θα τις χρησιμοποιήσουν ως ελαφρυντικό ή και, γιατί όχι, ως απαλλακτικό στοιχείο.
Μολονότι δεν είναι καθόλου εύκολο να προσδιορίσουμε ιστορικά πότε ακριβώς έκαναν την επίσημη είσοδό τους στα δικαστήρια τα νέα νευροεγκληματολογικά κριτήρια, στη θέση των επισφαλών και ευρέως αμφισβητούμενων επιστημονικοφανών κριτηρίων του παρελθόντος, οι περισσότεροι ειδικοί θεωρούν, πάντως, ότι αυτό έγινε στις αρχές της δεκαετίας του 1990.
Εκείνη την περίοδο δύο εγκλήματα συγκλόνισαν την κοινή γνώμη των ΗΠΑ: ο Πακιστανός Μιρ Αϊμάλ Κασί δολοφόνησε εν ψυχρώ δύο υπαλλήλους της CIA ενώ, λίγο αργότερα, ένας φιλήσυχος και ευγενικός Αμερικανός οικογενειάρχης, ο Χέρμπερτ Βαϊνστάιν, ηλικίας 64 ετών, στραγγάλισε τη σύζυγό του και, για να φανεί ως ατύχημα, πέταξε το πτώμα της από τον δωδέκατο όροφο της πολυκατοικίας όπου έμεναν στο Μανχάταν.
Ηταν οι πρώτες περιπτώσεις που οι συνήγοροί τους επιχείρησαν να στηρίξουν την υπερασπιστική στρατηγική τους αποκλειστικά σε νευρολογικά δεδομένα και εγκεφαλικές εξετάσεις.
Προσφεύγοντας σε τέτοια σκοτεινά και, εν πολλοίς, άγνωστα ελαφρυντικά στοιχεία ήλπιζαν να πείσουν τους ενόρκους για το ακαταλόγιστο των εγκληματικών πράξεων, ή έστω να επιτύχουν την επιείκεια του δικαστηρίου για αυτούς τους δύο δολοφόνους-ασθενείς. Και στις δύο περιπτώσεις η νέα υπερασπιστική τακτική απέτυχε παταγωδώς και οι κατηγορούμενοι καταδικάστηκαν χωρίς ελαφρυντικά.
Μολονότι έγιναν αποδεκτά τα νευρολογικά δεδομένα που εξέθεσαν διαπρεπείς νευροεπιστήμονες, και από τα οποία προέκυπτε η ύπαρξη κάποιων σοβαρών εγκεφαλικών παθήσεων, το δικαστήριο έκρινε τελικά ότι δεν μπορεί να υπάρξει συσχέτιση μεταξύ εγκεφαλικών δυσλειτουργιών ή παθήσεων και εγκληματικής συμπεριφοράς!
Είναι φανερό ότι, τότε, ήταν ακόμη πολύ νωρίς για να γίνουν αποδεκτές από το καθιερωμένο δικαστικό σύστημα και την κοινωνία τέτοιες «εξωτικές» ερμηνείες για την κοινωνικά αποκλίνουσα και εγκληματική συμπεριφορά.
Επειτα από μόλις μία εικοσαετία, η κατάσταση έχει αλλάξει σημαντικά και η είσοδος στα δικαστήρια των νευροεγκεφαλικών τεκμηρίων δεν ξενίζει πλέον κανέναν.
Σύμφωνα μάλιστα με τις τρέχουσες νομικές αντιλήψεις, η ανάγκη για επιστημονική κατανόηση και πρόληψη -με νευροβιολογικούς όρους- κάθε κοινωνικά αποκλίνουσας και εγκληματικής συμπεριφοράς θεωρείται απολύτως εύλογη και επιθυμητή.
Η εγκεφαλική παραβατικότητα
Στο αγγλοσαξονικό ποινικό σύστημα, ένα άτομο που κατηγορείται για κάποιο σοβαρό έγκλημα απαλλάσσεται αυτομάτως από κάθε ποινική ευθύνη αν το δικαστήριο βεβαιωθεί ότι δεν είναι σε θέση να διακρίνει το καλό από το κακό λόγω κάποιας εγκεφαλικής δυσλειτουργίας.
Για παράδειγμα, η διάγνωση του λεγόμενου «συνδρόμου του μετωπιαίου φλοιού», που θεωρείται υπεύθυνο για την εκδήλωση πλήθους παραβατικών ή και εγκληματικών συμπεριφορών, αποτελεί ένα πολύ σοβαρό ελαφρυντικό τεκμήριο. Και αυτό γιατί, όπως επιβεβαιώνεται από πολλές νευροεγκληματολογικές έρευνες, ο προμετωπιαίος φλοιός εμπλέκεται άμεσα σε πολλές εγκληματικές συμπεριφορές.
Εκτεταμένες δομικές και λειτουργικές αλλοίωσης σε αυτή την περιοχή του εγκεφάλου συνεπάγονται, κατά κανόνα, ορατές αλλαγές στη συνειδητή συμπεριφορά του ατόμου: μεταβάλλεται η ικανότητά του για αυτοκατανόηση και κατανόηση των άλλων, επηρεάζεται η δυνατότητά του να διακρίνει το καλό από το κακό και άρα η βουλητική του ικανότητα.
Ενα χαρακτηριστικό και ακραίο παράδειγμα είναι η διάσημη περίπτωση ενός καλοκάγαθου Αμερικανού δασκάλου από τη Βιρτζίνια, ο οποίος το 1999 άρχισε ξαφνικά να εκδηλώνει μια έντονα προβληματική σεξουαλική συμπεριφορά: να παρενοχλεί σεξουαλικά την ανήλικη θετή κόρη του.
Υστερα από καταγγελία της γυναίκας του τον συνέλαβαν. Ενώ όμως βρισκόταν στη φυλακή αισθάνθηκε άσχημα και τον μετέφεραν στο νοσοκομείο. Εκεί διέγνωσαν ότι έπασχε από καρκίνο στον εγκέφαλο· συγκεκριμένα ένας όγκος είχε αναπτυχθεί σε μεγάλο μέρος του μετωπιαίου λοβού του.
Επειτα από μια δύσκολη χειρουργική επέμβαση ο κακοήθης όγκος αφαιρέθηκε και αμέσως εξαφανίστηκαν και οι παιδεραστικές του διαθέσεις, την ύπαρξη των οποίων είχε ομολογήσει ισχυριζόμενος όμως ότι του ήταν αδύνατον να τις ελέγξει.
Αφού υποβλήθηκε σε σειρά εξετάσεων αφέθηκε ελεύθερος και επέστρεψε «θεραπευμένος» στην οικογένειά του.
Υστερα από δύο χρόνια ένιωσε ξανά πολύ έντονους πονοκεφάλους, που συνοδεύονταν από αχαλίνωτες παιδεραστικές ενορμήσεις, επέστρεψε αμέσως στο νοσοκομείο όπου και διέγνωσαν την επανεμφάνιση του όγκου στην ίδια περιοχή.
Μια δεύτερη χειρουργική επέμβαση είχε αποτέλεσμα την εξάλειψη τόσο του νέου όγκου όσο και της αποκλίνουσας σεξουαλικής συμπεριφοράς του.
Πλήθος ιατροδικαστικών μελετών και κυρίως οι γνωματεύσεις διακεκριμένων νευροεπιστημόνων συνέβαλαν, το 2005, στην ιστορική απόφαση της ανώτατης δικαστικής αρχής των ΗΠΑ να κρίνει αντισυνταγματική την επιβολή θανατικής ποινής σε ανήλικα άτομα.
Στη σχετική αναφορά του προς τους εννέα ανώτατους δικαστικούς ο Ρούμπεν Γκουρ, επιφανής νευροεπιστήμονας του Πανεπιστημίου της Πενσιλβάνια, υποστήριζε ότι τα ανήλικα άτομα δεν είναι ακόμη σε θέση να ελέγχουν επαρκώς τις ενορμήσεις τους, επειδή το δίκτυο των νευρώνων του προμετωπιαίου φλοιού που παίζει αποφασιστικό ρόλο στον έλεγχο της συμπεριφοράς δεν ολοκληρώνει την ανάπτυξή του και η συνδεσμολογία του δεν παγιώνεται παρά μόνο μετά το εικοστό έτος της ηλικίας ή και αργότερα.
Σήμερα, πραγματοποιούνται ανάλογες έρευνες σε όλες τις αναπτυγμένες χώρες. Αυτές οι νευροεγκληματολογικές έρευνες συσχετίζουν σαφώς τη μικροδομή και τη λειτουργία του εγκεφάλου με τη «φυσιολογική» ή την «παθολογική» κοινωνική συμπεριφορά και λαμβάνονται πολύ σοβαρά υπόψη από τις δικαστικές αρχές όταν επιδικάζουν σοβαρά εγκλήματα.
Εγκληματίες ή ασθενείς;
Κανείς σήμερα δεν μπορεί ούτε και πρέπει να αγνοεί τις επιστημονικές κατακτήσεις και τις μεθόδους των νευροεπιστημών, και ακόμη λιγότερο η τυπικά ανεξάρτητη και σχεδόν παντοδύναμη δικαστική αρχή.
Το πρόβλημα, ωστόσο, είναι ποιος θα πρέπει να αποφασίζει για το πού ακριβώς βρίσκεται το όριο και η, υποτίθεται, σαφής διαχωριστική γραμμή μεταξύ φυσιολογικής, παθολογικής ή εγκληματικής συμπεριφοράς. Κατά το παρελθόν, ο ειδικός (ψυχίατρος, ψυχολόγος ή και ο ιατροδικαστής) παρουσίαζε τη γνωμάτευσή του βασιζόμενος στις συζητήσεις του με τον κατηγορούμενο, ο οποίος ενδεχομένως θα μπορούσε και να τον παραπλανήσει.
Ισως γι’ αυτό τα δικαστήρια ήταν συνήθως επιφυλακτικά σε αυτές τις ιατρικές γνωματεύσεις.
Σήμερα ωστόσο, οι πρωτοφανείς παρεμβατικές δυνατότητες των νευροεπιστημών παρέχουν τη δυνατότητα στη δικαστική και πολιτική βιοεξουσία να διεισδύει και να αναλύει τους εγκεφάλους των παραβατικών και εγκληματικών ατόμων.
Από καθαρά νομικής απόψεως, αυτό που προέχει είναι να καθορίσουμε επακριβώς αν απέναντι σε μια προδιάθεση (γενετική ή εγκεφαλική;) να διαπράξει κανείς ένα έγκλημα υπάρχει στον νου του «υπόπτου» κάποια ηθική ή νευρολογική «τροχοπέδη», ένα αντίβαρο που θα του επέτρεπε όχι μόνο να συνειδητοποιεί την παραβατική συμπεριφορά του, αλλά και να είναι σε θέση να την ελέγχει: αν δηλαδή πρέπει να θεωρείται ο ίδιος υπεύθυνος για τις πράξεις του.
Διότι βέβαια, αν ο κατηγορούμενος δεν διαθέτει, εκ των προτέρων, αυτό το νευρολογικό «φρένο» εξαιτίας κάποιας σαφούς και διαγνώσιμης εγκεφαλικής ανωμαλίας, τότε θα πρέπει προφανώς να χαρακτηριστεί «ασθενής» και όχι «υπαίτιος» για το έγκλημά του!
Ο Γιόσουα Γκριν, καθηγητής νευροψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο Χάρβαρντ και ένας από τους πιο ένθερμους υποστηρικτές της αξιοποίησης των νευροεπιστημονικών μεθόδων κατά την απονομή της δικαιοσύνης, είναι απολύτως πεπεισμένος ότι έχει έλθει πλέον η ώρα για τη ριζική αναθεώρηση των παραδοσιακών αντιλήψεών μας περί υπαιτιότητας και ενοχής σε ό,τι αφορά πολλά «εγκλήματα».
Δηλώνει μάλιστα ρητά ότι: «Η συμπεριφορά μας εξαρτάται από διεργασίες που συντελούνται στον εγκέφαλό μας, με τον οποίο έχουμε απλώς προικιστεί, και από τίποτε άλλο».
Βέβαια, δεν συμφωνούν όλοι οι ειδικοί με τέτοιες και τόσο ακραίες αναγωγιστικές αντιλήψεις, οι οποίες επιπρόσθετα παραβλέπουν τις κοινωνικές και τις ηθικές παραμέτρους της ανθρώπινης εγκληματικότητας.
Αυτή η συστηματική παράβλεψη και συνήθως σκόπιμη αποσιώπηση των κοινωνικών-οικονομικών παραμέτρων της ανθρώπινης εγκληματικότητας ενέχει δύο πολύ σοβαρούς κίνδυνους:
• Πρώτο, Η συστηματική υπονόμευση της αυθεντίας της τρέχουσας νομικής εξουσίας μάς προϊδεάζει για τη σχεδιαζόμενη έλευση μιας νέας κατάστασης νομικής αυθαιρεσίας, και
• Δεύτερο, ανοίγει τον δρόμο στην εφαρμογή των νευροεπιστημών για τον έλεγχο της ζωής και της σκέψης των ανθρώπων από τη νέα βιοεξουσία.
Ισως το βαθύτερο βιοπολιτικό κίνητρο για τη μαζική εφαρμογή των τεχνοεπιστημονικών κατακτήσεων σχετικά με τη δομή και τη λειτουργία του ανθρώπινου εγκεφάλου δεν είναι οι νεωτερικές ιδέες περί κοινωνικής ισότητας, δικαιοσύνης και ελευθερίας αλλά, αντίθετα, η μετανεωτερική βαρβαρότητα που προβάλλει ως δήθεν ιστορική αναγκαιότητα το να αντιμετωπίζονται οι άνθρωποι ως άβουλες και ανώνυμες βιολογικές μονάδες και όχι πλέον ως «πρόσωπα» υπεύθυνα για τις πράξεις τους.
olalathos
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Το “γύρισαν”… πάλι “στο τραπέζι” για τα Spike, Ινδοί και Ισραηλινοί!
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ