2018-01-14 19:26:24
«Θα ομιλήσω επιστημονικά», έλεγε ο Κούλης Στολίγκας και το φιλοθεάμον κοινό έσκασε στα γέλια πριν καν προλάβει να ξεστομίσει την αστεία ατάκα του.
Γι’ αυτό και ήταν τόσο αγαπητός στον κόσμο, γιατί σκόρπιζε απλόχερα χαμόγελα και μάλιστα χωρίς ιδιαίτερη προσπάθεια.
Παρά το γεγονός όμως ότι οι περισσότεροι τον γνώρισαν ως ηθοποιό του πανιού και του σανιδιού με όνομα Κούλης Στολίγκας, εκείνος λεγόταν Ιωάννης Σίσκος και ήταν τενόρος του μουσικού θεάτρου!
Αφού έκανε την καριέρα του στην οπερέτα, μεταπήδησε στην πρόζα για να γνωρίσει μια δεύτερη ζωή ως κωμικός ηθοποιός και να βιώσει την πλατιά αναγνώριση. Πυλώνας πια της θεατρικής επιθεώρησης και της κινηματογραφικής κωμωδίας, ο Στολίγκας ήταν από κείνους τους δευτερορολίστες που περίμεναν υπομονετικά οι εκάστοτε παραγωγές να τελειώσουν την ταινία που γύριζαν για να τους περιλάβουν στο καστ τους.
Ο ελληνικός κινηματογράφος της χρυσής εποχής δεν θα ήταν σαφώς ο ίδιος χωρίς τους μεγάλους αυτούς τυπίστες του πανιού και ο Στολίγκας είναι εδώ χαρακτηριστικό παράδειγμα.
Το κοινό τον αγάπησε αρχικά για τη σπουδαία λυρική φωνή του και μετά για την κωμική του δεινότητα, ενώ οι συνάδελφοί του τον λάτρευαν για το πηγαίο του χιούμορ και τις πλάκες που έσπαγε συνεχώς σε βάρος των ευκολόπιστων.
Σήμερα δεν είναι εύκολο να αποτιμήσουμε ούτε το έργο ούτε την προσωπικότητά του, καθώς φτάνει σε μας μόνο μέσα από το παλιό εμπορικό σελιλόιντ. Στην εποχή του έκανε όμως θραύση στη νεοελληνική επιθεώρηση ήδη από την εποχή της Κατοχής, γνωρίζοντας τη λαϊκή αποδοχή μεταπολεμικά και κυρίως στη δεκαετία του 1970, όταν έγινε σταθμός στο λεγόμενο ελαφρό θέατρο.
Κι όλα αυτά τα έκανε ως ένα αυτοδίδακτο υποκριτικά ταλέντο, ένας γεννημένος κωμικός που δεν δίστασε να εγκαταλείψει σχολείο και οικογένεια έφηβος ακόμα για να ακολουθήσει ένα περιπλανώμενο μπουλούκι του μουσικού θεάτρου και να ανέβει στη σκηνή 16 χρονών παιδί ως τενόρος!
Με τα χρόνια θα γινόταν ένας από τους σημαντικότερους ηθοποιούς της επιθεώρησης και της οπερέτας, ιδιαιτέρως αγαπητός σε όλους, από τον απλό λαό μέχρι και τα θεατρικά και κινηματογραφικά πηγαδάκια, έχοντας στο ενεργητικό του αμέτρητες παραστάσεις και δεκάδες κυριολεκτικά ταινίες Πρώτα χρόνια
Ο Ιωάννης Σίσκος γεννιέται το 1909 στη Δράμα και αγαπά το τραγούδι ήδη από την κούνια του. Για την οικογενειακή του κατάσταση δεν είναι τίποτα γνωστό, ξέρουμε πάντως πως ήταν στο Γυμνάσιο όταν είπε να ακολουθήσει αυτό που του έλεγε η καρδιά του: να εγκαταλείψει σχολείο και γονείς για να γίνει μέλος ενός μπουλουκιού που είχε περάσει από τη Δράμα και τον ήθελε στην παράσταση ως τενόρο!
Αφού περιηγήθηκε στα μήκη και τα πλάτη της Ελλάδας και απέκτησε μια πρώτη καλή επαφή με τον χώρο του θεάματος, επιστρέφει στη Δράμα για να υπηρετήσει τη στρατιωτική του θητεία. Οι σχέσεις με τους δικούς του είχαν διαρραγεί, ο νεαρός πείθει ωστόσο τους γονείς του για το πόσο ήθελε να γίνει ηθοποιός και τα βρίσκουν στο τέλος.
Κι έτσι μετά το πέρας των στρατιωτικών του υποχρεώσεων κατεβαίνει στην Αθήνα με την πατρική συναίνεση για να κυνηγήσει το όνειρο, έχοντας περάσει και για λίγο από ένα ωδείο της Δράμας…
Καριέρα
Μόλις στα 24 του, πρωτοεμφανίζεται το 1933 στην οπερέτα «Η εύθυμη χήρα» που ανέβαζε στην Αθήνα ο Θίασος Μίλερ. Στο μουσικό θέατρο θα παραμείνει μέχρι το 1942 γράφοντας μια προσωπική καριέρα που θα τον κάνει αστέρα του είδους. Ήταν μέλος θρυλικών προπολεμικών παραστάσεων οπερέτας («Η χώρα των κουδουνιών», «Σιγανό ποτάμι», «Τζούλια»), ένα από τα βαριά χαρτιά του θιάσου του Παρασκευά Οικονόμου (1933-1936) αλλά και μόνιμος συνεργάτης του Μίμη Πλέσσα.
Το 1939 γίνεται μέλος του Σωματείου Ελλήνων Ηθοποιών και αρχίζει πλέον να φλερτάρει με την ιδέα να μεταπηδήσει στην πρόζα. Η νέα δεκαετία του 1940 θα τον βρει λοιπόν πάνω στο σανίδι της επιθεώρησης και ήδη από το 1942 θα έχει συγκροτήσει τον δικό του θίασο με τον Νίκο Σταυρίδη και δυο ακόμα συναδέλφους τους.
Θέατρο έπαιζε ακόμα και στην Κατοχή, περιδιαβαίνοντας για άλλη μια φορά όλη τη χώρα, ενώ από το 1944 επιστρέφει οριστικά στην Αθήνα και συνεχίζει την καριέρα του από κει που την είχε αφήσει. Από την επιθεώρηση «Μπλε και άσπρο» δηλαδή του Θέατρου Ακροπόλ, όπου θα ερμηνεύσει ένα από τα θρυλικότερα νούμερα της εποχής, το «Γιούπι-γιάγια» με τη Λίντα Άλμα.
Στο μουσικό θέατρο επέστρεψε το 1946 ως συνθιασάρχης και οι νέες παραγωγές οπερέτας που υπέγραψε («Ο χορός της τύχης», «Θέλω να τον δω», «Σφάλματα κοριτσιών») γνώριζαν μεγάλη επιτυχία στην Ελλάδα αλλά και την Κύπρο. Πλέον εναλλασσόταν μεταξύ οπερέτας, ηθογραφίας και επιθεώρησης με μεγάλη ευκολία και έπαιρνε μέρος σε μια πληθώρα παραστάσεων.
Σημαντική στιγμή στην καριέρα του ήταν το 1955, όταν έπαιξε δίπλα στον Χατζηχρήστο στην αξέχαστη επιθεώρηση «Κόκα Κόλα» του Θεάτρου Περοκέ, εγκαταλείποντας ολοένα και πιο πολύ το μουσικό θέατρο για χάρη της πρόζας. Ο Στολίγκας έπαιξε τελικά με όλους (και κυρίως τους Σταυρίδη, Βέγγο, Χατζηχρήστο και Λογοθετίδη) και τα πάντα, είτε ως μέλος άλλων θεατρικών εταιριών είτε ως θιασάρχης, αν και πουθενά δεν θα γνώριζε μεγαλύτερη επιτυχία από την επιθεώρηση και τα σπαρταριστά νούμερά του που υποδυόταν τον μεγάλο πολιτικό Γεώργιο Παπανδρέου!
Πολλά επιθεωρησιακά του νούμερα έμειναν θρυλικά (όπως τα μεταπολεμικά «Δατς αμόρε» και «Σταμούλης ο λοχίας») και ο ίδιος τσαλαβουτούσε χωρίς πρόβλημα ακόμα και στο κλασικό ρεπερτόριο, παίρνοντας μέρος από το σεξπιρικό «Όνειρο θερινής νυκτός» το 1956 (θίασος Νίκου Χατζίσκου) μέχρι και τη «Δικηγορίνα» που ανέβασε ο Μυράτ το 1958. Οι θεατρικές του υποχρεώσεις ήταν συνεχείς και αδιάλειπτες και τον έβρισκες πότε στην Αθήνα, πότε στη Θεσσαλονίκη και πότε σε κάποια περιοδεία στην επαρχία. Τη θεατρική του καριέρα θα την ανέκοπτε μόνο το (πρώτο) έμφραγμα που υπέστη το 1967, όταν οι γιατροί τον ανάγκασαν να κόψει ρυθμούς τόσο στο σανίδι όσο και το πανί.
Παρόλα αυτά, συνέχισε να παίρνει επιλεκτικά μέρος σε παραστάσεις καθ’ όλη σχεδόν τη δεκαετία του 1970 και αποσύρθηκε οριστικά μόνο στα τέλη της. Η τελευταία του θεατρική εμφάνιση έλαβε χώρα το καλοκαίρι του 1979 στην επιθεώρηση «Κουπόνια και μονά-ζυγά» στο Θέατρο Λουζιτάνια.
Το κινηματογραφικό του ντεμπούτο θα αρχίσει επίσης νωρίς και συγκεκριμένα αμέσως μετά την απελευθέρωση. Το 1945 θα εμφανιστεί λοιπόν στη «Διπλή Θυσία» και την επόμενη χρονιά στα «Πρόσωπα Λησμονημένα», αν και η κινηματογραφική του καριέρα δεν θα ξεκινήσει ουσιαστικά πριν από το 1951 και την ταινία «Εκείνες που δεν πρέπει ν’ αγαπούν» του Σακελλάριου.
Από τότε και μέχρι το τέλος της καριέρας του θα πάρει μέρος σε περισσότερες από 50 ταινίες, μέσα από τις οποίες θα ξεπηδήσει αστέρι της κωμωδίας και θα μας χαρίσει αξέχαστες και αρκούντως σπαρταριστές ερμηνείες.
Υποδυόμενος άλλοτε τον παμπόνηρο μικραστό, άλλοτε τον μπερμπάντη σύζυγο και ενίοτε τον ευυπόληπτο κύριο, ο Στολίγκας άφησε παρακαταθήκη μικρούς αλλά σημαδιακούς ρόλους στα φιλμ «Ο εμίρης και ο κακομοίρης» (1964), «Έξω οι κλέφτες» (1961), «Το ταξίδι του μέλιτος», «Η μουσίτσα» (1959) και «Χαρούμενοι αλήτες» (1958).
Δύσκολα βέβαια μπορείς να μη μιλήσεις για τις χαρακτηριστικές του εμφανίσεις στις ταινίες «Οι παπατζήδες» (1954), «Πρωτευουσιάνικες περιπέτειες» (1956), «Τρεις τρελοί ντετέκτιβς» (1957), «Η φτώχεια θέλει καλοπέραση» (1958), «Μια ζωή την έχουμε» (1958), «Κέφι, γλέντι και φιγούρα» (1958), «Μπουμπουλίνα» (1959), «Οι δοσατζήδες» (1959), «Οι κληρονόμοι του Καραμπουμπούνα» (1959), «Σουσουράδα (1960), «Βασιλιάς της γκάφας» (1962), «Ο Μιχαληός του 14ου συντάγματος» (1962), «Ο Ιππόλυτος και το βιολί του» (1963) κ.λπ.
Πώς να τον ξεχάσεις όμως στα «Ου κλέψεις» (1965), «Το ρομάντσο μιας καμαριέρας» (1965), «Εισπράκτωρ 007» (1966), «Ο Μελέτης στην Άμεσο Δράση» (1966), «Ο ανακατωσούρας» (1967), «Ο φαλακρός μαθητής» (1979), «Ταξίδι του μέλιτος» (1979), «Βέγγος ο τρελλός καμικάζι» (1980) και «Ο Κώτσος και οι εξωγήινοι» (1980);
Η τελευταία του κινηματογραφική εμφάνιση θα έρθει τον Νοέμβριο του 1982, στην κωμωδία του Κώστα Καραγιάννη «Ο Παπασούζας φαντομάς», καθώς μέχρι τότε η υγεία του ήταν επιβαρυμένη και είχε ήδη κόψει ρυθμό.
Η πολυσχιδής καριέρα του περιλάμβανε ακόμα και τηλεόραση: «Εικοσιτετράωρο ενός παλιατζή» (1972 - ΕΙΡΤ), «Ψιλικατζίδικο ο Κόσμος» (1973 - ΕΙΡΤ) και «Το παλιό το κατοστάρι» (1974 - ΥΕΝΕΔ), ενώ η φωνή του ακούγεται σε ηχογραφημένα κινηματογραφικά τραγούδια αλλά και στον δίσκο «Όταν οι ηθοποιοί τραγουδούν - 2» (1991)…
Τελευταία χρόνια
Τα τελευταία και λίγα πια χρόνια της ζωής του, μετά την ουσιαστική απόσυρσή του από τα φώτα της ράμπας και των κινηματογραφικών πλατό εκεί στα τέλη της δεκαετίας του 1970, ο Στολίγκας τα πέρασε στο πλευρό των δύο αδελφών του, μιας και δεν είχε παντρευτεί ποτέ ούτε είχε αποκτήσει απογόνους.
Το νήμα της ζωής του θα κοπεί στις 24 Φεβρουαρίου 1984, όταν χτυπήθηκε από εγκεφαλικό επεισόδιο μετά το νέο έμφραγμα που είχε υποστεί. Έφυγε από τον κόσμο ως άλλο ένα βαρύ πυροβολικό της νεοελληνικής κωμωδίας αλλά και του μουσικού θεάτρου του τόπου μας…
grxpress
Γι’ αυτό και ήταν τόσο αγαπητός στον κόσμο, γιατί σκόρπιζε απλόχερα χαμόγελα και μάλιστα χωρίς ιδιαίτερη προσπάθεια.
Παρά το γεγονός όμως ότι οι περισσότεροι τον γνώρισαν ως ηθοποιό του πανιού και του σανιδιού με όνομα Κούλης Στολίγκας, εκείνος λεγόταν Ιωάννης Σίσκος και ήταν τενόρος του μουσικού θεάτρου!
Αφού έκανε την καριέρα του στην οπερέτα, μεταπήδησε στην πρόζα για να γνωρίσει μια δεύτερη ζωή ως κωμικός ηθοποιός και να βιώσει την πλατιά αναγνώριση. Πυλώνας πια της θεατρικής επιθεώρησης και της κινηματογραφικής κωμωδίας, ο Στολίγκας ήταν από κείνους τους δευτερορολίστες που περίμεναν υπομονετικά οι εκάστοτε παραγωγές να τελειώσουν την ταινία που γύριζαν για να τους περιλάβουν στο καστ τους.
Ο ελληνικός κινηματογράφος της χρυσής εποχής δεν θα ήταν σαφώς ο ίδιος χωρίς τους μεγάλους αυτούς τυπίστες του πανιού και ο Στολίγκας είναι εδώ χαρακτηριστικό παράδειγμα.
Το κοινό τον αγάπησε αρχικά για τη σπουδαία λυρική φωνή του και μετά για την κωμική του δεινότητα, ενώ οι συνάδελφοί του τον λάτρευαν για το πηγαίο του χιούμορ και τις πλάκες που έσπαγε συνεχώς σε βάρος των ευκολόπιστων.
Σήμερα δεν είναι εύκολο να αποτιμήσουμε ούτε το έργο ούτε την προσωπικότητά του, καθώς φτάνει σε μας μόνο μέσα από το παλιό εμπορικό σελιλόιντ. Στην εποχή του έκανε όμως θραύση στη νεοελληνική επιθεώρηση ήδη από την εποχή της Κατοχής, γνωρίζοντας τη λαϊκή αποδοχή μεταπολεμικά και κυρίως στη δεκαετία του 1970, όταν έγινε σταθμός στο λεγόμενο ελαφρό θέατρο.
Κι όλα αυτά τα έκανε ως ένα αυτοδίδακτο υποκριτικά ταλέντο, ένας γεννημένος κωμικός που δεν δίστασε να εγκαταλείψει σχολείο και οικογένεια έφηβος ακόμα για να ακολουθήσει ένα περιπλανώμενο μπουλούκι του μουσικού θεάτρου και να ανέβει στη σκηνή 16 χρονών παιδί ως τενόρος!
Με τα χρόνια θα γινόταν ένας από τους σημαντικότερους ηθοποιούς της επιθεώρησης και της οπερέτας, ιδιαιτέρως αγαπητός σε όλους, από τον απλό λαό μέχρι και τα θεατρικά και κινηματογραφικά πηγαδάκια, έχοντας στο ενεργητικό του αμέτρητες παραστάσεις και δεκάδες κυριολεκτικά ταινίες Πρώτα χρόνια
Ο Ιωάννης Σίσκος γεννιέται το 1909 στη Δράμα και αγαπά το τραγούδι ήδη από την κούνια του. Για την οικογενειακή του κατάσταση δεν είναι τίποτα γνωστό, ξέρουμε πάντως πως ήταν στο Γυμνάσιο όταν είπε να ακολουθήσει αυτό που του έλεγε η καρδιά του: να εγκαταλείψει σχολείο και γονείς για να γίνει μέλος ενός μπουλουκιού που είχε περάσει από τη Δράμα και τον ήθελε στην παράσταση ως τενόρο!
Αφού περιηγήθηκε στα μήκη και τα πλάτη της Ελλάδας και απέκτησε μια πρώτη καλή επαφή με τον χώρο του θεάματος, επιστρέφει στη Δράμα για να υπηρετήσει τη στρατιωτική του θητεία. Οι σχέσεις με τους δικούς του είχαν διαρραγεί, ο νεαρός πείθει ωστόσο τους γονείς του για το πόσο ήθελε να γίνει ηθοποιός και τα βρίσκουν στο τέλος.
Κι έτσι μετά το πέρας των στρατιωτικών του υποχρεώσεων κατεβαίνει στην Αθήνα με την πατρική συναίνεση για να κυνηγήσει το όνειρο, έχοντας περάσει και για λίγο από ένα ωδείο της Δράμας…
Καριέρα
Μόλις στα 24 του, πρωτοεμφανίζεται το 1933 στην οπερέτα «Η εύθυμη χήρα» που ανέβαζε στην Αθήνα ο Θίασος Μίλερ. Στο μουσικό θέατρο θα παραμείνει μέχρι το 1942 γράφοντας μια προσωπική καριέρα που θα τον κάνει αστέρα του είδους. Ήταν μέλος θρυλικών προπολεμικών παραστάσεων οπερέτας («Η χώρα των κουδουνιών», «Σιγανό ποτάμι», «Τζούλια»), ένα από τα βαριά χαρτιά του θιάσου του Παρασκευά Οικονόμου (1933-1936) αλλά και μόνιμος συνεργάτης του Μίμη Πλέσσα.
Το 1939 γίνεται μέλος του Σωματείου Ελλήνων Ηθοποιών και αρχίζει πλέον να φλερτάρει με την ιδέα να μεταπηδήσει στην πρόζα. Η νέα δεκαετία του 1940 θα τον βρει λοιπόν πάνω στο σανίδι της επιθεώρησης και ήδη από το 1942 θα έχει συγκροτήσει τον δικό του θίασο με τον Νίκο Σταυρίδη και δυο ακόμα συναδέλφους τους.
Θέατρο έπαιζε ακόμα και στην Κατοχή, περιδιαβαίνοντας για άλλη μια φορά όλη τη χώρα, ενώ από το 1944 επιστρέφει οριστικά στην Αθήνα και συνεχίζει την καριέρα του από κει που την είχε αφήσει. Από την επιθεώρηση «Μπλε και άσπρο» δηλαδή του Θέατρου Ακροπόλ, όπου θα ερμηνεύσει ένα από τα θρυλικότερα νούμερα της εποχής, το «Γιούπι-γιάγια» με τη Λίντα Άλμα.
Στο μουσικό θέατρο επέστρεψε το 1946 ως συνθιασάρχης και οι νέες παραγωγές οπερέτας που υπέγραψε («Ο χορός της τύχης», «Θέλω να τον δω», «Σφάλματα κοριτσιών») γνώριζαν μεγάλη επιτυχία στην Ελλάδα αλλά και την Κύπρο. Πλέον εναλλασσόταν μεταξύ οπερέτας, ηθογραφίας και επιθεώρησης με μεγάλη ευκολία και έπαιρνε μέρος σε μια πληθώρα παραστάσεων.
Σημαντική στιγμή στην καριέρα του ήταν το 1955, όταν έπαιξε δίπλα στον Χατζηχρήστο στην αξέχαστη επιθεώρηση «Κόκα Κόλα» του Θεάτρου Περοκέ, εγκαταλείποντας ολοένα και πιο πολύ το μουσικό θέατρο για χάρη της πρόζας. Ο Στολίγκας έπαιξε τελικά με όλους (και κυρίως τους Σταυρίδη, Βέγγο, Χατζηχρήστο και Λογοθετίδη) και τα πάντα, είτε ως μέλος άλλων θεατρικών εταιριών είτε ως θιασάρχης, αν και πουθενά δεν θα γνώριζε μεγαλύτερη επιτυχία από την επιθεώρηση και τα σπαρταριστά νούμερά του που υποδυόταν τον μεγάλο πολιτικό Γεώργιο Παπανδρέου!
Πολλά επιθεωρησιακά του νούμερα έμειναν θρυλικά (όπως τα μεταπολεμικά «Δατς αμόρε» και «Σταμούλης ο λοχίας») και ο ίδιος τσαλαβουτούσε χωρίς πρόβλημα ακόμα και στο κλασικό ρεπερτόριο, παίρνοντας μέρος από το σεξπιρικό «Όνειρο θερινής νυκτός» το 1956 (θίασος Νίκου Χατζίσκου) μέχρι και τη «Δικηγορίνα» που ανέβασε ο Μυράτ το 1958. Οι θεατρικές του υποχρεώσεις ήταν συνεχείς και αδιάλειπτες και τον έβρισκες πότε στην Αθήνα, πότε στη Θεσσαλονίκη και πότε σε κάποια περιοδεία στην επαρχία. Τη θεατρική του καριέρα θα την ανέκοπτε μόνο το (πρώτο) έμφραγμα που υπέστη το 1967, όταν οι γιατροί τον ανάγκασαν να κόψει ρυθμούς τόσο στο σανίδι όσο και το πανί.
Παρόλα αυτά, συνέχισε να παίρνει επιλεκτικά μέρος σε παραστάσεις καθ’ όλη σχεδόν τη δεκαετία του 1970 και αποσύρθηκε οριστικά μόνο στα τέλη της. Η τελευταία του θεατρική εμφάνιση έλαβε χώρα το καλοκαίρι του 1979 στην επιθεώρηση «Κουπόνια και μονά-ζυγά» στο Θέατρο Λουζιτάνια.
Το κινηματογραφικό του ντεμπούτο θα αρχίσει επίσης νωρίς και συγκεκριμένα αμέσως μετά την απελευθέρωση. Το 1945 θα εμφανιστεί λοιπόν στη «Διπλή Θυσία» και την επόμενη χρονιά στα «Πρόσωπα Λησμονημένα», αν και η κινηματογραφική του καριέρα δεν θα ξεκινήσει ουσιαστικά πριν από το 1951 και την ταινία «Εκείνες που δεν πρέπει ν’ αγαπούν» του Σακελλάριου.
Από τότε και μέχρι το τέλος της καριέρας του θα πάρει μέρος σε περισσότερες από 50 ταινίες, μέσα από τις οποίες θα ξεπηδήσει αστέρι της κωμωδίας και θα μας χαρίσει αξέχαστες και αρκούντως σπαρταριστές ερμηνείες.
Υποδυόμενος άλλοτε τον παμπόνηρο μικραστό, άλλοτε τον μπερμπάντη σύζυγο και ενίοτε τον ευυπόληπτο κύριο, ο Στολίγκας άφησε παρακαταθήκη μικρούς αλλά σημαδιακούς ρόλους στα φιλμ «Ο εμίρης και ο κακομοίρης» (1964), «Έξω οι κλέφτες» (1961), «Το ταξίδι του μέλιτος», «Η μουσίτσα» (1959) και «Χαρούμενοι αλήτες» (1958).
Δύσκολα βέβαια μπορείς να μη μιλήσεις για τις χαρακτηριστικές του εμφανίσεις στις ταινίες «Οι παπατζήδες» (1954), «Πρωτευουσιάνικες περιπέτειες» (1956), «Τρεις τρελοί ντετέκτιβς» (1957), «Η φτώχεια θέλει καλοπέραση» (1958), «Μια ζωή την έχουμε» (1958), «Κέφι, γλέντι και φιγούρα» (1958), «Μπουμπουλίνα» (1959), «Οι δοσατζήδες» (1959), «Οι κληρονόμοι του Καραμπουμπούνα» (1959), «Σουσουράδα (1960), «Βασιλιάς της γκάφας» (1962), «Ο Μιχαληός του 14ου συντάγματος» (1962), «Ο Ιππόλυτος και το βιολί του» (1963) κ.λπ.
Πώς να τον ξεχάσεις όμως στα «Ου κλέψεις» (1965), «Το ρομάντσο μιας καμαριέρας» (1965), «Εισπράκτωρ 007» (1966), «Ο Μελέτης στην Άμεσο Δράση» (1966), «Ο ανακατωσούρας» (1967), «Ο φαλακρός μαθητής» (1979), «Ταξίδι του μέλιτος» (1979), «Βέγγος ο τρελλός καμικάζι» (1980) και «Ο Κώτσος και οι εξωγήινοι» (1980);
Η τελευταία του κινηματογραφική εμφάνιση θα έρθει τον Νοέμβριο του 1982, στην κωμωδία του Κώστα Καραγιάννη «Ο Παπασούζας φαντομάς», καθώς μέχρι τότε η υγεία του ήταν επιβαρυμένη και είχε ήδη κόψει ρυθμό.
Η πολυσχιδής καριέρα του περιλάμβανε ακόμα και τηλεόραση: «Εικοσιτετράωρο ενός παλιατζή» (1972 - ΕΙΡΤ), «Ψιλικατζίδικο ο Κόσμος» (1973 - ΕΙΡΤ) και «Το παλιό το κατοστάρι» (1974 - ΥΕΝΕΔ), ενώ η φωνή του ακούγεται σε ηχογραφημένα κινηματογραφικά τραγούδια αλλά και στον δίσκο «Όταν οι ηθοποιοί τραγουδούν - 2» (1991)…
Τελευταία χρόνια
Τα τελευταία και λίγα πια χρόνια της ζωής του, μετά την ουσιαστική απόσυρσή του από τα φώτα της ράμπας και των κινηματογραφικών πλατό εκεί στα τέλη της δεκαετίας του 1970, ο Στολίγκας τα πέρασε στο πλευρό των δύο αδελφών του, μιας και δεν είχε παντρευτεί ποτέ ούτε είχε αποκτήσει απογόνους.
Το νήμα της ζωής του θα κοπεί στις 24 Φεβρουαρίου 1984, όταν χτυπήθηκε από εγκεφαλικό επεισόδιο μετά το νέο έμφραγμα που είχε υποστεί. Έφυγε από τον κόσμο ως άλλο ένα βαρύ πυροβολικό της νεοελληνικής κωμωδίας αλλά και του μουσικού θεάτρου του τόπου μας…
grxpress
VIDEO
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ