2018-01-18 17:23:22
ΜΟΝΑΧΟΣ ΝΕΟΦΥΤΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΑΤΗΣ
Ὁ Ὀρθόδοξος Θεολόγος σήμερα
Μένοντας στήν ἄκρη τοῦ κόσμου, στήν ἀπομόνωση τῆς ἐρήμου τοῦ Ἁγίου Ὄρους, κοινωνοῦμε ἐν Χριστῷ μέ τόν Τριαδικό Θεό, τούς Ἀγγέλους, τούς Ἁγίους, τήν Παναγία καί συναντοῦμε συγχρόνως τούς ἀδελφούς συνανθρώπους μας ἐν Χριστῷ προσωπικά, εἰλικρινά, ἐκστατικά. «Ὁ μοναχός εἶναι φίλος μέ ὅλους καί ξένος πρός ὅλους» (Ἅγιος Μάξιμος Ὁμολογητής).
Ἡ μοναχική πολιτεία εἶναι μία τέλεια χριστιανική κοινωνία, πού ἀποτελεῖται ἀπό τελείως «ἀποτυχημένους», ὅπως λέει ὁ κόσμος, μοναχούς. Ἰδίως ὁ Ἁγιορείτης μοναχός εἶναι τρία πράγματα : α) εἶναι τρελλός, β) παιδί καί γ) γλεντζές. α) Εἶναι τρελλός, («ἡμεῖς μωροί διά Χριστόν»[1]). β) Εἶναι παιδί, («ἐάν μή στραφῆτε καί γένησθε ὡς τά παιδία, οὐ μή εἰσέλθητε εἰς τήν Βασιλείαν των Οὐρανῶν», δηλ. ἐάν δέν μετανοήσετε καί δέν γίνετε σάν τά παιδιά, δέν θά μπῆτε στήν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν[2], «Ἀδελφοί, μή παιδία γίνεσθε ταῖς φρεσίν, ἀλλά τῇ κακίᾳ νηπιάζετε, ταῖς δέ φρεσί τέλειοι γίνεσθε», δηλ
. Ἀδελφοί, μή γίνεσθε παιδιά κατά τόν νοῦν, ἀλλά νά εἶσθε νήπια κατά τήν κακία, κατά δέ τόν νοῦν νά γίνεσθε τέλειοι[3]). γ) Εἶναι γλεντζές, («ψαλῶ τῷ Θεῷ μου ἕως ὑπάρχω», δηλ. θά ψάλλω συνέχεια στόν Θεό μου ὅσο ὑπάρχω σέ αὐτή τη ζωή καί θά συνεχίσω μετά καί στήν αἰώνιο ζωή νά ψάλλω. Ἡ ζωή του μοναχοῦ εἶναι μία συνεχής θυσιαστική δοξολογία καί εὐχαριστία πρός τόν Τριαδικό Θεό).
Τό Ἅγιον Ὄρος πάντοτε ἦταν καί εἶναι ἕνας τόπος ἕλξεως καί ἁγίων καί ἀγγέλων καί ἀνθρώπων καί δαιμόνων. Οἱ ἅγιοι, λόγῳ τῆς ἁγιότητος, ἀσκητικότητος καί Θείου ἔρωτος, ἔρχονταν καί ἔρχονται ἐδῶ, γιά νά ἀπολαύσουν τήν ἄρρητη θέα τοῦ ἀκτίστου Φωτός τῆς Μεταμορφώσεως, τοῦ προσώπου τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ καί τῆς Παναγίας Θεοτόκου καί Ἀειπαρθένου Μαρίας. Οἱ ἄγγελοι ἔρχονται ἐδῶ, γιά νά ἐνισχύσουν καί φυλάξουν τούς ἀγωνιζομένους μοναχούς στήν πνευματική τους πάλη μέ τόν Θεό, τά πάθη, τήν ἁμαρτία καί τόν διάβολο. Ὁ Θεός βέβαια δέν ἐχθρεύεται τούς μοναχούς, ἀλλά παλεύει μαζί τους, γιά νά τούς προπονήση, νά τούς ἐνισχύση στήν πίστη, ἐλπίδα καί ἀγάπη πρός τόν ἑαυτό Του καί τούς συνανθρώπους τῶν μοναχῶν. Ὁ Θεός δέν ἐπάλεψε μέ τόν Ἰακώβ στόν καιρό τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης; Οἱ ἄνθρωποι ἔρχονται ἐδῶ γιά τρεῖς λόγους : Πρῶτον, γιά νά σωθοῦν, γιά νά ἁγιάσουν, γιά νά κερδίσουν τήν βασιλεία τῶν Οὐρανῶν, γιά νά δείξουν τήν καθαρή ἀγάπη τους πρός τόν Θεό εἴτε ὡς μοναχοί, εἴτε ὡς λαϊκοί χριστιανοί. Δεύτερον, ἄλλοι ἔρχονται γιά περιέργεια, γιά τουρισμό, γιά διασκέδαση. Καί τρίτον, ἄλλοι ἔρχονται, γιά νά ἐκμεταλλευθοῦν μέ κακό τρόπο τό Ἅγιον Ὄρος καί τούς ἑκάστοτε Ἁγιορεῖτες εἴτε οἰκονομικά, εἴτε πολιτικά, εἴτε ἐκκλησιαστικά, εἴτε γιά ἡδονή, χρῆμα καί δόξα. Οἱ δαίμονες ἔρχονται ἐδῶ, γιατί φθονοῦν τό ἀνθρώπινο γένος γενικά καί εἰδικά τούς Ἁγιορεῖτες. Δέν θέλουν τό Ἅγιον Ὄρος νά σώζη, νά ἁγιάζη τούς ἀνθρώπους καί τήν κτίση, ἀλλά θέλουν νά μετατρέψουν τό Ἅγιον Ὄρος σέ κακώνυμο, δαιμονικό καί μισάνθρωπο Ὄρος. Γι' αὐτό τό Ἅγιον Ὄρος εἶναι καί λέγεται «Περιβόλι τῆς Παναγίας», διότι ἡ Παναγία ὡς Βασίλισσα, Ἡγουμένη, Ἔφορος καί Ἰατρός τοῦ Ἁγίου Ὄρους ἐπιτρέπει σέ ὅλους ὅσοι θέλουν νά ἔρχονται ἐδῶ γιά ὁποιοδήποτε λόγο. Δέν ἐπιτρέπει μόνο ἕνα πράγμα : Νά καταστραφῆ τό Ἅγιον Ὄρος ἀπό ὁποιονδήποτε.
Μερικοί, λοιπόν, νέοι ἄνθρωποι, ἀναζητητές τῆς ἀλήθειας, ἀγάπης, ἐλευθερίας, ἑνότητος, ἁγιασμοῦ καί θεώσεως, ἔρχονται στό Ἅγιον Ὄρος, μή ἔχοντας ποῦ ἀλλοῦ νά πᾶνε, γιά νά ἀνακαλύψουν αὐτό, πού ποθοῦν ὑπαρξιακῶς, προσωπικῶς καί διακαῶς. Ἔτσι, ἦλθα καί ἐγώ τόν Φεβρουάριο τοῦ 1976 στό Ἅγιον Ὄρος μαζί μέ τρεῖς συμφοιτητές μου τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν. Ἐγώ ἔμεινα ἐδῶ καί ἐλπίζω νά μείνω μέχρι τό τέλος τῆς ἐπιγείου ζωῆς μου. Οἱ δύο ἔγιναν ἔγγαμοι ἱερεῖς καί ὁ τρίτος ἔγγαμος καθηγητής θρησκευτικῶν στή Μέση Ἐκπαίδευση.
Ὁ πρῶτος μοναχός, πού συναντήσαμε τότε, ἦταν ὁ μακαριστός ἅγιος Γέρων Παΐσιος Καππαδόκης Ἁγιορείτης. Πρός τό τέλος τῆς παρούσης μελέτης θά ἐκθέσω τίς ἀρχές ὀρθοδόξου θεολογίας, πού μᾶς εἶπε μέ ἁπλό καί συγχρόνως βαθύ τρόπο. Τώρα θά γράψω μόνο τήν ἑξῆς στιχομυθία μεταξύ ἐμοῦ καί τοῦ Γερο-Παϊσίου :
Γερο-Παΐσιος : - Πόσων χρονῶν εἶσαι;
Κυριάκος (νῦν π. Νεόφυτος) : - Εἴκοσι χρονῶν, Γέροντα.
Γερο-Παΐσιος : - Ἀπό πού εἶσαι καί τί σπουδάζεις;
Κυριάκος (νῦν π. Νεόφυτος) : - Εἶμαι ἀπό τήν Κύπρο καί σπουδάζω στήν Θεολογική Σχολή Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν.
Γερο-Παΐσιος : - Σέ ποιό ἔτος εἶσαι;
Κυριακός (νῦν π. Νεόφυτος) : - Εἶμαι στό δεύτερο ἔτος.
Γερο-Παΐσιος : - Ἀκόμη εἶσαι ἐκεῖ στήν Θεολογική Σχολή;
Κυριάκος (νῦν π. Νεόφυτος) : - Γιατί Γέροντα μέ ἐρωτᾶτε ἔτσι;
Γερο-Παΐσιος : - Διότι, παιδί μου εὐλογημένο, στίς Θεολογικές Σχολές μπαίνεις 90% εὐσεβής καί βγαίνεις 90% ἀσεβής.
Κυριάκος (νῦν π. Νεόφυτος) : - Γέροντα Παΐσιε, αὐτό, πού λέτε, τό ζῶ αὐτή τήν στιγμή, τό αἰσθάνομαι, τό διεπίστωσα προσωπικά. Ἔχω ἀμφιβολίες γιά τό τί εἶναι ἐπιτέλους θεολογία ὀρθόδοξη καί πώς θά τήν σπουδάσω μέ σωστό τρόπο.
Γερο-Παΐσιος : - Θεολογία εἶναι ἡ θεοπτία. Αὐτός, πού βλέπει τόν Θεό, αὐτός καί γράφει καί κηρύττει τόν Θεό, αὐτός δηλαδή πού αἰσθάνεται ἐμπειρικά τόν Θεό ἤ ἀκολουθεῖ τούς θεόπτες ἁγίους ἀνθρώπους, πατέρες παλαιούς καί νέους, αὐτός εἶναι σωστός ὀρθόδοξος θεολόγος.
Μοῦ εἶπε καί ἄλλα πολλά. Συνεζητήσαμε τρεῖς ὧρες. Δέν ἔχει σημασία γιά ὅλους ὅλα ὅσα εἴπαμε. Σημασία ἔχει ὅτι ἐγώ, δι' εὐχῶν τοῦ ἁγίου Γέροντος Παϊσίου, ἐπῆρα τήν ἀπόφαση νά μείνω γιά πάντα στό Ἅγιον Ὄρος, γιά νά σώσω τήν ψυχή μου, νά μελετήσω καί ζήσω τήν Ὀρθόδοξη Θεολογία καί ἐκθέσω μέ ταπείνωση καί ἀγάπη αὐτά, πού εἶδα, ἔμαθα καί ἔζησα στό Περιβόλι τῆς παναγίας.
Εἴπαμε στήν ἀρχή ὅτι ἡ μοναχική πολιτεία εἶναι μιά τέλεια χριστιανική κοινωνία, πού ἀποτελεῖται ἀπό τελείως «ἀποτυχημένους», ὅπως λέει ὁ κόσμος, μοναχούς. Δηλαδή ἡ κοινωνία τῆς ἐρήμου εἶναι ζωντανή, ἐνῶ ἡ ἔρημος τῶν πόλεων, τοῦ κόσμου, εἶναι νεκρή (ὡς ἐπί τό πλεῖστον. Ὑπάρχουν καί ἐξαιρέσεις, πού ὅμως ἐπιβεβαιώνουν τόν κανόνα). Ἡ τέλεια αὐτή χριστιανική κοινωνία, γιά νά ἐκπληρώνει τόν σκοπό της, δηλαδή τήν ἐπικοινωνία καί μέ τόν Θεό καί τόν συνάνθρωπο, πρέπει νά ἔχει τίς τρεῖς αὐτές προϋποθέσεις :
α) Πρέπει νά ἔχη «κοινό λόγο», δηλαδή νά ἔχουμε κοινή συνείδηση, λόγο, σκέψη, γραφή καί πράξη μέ τήν Θεολογία καί πνευματικότητα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἐλεύθερα καί ἀβίαστα, χωρίς καταπίεση, ἐξαναγκασμό καί πλύση ἐγκεφάλου.
β) Πρέπει νά ἔχη «τό ὀρθῶς διανοεῖσθαι», δηλαδή νά σκεφτώμαστε ἐν Χριστῷ ὀρθά, λογικά, ὅταν θέλουμε νά ὀργανώσουμε τόν προσωπικό καί πνευματικό μας βίο, ὅπως καί τήν κοινωνία μας. Ὁ ἄνθρωπος δέν εἶναι μόνο νοῦς, ἤ μόνο ψυχή, ἤ μόνο σῶμα, ἤ μόνο ἐπιστήμη, ἤ μόνο οἰκονομικές σχέσεις, ἤ μόνο οἰκολόγος. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι ζῶον θεούμενον, λέει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος :
«Τοῦτο δή βουληθείς ὁ τεχνίτης ἐπιδείξασθαι Λόγος, καί ζῶον ἕν ἐξ ἀμφοτέρων, ἀοράτου τε λέγω καί ὁρατῆς φύσεως, δημιουργεῖ τόν ἄνθρωπον˙ καί παρά μέν τῆς ὕλης λαβών τό σῶμα ἤδη προϋποστάσης, παρ' ἑαυτοῦ δέ πνοήν ἐνθείς, …οἷόν τινα κόσμον ἕτερον ἐν μικρῷ μέγαν ἐπί τῆς γῆς ἵστησιν, ἄγγελον ἄλλον, προσκυνητήν μικτόν, ἐπόπτην τῆς ὁρατῆς κτίσεως, μύστην τῆς νοουμένης, βασιλέα τῶν ἐπί γῆς, βασιλευόμενον ἄνωθεν… ζῶον ἐνταῦθα οἰκονομούμενον καί ἀλλαχοῦ μεθιστάμενον, καί πέρας τοῦ μυστηρίου, τῇ πρός Θεόν νεύσει θεούμενον»[4]. Μετάφραση : «Αὐτό σκεπτόμενος, θέλοντας βέβαια νά δείξει, νά φανερώση ὁ τεχνίτης Θεός Λόγος, δηλαδή θέλει νά δημιουργήση ἔτσι τόν ἄνθρωπο ὡς ζῶον ἕνα, τό ὁποῖον νά ἀποτελεῖται καί ἀπό τά δύο, δηλαδή καί ἀπό ἀόρατη καί ἀπό ὁρατή φύση. Καί παίρνοντας ἀπό τήν ἤδη προϋπάρχουσα ὕλη τό σῶμα καί ἐμφυσῶντας, βάζοντας μέσα στό σῶμα ἀπό τόν ἑαυτό Του ὁ Θεός Λόγος, πνοήν ζωῆς, καθιστᾶ, τοποθετεῖ κατά κάποιον τρόπον ἕνα ἄλλο κόσμο ἐν μικρῷ μέγα ἐπάνω στήν γῆ, ἄλλον ἄγγελον, μικτόν προσκυνητή, ἐπόπτη, βασιλέα διαχειριστή, ὄχι καταχραστή, τῆς ὁρατῆς φύσεως, μυσταγωγό, γνώστη τῶν μυστηρίων τῆς ἀόρατης φύσεως, ὅσον εἶναι δυνατόν στόν ἄνθρωπο, βασιλέα τῶν ἐπιγείων ἀγαθῶν καί δημιουργημάτων, πού ἐπιτροπεύεται, ἐλέγχεται ἀπό ἄνω, ἀπό τόν Θεό… ζῶο πού ἐδῶ στήν γῆ οἰκονομεῖται, δηλαδή παρηγορεῖται, τρέφεται, σωματικά καί ψυχικά, ἀγωνίζεται νά ἔχη θεῖον ἔρωτα καί γιά ἄλλο μέρος προορίζεται, μετατίθεται ὅταν ἔλθη ἡ ὥρα, δηλαδή στόν Παράδεισο (Ὁ Θεός ἔπλασε ὅλους τούς ἀνθρώπους, γιά νά πᾶνε στόν Παράδεισο. Ὅμως, ὁρισμένοι διαλέγουν νά πᾶνε στήν Κόλαση μόνοι τους, χωρίς νά τούς ἀναγκάζη πρός τοῦτο ὁ Θεός), καί στό τέλος τό ἀτέλεστον του μυστηρίου, μέ τήν θέληση τοῦ Θεοῦ μεταβαίνει πρός τόν Θεό συνέχεια ὡς ζῶον θεούμενον, δηλαδή ὡς Θεός κατά χάριν…».
Μέσα, λοιπόν, στά προαναφερθέντα πλαίσια πρέπει νά ἔχουμε «τό ὀρθῶς διανοεῖσθαι». Δέν πιστεύουμε ἐμεῖς οἱ ὀρθόδοξοι στό δόγμα τοῦ Εὐρωπαϊκοῦ Διαφωτισμοῦ (δηλαδή σκοταδισμοῦ) : «Σκέφτομαι, ἄρα ὑπάρχω» (λογικοκρατία), οὔτε στό δόγμα τοῦ Εὐρωπαϊκοῦ ὑπαρξισμοῦ : «Ὑπάρχω, ἄρα σκέφτομαι», οὔτε στήν «θεολογία τοῦ θανάτου τοῦ Θεοῦ». Ὅλα αὐτά μᾶς ἦλθαν ἀπό τήν ἀφελληνισμένη καί ἀντίχριστη Εὐρώπη καί κατατρώγουν ὕπουλα, ὑποδόρεια, ὡς ἄλλος Δούρειος Ἵππος, τά σπλάχνα τῆς καθ' ἡμᾶς Ὀρθοδόξου Ἀνατολῆς καί συγχρόνως ὅλης τῆς γῆς.
γ. «Τό ἀληθεύειν ἐστί τό ἀληθῶς κοινωνεῖν». Ἡ ἀλήθεια εἶναι ἡ μόνη ἀληθινή κοινωνία, μέθεξη ζωῆς, μετοχή στήν ἄκτιστη θεία ἐνέργεια τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ. «Γνώσεσθε τήν ἀλήθειαν καί ἡ ἀλήθεια ἐλευθερώσει ἡμᾶς»[5](Νά γνωρίσετε τήν ἀλήθεια καί ἡ ἀλήθεια θά σᾶς ἐλευθερώση)
«Ἐγώ εἰμί ἡ ὁδός καί ἡ ἀλήθεια καί ἡ ζωή· οὐδείς ἔρχεται πρός τόν Πατέρα εἰ μή δι' ἐμοῦ. Εἰ ἐγνώκειτέ μέ, καί τόν Πατέρα μου ἐγνώκειτε ἄν»[6](Ἐγώ εἶμαι ἡ ὁδός (ὁ δρόμος) καί ἡ ἀλήθεια καί ἡ ζωή. Κανείς δέν ἔρχεται στόν Πατέρα παρά δι' ἐμοῦ. Ἐάν μέ ἐγνωρίζατε, θά ἐγνωρίζατε καί τόν Πατέρα μου), λέγει ὁ θεάνθρωπος Χριστός.
Ἀπό τά παραπάνω ἀναφερθέντα συμπεραίνουμε ὅτι, ἄν ἀληθεύουμε θεωρητικά καί πρακτικά, θά γνωρίσουμε διά τοῦ Χριστοῦ τόν Τριαδικό Θεό, θά ἐλευθερωθοῦμε ἀπό τήν ἁμαρτία, τόν θάνατο, τά πάθη, τόν διάβολο, θά ἀπαλλαγοῦμε μιά γιά πάντα ἀπό τήν φιλοδοξία, φιλαργυρία, φιληδονία καί τήν ραθυμία, ἄγνοια, λήθη, ἀχαριστία, ἀγνωμοσύνη καί ἀσυνειδησία. Μετά θά κοινωνήσουμε, θά μεθέξουμε, θά πλησιάσουμε στό θεῖον ἄκτιστον φῶς, θά ἐλλαμφθοῦμε, θά ἁρπαγῆ ὁ νοῦς μας καί θά εἰσέλθη στόν θεῖον γνόφον τῆς ἀγνωσίας, ἡ ὁποία εἶναι ὑπερτέρα πάσης γνώσεως[7]. Αὐτή εἶναι ἡ ἀληθινή ἐν Χριστῷ, ἐν Πατρί καί ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι, δηλαδή ἐν Θεῷ κοινωνία.
Οἱ τρεῖς αὐτές προϋποθέσεις, γιά νά ἐπιτύχουμε τήν ἐν Θεῷ κοινωνία, δηλαδή ὁ κοινός λόγος, τό ὀρθῶς διανοεῖσθαι καί τό ἀληθεύειν ἐστί τό ἀληθῶς κοινωνεῖν, ἐχαρακτήριζαν πάντοτε τόν ἀγώνα τῶν ὀρθοδόξων χριστιανῶν, κληρικῶν, μοναχῶν καί λαϊκῶν γιά τήν θέωσή τους μέσα στήν κοινωνία θεώσεως, τήν εὐχαριστιακή κοινότητα, τήν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν ἐπί γῆς καί ἐν οὐρανῷ, δηλαδή τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Καί ἡ πρωτοχριστιανική Ἐκκλησία καί ἡ Ἐκκλησία τῶν διωγμῶν καί ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλληνορθοδόξου Ρωμηοσύνης ἐπί Βυζαντίου καί ἡ Ἐκκλησία τῆς Τουρκοκρατίας καί ἡ Ἐκκλησία τῶν Νεοτέρων Χρόνων ἕως σήμερα ἐδιατήρησε καί διατηρεῖ ἀκόμη αὐτές τίς τρεῖς προϋποθέσεις, γιά νά ἐπιτυγχάνεται ἡ ἐν Θεῷ κοινωνία ἀπό ὅλους τούς χριστιανούς, χάρις στήν θεία ἄκτιστη χάρη τοῦ ἐνανθρωπήσαντος Θεοῦ Λόγου, ὁ ὁποῖος ἔλαβε ἀνθρώπινη φύση ἀπό τήν Θεοτόκο Μαρία : «Ὁ Θεός ἔγινε ἄνθρωπος, γιά νά κάνει τόν ἄνθρωπο Θεό κατά χάριν»[8].
Ὑπῆρξαν, ὅμως, καί περίοδοι στήν ἐκκλησιαστική ἱστορία καί θεολογία, ἰδίως ἀπό τόν (14ο) δέκατο τέταρτο αἰῶνα καί μετά, πού ὁ δυτικός οὑμανιστικός σχολαστικισμός καί ἀριστοτελική φιλοσοφία ἐπηρέασαν δυσμενῶς τήν πορεία τῆς θεολογίας καί φιλοσοφίας στήν καθ' ἡμᾶς Ὀρθόδοξη Ἀνατολή, ἀπό τήν Ρωσία καί Πολωνία μέχρι τήν Αἴγυπτο καί ἀπό τήν Ἤπειρο μέχρι τήν Παλαιστίνη, ἀπό τήν Κωνσταντινούπολη μέχρι τήν Πελοπόννησο.
Εἶναι γνωστοί οἱ ἡσυχαστικοί θεολογικοί ἀγῶνες τοῦ ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ ἐναντίον τοῦ λατινόφρονος ἀριστοτελίζοντος αἱρετικοῦ Βαρλαάμ τοῦ Καλαβροῦ, οἱ ἐδικαιώθησαν ἀπό τήν Θ' Οἰκουμενική Σύνοδο τῶν ἐτῶν 1341, 1347 καί 1351 μ.Χ., πού συνεκλήθη τότε σέ τρεῖς φάσεις στήν Κωνσταντινούπολη. Ἀπό τότε ἡ Ὀρθόδοξη ἡσυχαστική, ἀσκητική, εὐχαριστιακή καί καρδιακή θεολογία καί φιλοσοφία συγκρούεται, ἀντιπαλεύει, διαλέγεται ἀντιθετικά μέ τήν λατινόφρονα σχολαστική, φιλοσοφική, ἀριστοτελίζουσα θεολογία, ἡ ὁποία διαποτίζει ἔκτοτε τίς αἱρέσεις τοῦ Παπισμοῦ καί τοῦ Προτεσταντισμοῦ. Τόσο ὁ Παπισμός, ὅσο καί ὁ Προτεσταντισμός ἔχουν κοινό πατέρα καί μητέρα : Τόν ὑπεράνθρωπο, λογικοκρατούμενο ἀνθρωπισμό, ὁ ὁποῖος βασίζεται σέ ἀρχαιοελληνικές φιλοσοφίες. Λέει ὁ ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς ὅτι : «σήκωσε ὅλες τίς φορεσιές τῶν αἱρέσεων καί ἀπό κάτω θά ἀνακαλύψεις τίς ἀρχαῖες ἑλληνικές φιλοσοφίες καί δόγματα».
Αὐτά, μέ δικά του λόγια καί συμπεράσματα διαπιστώνει καί στήν πορεία τῆς Ρωσσικῆς θεολογίας νά ἔχουν συμβεῖ, δυστυχῶς, ὁ μεγαλύτερος ὀρθόδοξος θεολόγος τοῦ (20οῦ) εἰκοστοῦ αἰῶνος πρωτοπρεσβύτερος πατήρ Γεώργιος Φλωρόφσκυ. Ὅπως λέει ὁ ἴδιος, ἡ Ρωσσική θεολογία ἐπέρασε ἀπό τόν 16ο αἰῶνα καί μετά στήν δυτική αἰχμαλωσία, πρῶτα τοῦ παπικοῦ θεολογικοῦ συστήματος καί μετά τῆς προτεσταντικῆς γερμανικῆς θεολογίας :
«Ἀπό τήν προηγηθεῖσα σύντομη καί πρόχειρη ἐπισκόπηση τῶν δυτικῶν ἐπιδράσεων στήν Ρωσσική θεολογία τό ἀκόλουθο ἀνησυχητικό καί ἀπελπιστικό συμπέρασμα φαίνεται ἀναπόφευκτο : δέν ἦταν καί δέν εἶναι ἡ ρωσσική θεολογία, κατά την ἀνάπτυξη της – ὅπως ἐδήλωσε εὐφυῶς ἕνας κριτικός – πάντοτε μιά «περιπλανώμενη θεολογία»; Δέν ἦταν ἰδιαίτερα εὐμετακίνητη, εὐμετάβολη, ἀσυνεπής καί ἀκατανόητη; Αὐτό εἶναι τό συμπέρασμα τῶν ξένων – ἰδιαίτερα τῶν παπικῶν – θεολόγων, πού συνήθως ἀπό τήν ἀνάγνωση ρωσσικῶν θεολογικῶν ἔργων παίρνουν τήν ἐντύπωση ὅτι αὐτή εἶναι κάτι τό ἀβέβαιο, κάτι πού δέν μπορεῖ νά καθορισθεῖ. Ἐντυπώσεις καί συμπεράσματα αὐτοῦ τοῦ εἴδους εἶναι στήν πραγματικότητα τά ἀποτελέσματα μιᾶς πολύ ἐπικίνδυνης παρεξηγήσεως, ἑνός εἴδους ὀφθαλμαπάτης. Κάτι πολύ τραγικό, ἐν τούτοις, βρίσκεται πίσω ἀπό μιά τέτοια ἑρμηνεία – ἕνα καταστρεπτικό σχίσμα, ἕνας διχασμός στήν ὀρθόδοξη συνείδηση, πού μποροῦμε νά τά βροῦμε στήν ἱστορία τῆς ρωσσικῆς θεολογίας σάν μιά κάποια δημιουργική σύγχυση, σάν ἔλλειψη ἀκριβοῦς γνώσεως γιά τόν δρόμο, πού πρέπει νά ἀκολουθηθεῖ. Τό πιό θλιβερό ἀπό ὅλα ἦταν ὅτι αὐτός ὁ ἰδιάζων διχασμός ἦταν μεταξύ εὐσεβείας καί θεολογίας, μεταξύ θεολογικῆς πολυμαθείας καί πνευματικότητος, μεταξύ θεολογικῶν σχολῶν καί ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς.
Αὐτή ἡ νέα θεολογική ἀκαδημαϊκή ἐπιστημοσύνη (scholarship) ἦρθε στήν Ρωσσία ἀπό τήν Δύση. Παρέμεινε μία ξένη προσθήκη στήν Ρωσσία γιά πολύ χρονικό διάστημα. Συνέχισε νά χρησιμοποιεῖ μία εἰδική γλῶσσα, ξένη στό λαό, μία γλῶσσα, πού δέν ἦταν οὔτε τῆς καθημερινῆς ζωῆς, οὔτε τῆς προσευχῆς. Παρέμεινε σάν ξένο σῶμα στήν δομή τῆς Ἐκκλησίας, ἀναπτυσσομένη σέ τεχνητές καί ἐξ ὁλοκλήρου ἀποξενωμένες μορφές. Ἦταν καί παρέμεινε «σχολική πολυμάθεια». Σάν τέτοια μεταμορφώθηκε σέ κείμενο γιά διδασκαλία καί πολύ συχνά ἔπαυσε νά ἀναζητεῖ τήν ἀλήθεια καί τήν ὁμολογία τῆς πίστεως. Ἡ θεολογική σκέψη σιγά-σιγά παρεξέκλινε καί ἀπομακρύνθηκε, δέν ἄκουε τόν ρυθμό τῆς καρδιᾶς τῆς Ἐκκλησίας καί γι' αὐτό ἔχασε τήν «ὁδό», πού ὁδηγοῦσε σέ αὐτή τήν καρδιά. Δέν ἔνοιωθε τήν ἀνάγκη νά ἀφυπνισθεῖ καί νά πλησιάσει τούς εὐρύτερους κύκλους τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινότητος καί τοῦ λαοῦ. Ἔβλεπε τόν λαό καί τήν ἐκκλησιαστική κοινότητα μᾶλλον μέ δυσπιστία, ζηλοτυπία καί ἐχθρότητα. Ὑπῆρχαν, βέβαια, λόγοι γι' αὐτό. Καί αὐτοί βρίσκονταν στήν προκατάληψη, πού ἔδειχνε ὁ λαός ἐναντίον μιᾶς ἀκαδημαϊκῆς γνώσεως, πού ἦλθε ἀπ' ἔξω καί ἦταν αὐτάρκης, πού δέν εἶχε κἄν ριζώσει στήν πραγματικότητα τῆς θρησκευτικῆς ἐμπειρίας ἤ στήν ζωή, στήν προκατάληψη ἐναντίον μιᾶς θεολογίας, πού ἔπαυσε νά ἐκφράζει τήν πίστη τῆς Ἐκκλησίας καί νά ἀποτελεῖ μαρτυρία της. Μ' αὐτήν τήν ἔννοια ἡ θεολογία ἐκείνη μπορεῖ σωστά νά χαρακτηρισθεῖ ὡς «περιπλανώμενη θεολογία». Ἐδῶ βρίσκεται ὅλο τό πρόβλημα τῆς ρωσσικῆς θρησκευτικῆς ὑπάρξεως : στά βάθη καί στήν ἐσωτερικότητα τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἐμπειρίας ἡ πίστη διατηρεῖται καί διαφυλάσσεται ἀδιάφθορη. Στήν σιωπηλή προσέγγιση πρός τόν Θεό, στήν μορφή τῆς προσευχῆς, στόν μοναχισμό της ἡ ρωσσική ψυχή διατηροῦσε τό παλιό, αὐστηρό, πατερικό ἦθος· ἐζοῦσε σέ μία τελείως ἀδιατάραχτη καί ἀδιάσπαστη πληρότητα τοῦ sobornost (καθολικότητος) καί τῆς παραδόσεως.
Σ' αὐτήν τήν πνευματικότητα καί σ' αὐτό τό βάθος τῆς προσευχῆς, ἡ ἀρχαία πίστη παρέμεινε ἀκόμα «ἡ ἀποστολική, πατερική πίστη» - ἡ πίστη τῆς ἀρχαίας, ἀνατολικῆς καί βυζαντινῆς Ὀρθοδοξίας. Ἀλλ’ ἡ σκέψη εἶχε ἀποχωρισθεῖ, εἶχε ἀπομακρυνθεῖ ἀπό αὐτά τά πνευματικά βάθη καί μόνο πολύ ἀργά κατάλαβε τήν ἀνίερη πλάνη της. Οἱ περιπλανήσεις τῆς σκέψεως, ὅμως, δέν μποροῦσαν νά καταστρέψουν καί δέν κατέστρεψαν τήν αὐθεντικότητα τῆς πίστεως : Ἡ Ὀρθοδοξία παρέμεινε, παρά ταῦτα, ἀμετάβλητη. Ἕνας σοβαρός κίνδυνος ὑπάρχει, ἐν τούτοις, σ' ἐκείνη τήν θεολογική ψευδομόρφωση, ὅταν ἡ φυσική γλῶσσα χάνεται καί ἡ θεολογία γίνεται ξένη καί ἀλλόκοτη. Πιό ἐπικίνδυνο ἦταν τό γεγονός ὅτι ἡ θεολογική προβληματική ἔχασε τήν ἐπαφή μέ τήν ζωή καί ὅτι ἡ ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ ἔγινε μία σχολική ἄσκηση, πού περιορίστηκε στούς εἰδικούς καί στούς λόγῳ ἐπαγγέλματος ἀσχολουμένους μέ αὐτά τά θέματα»[9].
Πῶς, ὅμως, σήμερα σέ ὅλο τόν Ὀρθόδοξο χῶρο, ἰδίως στόν θεολογικό πνευματικό κόσμο, στούς θεολόγους καί πιστούς χριστιανούς, θά γίνει μία εἰρηνική ἐπανάσταση, γιά νά ἀπελευθερωθεῖ ἡ θεολογία ἀπό τήν δυτική αἰχμαλωσία καί νά ἐπανεύρει τήν γνήσια, αὐθεντική, πηγαία ἰδιοπροσωπία καί αὐτοσυνειδησία της; Διότι, ἄν δέν γίνει αὐτό, τότε θά χάσουμε τήν ψυχή μας, θά βυθισθοῦμε στόν μεσαιωνικό σκοταδισμό καί ὁπισθοδρομική ἀρτηριοσκλήρωση τοῦ Δυτικοῦ θεολογικοῦ ἀνθρωπισμοῦ. Οὔτε θά βοηθήσουμε καί τούς Εὐρωπαίους, Ἀμερικανούς, Ἀφρικανούς, Αὐστραλούς καί Ἀσιάτες καλοπροαιρέτους ἀνθρώπους νά βροῦν τήν ἀλήθεια, ὁδό, ζωή καί τοῦ φῶς τοῦ κόσμου, πού εἶναι ὁ Χριστός τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Νά τί λέει ὁ πατήρ Γεώργιος Φλωρόφσκυ ἐπί τοῦ θέματος αὐτοῦ :
«Οἱ δυτικές ἐπιδράσεις στήν ρωσσική θεολογία πρέπει νά ὑπερνικηθοῦν. Αὐτό ἀναφέρεται, πρῶτα ἀπ' ὅλα, στό μή ὀργανικό «δυτικό ἦθος (style)». Αὐτή ἡ διαδικασία πράγματι ἄρχισε πρίν ἀπό πολύ στίς ρωσσικές σχολές – ἀκριβῶς τήν ἐποχή τοῦ Φιλαρέτου καί σέ συνδυασμό μέ τήν ἀναγέννηση τοῦ ἀσκητισμοῦ στά ρωσσικά μοναστήρια. Ἀρκεῖ νά θυμηθοῦμε τήν σχολή τοῦ στάρετς Παϊσίου Βελιτσκόφσκυ (Velichkovskii) καί ἰδιαίτερα τό ἐρημητήριο τοῦ Ὄπτινο (Optino). Ἡ ὀρθόδοξη θεολογία μπορεῖ τελικά νά ἐπανακτήσει τήν ἀνεξαρτησία ἀπό τίς δυτικές ἐπιδράσεις μόνο μέσῳ μιᾶς πνευματικῆς ἐπιστροφῆς στίς πατερικές πηγές καί στά πατερικά θεμέλια. Ἐπιστροφή στούς πατέρες δέν σημαίνει φυγή ἀπό τό παρόν ἤ ἀπό τήν ἱστορία· δέν εἶναι φυγή ἀπό τήν σύγχρονη ἐποχή ἤ ἀπό τό πεδίο τῆς μάχης. Σημαίνει πολύ περισσότερα – δέν εἶναι μόνο διαφύλαξη καί προστασία τῆς πατερικῆς ἐμπειρίας, ἀλλ’ ἀκόμα εἶναι ἡ ἴδια ἡ ἀνακάλυψη αὐτῆς τῆς ἐμπειρίας καί ἡ ἐπαναφορά αὐτῆς τῆς ἐμπειρίας στήν ζωή. Ἀφ' ἑτέρου, ἡ ἀνεξαρτησία ἀπό τήν Δύση δέν πρέπει νά ἐκφυλίζεται σέ μιά ἀποξένωση, πού γίνεται ἁπλῶς ἀντίθεση πρός τήν Δύση. Γιατί, μία πλήρης διάσταση μέ τήν Δύση δέν δίνει αὐθεντική καί ἀληθινή ἀπελευθέρωση. Πρός τό παρόν, ἡ Ὀρθοδοξία δέν μπορεῖ καί δέν πρέπει παραγνωρίζει ἤ νά ἀποσιωπᾶ τό θέμα. Αὐτό, ὅμως, σημαίνει ὅτι ἡ Ὀρθοδοξία πρέπει νά ἔρχεται σέ ἐπαφή μέ τήν Δύση δημιουργικά καί πνευματικά. Ἡ ἐξάρτηση καί μίμηση, πού συνέβαιναν στό παρελθόν, δέν μποροῦν νά θεωρηθοῦν συνάντηση. Μόνο μέσα σέ ἐλευθερία καί ἀμοιβαιότητα ἀγάπης εἶναι δυνατή μία ἀληθινή συνάντηση. Δέν ἀρκεῖ νά ἐπαναλαμβάνει κανείς ἁπλῶς δυτικές ἀπαντήσεις, νά ἐπιστρατεύει μιά δυτική ἀπάντηση ἐναντίον μιᾶς ἄλλης. Ἀλλά, πρέπει μᾶλλον μέ ἀκρίβεια νά ἀναγνωρίζουμε, νά βιώνουμε αὐτά τά δυτικά προβλήματα καί νά διεισδύουμε σ' αὐτά, πρέπει νά ἐξοικειωνόμαστε μέ ὅλη τήν δραματική προβληματική τῆς δυτικῆς θρησκευτικῆς σκέψεως.
Ὁ δρόμος, πού πρέπει νά ἀκολουθήσει ἡ ὀρθόδοξη θεολογία, γιά νά ὑπερνικήσει τό δυτικό «σκάνδαλο», δέν βρίσκεται στήν ἀπόρριψη ἤ ἀκόμα στήν ἀνατροπή τῶν δυτικῶν θέσεων. Ὁ δρόμος, μᾶλλον, βρίσκεται στήν ὑπερνίκηση καί ὑπέρβασή τους μέ μιά νέα δημιουργική δραστηριότητα. Μόνο μιά δημιουργική ἐπιστροφή στά μοναδικά καί ἀρχαῖα βάθη θά χρησιμεύσει στήν ὀρθόδοξη σκέψη σάν τό αὐθεντικό «ἀντίδοτο» κατά τῶν φανερῶν καί κρυφῶν – ἤ ἀκόμα ἀγνώστων ὡς τώρα – πλευρῶν τῆς «δυτικῆς δηλητηριάσεως». Ἡ ὀρθόδοξη θεολογία καλεῖται νά ἀπαντήσει στά δυτικά ἐρωτήματα ἀπό τά βάθη τῆς ἀδιάσπαστης ὀρθόδοξης ἐμπειρίας καί νά ἀντιμετωπίσει τίς κινήσεις τῆς δυτικῆς σκέψεως μέ τήν ἀμετάβλητη ἀλήθεια τῆς πατερικῆς Ὀρθοδοξίας»[10].
Ἡ πνευματική ἐπιστροφή στίς πατερικές πηγές δέν μπορεῖ νά ἀγνοήσει σήμερα τούς Ἕλληνες Ὀρθοδόξους ἁγίους Πατέρες τῆς θεολογίας τῆς Ἐκκλησίας μας. Τόσο οἱ Δυτικοί, ὅσο καί οἱ Ἀνατολικοί σύγχρονοι ἄνθρωποι καί ἡ θεολογία τους ἔχουν ἀπόλυτη ἀνάγκη, ἰδίως σήμερα, ἀπό τούς ἁγίους Πατέρες καί μάλιστα τούς Ἕλληνες Πατέρες, λέει ὁ πατήρ Γεώργιος Φλωρόφσκυ :
«Δέν θά ἦταν σωστό νά ποῦμε ὅτι ἡ ρωσσική θεολογία, στήν δημιουργική της ἀνάπτυξη, εἶχε καταλάβει καί ἀφομοιώσει πλήρως ἤ ἀρκετά σέ βάθος τούς Πατέρες καί τό Βυζάντιο. Αὐτό πρέπει ἀκόμα νά τό κάνει. Πρέπει νά περάσει μέσα ἀπό τό αὐστηρό σχολεῖο τοῦ Χριστιανικοῦ Ἑλληνισμοῦ. Ὁ Ἑλληνισμός, οὕτως εἰπεῖν, προσέλαβε αἰώνιο χαρακτήρα στήν Ἐκκλησία· ἔχει ἐνσωματωθεῖ σ' αὐτήν τήν δομή τῆς Ἐκκλησίας ὡς ἡ αἰώνια κατηγορία (ἀξία) τῆς Χριστιανικῆς ὑπάρξεως. Φυσικά ἐδῶ δέν ἐννοεῖται ὁ Ἐθνικός Ἑλληνισμός τῆς συγχρόνου Ἑλλάδος ἤ τῆς Ἀνατολῆς, οὔτε ὁ ἑλληνικός φυλετισμός, πού εἶναι ἀπηρχαιωμένος καί χωρίς δικαίωση. Ἀσχολούμεθα μέ τήν χριστιανική ἀρχαιότητα, μέ τόν Ἑλληνισμό τοῦ δόγματος, τῆς λειτουργίας, τῆς Εἰκόνος. Στήν λειτουργία, τό ἑλληνικό style τῆς «εὐσεβείας τῶν μυστηρίων» μπῆκε μέσα στόν ρυθμό τῆς λειτουργικῆς μυσταγωγίας, χωρίς νά ὑποστεῖ κάποιο εἶδος μυστικοῦ «ἐπανεξελληνισμοῦ». Θά μποροῦσε κανείς, πού εἶναι μέσα στήν Ἐκκλησία, νά εἶναι τόσο ἀνόητος, ὥστε αὐθαίρετα νά «ἀφελληνίσει» τίς λειτουργίες καί νά τίς μεταφέρει σ' ἕνα πιό «μοντέρνο» style; Ἐπιπλέον, ὁ Ἑλληνισμός εἶναι κάτι περισσότερο ἀπό ἕνα προσωρινό σταθμό στήν Ἐκκλησία. Ὅταν ὁ θεολόγος ἀρχίσει νά σκέφτεται ὅτι οἱ «ἑλληνικές κατηγορίες (ἀξίες)» εἶναι ἀπηρχαιωμένες, αὐτό ἁπλῶς σημαίνει ὅτι αὐτός ἔχει βγεῖ ἔξω ἀπό τόν ρυθμό τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ θεολογία δέν μπορεῖ ἴσως νά εἶναι καθολική παρά μόνο μέσα στόν Ἑλληνισμό. Βέβαια, ὁ Ἑλληνισμός ἔχει διπλή σημασία. Ἕνα ἀντιχριστιανικό στοιχεῖο κυριαρχοῦσε στό ἀρχαῖο πνεῦμα. Μέχρι τώρα ὑπῆρξαν πολλοί, πού κατέφυγαν στόν Ἑλληνισμό, μέ ὁλοφάνερο σκοπό νά σηκωθοῦν καί νά πολεμήσουν τόν Χριστιανισμό (ἁπλῶς θυμηθεῖτε τόν Νίτσε!). Ἀλλά, ὁ Ἑλληνισμός ὁλοκληρώθηκε μέσα στήν Ἐκκλησία· τέτοια εἶναι ἡ ἱστορική σημασία τῆς πατερικῆς θεολογίας. Αὐτή ἡ «ὁλοκλήρωση τοῦ Ἑλληνισμοῦ» συνεπήγετο μιά ἀνελέητη διάσπαση, τό κριτήριο, τῆς ὁποίας ὑπῆρξε τό κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου, ἡ ἱστορική φανέρωση τοῦ σαρκωθέντος Λόγου. Ὁ Χριστιανικός Ἑλληνισμός, μεταμορφωμένος καθώς ἦταν, εἶναι τελείως ἱστορικός. Ἡ πατερική θεολογία εἶναι πάντα «θεολογία γεγονότων», μᾶς φέρνει ἀντιμέτωπους μέ γεγονότα, τά γεγονότα τῆς ἱερᾶς ἱστορίας. Ὅλα τά σφάλματα καί οἱ πειρασμοί ἑνός ἐξελληνισμοῦ, πού ἐπιδιώχθηκε ἀπερίσκεπτα – συνέβησαν ἐπανειλημμένα στόν ροῦ τῆς ἱστορίας – δέν μποροῦν ἴσως νά μειώσουν τήν σπουδαιότητα αὐτοῦ τοῦ θεμελιώδους γεγονότος : τό «Εὐαγγέλιο» καί ἡ χριστιανική θεολογία, ἅπαξ διά παντός, διατυπώθηκαν ἐξ ἀρχῆς μέ ἑλληνικές κατηγορίες. Πατερικότητα καί καθολικότητα, ἱστορικότητακαί Ἑλληνισμός εἶναι διάφορες ἀπόψεις ἑνός μοναδικοῦ καί ἀδιαιρέτου δεδομένου»[11].
Τούς προηγουμένους αἰῶνες στήν Ρωσσία, ἀντί νά στηριχθοῦν στούς Ἕλληνες Ὀρθοδόξους Πατέρες, γιά νά διασώσουν καί αὐξήσουν τόν πολιτισμό, τήν ἱστορία, ἀκόμη καί τήν γλῶσσα τῆς Ὀρθοδόξου Ρωσσίας, προτίμησαν νά υἱοθετήσουν τό παπικό θεολογικό σύστημα καί γλῶσσα, τόν γερμανικό ἰδεαλισμό καί τόν δεισιδαιμονικό σλαβικό λαϊκισμό, ὁ ὁποῖος λαϊκισμός ἐπίστευε ὅτι «ὅ,τι ἦταν Ἑλληνικό τό ὑποψιάζονταν ὡς νοησιαρχικό καί συνεπῶς τό ἐχαρακτήριζαν ὡς περιττό καί ξένο πρός τίς ἀνάγκες τῆς ρωσσικῆς καρδιᾶς». Λέει ὁ πατήρ Γεώργιος Φλωρόφσκυ σχετικά :
«Ἡ ἀπομάκρυνση ἀπό τόν Χριστιανικό Ἑλληνισμό δέν εἶναι καθόλου πρόοδος, ἀλλά ὀπισθοδρόμηση, ἐπιστροφή πρός τά ἀδιέξοδα καί τίς ἀμηχανίες τοῦ ἄλλου Ἑλληνισμοῦ, ἐκείνου πού δέν εἶχε μεταμορφωθεῖ καί ἀπό τόν ὁποῖον δέν ὑπῆρχε καμμία διέξοδος, παρά μόνον μέσῳ τῆς πατερικῆς ὁλοκληρώσεως. Ὁ ἴδιος ὁ γερμανικός ἰδεαλισμός δέν ἦταν τίποτα ἄλλο παρά μιά ὀπισθοδρόμηση πρός τόν προχριστιανικόν ἰδεαλισμό. Ὅποιος εἶναι ἀπρόθυμος νά μείνει κοντά στούς Πατέρες, ὅποιος φοβᾶται νά ἀφεθεῖ νά σύρεται πίσω ἀπό τόν «πατερικό σχολαστικισμό», ὅποιος ἀγωνίζεται γιά πρόοδο καί προσπαθεῖ νά προχωρήσει πάνω στό κοσμικό ἐπίπεδο χωρίς ἀποτέλεσμα, ρίχνεται μοιραῖα πρός τά πίσω ἀπό τήν ἴδια τήν λογική τῶν πραγμάτων καί βρίσκει τόν ἑαυτό του ἀνάμεσα στήν συντροφιά τοῦ Πλάτωνος καί τοῦ Ἀριστοτέλους, τοῦ Πλωτίνου καί τοῦ Φίλωνος, δηλαδή πρό Χριστοῦ. Τό ταξίδι του εἶναι μία μάταιη, ξεπερασμένη διαδρομή ἀπό τά Ἱεροσόλυμα πρός τήν Ἀθήνα.
Ἄλλες ἀντιρρήσεις κατά τῆς «ἀπολογίας ὑπέρ τοῦ Ἑλληνισμοῦ» ἔρχονται ἀπό τήν ἀντίθετη πλευρά, ὄχι ἀπό τήν δυτική φιλοσοφία, ἀλλά ἀπό τό πνεῦμα τοῦ ἴδιου τοῦ ρωσσικοῦ λαοῦ. Δέν θά ἦταν σωστό νά μεταγράψουμε τήν Ὀρθοδοξία στό σλαβικό κλειδί, σύμφωνα μέ τόν ρυθμό αὐτῆς τῆς «σλαβικῆς ψυχῆς», πού πρόσφατα κερδήθηκε γιά τόν Χριστό; Μερικοί σλαβόφιλοι (π.χ. Orest - Miller) καί μετά ἀπό αὐτούς μερικοί λαϊκιστές σκέφτηκαν τέτοιες προσπάθειες. Ὅ,τι ἦταν ἑλληνικό τό ὑποψιάζονταν ὡς νοησιαρχικό καί συνεπῶς τό ἐχαρακτήριζαν ὡς περιττό καί ξένο πρός τίς ἀνάγκες τῆς ρωσσικῆς καρδιᾶς. «Ὁ λαός μας ἀφομοίωσε τόν Χριστιανισμό, ἀρχίζοντας, ὄχι τυχαία, ἀπό τόν πρόλογο, καί ὄχι ἀπό τό Εὐαγγέλιο· κατηχήθηκε, ὄχι μέ κήρυγμα, ἀλλά μέ τήν λειτουργία, ὄχι μέ τήν θεολογία, ἀλλά μέ τήν λατρεία, τήν προσκύνηση καί τόν σεβασμό τῶν ἱερῶν ἀντικειμένων». Ὁ Tareiev τελευταῖα ἀμφισβήτησε τήν ἑλληνική «παράδοση» ἤ ἐπίδραση πιό φανερά ἀπό κάθε ἄλλον. Πολύ λογικά ἐπεκτείνει στήν πατερική παράδοση τήν ἀπόρριψη, πού κάνει γιά ὅλα τά εἴδη του Ἑλληνισμοῦ. «Ἡ πατερική διδασκαλία εἶναι ἀπό τήν ἀρχή ὡς τό τέλος ἕνα γνωστικισμός», ἐπίστευε. Εἶναι σωστό ἑπομένως ὅτι ἡ θεολογία πρέπει νά ἀκολουθεῖ τόν δικό της δρόμο, γιά νά ἀποφύγει τόν «βυζαντινό γνωστικισμό». Εἶναι ἀνάγκη νά δημιουργήσει μιά «φιλοσοφία τῆς καρδιᾶς» …«Ἡ ρωσσική θεολογία δέν ὑπέφερε ἀπό ἑλληνική καταπίεση. Ὑπέφερε, ἀντίθετα, ἀπό τήν ἀφροσύνη καί τήν ἐλαφρότητα, πού ἔδειξε, διακόπτοντας τήν συνέχιση τῶν ἑλληνικῶν καί βυζαντινῶν παραδόσεων. Τό γεγονός ὅτι ἀπέκλεισε τόν ἑαυτό της ἀπό αὐτήν τήν συνέχιση ἐπέδρασε γιά πολύ χρόνο κατά μαγικό τρόπο πάνω στήν ρωσσική ψυχή καί τήν κατέστησε στείρα, γιατί ἡ δημιουργία εἶναι ἀδύνατη χωρίς ζωντανές παραδόσεις. Ἡ ἀποκήρυξη τῆς ἑλληνικῆς πατερικῆς κληρονομιᾶς ἰσοδυναμεῖ πραγματικά μέ ἐκκλησιαστική αὐτοκτονία»[12].
Μετά ἀπό μιά τέτοια αὐτογνωσία, αὐτοκριτική θαρραλέα καί τολμηρά πρέπει νά διαλεχθοῦμε μέ τήν πατερική θεολογία καί συγχρόνως νά δώσουμε βάσει αὐτῆς «ἀπάντηση στά ἐρωτήματα τῶν ἑτεροδόξων ἀπό τό ἔσχατο βάθος τῆς συνεχοῦς καθολικῆς ἐμπειρίας της καί νά προσφέρει στή δυτική ἐτεροδοξία, ὄχι μιά ἀνασκευή, ἀλλά μία μαρτυρία καί τήν ἀλήθεια τῆς Ὀρθοδοξίας. Αὐτή ἐπιτυγχάνεται μόνο μέσα στήν ἐλευθερία καί στήν ἰσότητα τῆς ἀγάπης». Λέει ὁ πατήρ Γεώργιος Φλωρόφσκυ :
«Ἡ Θεολογία μας, μιμούμενη ξένα πρότυπα, ἐπέρασε ἀπό τά κύρια στάδια τῆς θρησκευτικῆς σκέψεως τῆς σύγχρονης Εὐρώπης»…
…«Ἡ ἐξάρτηση καί ἡ μίμηση, ὅμως, δέν ἐσήμαινε ἀκόμα ἐσωτερική συνάντηση. Αὐτή ἐπιτυγχάνεται μόνο μέσα στήν ἐλευθερία καί στήν ἰσότητα τῆς ἀγάπης. Δέν εἶναι ἀρκετό νά ἐπαναλαμβάνουμε τίς ἕτοιμες ἀπαντήσεις τῆς Δύσεως· πρέπει μᾶλλον νά τίς ἀναλύουμε καί νά τίς βιώνουμε προσωπικά, νά διεισδύουμε καί νά κάνουμε κτῆμα μας ὅλη τήν προβληματική καί τό δρᾶμα τῆς δυτικῆς θρησκευτικῆς σκέψεως, νά ἀκολουθοῦμε καί νά ἑρμηνεύουμε τόν πολύ δύσκολο καί γεμάτο στροφές δρόμο, πού ἀρχίζει ἀπό τό σχίσμα. Κανείς δέν μπορεῖ ἴσως νά καταλάβει πῶς δημιουργήθηκε μιά ζωή, παρά μόνο μέσα ἀπό τό μονοπάτι τῆς προβληματικῆς της, καί πρέπει κανείς νά τήν αἰσθάνεται καί νά τήν καταλαμβαίνει ἀκριβῶς στήν προβληματική της ἄποψη σάν μιά ζήτηση καί σάν μιά ἀσίγαστη ὁρμή πρός ἔρευνα. Ἡ Ὀρθόδοξη Θεολογία δέν θά μπορέσει νά ἐπιτύχει νά στερεώσει τήν ἀνεξαρτησία της ἀπό τίς δυτικές ἐπιδράσεις, παρά μόνον ἄν ἐπιστρέψει στίς πατερικές πηγές καί στά πατερικά θεμέλια. Αὐτό δέν σημαίνει πώς πρέπει νά παραβλέψουμε τήν ἐποχή μας, νά ἀποσυρθοῦμε ἀπό τήν ἱστορία, νά λιποτακτήσουμε ἀπό τό πεδίο τῆς μάχης, Πρέπει, ὄχι μόνο νά κρατήσουμε τήν ἐμπειρία τῶν πατέρων, ἀλλά ἀκόμα νά τήν ἀναπτύσσουμε, καθώς θά τήν ἀνακαλύπτουμε, καί νά τήν χρησιμοποιοῦμε, γιά νά δημιουργήσουμε ἕνα σύγχρονο ἔργο. Ἐπίσης, ἡ ἀνεξαρτησία ἀπό τήν ἑτερόδοξη Δύση δέν πρέπει νά ἐκφυλισθεῖ σέ ἀποξένωση. Ἡ ἀπομάκρυνση ἀπό τήν Δύση δέν συνεπάγεται καμμιά ἀληθινή ἀπελευθέρωση. Ἡ ὀρθόδοξη σκέψη πρέπει νά καταλαβαίνει τίς δυσκολίες καί τούς πειρασμούς τῆς Δύσης καί νά εἶναι ἐπιεικής μαζί τους· δέν πρέπει νά νομίσει πώς ἔχει τό δικαίωμα νά τά προσπεράσει ἤ μέ αὐθάδεια νά τά ἀγνοήσει. Πρέπει, μέ δημιουργική σκέψη, νά ἐπαναλάβουμε καί νά ἀφομοιώσουμε ὅλην αὐτή τήν ἐμπειρία τῆς Δύσεως, τίς ἀγωνίες της καί τίς ἀμφιβολίες της· πρέπει νά πάρουμε ἐπάνω μας, ὅπως συνήθιζε νά λέει ὁ Ντοστογιέφσκυ, «τήν ἀγωνία τῆς Εὐρώπης», πού συσσωρεύθηκε μέσα ἀπό αἰώνων ἱστορία. Μόνο μέσῳ μιᾶς τέτοιας συμπάθειας, μιᾶς τέτοιας ἔμπρακτης συμπόνοιας, ὁ διηρημένος Χριστιανικός κόσμος μπορεῖ ἴσως νά βρεῖ τόν δρόμο πρός τήν ἕνωση, νά καταδεχθεῖ τούς ἀποχωρισμένους ἀδελφούς καί νά γίνει μάρτυρας τῆς ἐπιστροφῆς τους στήν ἑνότητα. Δέν πρέπει ἁπλῶς νά ἀποδοκιμάζουμε καί νά ἀπορρίπτουμε τίς γνῶμες καί τά λάθη τῆς Δύσεως, ἀλλά μᾶλλον νά τά ὑπερνικήσουμε μέ μιά καινούργια δημιουργική δραστηριότητα. Αὐτό θά ἀποτελέσει γιά τήν ὀρθόδοξη σκέψη τό πρακτικῶς καλύτερο ἀντίδοτο κατά τῶν κρυφῶν καί ἀγνώστων δηλητηρίων, πού ἐπιδροῦν ἐπάνω της. Ἡ Ὀρθοδοξία καλεῖται νά δώσει ἀπάντηση στά ἐρωτήματα τῶν ἑτεροδόξων ἀπό τό ἔσχατο βάθος τῆς συνεχοῦς καθολικῆς ἐμπειρίας της καί νά προσφέρει στήν δυτική ἑτεροδοξία, ὄχι μιά ἀνασκευή ἀλλά μιά μαρτυρία καί τήν ἀλήθεια τῆς Ὀρθοδοξίας»…
…«Ἡ παλιά «πολεμική» θεολογία εἶχε πρό πολλοῦ χάσει ὅλη τήν ἐσωτερική σχέση μέ τήν πραγματικότητα. Δέν ἦταν τίποτα περισσότερο ἀπό μιά σχολική διδασκαλία, πού στηριζόταν σέ παρόμοια δυτικά «ἐγχειρίδια». Ἡ νέα θεολογία, γιά νά ἀνασκευάσει λάθη, πρέπει νά ἐνημερωθεῖ ἀπό μίιά ἐμπεριστατωμένη ἱστορική ἑρμηνεία (historiosophic exegesis) γιά τήν θρησκευτική τραγωδία τῆς Δύσεως. Ὁπωσδήποτε, μίιά τέτοια ἑρμηνεία πρέπει νά δοκιμασθεῖ· πρέπει νά τήν κάνουμε δική μας καί νά δείξουμε ὅτι μπορεῖ νά ὑποστεῖ κάθαρση στήν πληρότητα τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἐμπειρίας καί τῆς πατερικῆς παραδόσεως»[13].
Καί καταλήγει ὁ πατήρ Γεώργιος Φλωρόφσκυ στό συμπέρασμα, πού εἶναι καί χρέος μαζί ὅλων μας, ὅτι «ἡ θεολογία γίνεται καί πάλιν κάτι τό κοινό, μιά παγκόσμια καθολική ἀποστολή». Αὐτή ἡ γνώμη μοῦ θυμίζει τήν προφητεία τοῦ μακαριστοῦ Ἁγίου Γέροντος Παϊσίου Καππαδόκη Ἁγιορείτη, πού λέει : «Κάποτε ἡ Βυζαντινή Αὐτοκρατορία ἐδημιούργησε τό Ἅγιον Ὄρος ὡς μοναστικό κέντρο τῆς Ὀρθοδοξίας. Τώρα ἦλθε ὁ καιρός, ἡ ὥρα, τό Ἅγιον Ὄρος νά δημιουργήσει ξανά τό Βυζάντιο μέ βάση κυρίως τήν ὀρθόδοξη πατερική θεολογία». Εἶναι γνωστόν ὅτι οἱ Ἑλληνορθόδοξοι Ρωμηοί τοῦ Βυζαντίου ἐθεολογοῦσαν, ὄχι μόνο διανοητικά, ὄχι μόνο πρακτικά, ὄχι μόνο στά μοναστήρια, ἀλλά μέ ὅλο τους τό φρόνημα, τήν ζωή, τήν ἐπιστήμη, τήν ἱστορία, τόν πολιτισμό, τήν τέχνη, τήν πολιτική, τήν φιλοσοφία, τήν παιδεία, τήν γλῶσσα, ἀκόμη καί μέ τήν οἰκονομία, διατηρώντας μιά ἰσορροπία ὕλης καί πνεύματος, μέ τήν εὐχαριστιακή χρήση τοῦ κόσμου, ἰδίως μέσα στήν λατρευτική κοινότητα, ὅπου ὁ κόσμος ἐγινότανε Ἐκκλησία, λαός τοῦ Θεοῦ, ἔθνος ἅγιον, βασίλειον ἱεράτευμα, προφήτης καί βασιλεύς καί ἱερεύς. Νά τί λέει ἐπ' αὐτοῦ ὁ πατήρ Γεώργιος Φλωρόφσκυ :
«Τώρα εἶναι ὁ καιρός, πού ἡ θεολογία παύει νά εἶναι μία «ἰδιωτική ὑπόθεση», στήν ὁποία καθένας μπορεῖ ἐλεύθερα νά προσέξει ἤ νά μή δείξει κανένα σεβασμό, ἀνάλογα μέ τίς κλίσεις, τίς τάσεις ἤ τίς διαθέσεις του. Σ' αὐτόν τόν καιρό τοῦ πειρασμοῦ καί τῆς κρίσεως, ἡ θεολογία γίνεται καί πάλιν κάτι τό κοινό (a public thing), μιά παγκόσμια καθολική ἀποστολή. Πρέπει ὅλοι νά πάρουν τά πνευματικά ὅπλα. Τώρα πλέον εἶναι ὁ καιρός, πού ἡ θεολογική σιωπή, ἡ ἀμφιβολία, ἡ μή δοθεῖσα μαρτυρία, ἰσοδυναμοῦν μέ προδοσία καί φυγή πρό τοῦ ἐχθροῦ. Ἡ σιωπή μπορεῖ νά προκαλέσει σύγχυση, ὅπως καί μιά ἀλόγιστη σοφιστική ἀπάντηση. Ἐπιπλέον, σέ αὐτόν, πού μένει σιωπηλός, ἡ σιωπή του μπορεῖ νά εἶναι δηλητήριο καί νά σημαίνει τήν πτώση του καί αὐτός γίνεται συνένοχος, σάν νά ἦταν ἡ πίστη «κάτι τό ἐπουσιῶδες, καί ὄχι τόσο σίγουρο»[14].
Ἕνας ἄλλος κορυφαῖος ὀρθόδοξος θεολόγος, ὁ Ρουμᾶνος πρωτοπρεσβύτερος πατήρ Δημήτριος Στανιλοάε, στό βιβλίο του «Ὁ Θεός, ὁ κόσμος καί ὁ ἄνθρωπος»[15], διαπραγματεύεται τό θέμα : «Ἡ θεολογία ὡς ἐκκλησιαστική διακονία ἐξήγησης καί ἐμβάθυνσης τῶν δογμάτων ἤ τοῦ λυτρωτικοῦ σχεδίου, καί ὡς ἀναζωογόνηση τῆς διακονίας τῆς Ἐκκλησίας». Θά παραθέσουμε ἐδῶ ὁρισμένα ἀποσπάσματα ἀπό τό κεφάλαιο αὐτό, γιά νά ἀποδείξουμε πώς τόσο ὁ πατήρ Γεώργιος Φλωρόφσκυ, ὅσο καί ὁ πατήρ Δημήτριος Στανιλοάε ἔχουν κοινό θεολογικό ὀρθόδοξο φρόνημα, κοινή πολιτιστική καί πνευματική παράδοση, κοινή ζωή καί κοινή πιστή, τήν πίστη καί ζωή τῆς Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς, Ἀποστολικῆς, Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, τῆς μόνης Ἐκκλησίας, πού εἶναι συνέχεια, πιστή καί ζωντανή, τῆς ἀρχαίας ἀδιαιρέτου Ἐκκλησίας. Ἐπίσης, ὁ πατήρ Δημήτριος Στανιλοάε βλέπει κάτι διαφορετικό, μιά ἄλλη πλευρά τῆς ἴδιας ἀλήθειας, ἡ ὁποία δέν ἀναιρ thriskeftika
Ὁ Ὀρθόδοξος Θεολόγος σήμερα
Μένοντας στήν ἄκρη τοῦ κόσμου, στήν ἀπομόνωση τῆς ἐρήμου τοῦ Ἁγίου Ὄρους, κοινωνοῦμε ἐν Χριστῷ μέ τόν Τριαδικό Θεό, τούς Ἀγγέλους, τούς Ἁγίους, τήν Παναγία καί συναντοῦμε συγχρόνως τούς ἀδελφούς συνανθρώπους μας ἐν Χριστῷ προσωπικά, εἰλικρινά, ἐκστατικά. «Ὁ μοναχός εἶναι φίλος μέ ὅλους καί ξένος πρός ὅλους» (Ἅγιος Μάξιμος Ὁμολογητής).
Ἡ μοναχική πολιτεία εἶναι μία τέλεια χριστιανική κοινωνία, πού ἀποτελεῖται ἀπό τελείως «ἀποτυχημένους», ὅπως λέει ὁ κόσμος, μοναχούς. Ἰδίως ὁ Ἁγιορείτης μοναχός εἶναι τρία πράγματα : α) εἶναι τρελλός, β) παιδί καί γ) γλεντζές. α) Εἶναι τρελλός, («ἡμεῖς μωροί διά Χριστόν»[1]). β) Εἶναι παιδί, («ἐάν μή στραφῆτε καί γένησθε ὡς τά παιδία, οὐ μή εἰσέλθητε εἰς τήν Βασιλείαν των Οὐρανῶν», δηλ. ἐάν δέν μετανοήσετε καί δέν γίνετε σάν τά παιδιά, δέν θά μπῆτε στήν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν[2], «Ἀδελφοί, μή παιδία γίνεσθε ταῖς φρεσίν, ἀλλά τῇ κακίᾳ νηπιάζετε, ταῖς δέ φρεσί τέλειοι γίνεσθε», δηλ
Τό Ἅγιον Ὄρος πάντοτε ἦταν καί εἶναι ἕνας τόπος ἕλξεως καί ἁγίων καί ἀγγέλων καί ἀνθρώπων καί δαιμόνων. Οἱ ἅγιοι, λόγῳ τῆς ἁγιότητος, ἀσκητικότητος καί Θείου ἔρωτος, ἔρχονταν καί ἔρχονται ἐδῶ, γιά νά ἀπολαύσουν τήν ἄρρητη θέα τοῦ ἀκτίστου Φωτός τῆς Μεταμορφώσεως, τοῦ προσώπου τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ καί τῆς Παναγίας Θεοτόκου καί Ἀειπαρθένου Μαρίας. Οἱ ἄγγελοι ἔρχονται ἐδῶ, γιά νά ἐνισχύσουν καί φυλάξουν τούς ἀγωνιζομένους μοναχούς στήν πνευματική τους πάλη μέ τόν Θεό, τά πάθη, τήν ἁμαρτία καί τόν διάβολο. Ὁ Θεός βέβαια δέν ἐχθρεύεται τούς μοναχούς, ἀλλά παλεύει μαζί τους, γιά νά τούς προπονήση, νά τούς ἐνισχύση στήν πίστη, ἐλπίδα καί ἀγάπη πρός τόν ἑαυτό Του καί τούς συνανθρώπους τῶν μοναχῶν. Ὁ Θεός δέν ἐπάλεψε μέ τόν Ἰακώβ στόν καιρό τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης; Οἱ ἄνθρωποι ἔρχονται ἐδῶ γιά τρεῖς λόγους : Πρῶτον, γιά νά σωθοῦν, γιά νά ἁγιάσουν, γιά νά κερδίσουν τήν βασιλεία τῶν Οὐρανῶν, γιά νά δείξουν τήν καθαρή ἀγάπη τους πρός τόν Θεό εἴτε ὡς μοναχοί, εἴτε ὡς λαϊκοί χριστιανοί. Δεύτερον, ἄλλοι ἔρχονται γιά περιέργεια, γιά τουρισμό, γιά διασκέδαση. Καί τρίτον, ἄλλοι ἔρχονται, γιά νά ἐκμεταλλευθοῦν μέ κακό τρόπο τό Ἅγιον Ὄρος καί τούς ἑκάστοτε Ἁγιορεῖτες εἴτε οἰκονομικά, εἴτε πολιτικά, εἴτε ἐκκλησιαστικά, εἴτε γιά ἡδονή, χρῆμα καί δόξα. Οἱ δαίμονες ἔρχονται ἐδῶ, γιατί φθονοῦν τό ἀνθρώπινο γένος γενικά καί εἰδικά τούς Ἁγιορεῖτες. Δέν θέλουν τό Ἅγιον Ὄρος νά σώζη, νά ἁγιάζη τούς ἀνθρώπους καί τήν κτίση, ἀλλά θέλουν νά μετατρέψουν τό Ἅγιον Ὄρος σέ κακώνυμο, δαιμονικό καί μισάνθρωπο Ὄρος. Γι' αὐτό τό Ἅγιον Ὄρος εἶναι καί λέγεται «Περιβόλι τῆς Παναγίας», διότι ἡ Παναγία ὡς Βασίλισσα, Ἡγουμένη, Ἔφορος καί Ἰατρός τοῦ Ἁγίου Ὄρους ἐπιτρέπει σέ ὅλους ὅσοι θέλουν νά ἔρχονται ἐδῶ γιά ὁποιοδήποτε λόγο. Δέν ἐπιτρέπει μόνο ἕνα πράγμα : Νά καταστραφῆ τό Ἅγιον Ὄρος ἀπό ὁποιονδήποτε.
Μερικοί, λοιπόν, νέοι ἄνθρωποι, ἀναζητητές τῆς ἀλήθειας, ἀγάπης, ἐλευθερίας, ἑνότητος, ἁγιασμοῦ καί θεώσεως, ἔρχονται στό Ἅγιον Ὄρος, μή ἔχοντας ποῦ ἀλλοῦ νά πᾶνε, γιά νά ἀνακαλύψουν αὐτό, πού ποθοῦν ὑπαρξιακῶς, προσωπικῶς καί διακαῶς. Ἔτσι, ἦλθα καί ἐγώ τόν Φεβρουάριο τοῦ 1976 στό Ἅγιον Ὄρος μαζί μέ τρεῖς συμφοιτητές μου τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν. Ἐγώ ἔμεινα ἐδῶ καί ἐλπίζω νά μείνω μέχρι τό τέλος τῆς ἐπιγείου ζωῆς μου. Οἱ δύο ἔγιναν ἔγγαμοι ἱερεῖς καί ὁ τρίτος ἔγγαμος καθηγητής θρησκευτικῶν στή Μέση Ἐκπαίδευση.
Ὁ πρῶτος μοναχός, πού συναντήσαμε τότε, ἦταν ὁ μακαριστός ἅγιος Γέρων Παΐσιος Καππαδόκης Ἁγιορείτης. Πρός τό τέλος τῆς παρούσης μελέτης θά ἐκθέσω τίς ἀρχές ὀρθοδόξου θεολογίας, πού μᾶς εἶπε μέ ἁπλό καί συγχρόνως βαθύ τρόπο. Τώρα θά γράψω μόνο τήν ἑξῆς στιχομυθία μεταξύ ἐμοῦ καί τοῦ Γερο-Παϊσίου :
Γερο-Παΐσιος : - Πόσων χρονῶν εἶσαι;
Κυριάκος (νῦν π. Νεόφυτος) : - Εἴκοσι χρονῶν, Γέροντα.
Γερο-Παΐσιος : - Ἀπό πού εἶσαι καί τί σπουδάζεις;
Κυριάκος (νῦν π. Νεόφυτος) : - Εἶμαι ἀπό τήν Κύπρο καί σπουδάζω στήν Θεολογική Σχολή Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν.
Γερο-Παΐσιος : - Σέ ποιό ἔτος εἶσαι;
Κυριακός (νῦν π. Νεόφυτος) : - Εἶμαι στό δεύτερο ἔτος.
Γερο-Παΐσιος : - Ἀκόμη εἶσαι ἐκεῖ στήν Θεολογική Σχολή;
Κυριάκος (νῦν π. Νεόφυτος) : - Γιατί Γέροντα μέ ἐρωτᾶτε ἔτσι;
Γερο-Παΐσιος : - Διότι, παιδί μου εὐλογημένο, στίς Θεολογικές Σχολές μπαίνεις 90% εὐσεβής καί βγαίνεις 90% ἀσεβής.
Κυριάκος (νῦν π. Νεόφυτος) : - Γέροντα Παΐσιε, αὐτό, πού λέτε, τό ζῶ αὐτή τήν στιγμή, τό αἰσθάνομαι, τό διεπίστωσα προσωπικά. Ἔχω ἀμφιβολίες γιά τό τί εἶναι ἐπιτέλους θεολογία ὀρθόδοξη καί πώς θά τήν σπουδάσω μέ σωστό τρόπο.
Γερο-Παΐσιος : - Θεολογία εἶναι ἡ θεοπτία. Αὐτός, πού βλέπει τόν Θεό, αὐτός καί γράφει καί κηρύττει τόν Θεό, αὐτός δηλαδή πού αἰσθάνεται ἐμπειρικά τόν Θεό ἤ ἀκολουθεῖ τούς θεόπτες ἁγίους ἀνθρώπους, πατέρες παλαιούς καί νέους, αὐτός εἶναι σωστός ὀρθόδοξος θεολόγος.
Μοῦ εἶπε καί ἄλλα πολλά. Συνεζητήσαμε τρεῖς ὧρες. Δέν ἔχει σημασία γιά ὅλους ὅλα ὅσα εἴπαμε. Σημασία ἔχει ὅτι ἐγώ, δι' εὐχῶν τοῦ ἁγίου Γέροντος Παϊσίου, ἐπῆρα τήν ἀπόφαση νά μείνω γιά πάντα στό Ἅγιον Ὄρος, γιά νά σώσω τήν ψυχή μου, νά μελετήσω καί ζήσω τήν Ὀρθόδοξη Θεολογία καί ἐκθέσω μέ ταπείνωση καί ἀγάπη αὐτά, πού εἶδα, ἔμαθα καί ἔζησα στό Περιβόλι τῆς παναγίας.
Εἴπαμε στήν ἀρχή ὅτι ἡ μοναχική πολιτεία εἶναι μιά τέλεια χριστιανική κοινωνία, πού ἀποτελεῖται ἀπό τελείως «ἀποτυχημένους», ὅπως λέει ὁ κόσμος, μοναχούς. Δηλαδή ἡ κοινωνία τῆς ἐρήμου εἶναι ζωντανή, ἐνῶ ἡ ἔρημος τῶν πόλεων, τοῦ κόσμου, εἶναι νεκρή (ὡς ἐπί τό πλεῖστον. Ὑπάρχουν καί ἐξαιρέσεις, πού ὅμως ἐπιβεβαιώνουν τόν κανόνα). Ἡ τέλεια αὐτή χριστιανική κοινωνία, γιά νά ἐκπληρώνει τόν σκοπό της, δηλαδή τήν ἐπικοινωνία καί μέ τόν Θεό καί τόν συνάνθρωπο, πρέπει νά ἔχει τίς τρεῖς αὐτές προϋποθέσεις :
α) Πρέπει νά ἔχη «κοινό λόγο», δηλαδή νά ἔχουμε κοινή συνείδηση, λόγο, σκέψη, γραφή καί πράξη μέ τήν Θεολογία καί πνευματικότητα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἐλεύθερα καί ἀβίαστα, χωρίς καταπίεση, ἐξαναγκασμό καί πλύση ἐγκεφάλου.
β) Πρέπει νά ἔχη «τό ὀρθῶς διανοεῖσθαι», δηλαδή νά σκεφτώμαστε ἐν Χριστῷ ὀρθά, λογικά, ὅταν θέλουμε νά ὀργανώσουμε τόν προσωπικό καί πνευματικό μας βίο, ὅπως καί τήν κοινωνία μας. Ὁ ἄνθρωπος δέν εἶναι μόνο νοῦς, ἤ μόνο ψυχή, ἤ μόνο σῶμα, ἤ μόνο ἐπιστήμη, ἤ μόνο οἰκονομικές σχέσεις, ἤ μόνο οἰκολόγος. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι ζῶον θεούμενον, λέει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος :
«Τοῦτο δή βουληθείς ὁ τεχνίτης ἐπιδείξασθαι Λόγος, καί ζῶον ἕν ἐξ ἀμφοτέρων, ἀοράτου τε λέγω καί ὁρατῆς φύσεως, δημιουργεῖ τόν ἄνθρωπον˙ καί παρά μέν τῆς ὕλης λαβών τό σῶμα ἤδη προϋποστάσης, παρ' ἑαυτοῦ δέ πνοήν ἐνθείς, …οἷόν τινα κόσμον ἕτερον ἐν μικρῷ μέγαν ἐπί τῆς γῆς ἵστησιν, ἄγγελον ἄλλον, προσκυνητήν μικτόν, ἐπόπτην τῆς ὁρατῆς κτίσεως, μύστην τῆς νοουμένης, βασιλέα τῶν ἐπί γῆς, βασιλευόμενον ἄνωθεν… ζῶον ἐνταῦθα οἰκονομούμενον καί ἀλλαχοῦ μεθιστάμενον, καί πέρας τοῦ μυστηρίου, τῇ πρός Θεόν νεύσει θεούμενον»[4]. Μετάφραση : «Αὐτό σκεπτόμενος, θέλοντας βέβαια νά δείξει, νά φανερώση ὁ τεχνίτης Θεός Λόγος, δηλαδή θέλει νά δημιουργήση ἔτσι τόν ἄνθρωπο ὡς ζῶον ἕνα, τό ὁποῖον νά ἀποτελεῖται καί ἀπό τά δύο, δηλαδή καί ἀπό ἀόρατη καί ἀπό ὁρατή φύση. Καί παίρνοντας ἀπό τήν ἤδη προϋπάρχουσα ὕλη τό σῶμα καί ἐμφυσῶντας, βάζοντας μέσα στό σῶμα ἀπό τόν ἑαυτό Του ὁ Θεός Λόγος, πνοήν ζωῆς, καθιστᾶ, τοποθετεῖ κατά κάποιον τρόπον ἕνα ἄλλο κόσμο ἐν μικρῷ μέγα ἐπάνω στήν γῆ, ἄλλον ἄγγελον, μικτόν προσκυνητή, ἐπόπτη, βασιλέα διαχειριστή, ὄχι καταχραστή, τῆς ὁρατῆς φύσεως, μυσταγωγό, γνώστη τῶν μυστηρίων τῆς ἀόρατης φύσεως, ὅσον εἶναι δυνατόν στόν ἄνθρωπο, βασιλέα τῶν ἐπιγείων ἀγαθῶν καί δημιουργημάτων, πού ἐπιτροπεύεται, ἐλέγχεται ἀπό ἄνω, ἀπό τόν Θεό… ζῶο πού ἐδῶ στήν γῆ οἰκονομεῖται, δηλαδή παρηγορεῖται, τρέφεται, σωματικά καί ψυχικά, ἀγωνίζεται νά ἔχη θεῖον ἔρωτα καί γιά ἄλλο μέρος προορίζεται, μετατίθεται ὅταν ἔλθη ἡ ὥρα, δηλαδή στόν Παράδεισο (Ὁ Θεός ἔπλασε ὅλους τούς ἀνθρώπους, γιά νά πᾶνε στόν Παράδεισο. Ὅμως, ὁρισμένοι διαλέγουν νά πᾶνε στήν Κόλαση μόνοι τους, χωρίς νά τούς ἀναγκάζη πρός τοῦτο ὁ Θεός), καί στό τέλος τό ἀτέλεστον του μυστηρίου, μέ τήν θέληση τοῦ Θεοῦ μεταβαίνει πρός τόν Θεό συνέχεια ὡς ζῶον θεούμενον, δηλαδή ὡς Θεός κατά χάριν…».
Μέσα, λοιπόν, στά προαναφερθέντα πλαίσια πρέπει νά ἔχουμε «τό ὀρθῶς διανοεῖσθαι». Δέν πιστεύουμε ἐμεῖς οἱ ὀρθόδοξοι στό δόγμα τοῦ Εὐρωπαϊκοῦ Διαφωτισμοῦ (δηλαδή σκοταδισμοῦ) : «Σκέφτομαι, ἄρα ὑπάρχω» (λογικοκρατία), οὔτε στό δόγμα τοῦ Εὐρωπαϊκοῦ ὑπαρξισμοῦ : «Ὑπάρχω, ἄρα σκέφτομαι», οὔτε στήν «θεολογία τοῦ θανάτου τοῦ Θεοῦ». Ὅλα αὐτά μᾶς ἦλθαν ἀπό τήν ἀφελληνισμένη καί ἀντίχριστη Εὐρώπη καί κατατρώγουν ὕπουλα, ὑποδόρεια, ὡς ἄλλος Δούρειος Ἵππος, τά σπλάχνα τῆς καθ' ἡμᾶς Ὀρθοδόξου Ἀνατολῆς καί συγχρόνως ὅλης τῆς γῆς.
γ. «Τό ἀληθεύειν ἐστί τό ἀληθῶς κοινωνεῖν». Ἡ ἀλήθεια εἶναι ἡ μόνη ἀληθινή κοινωνία, μέθεξη ζωῆς, μετοχή στήν ἄκτιστη θεία ἐνέργεια τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ. «Γνώσεσθε τήν ἀλήθειαν καί ἡ ἀλήθεια ἐλευθερώσει ἡμᾶς»[5](Νά γνωρίσετε τήν ἀλήθεια καί ἡ ἀλήθεια θά σᾶς ἐλευθερώση)
«Ἐγώ εἰμί ἡ ὁδός καί ἡ ἀλήθεια καί ἡ ζωή· οὐδείς ἔρχεται πρός τόν Πατέρα εἰ μή δι' ἐμοῦ. Εἰ ἐγνώκειτέ μέ, καί τόν Πατέρα μου ἐγνώκειτε ἄν»[6](Ἐγώ εἶμαι ἡ ὁδός (ὁ δρόμος) καί ἡ ἀλήθεια καί ἡ ζωή. Κανείς δέν ἔρχεται στόν Πατέρα παρά δι' ἐμοῦ. Ἐάν μέ ἐγνωρίζατε, θά ἐγνωρίζατε καί τόν Πατέρα μου), λέγει ὁ θεάνθρωπος Χριστός.
Ἀπό τά παραπάνω ἀναφερθέντα συμπεραίνουμε ὅτι, ἄν ἀληθεύουμε θεωρητικά καί πρακτικά, θά γνωρίσουμε διά τοῦ Χριστοῦ τόν Τριαδικό Θεό, θά ἐλευθερωθοῦμε ἀπό τήν ἁμαρτία, τόν θάνατο, τά πάθη, τόν διάβολο, θά ἀπαλλαγοῦμε μιά γιά πάντα ἀπό τήν φιλοδοξία, φιλαργυρία, φιληδονία καί τήν ραθυμία, ἄγνοια, λήθη, ἀχαριστία, ἀγνωμοσύνη καί ἀσυνειδησία. Μετά θά κοινωνήσουμε, θά μεθέξουμε, θά πλησιάσουμε στό θεῖον ἄκτιστον φῶς, θά ἐλλαμφθοῦμε, θά ἁρπαγῆ ὁ νοῦς μας καί θά εἰσέλθη στόν θεῖον γνόφον τῆς ἀγνωσίας, ἡ ὁποία εἶναι ὑπερτέρα πάσης γνώσεως[7]. Αὐτή εἶναι ἡ ἀληθινή ἐν Χριστῷ, ἐν Πατρί καί ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι, δηλαδή ἐν Θεῷ κοινωνία.
Οἱ τρεῖς αὐτές προϋποθέσεις, γιά νά ἐπιτύχουμε τήν ἐν Θεῷ κοινωνία, δηλαδή ὁ κοινός λόγος, τό ὀρθῶς διανοεῖσθαι καί τό ἀληθεύειν ἐστί τό ἀληθῶς κοινωνεῖν, ἐχαρακτήριζαν πάντοτε τόν ἀγώνα τῶν ὀρθοδόξων χριστιανῶν, κληρικῶν, μοναχῶν καί λαϊκῶν γιά τήν θέωσή τους μέσα στήν κοινωνία θεώσεως, τήν εὐχαριστιακή κοινότητα, τήν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν ἐπί γῆς καί ἐν οὐρανῷ, δηλαδή τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Καί ἡ πρωτοχριστιανική Ἐκκλησία καί ἡ Ἐκκλησία τῶν διωγμῶν καί ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλληνορθοδόξου Ρωμηοσύνης ἐπί Βυζαντίου καί ἡ Ἐκκλησία τῆς Τουρκοκρατίας καί ἡ Ἐκκλησία τῶν Νεοτέρων Χρόνων ἕως σήμερα ἐδιατήρησε καί διατηρεῖ ἀκόμη αὐτές τίς τρεῖς προϋποθέσεις, γιά νά ἐπιτυγχάνεται ἡ ἐν Θεῷ κοινωνία ἀπό ὅλους τούς χριστιανούς, χάρις στήν θεία ἄκτιστη χάρη τοῦ ἐνανθρωπήσαντος Θεοῦ Λόγου, ὁ ὁποῖος ἔλαβε ἀνθρώπινη φύση ἀπό τήν Θεοτόκο Μαρία : «Ὁ Θεός ἔγινε ἄνθρωπος, γιά νά κάνει τόν ἄνθρωπο Θεό κατά χάριν»[8].
Ὑπῆρξαν, ὅμως, καί περίοδοι στήν ἐκκλησιαστική ἱστορία καί θεολογία, ἰδίως ἀπό τόν (14ο) δέκατο τέταρτο αἰῶνα καί μετά, πού ὁ δυτικός οὑμανιστικός σχολαστικισμός καί ἀριστοτελική φιλοσοφία ἐπηρέασαν δυσμενῶς τήν πορεία τῆς θεολογίας καί φιλοσοφίας στήν καθ' ἡμᾶς Ὀρθόδοξη Ἀνατολή, ἀπό τήν Ρωσία καί Πολωνία μέχρι τήν Αἴγυπτο καί ἀπό τήν Ἤπειρο μέχρι τήν Παλαιστίνη, ἀπό τήν Κωνσταντινούπολη μέχρι τήν Πελοπόννησο.
Εἶναι γνωστοί οἱ ἡσυχαστικοί θεολογικοί ἀγῶνες τοῦ ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ ἐναντίον τοῦ λατινόφρονος ἀριστοτελίζοντος αἱρετικοῦ Βαρλαάμ τοῦ Καλαβροῦ, οἱ ἐδικαιώθησαν ἀπό τήν Θ' Οἰκουμενική Σύνοδο τῶν ἐτῶν 1341, 1347 καί 1351 μ.Χ., πού συνεκλήθη τότε σέ τρεῖς φάσεις στήν Κωνσταντινούπολη. Ἀπό τότε ἡ Ὀρθόδοξη ἡσυχαστική, ἀσκητική, εὐχαριστιακή καί καρδιακή θεολογία καί φιλοσοφία συγκρούεται, ἀντιπαλεύει, διαλέγεται ἀντιθετικά μέ τήν λατινόφρονα σχολαστική, φιλοσοφική, ἀριστοτελίζουσα θεολογία, ἡ ὁποία διαποτίζει ἔκτοτε τίς αἱρέσεις τοῦ Παπισμοῦ καί τοῦ Προτεσταντισμοῦ. Τόσο ὁ Παπισμός, ὅσο καί ὁ Προτεσταντισμός ἔχουν κοινό πατέρα καί μητέρα : Τόν ὑπεράνθρωπο, λογικοκρατούμενο ἀνθρωπισμό, ὁ ὁποῖος βασίζεται σέ ἀρχαιοελληνικές φιλοσοφίες. Λέει ὁ ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς ὅτι : «σήκωσε ὅλες τίς φορεσιές τῶν αἱρέσεων καί ἀπό κάτω θά ἀνακαλύψεις τίς ἀρχαῖες ἑλληνικές φιλοσοφίες καί δόγματα».
Αὐτά, μέ δικά του λόγια καί συμπεράσματα διαπιστώνει καί στήν πορεία τῆς Ρωσσικῆς θεολογίας νά ἔχουν συμβεῖ, δυστυχῶς, ὁ μεγαλύτερος ὀρθόδοξος θεολόγος τοῦ (20οῦ) εἰκοστοῦ αἰῶνος πρωτοπρεσβύτερος πατήρ Γεώργιος Φλωρόφσκυ. Ὅπως λέει ὁ ἴδιος, ἡ Ρωσσική θεολογία ἐπέρασε ἀπό τόν 16ο αἰῶνα καί μετά στήν δυτική αἰχμαλωσία, πρῶτα τοῦ παπικοῦ θεολογικοῦ συστήματος καί μετά τῆς προτεσταντικῆς γερμανικῆς θεολογίας :
«Ἀπό τήν προηγηθεῖσα σύντομη καί πρόχειρη ἐπισκόπηση τῶν δυτικῶν ἐπιδράσεων στήν Ρωσσική θεολογία τό ἀκόλουθο ἀνησυχητικό καί ἀπελπιστικό συμπέρασμα φαίνεται ἀναπόφευκτο : δέν ἦταν καί δέν εἶναι ἡ ρωσσική θεολογία, κατά την ἀνάπτυξη της – ὅπως ἐδήλωσε εὐφυῶς ἕνας κριτικός – πάντοτε μιά «περιπλανώμενη θεολογία»; Δέν ἦταν ἰδιαίτερα εὐμετακίνητη, εὐμετάβολη, ἀσυνεπής καί ἀκατανόητη; Αὐτό εἶναι τό συμπέρασμα τῶν ξένων – ἰδιαίτερα τῶν παπικῶν – θεολόγων, πού συνήθως ἀπό τήν ἀνάγνωση ρωσσικῶν θεολογικῶν ἔργων παίρνουν τήν ἐντύπωση ὅτι αὐτή εἶναι κάτι τό ἀβέβαιο, κάτι πού δέν μπορεῖ νά καθορισθεῖ. Ἐντυπώσεις καί συμπεράσματα αὐτοῦ τοῦ εἴδους εἶναι στήν πραγματικότητα τά ἀποτελέσματα μιᾶς πολύ ἐπικίνδυνης παρεξηγήσεως, ἑνός εἴδους ὀφθαλμαπάτης. Κάτι πολύ τραγικό, ἐν τούτοις, βρίσκεται πίσω ἀπό μιά τέτοια ἑρμηνεία – ἕνα καταστρεπτικό σχίσμα, ἕνας διχασμός στήν ὀρθόδοξη συνείδηση, πού μποροῦμε νά τά βροῦμε στήν ἱστορία τῆς ρωσσικῆς θεολογίας σάν μιά κάποια δημιουργική σύγχυση, σάν ἔλλειψη ἀκριβοῦς γνώσεως γιά τόν δρόμο, πού πρέπει νά ἀκολουθηθεῖ. Τό πιό θλιβερό ἀπό ὅλα ἦταν ὅτι αὐτός ὁ ἰδιάζων διχασμός ἦταν μεταξύ εὐσεβείας καί θεολογίας, μεταξύ θεολογικῆς πολυμαθείας καί πνευματικότητος, μεταξύ θεολογικῶν σχολῶν καί ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς.
Αὐτή ἡ νέα θεολογική ἀκαδημαϊκή ἐπιστημοσύνη (scholarship) ἦρθε στήν Ρωσσία ἀπό τήν Δύση. Παρέμεινε μία ξένη προσθήκη στήν Ρωσσία γιά πολύ χρονικό διάστημα. Συνέχισε νά χρησιμοποιεῖ μία εἰδική γλῶσσα, ξένη στό λαό, μία γλῶσσα, πού δέν ἦταν οὔτε τῆς καθημερινῆς ζωῆς, οὔτε τῆς προσευχῆς. Παρέμεινε σάν ξένο σῶμα στήν δομή τῆς Ἐκκλησίας, ἀναπτυσσομένη σέ τεχνητές καί ἐξ ὁλοκλήρου ἀποξενωμένες μορφές. Ἦταν καί παρέμεινε «σχολική πολυμάθεια». Σάν τέτοια μεταμορφώθηκε σέ κείμενο γιά διδασκαλία καί πολύ συχνά ἔπαυσε νά ἀναζητεῖ τήν ἀλήθεια καί τήν ὁμολογία τῆς πίστεως. Ἡ θεολογική σκέψη σιγά-σιγά παρεξέκλινε καί ἀπομακρύνθηκε, δέν ἄκουε τόν ρυθμό τῆς καρδιᾶς τῆς Ἐκκλησίας καί γι' αὐτό ἔχασε τήν «ὁδό», πού ὁδηγοῦσε σέ αὐτή τήν καρδιά. Δέν ἔνοιωθε τήν ἀνάγκη νά ἀφυπνισθεῖ καί νά πλησιάσει τούς εὐρύτερους κύκλους τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινότητος καί τοῦ λαοῦ. Ἔβλεπε τόν λαό καί τήν ἐκκλησιαστική κοινότητα μᾶλλον μέ δυσπιστία, ζηλοτυπία καί ἐχθρότητα. Ὑπῆρχαν, βέβαια, λόγοι γι' αὐτό. Καί αὐτοί βρίσκονταν στήν προκατάληψη, πού ἔδειχνε ὁ λαός ἐναντίον μιᾶς ἀκαδημαϊκῆς γνώσεως, πού ἦλθε ἀπ' ἔξω καί ἦταν αὐτάρκης, πού δέν εἶχε κἄν ριζώσει στήν πραγματικότητα τῆς θρησκευτικῆς ἐμπειρίας ἤ στήν ζωή, στήν προκατάληψη ἐναντίον μιᾶς θεολογίας, πού ἔπαυσε νά ἐκφράζει τήν πίστη τῆς Ἐκκλησίας καί νά ἀποτελεῖ μαρτυρία της. Μ' αὐτήν τήν ἔννοια ἡ θεολογία ἐκείνη μπορεῖ σωστά νά χαρακτηρισθεῖ ὡς «περιπλανώμενη θεολογία». Ἐδῶ βρίσκεται ὅλο τό πρόβλημα τῆς ρωσσικῆς θρησκευτικῆς ὑπάρξεως : στά βάθη καί στήν ἐσωτερικότητα τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἐμπειρίας ἡ πίστη διατηρεῖται καί διαφυλάσσεται ἀδιάφθορη. Στήν σιωπηλή προσέγγιση πρός τόν Θεό, στήν μορφή τῆς προσευχῆς, στόν μοναχισμό της ἡ ρωσσική ψυχή διατηροῦσε τό παλιό, αὐστηρό, πατερικό ἦθος· ἐζοῦσε σέ μία τελείως ἀδιατάραχτη καί ἀδιάσπαστη πληρότητα τοῦ sobornost (καθολικότητος) καί τῆς παραδόσεως.
Σ' αὐτήν τήν πνευματικότητα καί σ' αὐτό τό βάθος τῆς προσευχῆς, ἡ ἀρχαία πίστη παρέμεινε ἀκόμα «ἡ ἀποστολική, πατερική πίστη» - ἡ πίστη τῆς ἀρχαίας, ἀνατολικῆς καί βυζαντινῆς Ὀρθοδοξίας. Ἀλλ’ ἡ σκέψη εἶχε ἀποχωρισθεῖ, εἶχε ἀπομακρυνθεῖ ἀπό αὐτά τά πνευματικά βάθη καί μόνο πολύ ἀργά κατάλαβε τήν ἀνίερη πλάνη της. Οἱ περιπλανήσεις τῆς σκέψεως, ὅμως, δέν μποροῦσαν νά καταστρέψουν καί δέν κατέστρεψαν τήν αὐθεντικότητα τῆς πίστεως : Ἡ Ὀρθοδοξία παρέμεινε, παρά ταῦτα, ἀμετάβλητη. Ἕνας σοβαρός κίνδυνος ὑπάρχει, ἐν τούτοις, σ' ἐκείνη τήν θεολογική ψευδομόρφωση, ὅταν ἡ φυσική γλῶσσα χάνεται καί ἡ θεολογία γίνεται ξένη καί ἀλλόκοτη. Πιό ἐπικίνδυνο ἦταν τό γεγονός ὅτι ἡ θεολογική προβληματική ἔχασε τήν ἐπαφή μέ τήν ζωή καί ὅτι ἡ ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ ἔγινε μία σχολική ἄσκηση, πού περιορίστηκε στούς εἰδικούς καί στούς λόγῳ ἐπαγγέλματος ἀσχολουμένους μέ αὐτά τά θέματα»[9].
Πῶς, ὅμως, σήμερα σέ ὅλο τόν Ὀρθόδοξο χῶρο, ἰδίως στόν θεολογικό πνευματικό κόσμο, στούς θεολόγους καί πιστούς χριστιανούς, θά γίνει μία εἰρηνική ἐπανάσταση, γιά νά ἀπελευθερωθεῖ ἡ θεολογία ἀπό τήν δυτική αἰχμαλωσία καί νά ἐπανεύρει τήν γνήσια, αὐθεντική, πηγαία ἰδιοπροσωπία καί αὐτοσυνειδησία της; Διότι, ἄν δέν γίνει αὐτό, τότε θά χάσουμε τήν ψυχή μας, θά βυθισθοῦμε στόν μεσαιωνικό σκοταδισμό καί ὁπισθοδρομική ἀρτηριοσκλήρωση τοῦ Δυτικοῦ θεολογικοῦ ἀνθρωπισμοῦ. Οὔτε θά βοηθήσουμε καί τούς Εὐρωπαίους, Ἀμερικανούς, Ἀφρικανούς, Αὐστραλούς καί Ἀσιάτες καλοπροαιρέτους ἀνθρώπους νά βροῦν τήν ἀλήθεια, ὁδό, ζωή καί τοῦ φῶς τοῦ κόσμου, πού εἶναι ὁ Χριστός τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Νά τί λέει ὁ πατήρ Γεώργιος Φλωρόφσκυ ἐπί τοῦ θέματος αὐτοῦ :
«Οἱ δυτικές ἐπιδράσεις στήν ρωσσική θεολογία πρέπει νά ὑπερνικηθοῦν. Αὐτό ἀναφέρεται, πρῶτα ἀπ' ὅλα, στό μή ὀργανικό «δυτικό ἦθος (style)». Αὐτή ἡ διαδικασία πράγματι ἄρχισε πρίν ἀπό πολύ στίς ρωσσικές σχολές – ἀκριβῶς τήν ἐποχή τοῦ Φιλαρέτου καί σέ συνδυασμό μέ τήν ἀναγέννηση τοῦ ἀσκητισμοῦ στά ρωσσικά μοναστήρια. Ἀρκεῖ νά θυμηθοῦμε τήν σχολή τοῦ στάρετς Παϊσίου Βελιτσκόφσκυ (Velichkovskii) καί ἰδιαίτερα τό ἐρημητήριο τοῦ Ὄπτινο (Optino). Ἡ ὀρθόδοξη θεολογία μπορεῖ τελικά νά ἐπανακτήσει τήν ἀνεξαρτησία ἀπό τίς δυτικές ἐπιδράσεις μόνο μέσῳ μιᾶς πνευματικῆς ἐπιστροφῆς στίς πατερικές πηγές καί στά πατερικά θεμέλια. Ἐπιστροφή στούς πατέρες δέν σημαίνει φυγή ἀπό τό παρόν ἤ ἀπό τήν ἱστορία· δέν εἶναι φυγή ἀπό τήν σύγχρονη ἐποχή ἤ ἀπό τό πεδίο τῆς μάχης. Σημαίνει πολύ περισσότερα – δέν εἶναι μόνο διαφύλαξη καί προστασία τῆς πατερικῆς ἐμπειρίας, ἀλλ’ ἀκόμα εἶναι ἡ ἴδια ἡ ἀνακάλυψη αὐτῆς τῆς ἐμπειρίας καί ἡ ἐπαναφορά αὐτῆς τῆς ἐμπειρίας στήν ζωή. Ἀφ' ἑτέρου, ἡ ἀνεξαρτησία ἀπό τήν Δύση δέν πρέπει νά ἐκφυλίζεται σέ μιά ἀποξένωση, πού γίνεται ἁπλῶς ἀντίθεση πρός τήν Δύση. Γιατί, μία πλήρης διάσταση μέ τήν Δύση δέν δίνει αὐθεντική καί ἀληθινή ἀπελευθέρωση. Πρός τό παρόν, ἡ Ὀρθοδοξία δέν μπορεῖ καί δέν πρέπει παραγνωρίζει ἤ νά ἀποσιωπᾶ τό θέμα. Αὐτό, ὅμως, σημαίνει ὅτι ἡ Ὀρθοδοξία πρέπει νά ἔρχεται σέ ἐπαφή μέ τήν Δύση δημιουργικά καί πνευματικά. Ἡ ἐξάρτηση καί μίμηση, πού συνέβαιναν στό παρελθόν, δέν μποροῦν νά θεωρηθοῦν συνάντηση. Μόνο μέσα σέ ἐλευθερία καί ἀμοιβαιότητα ἀγάπης εἶναι δυνατή μία ἀληθινή συνάντηση. Δέν ἀρκεῖ νά ἐπαναλαμβάνει κανείς ἁπλῶς δυτικές ἀπαντήσεις, νά ἐπιστρατεύει μιά δυτική ἀπάντηση ἐναντίον μιᾶς ἄλλης. Ἀλλά, πρέπει μᾶλλον μέ ἀκρίβεια νά ἀναγνωρίζουμε, νά βιώνουμε αὐτά τά δυτικά προβλήματα καί νά διεισδύουμε σ' αὐτά, πρέπει νά ἐξοικειωνόμαστε μέ ὅλη τήν δραματική προβληματική τῆς δυτικῆς θρησκευτικῆς σκέψεως.
Ὁ δρόμος, πού πρέπει νά ἀκολουθήσει ἡ ὀρθόδοξη θεολογία, γιά νά ὑπερνικήσει τό δυτικό «σκάνδαλο», δέν βρίσκεται στήν ἀπόρριψη ἤ ἀκόμα στήν ἀνατροπή τῶν δυτικῶν θέσεων. Ὁ δρόμος, μᾶλλον, βρίσκεται στήν ὑπερνίκηση καί ὑπέρβασή τους μέ μιά νέα δημιουργική δραστηριότητα. Μόνο μιά δημιουργική ἐπιστροφή στά μοναδικά καί ἀρχαῖα βάθη θά χρησιμεύσει στήν ὀρθόδοξη σκέψη σάν τό αὐθεντικό «ἀντίδοτο» κατά τῶν φανερῶν καί κρυφῶν – ἤ ἀκόμα ἀγνώστων ὡς τώρα – πλευρῶν τῆς «δυτικῆς δηλητηριάσεως». Ἡ ὀρθόδοξη θεολογία καλεῖται νά ἀπαντήσει στά δυτικά ἐρωτήματα ἀπό τά βάθη τῆς ἀδιάσπαστης ὀρθόδοξης ἐμπειρίας καί νά ἀντιμετωπίσει τίς κινήσεις τῆς δυτικῆς σκέψεως μέ τήν ἀμετάβλητη ἀλήθεια τῆς πατερικῆς Ὀρθοδοξίας»[10].
Ἡ πνευματική ἐπιστροφή στίς πατερικές πηγές δέν μπορεῖ νά ἀγνοήσει σήμερα τούς Ἕλληνες Ὀρθοδόξους ἁγίους Πατέρες τῆς θεολογίας τῆς Ἐκκλησίας μας. Τόσο οἱ Δυτικοί, ὅσο καί οἱ Ἀνατολικοί σύγχρονοι ἄνθρωποι καί ἡ θεολογία τους ἔχουν ἀπόλυτη ἀνάγκη, ἰδίως σήμερα, ἀπό τούς ἁγίους Πατέρες καί μάλιστα τούς Ἕλληνες Πατέρες, λέει ὁ πατήρ Γεώργιος Φλωρόφσκυ :
«Δέν θά ἦταν σωστό νά ποῦμε ὅτι ἡ ρωσσική θεολογία, στήν δημιουργική της ἀνάπτυξη, εἶχε καταλάβει καί ἀφομοιώσει πλήρως ἤ ἀρκετά σέ βάθος τούς Πατέρες καί τό Βυζάντιο. Αὐτό πρέπει ἀκόμα νά τό κάνει. Πρέπει νά περάσει μέσα ἀπό τό αὐστηρό σχολεῖο τοῦ Χριστιανικοῦ Ἑλληνισμοῦ. Ὁ Ἑλληνισμός, οὕτως εἰπεῖν, προσέλαβε αἰώνιο χαρακτήρα στήν Ἐκκλησία· ἔχει ἐνσωματωθεῖ σ' αὐτήν τήν δομή τῆς Ἐκκλησίας ὡς ἡ αἰώνια κατηγορία (ἀξία) τῆς Χριστιανικῆς ὑπάρξεως. Φυσικά ἐδῶ δέν ἐννοεῖται ὁ Ἐθνικός Ἑλληνισμός τῆς συγχρόνου Ἑλλάδος ἤ τῆς Ἀνατολῆς, οὔτε ὁ ἑλληνικός φυλετισμός, πού εἶναι ἀπηρχαιωμένος καί χωρίς δικαίωση. Ἀσχολούμεθα μέ τήν χριστιανική ἀρχαιότητα, μέ τόν Ἑλληνισμό τοῦ δόγματος, τῆς λειτουργίας, τῆς Εἰκόνος. Στήν λειτουργία, τό ἑλληνικό style τῆς «εὐσεβείας τῶν μυστηρίων» μπῆκε μέσα στόν ρυθμό τῆς λειτουργικῆς μυσταγωγίας, χωρίς νά ὑποστεῖ κάποιο εἶδος μυστικοῦ «ἐπανεξελληνισμοῦ». Θά μποροῦσε κανείς, πού εἶναι μέσα στήν Ἐκκλησία, νά εἶναι τόσο ἀνόητος, ὥστε αὐθαίρετα νά «ἀφελληνίσει» τίς λειτουργίες καί νά τίς μεταφέρει σ' ἕνα πιό «μοντέρνο» style; Ἐπιπλέον, ὁ Ἑλληνισμός εἶναι κάτι περισσότερο ἀπό ἕνα προσωρινό σταθμό στήν Ἐκκλησία. Ὅταν ὁ θεολόγος ἀρχίσει νά σκέφτεται ὅτι οἱ «ἑλληνικές κατηγορίες (ἀξίες)» εἶναι ἀπηρχαιωμένες, αὐτό ἁπλῶς σημαίνει ὅτι αὐτός ἔχει βγεῖ ἔξω ἀπό τόν ρυθμό τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ θεολογία δέν μπορεῖ ἴσως νά εἶναι καθολική παρά μόνο μέσα στόν Ἑλληνισμό. Βέβαια, ὁ Ἑλληνισμός ἔχει διπλή σημασία. Ἕνα ἀντιχριστιανικό στοιχεῖο κυριαρχοῦσε στό ἀρχαῖο πνεῦμα. Μέχρι τώρα ὑπῆρξαν πολλοί, πού κατέφυγαν στόν Ἑλληνισμό, μέ ὁλοφάνερο σκοπό νά σηκωθοῦν καί νά πολεμήσουν τόν Χριστιανισμό (ἁπλῶς θυμηθεῖτε τόν Νίτσε!). Ἀλλά, ὁ Ἑλληνισμός ὁλοκληρώθηκε μέσα στήν Ἐκκλησία· τέτοια εἶναι ἡ ἱστορική σημασία τῆς πατερικῆς θεολογίας. Αὐτή ἡ «ὁλοκλήρωση τοῦ Ἑλληνισμοῦ» συνεπήγετο μιά ἀνελέητη διάσπαση, τό κριτήριο, τῆς ὁποίας ὑπῆρξε τό κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου, ἡ ἱστορική φανέρωση τοῦ σαρκωθέντος Λόγου. Ὁ Χριστιανικός Ἑλληνισμός, μεταμορφωμένος καθώς ἦταν, εἶναι τελείως ἱστορικός. Ἡ πατερική θεολογία εἶναι πάντα «θεολογία γεγονότων», μᾶς φέρνει ἀντιμέτωπους μέ γεγονότα, τά γεγονότα τῆς ἱερᾶς ἱστορίας. Ὅλα τά σφάλματα καί οἱ πειρασμοί ἑνός ἐξελληνισμοῦ, πού ἐπιδιώχθηκε ἀπερίσκεπτα – συνέβησαν ἐπανειλημμένα στόν ροῦ τῆς ἱστορίας – δέν μποροῦν ἴσως νά μειώσουν τήν σπουδαιότητα αὐτοῦ τοῦ θεμελιώδους γεγονότος : τό «Εὐαγγέλιο» καί ἡ χριστιανική θεολογία, ἅπαξ διά παντός, διατυπώθηκαν ἐξ ἀρχῆς μέ ἑλληνικές κατηγορίες. Πατερικότητα καί καθολικότητα, ἱστορικότητακαί Ἑλληνισμός εἶναι διάφορες ἀπόψεις ἑνός μοναδικοῦ καί ἀδιαιρέτου δεδομένου»[11].
Τούς προηγουμένους αἰῶνες στήν Ρωσσία, ἀντί νά στηριχθοῦν στούς Ἕλληνες Ὀρθοδόξους Πατέρες, γιά νά διασώσουν καί αὐξήσουν τόν πολιτισμό, τήν ἱστορία, ἀκόμη καί τήν γλῶσσα τῆς Ὀρθοδόξου Ρωσσίας, προτίμησαν νά υἱοθετήσουν τό παπικό θεολογικό σύστημα καί γλῶσσα, τόν γερμανικό ἰδεαλισμό καί τόν δεισιδαιμονικό σλαβικό λαϊκισμό, ὁ ὁποῖος λαϊκισμός ἐπίστευε ὅτι «ὅ,τι ἦταν Ἑλληνικό τό ὑποψιάζονταν ὡς νοησιαρχικό καί συνεπῶς τό ἐχαρακτήριζαν ὡς περιττό καί ξένο πρός τίς ἀνάγκες τῆς ρωσσικῆς καρδιᾶς». Λέει ὁ πατήρ Γεώργιος Φλωρόφσκυ σχετικά :
«Ἡ ἀπομάκρυνση ἀπό τόν Χριστιανικό Ἑλληνισμό δέν εἶναι καθόλου πρόοδος, ἀλλά ὀπισθοδρόμηση, ἐπιστροφή πρός τά ἀδιέξοδα καί τίς ἀμηχανίες τοῦ ἄλλου Ἑλληνισμοῦ, ἐκείνου πού δέν εἶχε μεταμορφωθεῖ καί ἀπό τόν ὁποῖον δέν ὑπῆρχε καμμία διέξοδος, παρά μόνον μέσῳ τῆς πατερικῆς ὁλοκληρώσεως. Ὁ ἴδιος ὁ γερμανικός ἰδεαλισμός δέν ἦταν τίποτα ἄλλο παρά μιά ὀπισθοδρόμηση πρός τόν προχριστιανικόν ἰδεαλισμό. Ὅποιος εἶναι ἀπρόθυμος νά μείνει κοντά στούς Πατέρες, ὅποιος φοβᾶται νά ἀφεθεῖ νά σύρεται πίσω ἀπό τόν «πατερικό σχολαστικισμό», ὅποιος ἀγωνίζεται γιά πρόοδο καί προσπαθεῖ νά προχωρήσει πάνω στό κοσμικό ἐπίπεδο χωρίς ἀποτέλεσμα, ρίχνεται μοιραῖα πρός τά πίσω ἀπό τήν ἴδια τήν λογική τῶν πραγμάτων καί βρίσκει τόν ἑαυτό του ἀνάμεσα στήν συντροφιά τοῦ Πλάτωνος καί τοῦ Ἀριστοτέλους, τοῦ Πλωτίνου καί τοῦ Φίλωνος, δηλαδή πρό Χριστοῦ. Τό ταξίδι του εἶναι μία μάταιη, ξεπερασμένη διαδρομή ἀπό τά Ἱεροσόλυμα πρός τήν Ἀθήνα.
Ἄλλες ἀντιρρήσεις κατά τῆς «ἀπολογίας ὑπέρ τοῦ Ἑλληνισμοῦ» ἔρχονται ἀπό τήν ἀντίθετη πλευρά, ὄχι ἀπό τήν δυτική φιλοσοφία, ἀλλά ἀπό τό πνεῦμα τοῦ ἴδιου τοῦ ρωσσικοῦ λαοῦ. Δέν θά ἦταν σωστό νά μεταγράψουμε τήν Ὀρθοδοξία στό σλαβικό κλειδί, σύμφωνα μέ τόν ρυθμό αὐτῆς τῆς «σλαβικῆς ψυχῆς», πού πρόσφατα κερδήθηκε γιά τόν Χριστό; Μερικοί σλαβόφιλοι (π.χ. Orest - Miller) καί μετά ἀπό αὐτούς μερικοί λαϊκιστές σκέφτηκαν τέτοιες προσπάθειες. Ὅ,τι ἦταν ἑλληνικό τό ὑποψιάζονταν ὡς νοησιαρχικό καί συνεπῶς τό ἐχαρακτήριζαν ὡς περιττό καί ξένο πρός τίς ἀνάγκες τῆς ρωσσικῆς καρδιᾶς. «Ὁ λαός μας ἀφομοίωσε τόν Χριστιανισμό, ἀρχίζοντας, ὄχι τυχαία, ἀπό τόν πρόλογο, καί ὄχι ἀπό τό Εὐαγγέλιο· κατηχήθηκε, ὄχι μέ κήρυγμα, ἀλλά μέ τήν λειτουργία, ὄχι μέ τήν θεολογία, ἀλλά μέ τήν λατρεία, τήν προσκύνηση καί τόν σεβασμό τῶν ἱερῶν ἀντικειμένων». Ὁ Tareiev τελευταῖα ἀμφισβήτησε τήν ἑλληνική «παράδοση» ἤ ἐπίδραση πιό φανερά ἀπό κάθε ἄλλον. Πολύ λογικά ἐπεκτείνει στήν πατερική παράδοση τήν ἀπόρριψη, πού κάνει γιά ὅλα τά εἴδη του Ἑλληνισμοῦ. «Ἡ πατερική διδασκαλία εἶναι ἀπό τήν ἀρχή ὡς τό τέλος ἕνα γνωστικισμός», ἐπίστευε. Εἶναι σωστό ἑπομένως ὅτι ἡ θεολογία πρέπει νά ἀκολουθεῖ τόν δικό της δρόμο, γιά νά ἀποφύγει τόν «βυζαντινό γνωστικισμό». Εἶναι ἀνάγκη νά δημιουργήσει μιά «φιλοσοφία τῆς καρδιᾶς» …«Ἡ ρωσσική θεολογία δέν ὑπέφερε ἀπό ἑλληνική καταπίεση. Ὑπέφερε, ἀντίθετα, ἀπό τήν ἀφροσύνη καί τήν ἐλαφρότητα, πού ἔδειξε, διακόπτοντας τήν συνέχιση τῶν ἑλληνικῶν καί βυζαντινῶν παραδόσεων. Τό γεγονός ὅτι ἀπέκλεισε τόν ἑαυτό της ἀπό αὐτήν τήν συνέχιση ἐπέδρασε γιά πολύ χρόνο κατά μαγικό τρόπο πάνω στήν ρωσσική ψυχή καί τήν κατέστησε στείρα, γιατί ἡ δημιουργία εἶναι ἀδύνατη χωρίς ζωντανές παραδόσεις. Ἡ ἀποκήρυξη τῆς ἑλληνικῆς πατερικῆς κληρονομιᾶς ἰσοδυναμεῖ πραγματικά μέ ἐκκλησιαστική αὐτοκτονία»[12].
Μετά ἀπό μιά τέτοια αὐτογνωσία, αὐτοκριτική θαρραλέα καί τολμηρά πρέπει νά διαλεχθοῦμε μέ τήν πατερική θεολογία καί συγχρόνως νά δώσουμε βάσει αὐτῆς «ἀπάντηση στά ἐρωτήματα τῶν ἑτεροδόξων ἀπό τό ἔσχατο βάθος τῆς συνεχοῦς καθολικῆς ἐμπειρίας της καί νά προσφέρει στή δυτική ἐτεροδοξία, ὄχι μιά ἀνασκευή, ἀλλά μία μαρτυρία καί τήν ἀλήθεια τῆς Ὀρθοδοξίας. Αὐτή ἐπιτυγχάνεται μόνο μέσα στήν ἐλευθερία καί στήν ἰσότητα τῆς ἀγάπης». Λέει ὁ πατήρ Γεώργιος Φλωρόφσκυ :
«Ἡ Θεολογία μας, μιμούμενη ξένα πρότυπα, ἐπέρασε ἀπό τά κύρια στάδια τῆς θρησκευτικῆς σκέψεως τῆς σύγχρονης Εὐρώπης»…
…«Ἡ ἐξάρτηση καί ἡ μίμηση, ὅμως, δέν ἐσήμαινε ἀκόμα ἐσωτερική συνάντηση. Αὐτή ἐπιτυγχάνεται μόνο μέσα στήν ἐλευθερία καί στήν ἰσότητα τῆς ἀγάπης. Δέν εἶναι ἀρκετό νά ἐπαναλαμβάνουμε τίς ἕτοιμες ἀπαντήσεις τῆς Δύσεως· πρέπει μᾶλλον νά τίς ἀναλύουμε καί νά τίς βιώνουμε προσωπικά, νά διεισδύουμε καί νά κάνουμε κτῆμα μας ὅλη τήν προβληματική καί τό δρᾶμα τῆς δυτικῆς θρησκευτικῆς σκέψεως, νά ἀκολουθοῦμε καί νά ἑρμηνεύουμε τόν πολύ δύσκολο καί γεμάτο στροφές δρόμο, πού ἀρχίζει ἀπό τό σχίσμα. Κανείς δέν μπορεῖ ἴσως νά καταλάβει πῶς δημιουργήθηκε μιά ζωή, παρά μόνο μέσα ἀπό τό μονοπάτι τῆς προβληματικῆς της, καί πρέπει κανείς νά τήν αἰσθάνεται καί νά τήν καταλαμβαίνει ἀκριβῶς στήν προβληματική της ἄποψη σάν μιά ζήτηση καί σάν μιά ἀσίγαστη ὁρμή πρός ἔρευνα. Ἡ Ὀρθόδοξη Θεολογία δέν θά μπορέσει νά ἐπιτύχει νά στερεώσει τήν ἀνεξαρτησία της ἀπό τίς δυτικές ἐπιδράσεις, παρά μόνον ἄν ἐπιστρέψει στίς πατερικές πηγές καί στά πατερικά θεμέλια. Αὐτό δέν σημαίνει πώς πρέπει νά παραβλέψουμε τήν ἐποχή μας, νά ἀποσυρθοῦμε ἀπό τήν ἱστορία, νά λιποτακτήσουμε ἀπό τό πεδίο τῆς μάχης, Πρέπει, ὄχι μόνο νά κρατήσουμε τήν ἐμπειρία τῶν πατέρων, ἀλλά ἀκόμα νά τήν ἀναπτύσσουμε, καθώς θά τήν ἀνακαλύπτουμε, καί νά τήν χρησιμοποιοῦμε, γιά νά δημιουργήσουμε ἕνα σύγχρονο ἔργο. Ἐπίσης, ἡ ἀνεξαρτησία ἀπό τήν ἑτερόδοξη Δύση δέν πρέπει νά ἐκφυλισθεῖ σέ ἀποξένωση. Ἡ ἀπομάκρυνση ἀπό τήν Δύση δέν συνεπάγεται καμμιά ἀληθινή ἀπελευθέρωση. Ἡ ὀρθόδοξη σκέψη πρέπει νά καταλαβαίνει τίς δυσκολίες καί τούς πειρασμούς τῆς Δύσης καί νά εἶναι ἐπιεικής μαζί τους· δέν πρέπει νά νομίσει πώς ἔχει τό δικαίωμα νά τά προσπεράσει ἤ μέ αὐθάδεια νά τά ἀγνοήσει. Πρέπει, μέ δημιουργική σκέψη, νά ἐπαναλάβουμε καί νά ἀφομοιώσουμε ὅλην αὐτή τήν ἐμπειρία τῆς Δύσεως, τίς ἀγωνίες της καί τίς ἀμφιβολίες της· πρέπει νά πάρουμε ἐπάνω μας, ὅπως συνήθιζε νά λέει ὁ Ντοστογιέφσκυ, «τήν ἀγωνία τῆς Εὐρώπης», πού συσσωρεύθηκε μέσα ἀπό αἰώνων ἱστορία. Μόνο μέσῳ μιᾶς τέτοιας συμπάθειας, μιᾶς τέτοιας ἔμπρακτης συμπόνοιας, ὁ διηρημένος Χριστιανικός κόσμος μπορεῖ ἴσως νά βρεῖ τόν δρόμο πρός τήν ἕνωση, νά καταδεχθεῖ τούς ἀποχωρισμένους ἀδελφούς καί νά γίνει μάρτυρας τῆς ἐπιστροφῆς τους στήν ἑνότητα. Δέν πρέπει ἁπλῶς νά ἀποδοκιμάζουμε καί νά ἀπορρίπτουμε τίς γνῶμες καί τά λάθη τῆς Δύσεως, ἀλλά μᾶλλον νά τά ὑπερνικήσουμε μέ μιά καινούργια δημιουργική δραστηριότητα. Αὐτό θά ἀποτελέσει γιά τήν ὀρθόδοξη σκέψη τό πρακτικῶς καλύτερο ἀντίδοτο κατά τῶν κρυφῶν καί ἀγνώστων δηλητηρίων, πού ἐπιδροῦν ἐπάνω της. Ἡ Ὀρθοδοξία καλεῖται νά δώσει ἀπάντηση στά ἐρωτήματα τῶν ἑτεροδόξων ἀπό τό ἔσχατο βάθος τῆς συνεχοῦς καθολικῆς ἐμπειρίας της καί νά προσφέρει στήν δυτική ἑτεροδοξία, ὄχι μιά ἀνασκευή ἀλλά μιά μαρτυρία καί τήν ἀλήθεια τῆς Ὀρθοδοξίας»…
…«Ἡ παλιά «πολεμική» θεολογία εἶχε πρό πολλοῦ χάσει ὅλη τήν ἐσωτερική σχέση μέ τήν πραγματικότητα. Δέν ἦταν τίποτα περισσότερο ἀπό μιά σχολική διδασκαλία, πού στηριζόταν σέ παρόμοια δυτικά «ἐγχειρίδια». Ἡ νέα θεολογία, γιά νά ἀνασκευάσει λάθη, πρέπει νά ἐνημερωθεῖ ἀπό μίιά ἐμπεριστατωμένη ἱστορική ἑρμηνεία (historiosophic exegesis) γιά τήν θρησκευτική τραγωδία τῆς Δύσεως. Ὁπωσδήποτε, μίιά τέτοια ἑρμηνεία πρέπει νά δοκιμασθεῖ· πρέπει νά τήν κάνουμε δική μας καί νά δείξουμε ὅτι μπορεῖ νά ὑποστεῖ κάθαρση στήν πληρότητα τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἐμπειρίας καί τῆς πατερικῆς παραδόσεως»[13].
Καί καταλήγει ὁ πατήρ Γεώργιος Φλωρόφσκυ στό συμπέρασμα, πού εἶναι καί χρέος μαζί ὅλων μας, ὅτι «ἡ θεολογία γίνεται καί πάλιν κάτι τό κοινό, μιά παγκόσμια καθολική ἀποστολή». Αὐτή ἡ γνώμη μοῦ θυμίζει τήν προφητεία τοῦ μακαριστοῦ Ἁγίου Γέροντος Παϊσίου Καππαδόκη Ἁγιορείτη, πού λέει : «Κάποτε ἡ Βυζαντινή Αὐτοκρατορία ἐδημιούργησε τό Ἅγιον Ὄρος ὡς μοναστικό κέντρο τῆς Ὀρθοδοξίας. Τώρα ἦλθε ὁ καιρός, ἡ ὥρα, τό Ἅγιον Ὄρος νά δημιουργήσει ξανά τό Βυζάντιο μέ βάση κυρίως τήν ὀρθόδοξη πατερική θεολογία». Εἶναι γνωστόν ὅτι οἱ Ἑλληνορθόδοξοι Ρωμηοί τοῦ Βυζαντίου ἐθεολογοῦσαν, ὄχι μόνο διανοητικά, ὄχι μόνο πρακτικά, ὄχι μόνο στά μοναστήρια, ἀλλά μέ ὅλο τους τό φρόνημα, τήν ζωή, τήν ἐπιστήμη, τήν ἱστορία, τόν πολιτισμό, τήν τέχνη, τήν πολιτική, τήν φιλοσοφία, τήν παιδεία, τήν γλῶσσα, ἀκόμη καί μέ τήν οἰκονομία, διατηρώντας μιά ἰσορροπία ὕλης καί πνεύματος, μέ τήν εὐχαριστιακή χρήση τοῦ κόσμου, ἰδίως μέσα στήν λατρευτική κοινότητα, ὅπου ὁ κόσμος ἐγινότανε Ἐκκλησία, λαός τοῦ Θεοῦ, ἔθνος ἅγιον, βασίλειον ἱεράτευμα, προφήτης καί βασιλεύς καί ἱερεύς. Νά τί λέει ἐπ' αὐτοῦ ὁ πατήρ Γεώργιος Φλωρόφσκυ :
«Τώρα εἶναι ὁ καιρός, πού ἡ θεολογία παύει νά εἶναι μία «ἰδιωτική ὑπόθεση», στήν ὁποία καθένας μπορεῖ ἐλεύθερα νά προσέξει ἤ νά μή δείξει κανένα σεβασμό, ἀνάλογα μέ τίς κλίσεις, τίς τάσεις ἤ τίς διαθέσεις του. Σ' αὐτόν τόν καιρό τοῦ πειρασμοῦ καί τῆς κρίσεως, ἡ θεολογία γίνεται καί πάλιν κάτι τό κοινό (a public thing), μιά παγκόσμια καθολική ἀποστολή. Πρέπει ὅλοι νά πάρουν τά πνευματικά ὅπλα. Τώρα πλέον εἶναι ὁ καιρός, πού ἡ θεολογική σιωπή, ἡ ἀμφιβολία, ἡ μή δοθεῖσα μαρτυρία, ἰσοδυναμοῦν μέ προδοσία καί φυγή πρό τοῦ ἐχθροῦ. Ἡ σιωπή μπορεῖ νά προκαλέσει σύγχυση, ὅπως καί μιά ἀλόγιστη σοφιστική ἀπάντηση. Ἐπιπλέον, σέ αὐτόν, πού μένει σιωπηλός, ἡ σιωπή του μπορεῖ νά εἶναι δηλητήριο καί νά σημαίνει τήν πτώση του καί αὐτός γίνεται συνένοχος, σάν νά ἦταν ἡ πίστη «κάτι τό ἐπουσιῶδες, καί ὄχι τόσο σίγουρο»[14].
Ἕνας ἄλλος κορυφαῖος ὀρθόδοξος θεολόγος, ὁ Ρουμᾶνος πρωτοπρεσβύτερος πατήρ Δημήτριος Στανιλοάε, στό βιβλίο του «Ὁ Θεός, ὁ κόσμος καί ὁ ἄνθρωπος»[15], διαπραγματεύεται τό θέμα : «Ἡ θεολογία ὡς ἐκκλησιαστική διακονία ἐξήγησης καί ἐμβάθυνσης τῶν δογμάτων ἤ τοῦ λυτρωτικοῦ σχεδίου, καί ὡς ἀναζωογόνηση τῆς διακονίας τῆς Ἐκκλησίας». Θά παραθέσουμε ἐδῶ ὁρισμένα ἀποσπάσματα ἀπό τό κεφάλαιο αὐτό, γιά νά ἀποδείξουμε πώς τόσο ὁ πατήρ Γεώργιος Φλωρόφσκυ, ὅσο καί ὁ πατήρ Δημήτριος Στανιλοάε ἔχουν κοινό θεολογικό ὀρθόδοξο φρόνημα, κοινή πολιτιστική καί πνευματική παράδοση, κοινή ζωή καί κοινή πιστή, τήν πίστη καί ζωή τῆς Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς, Ἀποστολικῆς, Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, τῆς μόνης Ἐκκλησίας, πού εἶναι συνέχεια, πιστή καί ζωντανή, τῆς ἀρχαίας ἀδιαιρέτου Ἐκκλησίας. Ἐπίσης, ὁ πατήρ Δημήτριος Στανιλοάε βλέπει κάτι διαφορετικό, μιά ἄλλη πλευρά τῆς ἴδιας ἀλήθειας, ἡ ὁποία δέν ἀναιρ thriskeftika
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Η Kylie Jenner φούσκωσε για τα καλά!
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ