2018-01-22 21:54:00
Ιερομόναχος Ιουστίνος
Στη σημερινή ευαγγελική περικοπή (Λουκ. 19.1-10) βλέπουμε τον Ζακχαίο να δικαιώνει το όνομά του, το οποίο εβραϊκά σημαίνει καθαρός, αθώος.
Η αντιστροφή και η μετάνοιά του η πραγματική, που δηλαδή εξυπονοεί διόρθωση των κακών που έγιναν και αποκατάσταση, παίρνουν την αντεκδίκηση από την τέως φιλοχρηματία του, από τη φιλαργυρία.
Στη φιλαργυρία θα εγκύψουμε σήμερα και εδώ θα επικεντρώσουμε την προσοχή μας, γιατί αυτή γεννάει κατά κανόνα όλες τις «παρενέργειες» του πλούτου. Κρύβει πολλές πτυχές, άντρα κρυφών ή φανερών θηρίων, που μεταβάλλουν τον χρυσολάτρη σε θηρίο.
Το πρώτο σημείο που καθιστά τον πλούτο μεμπτό: η ασπλαγχνία. Η φιλαργυρία εμποδίζει την ελεημοσύνη. «Μη περιμένεις απόκριση από νεκρό, ούτε χάρη από φιλάργυρο» κατά αρχαίο γνωμικό.
Ο πλούσιος είναι ανάλγητος και σκληρός απέναντι στους εμπερίστατους ή τέλος πάντων στους υφισταμένους του, ας πούμε στους εργάτες του. Τους αντιμετωπίζει καχύποπτα, σαν επιβούλους του: Οι φτωχοί θα λιγοστέψουν τα πλούτη του, οι υπάλληλοι δεν φροντίζουν να τα αυξήσουν.
Ας ανατρέξουμε στην παραβολή του πλουσίου και του φτωχού Λαζάρου. Ο δεύτερος ήταν ολόσωμη πληγή. Ριγμένος κάτω επιθυμούσε να κορέσει την πείνα του με τα ψίχουλα από το τραπέζι του ανοικτίρμονα, που ήταν χειρότερος από τα σκυλιά. Είχαν πιο πολλή καρδιά από ό,τι εκείνος, αφού έγλυφαν συμπονετικά τα έλκη του ταλαίπωρου (Λουκ. 16.19-21).
Δίκαια επομένως οι κοινωνικές θέσεις των Πατέρων επί του θέματός μας ήσαν καταπέλτης. Δεν απαυδούσαν να χτυπούν, μήπως και τελεσφορήσουν. Σαν ν’ απολογείται ο θείος Χρυσόστομος: «Πολλοί με κατηγορούν πάντοτε λέγοντας «Κολλάς [είσαι φορτικός και ενοχλητικός] στους πλούσιους». Μα αφού και εκείνοι πάντοτε κολλάνε [φορτικά] στους φτωχούς… Δεν διαβάλλω τον πλούσιο, αλλά τον άρπαγμα. Άλλο δε πλούσιος και άλλο άρπαγας· άλλο εύπορος και άλλο πλεονέκτης· να διαιρείς τα πράγματα και μη συγχέεις… Παίρνεις τα ξένα; Δεν σιωπώ. Θέλεις να με λιθάσεις; Έτοιμος είμαι να χύσω το αίμα μου, μόνο την αμαρτία σου να εμποδίσω» (Εις Ευτρόπιον Β’ 3).
Ο Μέγας Βασίλειος προχωρεί ακόμη πιο πέρα. Ούτε λίγο ούτε πολύ καταδικάζει σαν καταχραστή αδελφικών χρημάτων τον ανελεήμονα πλούσιο. Οικειοποιείται τα χρήματα που του έδωσε ο Θεός για να συντρέχει στις ανάγκες του πλησίον.
Και συνεχίζει οξύτερα ο ιεράρχης: «Ποιος είναι ο πλεονέκτης; Εκείνος που δεν μένει στην αυτάρκεια. Ποιος δε ο αποστερητής; Εκείνος που αφαιρεί τα του καθενός. Συ δε δεν είσαι πλεονέκτης; συ δε δεν είσαι αποστερητής, όταν αυτά που δέχθηκες προς διαχείριση τα κάνεις τελείως δικά σου; Ή εκείνος μεν που απογυμνώνει ντυμένο θα ονομασθεί λωποδύτης, εκείνος δε που δεν ντύνει τον γυμνό, ενώ μπορεί να το κάνει, είναι άξιος άλλου τυχόν χαρακτηρισμού; Του πεινασμένου είναι το ψωμί που κατέχεις εσύ· του γυμνωμένου το ρούχο, που συ φυλάς στις αποθήκες· του ανυπόδητου το υπόδημα, που σου σαπίζει· του αναγκεμένου το αργύριο που έχεις θάψει. Ώστε τόσους πολλούς αδικείς, όσους μπορούσες να εφοδίαζες» (Εις το ρητόν «Καθελώ μου τας αποθήκας» 7). «Όσο λοιπόν πλεονάζεις στον πλούτο, τόσο είσαι ελλιπής στην αγάπη» (Προς τους πλουτούντας 1).
Ο Χρυσόστομος πάλι, λέει κάτι που ενίοτε ταιριάζει απόλυτα και στον τόπο μας και στον χρόνο μας: «Τώρα δε σκυλιά μεν τρέφουμε… και διάφορα θηρία· αδιαφορούμε δε για άνθρωπο που λυώνει από πείνα· και [έτσι γίνεται] πολυτιμότερο σε μας το ξένο από το συγγενικό, και ατιμότερο σε μας το οικείο από το ανύπαρκτο και ανάρμοστο» (Υπόμνημα εις τον Ιωάννην 47.5).
Στην παραβολή του άφρονος πλουσίου (Λουκ. 12.16-21) ο πλούσιος ανησυχεί για το τι να κάνει με το πλήθος των γεννημάτων του. Μα «λογαριάζει χωρίς τον ξενοδόχο». Από τη γη αυτή είναι απλώς περαστικός, σαν περαστικός από ξενοδοχείο· δεν έχει ιδιοκτησία μόνιμη. Έτσι το βράδυ ήδη τον θερίζει ο θάνατος σαν άκαρπο «γέννημα», και ακυρώνονται όλα τα των μόλις θερισμένων γεννημάτων.
Οι πάντες ξεχνάμε τον θάνατο και μάλιστα οι ευρωεκατομμυριούχοι. Όμως η ζωή δεν είναι δική μας, και περισσότερο ο πλούτος. Δεν είναι αυτονόητο ότι θα βιώσουμε πλούσια, με υγεία και για μακρά έτη. Ακούμε ξαφνικούς θανάτους, δυστυχήματα, καρδιακές προσβολές κλπ. και τα αφήνουμε για τους άλλους, δεν είναι για μας.
Σαν κατάληξη έρχεται και σε μας ο θάνατος, όχι σπάνια «ως κλέπτης εν νυκτί» (Α’ Θεσ. 5.2), όπως ήρθε στον άφρονα πλούσιο της παραβολής. Κλέβει δε όχι μόνο την ευφορία των αγρών αλλά και την ίδια τη ζωή.
Η ζωή δεν είναι δική μας. Άλλοι μας την έδωσαν, ο Θεός και οι γονείς μας· όχι μόνο οι γονείς μας, γιατί πόσα ζευγάρια είναι άτεκνα Επομένως είμαστε οφειλέτες, έχουμε δάνειο την ύπαρξή μας και τα πάντα της, σαν παρακαταθήκη, σαν τα τάλαντα της παραβολής (Ματθ. 25.14-30) προς εργασία και αξιοποίηση.
Δυστυχώς πολλοί θ’ αποδειχθούν στο τέλος άφρονες πλούσιοι. Βοηθάει και η σύγχρονη αντίληψη που διατείνεται ότι ο εαυτός μας είναι κτήμα μας και τον κάνουμε ό,τι «γουστάρουμε»: εκτρώσεις, πορνομοιχείες και τα τοιαύτα. Είναι κτήμα μας, ούτε του Θεού ούτε της Ηθικής ούτε της κοινωνίας· μόνο δικό μας κτήμα…
Ωστόσο ο πλεονέκτης δεν είναι άπονος μόνο απέναντι των άλλων, αλλά και απέναντι του… εαυτού του! Γι’ αυτό «δεν υπάρχει χειρότερος από αυτόν που είναι φειδωλός έναντι του εαυτού του· και τούτο είναι ανταπόδομα της κακίας του» (Σειρ. 14.6). Η μανιακή αφοσίωση και προσκόλληση στα χρήματα εγκυμονούν κινδύνους και για τον εαυτό του· του γεννούν κακά. Για παράδειγμα είναι γνωστό το φαινόμενο να είναι «ο πονηρός οφθαλμός φθονερός στο ψωμί [του] και λειψός στο τραπέζι του» (Σειρ. 14.10).
Συχνά είναι και τα περιστατικά να βρίσκουν νεκρούς γέροντες, οι οποίοι πέθαναν σε αθλιέστατες συνθήκες μέσα σε παραπήγματα, και όμως βρέθηκαν να έχουν θησαυρούς! Άλλοι πάλι επαιτούν μέσα στο κρύο και τη βροχή, και όμως έχουν αρκετά. Η φιλαργυρία είναι η κατ’ εξοχήν αμαρτία της τρίτης ηλικίας. Λόγω της εξασθενήσεως αισθάνεται ανασφάλεια, και αγγιστρώνεται στο χρήμα σαν σε ισχυρό προστάτη στις αναμενόμενες, επερχόμενες δυσχέρειες και προβλήματα.
Η φιλαργυρία αποπλανά από την πίστη. Η πίστη δεν συμβαδίζει με «την πλεονεξίαν, ήτις εστίν ειδωλολατρία» (Κολ. 3.5). Θεοποιεί τα χρήματα. Πιστεύει ότι εξασφάλιση είναι οι μετοχές και τα ομόλογα και όχι ο Κύριος και η Πρόνοιά Του. Όταν δε εξοβελίζεται ο Θεός Πατήρ, διώχνεται μαζί και η αδελφική σχέση με τα παιδιά Του, τους συνανθρώπους. Δεν νιώθει ο άπληστος τον φτωχό σαν αδελφό, σαν μέλος του ιδίου Σώματος, της Εκκλησίας, οπότε «είτε πάσχει εν μέλος, συμπάσχει πάντα τα μέλη» (Α’ Κορ. 12.26-27).
Αδιάκοπα επιβεβαιώνεται ότι «ρίζα όλων των κακών είναι και λέγεται η φιλαργυρία, επειδή μίσος και κλοπές και φθόνους και χωρισμούς και έχθρες και ζάλες και μνησικακίες και ασπλαγχνίες και φόνους αυτή ενήργησε» (Κλίμαξ 16.22).
Ναι, βρίσκεται μέσα στα πράγματα ο άγιος Ιωάννης ο Σιναΐτης με την ανάλυση που μας έκανε. Η φιλαργυρία γίνεται αιτία μίσους όταν κάποιος ορθώνεται σαν εμπόδιο στον πλουτισμό μας· προκαλεί κλοπές για κορεσμό της απύθμενης ορέξεως πλούτου· προξενεί φθόνους όταν θησαυρίζει άλλος και όχι εμείς· έχθρες, στο μοίρασμα λ.χ. της κληρονομίας, οπότε δυνατόν αδέλφια μονοιασμένα να μεταβάλλονται ενίοτε σε άσπονδους εχθρούς που θα ξεσχίσουν ο ένας τον άλλο· ζάλες, όταν τα πάντα τα κάνουμε άνω-κάτω κατά την επιδίωξη του πλουτισμού· μνησικακίες, όταν κάποιος μας ζημιώσει· ασπλαγχνίες, οφειλόμενες στον ατομισμό μας, τον οποίο φουσκώνει ο πλούτος· ακόμη και φόνους.
Ο φιλόχρυσος αποκλείεται να είναι και φιλόχριστος. Θεοποιεί το χρήμα, είπαμε. Στηρίζει την ύπαρξή του όχι στον Θεό αλλά στον πλούτο. Συνεπώς ο «πλεονέκτης, ος εστιν ειδωλολάτρης, ουκ έχει κληρονομίαν εν τη βασιλεία του Χριστού και Θεού» (Εφ. 5.5).
Ο Κύριος μάς προειδοποίησε ακριβώς να μη βασιζόμαστε στο χρήμα: «Οράτε και φυλάσσεσθε από πάσης πλεονεξίας· ότι ουκ εν τω περισσεύειν τινί η ζωή αυτού εστιν εκ των υπαρχόντων αυτού» (Λουκ. 12.15).
Ο δε Ψαλμωδός, καίτοι πριν από τον Μεσσία ο Οποίος έστρεψε τον νου και το ενδιαφέρον μας στο Ουρανό, ώστε πολιτεύεται πάνω στη γη η δια Χριστόν ακτημοσύνη των οσίων και αγίων, ο ψαλμωδός, λέμε, έψαλλε: «Κλίνε [και στρέψε] την καρδιά μου [ω Κύριε] στα μαρτύρια [εντολές] Σου και μη στην πλεονεξία» (118.36). Η καρδιά θα είναι προσανατολισμένη και προσκολλημένη ή στον θείο νόμο ή στη λατρεία των χρημάτων. Και τα δυό μαζί δεν συνυπάρχουν όπως δεν συνυπάρχει η υγεία με τη νόσο.
Ιερομόναχος Ιουστίνος
paraklisi
Στη σημερινή ευαγγελική περικοπή (Λουκ. 19.1-10) βλέπουμε τον Ζακχαίο να δικαιώνει το όνομά του, το οποίο εβραϊκά σημαίνει καθαρός, αθώος.
Η αντιστροφή και η μετάνοιά του η πραγματική, που δηλαδή εξυπονοεί διόρθωση των κακών που έγιναν και αποκατάσταση, παίρνουν την αντεκδίκηση από την τέως φιλοχρηματία του, από τη φιλαργυρία.
Στη φιλαργυρία θα εγκύψουμε σήμερα και εδώ θα επικεντρώσουμε την προσοχή μας, γιατί αυτή γεννάει κατά κανόνα όλες τις «παρενέργειες» του πλούτου. Κρύβει πολλές πτυχές, άντρα κρυφών ή φανερών θηρίων, που μεταβάλλουν τον χρυσολάτρη σε θηρίο.
Το πρώτο σημείο που καθιστά τον πλούτο μεμπτό: η ασπλαγχνία. Η φιλαργυρία εμποδίζει την ελεημοσύνη. «Μη περιμένεις απόκριση από νεκρό, ούτε χάρη από φιλάργυρο» κατά αρχαίο γνωμικό.
Ο πλούσιος είναι ανάλγητος και σκληρός απέναντι στους εμπερίστατους ή τέλος πάντων στους υφισταμένους του, ας πούμε στους εργάτες του. Τους αντιμετωπίζει καχύποπτα, σαν επιβούλους του: Οι φτωχοί θα λιγοστέψουν τα πλούτη του, οι υπάλληλοι δεν φροντίζουν να τα αυξήσουν.
Ας ανατρέξουμε στην παραβολή του πλουσίου και του φτωχού Λαζάρου. Ο δεύτερος ήταν ολόσωμη πληγή. Ριγμένος κάτω επιθυμούσε να κορέσει την πείνα του με τα ψίχουλα από το τραπέζι του ανοικτίρμονα, που ήταν χειρότερος από τα σκυλιά. Είχαν πιο πολλή καρδιά από ό,τι εκείνος, αφού έγλυφαν συμπονετικά τα έλκη του ταλαίπωρου (Λουκ. 16.19-21).
Δίκαια επομένως οι κοινωνικές θέσεις των Πατέρων επί του θέματός μας ήσαν καταπέλτης. Δεν απαυδούσαν να χτυπούν, μήπως και τελεσφορήσουν. Σαν ν’ απολογείται ο θείος Χρυσόστομος: «Πολλοί με κατηγορούν πάντοτε λέγοντας «Κολλάς [είσαι φορτικός και ενοχλητικός] στους πλούσιους». Μα αφού και εκείνοι πάντοτε κολλάνε [φορτικά] στους φτωχούς… Δεν διαβάλλω τον πλούσιο, αλλά τον άρπαγμα. Άλλο δε πλούσιος και άλλο άρπαγας· άλλο εύπορος και άλλο πλεονέκτης· να διαιρείς τα πράγματα και μη συγχέεις… Παίρνεις τα ξένα; Δεν σιωπώ. Θέλεις να με λιθάσεις; Έτοιμος είμαι να χύσω το αίμα μου, μόνο την αμαρτία σου να εμποδίσω» (Εις Ευτρόπιον Β’ 3).
Ο Μέγας Βασίλειος προχωρεί ακόμη πιο πέρα. Ούτε λίγο ούτε πολύ καταδικάζει σαν καταχραστή αδελφικών χρημάτων τον ανελεήμονα πλούσιο. Οικειοποιείται τα χρήματα που του έδωσε ο Θεός για να συντρέχει στις ανάγκες του πλησίον.
Και συνεχίζει οξύτερα ο ιεράρχης: «Ποιος είναι ο πλεονέκτης; Εκείνος που δεν μένει στην αυτάρκεια. Ποιος δε ο αποστερητής; Εκείνος που αφαιρεί τα του καθενός. Συ δε δεν είσαι πλεονέκτης; συ δε δεν είσαι αποστερητής, όταν αυτά που δέχθηκες προς διαχείριση τα κάνεις τελείως δικά σου; Ή εκείνος μεν που απογυμνώνει ντυμένο θα ονομασθεί λωποδύτης, εκείνος δε που δεν ντύνει τον γυμνό, ενώ μπορεί να το κάνει, είναι άξιος άλλου τυχόν χαρακτηρισμού; Του πεινασμένου είναι το ψωμί που κατέχεις εσύ· του γυμνωμένου το ρούχο, που συ φυλάς στις αποθήκες· του ανυπόδητου το υπόδημα, που σου σαπίζει· του αναγκεμένου το αργύριο που έχεις θάψει. Ώστε τόσους πολλούς αδικείς, όσους μπορούσες να εφοδίαζες» (Εις το ρητόν «Καθελώ μου τας αποθήκας» 7). «Όσο λοιπόν πλεονάζεις στον πλούτο, τόσο είσαι ελλιπής στην αγάπη» (Προς τους πλουτούντας 1).
Ο Χρυσόστομος πάλι, λέει κάτι που ενίοτε ταιριάζει απόλυτα και στον τόπο μας και στον χρόνο μας: «Τώρα δε σκυλιά μεν τρέφουμε… και διάφορα θηρία· αδιαφορούμε δε για άνθρωπο που λυώνει από πείνα· και [έτσι γίνεται] πολυτιμότερο σε μας το ξένο από το συγγενικό, και ατιμότερο σε μας το οικείο από το ανύπαρκτο και ανάρμοστο» (Υπόμνημα εις τον Ιωάννην 47.5).
Στην παραβολή του άφρονος πλουσίου (Λουκ. 12.16-21) ο πλούσιος ανησυχεί για το τι να κάνει με το πλήθος των γεννημάτων του. Μα «λογαριάζει χωρίς τον ξενοδόχο». Από τη γη αυτή είναι απλώς περαστικός, σαν περαστικός από ξενοδοχείο· δεν έχει ιδιοκτησία μόνιμη. Έτσι το βράδυ ήδη τον θερίζει ο θάνατος σαν άκαρπο «γέννημα», και ακυρώνονται όλα τα των μόλις θερισμένων γεννημάτων.
Οι πάντες ξεχνάμε τον θάνατο και μάλιστα οι ευρωεκατομμυριούχοι. Όμως η ζωή δεν είναι δική μας, και περισσότερο ο πλούτος. Δεν είναι αυτονόητο ότι θα βιώσουμε πλούσια, με υγεία και για μακρά έτη. Ακούμε ξαφνικούς θανάτους, δυστυχήματα, καρδιακές προσβολές κλπ. και τα αφήνουμε για τους άλλους, δεν είναι για μας.
Σαν κατάληξη έρχεται και σε μας ο θάνατος, όχι σπάνια «ως κλέπτης εν νυκτί» (Α’ Θεσ. 5.2), όπως ήρθε στον άφρονα πλούσιο της παραβολής. Κλέβει δε όχι μόνο την ευφορία των αγρών αλλά και την ίδια τη ζωή.
Η ζωή δεν είναι δική μας. Άλλοι μας την έδωσαν, ο Θεός και οι γονείς μας· όχι μόνο οι γονείς μας, γιατί πόσα ζευγάρια είναι άτεκνα Επομένως είμαστε οφειλέτες, έχουμε δάνειο την ύπαρξή μας και τα πάντα της, σαν παρακαταθήκη, σαν τα τάλαντα της παραβολής (Ματθ. 25.14-30) προς εργασία και αξιοποίηση.
Δυστυχώς πολλοί θ’ αποδειχθούν στο τέλος άφρονες πλούσιοι. Βοηθάει και η σύγχρονη αντίληψη που διατείνεται ότι ο εαυτός μας είναι κτήμα μας και τον κάνουμε ό,τι «γουστάρουμε»: εκτρώσεις, πορνομοιχείες και τα τοιαύτα. Είναι κτήμα μας, ούτε του Θεού ούτε της Ηθικής ούτε της κοινωνίας· μόνο δικό μας κτήμα…
Ωστόσο ο πλεονέκτης δεν είναι άπονος μόνο απέναντι των άλλων, αλλά και απέναντι του… εαυτού του! Γι’ αυτό «δεν υπάρχει χειρότερος από αυτόν που είναι φειδωλός έναντι του εαυτού του· και τούτο είναι ανταπόδομα της κακίας του» (Σειρ. 14.6). Η μανιακή αφοσίωση και προσκόλληση στα χρήματα εγκυμονούν κινδύνους και για τον εαυτό του· του γεννούν κακά. Για παράδειγμα είναι γνωστό το φαινόμενο να είναι «ο πονηρός οφθαλμός φθονερός στο ψωμί [του] και λειψός στο τραπέζι του» (Σειρ. 14.10).
Συχνά είναι και τα περιστατικά να βρίσκουν νεκρούς γέροντες, οι οποίοι πέθαναν σε αθλιέστατες συνθήκες μέσα σε παραπήγματα, και όμως βρέθηκαν να έχουν θησαυρούς! Άλλοι πάλι επαιτούν μέσα στο κρύο και τη βροχή, και όμως έχουν αρκετά. Η φιλαργυρία είναι η κατ’ εξοχήν αμαρτία της τρίτης ηλικίας. Λόγω της εξασθενήσεως αισθάνεται ανασφάλεια, και αγγιστρώνεται στο χρήμα σαν σε ισχυρό προστάτη στις αναμενόμενες, επερχόμενες δυσχέρειες και προβλήματα.
Η φιλαργυρία αποπλανά από την πίστη. Η πίστη δεν συμβαδίζει με «την πλεονεξίαν, ήτις εστίν ειδωλολατρία» (Κολ. 3.5). Θεοποιεί τα χρήματα. Πιστεύει ότι εξασφάλιση είναι οι μετοχές και τα ομόλογα και όχι ο Κύριος και η Πρόνοιά Του. Όταν δε εξοβελίζεται ο Θεός Πατήρ, διώχνεται μαζί και η αδελφική σχέση με τα παιδιά Του, τους συνανθρώπους. Δεν νιώθει ο άπληστος τον φτωχό σαν αδελφό, σαν μέλος του ιδίου Σώματος, της Εκκλησίας, οπότε «είτε πάσχει εν μέλος, συμπάσχει πάντα τα μέλη» (Α’ Κορ. 12.26-27).
Αδιάκοπα επιβεβαιώνεται ότι «ρίζα όλων των κακών είναι και λέγεται η φιλαργυρία, επειδή μίσος και κλοπές και φθόνους και χωρισμούς και έχθρες και ζάλες και μνησικακίες και ασπλαγχνίες και φόνους αυτή ενήργησε» (Κλίμαξ 16.22).
Ναι, βρίσκεται μέσα στα πράγματα ο άγιος Ιωάννης ο Σιναΐτης με την ανάλυση που μας έκανε. Η φιλαργυρία γίνεται αιτία μίσους όταν κάποιος ορθώνεται σαν εμπόδιο στον πλουτισμό μας· προκαλεί κλοπές για κορεσμό της απύθμενης ορέξεως πλούτου· προξενεί φθόνους όταν θησαυρίζει άλλος και όχι εμείς· έχθρες, στο μοίρασμα λ.χ. της κληρονομίας, οπότε δυνατόν αδέλφια μονοιασμένα να μεταβάλλονται ενίοτε σε άσπονδους εχθρούς που θα ξεσχίσουν ο ένας τον άλλο· ζάλες, όταν τα πάντα τα κάνουμε άνω-κάτω κατά την επιδίωξη του πλουτισμού· μνησικακίες, όταν κάποιος μας ζημιώσει· ασπλαγχνίες, οφειλόμενες στον ατομισμό μας, τον οποίο φουσκώνει ο πλούτος· ακόμη και φόνους.
Ο φιλόχρυσος αποκλείεται να είναι και φιλόχριστος. Θεοποιεί το χρήμα, είπαμε. Στηρίζει την ύπαρξή του όχι στον Θεό αλλά στον πλούτο. Συνεπώς ο «πλεονέκτης, ος εστιν ειδωλολάτρης, ουκ έχει κληρονομίαν εν τη βασιλεία του Χριστού και Θεού» (Εφ. 5.5).
Ο Κύριος μάς προειδοποίησε ακριβώς να μη βασιζόμαστε στο χρήμα: «Οράτε και φυλάσσεσθε από πάσης πλεονεξίας· ότι ουκ εν τω περισσεύειν τινί η ζωή αυτού εστιν εκ των υπαρχόντων αυτού» (Λουκ. 12.15).
Ο δε Ψαλμωδός, καίτοι πριν από τον Μεσσία ο Οποίος έστρεψε τον νου και το ενδιαφέρον μας στο Ουρανό, ώστε πολιτεύεται πάνω στη γη η δια Χριστόν ακτημοσύνη των οσίων και αγίων, ο ψαλμωδός, λέμε, έψαλλε: «Κλίνε [και στρέψε] την καρδιά μου [ω Κύριε] στα μαρτύρια [εντολές] Σου και μη στην πλεονεξία» (118.36). Η καρδιά θα είναι προσανατολισμένη και προσκολλημένη ή στον θείο νόμο ή στη λατρεία των χρημάτων. Και τα δυό μαζί δεν συνυπάρχουν όπως δεν συνυπάρχει η υγεία με τη νόσο.
Ιερομόναχος Ιουστίνος
paraklisi
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ