2018-02-10 09:48:13
Πολεμώ να θυμούμαι τα όνειρα, γιατί αυτά πάντα στάθηκαν μεγάλη βοήθεια στην ξύπνια ζωή μου Θυμούμαι, απόψε[2] είδα σωρούς τεράστια μανταρίνια σ’ ένα αψηλό χωριό της Κρήτης όπου γεννήθηκε η μητέρα μου. Σα να ’τανε σωριασμένα στο σπίτι του παππού μου· τα ζήλευα κ’ έλεγα: «Αχ! τόσους θαμαστούς καρπούς να ’χει το σπίτι μας κ’ εγώ να στερούμαι!»
Κ’ έπειτα, πλήθος άλλα – σα θάλασσα πηχτή, σκοτεινή – όνειρα. Όμως, τα ξημερώματα, ένα όνειρο έμεινε κ’ έφρανε το σπλάχνο μου:
Μπροστά μου μια θάλασσα σκοτεινή έβραζε, ο ουρανός είταν χαμηλός και κατάμαυρος, κ’ εγώ από το γυρογιάλι κοίταζα μακριά ν’ αρμενίζει χορεύοντας μια βάρκα με τριγωνικό πανί, που έλαμπε σαν αυτόφωτο κ’ είταν γεμάτο άνεμο πρίμο. Κι ως την είδα, φώναξα απομέσα μου με δέος: «Η καρδιά μου!»
Το πρωί, αλλόκοτη χαρά και πίστη γιόμωσαν τα φρένα μου. Το νιώθω, το φωτεινό τούτο πανί που αρμενίζει στη σκοτεινή θάλασσα θα το βλέπω πια συχνά στο νου μου και θα με γκαρδιώνει[3].
2.
Κοίταζα τον ουρανό, καθώς το συνηθίζω, με τη μεγαλύτερη προσοχή, οπόταν παρατήρησα ένα πράμα που διάβαινε γοργά από το ένα άστρο στο άλλο. Σε λίγο μπόρεσα να ξεχωρίσω πως ήταν ένας ποδηλάτης που αρμένιζε έτσι, ατάραχος, από τη μιαν άκρη του στερεώματος στην άλλη. Άξαφνα, κάπου πρέπει να σκόνταψε· αναποδογυρίστηκε, πήρε να γκρεμίζεται στο διάστημα. Έπεσε πλάι μου, και τότε είδα πως είταν ένα μικρό θαλασσοπούλι.
– Πες μου, θαλασσοπούλι, τι ξέρεις για τούτον τον κόσμο και τον άλλο;
Το θαλασσοπούλι μισάνοιξε το ράμφος του δυο – τρεις φορές, μα δεν έβγαλε μιλιά. Το ξαναρώτησα εγώ, μα δεν αποκρίθηκε. Τότε του έβαλα ένα άλλο ρώτημα:
– Θαλασσοπούλι, σε παρακαλώ, πες μου αν υπάρχει ελπίδα για τον άνθρωπο.
Η ίδια απόκριση, η ίδια μουγγαμάρα.
– Σε ικετεύω, μικρό θαλασσοπούλι, πες μου! Υπάρχει ελπίδα για τον άνθρωπο;
Τότε το θαλασσοπούλι με κοίταξε μια στιγμή στηλά μέσα στα μάτια· το κεφαλάκι του έγειρε στο πλάι· και ξεψύχησε.
Ν. Καζαντζάκης
Νέα Εστία, 25 Δεκεμβρίου 1959
Πηγή Tromaktiko
Κ’ έπειτα, πλήθος άλλα – σα θάλασσα πηχτή, σκοτεινή – όνειρα. Όμως, τα ξημερώματα, ένα όνειρο έμεινε κ’ έφρανε το σπλάχνο μου:
Μπροστά μου μια θάλασσα σκοτεινή έβραζε, ο ουρανός είταν χαμηλός και κατάμαυρος, κ’ εγώ από το γυρογιάλι κοίταζα μακριά ν’ αρμενίζει χορεύοντας μια βάρκα με τριγωνικό πανί, που έλαμπε σαν αυτόφωτο κ’ είταν γεμάτο άνεμο πρίμο. Κι ως την είδα, φώναξα απομέσα μου με δέος: «Η καρδιά μου!»
Το πρωί, αλλόκοτη χαρά και πίστη γιόμωσαν τα φρένα μου. Το νιώθω, το φωτεινό τούτο πανί που αρμενίζει στη σκοτεινή θάλασσα θα το βλέπω πια συχνά στο νου μου και θα με γκαρδιώνει[3].
2.
Κοίταζα τον ουρανό, καθώς το συνηθίζω, με τη μεγαλύτερη προσοχή, οπόταν παρατήρησα ένα πράμα που διάβαινε γοργά από το ένα άστρο στο άλλο. Σε λίγο μπόρεσα να ξεχωρίσω πως ήταν ένας ποδηλάτης που αρμένιζε έτσι, ατάραχος, από τη μιαν άκρη του στερεώματος στην άλλη. Άξαφνα, κάπου πρέπει να σκόνταψε· αναποδογυρίστηκε, πήρε να γκρεμίζεται στο διάστημα. Έπεσε πλάι μου, και τότε είδα πως είταν ένα μικρό θαλασσοπούλι.
– Πες μου, θαλασσοπούλι, τι ξέρεις για τούτον τον κόσμο και τον άλλο;
Το θαλασσοπούλι μισάνοιξε το ράμφος του δυο – τρεις φορές, μα δεν έβγαλε μιλιά. Το ξαναρώτησα εγώ, μα δεν αποκρίθηκε. Τότε του έβαλα ένα άλλο ρώτημα:
– Θαλασσοπούλι, σε παρακαλώ, πες μου αν υπάρχει ελπίδα για τον άνθρωπο.
Η ίδια απόκριση, η ίδια μουγγαμάρα.
– Σε ικετεύω, μικρό θαλασσοπούλι, πες μου! Υπάρχει ελπίδα για τον άνθρωπο;
Τότε το θαλασσοπούλι με κοίταξε μια στιγμή στηλά μέσα στα μάτια· το κεφαλάκι του έγειρε στο πλάι· και ξεψύχησε.
Ν. Καζαντζάκης
Νέα Εστία, 25 Δεκεμβρίου 1959
Πηγή Tromaktiko
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ