2018-02-11 12:09:14
Τα ελληνικά προϊόντα δεν υπολείπονται σε ποιότητα των αντίστοιχων ξένων, ωστόσο λόγω της χαμηλότερης τοποθέτησής τους στις αγορές έχουν ακόμη διαφορετική «βαρύτητα» και αναγνωρισιμότητα. Απέναντι σ' αυτά τα εμπόδια, μια κρητική οικογένεια με παράδοση
σχεδόν ενός αιώνα στην παραγωγή μελιού καταφέρνει με τη στήριξη της Eurobank ένα μικρό θαύμα. Η Μελίγυρις, όπως παραδέχονται επαγγελματίες του χώρου, αρχίζει να δίνει ένα υψηλό επίπεδο στο μέλι, παρακινώντας με αυτόν τον τρόπο κι άλλους παραγωγούς να αυξήσουν την προστιθέμενη αξία του προϊόντος.
Πρόσφατα η Μελίγυρις κατάφερε να εισέλθει το κρητικό ελληνικό μέλι στα ράφια δύσκολων αγορών, όπως ο Καναδάς, και πιο πριν στις ΗΠΑ και την αχανή Κίνα.
Η ιστορία της οικογενειακής επιχείρησης μελισσιών Στεφανάκη ξεκινά τη δεκαετία του 1920 στο Αρκαλοχώρι Ηρακλείου Κρήτης, από τον παππού της οικογένειας, ο οποίος ως μελισσοκόμος άρχισε τότε τη δραστηριότητα σε παλιές κυψέλες. Η επίπονη δουλειά της μελισσοκομίας συνεχίστηκε και από τον πατέρα των αδελφών Στεφανάκη στο Αρκαλοχώρι και τα γειτονικά χωριά του Ηρακλείου.
Το 1992 ο κ. Μανόλης Στεφανάκης ολοκληρώνει τις σπουδές του στη Γεωπονική και ασχολείται ειδικότερα με τον ποιοτικό έλεγχο του μελιού. Ο τελευταίος, όπως θα δούμε, είναι ο ακρογωνιαίος λίθος της σημερινής επιχείρησης. Το 1992, λοιπόν, τα αδέλφια Μανόλης και Γιάννης Στεφανάκης εισέρχονται στην επιχείρηση και για 10 χρόνια επικεντρώνονται στην παραγωγή μελιών που βασίζονται στα αρώματα της κρητικής γης, το θυμάρι και τα πεύκα. Η διαδικασία της παραγωγής φαίνεται απλή, αλλά δεν είναι. Πρώτα απ' όλα ελέγχεται καλά το μικροκλίμα στις περιοχές του Ηρακλείου, δηλαδή το υψόμετρο, αν είναι κοντά στη θάλασσα και οι ξηροθερμικές συνθήκες.
Τότε εντοπίζονται τα σημεία μακριά από τις αγροτικές καλλιέργειες που προσφέρουν τα καλύτερα βιολογικά και οργανοληπτικά χαρακτηριστικά. Το 2003 η Μελίγυρις ξεκίνησε την τυποποιητική μονάδα της, η οποία τηρεί όλες τις ευρωπαϊκές προδιαγραφές για τη μελισσοκομία.
Οι δυσκολίες
Το όλο εγχείρημα, όμως, αντιμετώπισε τις δυσκολίες που βρίσκουν μπροστά τους τα περισσότερα ελληνικά ποιοτικά προϊόντα: την τιμή και την αναγνωρισιμότητα. «Οταν το καλό ελληνικό μέλι πωλείται έως 300% ακριβότερα από αυτό των Κίνας - Ινδίας ή της Νοτίου Αμερικής, τότε υπάρχει δυσκολία να μπεις στις διεθνείς αγορές, οι οποίες λειτουργούν με δικούς τους κανόνες. Αλλωστε όταν οι καταναλωτές στις αλυσίδες της Νέας Υόρκης έχουν 100-150 επιλογές γιατί να επιλέξουν το δικό σου προϊόν;» αναρωτιέται ο κ. Στεφανάκης.
Εκεί τίθεται το δεύτερο θέμα των ελληνικών προϊόντων, η αναγνωρισιμότητα έναντι των ανταγωνιστών τους. Γειτονικές χώρες όπως η Ιταλία έχουν δαπανήσει αρκετά στη δημιουργία αναγνωρίσιμων brands -σε κάθε τομέα-, γεγονός που φέρνει τους καταναλωτές πιο κοντά.
Βαθύς γνώστης της ελληνικής αγοράς, ο κ. Στεφανάκης αναγνωρίζει ότι στην Ελλάδα το κόστος του παραγωγού διαμορφώνεται σε υψηλότερα επίπεδα (μικρότερες ποσότητες, μικρότεροι κλήροι), ενώ στον τομέα του branding υπάρχει κάποια υστέρηση. Είναι χαρακτηριστικό ότι η Νέα Ζηλανδία έχει πετύχει να πουλά το προϊόν της (manuka), το οποίο κοστίζει 200 ευρώ το κιλό. Ο ανταγωνισμός, δε, για τις ελληνικές εταιρείες προέρχεται και από τους φθηνούς παραγωγούς. Για παράδειγμα, τα ελληνικά μέλια κινούνται στα 7-8 ευρώ το κιλό και τα φθηνά της Κίνας στα 2 ευρώ. Μπροστά σε αυτό το σκηνικό οι ελληνικές εταιρείες πρέπει να δώσουν μεγαλύτερο αγώνα.
Το άνοιγμα στην αγορά του Καναδά
Ενα μέρος της βοήθειας στο branding η Μελίγυρις το έλαβε και σε Ελλάδα και στο εξωτερικό μέσα από τις εξαγωγικές προσπάθειες της Eurobond και τις εκδηλώσεις Go in, όπου πωλητές από την Ελλάδα συναντούν αγοραστές και μεγάλα δίκτυα από το εξωτερικό. «Θέλω να ευχαριστήσω τη Eurobank και το πρόγραμμα "Go in Crete" διότι με βοήθησαν και πίστεψαν στο προϊόν».
Η βοήθεια προς τους παραγωγούς, μικρούς και μεγάλους, είναι ουσιαστική, καθώς διοργανώνονται εκθέσεις δίχως κόστος, όταν στη μικρότερη έκθεση του εξωτερικού αυτό ανέρχεται στα 15.000-20.000 ευρώ. Σε μία από τις εκδηλώσεις, ο κ. Στεφανάκης γνώρισε και συνδέθηκε με έναν Ελληνοκαναδό επιχειρηματία, τον Στιβ Κριάρις, ο οποίος λόγω του κύρους και της αξιοπιστίας του που απολαμβάνει στην τοπική αγορά άνοιξε δρόμους για την κρητική εταιρεία στον Καναδά.
«Πρώτα η παραγωγή, μετά οι τζίροι»
Η Μελίγυρις παράγει 9 διαφορετικές ποικιλίες μελιού με κύρια βάση το θυμάρι (Δάσους, Θυμαριού & Αγριοβοτάνων, Θυμαρίσιο, Ασπρόθυμου & Αγριοβοτάνων, Δάσους & Ερείκης, Δάσους & Φασκομηλιάς, Πευκοθύμαρο, Βελανιδιάς & Καστανιάς, Λεμονιάς & Πορτοκαλιάς, Με καρύδια). Οπως υπογραμμίζει ο κ. Στεφανάκης, το βάρος έχει πέσει στην παραγωγή και στην ποιότητα. «Σημασία για εμάς έχει πρώτα η παραγωγή. Τότε θα έρθουν και ο τζίροι. Δεν θέλουμε η βιομηχανοποίηση του προϊόντος να χαλάσει τη σημερινή ποιότητα». Η μονάδα διαθέτει πιστοποίηση ασφάλειας τροφίμων IFS από την ΤUV NORD, την πιστοποίηση FDA, πιστοποίηση για την απουσία γύρης μεταλλαγμένων φυτών, ενώ διαθέτει και ένα σύγχρονο εργαστήριο ποιοτικού ελέγχου. Δύο από τα προϊόντα της Μελίγυρις έχουν βραβευτεί στον μεγάλο διαγωνισμό γεύσης στο Λονδίνο το 2014 (Μέλι Θυμαρίσιο και Μέλι Δάσους, Θυμαριού & Αγριοβοτάνων).
Η οικογένεια Στεφανάκη συνηθίζει να μην κοιτά τα νούμερα, αν και από το ξεκίνημα της κρίσης έχουν πραγματοποιηθεί μεγάλα βήματα. Ο τζίρος έχει τριπλασιαστεί φτάνοντας το 1,2-1,5 εκατ. ευρώ, ενώ υπερδιπλάσιο είναι και το προσωπικό καθώς φτάνει σήμερα τα 15 άτομα. Επίσης, υπάρχει συνεργασία και με άλλους παραγωγούς που τηρούν τις προδιαγραφές.
Με το 60% πωλήσεων σε εξαγωγές (13 χώρες), η Μελίγυρις έχει ανοίξει δύσκολες αγορές, όπως οι ΗΠΑ, η Ιαπωνία, η Αυστραλία, η Κορέα και η Κίνα. Σήμερα η κρητική εταιρεία αποτελεί επιλογή διεθνών και ελληνικών γαστρονομικών ονομάτων. Μεταξύ άλλων, προμηθεύει την Galleries Lafayet, τα εστιατόρια «Mavrommatis» (Γαλλία), «Milos» (Ελλάδα, Αγγλία), «Μetro», τις Μινωικές Γραμμές, ενώ προϊόντα της βρίσκονται σε όλα τα αεροδρόμια και τα λιμάνια της Ελλάδας.
anatakti
σχεδόν ενός αιώνα στην παραγωγή μελιού καταφέρνει με τη στήριξη της Eurobank ένα μικρό θαύμα. Η Μελίγυρις, όπως παραδέχονται επαγγελματίες του χώρου, αρχίζει να δίνει ένα υψηλό επίπεδο στο μέλι, παρακινώντας με αυτόν τον τρόπο κι άλλους παραγωγούς να αυξήσουν την προστιθέμενη αξία του προϊόντος.
Πρόσφατα η Μελίγυρις κατάφερε να εισέλθει το κρητικό ελληνικό μέλι στα ράφια δύσκολων αγορών, όπως ο Καναδάς, και πιο πριν στις ΗΠΑ και την αχανή Κίνα.
Η ιστορία της οικογενειακής επιχείρησης μελισσιών Στεφανάκη ξεκινά τη δεκαετία του 1920 στο Αρκαλοχώρι Ηρακλείου Κρήτης, από τον παππού της οικογένειας, ο οποίος ως μελισσοκόμος άρχισε τότε τη δραστηριότητα σε παλιές κυψέλες. Η επίπονη δουλειά της μελισσοκομίας συνεχίστηκε και από τον πατέρα των αδελφών Στεφανάκη στο Αρκαλοχώρι και τα γειτονικά χωριά του Ηρακλείου.
Το 1992 ο κ. Μανόλης Στεφανάκης ολοκληρώνει τις σπουδές του στη Γεωπονική και ασχολείται ειδικότερα με τον ποιοτικό έλεγχο του μελιού. Ο τελευταίος, όπως θα δούμε, είναι ο ακρογωνιαίος λίθος της σημερινής επιχείρησης. Το 1992, λοιπόν, τα αδέλφια Μανόλης και Γιάννης Στεφανάκης εισέρχονται στην επιχείρηση και για 10 χρόνια επικεντρώνονται στην παραγωγή μελιών που βασίζονται στα αρώματα της κρητικής γης, το θυμάρι και τα πεύκα. Η διαδικασία της παραγωγής φαίνεται απλή, αλλά δεν είναι. Πρώτα απ' όλα ελέγχεται καλά το μικροκλίμα στις περιοχές του Ηρακλείου, δηλαδή το υψόμετρο, αν είναι κοντά στη θάλασσα και οι ξηροθερμικές συνθήκες.
Τότε εντοπίζονται τα σημεία μακριά από τις αγροτικές καλλιέργειες που προσφέρουν τα καλύτερα βιολογικά και οργανοληπτικά χαρακτηριστικά. Το 2003 η Μελίγυρις ξεκίνησε την τυποποιητική μονάδα της, η οποία τηρεί όλες τις ευρωπαϊκές προδιαγραφές για τη μελισσοκομία.
Οι δυσκολίες
Το όλο εγχείρημα, όμως, αντιμετώπισε τις δυσκολίες που βρίσκουν μπροστά τους τα περισσότερα ελληνικά ποιοτικά προϊόντα: την τιμή και την αναγνωρισιμότητα. «Οταν το καλό ελληνικό μέλι πωλείται έως 300% ακριβότερα από αυτό των Κίνας - Ινδίας ή της Νοτίου Αμερικής, τότε υπάρχει δυσκολία να μπεις στις διεθνείς αγορές, οι οποίες λειτουργούν με δικούς τους κανόνες. Αλλωστε όταν οι καταναλωτές στις αλυσίδες της Νέας Υόρκης έχουν 100-150 επιλογές γιατί να επιλέξουν το δικό σου προϊόν;» αναρωτιέται ο κ. Στεφανάκης.
Εκεί τίθεται το δεύτερο θέμα των ελληνικών προϊόντων, η αναγνωρισιμότητα έναντι των ανταγωνιστών τους. Γειτονικές χώρες όπως η Ιταλία έχουν δαπανήσει αρκετά στη δημιουργία αναγνωρίσιμων brands -σε κάθε τομέα-, γεγονός που φέρνει τους καταναλωτές πιο κοντά.
Βαθύς γνώστης της ελληνικής αγοράς, ο κ. Στεφανάκης αναγνωρίζει ότι στην Ελλάδα το κόστος του παραγωγού διαμορφώνεται σε υψηλότερα επίπεδα (μικρότερες ποσότητες, μικρότεροι κλήροι), ενώ στον τομέα του branding υπάρχει κάποια υστέρηση. Είναι χαρακτηριστικό ότι η Νέα Ζηλανδία έχει πετύχει να πουλά το προϊόν της (manuka), το οποίο κοστίζει 200 ευρώ το κιλό. Ο ανταγωνισμός, δε, για τις ελληνικές εταιρείες προέρχεται και από τους φθηνούς παραγωγούς. Για παράδειγμα, τα ελληνικά μέλια κινούνται στα 7-8 ευρώ το κιλό και τα φθηνά της Κίνας στα 2 ευρώ. Μπροστά σε αυτό το σκηνικό οι ελληνικές εταιρείες πρέπει να δώσουν μεγαλύτερο αγώνα.
Το άνοιγμα στην αγορά του Καναδά
Ενα μέρος της βοήθειας στο branding η Μελίγυρις το έλαβε και σε Ελλάδα και στο εξωτερικό μέσα από τις εξαγωγικές προσπάθειες της Eurobond και τις εκδηλώσεις Go in, όπου πωλητές από την Ελλάδα συναντούν αγοραστές και μεγάλα δίκτυα από το εξωτερικό. «Θέλω να ευχαριστήσω τη Eurobank και το πρόγραμμα "Go in Crete" διότι με βοήθησαν και πίστεψαν στο προϊόν».
Η βοήθεια προς τους παραγωγούς, μικρούς και μεγάλους, είναι ουσιαστική, καθώς διοργανώνονται εκθέσεις δίχως κόστος, όταν στη μικρότερη έκθεση του εξωτερικού αυτό ανέρχεται στα 15.000-20.000 ευρώ. Σε μία από τις εκδηλώσεις, ο κ. Στεφανάκης γνώρισε και συνδέθηκε με έναν Ελληνοκαναδό επιχειρηματία, τον Στιβ Κριάρις, ο οποίος λόγω του κύρους και της αξιοπιστίας του που απολαμβάνει στην τοπική αγορά άνοιξε δρόμους για την κρητική εταιρεία στον Καναδά.
«Πρώτα η παραγωγή, μετά οι τζίροι»
Η Μελίγυρις παράγει 9 διαφορετικές ποικιλίες μελιού με κύρια βάση το θυμάρι (Δάσους, Θυμαριού & Αγριοβοτάνων, Θυμαρίσιο, Ασπρόθυμου & Αγριοβοτάνων, Δάσους & Ερείκης, Δάσους & Φασκομηλιάς, Πευκοθύμαρο, Βελανιδιάς & Καστανιάς, Λεμονιάς & Πορτοκαλιάς, Με καρύδια). Οπως υπογραμμίζει ο κ. Στεφανάκης, το βάρος έχει πέσει στην παραγωγή και στην ποιότητα. «Σημασία για εμάς έχει πρώτα η παραγωγή. Τότε θα έρθουν και ο τζίροι. Δεν θέλουμε η βιομηχανοποίηση του προϊόντος να χαλάσει τη σημερινή ποιότητα». Η μονάδα διαθέτει πιστοποίηση ασφάλειας τροφίμων IFS από την ΤUV NORD, την πιστοποίηση FDA, πιστοποίηση για την απουσία γύρης μεταλλαγμένων φυτών, ενώ διαθέτει και ένα σύγχρονο εργαστήριο ποιοτικού ελέγχου. Δύο από τα προϊόντα της Μελίγυρις έχουν βραβευτεί στον μεγάλο διαγωνισμό γεύσης στο Λονδίνο το 2014 (Μέλι Θυμαρίσιο και Μέλι Δάσους, Θυμαριού & Αγριοβοτάνων).
Η οικογένεια Στεφανάκη συνηθίζει να μην κοιτά τα νούμερα, αν και από το ξεκίνημα της κρίσης έχουν πραγματοποιηθεί μεγάλα βήματα. Ο τζίρος έχει τριπλασιαστεί φτάνοντας το 1,2-1,5 εκατ. ευρώ, ενώ υπερδιπλάσιο είναι και το προσωπικό καθώς φτάνει σήμερα τα 15 άτομα. Επίσης, υπάρχει συνεργασία και με άλλους παραγωγούς που τηρούν τις προδιαγραφές.
Με το 60% πωλήσεων σε εξαγωγές (13 χώρες), η Μελίγυρις έχει ανοίξει δύσκολες αγορές, όπως οι ΗΠΑ, η Ιαπωνία, η Αυστραλία, η Κορέα και η Κίνα. Σήμερα η κρητική εταιρεία αποτελεί επιλογή διεθνών και ελληνικών γαστρονομικών ονομάτων. Μεταξύ άλλων, προμηθεύει την Galleries Lafayet, τα εστιατόρια «Mavrommatis» (Γαλλία), «Milos» (Ελλάδα, Αγγλία), «Μetro», τις Μινωικές Γραμμές, ενώ προϊόντα της βρίσκονται σε όλα τα αεροδρόμια και τα λιμάνια της Ελλάδας.
anatakti
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Ποιους έστελνε ο Γέροντας Παΐσιος στα μπουζούκια!
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ