2018-02-13 19:46:09
Συντάκτης: Σπύρος Μανουσέλης
Η εγγενής απροσδιοριστία της ανθρώπινης φύσης ίσως οφείλεται στον αποφασιστικό ρόλο που παίζουν στην οριστική διαμόρφωσή της μια σειρά από επιγενετικοί παράγοντες, π.χ. οι ιστορικοί, κοινωνικοί και πολιτιστικοί παράγοντες.
Οι οποίοι από κοινού με τις βιολογικές προδιαγραφές του είδους μας συνδιαμορφώνουν την ταυτότητα κάθε ανθρώπινου πλάσματος.
Το γεγονός όμως ότι η ανθρώπινη φύση αποδείχτηκε ιδιαίτερα ευέλικτη εξελικτικά και, εκ φύσεως, ικανή να διαμορφώνει η ίδια το περιβάλλον της ενδέχεται στο άμεσο μέλλον να αποδειχτεί και ο μεγαλύτερος κίνδυνος που διατρέχει.
Εξάλλου, η ασυνήθιστα εύπλαστη και ευπροσάρμοστη «φύση» του ανθρώπινου είδους εκδηλώνεται όχι μόνο στην πρωτοφανή, σε όλο το ζωικό βασίλειο, δημιουργικότητα και παρεμβατικότητά του, αλλά και στη μοναδική ικανότητά του να ζει εις βάρος όλων των άλλων εμβίων όντων που κατοικούν στον πλανήτη «του». Ο,τι μέχρι σήμερα αποτελούσε το βιολογικό πλεονέκτημα του Homo sapiens, δηλαδή του έλλογου, αλλά κάθε άλλο παρά σοφού είδους μας, ίσως αποδειχτεί η αχίλλειος πτέρνα για την επιβίωσή του.
'Η περί της βιοπολιτικής χειραγώγησης της ανθρώπινης φύσης
Η απάνθρωπη βία και η παράλογη επιθετική συμπεριφορά αφενός και η αλληλεγγύη, η αλληλοβοήθεια και η αλτρουιστική συμπεριφορά αφετέρου αποτελούν, άραγε, εγγενή βιολογικά χαρακτηριστικά της «σχιζοειδούς» ανθρώπινης φύσης;
Ή μήπως πρόκειται αντίθετα για επιφαινόμενα που εξαρτώνται αποκλειστικά από ιστορικούς και κοινωνικούς παράγοντες;
Αγάπη και μίσος, συνεργασία και επιθετικότητα, κοινωνική συναίνεση και βία δεν αποτελούν απλώς τα εγγενή βιολογικά χαρακτηριστικά της «σχιζοειδούς» ανθρώπινης φύσης, ούτε και τα υποπροϊόντα της έκφρασης των γονιδίων ή των ενστίκτων μας, αλλά την αποκρυστάλλωση των περίπλοκων ανθρώπινων σχέσεων σε ένα δεδομένο κοινωνικό περιβάλλον.
Αν αυτό ισχύει, τότε τα περιθώρια της επιρροής των γονιδίων μας και των «ζωικών» ενστίκτων μας είναι αντιστρόφως ανάλογα με την εξελικτική πολυπλοκότητα του ανθρώπινου είδους.
Πράγματι, σύμφωνα με όσα γνωρίζουμε μέχρι σήμερα, οι άνθρωποι διαφοροποιούνται μεταξύ τους κυρίως ως προς τα ιδιαίτερα ψυχολογικά και πολιτισμικά τους γνωρίσματα και όχι τόσο ως προς τα τυπικά βιολογικά χαρακτηριστικά τους.
Το γεγονός ότι, παρά την κοινή γονιδιακή τους κληρονομιά και την κοινή κοινωνική τους «ταυτότητα», οι άνθρωποι διαφέρουν τόσο πολύ μεταξύ τους αποτελεί μια σαφέστατη ένδειξη για τις περίπλοκες και αμφίδρομες αλληλεπιδράσεις της βιολογίας και του πολιτισμού μας στον καθορισμό της ιδιαίτερης ανθρώπινης φύσης μας.
Ανούσια «φύση» ή αφύσικη «ουσία»;
Ο Καρλ Μαρξ, στο περίφημο έργο της ωριμότητάς του, «Το Κεφάλαιο», γράφει: «Μια αράχνη εκτελεί λειτουργίες που μοιάζουν με αυτές του υφαντή και μια μέλισσα θα ντρόπιαζε κάθε αρχιτέκτονα με την κατασκευή κηρήθρας.
Αυτό όμως που διακρίνει τον χειρότερο αρχιτέκτονα από την καλύτερη μέλισσα είναι ότι ο αρχιτέκτονας κατασκευάζει τη δομή στο κεφάλι του προτού την πραγματοποιήσει.
Στο τέλος κάθε εργασίας αναδύεται το αποτέλεσμα το οποίο ο εργάτης το έχει ήδη συλλάβει εξ αρχής νοητικά και συνεπώς αυτό υπήρχε ήδη ως ιδέα».
Θέλοντας να αναδείξει τις μοναδικές ανθρώπινες νοητικές ικανότητες, όπως αυτές εκδηλώνονται π.χ. στην αρχιτεκτονική εργασία, ο Μαρξ επισημαίνει ότι οι αρχιτέκτονες, αντίθετα με τις μέλισσες, δεν περιορίζονται στο να επιφέρουν αλλαγές στη μορφή των υλικών αντικειμένων που υπάρχουν στη φύση, αλλά υλοποιούν συνειδητά ένα σχέδιο το οποίο έχουν συλλάβει νοητικά εκ των προτέρων.
Πώς όμως προέκυψαν αυτές οι μοναδικές ανθρώπινες ικανότητες και σε τι ακριβώς διαφοροποιούνται από τη συμπεριφορά των άλλων έμβιων όντων;
Σε αυτό το αποφασιστικό ερώτημα τόσο ο Μαρξ όσο και ο Ενγκελς υποστηρίζουν ότι η ιδιαίτερη ανθρώπινη φύση προέκυψε εξελικτικά από μη ανθρώπινες μορφές ζωής.
Πέρα όμως από αυτή τη γενικόλογη αποδοχή της εξελικτικής θεωρίας του Δαρβίνου, οι δημιουργοί του ιστορικού και διαλεκτικού υλισμού έκριναν φιλοσοφικά και πολιτικά σκόπιμο να υποστηρίξουν επιπρόσθετα ότι μολονότι η ανθρώπινη ιστορία αποτελεί μέρος της ιστορίας της φύσης, ταυτόχρονα την υπερβαίνει.
Χάρη πρωτίστως στη συλλογική εργασία και άρα στην ανάπτυξη της κοινωνικής ζωής τους οι άνθρωποι έγιναν τα μοναδικά έμβια όντα που κατάφεραν να υπερβούν τη ζωώδη κατάσταση από την οποία προήλθαν.
Διόλου περίεργο ότι ο Μαρξ όσο και ο Ενγκελς δεν μιλάνε σχεδόν ποτέ για την ανθρώπινη «φύση», αλλά για την ανθρώπινη «ουσία».
Αυτό το κάνουν για να διαφοροποιήσουν τη ανθρώπινη φύση, που διαμορφώθηκε βιολογικά και εξαρτάται από τυχαίους εξελικτικούς παράγοντες, από την ανθρώπινη ουσία που, όπως υπέθεταν, καθορίζεται νομοτελειακά μόνο από ιστορικούς-κοινωνικούς παράγοντες.
Συνεπώς, για τον Μαρξ, η «ανθρώπινη ουσία» δεν είναι υπεριστορική, αμετάβλητη και «εσωτερική» στον κάθε άνθρωπο, αλλά αντίθετα είναι το σύνολο των κοινωνικών σχέσεων που διαμορφώνουν ιστορικά την ανθρώπινη πραγματικότητα.
Ισως η σημαντικότερη γνωσιολογική συνέπεια της μαρξικής προσέγγισης είναι ότι, πρώτη φορά, αναδεικνύεται επαρκώς η ανάγκη κατανόησης όχι μόνο της αμιγώς βιολογικής αλλά και της ιστορικής-κοινωνικής διάστασης της ανθρώπινης φύσης.
Το πρόβλημα, ωστόσο, με τη μαρξική έννοια της «ανθρώπινης ουσίας» είναι ότι παραπέμπει στην ουσιολογική μεταφυσική παράδοση που, όπως είδαμε, διαφοροποιεί εντελώς αυθαίρετα τον άνθρωπο από τη φύση, τον νου από το σώμα και τη βιολογική από την κοινωνική ζωή των ανθρώπων (βλ. «Εφ.Συν», 2-12-17 και 27-01-18).
Και δυστυχώς, δεν πρόκειται μόνο για ένα φιλοσοφικό ατόπημα. Δεδομένης της άκριτης, σχεδόν θρησκευτικής αποδοχής των ιδεών του Μαρξ από πολλούς μετέπειτα «μαρξιστές», καταλαβαίνουμε εύκολα το γιατί περισσότεροι από αυτούς αρνήθηκαν δογματικά -και εξακολουθούν να αρνούνται!- τη δυνατότητα μιας αμιγώς βιολογικής κατανόησης και άρα εξελικτικής εξήγησης της ανθρώπινης ιδιαιτερότητας.
Για να μη θεωρείται, όμως, επιστημονικά αυθαίρετη η κοινωνική-εργασιακή ερμηνεία της ανθρωποποίησης, θα πρέπει προφανώς να επιβεβαιώνεται από τα διαθέσιμα παλαιοντολογικά δεδομένα και η ανθρώπινη «υπέρβαση» της ζωικής κατάστασης οφείλει να συμφωνεί ή, τουλάχιστον, να μην παραβιάζει τους βασικούς εξελικτικούς μηχανισμούς.
Σήμερα, ενάμιση αιώνα μετά τη διατύπωση των μαρξικών ιδεών για την ανθρωποποίηση, οι παλαιοντολογικές ανακαλύψεις δεν επιβεβαιώνουν καμία ουσιαστική «υπέρβαση» των Homo sapiens σε σχέση με τους εξελικτικούς τους προγόνους.
Αντίθετα, στη μακρά εξελικτική πορεία του ανθρώπινου γένους (Homo), το οποίο διαφοροποιήθηκε πριν από περίπου 2 εκατομμύρια χρόνια, η έμφυτη κοινωνικότητα, η οργανωμένη κοινωνική ζωή, η κατασκευή και η χρήση εργαλείων, ο καταμερισμός εργασιών σύμφωνα με το φύλο υπήρξαν, εξ αρχής, τα ιδιαίτερα βιολογικά -και άρα αποκλειστικά φυσικά- γνωρίσματα που αρχικά εξασφάλιζαν την επιβίωση και την αναπαραγωγή των πρωτανθρώπων και πολύ πιο πρόσφατα την κυριαρχία του είδους μας.
Επιπλέον, η έννοια της ανθρώπινης «ουσίας» και της τυπικά ανθρώπινης κοινωνικής-πολιτισμικής «αυτο-υπέρβασης» προϋποθέτει την ύπαρξη πολύπλοκων εγκεφάλων, ικανών να παράγουν ανώτερες νοητικές λειτουργίες και αφαιρετική σκέψη.
Η διαδεδομένη ιδέα ότι οι περίπλοκες κοινωνικές σχέσεις και ανάγκες των πρώτων ανθρώπων προκάλεσαν αιτιακά την εξέλιξη των περίπλοκων βιολογικών εγκεφάλων είναι εμφανώς λανθασμένη διότι συγχέει το αποτέλεσμα με την αιτία: γίναμε νοήμονα κοινωνικά όντα επειδή αποκτήσαμε (εξελικτικά!) εγκεφάλους ικανούς να εκδηλώνουν νοήμονες και κοινωνικές συμπεριφορές, και όχι βέβαια αντιστρόφως!
Η βιοπολιτική της ανθρώπινης φύσης
Παρ’ όλα αυτά, έχουν δίκιο όσοι απορρίπτουν την ιδιαίτερα διαδεδομένη και επιστημονικοφανή άποψη ότι οι βασικές κοινωνικοπολιτικές συμπεριφορές μας καθορίζονται αποκλειστικά ή έστω σε μεγάλο βαθμό από τη βιολογία μας.
Οπως υποστηρίζουν όλο και περισσότεροι «ειδικοί»: οι ιδιαίτερες κοινωνικές συμπεριφορές μας, όπως π.χ. οι πολιτικές επιλογές μας και οι προσωπικές πεποιθήσεις μας, υποτίθεται ότι διαμορφώνονται και εξαρτώνται άμεσα από την ιδιαίτερη δομή των εγκεφαλικών μικροκυκλωμάτων μας.
Πρόκειται εμφανώς για ένα κοινωνικοπολιτικό μύθευμα που, ενώ δεν επιβεβαιώνεται από τις έρευνες του εγκεφάλου, καταφέρνει να νομιμοποιεί τις πρόσφατες εγκεφαλοκεντρικές ιδεοληψίες της εποχής μας, από τις οποίες και προέκυψε.
Πώς όμως αυτό το ψευδοεπιστημονικό ιδεολόγημα κατάφερε τελικά να επικρατήσει στη σύγχρονη σκέψη;
Χάρη σε ένα πολύ επιτήδειο βιοπολιτικό τέχνασμα το οποίο εκμεταλλεύεται τη ζωτική μας ανάγκη για επιστημονικές βεβαιότητες στον ιδιαίτερα ρευστό χώρο των διανθρώπινων κοινωνικών σχέσεων και των πολιτικών, οικονομικών και επιστημονικών ιδεολογιών που νοηματοδοτούν, σε κάθε ιστορική εποχή, αυτές τις σχέσεις.
Ο όρος «βιοπολιτική» εισάγεται το 1976 από τον Γάλλο ιστορικό φιλόσοφο Μισέλ Φουκό (M. Foucault) για να περιγράψει τις τεχνικές διαχείρισης και ρύθμισης της ζωής και του θανάτου των ανθρώπινων πληθυσμών από τη νεωτερική εξουσία.
Συνεπώς, η βιοπολιτική επιχειρεί να περιγράψει «τον τρόπο με τον οποίο επιχειρήθηκε, από τον 18ο αιώνα και μετά, να εξορθολογιστούν τα προβλήματα που έθεσαν στη διακυβερνησιακή πρακτική τα φαινόμενα που χαρακτήριζαν ένα σύνολο ζώντων συγκροτημένων σε πληθυσμό: υγεία, υγιεινή, γεννητικότητα, μακροζωία, φυλές...», όπως συνόψισε ο ίδιος, τρία χρόνια μετά, στις ετήσιες παραδόσεις του στο Κολέγιο της Γαλλίας με τίτλο «Η γέννηση της βιοπολιτικής» (ελλ. μετάφραση Β. Πατσογιάννης, εκδ. Πλέθρον, σελ. 289).
Η επιλογή, κατά τη νεωτερική εποχή, της βιοπολιτικής ως κυρίαρχης εξουσιαστικής πρακτικής είχε ως συνέπεια να υποβαθμιστούν και σταδιακά να αντικατασταθούν οι μέχρι τότε κυρίαρχες μεσαιωνικές πειθαρχικές και τιμωρητικές πρακτικές άσκησης της εξουσίας για χάρη των νεωτερικών «βιορυθμιστικών» πρακτικών, οι οποίες εφαρμόζονται όχι μόνο σε μεμονωμένα άτομα ή σε μικρές κοινωνικές ομάδες, αλλά σε ολόκληρους πληθυσμούς και τελικά στο σύνολο των ανθρώπων ως βιολογικό είδος.
Αυτό δεν σημαίνει, βέβαια, ότι η κυρίαρχη νεωτερική εξουσία έπαψε να ασκεί ακραίες κατασταλτικές ή και θανατηφόρες πολιτικές πρακτικές όποτε το έκρινε απαραίτητο.
Εντούτοις, κατά τον εικοστό αιώνα, έγινε απολύτως σαφές ότι η πρωταρχική επιλογή της κυρίαρχης εξουσίας ήταν περισσότερο ο προληπτικός έλεγχος παρά η εκ των υστέρων καταστολή: η βιοπολιτική ρύθμιση θεωρείται πολύ προτιμότερη -και κυρίως πολύ πιο αποτελεσματική!- από τη βίαιη πειθαρχική καταστολή.
Ανατρέχοντας στην παράλληλη ιστορία της επιστήμης και της πολιτικής κατά τη νεωτερική εποχή, διαπιστώνει κανείς εύκολα ότι η εξέλιξη της νεωτερικής βιοεξουσίας διαπλέκεται στενότατα με την εξέλιξη της νεωτερικής επιστήμης, η οποία -με ή παρά τη θέλησή της- παρείχε όχι μόνο την αναγκαία θεωρητική νομιμοποίηση αλλά και τα απαραίτητα τεχνολογικά εργαλεία για την άσκηση της νέας βιοπολιτικής.
Για παράδειγμα, μέχρι τα τέλη του 18ου αιώνα η ανάπτυξη των ιατρικών γνώσεων σχετικά με την ανατομική και τη φυσιολογία του ανθρώπινου σώματος συμβαδίζει και ενσωματώνεται στις βασανιστικές πρακτικές άσκησης της πειθαρχικής εξουσίας.
Ενώ από τον 19ο μέχρι τα τέλη του 20ού αιώνα, οι εξελίξεις στη γενετική, την ατομική φυσική και την πληροφορική είναι εκείνες που διαμορφώνουν τις δυνατότητες και τις εφαρμογές της βιοπολιτικής τεχνολογίας.
Οσο για τον 21ο αιώνα, χάρη στις εντυπωσιακές εξελίξεις της βιοτεχνολογίας, έχουν ήδη δρομολογηθεί όχι μόνο η δημιουργία και η μαζική παραγωγή διαγονιδιακών οργανισμών και αφύσικων χιμαιρικών πλασμάτων, αλλά και των εξατομικευμένων βιοϊατρικών πρακτικών που στοχεύουν στην έγκαιρη διάγνωση και, σε ορισμένες περιπτώσεις, στην πρόληψη πολλών ασθενειών προτού καν αυτές εκδηλωθούν.
Αυτές οι πρωτόγνωρες βιοτεχνολογικές και, ταυτόχρονα, βιοπολιτικές δυνατότητες βασίστηκαν στην εντυπωσιακή ανάπτυξη των γενετικών αναλύσεων και, πρωτίστως, στην πλήρη αλληλούχιση του ανθρώπινου DNA, του μορίου δηλαδή το οποίο περιέχει όλες τις γενετικές πληροφορίες (τα γονίδια) που, μαζί με το περιβάλλον, καθορίζουν την καλή ή κακή λειτουργία κάθε οργανισμού.
Εξάλλου, τα αμέσως επόμενα χρόνια, τα γενετικά τεστ για την ταυτοποίηση όλων των γονιδίων μας θα αποτελούν μια σχεδόν κοινότοπη και καθημερινή βιοϊατρική πρακτική.
Ποιος όμως, και σε ποιες περιπτώσεις, θα πρέπει να έχει το δικαίωμα πρόσβασης σε αυτά τα τόσο προσωπικά γονιδιακά δεδομένα;
Η προστασία των απόρρητων βιοϊατρικών δεδομένων, και ειδικά των ευαίσθητων προσωπικών γενωμικών και νευροψυχολογικών δεδομένων, αποτελεί ήδη σήμερα ένα ακανθώδες κοινωνικό πρόβλημα, το οποίο επιτείνεται από το γεγονός ότι όλες αυτές οι πληροφορίες βρίσκονται κωδικευμένες σε ψηφιακή μορφή στο Διαδίκτυο, για την ασφάλεια του οποίου υπάρχουν βάσιμες υποψίες.
olalathos
Η εγγενής απροσδιοριστία της ανθρώπινης φύσης ίσως οφείλεται στον αποφασιστικό ρόλο που παίζουν στην οριστική διαμόρφωσή της μια σειρά από επιγενετικοί παράγοντες, π.χ. οι ιστορικοί, κοινωνικοί και πολιτιστικοί παράγοντες.
Οι οποίοι από κοινού με τις βιολογικές προδιαγραφές του είδους μας συνδιαμορφώνουν την ταυτότητα κάθε ανθρώπινου πλάσματος.
Το γεγονός όμως ότι η ανθρώπινη φύση αποδείχτηκε ιδιαίτερα ευέλικτη εξελικτικά και, εκ φύσεως, ικανή να διαμορφώνει η ίδια το περιβάλλον της ενδέχεται στο άμεσο μέλλον να αποδειχτεί και ο μεγαλύτερος κίνδυνος που διατρέχει.
Εξάλλου, η ασυνήθιστα εύπλαστη και ευπροσάρμοστη «φύση» του ανθρώπινου είδους εκδηλώνεται όχι μόνο στην πρωτοφανή, σε όλο το ζωικό βασίλειο, δημιουργικότητα και παρεμβατικότητά του, αλλά και στη μοναδική ικανότητά του να ζει εις βάρος όλων των άλλων εμβίων όντων που κατοικούν στον πλανήτη «του». Ο,τι μέχρι σήμερα αποτελούσε το βιολογικό πλεονέκτημα του Homo sapiens, δηλαδή του έλλογου, αλλά κάθε άλλο παρά σοφού είδους μας, ίσως αποδειχτεί η αχίλλειος πτέρνα για την επιβίωσή του.
'Η περί της βιοπολιτικής χειραγώγησης της ανθρώπινης φύσης
Η απάνθρωπη βία και η παράλογη επιθετική συμπεριφορά αφενός και η αλληλεγγύη, η αλληλοβοήθεια και η αλτρουιστική συμπεριφορά αφετέρου αποτελούν, άραγε, εγγενή βιολογικά χαρακτηριστικά της «σχιζοειδούς» ανθρώπινης φύσης;
Ή μήπως πρόκειται αντίθετα για επιφαινόμενα που εξαρτώνται αποκλειστικά από ιστορικούς και κοινωνικούς παράγοντες;
Αγάπη και μίσος, συνεργασία και επιθετικότητα, κοινωνική συναίνεση και βία δεν αποτελούν απλώς τα εγγενή βιολογικά χαρακτηριστικά της «σχιζοειδούς» ανθρώπινης φύσης, ούτε και τα υποπροϊόντα της έκφρασης των γονιδίων ή των ενστίκτων μας, αλλά την αποκρυστάλλωση των περίπλοκων ανθρώπινων σχέσεων σε ένα δεδομένο κοινωνικό περιβάλλον.
Αν αυτό ισχύει, τότε τα περιθώρια της επιρροής των γονιδίων μας και των «ζωικών» ενστίκτων μας είναι αντιστρόφως ανάλογα με την εξελικτική πολυπλοκότητα του ανθρώπινου είδους.
Πράγματι, σύμφωνα με όσα γνωρίζουμε μέχρι σήμερα, οι άνθρωποι διαφοροποιούνται μεταξύ τους κυρίως ως προς τα ιδιαίτερα ψυχολογικά και πολιτισμικά τους γνωρίσματα και όχι τόσο ως προς τα τυπικά βιολογικά χαρακτηριστικά τους.
Το γεγονός ότι, παρά την κοινή γονιδιακή τους κληρονομιά και την κοινή κοινωνική τους «ταυτότητα», οι άνθρωποι διαφέρουν τόσο πολύ μεταξύ τους αποτελεί μια σαφέστατη ένδειξη για τις περίπλοκες και αμφίδρομες αλληλεπιδράσεις της βιολογίας και του πολιτισμού μας στον καθορισμό της ιδιαίτερης ανθρώπινης φύσης μας.
Ανούσια «φύση» ή αφύσικη «ουσία»;
Ο Καρλ Μαρξ, στο περίφημο έργο της ωριμότητάς του, «Το Κεφάλαιο», γράφει: «Μια αράχνη εκτελεί λειτουργίες που μοιάζουν με αυτές του υφαντή και μια μέλισσα θα ντρόπιαζε κάθε αρχιτέκτονα με την κατασκευή κηρήθρας.
Αυτό όμως που διακρίνει τον χειρότερο αρχιτέκτονα από την καλύτερη μέλισσα είναι ότι ο αρχιτέκτονας κατασκευάζει τη δομή στο κεφάλι του προτού την πραγματοποιήσει.
Στο τέλος κάθε εργασίας αναδύεται το αποτέλεσμα το οποίο ο εργάτης το έχει ήδη συλλάβει εξ αρχής νοητικά και συνεπώς αυτό υπήρχε ήδη ως ιδέα».
Θέλοντας να αναδείξει τις μοναδικές ανθρώπινες νοητικές ικανότητες, όπως αυτές εκδηλώνονται π.χ. στην αρχιτεκτονική εργασία, ο Μαρξ επισημαίνει ότι οι αρχιτέκτονες, αντίθετα με τις μέλισσες, δεν περιορίζονται στο να επιφέρουν αλλαγές στη μορφή των υλικών αντικειμένων που υπάρχουν στη φύση, αλλά υλοποιούν συνειδητά ένα σχέδιο το οποίο έχουν συλλάβει νοητικά εκ των προτέρων.
Πώς όμως προέκυψαν αυτές οι μοναδικές ανθρώπινες ικανότητες και σε τι ακριβώς διαφοροποιούνται από τη συμπεριφορά των άλλων έμβιων όντων;
Σε αυτό το αποφασιστικό ερώτημα τόσο ο Μαρξ όσο και ο Ενγκελς υποστηρίζουν ότι η ιδιαίτερη ανθρώπινη φύση προέκυψε εξελικτικά από μη ανθρώπινες μορφές ζωής.
Πέρα όμως από αυτή τη γενικόλογη αποδοχή της εξελικτικής θεωρίας του Δαρβίνου, οι δημιουργοί του ιστορικού και διαλεκτικού υλισμού έκριναν φιλοσοφικά και πολιτικά σκόπιμο να υποστηρίξουν επιπρόσθετα ότι μολονότι η ανθρώπινη ιστορία αποτελεί μέρος της ιστορίας της φύσης, ταυτόχρονα την υπερβαίνει.
Χάρη πρωτίστως στη συλλογική εργασία και άρα στην ανάπτυξη της κοινωνικής ζωής τους οι άνθρωποι έγιναν τα μοναδικά έμβια όντα που κατάφεραν να υπερβούν τη ζωώδη κατάσταση από την οποία προήλθαν.
Διόλου περίεργο ότι ο Μαρξ όσο και ο Ενγκελς δεν μιλάνε σχεδόν ποτέ για την ανθρώπινη «φύση», αλλά για την ανθρώπινη «ουσία».
Αυτό το κάνουν για να διαφοροποιήσουν τη ανθρώπινη φύση, που διαμορφώθηκε βιολογικά και εξαρτάται από τυχαίους εξελικτικούς παράγοντες, από την ανθρώπινη ουσία που, όπως υπέθεταν, καθορίζεται νομοτελειακά μόνο από ιστορικούς-κοινωνικούς παράγοντες.
Συνεπώς, για τον Μαρξ, η «ανθρώπινη ουσία» δεν είναι υπεριστορική, αμετάβλητη και «εσωτερική» στον κάθε άνθρωπο, αλλά αντίθετα είναι το σύνολο των κοινωνικών σχέσεων που διαμορφώνουν ιστορικά την ανθρώπινη πραγματικότητα.
Ισως η σημαντικότερη γνωσιολογική συνέπεια της μαρξικής προσέγγισης είναι ότι, πρώτη φορά, αναδεικνύεται επαρκώς η ανάγκη κατανόησης όχι μόνο της αμιγώς βιολογικής αλλά και της ιστορικής-κοινωνικής διάστασης της ανθρώπινης φύσης.
Το πρόβλημα, ωστόσο, με τη μαρξική έννοια της «ανθρώπινης ουσίας» είναι ότι παραπέμπει στην ουσιολογική μεταφυσική παράδοση που, όπως είδαμε, διαφοροποιεί εντελώς αυθαίρετα τον άνθρωπο από τη φύση, τον νου από το σώμα και τη βιολογική από την κοινωνική ζωή των ανθρώπων (βλ. «Εφ.Συν», 2-12-17 και 27-01-18).
Και δυστυχώς, δεν πρόκειται μόνο για ένα φιλοσοφικό ατόπημα. Δεδομένης της άκριτης, σχεδόν θρησκευτικής αποδοχής των ιδεών του Μαρξ από πολλούς μετέπειτα «μαρξιστές», καταλαβαίνουμε εύκολα το γιατί περισσότεροι από αυτούς αρνήθηκαν δογματικά -και εξακολουθούν να αρνούνται!- τη δυνατότητα μιας αμιγώς βιολογικής κατανόησης και άρα εξελικτικής εξήγησης της ανθρώπινης ιδιαιτερότητας.
Για να μη θεωρείται, όμως, επιστημονικά αυθαίρετη η κοινωνική-εργασιακή ερμηνεία της ανθρωποποίησης, θα πρέπει προφανώς να επιβεβαιώνεται από τα διαθέσιμα παλαιοντολογικά δεδομένα και η ανθρώπινη «υπέρβαση» της ζωικής κατάστασης οφείλει να συμφωνεί ή, τουλάχιστον, να μην παραβιάζει τους βασικούς εξελικτικούς μηχανισμούς.
Σήμερα, ενάμιση αιώνα μετά τη διατύπωση των μαρξικών ιδεών για την ανθρωποποίηση, οι παλαιοντολογικές ανακαλύψεις δεν επιβεβαιώνουν καμία ουσιαστική «υπέρβαση» των Homo sapiens σε σχέση με τους εξελικτικούς τους προγόνους.
Αντίθετα, στη μακρά εξελικτική πορεία του ανθρώπινου γένους (Homo), το οποίο διαφοροποιήθηκε πριν από περίπου 2 εκατομμύρια χρόνια, η έμφυτη κοινωνικότητα, η οργανωμένη κοινωνική ζωή, η κατασκευή και η χρήση εργαλείων, ο καταμερισμός εργασιών σύμφωνα με το φύλο υπήρξαν, εξ αρχής, τα ιδιαίτερα βιολογικά -και άρα αποκλειστικά φυσικά- γνωρίσματα που αρχικά εξασφάλιζαν την επιβίωση και την αναπαραγωγή των πρωτανθρώπων και πολύ πιο πρόσφατα την κυριαρχία του είδους μας.
Επιπλέον, η έννοια της ανθρώπινης «ουσίας» και της τυπικά ανθρώπινης κοινωνικής-πολιτισμικής «αυτο-υπέρβασης» προϋποθέτει την ύπαρξη πολύπλοκων εγκεφάλων, ικανών να παράγουν ανώτερες νοητικές λειτουργίες και αφαιρετική σκέψη.
Η διαδεδομένη ιδέα ότι οι περίπλοκες κοινωνικές σχέσεις και ανάγκες των πρώτων ανθρώπων προκάλεσαν αιτιακά την εξέλιξη των περίπλοκων βιολογικών εγκεφάλων είναι εμφανώς λανθασμένη διότι συγχέει το αποτέλεσμα με την αιτία: γίναμε νοήμονα κοινωνικά όντα επειδή αποκτήσαμε (εξελικτικά!) εγκεφάλους ικανούς να εκδηλώνουν νοήμονες και κοινωνικές συμπεριφορές, και όχι βέβαια αντιστρόφως!
Η βιοπολιτική της ανθρώπινης φύσης
Παρ’ όλα αυτά, έχουν δίκιο όσοι απορρίπτουν την ιδιαίτερα διαδεδομένη και επιστημονικοφανή άποψη ότι οι βασικές κοινωνικοπολιτικές συμπεριφορές μας καθορίζονται αποκλειστικά ή έστω σε μεγάλο βαθμό από τη βιολογία μας.
Οπως υποστηρίζουν όλο και περισσότεροι «ειδικοί»: οι ιδιαίτερες κοινωνικές συμπεριφορές μας, όπως π.χ. οι πολιτικές επιλογές μας και οι προσωπικές πεποιθήσεις μας, υποτίθεται ότι διαμορφώνονται και εξαρτώνται άμεσα από την ιδιαίτερη δομή των εγκεφαλικών μικροκυκλωμάτων μας.
Πρόκειται εμφανώς για ένα κοινωνικοπολιτικό μύθευμα που, ενώ δεν επιβεβαιώνεται από τις έρευνες του εγκεφάλου, καταφέρνει να νομιμοποιεί τις πρόσφατες εγκεφαλοκεντρικές ιδεοληψίες της εποχής μας, από τις οποίες και προέκυψε.
Πώς όμως αυτό το ψευδοεπιστημονικό ιδεολόγημα κατάφερε τελικά να επικρατήσει στη σύγχρονη σκέψη;
Χάρη σε ένα πολύ επιτήδειο βιοπολιτικό τέχνασμα το οποίο εκμεταλλεύεται τη ζωτική μας ανάγκη για επιστημονικές βεβαιότητες στον ιδιαίτερα ρευστό χώρο των διανθρώπινων κοινωνικών σχέσεων και των πολιτικών, οικονομικών και επιστημονικών ιδεολογιών που νοηματοδοτούν, σε κάθε ιστορική εποχή, αυτές τις σχέσεις.
Ο όρος «βιοπολιτική» εισάγεται το 1976 από τον Γάλλο ιστορικό φιλόσοφο Μισέλ Φουκό (M. Foucault) για να περιγράψει τις τεχνικές διαχείρισης και ρύθμισης της ζωής και του θανάτου των ανθρώπινων πληθυσμών από τη νεωτερική εξουσία.
Συνεπώς, η βιοπολιτική επιχειρεί να περιγράψει «τον τρόπο με τον οποίο επιχειρήθηκε, από τον 18ο αιώνα και μετά, να εξορθολογιστούν τα προβλήματα που έθεσαν στη διακυβερνησιακή πρακτική τα φαινόμενα που χαρακτήριζαν ένα σύνολο ζώντων συγκροτημένων σε πληθυσμό: υγεία, υγιεινή, γεννητικότητα, μακροζωία, φυλές...», όπως συνόψισε ο ίδιος, τρία χρόνια μετά, στις ετήσιες παραδόσεις του στο Κολέγιο της Γαλλίας με τίτλο «Η γέννηση της βιοπολιτικής» (ελλ. μετάφραση Β. Πατσογιάννης, εκδ. Πλέθρον, σελ. 289).
Η επιλογή, κατά τη νεωτερική εποχή, της βιοπολιτικής ως κυρίαρχης εξουσιαστικής πρακτικής είχε ως συνέπεια να υποβαθμιστούν και σταδιακά να αντικατασταθούν οι μέχρι τότε κυρίαρχες μεσαιωνικές πειθαρχικές και τιμωρητικές πρακτικές άσκησης της εξουσίας για χάρη των νεωτερικών «βιορυθμιστικών» πρακτικών, οι οποίες εφαρμόζονται όχι μόνο σε μεμονωμένα άτομα ή σε μικρές κοινωνικές ομάδες, αλλά σε ολόκληρους πληθυσμούς και τελικά στο σύνολο των ανθρώπων ως βιολογικό είδος.
Αυτό δεν σημαίνει, βέβαια, ότι η κυρίαρχη νεωτερική εξουσία έπαψε να ασκεί ακραίες κατασταλτικές ή και θανατηφόρες πολιτικές πρακτικές όποτε το έκρινε απαραίτητο.
Εντούτοις, κατά τον εικοστό αιώνα, έγινε απολύτως σαφές ότι η πρωταρχική επιλογή της κυρίαρχης εξουσίας ήταν περισσότερο ο προληπτικός έλεγχος παρά η εκ των υστέρων καταστολή: η βιοπολιτική ρύθμιση θεωρείται πολύ προτιμότερη -και κυρίως πολύ πιο αποτελεσματική!- από τη βίαιη πειθαρχική καταστολή.
Ανατρέχοντας στην παράλληλη ιστορία της επιστήμης και της πολιτικής κατά τη νεωτερική εποχή, διαπιστώνει κανείς εύκολα ότι η εξέλιξη της νεωτερικής βιοεξουσίας διαπλέκεται στενότατα με την εξέλιξη της νεωτερικής επιστήμης, η οποία -με ή παρά τη θέλησή της- παρείχε όχι μόνο την αναγκαία θεωρητική νομιμοποίηση αλλά και τα απαραίτητα τεχνολογικά εργαλεία για την άσκηση της νέας βιοπολιτικής.
Για παράδειγμα, μέχρι τα τέλη του 18ου αιώνα η ανάπτυξη των ιατρικών γνώσεων σχετικά με την ανατομική και τη φυσιολογία του ανθρώπινου σώματος συμβαδίζει και ενσωματώνεται στις βασανιστικές πρακτικές άσκησης της πειθαρχικής εξουσίας.
Ενώ από τον 19ο μέχρι τα τέλη του 20ού αιώνα, οι εξελίξεις στη γενετική, την ατομική φυσική και την πληροφορική είναι εκείνες που διαμορφώνουν τις δυνατότητες και τις εφαρμογές της βιοπολιτικής τεχνολογίας.
Οσο για τον 21ο αιώνα, χάρη στις εντυπωσιακές εξελίξεις της βιοτεχνολογίας, έχουν ήδη δρομολογηθεί όχι μόνο η δημιουργία και η μαζική παραγωγή διαγονιδιακών οργανισμών και αφύσικων χιμαιρικών πλασμάτων, αλλά και των εξατομικευμένων βιοϊατρικών πρακτικών που στοχεύουν στην έγκαιρη διάγνωση και, σε ορισμένες περιπτώσεις, στην πρόληψη πολλών ασθενειών προτού καν αυτές εκδηλωθούν.
Αυτές οι πρωτόγνωρες βιοτεχνολογικές και, ταυτόχρονα, βιοπολιτικές δυνατότητες βασίστηκαν στην εντυπωσιακή ανάπτυξη των γενετικών αναλύσεων και, πρωτίστως, στην πλήρη αλληλούχιση του ανθρώπινου DNA, του μορίου δηλαδή το οποίο περιέχει όλες τις γενετικές πληροφορίες (τα γονίδια) που, μαζί με το περιβάλλον, καθορίζουν την καλή ή κακή λειτουργία κάθε οργανισμού.
Εξάλλου, τα αμέσως επόμενα χρόνια, τα γενετικά τεστ για την ταυτοποίηση όλων των γονιδίων μας θα αποτελούν μια σχεδόν κοινότοπη και καθημερινή βιοϊατρική πρακτική.
Ποιος όμως, και σε ποιες περιπτώσεις, θα πρέπει να έχει το δικαίωμα πρόσβασης σε αυτά τα τόσο προσωπικά γονιδιακά δεδομένα;
Η προστασία των απόρρητων βιοϊατρικών δεδομένων, και ειδικά των ευαίσθητων προσωπικών γενωμικών και νευροψυχολογικών δεδομένων, αποτελεί ήδη σήμερα ένα ακανθώδες κοινωνικό πρόβλημα, το οποίο επιτείνεται από το γεγονός ότι όλες αυτές οι πληροφορίες βρίσκονται κωδικευμένες σε ψηφιακή μορφή στο Διαδίκτυο, για την ασφάλεια του οποίου υπάρχουν βάσιμες υποψίες.
olalathos
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΕΠΟΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
'Ενα Σαββατοκύριακο γεμάτο Ξιφασκία στην Παιανία!
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ