2018-02-14 13:19:27
11 Φεβρουαρίου 1963. Η Σύλβια μόλις έχει ετοιμάσει το πρωινό των παιδιών της. Αφήνει τις κούπες με το γάλα δίπλα στα κρεβάτια τους και κλείνει την πόρτα. Σφηνώνει υγρές πετσέτες στις χαραμάδες και κατευθύνεται στην κουζίνα. Τοποθετεί το κεφάλι της στον φούρνο και εισπνέει αέριο. «Παρακαλώ, καλέστε τον δόκτορα Χόρντερ», έγραφε στο τελευταίο της σημείωμα. Λίγη ώρα αργότερα, η Σύλβια Πλαθ ήταν νεκρή. Ήταν μόλις 31. Υπήρξε η πρώτη γυναίκα που κέρδισε μετά θάνατον Πούλιτζερ. Η εμβληματική ποιήτρια και δοκιμιογράφος του 20ου αιώνα πάλευε χρόνια με την κατάθλιψη, έκανε έναν αποτυχημένο γάμο και είχε δύο αποβολές. Τα ποιήματά της, που δεν έπαψαν ποτέ να έχουν ένα εξομολογητικό ύφος, αντανακλούσαν την τραγικότητα τη ζωής και των βαθύτερων ανησυχιών της.
«Μπαμπάκα, εσύ μπάσταρδε, ξεμπέρδεψα» Η Σύλβια Πλαθ γεννήθηκε στις 27 Οκτωβρίου 1932 στη Βοστόνη. Από μικρή ηλικία ήταν ένα μελαγχολικό και ανήσυχο κορίτσι
. Μόλις στα οχτώ της χρόνια έδειξε την κλίση της στην ποίηση, όταν το πρώτο της ποίημα, με τίτλο «το Ποίημα«, δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Boston Herald». Στα δώδεκα της το IQ της ήταν πιστοποιημένα 160. Στο σχολείο συνέχισε να γράφει ποιήματα, πολλά από τα οποία δημοσιεύονταν. Μάλιστα, μετά από προτροπή της μητέρας της, κατέγραφε κάθε μέρα τις εμπειρίες σε ημερολόγιο. Η Πλαθ άργησε πολύ να ξεπεράσει τον θάνατό του πατέρα της, Όττο, το 1940 και να συμφιλιωθεί με το γεγονός ότι ο συντηρητικός και απόμακρος μπαμπάς της ήταν ναζιστής. Μετά το τέλος του Β΄Παγκοσμίου Πολέμου, ξεκίνησε να αλληλογραφεί με τον γερμανό έφηβο Χανς – Γιοακίμ Νόιπερτ. Η αλληλογραφία κράτησε πέντε χρόνια και η Πλαθ προσπάθησε να μάθει όσα περισσότερα μπορούσε για τα εγκλήματα που έκαναν οι Ναζί στους Εβραίους. Πολύ αργότερα, μέσα από το ποίημα «Daddy» ήρθε και η λύτρωση για την Πλαθ και τη σχέση με τον πατέρα της. Μεταξύ άλλων έγραψε: «προσπαθώ να γυρίσω πίσω, πίσω σε σένα. Αλλά ένωσαν τα κομμάτια μου με κόλλα. […] Μπαμπάκα, μπαμπάκα, εσύ μπάσταρδε, ξεμπέρδεψα«.
Με τις εξαιρετικές μαθητικές επιδόσεις της κέρδισε το 1950 υποτροφία για το κολέγιο Σμιθ. Στο προτελευταίο έτος των σπουδών της όμως, η Σύλβια έκανε την πρώτη απόπειρα αυτοκτονίας, όταν κατάπιε μεγάλη ποσότητα υπνωτικών χαπιών. Είχε διαγνωσθεί με διπολική διαταραχή και δέχθηκε να ακολουθήσει θεραπεία σε ψυχιατρική κλινική. Γύρισε στο κολέγιο, τελείωσε τις σπουδές της με διακρίσεις το 1955 και με υποτροφία συνέχισε να σπουδάζει στο Κέιμπριτζ.
Η αρρωστημένη σχέση με τον Τεντ Χιουζ
Στο Κέιμπριτζ η Πλαθ γνώρισε τον Άγγλο ποιητή Τεντ Χιουζ. Οι δύο τους παντρεύτηκαν τον Ιούνιο του 1956. Επέστρεψαν στις ΗΠΑ και για δύο χρόνια έκαναν διαλέξεις σε διάφορα πανεπιστήμια της Αμερικής. Το 1960 το ζευγάρι μετακόμισε ξανά στην Αγγλία. Η Πλαθ γέννησε την κόρη της, Φρίντα και δύο χρόνια αργότερα ήρθε στον κόσμο και ο Νίκολας. Στο ενδιάμεσο, η Πλαθ απέβαλε δύο φορές. Στα ποιήματά της αναφέρθηκε έντονα σε αυτό το γεγονός.
Στις αρχές του 1963, η Πλαθ δημοσίευσε αυτοβιογραφικό της μυθιστόρημα «Γυάλινος Κώδων«, χρησιμοποιώντας το ψευδώνυμο Βικτώρια Λούκας. Πέρα από την ταραγμένη ψυχολογική κατάσταση που βίωνε η μανιοκαταθλιπτική ποιήτρια, φάνηκε ξεκάθαρα και πόσο την είχε επηρεάσει η αρρωστημένη σχέση της με τον Τεντ Χιουζ. Ο γάμος τους κράτησε επτά χρόνια και ήταν γεμάτος πόνο, βία και απειλές. Τουλάχιστον έτσι έλεγε η Πλαθ στις επιστολές που έστελνε στην ψυχίατρό της, όπου πέρα από τα δικά της άλυτα προβλήματα αποκάλυπτε και σοκαριστικές πτυχές από την κοινή ζωή της με τον Χιουζ. Στην τελευταία επιστολή της, λίγους μήνες πριν από την αυτοκτονία της, η Πλαθ έκανε λόγο για συνεχή ενδοοικογενειακή βία, αλλά και απειλές για δολοφονία. Μάλιστα, στοχοποίησε έμμεσα τον Χιουζ για τη δεύτερη αποβολή της, καθώς εξομολογήθηκε ότι ο άντρας της την ξυλοκόπησε δύο μέρες προτού χάσει το παιδί τους, ενώ της είχε πει ότι θα ήθελε να τη δει να πεθαίνει.
Το τέλος της ποιήτριας και η διαμάχη για τη διαθήκη
Το 1962 η Πλαθ χώρισε. Το τελειωτικό χτύπημα στον γάμο τους ήταν η εξωσυζυγική σχέση του Χιουζ με τη Σούζαν Άλισον. Τον χειμώνα του ίδιου έτους, η Πλαθ νοίκιασε ένα διαμέρισμα στο Λονδίνο, όπου έμεινε με τα δυο παιδιά της. Με ελάχιστα χρήματα και υποστήριξη είχε αποφασίσει να θέσει τέλος στη ζωή της. «Το να πεθαίνεις είναι μια τέχνη, όπως και καθετί άλλο. Εγώ το κάνω εξαιρετικά καλά. Έτσι όπως το κάνω είναι σαν κόλαση. Έτσι όπως το κάνω μοιάζει αληθινό. Μπορείς να πεις ότι έχω το χάρισμα», είχε γράψει σε ένα ποίημά της. Στις 8 Φεβρουαρίου 1963 έστειλε γράμμα στον Χιουζ που του έλεγε ότι δεν θα τον ξαναδεί. Την επόμενη τον πήρε τηλέφωνο και το σήκωσε η ερωμένη του. «Σύλβι, πάρε το πιο μαλακά», ήταν τα λόγια του Τεντ. Δύο μέρες αργότερα, αυτοκτόνησε. Από τα τελευταία της γραψίματα, όπου φαινόταν η τραγική κατάληξη της ποιήτριας, ήταν και η φράση: «Η γυναίκα έχει τελειοποιηθεί. Το νεκρό κορμί της ντυμένο με το χαμόγελο της εκπλήρωσης. Η ψευδαίσθηση μιας Ελληνικής αναγκαιότητας ρέει στις πτυχές της τηβέννου της. Τα εκτεθειμένα της πόδια φαίνονται να λένε: ως εδώ φτάσαμε, αρκεί». Ο Τεντ Χιουζ ήταν ο εκτελεστής της διαθήκης και υπεύθυνος των όλων των προσωπικών και λογοτεχνικών γραπτών της Πλαθ. Ήταν και ο άνθρωπος που κατέστρεψε τον τελευταίο τόμο του ημερολογίου της Σύλβιας, όπου περιέγραφε την τραγικότητα της συμβίωσής τους. Πολλοί υποστηρικτές της Πλαθ, κατηγόρησαν τον σύζυγό της ως έναν από τους λόγους που η ποιήτρια αυτοκτόνησε, αλλά και ότι εκμεταλλεύτηκε το συγγραφικό έργο της Πλαθ για δικούς του σκοπούς. Η Σύλβια Πλαθ έγινε η πρώτη ποιήτρια που βραβεύτηκε με Πούλιτζερ το 1982 για τα «Συλλογικά Ποιήματα«, ενώ είχε πεθάνει. Το έντονα εξομοληγητικό της ύφος και η ρεαλιστική λυρικότητα των ποιημάτων της την κατέστησαν ως μία από τις σημαντικότερες ποιήτριες του 20ου αιώνα.
Πηγή
Tromaktiko
«Μπαμπάκα, εσύ μπάσταρδε, ξεμπέρδεψα» Η Σύλβια Πλαθ γεννήθηκε στις 27 Οκτωβρίου 1932 στη Βοστόνη. Από μικρή ηλικία ήταν ένα μελαγχολικό και ανήσυχο κορίτσι
Με τις εξαιρετικές μαθητικές επιδόσεις της κέρδισε το 1950 υποτροφία για το κολέγιο Σμιθ. Στο προτελευταίο έτος των σπουδών της όμως, η Σύλβια έκανε την πρώτη απόπειρα αυτοκτονίας, όταν κατάπιε μεγάλη ποσότητα υπνωτικών χαπιών. Είχε διαγνωσθεί με διπολική διαταραχή και δέχθηκε να ακολουθήσει θεραπεία σε ψυχιατρική κλινική. Γύρισε στο κολέγιο, τελείωσε τις σπουδές της με διακρίσεις το 1955 και με υποτροφία συνέχισε να σπουδάζει στο Κέιμπριτζ.
Η αρρωστημένη σχέση με τον Τεντ Χιουζ
Στο Κέιμπριτζ η Πλαθ γνώρισε τον Άγγλο ποιητή Τεντ Χιουζ. Οι δύο τους παντρεύτηκαν τον Ιούνιο του 1956. Επέστρεψαν στις ΗΠΑ και για δύο χρόνια έκαναν διαλέξεις σε διάφορα πανεπιστήμια της Αμερικής. Το 1960 το ζευγάρι μετακόμισε ξανά στην Αγγλία. Η Πλαθ γέννησε την κόρη της, Φρίντα και δύο χρόνια αργότερα ήρθε στον κόσμο και ο Νίκολας. Στο ενδιάμεσο, η Πλαθ απέβαλε δύο φορές. Στα ποιήματά της αναφέρθηκε έντονα σε αυτό το γεγονός.
Στις αρχές του 1963, η Πλαθ δημοσίευσε αυτοβιογραφικό της μυθιστόρημα «Γυάλινος Κώδων«, χρησιμοποιώντας το ψευδώνυμο Βικτώρια Λούκας. Πέρα από την ταραγμένη ψυχολογική κατάσταση που βίωνε η μανιοκαταθλιπτική ποιήτρια, φάνηκε ξεκάθαρα και πόσο την είχε επηρεάσει η αρρωστημένη σχέση της με τον Τεντ Χιουζ. Ο γάμος τους κράτησε επτά χρόνια και ήταν γεμάτος πόνο, βία και απειλές. Τουλάχιστον έτσι έλεγε η Πλαθ στις επιστολές που έστελνε στην ψυχίατρό της, όπου πέρα από τα δικά της άλυτα προβλήματα αποκάλυπτε και σοκαριστικές πτυχές από την κοινή ζωή της με τον Χιουζ. Στην τελευταία επιστολή της, λίγους μήνες πριν από την αυτοκτονία της, η Πλαθ έκανε λόγο για συνεχή ενδοοικογενειακή βία, αλλά και απειλές για δολοφονία. Μάλιστα, στοχοποίησε έμμεσα τον Χιουζ για τη δεύτερη αποβολή της, καθώς εξομολογήθηκε ότι ο άντρας της την ξυλοκόπησε δύο μέρες προτού χάσει το παιδί τους, ενώ της είχε πει ότι θα ήθελε να τη δει να πεθαίνει.
Το τέλος της ποιήτριας και η διαμάχη για τη διαθήκη
Το 1962 η Πλαθ χώρισε. Το τελειωτικό χτύπημα στον γάμο τους ήταν η εξωσυζυγική σχέση του Χιουζ με τη Σούζαν Άλισον. Τον χειμώνα του ίδιου έτους, η Πλαθ νοίκιασε ένα διαμέρισμα στο Λονδίνο, όπου έμεινε με τα δυο παιδιά της. Με ελάχιστα χρήματα και υποστήριξη είχε αποφασίσει να θέσει τέλος στη ζωή της. «Το να πεθαίνεις είναι μια τέχνη, όπως και καθετί άλλο. Εγώ το κάνω εξαιρετικά καλά. Έτσι όπως το κάνω είναι σαν κόλαση. Έτσι όπως το κάνω μοιάζει αληθινό. Μπορείς να πεις ότι έχω το χάρισμα», είχε γράψει σε ένα ποίημά της. Στις 8 Φεβρουαρίου 1963 έστειλε γράμμα στον Χιουζ που του έλεγε ότι δεν θα τον ξαναδεί. Την επόμενη τον πήρε τηλέφωνο και το σήκωσε η ερωμένη του. «Σύλβι, πάρε το πιο μαλακά», ήταν τα λόγια του Τεντ. Δύο μέρες αργότερα, αυτοκτόνησε. Από τα τελευταία της γραψίματα, όπου φαινόταν η τραγική κατάληξη της ποιήτριας, ήταν και η φράση: «Η γυναίκα έχει τελειοποιηθεί. Το νεκρό κορμί της ντυμένο με το χαμόγελο της εκπλήρωσης. Η ψευδαίσθηση μιας Ελληνικής αναγκαιότητας ρέει στις πτυχές της τηβέννου της. Τα εκτεθειμένα της πόδια φαίνονται να λένε: ως εδώ φτάσαμε, αρκεί». Ο Τεντ Χιουζ ήταν ο εκτελεστής της διαθήκης και υπεύθυνος των όλων των προσωπικών και λογοτεχνικών γραπτών της Πλαθ. Ήταν και ο άνθρωπος που κατέστρεψε τον τελευταίο τόμο του ημερολογίου της Σύλβιας, όπου περιέγραφε την τραγικότητα της συμβίωσής τους. Πολλοί υποστηρικτές της Πλαθ, κατηγόρησαν τον σύζυγό της ως έναν από τους λόγους που η ποιήτρια αυτοκτόνησε, αλλά και ότι εκμεταλλεύτηκε το συγγραφικό έργο της Πλαθ για δικούς του σκοπούς. Η Σύλβια Πλαθ έγινε η πρώτη ποιήτρια που βραβεύτηκε με Πούλιτζερ το 1982 για τα «Συλλογικά Ποιήματα«, ενώ είχε πεθάνει. Το έντονα εξομοληγητικό της ύφος και η ρεαλιστική λυρικότητα των ποιημάτων της την κατέστησαν ως μία από τις σημαντικότερες ποιήτριες του 20ου αιώνα.
Πηγή
Tromaktiko
VIDEO
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Πέθανε ο πρίγκιπας Ερρίκος της Δανίας, σύζυγος της βασίλισσας
ΕΠΟΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Μια ελληνική υποψηφιότητα!
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ