2018-02-16 16:51:25
Μαρτυρία π. Παύλου Τσουκνίδα
Τον γέροντα Ιάκωβο Τσαλίκη τον γνώρισα από έναν ιερομόναχο το έτος 1987, τον έκανα Πνευματικό και πήγαινα, ως λαϊκός που ήμουν τότε, με το αυτοκίνητό μου απ’ την Καρδίτσα στο μοναστήρι του Οσίου Δαυΐδ, γιατί αναπαυόμουνα πολύ με την εξομολόγηση στον μακαριστό Γέροντα.
Μία μέρα που πήγα με τον ιερομόναχο στην Ιερά Μονή να μείνωμε μερικές μέρες και να εξομολογηθούμε, καθ’ οδόν ενώ ταξιδεύαμε, πριν φθάσουμε στις Ροβιές μετά την Λίμνη Ευβοίας, ο ιερομόναχος που ήταν στην θέση του συνοδηγού, μου λέει: «Ο Ηγούμενος, ο π. Ιάκωβος, έμαθα ότι πετάει, ξέρω ένα περιστατικό και είναι αλήθεια, το άκουσα από πνευματικούς ανθρώπους, αλλά και άλλα παρόμοια απ’ τους μοναχούς της Μονής.
»Κάποια ημέρα ο γέροντας Ιάκωβος πήγαινε με τα πόδια στο Μοναστήρι, στον δρόμο σταμάτησε να τον πάρη ένα ταξί που πήγαινε μία οικογένεια στο Μοναστήρι να προσκυνήσουν, είπαν στον Γέροντα και ο ταξιτζής και η οικογένεια να τον πάρουν μέχρι το Μοναστήρι και ο Γέροντας τους είπε, «πάτε εσείς, εγώ θα ‘ρθω με τα πόδια σιγά-σιγά». Ο ταξιτζής και η οικογένεια παρεκάλεσαν πολλές φορές τον Γέροντα να τον πάρουν μέχρι την Μονή, αλλά εκείνος, παρ’ όλο που ήταν 12 περίπου χιλιόμετρα, τους είπε πάλι «πάτε εσείς, θα ‘ρθω και ‘γω».
»Έφυγαν όλοι τους στεναχωρημένοι που δεν κατάφεραν να πείσουν τον γέροντα Ιάκωβο να τον πάρουν μαζί τους μέχρι την Μονή. Προς έκπληξη όλων τους, όμως, όταν φθάσανε έξω απ’ την πύλη του Μοναστηριού, ο Γέροντας τους περίμενε στην πόρτα! Ο ταξιτζής και οι προσκυνητές έμειναν άφωνοι όταν τον είδαν. Είδες σε τι μεγάλη μορφή μας φέρνει ο Κύριος, παιδί μου Παύλο», μου λέει ο ιερομόναχος, «για να πάρωμε την ευχή του και να εξομολογηθούμε;»
Εγώ όμως μέσα μου είχα αμφιβολίες και δεν το πίστεψα αυτό που μου είπε ο ιερομόναχος και έλεγα από μέσα μου: «Πώς είναι δυνατόν να πέταξε από τόσο μακριά; Τι; Πουλί είναι ο Γέροντας;»
Το βραδάκι μιλούσα με ένα μοναχό, τον π. Νικόδημο, και μου διαβεβαίωσε ότι είδε ο ίδιος προσωπικά, αλλά και άλλοι αδελφοί της Μονής, τον Γέροντα Ιάκωβο ένα πήχυ πάνω από το έδαφος όταν λειτουργούσε. Πάλι εγώ με την ολιγοπιστία μου έλεγα μέσα μου: «Καλά, από τόσο κοντά βλέπουν οι καλόγεροι τον Γέροντα μέσ’ την εκκλησία, που δεν πατάει στο έδαφος, αλλά απ’ τις Ροβιές πώς πέταξε τόσο μακριά, μήπως τα παραλένε;»
Αυτήν όμως την απορία μου ήρθε να λύση το εξής γεγονός: Μία μέρα, μετά τον εκκλησιασμό στην Μονή που ήταν λειτουργός ο γέροντας Ιάκωβος, όταν τελείωσε την θεία Λειτουργία, μιλούσε ο Γέροντας στο προαύλιο της Μονής με τέσσερα-πέντε άτομα προσκυνητές. Εγώ καλοπροαίρετα καθόμουν εκεί δίπλα για να ακούω τι λένε, για να ωφεληθώ πνευματικά.
Εκείνη την στιγμή ένας άνδρας του λέει: «Θυμάσαι, πάτερ Ιάκωβε, την προηγούμενη φορά που ήρθα στο Μοναστήρι με το ταξί, είπαμε να σε πάρωμε απ’ τις Ροβιές που σε βρήκαμε στον δρόμο πεζό και δεν ήρθες μαζί μας, αλλά όταν φθάσαμε στο Μοναστήρι, μας περίμενες έξω απ’ την πόρτα;». Και εκείνος ο μακαριστός Γέροντας έβαλε την παλάμη του χεριού του στο στόμα του και του λέει: «Σε παρακαλώ μην τα λες, μην τα λες παιδί μου, νάχωμε και λίγο ταπείνωση».
Όταν το άκουσα αυτό το γεγονός, πήγα παραπέρα και έκλαιγα για την ολιγοπιστία μου!
Μία μέρα, στην τράπεζα της Μονής, αφού ευλόγησε ο Γέροντας και αρχίσαμε να τρώμε, εκείνος όλο έκανε πως έτρωγε, μα τίποτα δεν έτρωγε· όλο ανακάτευε το φαγητό στο πιάτο του. Στην ουσία, έτσι που τον κοιτούσα μέχρι το τέλος που ευλόγησε τα περισσεύματα, ζήτημα είναι να πήρε δυο-τρεις πιρουνιές φαγητό. Αυτό συνέβαινε όσες φορές κι αν τον είδα να τρώη. Ήταν πολύ αδύνατος· μόνο τα ρασάκια του και η γενειάδα του έδειχναν ότι κάτω απ’ αυτά υπάρχει ο Γέροντας!
Από το βιβλίο: «Ο Γέρων Ιάκωβος (Διηγήσεις – Νουθεσίες – Μαρτυρίες)». Γ’. Μαρτυρίες, σελ. 134 (αποσπάσματα). Έκδοση «Ενωμένη Ρωμηοσύνη» 2016.
Πηγή
paraklisi
Τον γέροντα Ιάκωβο Τσαλίκη τον γνώρισα από έναν ιερομόναχο το έτος 1987, τον έκανα Πνευματικό και πήγαινα, ως λαϊκός που ήμουν τότε, με το αυτοκίνητό μου απ’ την Καρδίτσα στο μοναστήρι του Οσίου Δαυΐδ, γιατί αναπαυόμουνα πολύ με την εξομολόγηση στον μακαριστό Γέροντα.
Μία μέρα που πήγα με τον ιερομόναχο στην Ιερά Μονή να μείνωμε μερικές μέρες και να εξομολογηθούμε, καθ’ οδόν ενώ ταξιδεύαμε, πριν φθάσουμε στις Ροβιές μετά την Λίμνη Ευβοίας, ο ιερομόναχος που ήταν στην θέση του συνοδηγού, μου λέει: «Ο Ηγούμενος, ο π. Ιάκωβος, έμαθα ότι πετάει, ξέρω ένα περιστατικό και είναι αλήθεια, το άκουσα από πνευματικούς ανθρώπους, αλλά και άλλα παρόμοια απ’ τους μοναχούς της Μονής.
»Κάποια ημέρα ο γέροντας Ιάκωβος πήγαινε με τα πόδια στο Μοναστήρι, στον δρόμο σταμάτησε να τον πάρη ένα ταξί που πήγαινε μία οικογένεια στο Μοναστήρι να προσκυνήσουν, είπαν στον Γέροντα και ο ταξιτζής και η οικογένεια να τον πάρουν μέχρι το Μοναστήρι και ο Γέροντας τους είπε, «πάτε εσείς, εγώ θα ‘ρθω με τα πόδια σιγά-σιγά». Ο ταξιτζής και η οικογένεια παρεκάλεσαν πολλές φορές τον Γέροντα να τον πάρουν μέχρι την Μονή, αλλά εκείνος, παρ’ όλο που ήταν 12 περίπου χιλιόμετρα, τους είπε πάλι «πάτε εσείς, θα ‘ρθω και ‘γω».
»Έφυγαν όλοι τους στεναχωρημένοι που δεν κατάφεραν να πείσουν τον γέροντα Ιάκωβο να τον πάρουν μαζί τους μέχρι την Μονή. Προς έκπληξη όλων τους, όμως, όταν φθάσανε έξω απ’ την πύλη του Μοναστηριού, ο Γέροντας τους περίμενε στην πόρτα! Ο ταξιτζής και οι προσκυνητές έμειναν άφωνοι όταν τον είδαν. Είδες σε τι μεγάλη μορφή μας φέρνει ο Κύριος, παιδί μου Παύλο», μου λέει ο ιερομόναχος, «για να πάρωμε την ευχή του και να εξομολογηθούμε;»
Εγώ όμως μέσα μου είχα αμφιβολίες και δεν το πίστεψα αυτό που μου είπε ο ιερομόναχος και έλεγα από μέσα μου: «Πώς είναι δυνατόν να πέταξε από τόσο μακριά; Τι; Πουλί είναι ο Γέροντας;»
Το βραδάκι μιλούσα με ένα μοναχό, τον π. Νικόδημο, και μου διαβεβαίωσε ότι είδε ο ίδιος προσωπικά, αλλά και άλλοι αδελφοί της Μονής, τον Γέροντα Ιάκωβο ένα πήχυ πάνω από το έδαφος όταν λειτουργούσε. Πάλι εγώ με την ολιγοπιστία μου έλεγα μέσα μου: «Καλά, από τόσο κοντά βλέπουν οι καλόγεροι τον Γέροντα μέσ’ την εκκλησία, που δεν πατάει στο έδαφος, αλλά απ’ τις Ροβιές πώς πέταξε τόσο μακριά, μήπως τα παραλένε;»
Αυτήν όμως την απορία μου ήρθε να λύση το εξής γεγονός: Μία μέρα, μετά τον εκκλησιασμό στην Μονή που ήταν λειτουργός ο γέροντας Ιάκωβος, όταν τελείωσε την θεία Λειτουργία, μιλούσε ο Γέροντας στο προαύλιο της Μονής με τέσσερα-πέντε άτομα προσκυνητές. Εγώ καλοπροαίρετα καθόμουν εκεί δίπλα για να ακούω τι λένε, για να ωφεληθώ πνευματικά.
Εκείνη την στιγμή ένας άνδρας του λέει: «Θυμάσαι, πάτερ Ιάκωβε, την προηγούμενη φορά που ήρθα στο Μοναστήρι με το ταξί, είπαμε να σε πάρωμε απ’ τις Ροβιές που σε βρήκαμε στον δρόμο πεζό και δεν ήρθες μαζί μας, αλλά όταν φθάσαμε στο Μοναστήρι, μας περίμενες έξω απ’ την πόρτα;». Και εκείνος ο μακαριστός Γέροντας έβαλε την παλάμη του χεριού του στο στόμα του και του λέει: «Σε παρακαλώ μην τα λες, μην τα λες παιδί μου, νάχωμε και λίγο ταπείνωση».
Όταν το άκουσα αυτό το γεγονός, πήγα παραπέρα και έκλαιγα για την ολιγοπιστία μου!
Μία μέρα, στην τράπεζα της Μονής, αφού ευλόγησε ο Γέροντας και αρχίσαμε να τρώμε, εκείνος όλο έκανε πως έτρωγε, μα τίποτα δεν έτρωγε· όλο ανακάτευε το φαγητό στο πιάτο του. Στην ουσία, έτσι που τον κοιτούσα μέχρι το τέλος που ευλόγησε τα περισσεύματα, ζήτημα είναι να πήρε δυο-τρεις πιρουνιές φαγητό. Αυτό συνέβαινε όσες φορές κι αν τον είδα να τρώη. Ήταν πολύ αδύνατος· μόνο τα ρασάκια του και η γενειάδα του έδειχναν ότι κάτω απ’ αυτά υπάρχει ο Γέροντας!
Από το βιβλίο: «Ο Γέρων Ιάκωβος (Διηγήσεις – Νουθεσίες – Μαρτυρίες)». Γ’. Μαρτυρίες, σελ. 134 (αποσπάσματα). Έκδοση «Ενωμένη Ρωμηοσύνη» 2016.
Πηγή
paraklisi
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ