2018-02-19 07:41:30
Ο αμερικανικός απομονωτισμός -όρος μέχρι πρότινος ξεπερασμένος- αποκτά νέο νόημα, καθώς το «δόγμα Τραμπ» γυρίζει τις ΗΠΑ στην εποχή του Ψυχρού Πολέμου και την ίδια στιγμή «ανοίγει δρόμο» στην Κίνα και τη Ρωσία. Μετά από σχεδόν δύο δεκαετίες απόλυτης κυριαρχίας των ΗΠΑ στην παγκόσμια σκηνή, η «τράπουλα» μοιράζεται εκ νέου.
Στην ομιλία του για την Κατάσταση της Ένωσης στα τέλη Ιανουαρίου, ο Τραμπ προειδοποίησε ότι «ανταγωνιστές όπως η Κίνα και η Ρωσία απειλούν τα συμφέροντα μας, την οικονομία και τις αξίες μας», λέγοντας πως απέναντί τους «η αδυναμία είναι ο πιο σίγουρος δρόμος προς τη σύγκρουση». Απαίτησε δε, από το Κογκρέσο να δώσει ακόμη περισσότερα χρήματα «στον μεγάλο στρατό μας» με απώτερο σκοπό την ανάπτυξη και τον εκσυγχρονισμό του αμερικανικού πυρηνικού οπλοστασίου έτσι ώστε να καταστεί «τόσο ισχυρό που να είναι σε θέση να αποτρέψει κάθε πράξη επιθετικότητας από οποιονδήποτε».
Κατά το πρώτο έτος της θητείας του και ενώ η έρευνα για πιθανή ανάμειξη της Ρωσίας στις αμερικανικές εκλογές είναι σε εξέλιξη, ο Τραμπ εφάρμοσε μία πολιτική του τύπου «αγάπα τον εχθρό σου» που απλώς ενίσχυσε τον ρόλο των δύο μεγάλων στρατηγικών ανταγωνιστών των ΗΠΑ.
Κατά την ομιλία του στο 19ο Συνέδριο του Κομουνιστικού Κόμματος τον περασμένο Οκτώβριο, στο Πεκίνο, σε μία άλλη στιγμή του χρόνου, ο Κινέζος πρόεδρος Ξι Ζιπίνγκ χαρακτήρισε τη χώρα του ηγέτιδα παγκόσμια δύναμη στα σύγχρονα πολιτικά, οικονομικά και περιβαλλοντικά ζητήματα, δηλώνοντας ότι «ήρθε η ώρα να αποκτήσουμε κεντρικό ρόλο στην παγκόσμια πολιτική σκηνή και να συμβάλουμε περισσότερο στην ανθρωπότητα». Όπως όλα δείχνουν, ο Τραμπ -πιθανώς, χωρίς να το έχει επιδιώξει- έχει συμβάλει σε αυτό.
Δύο μήνες αργότερα, στην Ουάσιγκτον, ο Τραμπ ανακοίνωνε τη νέα Στρατηγική Εθνικής Ασφάλειας (NSS) -ακόμη μία στιγμή «έμπνευσης» του Αμερικανού προέδρου- που όπως γράφει η Μonde Diplomatique, στερείται οράματος, ακόμη και σαφήνειας. Ωστόσο, είναι βέβαιο ότι το «δόγμα Τραμπ» γυρίζει τις ΗΠΑ πίσω στην εποχή του Ψυχρού Πολέμου, καθώς αναγνωρίζει την Κίνα και τη Ρωσία ως τους δύο βασικούς διεκδικητές της επιρροής και των συμφερόντων των ΗΠΑ, παρά το γεγονός ότι πέραν του προϋπολογισμού του Πενταγώνου και του αμερικανικού πυρηνικού οπλοστασίου, δεν υπάρχει κάποια χάραξη στρατηγικής.
Στην πραγματικότητα, οι ενέργειες, οι δηλώσεις και τα tweets του Τραμπ τους μήνες που προηγήθηκαν της δημοσιοποίησης του εν λόγω εγγράφου, το μόνο που έκαναν ήταν να δώσουν στο Πεκίνο και τη Μόσχα ακόμη περισσότερες ευκαιρίες επέκτασης της επιρροής τους.
Την παραμονή της επετείου του πρώτου έτους της θητείας Τραμπ, έρευνα της εταιρείας Gallup που διεξήχθη σε 134 χώρες κατέγραψε κατακόρυφη πτώση όσον αφορά τον ρόλο της Ουάσιγκτον ως «παγκόσμιου ρυθμιστή»: Από το 48% που ήταν επί προεδρίας Μπαράκ Ομπάμα, το ποσοστό αποδοχής του ρόλου των ΗΠΑ έπεσε επί Τραμπ στο 30%. Ο Τραμπ ωστόσο, έκανε προσωπικό ρεκόρ, καθώς πρόκειται για το χειρότερο ποσοστό Αμερικανού προέδρου από τότε που η Gallup διεξάγει τη συγκεκριμένη έρευνα, εν προκειμένω από το 2007.
Στην ίδια, ετήσια κατάταξη των χωρών που διεκδικούν ηγετικό ρόλο σε παγκόσμια κλίμακα, η Κίνα κατέγραψε άνοδο 31% και η Ρωσία 27%. Και όλα αυτά, πριν από την άθλια δήλωση του Αμερικανού προέδρου για «χώρες απόπατους» με αναφορά στα κράτη της Αφρικής.
Η Μonde Diplomatique επιχειρεί μία σύνοψη του τί «έχει δώσει» μέχρι στιγμής ο Τραμπ στην Κίνα και τη Ρωσία και με ποιον τρόπο αντέδρασαν οι δύο δυνάμεις, καθώς σύμφωνα με το δημοσίευμα, μετά από σχεδόν δύο δεκαετίες απόλυτης κυριαρχίας των ΗΠΑ στην παγκόσμια σκηνή, η «τράπουλα» μοιράζεται εκ νέου.
Η αποχώρηση από την TPP
Ήδη από την πρώτη μέρα στο Οβάλ Γραφείο και όπως είχε υποσχεθεί προεκλογικά, ο Τραμπ απέσυρε τις ΗΠΑ από τη συμφωνία Trans - Pacific (TPP) μεταξύ των χωρών του Ειρηνικού. Υπενθυμίζεται ότι, στην αμφιλεγόμενη συμφωνία συμμετείχαν 12 χώρες (Αυστραλία, Μπρουνέι, Καναδάς, Χιλή, Ιαπωνία, Μαλαισία, Μεξικό, Νέα Ζηλανδία, Περού, Σιγκαπούρη, Ηνωμένες Πολιτείες και Βιετνάμ), οι οποίες αντιπροσωπεύουν το 40% της παγκόσμιας οικονομίας. Η Κίνα ήταν εκτός. Άλλωστε, η συμφωνία ήταν το οικονομικό αντίβαρο στην αυξανόμενη επιρροή της. Ο Μπαράκ Ομπάμα είχε ορίσει την περιοχή Ασίας -Ειρηνικού μια από τις γεωστρατηγικές και οικονομικές προτεραιότητες του. Τελικά, δεν πρόλαβε να στείλει τη συμφωνία για έγκριση στο Κογκρέσο.
Στην πραγματικότητα, το πρώτο εκείνο διάταγμα που υπέγραψε ο Τραμπ ήταν ένας θρίαμβος για την Κίνα. Όπως είχε δηλώσει τότε, ο Michael Froman, ο άνθρωπος που διαπραγματεύθηκε τη TPP από πλευράς ΗΠΑ «μετά από τόση συζήτηση περί σκληρών μέτρων απέναντι στην Κίνα, με την Πρώτη Πράξη του Τραμπ τής παραδίδουμε τα ‘κλειδιά’ και δηλώνουμε ότι εγκαταλείπουμε την ηγετική μας θέση στην περιοχή, γεγονός επιζήμιο γεωστρατηγικά». Ο Τραμπ υποστήριξε ότι απέσυρε τις ΗΠΑ από την TPP για να προστατεύσει τα συμφέροντα των Αμερικανών εργαζομένων από χώρες με φτηνό εργατικό δυναμικό, όπως το Βιετνάμ και η Μαλαισία που είχαν προσχωρήσει στη συμφωνία.
Η αποχώρηση από τη Συμφωνία του Παρισιού για το Κλίμα
Τηρώντας ακόμη μία προεκλογική δέσμευση του, ο Τραμπ απέσυρε τις ΗΠΑ από τη Συμφωνία του Παρισιού για το Κλίμα τον Ιούνιο του 2017, κίνηση η οποία επίσης, δημιούργησε κενό όσον αφορά τον ρόλο της ως παγκόσμιας ηγέτιδας δύναμης.
Το κενό αυτό έσπευσαν να καλύψουν τόσο ο Γάλλος πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν όσο και ο Κινέζος πρόεδρος Ξι Ζιπίνγκ. Τον Δεκέμβριο του 2017, στη δεύτερη επέτειο από την υπογραφή της Συμφωνίας για το Κλίμα στο Παρίσι και σε συνεργασία με τον ΟΗΕ και την Παγκόσμια Τράπεζα, ο Μακρόν διοργάνωσε τη Διεθνή Διάσκεψη Κορυφής για το Κλίμα «One Planet». Ο τίτλος της Συνόδου ήταν σκόπιμα στα αγγλικά, ως αναφορά στη φράση του «Make our planet great again» (Κάνε τον πλανήτη μας ξανά μεγάλο), με την οποία ο Γάλλος πρόεδρος αντέδρασε στην απόφαση του Αμερικανού Προέδρου Ντόναλντ Τραμπ να αποσύρει τις ΗΠΑ από τη Συμφωνία του Παρισιού για το Κλίμα. Στη Διάσκεψη Κορυφής στην οποία συμμετείχαν περισσότεροι από 50 αρχηγοί κρατών ο Μακρόν ανέλαβε τον ηγετικό ρόλο που «παραχώρησε» ο Τραμπ και οι συνεργάτες του, όλοι αρνητές της κλιματικής αλλαγής. Κόντρα στον Τραμπ, οκτώ αμερικανικές Πολιτείες, δήλωσαν ότι, παραμένουν στη συμφωνία του Παρισιού. Σύμφωνα με τον πρώην δήμαρχο της Νέας Υόρκης Μάικλ Μπλούμπεργκ αυτή η δέσμευση «αντιπροσωπεύει πλέον το ήμισυ της αμερικανικής οικονομίας».
Στη Διεθνή Διάσκεψη, ο 39χρονος πρώην τραπεζίτης, Μακρόν χαιρέτισε την πρόοδο που έχει σημειωθεί μέχρι τώρα και υπογράμμισε ότι μπορούν να δημιουργηθούν εναλλακτικές έναντι μιας παγκόσμιας οικονομίας που βασίζεται στα ορυκτά καύσιμα, επιταχύνοντας τα βήματα που έχουν ήδη γίνει, ακόμη και χωρίς τις Ηνωμένες Πολιτείες. Αλλά, δεν σταμάτησε εκεί. Πρότεινε σε 18 επιστήμονες του κλίματος, οι περισσότεροι εκ των οποίων έχουν ως έδρα τις ΗΠΑ, να εγκατασταθούν στη Γαλλία για το υπόλοιπο της θητείας Τραμπ, δηλαδή να εργαστούν σε μια χώρα που είναι σε θέση να αξιολογήσει το έργο τους, εξασφαλίζοντας τους παράλληλα, επιχορηγήσεις εκατομμυρίων ευρώ.
Τέσσερις εβδομάδες αργότερα, ο Μακρόν με τη σύζυγο του πραγματοποίησαν επίσημη επίσκεψη στο Πεκίνο. Ο Κινέζος πρόεδρος υπενθύμισε ότι η Γαλλία ήταν η πρώτη δυτική δύναμη που σύναψε διπλωματικές σχέσεις με τη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας και ότι η χώρα του είναι έτοιμη να συνεργαστεί στενά με τη Γαλλία, όχι μόνο για την κλιματική αλλαγή αλλά και όσον αφορά τα επεκτατικά project τρισεκατομμυρίων δολαρίων που έχει θέσει σε εφαρμογή η Κίνα. Ο λόγος για το «One Belt One Road», το σχέδιο που στοχεύει στη διασύνδεση της Κίνας με την Ευρώπη διά θαλάσσης, οδικών και σιδηροδρομικών αρτηριών και αγωγών.
Την ώρα που η Ουάσιγκτον δίνει τρισεκατομμύρια για την ενίσχυση της εθνικής ασφάλειας, του στρατού και του πυρηνικού οπλοστασίου της, ο Μακρόν αντιδρά με ενθουσιασμό στα σχέδια του Ξι Ζιπίνγκ λέγοντας ότι «η Γαλλία θα ήθελε να συμμετάσχει ενεργά στην πρωτοβουλία Belt and Road», καθώς «οι νέοι δρόμοι δεν είναι μόνο μίας κατεύθυνσης».
Από την κλιματική αλλαγή μέχρι την οικονομία, οι Η.Π.Α. μοιάζουν να βρίσκονται εκτός παιχνιδιού. Ο δρόμος είναι τώρα ανοιχτός για την Κίνα, η οποία ήδη από το Σεπτέμβριο του 2013 άρχισε να εφαρμόζει μέτρα για την ατμοσφαιρική ρύπανση, εν μέρει με τη μείωση της βιομηχανικής χρήσης άνθρακα, διεκδικώντας να καλύψει το κενό που αφήνει η διακυβέρνηση Τραμπ.
Η Κίνα και το «One Belt One Road»
Όταν ο Ξι Ζιπίνγκ εγκαινίασε το One Belt - One Road (OBOR) τον Σεπτέμβριο του 2013 κατά μήκος του Δρόμου του Μεταξιού που συνδέει την Ευρώπη με την Κίνα (το δίκτυο των εμπορικών δρόμων μεταξύ της Κίνας και των κρατών που βρίσκονται στα δυτικά και στα νότια της και σημαντικότερο εμπορικό δίκτυο από την αρχαιότητα μέχρι και την πτώση της Κωνσταντινούπολης, το 1453), το σιδηροδρομικό δίκτυο που συνδέει το Yiwu (κέντρο για περισσότερους από 70.000 προμηθευτές και κατασκευαστές νοτιοανατολικά της Σαγκάης) με την Ευρώπη λειτουργούσε ήδη ένα χρόνο. Μάλιστα, το πρώτο δοκιμαστικό ταξίδι με προορισμό το Ντούισμπουργκ της Γερμανίας είχε γίνει τέσσερα χρόνια νωρίτερα.
Ταξιδεύοντας μέσω Καζακστάν, Ρωσίας, Λευκορωσίας, Πολωνίας, Γερμανίας, Βελγίου, Γαλλίας και Ισπανίας, οι εμπορικές αμαξοστοιχίες χρειάζονται 17 ημέρες για να καλύψουν τα περίπου 7.700 μίλια, μειώνοντας κατά το ήμισυ το κόστος της μεταφοράς μέσω θαλασσίων οδών και κατά 9/10 μέσω αερομεταφορών. Υπολογίζεται ότι μέχρι το 2020 περισσότερα από 7,5 εκατ. εμπορευματοκιβώτια θα φεύγουν από κινεζικές πόλεις όπως το Yiwu προς ευρωπαϊκούς προορισμούς.
Σύμφωνα με το σχέδιο, το One Belt - One Road θα συνδέει στο μέλλον την Κίνα, τη Νοτιοανατολική Ασία, τη Νότια Ασία, την Κεντρική και Δυτική Ασία, τη Μέση Ανατολή, τη Ανατολική Αφρική και την Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη. Θα περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, την κατασκευή αγωγών πετρελαίου και φυσικού αερίου, αυτοκινητοδρόμων, σιδηροδρομικών γραμμών, λιμένων βαθέων υδάτων και μονάδων παραγωγής ενέργειας. Η χρηματοδότηση προέρχεται από κινεζικές τράπεζες, κοινοπραξίες και την Ασιατική Διεθνή Τράπεζα Επενδύσεων, μία επίσης σημαντική πρωτοβουλία της Κίνας.
Όταν ο πρωθυπουργός της Καμπότζης Hun Sen σχολίασε ότι «κάποιες χώρες έχουν πολλές ιδέες αλλά όχι χρήμα, αλλά στην περίπτωση της Κίνας η ιδέα έρχεται πάντα μαζί με το χρήμα» διατύπωνε μία άποψη που πλέον είναι ευρέως διαδεδομένη.
Τον περασμένο Μάιο, ο Κινέζος πρόεδρος απευθυνόμενος σε σύνοδο στην οποία έδωσαν το «παρών» 70 αρχηγοί κρατών και επικεφαλής διεθνών οργανισμών στο Πεκίνο, υποσχέθηκε πρόσθετη χρηματοδότηση ύψους 113 δισεκατομμυρίων δολαρίων για το One Belt - One Road παροτρύνοντας χώρες σε όλο τον κόσμο να συμμετάσχουν σε αυτό. «Δεν έχουμε καμία πρόθεση να δημιουργήσουμε μια μικρή ομάδα επιζήμια για τη σταθερότητα. Ελπίζουμε να δημιουργήσουμε μια μεγάλη οικογένεια αρμονικής συνύπαρξης» δήλωνε ο Κινέζος πρόεδρος.
Παρότι είχαν προσκληθεί, ΗΠΑ και Ινδία απείχαν. Τότε ο Αμερικανός υπουργός Άμυνας Τζέιμς Μάτις πιάνοντας το πνεύμα της συγκυρίας είπε για τις ΗΠΑ: «Σε έναν παγκοσμιοποιημένο κόσμο υπάρχουν πολλές ζώνες και δρόμοι και κανένα κράτος δεν πρέπει να υπαγορεύει ‘μία ζώνη, μία οδό’. Αλλά, αυτήν την περίοδο, οι ΗΠΑ δεν προσφέρουν ούτε ζώνες, ούτε οδούς σε κανέναν».
Σύμφωνα με τον Economist, το 86% των έργων OBOR που ήδη βρίσκονται σε εξέλιξη χρησιμοποιούν Κινέζους εργολάβους, γεγονός που επιτρέπει στην Κίνα να χρησιμοποιήσει το πλεόνασμα της παραγωγής της σε χάλυβα και τσιμέντο. Το Πεκίνο έχει δεσμευτεί να επενδύσει 46 δισεκατομμύρια δολάρια σε έναν οικονομικό διάδρομο Κίνας - Πακιστάν, ο οποίος θα περιλαμβάνει αναβάθμιση σε αγωγούς και αυτοκινητόδρομους που θα συνδέουν τη δυτική Κίνα με τον λιμένα βαθέων υδάτων του Πακιστάν Gwadar στην Αραβική Θάλασσα. Το Gwadar απέχει λιγότερο από 400 μίλια από τα Στενά του Χορμούζ, που θεωρείται πέρασμα μεγάλης σημασίας για τα πετρελαιοφόρα. Αυτό σημαίνει ότι το αργό πετρέλαιο που αποστέλλεται από τους λιμένες του Περσικού Κόλπου στην Κίνα σύντομα θα αρχίσει να φτάνει στο κινεζικό έδαφος με αγωγό. Το ταξίδι διά θαλάσσης θα μειωθεί δραματικά, με αποτέλεσμα μεγάλη εξοικονόμηση χρόνου και πόρων.
Η πολιτική του Πεκίνου να χαράξει οδούς στο εξωτερικό και να επεκτείνει την έννοια του OBOR πέρα από την Ευρασία, ιδιαίτερα στην Αφρική, ήταν εντυπωσιακή. Μεταξύ 1976 και 2016, για παράδειγμα, η Κίνα δημιούργησε πέντε μεγάλες σιδηροδρομικές γραμμές στην Αφρική, απασχολώντας 50.000 Κινέζους για να ολοκληρώσει τη γραμμή Τανζανία - Ζάμπια, 1.150 μιλίων. Οκτώ ακόμη σιδηροδρομικά έργα βρίσκονται σε εξέλιξη.
Στο πρόσφατο Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ στο Νταβός, οι Κινέζοι παρουσίασαν ένα ακόμη φιλόδοξο σχέδιο στο πλαίσιο του, OBOR που συνδέεται και επηρεάζεται από την κλιματική αλλαγή. Ο λόγος για το «Polar Silk Road» (ένα πολικό δρόμο του μεταξιού) που σύμφωνα με τους New York Times «θα συνδέσει την Κίνα με την Ευρώπη και τον Ατλαντικό μέσω μίας θαλάσσιας οδού η οποία θα περνάει από τους λιωμένους πάγους της Αρκτικής». Σε αυτό το πλαίσιο, η πολιτική του Τραμπ «Πρώτα η Αμερική» δεν πρέπει να θεωρείται τίποτα λιγότερο παρά ένα πραγματικό «μεγάλο πρωτάθλημα» για την άνοδο της Κίνας.
Εντωμεταξύ στη Μέση Ανατολή Η Ρωσία, ένα πετρελαϊκό κράτος με οικονομία μεγέθους Ιταλίας, δεν είναι πλέον η «η αυτοκρατορία του κακού» της σοβιετικής περιόδου. Ωστόσο, ο Ρώσος πρόεδρος Βλαντιμίρ Πούτιν έχει τρία δυνατά χαρτιά: Διαθέτει μία ενισχυμένη, διευρυμένη στρατιωτική μηχανή που υποστηρίζεται από μια εξίσου ισχυρή βιομηχανία. Είναι η δεύτερη χώρα με τη μεγαλύτερη παραγωγή πετρελαίου στον κόσμο, σε μια εποχή που οι τιμές του πετρελαίου ανεβαίνουν. Τέλος, έχει την παντοδύναμη Rosatom State Atomic Energy Corporation, η οποία διαθέτει όλη τη γκάμα των προϊόντων και υπηρεσιών της πυρηνικής βιομηχανίας και «τρέχει» και τις 360 πολιτικές και στρατιωτικές πυρηνικές εγκαταστάσεις της Ρωσίας. Αυτά τα «περιουσιακά στοιχεία» συνδέονται με τα 18 χρόνια της απόλυτης κυριαρχίας του Πούτιν στην προεδρία, χρόνια που του έδωσαν τη δυνατότητα να δει τα αποτελέσματα της πολιτικής του με τρόπο που κανένας Αμερικανός πρόεδρος δεν θα μπορούσε.
Ο Πούτιν ενέπλεξε τη Ρωσία στον εμφύλιο της Συρίας τον Σεπτέμβριο του 2015, υποστηρίζοντας τον πρόεδρο Μπασάρ αλ-Ασαντ. Η συμμαχία αφορούσε τρία ζητήματα: Τους ιστορικούς δεσμούς της Συρίας με τη Σοβιετική Ένωση από την εποχή του Ψυχρού Πολέμου, την επιθυμία του Κρεμλίνου για μία έξοδο στη Μεσόγειο μετά την απώλεια της Λιβύης, που ακολούθησε την πτώση του Μουαμάρ Καντάφι το 2011, και το δόγμα του που λέει ότι κάθε ομάδα που ξεκινά ένοπλο αγώνα εναντίον μιας διεθνώς αναγνωρισμένης κυβέρνησης είναι τρομοκρατική οργάνωση.
Αφού εξασφάλισε βασικό ρόλο στον εμφύλιο της Συρίας, ο Πούτιν συνεργάστηκε με το Ιράν, παραδοσιακό σύμμαχο της Συρίας, αλλά επίσης και με την Τουρκία, κράτος - μέλος του ΝΑΤΟ που είχε αρχικά αντιταχθεί στο καθεστώς Άσαντ. Όταν ο Πούτιν έδινε συγχαρητήρια στον Τούρκο πρόεδρο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν για την αποτροπή της απόπειρας πραξικοπήματος του Ιουλίου του 2016, ο Ερντογάν συμφώνησε να συμμετάσχει στην προσπάθειά για μια ειρηνευτική συμφωνία στη Συρία.
Σήμερα, όσο η ανάμειξη των ΗΠΑ στη συριακή κρίση γίνεται όλη και λιγότερο «ορατή», τόσο η επιρροή του Κρεμλίνου μεγαλώνει. Η Ουάσιγκτον, η οποία χρησιμοποίησε την αεροπορική της δύναμη και 2.000 στρατιώτες στο έδαφος για να στηρίξει τους Κούρδους της Συρίας, οι οποίοι μάχονται και ενάντια στους τζιχαντιστές, είναι σε μεγάλη κόντρα με την Άγκυρα. Κι ενώ ο εθνικιστής Ερντογάν εξαπολύει επιθέσεις στην Αφρίν, η Ουάσιγκτον αφήνει το Κρεμλίνο να «κάνει παιχνίδι» στην περιοχή.
Το 2016, η Σαουδική Αραβία πίεσε τα υπόλοιπα μέλη του OPEC να μειώσουν τη συνολική παραγωγή. Ωστόσο, για να έχει αποτελεσματική μια τέτοια στρατηγική, έπρεπε να συνεργαστούν και οι παραγωγοί πετρελαίου εκτός ΟΠΕΚ. Ο μεγαλύτερος εξ αυτών, η Ρωσία, ήταν ο βασικός παίκτης και ο Πούτιν, πρόθυμος όσο και οι Σαουδάραβες που ήθελαν να δουν την τιμή να ανεβαίνει, συμφώνησε. Ένα χρόνο αργότερα, όταν έληξαν οι περιορισμοί για μείωση της παραγωγής, το Ριάντ υποστήριξε την παράτασή τους μέχρι τον Δεκέμβριο του 2018. Και πάλι ο Πούτιν στήριξε την κίνηση.
Δεν ήταν έκπληξη το γεγονός ότι ο βασιλιάς Σαλμάν έγινε ο πρώτος Σαουδάραβας μονάρχης που επισκέφθηκε τη Μόσχα τον περασμένο Οκτώβριο. Υπέγραψε 15 συμφωνίες συνεργασίας που αφορούν το πετρέλαιο, τον στρατό (συμπεριλαμβανομένης μιας συμφωνίας όπλων ύψους 3 δισ. δολαρίων που περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, την αγορά ρωσικών αντιαεροπορικών πυραύλων S-400), μέχρι και την εξερεύνηση του Διαστήματος. Με αυτόν τον τρόπο, ο βασιλιάς της Σαουδικής Αραβίας έσπασε το μονοπώλιο των ΗΠΑ (και άλλων δυτικών χωρών) όσον αφορά τις προμήθειες όπλων τελευταίας τεχνολογίας στη Σαουδική Αραβία. Επανέλαβε ότι οποιαδήποτε ειρηνική διευθέτηση στη Συρία θα πρέπει να διασφαλίζει την εδαφική ακεραιότητα της χώρας, δεν επανέλαβε ωστόσο, την έκκληση της κυβέρνησής του για παραίτηση του Άσαντ.
Πριν από τη «σύσφιξη σχέσεων» με τον Σαλμάν, ο Πούτιν κατάφερε να προσελκύσει το ενδιαφέρον της Αιγύπτου, ενός επίσης, παραδοσιακού συμμάχου της Ουάσινγκτον και αποδέκτη στρατιωτικής βοήθειας των ΗΠΑ που ξεπερνά το 1 δισ. δολάρια ετησίως από το 1987. Τον Οκτώβριο του 2016, περισσότεροι από 500 Ρώσοι και Αιγύπτιοι αλεξιπτωτιστές συμμετείχαν σε κοινές στρατιωτικές ασκήσεις στην έρημο κοντά στην Αλεξάνδρεια. Το φλερτ των δύο χωρών, το οποίο ξεκίνησε το 2014, όταν ο στρατηγός τότε, Φατάχα αλ Σίσι επισκέφθηκε το Κρεμλίνο, κέρδισε έδαφος με το δεύτερο ταξίδι του Σίσι στη Μόσχα έξι μήνες αργότερα, αφότου εξελέγη πρόεδρος. Το 2017, η Rosatom συμφώνησε να κατασκευάσει τον πρώτο πυρηνικό σταθμό της Αιγύπτου στο El Dabaa, 80 μίλια βορειοδυτικά του Καΐρου, το κόστος του οποίου αγγίζει τα 21 δισ. δολάρια.
Ο αμερικανικός απομονωτισμός -όρος μέχρι πρότινος ξεπερασμένος- αποκτά νέο νόημα. Τη στιγμή που οι ΗΠΑ μοιάζουν να χάνονται σε αδιέξοδους πολέμους, να παγιδεύονται σε σχέδια για την ενίσχυση της εθνικής ασφάλειας και σε τείχη κάθε είδους για να κλείσουν μέσα τους τόσους πολλούς ανθρώπους, το State Department οδηγείται σε διάλυση. Όπως γράφει η Monde Diplomatique ενώ ο Τραμπ συνεχίζει το μάντρα America First, ο δρόμος για τον «κινεζικό δράκο» ανοίγει, με τη «ρωσική αρκούδα» να ακολουθεί από κοντά...
Πηγή Tromaktiko
Στην ομιλία του για την Κατάσταση της Ένωσης στα τέλη Ιανουαρίου, ο Τραμπ προειδοποίησε ότι «ανταγωνιστές όπως η Κίνα και η Ρωσία απειλούν τα συμφέροντα μας, την οικονομία και τις αξίες μας», λέγοντας πως απέναντί τους «η αδυναμία είναι ο πιο σίγουρος δρόμος προς τη σύγκρουση». Απαίτησε δε, από το Κογκρέσο να δώσει ακόμη περισσότερα χρήματα «στον μεγάλο στρατό μας» με απώτερο σκοπό την ανάπτυξη και τον εκσυγχρονισμό του αμερικανικού πυρηνικού οπλοστασίου έτσι ώστε να καταστεί «τόσο ισχυρό που να είναι σε θέση να αποτρέψει κάθε πράξη επιθετικότητας από οποιονδήποτε».
Κατά το πρώτο έτος της θητείας του και ενώ η έρευνα για πιθανή ανάμειξη της Ρωσίας στις αμερικανικές εκλογές είναι σε εξέλιξη, ο Τραμπ εφάρμοσε μία πολιτική του τύπου «αγάπα τον εχθρό σου» που απλώς ενίσχυσε τον ρόλο των δύο μεγάλων στρατηγικών ανταγωνιστών των ΗΠΑ.
Κατά την ομιλία του στο 19ο Συνέδριο του Κομουνιστικού Κόμματος τον περασμένο Οκτώβριο, στο Πεκίνο, σε μία άλλη στιγμή του χρόνου, ο Κινέζος πρόεδρος Ξι Ζιπίνγκ χαρακτήρισε τη χώρα του ηγέτιδα παγκόσμια δύναμη στα σύγχρονα πολιτικά, οικονομικά και περιβαλλοντικά ζητήματα, δηλώνοντας ότι «ήρθε η ώρα να αποκτήσουμε κεντρικό ρόλο στην παγκόσμια πολιτική σκηνή και να συμβάλουμε περισσότερο στην ανθρωπότητα». Όπως όλα δείχνουν, ο Τραμπ -πιθανώς, χωρίς να το έχει επιδιώξει- έχει συμβάλει σε αυτό.
Δύο μήνες αργότερα, στην Ουάσιγκτον, ο Τραμπ ανακοίνωνε τη νέα Στρατηγική Εθνικής Ασφάλειας (NSS) -ακόμη μία στιγμή «έμπνευσης» του Αμερικανού προέδρου- που όπως γράφει η Μonde Diplomatique, στερείται οράματος, ακόμη και σαφήνειας. Ωστόσο, είναι βέβαιο ότι το «δόγμα Τραμπ» γυρίζει τις ΗΠΑ πίσω στην εποχή του Ψυχρού Πολέμου, καθώς αναγνωρίζει την Κίνα και τη Ρωσία ως τους δύο βασικούς διεκδικητές της επιρροής και των συμφερόντων των ΗΠΑ, παρά το γεγονός ότι πέραν του προϋπολογισμού του Πενταγώνου και του αμερικανικού πυρηνικού οπλοστασίου, δεν υπάρχει κάποια χάραξη στρατηγικής.
Στην πραγματικότητα, οι ενέργειες, οι δηλώσεις και τα tweets του Τραμπ τους μήνες που προηγήθηκαν της δημοσιοποίησης του εν λόγω εγγράφου, το μόνο που έκαναν ήταν να δώσουν στο Πεκίνο και τη Μόσχα ακόμη περισσότερες ευκαιρίες επέκτασης της επιρροής τους.
Την παραμονή της επετείου του πρώτου έτους της θητείας Τραμπ, έρευνα της εταιρείας Gallup που διεξήχθη σε 134 χώρες κατέγραψε κατακόρυφη πτώση όσον αφορά τον ρόλο της Ουάσιγκτον ως «παγκόσμιου ρυθμιστή»: Από το 48% που ήταν επί προεδρίας Μπαράκ Ομπάμα, το ποσοστό αποδοχής του ρόλου των ΗΠΑ έπεσε επί Τραμπ στο 30%. Ο Τραμπ ωστόσο, έκανε προσωπικό ρεκόρ, καθώς πρόκειται για το χειρότερο ποσοστό Αμερικανού προέδρου από τότε που η Gallup διεξάγει τη συγκεκριμένη έρευνα, εν προκειμένω από το 2007.
Στην ίδια, ετήσια κατάταξη των χωρών που διεκδικούν ηγετικό ρόλο σε παγκόσμια κλίμακα, η Κίνα κατέγραψε άνοδο 31% και η Ρωσία 27%. Και όλα αυτά, πριν από την άθλια δήλωση του Αμερικανού προέδρου για «χώρες απόπατους» με αναφορά στα κράτη της Αφρικής.
Η Μonde Diplomatique επιχειρεί μία σύνοψη του τί «έχει δώσει» μέχρι στιγμής ο Τραμπ στην Κίνα και τη Ρωσία και με ποιον τρόπο αντέδρασαν οι δύο δυνάμεις, καθώς σύμφωνα με το δημοσίευμα, μετά από σχεδόν δύο δεκαετίες απόλυτης κυριαρχίας των ΗΠΑ στην παγκόσμια σκηνή, η «τράπουλα» μοιράζεται εκ νέου.
Η αποχώρηση από την TPP
Ήδη από την πρώτη μέρα στο Οβάλ Γραφείο και όπως είχε υποσχεθεί προεκλογικά, ο Τραμπ απέσυρε τις ΗΠΑ από τη συμφωνία Trans - Pacific (TPP) μεταξύ των χωρών του Ειρηνικού. Υπενθυμίζεται ότι, στην αμφιλεγόμενη συμφωνία συμμετείχαν 12 χώρες (Αυστραλία, Μπρουνέι, Καναδάς, Χιλή, Ιαπωνία, Μαλαισία, Μεξικό, Νέα Ζηλανδία, Περού, Σιγκαπούρη, Ηνωμένες Πολιτείες και Βιετνάμ), οι οποίες αντιπροσωπεύουν το 40% της παγκόσμιας οικονομίας. Η Κίνα ήταν εκτός. Άλλωστε, η συμφωνία ήταν το οικονομικό αντίβαρο στην αυξανόμενη επιρροή της. Ο Μπαράκ Ομπάμα είχε ορίσει την περιοχή Ασίας -Ειρηνικού μια από τις γεωστρατηγικές και οικονομικές προτεραιότητες του. Τελικά, δεν πρόλαβε να στείλει τη συμφωνία για έγκριση στο Κογκρέσο.
Στην πραγματικότητα, το πρώτο εκείνο διάταγμα που υπέγραψε ο Τραμπ ήταν ένας θρίαμβος για την Κίνα. Όπως είχε δηλώσει τότε, ο Michael Froman, ο άνθρωπος που διαπραγματεύθηκε τη TPP από πλευράς ΗΠΑ «μετά από τόση συζήτηση περί σκληρών μέτρων απέναντι στην Κίνα, με την Πρώτη Πράξη του Τραμπ τής παραδίδουμε τα ‘κλειδιά’ και δηλώνουμε ότι εγκαταλείπουμε την ηγετική μας θέση στην περιοχή, γεγονός επιζήμιο γεωστρατηγικά». Ο Τραμπ υποστήριξε ότι απέσυρε τις ΗΠΑ από την TPP για να προστατεύσει τα συμφέροντα των Αμερικανών εργαζομένων από χώρες με φτηνό εργατικό δυναμικό, όπως το Βιετνάμ και η Μαλαισία που είχαν προσχωρήσει στη συμφωνία.
Η αποχώρηση από τη Συμφωνία του Παρισιού για το Κλίμα
Τηρώντας ακόμη μία προεκλογική δέσμευση του, ο Τραμπ απέσυρε τις ΗΠΑ από τη Συμφωνία του Παρισιού για το Κλίμα τον Ιούνιο του 2017, κίνηση η οποία επίσης, δημιούργησε κενό όσον αφορά τον ρόλο της ως παγκόσμιας ηγέτιδας δύναμης.
Το κενό αυτό έσπευσαν να καλύψουν τόσο ο Γάλλος πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν όσο και ο Κινέζος πρόεδρος Ξι Ζιπίνγκ. Τον Δεκέμβριο του 2017, στη δεύτερη επέτειο από την υπογραφή της Συμφωνίας για το Κλίμα στο Παρίσι και σε συνεργασία με τον ΟΗΕ και την Παγκόσμια Τράπεζα, ο Μακρόν διοργάνωσε τη Διεθνή Διάσκεψη Κορυφής για το Κλίμα «One Planet». Ο τίτλος της Συνόδου ήταν σκόπιμα στα αγγλικά, ως αναφορά στη φράση του «Make our planet great again» (Κάνε τον πλανήτη μας ξανά μεγάλο), με την οποία ο Γάλλος πρόεδρος αντέδρασε στην απόφαση του Αμερικανού Προέδρου Ντόναλντ Τραμπ να αποσύρει τις ΗΠΑ από τη Συμφωνία του Παρισιού για το Κλίμα. Στη Διάσκεψη Κορυφής στην οποία συμμετείχαν περισσότεροι από 50 αρχηγοί κρατών ο Μακρόν ανέλαβε τον ηγετικό ρόλο που «παραχώρησε» ο Τραμπ και οι συνεργάτες του, όλοι αρνητές της κλιματικής αλλαγής. Κόντρα στον Τραμπ, οκτώ αμερικανικές Πολιτείες, δήλωσαν ότι, παραμένουν στη συμφωνία του Παρισιού. Σύμφωνα με τον πρώην δήμαρχο της Νέας Υόρκης Μάικλ Μπλούμπεργκ αυτή η δέσμευση «αντιπροσωπεύει πλέον το ήμισυ της αμερικανικής οικονομίας».
Στη Διεθνή Διάσκεψη, ο 39χρονος πρώην τραπεζίτης, Μακρόν χαιρέτισε την πρόοδο που έχει σημειωθεί μέχρι τώρα και υπογράμμισε ότι μπορούν να δημιουργηθούν εναλλακτικές έναντι μιας παγκόσμιας οικονομίας που βασίζεται στα ορυκτά καύσιμα, επιταχύνοντας τα βήματα που έχουν ήδη γίνει, ακόμη και χωρίς τις Ηνωμένες Πολιτείες. Αλλά, δεν σταμάτησε εκεί. Πρότεινε σε 18 επιστήμονες του κλίματος, οι περισσότεροι εκ των οποίων έχουν ως έδρα τις ΗΠΑ, να εγκατασταθούν στη Γαλλία για το υπόλοιπο της θητείας Τραμπ, δηλαδή να εργαστούν σε μια χώρα που είναι σε θέση να αξιολογήσει το έργο τους, εξασφαλίζοντας τους παράλληλα, επιχορηγήσεις εκατομμυρίων ευρώ.
Τέσσερις εβδομάδες αργότερα, ο Μακρόν με τη σύζυγο του πραγματοποίησαν επίσημη επίσκεψη στο Πεκίνο. Ο Κινέζος πρόεδρος υπενθύμισε ότι η Γαλλία ήταν η πρώτη δυτική δύναμη που σύναψε διπλωματικές σχέσεις με τη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας και ότι η χώρα του είναι έτοιμη να συνεργαστεί στενά με τη Γαλλία, όχι μόνο για την κλιματική αλλαγή αλλά και όσον αφορά τα επεκτατικά project τρισεκατομμυρίων δολαρίων που έχει θέσει σε εφαρμογή η Κίνα. Ο λόγος για το «One Belt One Road», το σχέδιο που στοχεύει στη διασύνδεση της Κίνας με την Ευρώπη διά θαλάσσης, οδικών και σιδηροδρομικών αρτηριών και αγωγών.
Την ώρα που η Ουάσιγκτον δίνει τρισεκατομμύρια για την ενίσχυση της εθνικής ασφάλειας, του στρατού και του πυρηνικού οπλοστασίου της, ο Μακρόν αντιδρά με ενθουσιασμό στα σχέδια του Ξι Ζιπίνγκ λέγοντας ότι «η Γαλλία θα ήθελε να συμμετάσχει ενεργά στην πρωτοβουλία Belt and Road», καθώς «οι νέοι δρόμοι δεν είναι μόνο μίας κατεύθυνσης».
Από την κλιματική αλλαγή μέχρι την οικονομία, οι Η.Π.Α. μοιάζουν να βρίσκονται εκτός παιχνιδιού. Ο δρόμος είναι τώρα ανοιχτός για την Κίνα, η οποία ήδη από το Σεπτέμβριο του 2013 άρχισε να εφαρμόζει μέτρα για την ατμοσφαιρική ρύπανση, εν μέρει με τη μείωση της βιομηχανικής χρήσης άνθρακα, διεκδικώντας να καλύψει το κενό που αφήνει η διακυβέρνηση Τραμπ.
Η Κίνα και το «One Belt One Road»
Όταν ο Ξι Ζιπίνγκ εγκαινίασε το One Belt - One Road (OBOR) τον Σεπτέμβριο του 2013 κατά μήκος του Δρόμου του Μεταξιού που συνδέει την Ευρώπη με την Κίνα (το δίκτυο των εμπορικών δρόμων μεταξύ της Κίνας και των κρατών που βρίσκονται στα δυτικά και στα νότια της και σημαντικότερο εμπορικό δίκτυο από την αρχαιότητα μέχρι και την πτώση της Κωνσταντινούπολης, το 1453), το σιδηροδρομικό δίκτυο που συνδέει το Yiwu (κέντρο για περισσότερους από 70.000 προμηθευτές και κατασκευαστές νοτιοανατολικά της Σαγκάης) με την Ευρώπη λειτουργούσε ήδη ένα χρόνο. Μάλιστα, το πρώτο δοκιμαστικό ταξίδι με προορισμό το Ντούισμπουργκ της Γερμανίας είχε γίνει τέσσερα χρόνια νωρίτερα.
Ταξιδεύοντας μέσω Καζακστάν, Ρωσίας, Λευκορωσίας, Πολωνίας, Γερμανίας, Βελγίου, Γαλλίας και Ισπανίας, οι εμπορικές αμαξοστοιχίες χρειάζονται 17 ημέρες για να καλύψουν τα περίπου 7.700 μίλια, μειώνοντας κατά το ήμισυ το κόστος της μεταφοράς μέσω θαλασσίων οδών και κατά 9/10 μέσω αερομεταφορών. Υπολογίζεται ότι μέχρι το 2020 περισσότερα από 7,5 εκατ. εμπορευματοκιβώτια θα φεύγουν από κινεζικές πόλεις όπως το Yiwu προς ευρωπαϊκούς προορισμούς.
Σύμφωνα με το σχέδιο, το One Belt - One Road θα συνδέει στο μέλλον την Κίνα, τη Νοτιοανατολική Ασία, τη Νότια Ασία, την Κεντρική και Δυτική Ασία, τη Μέση Ανατολή, τη Ανατολική Αφρική και την Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη. Θα περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, την κατασκευή αγωγών πετρελαίου και φυσικού αερίου, αυτοκινητοδρόμων, σιδηροδρομικών γραμμών, λιμένων βαθέων υδάτων και μονάδων παραγωγής ενέργειας. Η χρηματοδότηση προέρχεται από κινεζικές τράπεζες, κοινοπραξίες και την Ασιατική Διεθνή Τράπεζα Επενδύσεων, μία επίσης σημαντική πρωτοβουλία της Κίνας.
Όταν ο πρωθυπουργός της Καμπότζης Hun Sen σχολίασε ότι «κάποιες χώρες έχουν πολλές ιδέες αλλά όχι χρήμα, αλλά στην περίπτωση της Κίνας η ιδέα έρχεται πάντα μαζί με το χρήμα» διατύπωνε μία άποψη που πλέον είναι ευρέως διαδεδομένη.
Τον περασμένο Μάιο, ο Κινέζος πρόεδρος απευθυνόμενος σε σύνοδο στην οποία έδωσαν το «παρών» 70 αρχηγοί κρατών και επικεφαλής διεθνών οργανισμών στο Πεκίνο, υποσχέθηκε πρόσθετη χρηματοδότηση ύψους 113 δισεκατομμυρίων δολαρίων για το One Belt - One Road παροτρύνοντας χώρες σε όλο τον κόσμο να συμμετάσχουν σε αυτό. «Δεν έχουμε καμία πρόθεση να δημιουργήσουμε μια μικρή ομάδα επιζήμια για τη σταθερότητα. Ελπίζουμε να δημιουργήσουμε μια μεγάλη οικογένεια αρμονικής συνύπαρξης» δήλωνε ο Κινέζος πρόεδρος.
Παρότι είχαν προσκληθεί, ΗΠΑ και Ινδία απείχαν. Τότε ο Αμερικανός υπουργός Άμυνας Τζέιμς Μάτις πιάνοντας το πνεύμα της συγκυρίας είπε για τις ΗΠΑ: «Σε έναν παγκοσμιοποιημένο κόσμο υπάρχουν πολλές ζώνες και δρόμοι και κανένα κράτος δεν πρέπει να υπαγορεύει ‘μία ζώνη, μία οδό’. Αλλά, αυτήν την περίοδο, οι ΗΠΑ δεν προσφέρουν ούτε ζώνες, ούτε οδούς σε κανέναν».
Σύμφωνα με τον Economist, το 86% των έργων OBOR που ήδη βρίσκονται σε εξέλιξη χρησιμοποιούν Κινέζους εργολάβους, γεγονός που επιτρέπει στην Κίνα να χρησιμοποιήσει το πλεόνασμα της παραγωγής της σε χάλυβα και τσιμέντο. Το Πεκίνο έχει δεσμευτεί να επενδύσει 46 δισεκατομμύρια δολάρια σε έναν οικονομικό διάδρομο Κίνας - Πακιστάν, ο οποίος θα περιλαμβάνει αναβάθμιση σε αγωγούς και αυτοκινητόδρομους που θα συνδέουν τη δυτική Κίνα με τον λιμένα βαθέων υδάτων του Πακιστάν Gwadar στην Αραβική Θάλασσα. Το Gwadar απέχει λιγότερο από 400 μίλια από τα Στενά του Χορμούζ, που θεωρείται πέρασμα μεγάλης σημασίας για τα πετρελαιοφόρα. Αυτό σημαίνει ότι το αργό πετρέλαιο που αποστέλλεται από τους λιμένες του Περσικού Κόλπου στην Κίνα σύντομα θα αρχίσει να φτάνει στο κινεζικό έδαφος με αγωγό. Το ταξίδι διά θαλάσσης θα μειωθεί δραματικά, με αποτέλεσμα μεγάλη εξοικονόμηση χρόνου και πόρων.
Η πολιτική του Πεκίνου να χαράξει οδούς στο εξωτερικό και να επεκτείνει την έννοια του OBOR πέρα από την Ευρασία, ιδιαίτερα στην Αφρική, ήταν εντυπωσιακή. Μεταξύ 1976 και 2016, για παράδειγμα, η Κίνα δημιούργησε πέντε μεγάλες σιδηροδρομικές γραμμές στην Αφρική, απασχολώντας 50.000 Κινέζους για να ολοκληρώσει τη γραμμή Τανζανία - Ζάμπια, 1.150 μιλίων. Οκτώ ακόμη σιδηροδρομικά έργα βρίσκονται σε εξέλιξη.
Στο πρόσφατο Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ στο Νταβός, οι Κινέζοι παρουσίασαν ένα ακόμη φιλόδοξο σχέδιο στο πλαίσιο του, OBOR που συνδέεται και επηρεάζεται από την κλιματική αλλαγή. Ο λόγος για το «Polar Silk Road» (ένα πολικό δρόμο του μεταξιού) που σύμφωνα με τους New York Times «θα συνδέσει την Κίνα με την Ευρώπη και τον Ατλαντικό μέσω μίας θαλάσσιας οδού η οποία θα περνάει από τους λιωμένους πάγους της Αρκτικής». Σε αυτό το πλαίσιο, η πολιτική του Τραμπ «Πρώτα η Αμερική» δεν πρέπει να θεωρείται τίποτα λιγότερο παρά ένα πραγματικό «μεγάλο πρωτάθλημα» για την άνοδο της Κίνας.
Εντωμεταξύ στη Μέση Ανατολή Η Ρωσία, ένα πετρελαϊκό κράτος με οικονομία μεγέθους Ιταλίας, δεν είναι πλέον η «η αυτοκρατορία του κακού» της σοβιετικής περιόδου. Ωστόσο, ο Ρώσος πρόεδρος Βλαντιμίρ Πούτιν έχει τρία δυνατά χαρτιά: Διαθέτει μία ενισχυμένη, διευρυμένη στρατιωτική μηχανή που υποστηρίζεται από μια εξίσου ισχυρή βιομηχανία. Είναι η δεύτερη χώρα με τη μεγαλύτερη παραγωγή πετρελαίου στον κόσμο, σε μια εποχή που οι τιμές του πετρελαίου ανεβαίνουν. Τέλος, έχει την παντοδύναμη Rosatom State Atomic Energy Corporation, η οποία διαθέτει όλη τη γκάμα των προϊόντων και υπηρεσιών της πυρηνικής βιομηχανίας και «τρέχει» και τις 360 πολιτικές και στρατιωτικές πυρηνικές εγκαταστάσεις της Ρωσίας. Αυτά τα «περιουσιακά στοιχεία» συνδέονται με τα 18 χρόνια της απόλυτης κυριαρχίας του Πούτιν στην προεδρία, χρόνια που του έδωσαν τη δυνατότητα να δει τα αποτελέσματα της πολιτικής του με τρόπο που κανένας Αμερικανός πρόεδρος δεν θα μπορούσε.
Ο Πούτιν ενέπλεξε τη Ρωσία στον εμφύλιο της Συρίας τον Σεπτέμβριο του 2015, υποστηρίζοντας τον πρόεδρο Μπασάρ αλ-Ασαντ. Η συμμαχία αφορούσε τρία ζητήματα: Τους ιστορικούς δεσμούς της Συρίας με τη Σοβιετική Ένωση από την εποχή του Ψυχρού Πολέμου, την επιθυμία του Κρεμλίνου για μία έξοδο στη Μεσόγειο μετά την απώλεια της Λιβύης, που ακολούθησε την πτώση του Μουαμάρ Καντάφι το 2011, και το δόγμα του που λέει ότι κάθε ομάδα που ξεκινά ένοπλο αγώνα εναντίον μιας διεθνώς αναγνωρισμένης κυβέρνησης είναι τρομοκρατική οργάνωση.
Αφού εξασφάλισε βασικό ρόλο στον εμφύλιο της Συρίας, ο Πούτιν συνεργάστηκε με το Ιράν, παραδοσιακό σύμμαχο της Συρίας, αλλά επίσης και με την Τουρκία, κράτος - μέλος του ΝΑΤΟ που είχε αρχικά αντιταχθεί στο καθεστώς Άσαντ. Όταν ο Πούτιν έδινε συγχαρητήρια στον Τούρκο πρόεδρο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν για την αποτροπή της απόπειρας πραξικοπήματος του Ιουλίου του 2016, ο Ερντογάν συμφώνησε να συμμετάσχει στην προσπάθειά για μια ειρηνευτική συμφωνία στη Συρία.
Σήμερα, όσο η ανάμειξη των ΗΠΑ στη συριακή κρίση γίνεται όλη και λιγότερο «ορατή», τόσο η επιρροή του Κρεμλίνου μεγαλώνει. Η Ουάσιγκτον, η οποία χρησιμοποίησε την αεροπορική της δύναμη και 2.000 στρατιώτες στο έδαφος για να στηρίξει τους Κούρδους της Συρίας, οι οποίοι μάχονται και ενάντια στους τζιχαντιστές, είναι σε μεγάλη κόντρα με την Άγκυρα. Κι ενώ ο εθνικιστής Ερντογάν εξαπολύει επιθέσεις στην Αφρίν, η Ουάσιγκτον αφήνει το Κρεμλίνο να «κάνει παιχνίδι» στην περιοχή.
Το 2016, η Σαουδική Αραβία πίεσε τα υπόλοιπα μέλη του OPEC να μειώσουν τη συνολική παραγωγή. Ωστόσο, για να έχει αποτελεσματική μια τέτοια στρατηγική, έπρεπε να συνεργαστούν και οι παραγωγοί πετρελαίου εκτός ΟΠΕΚ. Ο μεγαλύτερος εξ αυτών, η Ρωσία, ήταν ο βασικός παίκτης και ο Πούτιν, πρόθυμος όσο και οι Σαουδάραβες που ήθελαν να δουν την τιμή να ανεβαίνει, συμφώνησε. Ένα χρόνο αργότερα, όταν έληξαν οι περιορισμοί για μείωση της παραγωγής, το Ριάντ υποστήριξε την παράτασή τους μέχρι τον Δεκέμβριο του 2018. Και πάλι ο Πούτιν στήριξε την κίνηση.
Δεν ήταν έκπληξη το γεγονός ότι ο βασιλιάς Σαλμάν έγινε ο πρώτος Σαουδάραβας μονάρχης που επισκέφθηκε τη Μόσχα τον περασμένο Οκτώβριο. Υπέγραψε 15 συμφωνίες συνεργασίας που αφορούν το πετρέλαιο, τον στρατό (συμπεριλαμβανομένης μιας συμφωνίας όπλων ύψους 3 δισ. δολαρίων που περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, την αγορά ρωσικών αντιαεροπορικών πυραύλων S-400), μέχρι και την εξερεύνηση του Διαστήματος. Με αυτόν τον τρόπο, ο βασιλιάς της Σαουδικής Αραβίας έσπασε το μονοπώλιο των ΗΠΑ (και άλλων δυτικών χωρών) όσον αφορά τις προμήθειες όπλων τελευταίας τεχνολογίας στη Σαουδική Αραβία. Επανέλαβε ότι οποιαδήποτε ειρηνική διευθέτηση στη Συρία θα πρέπει να διασφαλίζει την εδαφική ακεραιότητα της χώρας, δεν επανέλαβε ωστόσο, την έκκληση της κυβέρνησής του για παραίτηση του Άσαντ.
Πριν από τη «σύσφιξη σχέσεων» με τον Σαλμάν, ο Πούτιν κατάφερε να προσελκύσει το ενδιαφέρον της Αιγύπτου, ενός επίσης, παραδοσιακού συμμάχου της Ουάσινγκτον και αποδέκτη στρατιωτικής βοήθειας των ΗΠΑ που ξεπερνά το 1 δισ. δολάρια ετησίως από το 1987. Τον Οκτώβριο του 2016, περισσότεροι από 500 Ρώσοι και Αιγύπτιοι αλεξιπτωτιστές συμμετείχαν σε κοινές στρατιωτικές ασκήσεις στην έρημο κοντά στην Αλεξάνδρεια. Το φλερτ των δύο χωρών, το οποίο ξεκίνησε το 2014, όταν ο στρατηγός τότε, Φατάχα αλ Σίσι επισκέφθηκε το Κρεμλίνο, κέρδισε έδαφος με το δεύτερο ταξίδι του Σίσι στη Μόσχα έξι μήνες αργότερα, αφότου εξελέγη πρόεδρος. Το 2017, η Rosatom συμφώνησε να κατασκευάσει τον πρώτο πυρηνικό σταθμό της Αιγύπτου στο El Dabaa, 80 μίλια βορειοδυτικά του Καΐρου, το κόστος του οποίου αγγίζει τα 21 δισ. δολάρια.
Ο αμερικανικός απομονωτισμός -όρος μέχρι πρότινος ξεπερασμένος- αποκτά νέο νόημα. Τη στιγμή που οι ΗΠΑ μοιάζουν να χάνονται σε αδιέξοδους πολέμους, να παγιδεύονται σε σχέδια για την ενίσχυση της εθνικής ασφάλειας και σε τείχη κάθε είδους για να κλείσουν μέσα τους τόσους πολλούς ανθρώπους, το State Department οδηγείται σε διάλυση. Όπως γράφει η Monde Diplomatique ενώ ο Τραμπ συνεχίζει το μάντρα America First, ο δρόμος για τον «κινεζικό δράκο» ανοίγει, με τη «ρωσική αρκούδα» να ακολουθεί από κοντά...
Πηγή Tromaktiko
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Για κλάψτε απ'τα γέλια! Είναι τα Στρούμφ κομμουνιστές; Βρε λες...
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ