2018-02-22 09:45:38
Παντολέων ο Ιατρός
Ο μεγαλομάρτυς και ιαματικός Παντελεήμων γεννήθηκε το 271 μ.Χ. στην Νικομήδεια της Μικράς Ασίας από Έλληνες γονείς. Τον πατέρα του τον έλεγαν Ευστόργιο και ήταν ειδωλολάτρης. Η μητέρα του όμως ήταν Χριστιανή από τους προγόνους της και την έλεγαν Ευβούλη.
Η Ευβούλη προσπαθούσε να διδάξη τον χριστιανική θρησκεία και στο παιδί της, που ελέγετο τότε Παντολέων. Δυστυχώς όμως απέθανε ενωρίς και άφησε τον Παντολέοντα μικρόν. Τον άφησε στη φροντίδα του πατέρα του, ο οποίος, όπως είπαμε, ήταν ειδωλολάτρης. Εκείνος τον έμαθε γράμματα και του έδωσε ελληνική μόρφωση. Ο Παντολέων ήταν πολύ έξυπνος και τα έπαιρνε τα γράμματα.
Αφού ο Παντολέων έμαθε τα πρώτα γράμματα, ο πατέρας του τον έδωσε σε ένα φημισμένο γιατρό της εποχής εκείνης, το Ευφρόσυνο, να τον διδάξη την ιατρική επιστήμη. Ο Παντολέων, με την πολλή του εξυπνάδα, τους πέρασε όλους τους συμμαθητές του και εκείνους ακόμη, πυ πήγαν προ αυτού στον διδάσκαλο Ευφρόσυνο.
Ο Παντολέων υπερείχε σε πολλά σωματικά και ψυχικά χαρίσματα. Είχε ωραιότητα σώματος. Ήταν πρόσχαρος στη συζήτηση, ταπεινός, σεμνός και μετρημένος σ' όλα. Με μία λέξη ήταν ενάρετος νέος, τύπος και υπογραμμός. Επειδή ακριβώς ήταν πολύ ευχάριστος και ωφέλιμος στην συζήτηση, ήθελε ο καθένας να τον συναναστρέφεται. Και έτσι σιγά - σιγά ο Παντολέων έγινε ξακουστός σ' όλη την Νικομήδεια.
Ο διδάσκαλος του ήταν συγχρόνως και ο ιατρός των ανακτόρων. Μια μέρα μετέβη στα ανάκτορα με τον Παντολέοντα. Ο αυτοκράτωρ Μαξιμιανός, όταν τον είδε και πληροφορήθηκε για τις ικανότητες του και τις αρετές του, ανέθεσε στον Ευφρόσυνο να τον προσέξη ιδιαιτέρως αυτόν τον νέο και να τον βγάλη τέλειο ιατρό, για να τον πάρη και αυτόν στα ανάκτορα, ώστε μία ημέρα να διαδεχθή τον Ευφρόσυνο. Πάντως τόσον ήταν αγαπητός, ώστε όλοι στη Νικομήδεια, από του βασιλέως μέχρι του τελευταίου αχθοφόρου, συζητούσαν για τον Παντολέοντα.
Ως προς την θρησκεία ο Παντολέων συμπαθούσε την Χριστιανική, Και τούτο, διότι θυμόταν τη χριστιανή μητέρα του και δεν ξεχνούσε εκείνα, που τον εδίδαξε, όταν ήταν μικρός. Αλλά και ο πατέρας του, καίτοι ειδωλολάτρης, σεβόταν και αυτός την μνήμη της καλής του συζύγου. Κατέβαλλε όμως ιδιαίτερη πρσπάθεια να ανάψη μέσα στην ψυχή του Παντολέοντος μίσος κατά της θρησκείας της μητρός του. Έτσι προχωρούσε στα χρόνια ο νέος αυτός. Δεν ήταν βεβαίως ακόμη Χριστιανός. Αλλά δεν ήταν και πολέμιος του Χριστιανισμού, μάλλον έκλινε προς τον Χριστό.
Πως βαφτίστηκε
Στην Νικομήδεια ήταν τότε ένας άγιος ιερεύς του Χριστού, ονομαζόμενος Ερμόλαος. Αυτός, δια τον φόβον του αυτοκράτορος, ήταν την εποχή εκείνη κρυμμένος σ' ένα σπίτι με μερικούς άλλους χριστιανούς
Όταν ζούσε η Ευβούλη, η μητέρα του Αγίου Παντελεήμονος, έπαιρνε τον Παντολέοντα και το επήγαινε στην Εκκλησία, που εκύρυττε και εβάπτιζε ο Ερμόλαος. Ο ωαός ήταν του Αγίου Ανθίμου, που είχε νωρίτερα μαρτυρήσει στην Νικομήδεια. Ο Άνθημος άφησε διάδοχο του τον Ερμόλαο.
Επλησίαζε να τελειώση ο Παντελεήμων την ιατρική και περνούσε μια μέρα από το σπίτι του Ερμόλαου. Εβγήκε έξω ο Ερμόλαος και τον εκάλεσε να μπη μέσα στο σπίτι. Σκέφτηκε ότι ο νέος αυτός έιχε τόσα χαρίσματα. Είναι φη κλή και αγαθή και, αν καλλιεργηθή χριστιανικά, θα γίνη σπουδαίος. Θα γίνη σκεύος εκλογής, σαν τον Απόστολο Παύλο.
Εκεί τον ερώτησε τότε ο Ερμόλαος για τον πατέρα του και καταλλήλως έφερε την συζήτηση στην πίστη του. Τον ερώτησε τι Θεό λατρεύει.
Ο Παντελεήμων, του είπε όλη την αλήθεια.
- Ο πατέρας μου, είπε, είναι ειδωλολάτρης, Εμένα όμως μου αρέσει μάλλον ο Χριστιανισμός, διότι θυμάμαι εκείνα, που μου έλεγε η μητέρα μου. Βέβαια, ο πατέρας μου με θέλει ειδωλολάτρη, για να πάρω θέση στα ανάκτορα.
- Ποια επιστήμη μαθαίνεις; Τον ερώτησε πάλι ο Ερμόλαος.
- Την ιατρική, τίμιε γέροντα, του απήντησε. Αυτήν, που δίδαξε ο Ασκληπιός ο Ιπποκράτης, ο Γαληνός και πλείστοι άλλοι σοφοί και μεγάλοι. Αυτή η επιστήμη άρεσε στον πατέρα μου, αλλά και ο διδάσκαλος μου μου λέγει ότι, όταν τελειοποιηθώ, δεν θα υπάρξη νόσημα, που να μη μπορώ να το θεραπεύω.
Εδώ τότε βρήκε ευκαιρία ο Ερμόλαος. Την άρπαξε και του είπε:
"Άκουσε, παιδί μου, η τέχνη του Ιπποκράτους, του Γαληνού και των άλλων σοφών ιατρών λίγο μπορεί να του βοηθήση εκείνους, που την σπουδάζουν. Αλλά και αυτός ο Ασκληπιός και οι άλλοι θεοί, που πιστεύει και προτείνει ο Μαξιμιανός, δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένας ψεύτικος μύθος, που τον πιστεύουν οι ανόητοι.
Ο πραγματικός Θεός είναι ο Ιησούς Χριστός. Αυτόν εάν τον πιστέψεις με όλη σου την καρδιά, θα μπορής να γιατρεύης κάθε νόσημα, χωρίς κανένα ιατρικό βότανο, παρά μόνον με την χάρη και την δύναμη Εκείνου.
Ο Χριστός εδώ στη γη, όταν ήταν, εφώτισε πολλούς τυφλούς, εκαθάρισε λεπτούς, εθεράπευσε δαιμονισμένους, ανέστησε νεκρούς, εσταμάτησε χρόνιες αιμορραγίες και γενικά γιάτρεψε απειράριθμα ανίατα πάθη. Και όχι μόνος Αυτός, αλλά έδωσε τη δύναμη και στου πιστούς οπαδούς Του, να κάνουν μεγαλύτερα θαύματα από όσα εκείνος έκαμε. Το σπουδαιότερο είναι ότι τους κάμνει και κληρονόμους της Βασιλείας του Θεού. Η δε Βασιλεία του Θεού, φυσικά δεν είναι σαν τα ανάκτορα του Μαξιμιανού, που λες να πας".
Αυτά τα λόγια του αγίου εκείνου ιερέως αναζωπύρωσαν όλη τη φλόγα, που είχε ανάψει μέσα του στα μικρά του χρόνια η μητέρα του. Τα βρήκε όλα σωστά και αληθινά. Του έφερναν στην καρδιά μια ανείπωτη χαρά και αγαλλίαση. Και είπε στον Ερμόλαο.
"Αυτά που μου είπες, άγιε Γέροντα, τα άκουσα και από τη μητέρα μου πολλές φορές. Την έβλεπα να προσεύχεται σ' Αυτόν τον Θεό, που κηρύττεις συ και του ζητούσε να την βοηθή σε κάθε της ανάγκη".
Ο Παντολέων κατόπιν ευχαρίστησε τον Ερμόλαο για τις καλές του συμβουλές και πήγε στη δουλειά του. Κάθε τόσο όμως περνούσε από τον Ερμόλαο, για να ακούη τα καλά του λόγια. Έτσι, σιγά - σιγά εστηρίζετο περισσότερο στην πίστη του Χριστού.
Κάποια μέρα, όμως, που επέστρεφε από τον διδάσκαλο του, βρήκε στον δρόμο ένα παιδί νεκρό. Το είχε χτυπήσει μια έχιδνα. Η οχιά ήταν κουλουριασμένη πιο πέρα. Το λυπήθηκε ο Παντολέων το καυμένο το παιδί, αλλά δεν μπορούσε να κάμη τίποτε. Τότε θημήθηκε τα λόγια του Ερμολάου και είπε μέσα του. Θα παρακαλέσω τον Χριστό να το αναστήση και, εάν ακούση, θα γίνω αμέσως Χριστιανός. Δεν θα θελήσω άλλη απόδειξη για να πιστέψω ότι εκείνα που μου λέγει ο γέρων Ερμόλαος είναι αληθινά.
Πράγματι! Παρακάλεσε τον Χριστό και αμέσως το παιδί αναστήθηκε σαν να κοιμόταν και ξύπνησε, και η οχιά έσκασε μόνη της. Τότε πίστεψε με όλη του την ψυχή και την καρδιά στον Χριστό. Σήκωσε τα μάτια του στον ουρανό και τον ευχαρίστησε, που τον απάλλαξε από την πλάνη των ειδώλων και τον έφερε στην πραγματική θεογνωσία.
Έπειτα έτρεξε με πολλή χαρά στον Ερμόλαο, του διηγήθηκε το θαύμα και τον παρακάλεσε να τον βαφτίση. Ο Ερμόλαος, επειδή τον εγνώριζε πια καλά, τον εβάπτισε, τον εκοινώνησε και τον δίδαξε όλα τα μηστήρια και τα δόγματα της πίστεως μας. Επέρασε έτσι, τρεφόμενος πνευματικά, επτά ημέρες κοντά στον Ερμόλαο. Την όγδοην επήγε στον πατέρα του.
- Που έλειπες τόσες ημέρες; τον ρώτησε εκείνος.
- Ένας άνθρωπος του παλατιού, αποκρίθηκε, πολύ φίλος του βασιλέως με εκράτησε. Δεν με άφησε να φύγω. Εννοούσε με αυτό τον Ερμόλαο, που ήταν φίλος του Βασιλέως Χριστού.
Την άλλη μέρα τον ρώτησε και ο διδάσκαλος του.
- Που ήσουν τόσες ημέρες;
- Ο πατέρας μου, του απάντησε, αγόρασε ένα μεγάλο και αξιόλογο κτήμα και μου το παράδωσε στα χέρια μου, να το φροντίζω.
Αυτό έπρεπε να το παραδώσω εγώ σε ανθρώπους να το δουλέψουν.
Με αυτό, που έλεγε ο Παντελεήμων, εννοούσε το χωράφι της ψυχής του, που του έδωσε ο Θεός - Πατήρ, για να το φροντίση. Και αυτός έβαλε τον ιερέα να το καλλιεργήση με την χάρη του Αγίου Πνεύματος και με το Βάπτισμα. Δι΄αυτού του τρόπου έκρυψε το πράγμα προς το παρόν.
Ο πατέρας συντρίβει τα είδωλα
Είχε όμως ο μακάριος μεγάλο πόθο να γυρίσει και τον πατέρα του από τα είδωλα στην πίστη του Χριστού. Γι' αυτό μια μέρα του είπε:
"Γιατί, πατέρα, όσα είδωλα έγιναν εξ αρχής όρθια, δεν κάθησαν ποτέ και όσα πάλιν έγιναν καθισμένα, δεν σηκώθηκαν ποτέ;".
Ο πατέρας του Ευστόργιος δεν είχε τι να του απαντήσει. Άρχισε όμως σιγά-σιγά να ψυχραίνεται ο ζήλος του, που είχε στα είδωλα και δεν τους προσέφερε θυσίες, όπως πρωτύτερα. Αυτό το παρατηρούσε ο γιος του και ευχαριστούσε τον Θεό και τον παρακαλούσε συγχρόνως ακατάπαυστα να φωτίση το συντομώτερο τον πατέρα του, και να τον απαλλάξη τελείως από την πλάνη.
Σκέφθηκε μάλιστα να συντρίψη τα είδωλα, τα αγάλματα των θεών, που είχαν στο σπίτι τους, αλλά δεν το έκαμε, για να μη στενοχωρήση τον πατέρα του. Καλύτερα, σκέφθηκε, είναι να τον πείσω με τα λόγια να πιστέψη στο Χριστό και τότε θα τα συντρίψη μόνος του. Αυτό έγινε σε λίγο με την βοήθεια του Θεού. Διότι ο Θεός άκουσε τις προσευχές του και με ένα θαύμα τον έφερε στην Εκκλησία εξ ολοκλήρου. Ποιο ήταν το θαύμα; Ιδού:
Κάποτε έφεραν στον Άγιο ένα τυφλό. Ήταν τότε και ο πατέρας του Ευστόργιος παρών.
- Τι θέλεις; ερώτησε τον τυφλό ο Παντελεήμων.
- Ένας τυφλός τι θέλει; απάντησε. Το φως μου, άριστε γιατρέ, θέλω. Υπάρχει πράγμα για τον άνθρωπο καλύτερο και γλυκύτερο από το φως του. Σε παρακαλώ να λυπηθής τη συμφορά μου και την ταλαιπωρία μου. Πολλοί γιατροί μου υποσχέθηκαν να με κάμουν καλά, αλλά δεν μπόρεσαν. Μόνο, που ξόδεψα το βιος μου σ' αυτούς και στα γιατρικά. Και ωφέλεια καμιά δεν είδα. Δυστυχώς και κείνο το λίγο φως, που είχα, το έχασα και αυτό και έμεινα τώρα στραβός, φτωχός και άθλιος.
- Είπες, του λέγει ο Παντελεήμων, ότι στους γιατρούς ξόδεψες όλο το βιος σου. Εάν όμως εγώ σε θεραπεύσω, τι θα μου δώσης;
- Ότι απόμεινε από τα πράγματά μου, μετά χαράς να σου τα χαρίσω.
- Τα μάτια σου, του είπε ο Άγιος, θα τα θεραπεύσει ο αληθινός Θεός δι' εμού. Την αμοιβή μου, που μου έταξες, θα πας να την δώσης στους φτωχούς.
Του το είπε αυτό, διότι είχε πεποίθηση στην χάρη και την δύναμη του Χριστού. Ο πατέρας του όμως, που τ' άκουγε αυτά νόμισε πως σκέπτεται να τον θεραπεύση με βότανα και φάρμακα και με ανθρώπινη επιστήμη. Γι' αυτό του είπε:
- Μη επιχειρήσης, παιδί μου, τέτοιο πράγμα. Είναι ανώτερο των δυνάμεων σου. Θα γίνεις καταγέλαστος στο τέλος. Άλλωστε τι περισσότερο μπορείς να κάμης από τους άλλους γιατρούς;
- Κανένας άλλος, πατέρα, εκτός από μένα, δεν μπορεί να τον γιατρέψει αυτόν, διότι ο Διδάσκαλος ο δικός μου είναι ασυγκρίτως ανώτερος από αυτούς.
- Εγώ, παιδί μου, άκουσα, πως και αυτός ο δάσκαλός σου δοκίμασε και δεν μπόρεσε να τον κάμη καλά. Το είπε αυτό ο πατέρας του, γιατί νόμισε πως ο Παντελεήμων έλεγε για διδάσκαλο του τον Ευφρόσυνο.
- Πρόσεχε, πατέρα, του είπε τότε ο Άγιος, για να καταλάβης με τα μάτια σου την Αλήθεια και να βεβαιωθής μόνος σου.
Άπλωσε τότε το δεξί του χέρι ο Άγιος και σταύρωσε με αυτό τα μάτια του τυφλού παρακαλώντας τον Χριστό και λέγοντας:
- "Κύριε Ιησού Χριστέ, θεράπευσε τον δούλον σου".
- Ω του θαύματος! Αμέσως άνοιξαν τα μάτια του τυφλού! Και όχι μόνος τα μάτια του σώματος, αλλά και τα μάτια της ψυχής του, διότι ήταν πρωτύτερα ειδωλολάτρης. Τώρα όμως, μόλος είδε το θαύμα αυτό, να γίνη δηλαδή καλά με το όνομα του Χριστού, αμέσως, εκείνη τη στιγμή, επίστεψε στο Χριστό.
Πίστεψε τότε και ο πατέρας του Άγιου, ο Ευστόργιος και εφώναξε δυνατά.
- Ο Χριστός είναι ο αληθινός Θεός.
Η χαρά πια του Αγίου δεν περιγράφεται. Εδόξαξε γι' αυτό τον Θεό και οδήγησε τον πατέρα του στον Ερμόλαο, καθώς επίσης και τον πρώην τυφλό. Ο Ερμόλαος τους εβάπτισε και τους δυο.
Ο Ευστόργιος μόλος γύρισε στο σπίτι του βαπτισμένος, μυρωμένος, κοινωνημένος, επήρε ένα σφυρί και έκαμε συντρίμμια όλα τα αγάλματα των θεών. Πόσο θα χάρηκε η μακάρια ψυχή της Ευβούλης στον Παράδεισο, που έβλεπε το παιδί της και τον άνδρα της Χριστιανούς!
Έζησε ο πατέρας του ένα χρόνο Χριστιανός. Πατέρας τώρα και παιδί αγωνιζόνταν ποιος θα περάση τον άλλον στην αρετή. Χάρισε ο Ευστόργιος όλα τα χρέη, που του χρεωστούσαν. Ελευθέρωσε κατόπιν όλους τους δούλους του και μοίρασε αμέτρητα βοηθήματα σε δυστυχείς. Μετά ένα χρόνο εξεδήμησε εις Κύριον ευχαριστημένος.
Δουλεύει για την πίστη του Χριστού
Ο Παντελεήμων έμεινε κάτοχος αρκετά μεγάλης περιουσίας. Αλλά μετά την κοίμηση του πατέρα του, την εμοίρασε στους φτωχούς, τους φυλακισμένους και στην Εκκλησία για τα έργα της. Ο ίδιος εξακολουθούσε να εργάζεται την ιατρική, όχι για χρήματα, αλλά δωρεάν. Έτρεχε στους πτωχούς. Έμπαινε στις καλύβες τους. Τους βοηθούσε όχι μόνο με την ιατρική, αλλά και χρηματικά, όταν ήταν ανάγκη. Ο Θεός τον ευλόγησε στην αγαθοεργία του αυτή, διότι του δώρισε και το χάρισμα να θαυματουργή.
Όσους δεν μπορούσε να θεραπεύση με τα φάρμακα, τους εθεράπευε με την προσευχή του. Τους εδίδασκε ακι το Ευαγγέλιο, όπου πήγαινε. Από τους θεραπευομένους δεν ζητούσε καμμιά αμοιβή παρά μόνον ν' αναγνωρίζουν ότι ο Χριστός τους ευεράπευε, και να Τον ομολογούν με θάρρος. Έτσι επίστευαν στο Χριστό πολλοί, οι οποίοι μαζί με την σωματική θεραπεία έπαιρναν και την ψυχική.
Τοιουτρόπως ο Παντελεήμων έγινε ξακουστός για την ικανότητα του στη θεραπεία των ασθενών και για την καλοσύνη και την αρετή του. Ήταν παντού περιζήτητος. Δεν ήθελαν οι άνθρωποι κανένα άλλον γιατρό, εκτός από τον Παντελεήμονα. Όλοι όμως οι άλλοι γιατροί της Νικομηδείας, που ήταν πρωτεύουσα τότε του Ανατολικού Κράτους των Ρωμαίων, βλέποντας αυτό εφθόνησαν τον Άγιο. Δεν ήθελαν να τον ακούν και να τον βλέπουν.
Μια ημέρα το 304 μ.Χ. εκάθηντο οι γιατροί στην αγορά. Και να! Βλέπουν που περνούσε από εκεί ο πρώην τυφλός, τον οποίον εθεράπευσε ο Παντελεήμων. Μόλις τον είδαν, ταράχτηκαν και είπαν:
"Αυτός δεν είναι εκείνος ο τυφλός, που δεν μπορέσαμε να τον θεραπεύσωμεν εμείς όλοι;".
- Για πες μας, του λέγουν. Ποιος σε έκανε καλά;
- Ο Παντελεήμων τους απάντησε εκείνος.
- Πράγματι, είναι μεγάλος ο δάσκαλος του, γι' αυτό έβγαλε σπουδαίο μαθητή.
Αυτά βέβαια τα έλεγαν για τον Ευφρόσυνο, αλλά, χωρίς να το θέλουν ομολογούσαν τον Χριστό.
Από την ημέρα αυτή τους εκυρίεψε πιο πού ο φθόνος και ζητούσαν να τον διαβάλουν στον αυτοκράτορα. Την βρήκαν Διότι βρήκαν ένα Χριστιανό, από τους ομολογητές, που εβασάνισε για την πίστη του Χριστού ο ασεβής Μαξιμιανός και τον οποίον ο Παντελεήμων εφρόντισε και εθεράπευσε. Τρέχουν τότε στον αυτοκράτορα. Την εποχή εκείνη περιώδευε ο Μαξιμιανός και βρισκόταν στην Νικομήδεια. Ήταν το 304 μ.Χ.
"Βασιλεύ, πολυχρονεμένε", του λέγουν, "μάθε, ότι ο Παντελέων, που τον αγαπάς τόσο πολύ και είπες να σπουδάση γιατρός, για να τον πάρης και στα ανάκτορα, τώρα ούτε την μεγάλη σου δύναμη και εξουσία της βασιλείας σου φοβείται ούτε ενδιαφέρεται καν για την φιλία και την αγάπη, που του έδειξες. Αλλά γυρίζει και όπου βρει κανένα εχθρό των θεών μας, τον οποίον συ τιμωρείς, όπως του αξίζει, τον φροντίζει και τον θεραπεύει!
Και δεν του φθάνει ότι αρνήθηκε την πάτριο θρησκεία του, και πιστεύει τώρα στον Εσταυρωμένο, αλλά και άλλους Έλληνες, όσους μπορεί, φροντίζει να τους κάνει Χριστιανούς.
Εμείς οι δούλοι σου, που είμαστε πιστοί υπήκοοι σου, σε συμβουλεύουμε να τον βγάλης από τη μέση το γρηγορώτερο. Εάν δεν τον κάνης αυτό, κατόπιν θα το μετανοιώσης. Αλλά θα είναι αργά. Διότι θα βλέπης πολλούς Έλληνες ν' αρνούνται τους μεγάλους θεούς μας και να γίνωνται Χριστιανοί. Αυτός τις θεραπείες του Ασκληπιού λέγει ότι τις κάνει ο Χριστός. Εάν θέλης να βεβαιωθής για την αλήθεια των λεγομένων μας, διάταξε να έλθη εδώ ένας τυφλός, που τον γιάτρεψε ο Παντελεήμων, να τα ακούσης από το στόμα του, όσα σου είπαμε".
Σαν τ' άκουσε αυτά ο αυτοκράτορας, λυπήθηκε πολύ και προστάζει να φέρουν αμέσως μπροστά του τον πρώην τυφλό.
- Δεν μου λες, τον ερώτησε ο Μαξιμιανός, με το τρόπο ο Παντελεήμων σε εθεράπευσε;
- Με το όνομα του Ιησού Χριστού, (απάντησε θαρραλέα ο πρώην τυφλός). Το δε σπουδαίο, Μεγαλειότατε, είναι ότι δεν απόσωσε τον λόγο του και αμέσως ανοίχτηκαν τα μάτια, ώστε να μη μπορή να πη κανείς, ότο με την ιατρική τέχνη με εθεράπευσε.
- Λοιπόν, του λέγει ο Μαξιαμιανός, συ τι λες γι' αυτό; Ο Χριστός ή οι θεοί σε γιάτρεψαν;
- Ας εξετάσουμε, βασιλεύ, το πράγμα καλά και αυτό μιλάει μόνο του. Βλέπεις τους καλούς αυτούς γιατρούς; Αί! Όλοι τους εκοπίασαν πολύ να με γιατρέψουν. Και αυτοί μεν είδαν καλό, γιατί μου πήραν όλο το βιος μου. Αλλά εμένα δεν με ωφέλησαν τίποτε. Τουναντίον, μάλιστα, μου έκαναν και κακό. Γιατί, ενώ είχα λίγο φως, με αποστράβωσαν. Ποιον, λοιπόν, να θεωρώ γιατρό μου και βοηθό μου και ευεργέτη μου; Τον Ασκληπιό, που επικαλούνται αυτοί σε βοήθεια και δεν με ωφέλησε τίποτε ή τον Χριστό, που μόλις επικαλέσθηκε το όνομά του ο Παντολέων, αμέσως μου χάρισε το παμπόθητο φως μου; Αυτό, βασιλεύ, το βλέπει και ο ποιο τυφλός και αγράμματος.
- Μη είσαι βλάκας και ανόητος, του είπε ο Μαξιμιανός, γιατί δεν είχε τι άλλο να του πη ... Και μη ξαναπής ότι ο Χριστός σε γιάτρεψε. Είναι ολοφάνερο πως οι θεοί σε εθεράπευσαν.
Τότε ο άλλοτε τυφλός, τώρα όμως φωτισμένος στο σώμα και στην ψυχή, χωρίς να φοβηθή ούτε το θυμό του αυτοκράτορα ούτε την εξουσία του ούτε τις τιμωρίες, αλλά με θάρρος περισσότερο και από εκείνο, που έδειξε ο τυφλός του Ευαγγελίου, του είπε.
- Εσύ δυστυχώς είσαι μωρός και ανόητος, που λες ότι οι αναίσθητοι και τυφλοί θεοί σου με εφώτισαν. Είσαι τυφλωμένος σαν αυτούς. Γι' αυτό δεν μπορείς να δης την Αλήθεια, που λ΄μπει περισσότερο από τον ήλιο.
Όταν τ' άκουσε αυτά ο Μαξιμιανός, βεβαιώθηκε πια και μόνος του ότι όσα του κατάγγειλαν οι γιατροί ήσαν όλα αληθινά. Γι' αυτό διέταξε και αποκεφάλισαν τον όντως μακάριο και ευτυχισμένο εκείνο, που ήταν άλλοτε τυφλός αλλά τώρα φίλος του Χριστού και Μάρτυρας Του. Τότε ο Άγιος αγόρασε κρυφά το τίμιο λείψανο του και το έθαψε εκεί, όπου είχε θαμμένο και τον πατέρα του.
Αρχίζουν τα βασανιστήρια
Ο βασιλεύς ειδοποίησε τον Παντελεήμονα να πάη να τον δη. Ο Άγιος επήγε, αλλά πηγαίνοντας στο δρόμο έλεγε. "Ο Θεός την αινεσίν μου μη παρασιωπήσης..." και τον υπόλοιπο ψαλμό. Τους ψαλμούς του Δαβίδ ο Παντελεήμων τους είχε μάθει απ΄έξω. Όταν έφθασε στο παλάτι, του είπε ο αυτοκράτορας.
- Άκουσα, για σένα κάτι λόγια, όχι καλά. Ότι δηλαδή βρίζεις τον Ασκληπιό και περιφρονείς τους άλλους θεούς και ότι πιστεύεις για Θεό τον Χριστό. Λες, μάλιστα, πως αυτός είναι ο μόνος Θεός και στηρίζεις τις ελπίδες σου σ' Αυτόν, εω΄ν είναι γνωστό ότι αυτός πέθανε και μάλιστα με άτιμο θάνατο. Έπειτα συ ξέρεις πόσο σε αγαπώ και ότι συνέστησα στον διδάσκαλός σου να σε διδάξη καλά την ιατρική, για να σε πάρω γιατρό των ανακτόρων μου. Ξέρω όμως ότι πολλοί από φθόνο πολλές φορές καταγγέλλουν ψέματα. Φι' αυτό σε φώναξα να προσφέρης θυσία στους θεούς, για να βεβαιωθώ μόνος μου περί της αληθείας των καταγγελλομένων.
Τα έργα είναι αξιοπιστότερα, ω βασιλεύ, αποκρίθηκε ο Άγιος΅, και όχι τα λόγια, καθώς το ξέρομε όλοι μας. Εάν, λοιπόν, για τα μικρά ερωτούμε και εξετάζουμε εάν είναι αληθή και πραγματικά, πολύ περισσότερο πρέπει να εξετάζουμε λεπτομερώς και με ακρίβεια και με μεγάλη επιμέλεια για το Θεό, για να μη ζημιωθούμε τα μέγιστα. Διότι η ευσέβεια στο Θεό είναι το σπουδαιότερο από όλα τα πράγματα. Ο Θεός λοιπόν που προσκυνώ εγώ και σέβομαι, είναι ο Δημιουργός του Σύμπαντος. Αυτός ανέστησε νεκρούς, καθάρισε λεπρούς, έσφιξε παραλύτους, έδωσε μάτια σε τυφλούς. Όλα δε αυτά που σου λέω και άλλα ακόμη τα έκανε μόνο με ένα λόγο, με μια προσταγή Του.
Οι θεοό όμως, τους οποίους σέβονται οι ειδωλολάτρες, δεν ξέρω εάν έκαμαν κανένα τέτοιο θαύμα και εάν μπορούν να κάμουν. Και αν θέλης, βασιλεύ, ασ το δοκιμάσουμε τώρα, για να γνωρίσης την αλήθεια. Πρόσταξε να φέρουν εδώ ένα ασθενή με ανίατο νόσημα και να έλθουν οι ιερείς σας να παρακαλέσουν, όσο θέλουν, τους θεούς τους να τον θεραπεύσουν. ¨Επειτα να παρακαλέσω και εγώ τον Θεό μου. Και όποιος Θεός θα τον κάνη καλά τον άρρωστο, εκείνον να τον παραδεχθούμε, ως αληθινό Θεό. Τους δε άλλους να τους περιφρονήσουμε.
Η δύναμη του Κυρίου
Η πρόταση του Άγιου άρεσε στον βασιλέα και έφεραν ένα παράλυτο στο κρεββάτι του, διότι δεν μπορούσε να σαλέψει καθόλου. Ήταν σαν ένα λιθάρι ή κούτσουρο ακίνητο.
Παρακαλούσαν επί ώρες οι ιερείς των ειδώλων τους αναίσθητους θεούς τους να τον κάνουν καλά. Αλλά τα κωφά είδωλα δεν άκουγαν. Ο Άγιος χαμογελούσε με την ανοησία τους. Όταν πλέον απελπίσθηκαν και σταμάτησαν, προσευχήθηκε και αυτός. Σήκωσε τα μάτια του στον ουρανό και με όλη του την ψυχή είπε,
"Κύριε εισάκουσον της προσευχής μου και η κραυγή μου προς Σε ελθέτω. Μην αποστρέψης το προσωπόν Σου απ' εμού. Εν η αν ημέρα επικαλέσωμαι Σε, ταχύ επάκουσον μου. Δείξε, Δέσποτα, εις αυτούς, που δεν γνωρίζουν ότι Συ είσαι ο μόνος αληθινός Θεός και Παντοδύναμος".
Μετά την προσευχή του αυτή έπιασε τον παράλυτο από το χέρι και του είπε,
"Εν τω ονόματι του Χριστού σήκω και περιπάτει". Τότε, αμέσως με το λόγο σηκώθηκε ο παράλυτος και περπατούσε με πολλή ευκολία και χαρά!
Μόλις είδαν το μεγάλο αυτό θαύμα οι ειδωλολάτρες, τα έχασαν. Πολλοί, μάλιστα, από αυτούς αρνήθηκαν αμέσως τα είδωλα και πίστεψαν στον Χριστό. Οι ιερείς όμως έμειναν οι δυστυχείς αμετακίνητοι στην απιστία τους. Ισχυρίζοντο δε ότι το θαύμα το έκαμε με μάγια και είπαν στον Αυτοκράτορα:
"Σε εξορκίζουμε στους αθάνατους θεούς να μη αφήσης τον Παντελεήμονα πλέον να ζήση ούτε μια ώρα. Αυτός θα εξαφανήση την θρησκεία μας και οι Χριστιανοί θα πολλαπλασιασθούν και αλλοίμονό μας".
Του ξύνουν και του καίουν τις σάρκες
Ο αυτοκράτορας τους άκουσε και κάλεσε πάλι τον Άγιο. Προσπάθησε με το καλό να τον δελεάση και να τον φέρη στην γνώμη του. Αλλά δεν μπόρεσε. Και άρχισε τότε να τον βασανίζη.
Πρώτα διέταξε και τον κρέμασαν σε ένα ξύλο και του ξέσκιζαν τις σάρκες με σιδερένια νύχια. Έπειτα του έκαψαν τα πλευρά και τις πληγές με αναμμένες λαμπάδες. Τι τρομερό μαρτύριο! Πόσο πονούσε ο Άγιος!
Ο Μάρτυς όμως την ώρα, που του βασάνιζαν το σώμα, είχε τον νου του όλο στον Θεό, σοτν μόνο, που μπορούσε να τον βοηθήση, και προσευχόταν στον Κύριο. Και πράγματι ο Χριστός τον άκουσε. Παρουσιάστηκε τη στιγμή εκείνη, εκεί μπροστά, με το σχήμα και την μορφή του Ερμολάου, λέγοντας του με στοργή, σαν πατέρας:
"Μη φοβάσαι. Εγώ είμαι μαζί σου και σε βοηθώ σε όσα θα πάθης για μένα. Ο λόγος του έγινε αμέσως έργο. Τα χέρια των στρατιωτών παράλυσαν και οι λαμπάδες έσβυσαν. Αλλά και οι πληγές του Αγίου αμέσως θεραπεύθηκαν".
Ο Μαξιμιανός βλέποντας αυτά τα παράδοξα τα έχασε και καταντροπιάστηκε. Διέταξε και τον κατέβασαν από το ξύλο και του είπε:
- Δεν μου λες, με ποια τέχνη ή μαγεία ακινητοποίησες τα χέρια των στρατιωτών και έσβησες τς λαμπάδες;
- Η τέχνη και η μαγεία μου, είναι ο Χριστός μου, που τον σέβομαι και ο οποίος στέκεται κοντά μου και κάνει αυτά τα αξιοθαύμαστα.
- Ναι,! αλλά, αν δε βάλω σε σκληρότερα βάσανα, τι θα γίνης;
- Τότε θα λάβω από τον Χριστό μου περισσότερη βοήθεια και δύναμη.
Στο καζάνι με το βρασμένο μολύβι
Μετά την θαρραλέα αυτή απάντηση του Αγίου διέταξε ο Μαξιμιανός και γέμισαν άνα τεράστιο χαλκωματένιο καζάνι με μολύβι. Άναψαν μεγάλη φωτιά από κάτω και όταν έλυωσε και έβραζε το μολύβι, έριξαν μέσα τον Μάρτυρα. Ο Άγιος πάλι την προσευχή έχοντας παρηγοριά και βοήθεια, έλεγε: "Επάκουσον ο Θεός της φωνής μου. Εν τω δέεσθαί με προς Σε, από φόβου εχθρού εξελού την ψυχήν μου" και άλλους στίχους από τους ψαλμούς καταλλήλους για την περίσταση.
Ενώ όμως προσευχόταν, να! και βλέπουν πάλι να παρουσιάζεται ο Χριστός με την μορφή του Ερμολάου. Μπαίνει μέσα στο καζάνι και αμέσως σβήνεται η φωτιά. Το δε βραστό μολύβι κρύωσε. Ο ψαλμός όμως δεν σταματούσε από το στόμα του Αγίου.
"Εγώ, έλεγε, προς τον Θεόν εκέκραξα και εισήκουσέ μου".
Όσοι βρέθηκαν εκεί εξεπλάγησαν και εθαύμασαν τα παράδοξα αυτά, που είδαν. Ο Μαξιαμιανός όμως πωρωμένος, καθώς ήταν, δεν μπορούσε να καταλάβη ότι ο Παντοδύναμος Θεός τα έκαμνε αυτά τα μεγάλα θαύματα. Αλλά τα απέδιδε σε μαγείες. Γι' αυτό σκεφτόταν με ποιο άλλο βάσανο θα νικήση τον Μάρτυρα. Συμβουλεύθηκε μάλιστα και του επιτελείς του.
Με πέτρα στη θάλασσα
Έπειτα από σύσκεψη με του επιτελείς του, διέταξε να κρεμάσουν στο λαιμό του Αγίου μια μεγάλη πέτρα και να τον πετάξουν μ' αυτή μέσα στη θάλασσα, για να εξαφανισθή στο βυθό της. Και οι μεν στρατιώτες πάσχιζαν να φέρουν εις πέρας την διαταγή του αφέντη τους, ο Θεός όμως εφρόντισε να σώση τον μάρτυρα, που εκινδύνευε γι' Αυτόν.
Μόλις πέταξαν τον Άγιο στην θάλασσα, να! και φαίνεται πάλι ο Χριστός και τον προστάτεψε. Την πέτρα εκείνη την μεγάλη την έκαμε ελαφρότερη και από ένα φύλλο δένδρου και έπέε στην θάλασσα, τον δε Άγιο τον οδήγησε από το χέρι και περιπατώντας, όπως ο Πέτρος επάνω στη θάλασσα, βγήκε στον αιγιαλό υγιής και αβλαβής. Μόλις τον είδε στη στεριά ο Βαισλεύς, χωρίς να τον περιμένη, εθαύμασε και του είπε:
- Τι είναι πάλιν αυτά, Παντολέων; Υπόταξες με τις μαγείες σου και την θάλασσα;
- Η θάλασσα, αποκρίθηκε ο Άγιος, έκαμε ότι την επρόσταξε Εκείνος, που την ορίζει. Διότι περισσότερο υποτάσσονται και υπακούν στο Θεό η θάλασσα, η γη και όλα τα πλάσματά Του, παρά σε σένα οι υπηρέτες σου.
Στα πεινασμένα θηρία
Δυστυχώς, από όλα αυτά τα θαύματα που είδε δεν μαλάκωσε η σκληρή και πωρωμένη καρδιά του Μαξιμιανού. Διέταξε να φέρουν στο αμφιθέατρο παντός είδους άγρια θηρία.
Θέλοντας όμως να δείξη, ότι τον λυπάται, αλλά στην πραγματικότητα να τον κάμη να δειλιάση, του είπε·
- Βλέπεις όλα αυτά τα θηρία; Για σένα τα έφεραν, να σε κατασπαράξουν. λυπήσου τον εαυτόν σου. Εγώ σου το λέγω και μάρτυρες οι θεοί, σε λυπούμαι. Λυπούμαι τα νιάτα σου και την ωραιότητά σου και σε συμβουλεύω, σαν πατέρας σου. Κοίταξε σαν μυαλωμένος το συμφέρον σου. Μη πεθάνης πρόωρα με τέτοιο σκληρό θάνατο και στερηθής αυτή τη γλυκειά ζωή.
- Εάν, του απάντησε ο Άγιος, πρωτύτερα δεν άκουσα, ελπίζεις να σε ακούσω τώρα, που είδα τόση βοήθεια από τον Θεό μου; Μη το βάλης ποτέ, μα ποτέ, στον νου σου ότι εγώ θα προσφέρω θυσία στους δαίμονες. Τι με φοβερίζεις με τα θηρία σου; Εκείνος, που παρέλυσε τα χέρια των στρατιωτών σου, και κρύωσε το βραστό μολύβι και έκανε τη θάλασσα ξερή επιφάνεια, ώστε να περιπατώ επάνω, Αυτός και τώρα μπορεί να κάμη και τα θηρία αυτά τα άγρια και φοβερά να γίνουν ήμερα σαν αρνάκια.
Ο Μάρτυς του Χριστού προτιμούσε να παραδοθή στα θηρία παρά αν θυσιάση στα άλλα θηρία, τους δαίμονες. Τότε έβγαλε ο Μαξιμιανός την φοβερή του απόφαση.
Σε τρεις μέρες, αν δεν θυσιάση, να τον πετάξουν στα θηρία, για να τον φάνε Ακούστηκε αυτό σε όλη την πόλη και έτρεξαν όλοι, να δουν αυτόν τον λεβέντη και ωραιότατο νέο, που επρόκειτο να τον φάνε τα θηρία, χωρίς να έχη κανένα φταίξιμο.
Όταν, λοιπόν, συνάχτηκαν όλοι στο θέατρο και ο αυτοκράτορας κάθησε ψηλά, για να βλέπη, οι στρατιώτες έφεραν τον Άγιο στο αμφιθέατρο και τον πέταξαν στα θηρία.
Ο Μάρτυς δεν δείλιασε καθόλου, αλλά προχωρούσε σταθερά και θαρρετά, γιατί έβλεπε τον Χριστό στο σχήμα του Ερμολάου, που τον ενθάρρυνε ότι είναι μαζί του και να μη φοβάται τίποτε.
Τον έριξαν, λοιπόν, στον ορισμένο τόπο. Απόλυσαν έπειτα τα θηρία και μέσα σε μια νεκρική σιγή περίμεναν να τον κατασπαράξουν και να τον καταβροχθίσουν. Τα είχαν από μέρες αφήσει νηστικά. Αλλά εκείνα, αντί να ορμήσουν να τον φάνε, στεκόνταν κοντά του, όχι σαν άγρια και άλογα, αλλά σαν λογικά και ήμερα. Κουνούσαν χαρούμενα τις ουρές τους, του έγλυφαν με τις γλώσσες τους τα πόδια του και προσπαθούσαν ποιο να πρωτοπάη μπροστά του και να προσκυνήση τον Μάρτυρα. Έπειτα δεν παραμέριζε αυτό, εάν ο Μάρτυς δεν έβαζε επάνω του το χέρι, να το ευλογήση!
'Οταν όμως είδαν τα πλήθη αυτό το θαυμαστό και υπέροχο πράγμα, φώναζαν όλοι με μια φωνή:
"Μέγας ο Θεός των Χριστιανών. Αυτός είναι ο αληθινός Θεός. Να αφεθή ο αθώος ελεύθερος". Πολλοί από αυτούς του ειδωλολάτρες πίστεψαν αμέσως και βρήκαν και πήγαν σε άλλες πόλεις και χώρες και εκεί βαφτίσθηκαν. Εκεί διηγούντο τα θαύματα του Μάρτυρος και πολλοί, που τα άκουγαν, πίστεψαν στο Χριστό. Έτσι οι πιστοί αύξαναν και οι άπιστοι ελιγόστευαν.
Δυστυχώς ο άθλιος εκείνος αυτοκράτορας, που ήταν σκληρότερος από τα θηρία, έγινε έξω φρενών από το θυμό του. Ο ανόητος τα έβαλε με τα άλογα ζώα, που δεν έκαμαν το θέλημα του και δεν έφαγαν τον Παντελεήμονα. Διέταξε τότε και τα σκότωσαν όλα.
Αλλά πάλι νέο θαύμα έγινε. Ενώ τα σκοτωμένα ζώα εκείτοντο επί ημέρες εκεί, δεν τόλμησε κανένα θηρίο ή όρνιο να τα αγγίξη. Αυτό το έκαμε ο Θεός, για να τιμήση τον Άγιο και να παρακινήση τους άλλους στην ευσέβεια. Ήταν αυτό και ένας έλεγχος για τον αυτοκράτορα αλλά και εντροπή του συγχρόνως. Γι' αυτό έστειλε ανθρώπους και τα έχωσαν στη γη.
Στον μεγάλο τροχό
Κατόπιν αυτών ο πεισματάρης΅εκείνος βασιλιάς διέταξε και έφτιασαν ένα μεγάλο τροχό. Τον πήγαν κατόπιν στην κορυφή ενός ψηλού λόφου. Έδεσαν επάνω στον τροχό τον Άγιο και ήσαν έτοιμοι να τον κυλήσουν κάτω, ώστε ο Άγιος, που ήταν δεμένος επάνω στον τροχό, να γίνει συντρίμμια. Έτσι τον συμβούλεψαν μερικοί τεχνίτες. Κάτω όλη η πόλη περίμενε να δη το κύλισμα του τροχού με τον Άγιο.
Άλλα ο Κύριος, που προστατεύει τους δούλους του, παρουσιάσθηκε πάλι στην κρίσιμη αυτή για τον Μάρτυρα στιγμή και τον έλυσε από του τροχού τα δεσμά. Ο Παντελεήμων στεκόταν σώος και αβλαβής δοξάζοντας το Θεό. Ο τροχός όμως κύλησε μόνος του κατεπάνω στους άπιστους και πολλούς εσκότωσε. Οι υπόλοιποι φοβήθηκαν και σκόρπισαν. Έφυγαν "πατείς με πατώ σε".
Ο βασιλεύς βλέποντας αυτά εθαύμασε. Αλλά δυστυχώς ήτο πωρωμένος από την κακία του και δεν επίστευε. Τα θεωρούσε τα θαύματα, όπως είπαμε, μαγείες. Κάλεσε τότε κοντά του τον Άγιο Παντελεήμονα και του λέγει·
"Ως πότε θα κάνης τέτοια μαγικά τερατουργήματα και άλλους από τους υπηκόους μου θα θανατώνης και άλλους θα τους κάνης εχθρούς των θεών και της βασιλείας μου; Πες μας από ποιον έμαθες τον Χριστιανισμό;".
Ο Άγιος είπε την αλήθεια, ότι τον έμαθε από τον Ερμόλαο. Έκρινε ότι δεν έπρεπε να είναι κρυμμένος τέτοιος θησαυρός. Αλλά ότι ήταν ανάγκη να βγη στην μέση, για να ωφελήση και άλλος με την πίστη και το μαρτύριο. Εγνώριζε την αγιότητά του. Το μαρτύριο άλλωστε για τους πιστούς είναι το μεγαλύτερο παράσημο που παίρνουν από οτν Θεό, αλλά και το μεγαλύτερο κήρυγμα, για να ωφελήσουν τους άλλους. Ο θάνατος με το Μαρτύριο δεν είναι απώλεια για την Εκκλησία, αλλά κέρδος. Είχε πεποίθηση ο Άγιος, ότι ο Ερμόλαος θα βαστάξη το μαρτύριο και πολλούς θα τονώση με το παράδειγμά του. Έπαιρνε παράδειγμα από τον εαυτό του.
Το μαρτύριο του Άγιου Ερμολάου
Οι στρατιώτες πήραν τον Άγιο καο τον πήγαν στο σπίτι του Ερμολάου.
- Πως ήλθες εδώ, παιδί μου.
- Ο βασιλιάς σε ζητεί. Θέλει να πας εκεί.
- Το ξέρω πως έφθασε ο καιρός να πεθάνω για το Όνομα του Κυρίου. Μου το έδειξε ο Χριστός απόψε με φανερή αποκάλυψη. Αυτά είπε και χαρούμενος παρουσιάστηκε στον Αυτοκράτορα.
- Πως ονομάζεσαι; τον ρώτησε ο Μαξιαμιανός, όταν τον πήγαν μπροστά του.
- Ερμόλαο με λένε.
- Έχεις και άλλους χριστιανούς μαζί σου;
- Έχω και άλλους δύο: Τον Ερμοκράτη και τον Έρμιππο. Τους έφεραν ακολούθως και αυτούς εκεί.
- Σεις είσθε, τους είπε, που παρασύρατε στην πλάνη τον Παντολέοντα και αρνήθηκε τους θεούς;
- Ο Χριστός, του απάντησε ο Ερμόλαος, καλεί κοντά του εκείνους, που είναι άξιοι και κατάλληλοι. Ο Παντολέων είναι άξιος και κατάλληλος.
- Αφήστε αυτά τα ανώφελα λόγια και ακούστε με. Συμβουλέψτε τον να θυσιάση στους θεούς, αν θέλετε να σας έχω από τους πιο στενούς μου φίλους και να σας γεμίσω με δώρα και χαρίσματα.
- Θεός φυλάξοι! να συμβουλέψουμε κανένα να χάση την ψυχή του; Όλοι εμείς οι Χριστιανοί έχουμε μια στερεά και ακλόνητη γνώμη, καλύτερα να πεθάνουμε χίλιες φορές με διάφορα μαρτύρια, παρά να προσκυνήσουμε αγάλματα κουφά κι' αναίσθητα.
Και οι Άγιοι, αφού είπαν αυτά, σήκωσαν τα μάτια του σώματος και της ψυχής στον ουρανό και παρακάλεσαν τον Κύριο να τους γλιτώσει από τις παγίδες του δαίμονος. Τότε ο Κύριος φάνηκε σ' αυτούς και τους έδωσε θάρρος. Αμέσως έγινε σεισμός σ' εκείνον τον τόπον. Τότε ο Μαξιμιανός είπε: διαστρέφοντας τα πράγματα.
"Βλέπετε; Οι θεοί οργίσθηκαν για σας και έσεισαν τη γη".
"Αν όμως, συμβή και πέσουν κάτω αυτοί οι θεοί σου, τι θα πης;", του λέγει ο Ερμόλαος.
Δεν πρόφθασε ν' αποσώση τον λόγο του και να! έφθασαν από το παλάτι οι άνθρωπο του λέγοντας:
"Πολυχρονεμένε βασιλεύ. Μάθε ότι οι θεοί έπεσαν χάμω και έγιναν συντρίμμια". Οι Άγιοι, σαν τα άκουσαν γελούσαν, διότι εκείνοι οι φοβεροί θεοί, που έσεισαν την γη, έπεσαν κάτω και έγιναν κομμάτια! Έπειτα από αυτά, ποιος δεν θα πίστευε στην αλήθεια. Δυστυχώς ο ασεβής εκείνος τύραννος περισσότερο εσκοτίθη και αγρίεψε. Αλλά μήπως και όσοι τους πονούν τα μάτια τους, θέλουν να δουν τον ήλιο; Αν τον δουν, τους ενοχλεί και περισσότερο πονούν. Έτσι συνέβαινε και με αυτόν τον δυστυχή.
Τους βασάνισε κατόπιν και τους τρεις με διάφορα βασανιστήρια. Επειδή όμως είδε ότι με κανένα τρόπο δεν θα τους έφερε στη γνώμη του, του απεκεφάλισε. Οι Χριστιανοί πήραν κρυφά τα τίμια λείψανά τους και τα εθάψαν με πολλή ευλάβεια.
Και πάλιν δέρνουν τον Άγιο
Κατόπιν αυτών έφεραν πάλιν μπροστά στον βασιλέα τον Παντελεήμονα.
- Μάθε, του λέγει ο Μαξιμιανός΅, ότι ο δάσκαλός σου Ερμόλαος με την παρέα του κατάλαβαν το συμφέρον τους και θυσίασαν στους θεούς. Γι' αυτό και εγώ τους αντάμειψα, όπως τους έπρεπε· τους διώρισα πρώτους του παλατιού μου. Εάν, λοιπόν, και συ τους μιμηθής και αφήσης το πείσμα και θυσιάσης στους μεγάλους θεούς, θα δες ότι καθώς ξέρω να βασανίζω σκληρά του αλαζόνες, έτσι ξέρω και να τιμώ και να βραβεύω πλουσιοπάροχα όσους με ακούνε. Εάν όμως και πάλιν με παρακούσης, δεν γλυτώνεις πια από τα χέρια μου. Σήμερα θα πεθάνης με φρικτό θάνατο.
- Που είναι ο Ερμόλαος και οι άλλοι; Να μου τους δείξης, του είπε ο Μάρτυς, που φωτίσθηκε από το Πνεύμα το Άγιο και κατάλαβε την πανουργία του και την παγίδα.
- Δεν είναι εδώ τώρα, διότι τους έστειλα για υπηρεσία σε ένα άλλο κάστρο.
- Καίτοι είσαι ψεύτης, του είπε ο Άγιος, εν τούτοις τώρα, και χωρίς να το θέλης, είπες την αλήθεια. Διότι αυτοί, πράγματι, πήγαν στην Βασιλεία του Θεού, στο κάστρο της Άνω Ιερουσαλήμ. Και εκεί τώρα ευφραίνονται και αγάλλονται.
Βλέποντας ο μιαρός τύραννος ότι ο αδαμάντινος και ανίκητος Μάρτυς του Χριστού δεν γύριζε ούτε με κολακείες ούτε με δώρα και υποσχέσεις ούτε με φοβέρες και βασανιστήρια, πήγε να σκάση από το κακό του. Γι' αυτό διέταξε να τον δείρουν αλύπητα, όχι για να αλλάξη γνώμη ο Μάρτυρας (περί αυτού ήταν πεπεισμένος), αλλά από το θυμό του και την κακία, που είχε εναντίον του.
Θαύματα κατά τον αποκεφαλισμό του
Κατόπιν έγραψε την απόφαση να τον αποκεφαλίσουν και το λείωανο του Παντελεήμονος να το ρίξουν στη φωτιά, για να καή. Πράγματι, οι στρατιώτες πήραν τον Μάρτυρα και τον πήγαν στον τόπο της εκτελέσεως. Λεγόταν ο τόπος "Ρωμαϊκά μνήματα".
Ο Άγιος γνωρίζοντας από ποία θλίψη και ταλαιπωρία βγαίνει και σε ποια χαρά και αγαλλίαση πηγαίνει, ήταν όλος χαρά και έψαλλε τον ψαλμόν "Πλεονάκις επολέμησάν με εκ νεότητός μου. Και γάρ ούκ ήδυνήθησάν με".
Τότε συνέβη άλλο σημείο θαυμαστό και παράδοξε. Έδεσαν τον Άγιο σε μια ελιά και ο στρατιώτης κατέβασε το σπαθί του, δια να τον αποκεφαλίση. Αλλά ω του θαύματος! εγύρισεν η κόψη του σπαθιού, σαν να ήταν από κερί. Οι στρατιώτες, μόλος το είδαν αυτό, τρόμαξαν και πέφτοντας κάτω στη γη έλεγαν:
- Πιστεύουμε και μεις ότι ο Χριστός είναι ο αληθινός Θεός και σε παρακαλούμε, άνθρωπε του Θεού, να μας συγχωρέσης και να μη οργισθής εναντίον μας. Τότε ο Άγιος προσευχήθηκε γι' αυτούς κα για μερικά άλλα ζητήματα της Εκκλησίας και των πιστών. Αμέσως, όταν τελείωσε η προσευχή του, ακούστηκε φωνή από τον Ουρανό, που έλεγε: "Όσα ζήτησες όλα θα γίνουν και ακόμη περισσότερα, και από σήμερα δεν θα ονομάζεσαι Παντολέων, αλλά Παντελεήμων".
Έτσι από τότε επεκράτησε να λέγεται ο Άγιος, διότι μέχρι τότε ελέγετο Παντολέων. Τα πράγματα επιβεβαιώσαν την ονομασία, διότι πάντες καταφεύγουν σ' αυτόν και βρίσκουν έλεος και θεραπεία και βοήθεια.
Έπειτα από την φωνή αυτή, ο Μάρτυς ενεθάρρυνε τους στρατιώτες να μη δειλιάσουν, αλλά να εκτελέσουν την διαταγή των ανωτέρων. Αλλά ποιος τώρα τολμούσε να βάλη χέρι επάνω στον Άγιο. Ο Άγιος όμως τους ανάγκασε να κάμουν το πρόσταγμα του τυράννου. Και τούτο, για να μη χάση το στεφάνι του μαρτυρίου. Τότε λοιπόν, θέλοντες και μη θέλοντες, δια να μη παρακούουν στον άγιο και αφού πρώτα του έδειξαν την αγάπη τους φιλώντας τα χέρια και τα πόδια του από ευλάβεια, του έκοψαν την τιμία του κεφαλή.
Ήταν η 27η Ιουλίου του 304 μ.Χ.
Ο Θεός θέλοντας να δοξάση και στο τέλος τον δούλο του, Παντελεήμονα, έκαμε και άλλα θαύματα.
Πρώτον, όταν του έκοψαν την τιμία κεφαλή, έτρεξε γάλα και αίμα, όπως και του Κυρίου η πλευρά έτρεξε αίμα και ύδωρ. Γι' αυτό και η Εκκλησία ψάλλε paraklisi
Ο μεγαλομάρτυς και ιαματικός Παντελεήμων γεννήθηκε το 271 μ.Χ. στην Νικομήδεια της Μικράς Ασίας από Έλληνες γονείς. Τον πατέρα του τον έλεγαν Ευστόργιο και ήταν ειδωλολάτρης. Η μητέρα του όμως ήταν Χριστιανή από τους προγόνους της και την έλεγαν Ευβούλη.
Η Ευβούλη προσπαθούσε να διδάξη τον χριστιανική θρησκεία και στο παιδί της, που ελέγετο τότε Παντολέων. Δυστυχώς όμως απέθανε ενωρίς και άφησε τον Παντολέοντα μικρόν. Τον άφησε στη φροντίδα του πατέρα του, ο οποίος, όπως είπαμε, ήταν ειδωλολάτρης. Εκείνος τον έμαθε γράμματα και του έδωσε ελληνική μόρφωση. Ο Παντολέων ήταν πολύ έξυπνος και τα έπαιρνε τα γράμματα.
Αφού ο Παντολέων έμαθε τα πρώτα γράμματα, ο πατέρας του τον έδωσε σε ένα φημισμένο γιατρό της εποχής εκείνης, το Ευφρόσυνο, να τον διδάξη την ιατρική επιστήμη. Ο Παντολέων, με την πολλή του εξυπνάδα, τους πέρασε όλους τους συμμαθητές του και εκείνους ακόμη, πυ πήγαν προ αυτού στον διδάσκαλο Ευφρόσυνο.
Ο Παντολέων υπερείχε σε πολλά σωματικά και ψυχικά χαρίσματα. Είχε ωραιότητα σώματος. Ήταν πρόσχαρος στη συζήτηση, ταπεινός, σεμνός και μετρημένος σ' όλα. Με μία λέξη ήταν ενάρετος νέος, τύπος και υπογραμμός. Επειδή ακριβώς ήταν πολύ ευχάριστος και ωφέλιμος στην συζήτηση, ήθελε ο καθένας να τον συναναστρέφεται. Και έτσι σιγά - σιγά ο Παντολέων έγινε ξακουστός σ' όλη την Νικομήδεια.
Ο διδάσκαλος του ήταν συγχρόνως και ο ιατρός των ανακτόρων. Μια μέρα μετέβη στα ανάκτορα με τον Παντολέοντα. Ο αυτοκράτωρ Μαξιμιανός, όταν τον είδε και πληροφορήθηκε για τις ικανότητες του και τις αρετές του, ανέθεσε στον Ευφρόσυνο να τον προσέξη ιδιαιτέρως αυτόν τον νέο και να τον βγάλη τέλειο ιατρό, για να τον πάρη και αυτόν στα ανάκτορα, ώστε μία ημέρα να διαδεχθή τον Ευφρόσυνο. Πάντως τόσον ήταν αγαπητός, ώστε όλοι στη Νικομήδεια, από του βασιλέως μέχρι του τελευταίου αχθοφόρου, συζητούσαν για τον Παντολέοντα.
Ως προς την θρησκεία ο Παντολέων συμπαθούσε την Χριστιανική, Και τούτο, διότι θυμόταν τη χριστιανή μητέρα του και δεν ξεχνούσε εκείνα, που τον εδίδαξε, όταν ήταν μικρός. Αλλά και ο πατέρας του, καίτοι ειδωλολάτρης, σεβόταν και αυτός την μνήμη της καλής του συζύγου. Κατέβαλλε όμως ιδιαίτερη πρσπάθεια να ανάψη μέσα στην ψυχή του Παντολέοντος μίσος κατά της θρησκείας της μητρός του. Έτσι προχωρούσε στα χρόνια ο νέος αυτός. Δεν ήταν βεβαίως ακόμη Χριστιανός. Αλλά δεν ήταν και πολέμιος του Χριστιανισμού, μάλλον έκλινε προς τον Χριστό.
Πως βαφτίστηκε
Στην Νικομήδεια ήταν τότε ένας άγιος ιερεύς του Χριστού, ονομαζόμενος Ερμόλαος. Αυτός, δια τον φόβον του αυτοκράτορος, ήταν την εποχή εκείνη κρυμμένος σ' ένα σπίτι με μερικούς άλλους χριστιανούς
Όταν ζούσε η Ευβούλη, η μητέρα του Αγίου Παντελεήμονος, έπαιρνε τον Παντολέοντα και το επήγαινε στην Εκκλησία, που εκύρυττε και εβάπτιζε ο Ερμόλαος. Ο ωαός ήταν του Αγίου Ανθίμου, που είχε νωρίτερα μαρτυρήσει στην Νικομήδεια. Ο Άνθημος άφησε διάδοχο του τον Ερμόλαο.
Επλησίαζε να τελειώση ο Παντελεήμων την ιατρική και περνούσε μια μέρα από το σπίτι του Ερμόλαου. Εβγήκε έξω ο Ερμόλαος και τον εκάλεσε να μπη μέσα στο σπίτι. Σκέφτηκε ότι ο νέος αυτός έιχε τόσα χαρίσματα. Είναι φη κλή και αγαθή και, αν καλλιεργηθή χριστιανικά, θα γίνη σπουδαίος. Θα γίνη σκεύος εκλογής, σαν τον Απόστολο Παύλο.
Εκεί τον ερώτησε τότε ο Ερμόλαος για τον πατέρα του και καταλλήλως έφερε την συζήτηση στην πίστη του. Τον ερώτησε τι Θεό λατρεύει.
Ο Παντελεήμων, του είπε όλη την αλήθεια.
- Ο πατέρας μου, είπε, είναι ειδωλολάτρης, Εμένα όμως μου αρέσει μάλλον ο Χριστιανισμός, διότι θυμάμαι εκείνα, που μου έλεγε η μητέρα μου. Βέβαια, ο πατέρας μου με θέλει ειδωλολάτρη, για να πάρω θέση στα ανάκτορα.
- Ποια επιστήμη μαθαίνεις; Τον ερώτησε πάλι ο Ερμόλαος.
- Την ιατρική, τίμιε γέροντα, του απήντησε. Αυτήν, που δίδαξε ο Ασκληπιός ο Ιπποκράτης, ο Γαληνός και πλείστοι άλλοι σοφοί και μεγάλοι. Αυτή η επιστήμη άρεσε στον πατέρα μου, αλλά και ο διδάσκαλος μου μου λέγει ότι, όταν τελειοποιηθώ, δεν θα υπάρξη νόσημα, που να μη μπορώ να το θεραπεύω.
Εδώ τότε βρήκε ευκαιρία ο Ερμόλαος. Την άρπαξε και του είπε:
"Άκουσε, παιδί μου, η τέχνη του Ιπποκράτους, του Γαληνού και των άλλων σοφών ιατρών λίγο μπορεί να του βοηθήση εκείνους, που την σπουδάζουν. Αλλά και αυτός ο Ασκληπιός και οι άλλοι θεοί, που πιστεύει και προτείνει ο Μαξιμιανός, δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένας ψεύτικος μύθος, που τον πιστεύουν οι ανόητοι.
Ο πραγματικός Θεός είναι ο Ιησούς Χριστός. Αυτόν εάν τον πιστέψεις με όλη σου την καρδιά, θα μπορής να γιατρεύης κάθε νόσημα, χωρίς κανένα ιατρικό βότανο, παρά μόνον με την χάρη και την δύναμη Εκείνου.
Ο Χριστός εδώ στη γη, όταν ήταν, εφώτισε πολλούς τυφλούς, εκαθάρισε λεπτούς, εθεράπευσε δαιμονισμένους, ανέστησε νεκρούς, εσταμάτησε χρόνιες αιμορραγίες και γενικά γιάτρεψε απειράριθμα ανίατα πάθη. Και όχι μόνος Αυτός, αλλά έδωσε τη δύναμη και στου πιστούς οπαδούς Του, να κάνουν μεγαλύτερα θαύματα από όσα εκείνος έκαμε. Το σπουδαιότερο είναι ότι τους κάμνει και κληρονόμους της Βασιλείας του Θεού. Η δε Βασιλεία του Θεού, φυσικά δεν είναι σαν τα ανάκτορα του Μαξιμιανού, που λες να πας".
Αυτά τα λόγια του αγίου εκείνου ιερέως αναζωπύρωσαν όλη τη φλόγα, που είχε ανάψει μέσα του στα μικρά του χρόνια η μητέρα του. Τα βρήκε όλα σωστά και αληθινά. Του έφερναν στην καρδιά μια ανείπωτη χαρά και αγαλλίαση. Και είπε στον Ερμόλαο.
"Αυτά που μου είπες, άγιε Γέροντα, τα άκουσα και από τη μητέρα μου πολλές φορές. Την έβλεπα να προσεύχεται σ' Αυτόν τον Θεό, που κηρύττεις συ και του ζητούσε να την βοηθή σε κάθε της ανάγκη".
Ο Παντολέων κατόπιν ευχαρίστησε τον Ερμόλαο για τις καλές του συμβουλές και πήγε στη δουλειά του. Κάθε τόσο όμως περνούσε από τον Ερμόλαο, για να ακούη τα καλά του λόγια. Έτσι, σιγά - σιγά εστηρίζετο περισσότερο στην πίστη του Χριστού.
Κάποια μέρα, όμως, που επέστρεφε από τον διδάσκαλο του, βρήκε στον δρόμο ένα παιδί νεκρό. Το είχε χτυπήσει μια έχιδνα. Η οχιά ήταν κουλουριασμένη πιο πέρα. Το λυπήθηκε ο Παντολέων το καυμένο το παιδί, αλλά δεν μπορούσε να κάμη τίποτε. Τότε θημήθηκε τα λόγια του Ερμολάου και είπε μέσα του. Θα παρακαλέσω τον Χριστό να το αναστήση και, εάν ακούση, θα γίνω αμέσως Χριστιανός. Δεν θα θελήσω άλλη απόδειξη για να πιστέψω ότι εκείνα που μου λέγει ο γέρων Ερμόλαος είναι αληθινά.
Πράγματι! Παρακάλεσε τον Χριστό και αμέσως το παιδί αναστήθηκε σαν να κοιμόταν και ξύπνησε, και η οχιά έσκασε μόνη της. Τότε πίστεψε με όλη του την ψυχή και την καρδιά στον Χριστό. Σήκωσε τα μάτια του στον ουρανό και τον ευχαρίστησε, που τον απάλλαξε από την πλάνη των ειδώλων και τον έφερε στην πραγματική θεογνωσία.
Έπειτα έτρεξε με πολλή χαρά στον Ερμόλαο, του διηγήθηκε το θαύμα και τον παρακάλεσε να τον βαφτίση. Ο Ερμόλαος, επειδή τον εγνώριζε πια καλά, τον εβάπτισε, τον εκοινώνησε και τον δίδαξε όλα τα μηστήρια και τα δόγματα της πίστεως μας. Επέρασε έτσι, τρεφόμενος πνευματικά, επτά ημέρες κοντά στον Ερμόλαο. Την όγδοην επήγε στον πατέρα του.
- Που έλειπες τόσες ημέρες; τον ρώτησε εκείνος.
- Ένας άνθρωπος του παλατιού, αποκρίθηκε, πολύ φίλος του βασιλέως με εκράτησε. Δεν με άφησε να φύγω. Εννοούσε με αυτό τον Ερμόλαο, που ήταν φίλος του Βασιλέως Χριστού.
Την άλλη μέρα τον ρώτησε και ο διδάσκαλος του.
- Που ήσουν τόσες ημέρες;
- Ο πατέρας μου, του απάντησε, αγόρασε ένα μεγάλο και αξιόλογο κτήμα και μου το παράδωσε στα χέρια μου, να το φροντίζω.
Αυτό έπρεπε να το παραδώσω εγώ σε ανθρώπους να το δουλέψουν.
Με αυτό, που έλεγε ο Παντελεήμων, εννοούσε το χωράφι της ψυχής του, που του έδωσε ο Θεός - Πατήρ, για να το φροντίση. Και αυτός έβαλε τον ιερέα να το καλλιεργήση με την χάρη του Αγίου Πνεύματος και με το Βάπτισμα. Δι΄αυτού του τρόπου έκρυψε το πράγμα προς το παρόν.
Ο πατέρας συντρίβει τα είδωλα
Είχε όμως ο μακάριος μεγάλο πόθο να γυρίσει και τον πατέρα του από τα είδωλα στην πίστη του Χριστού. Γι' αυτό μια μέρα του είπε:
"Γιατί, πατέρα, όσα είδωλα έγιναν εξ αρχής όρθια, δεν κάθησαν ποτέ και όσα πάλιν έγιναν καθισμένα, δεν σηκώθηκαν ποτέ;".
Ο πατέρας του Ευστόργιος δεν είχε τι να του απαντήσει. Άρχισε όμως σιγά-σιγά να ψυχραίνεται ο ζήλος του, που είχε στα είδωλα και δεν τους προσέφερε θυσίες, όπως πρωτύτερα. Αυτό το παρατηρούσε ο γιος του και ευχαριστούσε τον Θεό και τον παρακαλούσε συγχρόνως ακατάπαυστα να φωτίση το συντομώτερο τον πατέρα του, και να τον απαλλάξη τελείως από την πλάνη.
Σκέφθηκε μάλιστα να συντρίψη τα είδωλα, τα αγάλματα των θεών, που είχαν στο σπίτι τους, αλλά δεν το έκαμε, για να μη στενοχωρήση τον πατέρα του. Καλύτερα, σκέφθηκε, είναι να τον πείσω με τα λόγια να πιστέψη στο Χριστό και τότε θα τα συντρίψη μόνος του. Αυτό έγινε σε λίγο με την βοήθεια του Θεού. Διότι ο Θεός άκουσε τις προσευχές του και με ένα θαύμα τον έφερε στην Εκκλησία εξ ολοκλήρου. Ποιο ήταν το θαύμα; Ιδού:
Κάποτε έφεραν στον Άγιο ένα τυφλό. Ήταν τότε και ο πατέρας του Ευστόργιος παρών.
- Τι θέλεις; ερώτησε τον τυφλό ο Παντελεήμων.
- Ένας τυφλός τι θέλει; απάντησε. Το φως μου, άριστε γιατρέ, θέλω. Υπάρχει πράγμα για τον άνθρωπο καλύτερο και γλυκύτερο από το φως του. Σε παρακαλώ να λυπηθής τη συμφορά μου και την ταλαιπωρία μου. Πολλοί γιατροί μου υποσχέθηκαν να με κάμουν καλά, αλλά δεν μπόρεσαν. Μόνο, που ξόδεψα το βιος μου σ' αυτούς και στα γιατρικά. Και ωφέλεια καμιά δεν είδα. Δυστυχώς και κείνο το λίγο φως, που είχα, το έχασα και αυτό και έμεινα τώρα στραβός, φτωχός και άθλιος.
- Είπες, του λέγει ο Παντελεήμων, ότι στους γιατρούς ξόδεψες όλο το βιος σου. Εάν όμως εγώ σε θεραπεύσω, τι θα μου δώσης;
- Ότι απόμεινε από τα πράγματά μου, μετά χαράς να σου τα χαρίσω.
- Τα μάτια σου, του είπε ο Άγιος, θα τα θεραπεύσει ο αληθινός Θεός δι' εμού. Την αμοιβή μου, που μου έταξες, θα πας να την δώσης στους φτωχούς.
Του το είπε αυτό, διότι είχε πεποίθηση στην χάρη και την δύναμη του Χριστού. Ο πατέρας του όμως, που τ' άκουγε αυτά νόμισε πως σκέπτεται να τον θεραπεύση με βότανα και φάρμακα και με ανθρώπινη επιστήμη. Γι' αυτό του είπε:
- Μη επιχειρήσης, παιδί μου, τέτοιο πράγμα. Είναι ανώτερο των δυνάμεων σου. Θα γίνεις καταγέλαστος στο τέλος. Άλλωστε τι περισσότερο μπορείς να κάμης από τους άλλους γιατρούς;
- Κανένας άλλος, πατέρα, εκτός από μένα, δεν μπορεί να τον γιατρέψει αυτόν, διότι ο Διδάσκαλος ο δικός μου είναι ασυγκρίτως ανώτερος από αυτούς.
- Εγώ, παιδί μου, άκουσα, πως και αυτός ο δάσκαλός σου δοκίμασε και δεν μπόρεσε να τον κάμη καλά. Το είπε αυτό ο πατέρας του, γιατί νόμισε πως ο Παντελεήμων έλεγε για διδάσκαλο του τον Ευφρόσυνο.
- Πρόσεχε, πατέρα, του είπε τότε ο Άγιος, για να καταλάβης με τα μάτια σου την Αλήθεια και να βεβαιωθής μόνος σου.
Άπλωσε τότε το δεξί του χέρι ο Άγιος και σταύρωσε με αυτό τα μάτια του τυφλού παρακαλώντας τον Χριστό και λέγοντας:
- "Κύριε Ιησού Χριστέ, θεράπευσε τον δούλον σου".
- Ω του θαύματος! Αμέσως άνοιξαν τα μάτια του τυφλού! Και όχι μόνος τα μάτια του σώματος, αλλά και τα μάτια της ψυχής του, διότι ήταν πρωτύτερα ειδωλολάτρης. Τώρα όμως, μόλος είδε το θαύμα αυτό, να γίνη δηλαδή καλά με το όνομα του Χριστού, αμέσως, εκείνη τη στιγμή, επίστεψε στο Χριστό.
Πίστεψε τότε και ο πατέρας του Άγιου, ο Ευστόργιος και εφώναξε δυνατά.
- Ο Χριστός είναι ο αληθινός Θεός.
Η χαρά πια του Αγίου δεν περιγράφεται. Εδόξαξε γι' αυτό τον Θεό και οδήγησε τον πατέρα του στον Ερμόλαο, καθώς επίσης και τον πρώην τυφλό. Ο Ερμόλαος τους εβάπτισε και τους δυο.
Ο Ευστόργιος μόλος γύρισε στο σπίτι του βαπτισμένος, μυρωμένος, κοινωνημένος, επήρε ένα σφυρί και έκαμε συντρίμμια όλα τα αγάλματα των θεών. Πόσο θα χάρηκε η μακάρια ψυχή της Ευβούλης στον Παράδεισο, που έβλεπε το παιδί της και τον άνδρα της Χριστιανούς!
Έζησε ο πατέρας του ένα χρόνο Χριστιανός. Πατέρας τώρα και παιδί αγωνιζόνταν ποιος θα περάση τον άλλον στην αρετή. Χάρισε ο Ευστόργιος όλα τα χρέη, που του χρεωστούσαν. Ελευθέρωσε κατόπιν όλους τους δούλους του και μοίρασε αμέτρητα βοηθήματα σε δυστυχείς. Μετά ένα χρόνο εξεδήμησε εις Κύριον ευχαριστημένος.
Δουλεύει για την πίστη του Χριστού
Ο Παντελεήμων έμεινε κάτοχος αρκετά μεγάλης περιουσίας. Αλλά μετά την κοίμηση του πατέρα του, την εμοίρασε στους φτωχούς, τους φυλακισμένους και στην Εκκλησία για τα έργα της. Ο ίδιος εξακολουθούσε να εργάζεται την ιατρική, όχι για χρήματα, αλλά δωρεάν. Έτρεχε στους πτωχούς. Έμπαινε στις καλύβες τους. Τους βοηθούσε όχι μόνο με την ιατρική, αλλά και χρηματικά, όταν ήταν ανάγκη. Ο Θεός τον ευλόγησε στην αγαθοεργία του αυτή, διότι του δώρισε και το χάρισμα να θαυματουργή.
Όσους δεν μπορούσε να θεραπεύση με τα φάρμακα, τους εθεράπευε με την προσευχή του. Τους εδίδασκε ακι το Ευαγγέλιο, όπου πήγαινε. Από τους θεραπευομένους δεν ζητούσε καμμιά αμοιβή παρά μόνον ν' αναγνωρίζουν ότι ο Χριστός τους ευεράπευε, και να Τον ομολογούν με θάρρος. Έτσι επίστευαν στο Χριστό πολλοί, οι οποίοι μαζί με την σωματική θεραπεία έπαιρναν και την ψυχική.
Τοιουτρόπως ο Παντελεήμων έγινε ξακουστός για την ικανότητα του στη θεραπεία των ασθενών και για την καλοσύνη και την αρετή του. Ήταν παντού περιζήτητος. Δεν ήθελαν οι άνθρωποι κανένα άλλον γιατρό, εκτός από τον Παντελεήμονα. Όλοι όμως οι άλλοι γιατροί της Νικομηδείας, που ήταν πρωτεύουσα τότε του Ανατολικού Κράτους των Ρωμαίων, βλέποντας αυτό εφθόνησαν τον Άγιο. Δεν ήθελαν να τον ακούν και να τον βλέπουν.
Μια ημέρα το 304 μ.Χ. εκάθηντο οι γιατροί στην αγορά. Και να! Βλέπουν που περνούσε από εκεί ο πρώην τυφλός, τον οποίον εθεράπευσε ο Παντελεήμων. Μόλις τον είδαν, ταράχτηκαν και είπαν:
"Αυτός δεν είναι εκείνος ο τυφλός, που δεν μπορέσαμε να τον θεραπεύσωμεν εμείς όλοι;".
- Για πες μας, του λέγουν. Ποιος σε έκανε καλά;
- Ο Παντελεήμων τους απάντησε εκείνος.
- Πράγματι, είναι μεγάλος ο δάσκαλος του, γι' αυτό έβγαλε σπουδαίο μαθητή.
Αυτά βέβαια τα έλεγαν για τον Ευφρόσυνο, αλλά, χωρίς να το θέλουν ομολογούσαν τον Χριστό.
Από την ημέρα αυτή τους εκυρίεψε πιο πού ο φθόνος και ζητούσαν να τον διαβάλουν στον αυτοκράτορα. Την βρήκαν Διότι βρήκαν ένα Χριστιανό, από τους ομολογητές, που εβασάνισε για την πίστη του Χριστού ο ασεβής Μαξιμιανός και τον οποίον ο Παντελεήμων εφρόντισε και εθεράπευσε. Τρέχουν τότε στον αυτοκράτορα. Την εποχή εκείνη περιώδευε ο Μαξιμιανός και βρισκόταν στην Νικομήδεια. Ήταν το 304 μ.Χ.
"Βασιλεύ, πολυχρονεμένε", του λέγουν, "μάθε, ότι ο Παντελέων, που τον αγαπάς τόσο πολύ και είπες να σπουδάση γιατρός, για να τον πάρης και στα ανάκτορα, τώρα ούτε την μεγάλη σου δύναμη και εξουσία της βασιλείας σου φοβείται ούτε ενδιαφέρεται καν για την φιλία και την αγάπη, που του έδειξες. Αλλά γυρίζει και όπου βρει κανένα εχθρό των θεών μας, τον οποίον συ τιμωρείς, όπως του αξίζει, τον φροντίζει και τον θεραπεύει!
Και δεν του φθάνει ότι αρνήθηκε την πάτριο θρησκεία του, και πιστεύει τώρα στον Εσταυρωμένο, αλλά και άλλους Έλληνες, όσους μπορεί, φροντίζει να τους κάνει Χριστιανούς.
Εμείς οι δούλοι σου, που είμαστε πιστοί υπήκοοι σου, σε συμβουλεύουμε να τον βγάλης από τη μέση το γρηγορώτερο. Εάν δεν τον κάνης αυτό, κατόπιν θα το μετανοιώσης. Αλλά θα είναι αργά. Διότι θα βλέπης πολλούς Έλληνες ν' αρνούνται τους μεγάλους θεούς μας και να γίνωνται Χριστιανοί. Αυτός τις θεραπείες του Ασκληπιού λέγει ότι τις κάνει ο Χριστός. Εάν θέλης να βεβαιωθής για την αλήθεια των λεγομένων μας, διάταξε να έλθη εδώ ένας τυφλός, που τον γιάτρεψε ο Παντελεήμων, να τα ακούσης από το στόμα του, όσα σου είπαμε".
Σαν τ' άκουσε αυτά ο αυτοκράτορας, λυπήθηκε πολύ και προστάζει να φέρουν αμέσως μπροστά του τον πρώην τυφλό.
- Δεν μου λες, τον ερώτησε ο Μαξιμιανός, με το τρόπο ο Παντελεήμων σε εθεράπευσε;
- Με το όνομα του Ιησού Χριστού, (απάντησε θαρραλέα ο πρώην τυφλός). Το δε σπουδαίο, Μεγαλειότατε, είναι ότι δεν απόσωσε τον λόγο του και αμέσως ανοίχτηκαν τα μάτια, ώστε να μη μπορή να πη κανείς, ότο με την ιατρική τέχνη με εθεράπευσε.
- Λοιπόν, του λέγει ο Μαξιαμιανός, συ τι λες γι' αυτό; Ο Χριστός ή οι θεοί σε γιάτρεψαν;
- Ας εξετάσουμε, βασιλεύ, το πράγμα καλά και αυτό μιλάει μόνο του. Βλέπεις τους καλούς αυτούς γιατρούς; Αί! Όλοι τους εκοπίασαν πολύ να με γιατρέψουν. Και αυτοί μεν είδαν καλό, γιατί μου πήραν όλο το βιος μου. Αλλά εμένα δεν με ωφέλησαν τίποτε. Τουναντίον, μάλιστα, μου έκαναν και κακό. Γιατί, ενώ είχα λίγο φως, με αποστράβωσαν. Ποιον, λοιπόν, να θεωρώ γιατρό μου και βοηθό μου και ευεργέτη μου; Τον Ασκληπιό, που επικαλούνται αυτοί σε βοήθεια και δεν με ωφέλησε τίποτε ή τον Χριστό, που μόλις επικαλέσθηκε το όνομά του ο Παντολέων, αμέσως μου χάρισε το παμπόθητο φως μου; Αυτό, βασιλεύ, το βλέπει και ο ποιο τυφλός και αγράμματος.
- Μη είσαι βλάκας και ανόητος, του είπε ο Μαξιμιανός, γιατί δεν είχε τι άλλο να του πη ... Και μη ξαναπής ότι ο Χριστός σε γιάτρεψε. Είναι ολοφάνερο πως οι θεοί σε εθεράπευσαν.
Τότε ο άλλοτε τυφλός, τώρα όμως φωτισμένος στο σώμα και στην ψυχή, χωρίς να φοβηθή ούτε το θυμό του αυτοκράτορα ούτε την εξουσία του ούτε τις τιμωρίες, αλλά με θάρρος περισσότερο και από εκείνο, που έδειξε ο τυφλός του Ευαγγελίου, του είπε.
- Εσύ δυστυχώς είσαι μωρός και ανόητος, που λες ότι οι αναίσθητοι και τυφλοί θεοί σου με εφώτισαν. Είσαι τυφλωμένος σαν αυτούς. Γι' αυτό δεν μπορείς να δης την Αλήθεια, που λ΄μπει περισσότερο από τον ήλιο.
Όταν τ' άκουσε αυτά ο Μαξιμιανός, βεβαιώθηκε πια και μόνος του ότι όσα του κατάγγειλαν οι γιατροί ήσαν όλα αληθινά. Γι' αυτό διέταξε και αποκεφάλισαν τον όντως μακάριο και ευτυχισμένο εκείνο, που ήταν άλλοτε τυφλός αλλά τώρα φίλος του Χριστού και Μάρτυρας Του. Τότε ο Άγιος αγόρασε κρυφά το τίμιο λείψανο του και το έθαψε εκεί, όπου είχε θαμμένο και τον πατέρα του.
Αρχίζουν τα βασανιστήρια
Ο βασιλεύς ειδοποίησε τον Παντελεήμονα να πάη να τον δη. Ο Άγιος επήγε, αλλά πηγαίνοντας στο δρόμο έλεγε. "Ο Θεός την αινεσίν μου μη παρασιωπήσης..." και τον υπόλοιπο ψαλμό. Τους ψαλμούς του Δαβίδ ο Παντελεήμων τους είχε μάθει απ΄έξω. Όταν έφθασε στο παλάτι, του είπε ο αυτοκράτορας.
- Άκουσα, για σένα κάτι λόγια, όχι καλά. Ότι δηλαδή βρίζεις τον Ασκληπιό και περιφρονείς τους άλλους θεούς και ότι πιστεύεις για Θεό τον Χριστό. Λες, μάλιστα, πως αυτός είναι ο μόνος Θεός και στηρίζεις τις ελπίδες σου σ' Αυτόν, εω΄ν είναι γνωστό ότι αυτός πέθανε και μάλιστα με άτιμο θάνατο. Έπειτα συ ξέρεις πόσο σε αγαπώ και ότι συνέστησα στον διδάσκαλός σου να σε διδάξη καλά την ιατρική, για να σε πάρω γιατρό των ανακτόρων μου. Ξέρω όμως ότι πολλοί από φθόνο πολλές φορές καταγγέλλουν ψέματα. Φι' αυτό σε φώναξα να προσφέρης θυσία στους θεούς, για να βεβαιωθώ μόνος μου περί της αληθείας των καταγγελλομένων.
Τα έργα είναι αξιοπιστότερα, ω βασιλεύ, αποκρίθηκε ο Άγιος΅, και όχι τα λόγια, καθώς το ξέρομε όλοι μας. Εάν, λοιπόν, για τα μικρά ερωτούμε και εξετάζουμε εάν είναι αληθή και πραγματικά, πολύ περισσότερο πρέπει να εξετάζουμε λεπτομερώς και με ακρίβεια και με μεγάλη επιμέλεια για το Θεό, για να μη ζημιωθούμε τα μέγιστα. Διότι η ευσέβεια στο Θεό είναι το σπουδαιότερο από όλα τα πράγματα. Ο Θεός λοιπόν που προσκυνώ εγώ και σέβομαι, είναι ο Δημιουργός του Σύμπαντος. Αυτός ανέστησε νεκρούς, καθάρισε λεπρούς, έσφιξε παραλύτους, έδωσε μάτια σε τυφλούς. Όλα δε αυτά που σου λέω και άλλα ακόμη τα έκανε μόνο με ένα λόγο, με μια προσταγή Του.
Οι θεοό όμως, τους οποίους σέβονται οι ειδωλολάτρες, δεν ξέρω εάν έκαμαν κανένα τέτοιο θαύμα και εάν μπορούν να κάμουν. Και αν θέλης, βασιλεύ, ασ το δοκιμάσουμε τώρα, για να γνωρίσης την αλήθεια. Πρόσταξε να φέρουν εδώ ένα ασθενή με ανίατο νόσημα και να έλθουν οι ιερείς σας να παρακαλέσουν, όσο θέλουν, τους θεούς τους να τον θεραπεύσουν. ¨Επειτα να παρακαλέσω και εγώ τον Θεό μου. Και όποιος Θεός θα τον κάνη καλά τον άρρωστο, εκείνον να τον παραδεχθούμε, ως αληθινό Θεό. Τους δε άλλους να τους περιφρονήσουμε.
Η δύναμη του Κυρίου
Η πρόταση του Άγιου άρεσε στον βασιλέα και έφεραν ένα παράλυτο στο κρεββάτι του, διότι δεν μπορούσε να σαλέψει καθόλου. Ήταν σαν ένα λιθάρι ή κούτσουρο ακίνητο.
Παρακαλούσαν επί ώρες οι ιερείς των ειδώλων τους αναίσθητους θεούς τους να τον κάνουν καλά. Αλλά τα κωφά είδωλα δεν άκουγαν. Ο Άγιος χαμογελούσε με την ανοησία τους. Όταν πλέον απελπίσθηκαν και σταμάτησαν, προσευχήθηκε και αυτός. Σήκωσε τα μάτια του στον ουρανό και με όλη του την ψυχή είπε,
"Κύριε εισάκουσον της προσευχής μου και η κραυγή μου προς Σε ελθέτω. Μην αποστρέψης το προσωπόν Σου απ' εμού. Εν η αν ημέρα επικαλέσωμαι Σε, ταχύ επάκουσον μου. Δείξε, Δέσποτα, εις αυτούς, που δεν γνωρίζουν ότι Συ είσαι ο μόνος αληθινός Θεός και Παντοδύναμος".
Μετά την προσευχή του αυτή έπιασε τον παράλυτο από το χέρι και του είπε,
"Εν τω ονόματι του Χριστού σήκω και περιπάτει". Τότε, αμέσως με το λόγο σηκώθηκε ο παράλυτος και περπατούσε με πολλή ευκολία και χαρά!
Μόλις είδαν το μεγάλο αυτό θαύμα οι ειδωλολάτρες, τα έχασαν. Πολλοί, μάλιστα, από αυτούς αρνήθηκαν αμέσως τα είδωλα και πίστεψαν στον Χριστό. Οι ιερείς όμως έμειναν οι δυστυχείς αμετακίνητοι στην απιστία τους. Ισχυρίζοντο δε ότι το θαύμα το έκαμε με μάγια και είπαν στον Αυτοκράτορα:
"Σε εξορκίζουμε στους αθάνατους θεούς να μη αφήσης τον Παντελεήμονα πλέον να ζήση ούτε μια ώρα. Αυτός θα εξαφανήση την θρησκεία μας και οι Χριστιανοί θα πολλαπλασιασθούν και αλλοίμονό μας".
Του ξύνουν και του καίουν τις σάρκες
Ο αυτοκράτορας τους άκουσε και κάλεσε πάλι τον Άγιο. Προσπάθησε με το καλό να τον δελεάση και να τον φέρη στην γνώμη του. Αλλά δεν μπόρεσε. Και άρχισε τότε να τον βασανίζη.
Πρώτα διέταξε και τον κρέμασαν σε ένα ξύλο και του ξέσκιζαν τις σάρκες με σιδερένια νύχια. Έπειτα του έκαψαν τα πλευρά και τις πληγές με αναμμένες λαμπάδες. Τι τρομερό μαρτύριο! Πόσο πονούσε ο Άγιος!
Ο Μάρτυς όμως την ώρα, που του βασάνιζαν το σώμα, είχε τον νου του όλο στον Θεό, σοτν μόνο, που μπορούσε να τον βοηθήση, και προσευχόταν στον Κύριο. Και πράγματι ο Χριστός τον άκουσε. Παρουσιάστηκε τη στιγμή εκείνη, εκεί μπροστά, με το σχήμα και την μορφή του Ερμολάου, λέγοντας του με στοργή, σαν πατέρας:
"Μη φοβάσαι. Εγώ είμαι μαζί σου και σε βοηθώ σε όσα θα πάθης για μένα. Ο λόγος του έγινε αμέσως έργο. Τα χέρια των στρατιωτών παράλυσαν και οι λαμπάδες έσβυσαν. Αλλά και οι πληγές του Αγίου αμέσως θεραπεύθηκαν".
Ο Μαξιμιανός βλέποντας αυτά τα παράδοξα τα έχασε και καταντροπιάστηκε. Διέταξε και τον κατέβασαν από το ξύλο και του είπε:
- Δεν μου λες, με ποια τέχνη ή μαγεία ακινητοποίησες τα χέρια των στρατιωτών και έσβησες τς λαμπάδες;
- Η τέχνη και η μαγεία μου, είναι ο Χριστός μου, που τον σέβομαι και ο οποίος στέκεται κοντά μου και κάνει αυτά τα αξιοθαύμαστα.
- Ναι,! αλλά, αν δε βάλω σε σκληρότερα βάσανα, τι θα γίνης;
- Τότε θα λάβω από τον Χριστό μου περισσότερη βοήθεια και δύναμη.
Στο καζάνι με το βρασμένο μολύβι
Μετά την θαρραλέα αυτή απάντηση του Αγίου διέταξε ο Μαξιμιανός και γέμισαν άνα τεράστιο χαλκωματένιο καζάνι με μολύβι. Άναψαν μεγάλη φωτιά από κάτω και όταν έλυωσε και έβραζε το μολύβι, έριξαν μέσα τον Μάρτυρα. Ο Άγιος πάλι την προσευχή έχοντας παρηγοριά και βοήθεια, έλεγε: "Επάκουσον ο Θεός της φωνής μου. Εν τω δέεσθαί με προς Σε, από φόβου εχθρού εξελού την ψυχήν μου" και άλλους στίχους από τους ψαλμούς καταλλήλους για την περίσταση.
Ενώ όμως προσευχόταν, να! και βλέπουν πάλι να παρουσιάζεται ο Χριστός με την μορφή του Ερμολάου. Μπαίνει μέσα στο καζάνι και αμέσως σβήνεται η φωτιά. Το δε βραστό μολύβι κρύωσε. Ο ψαλμός όμως δεν σταματούσε από το στόμα του Αγίου.
"Εγώ, έλεγε, προς τον Θεόν εκέκραξα και εισήκουσέ μου".
Όσοι βρέθηκαν εκεί εξεπλάγησαν και εθαύμασαν τα παράδοξα αυτά, που είδαν. Ο Μαξιαμιανός όμως πωρωμένος, καθώς ήταν, δεν μπορούσε να καταλάβη ότι ο Παντοδύναμος Θεός τα έκαμνε αυτά τα μεγάλα θαύματα. Αλλά τα απέδιδε σε μαγείες. Γι' αυτό σκεφτόταν με ποιο άλλο βάσανο θα νικήση τον Μάρτυρα. Συμβουλεύθηκε μάλιστα και του επιτελείς του.
Με πέτρα στη θάλασσα
Έπειτα από σύσκεψη με του επιτελείς του, διέταξε να κρεμάσουν στο λαιμό του Αγίου μια μεγάλη πέτρα και να τον πετάξουν μ' αυτή μέσα στη θάλασσα, για να εξαφανισθή στο βυθό της. Και οι μεν στρατιώτες πάσχιζαν να φέρουν εις πέρας την διαταγή του αφέντη τους, ο Θεός όμως εφρόντισε να σώση τον μάρτυρα, που εκινδύνευε γι' Αυτόν.
Μόλις πέταξαν τον Άγιο στην θάλασσα, να! και φαίνεται πάλι ο Χριστός και τον προστάτεψε. Την πέτρα εκείνη την μεγάλη την έκαμε ελαφρότερη και από ένα φύλλο δένδρου και έπέε στην θάλασσα, τον δε Άγιο τον οδήγησε από το χέρι και περιπατώντας, όπως ο Πέτρος επάνω στη θάλασσα, βγήκε στον αιγιαλό υγιής και αβλαβής. Μόλις τον είδε στη στεριά ο Βαισλεύς, χωρίς να τον περιμένη, εθαύμασε και του είπε:
- Τι είναι πάλιν αυτά, Παντολέων; Υπόταξες με τις μαγείες σου και την θάλασσα;
- Η θάλασσα, αποκρίθηκε ο Άγιος, έκαμε ότι την επρόσταξε Εκείνος, που την ορίζει. Διότι περισσότερο υποτάσσονται και υπακούν στο Θεό η θάλασσα, η γη και όλα τα πλάσματά Του, παρά σε σένα οι υπηρέτες σου.
Στα πεινασμένα θηρία
Δυστυχώς, από όλα αυτά τα θαύματα που είδε δεν μαλάκωσε η σκληρή και πωρωμένη καρδιά του Μαξιμιανού. Διέταξε να φέρουν στο αμφιθέατρο παντός είδους άγρια θηρία.
Θέλοντας όμως να δείξη, ότι τον λυπάται, αλλά στην πραγματικότητα να τον κάμη να δειλιάση, του είπε·
- Βλέπεις όλα αυτά τα θηρία; Για σένα τα έφεραν, να σε κατασπαράξουν. λυπήσου τον εαυτόν σου. Εγώ σου το λέγω και μάρτυρες οι θεοί, σε λυπούμαι. Λυπούμαι τα νιάτα σου και την ωραιότητά σου και σε συμβουλεύω, σαν πατέρας σου. Κοίταξε σαν μυαλωμένος το συμφέρον σου. Μη πεθάνης πρόωρα με τέτοιο σκληρό θάνατο και στερηθής αυτή τη γλυκειά ζωή.
- Εάν, του απάντησε ο Άγιος, πρωτύτερα δεν άκουσα, ελπίζεις να σε ακούσω τώρα, που είδα τόση βοήθεια από τον Θεό μου; Μη το βάλης ποτέ, μα ποτέ, στον νου σου ότι εγώ θα προσφέρω θυσία στους δαίμονες. Τι με φοβερίζεις με τα θηρία σου; Εκείνος, που παρέλυσε τα χέρια των στρατιωτών σου, και κρύωσε το βραστό μολύβι και έκανε τη θάλασσα ξερή επιφάνεια, ώστε να περιπατώ επάνω, Αυτός και τώρα μπορεί να κάμη και τα θηρία αυτά τα άγρια και φοβερά να γίνουν ήμερα σαν αρνάκια.
Ο Μάρτυς του Χριστού προτιμούσε να παραδοθή στα θηρία παρά αν θυσιάση στα άλλα θηρία, τους δαίμονες. Τότε έβγαλε ο Μαξιμιανός την φοβερή του απόφαση.
Σε τρεις μέρες, αν δεν θυσιάση, να τον πετάξουν στα θηρία, για να τον φάνε Ακούστηκε αυτό σε όλη την πόλη και έτρεξαν όλοι, να δουν αυτόν τον λεβέντη και ωραιότατο νέο, που επρόκειτο να τον φάνε τα θηρία, χωρίς να έχη κανένα φταίξιμο.
Όταν, λοιπόν, συνάχτηκαν όλοι στο θέατρο και ο αυτοκράτορας κάθησε ψηλά, για να βλέπη, οι στρατιώτες έφεραν τον Άγιο στο αμφιθέατρο και τον πέταξαν στα θηρία.
Ο Μάρτυς δεν δείλιασε καθόλου, αλλά προχωρούσε σταθερά και θαρρετά, γιατί έβλεπε τον Χριστό στο σχήμα του Ερμολάου, που τον ενθάρρυνε ότι είναι μαζί του και να μη φοβάται τίποτε.
Τον έριξαν, λοιπόν, στον ορισμένο τόπο. Απόλυσαν έπειτα τα θηρία και μέσα σε μια νεκρική σιγή περίμεναν να τον κατασπαράξουν και να τον καταβροχθίσουν. Τα είχαν από μέρες αφήσει νηστικά. Αλλά εκείνα, αντί να ορμήσουν να τον φάνε, στεκόνταν κοντά του, όχι σαν άγρια και άλογα, αλλά σαν λογικά και ήμερα. Κουνούσαν χαρούμενα τις ουρές τους, του έγλυφαν με τις γλώσσες τους τα πόδια του και προσπαθούσαν ποιο να πρωτοπάη μπροστά του και να προσκυνήση τον Μάρτυρα. Έπειτα δεν παραμέριζε αυτό, εάν ο Μάρτυς δεν έβαζε επάνω του το χέρι, να το ευλογήση!
'Οταν όμως είδαν τα πλήθη αυτό το θαυμαστό και υπέροχο πράγμα, φώναζαν όλοι με μια φωνή:
"Μέγας ο Θεός των Χριστιανών. Αυτός είναι ο αληθινός Θεός. Να αφεθή ο αθώος ελεύθερος". Πολλοί από αυτούς του ειδωλολάτρες πίστεψαν αμέσως και βρήκαν και πήγαν σε άλλες πόλεις και χώρες και εκεί βαφτίσθηκαν. Εκεί διηγούντο τα θαύματα του Μάρτυρος και πολλοί, που τα άκουγαν, πίστεψαν στο Χριστό. Έτσι οι πιστοί αύξαναν και οι άπιστοι ελιγόστευαν.
Δυστυχώς ο άθλιος εκείνος αυτοκράτορας, που ήταν σκληρότερος από τα θηρία, έγινε έξω φρενών από το θυμό του. Ο ανόητος τα έβαλε με τα άλογα ζώα, που δεν έκαμαν το θέλημα του και δεν έφαγαν τον Παντελεήμονα. Διέταξε τότε και τα σκότωσαν όλα.
Αλλά πάλι νέο θαύμα έγινε. Ενώ τα σκοτωμένα ζώα εκείτοντο επί ημέρες εκεί, δεν τόλμησε κανένα θηρίο ή όρνιο να τα αγγίξη. Αυτό το έκαμε ο Θεός, για να τιμήση τον Άγιο και να παρακινήση τους άλλους στην ευσέβεια. Ήταν αυτό και ένας έλεγχος για τον αυτοκράτορα αλλά και εντροπή του συγχρόνως. Γι' αυτό έστειλε ανθρώπους και τα έχωσαν στη γη.
Στον μεγάλο τροχό
Κατόπιν αυτών ο πεισματάρης΅εκείνος βασιλιάς διέταξε και έφτιασαν ένα μεγάλο τροχό. Τον πήγαν κατόπιν στην κορυφή ενός ψηλού λόφου. Έδεσαν επάνω στον τροχό τον Άγιο και ήσαν έτοιμοι να τον κυλήσουν κάτω, ώστε ο Άγιος, που ήταν δεμένος επάνω στον τροχό, να γίνει συντρίμμια. Έτσι τον συμβούλεψαν μερικοί τεχνίτες. Κάτω όλη η πόλη περίμενε να δη το κύλισμα του τροχού με τον Άγιο.
Άλλα ο Κύριος, που προστατεύει τους δούλους του, παρουσιάσθηκε πάλι στην κρίσιμη αυτή για τον Μάρτυρα στιγμή και τον έλυσε από του τροχού τα δεσμά. Ο Παντελεήμων στεκόταν σώος και αβλαβής δοξάζοντας το Θεό. Ο τροχός όμως κύλησε μόνος του κατεπάνω στους άπιστους και πολλούς εσκότωσε. Οι υπόλοιποι φοβήθηκαν και σκόρπισαν. Έφυγαν "πατείς με πατώ σε".
Ο βασιλεύς βλέποντας αυτά εθαύμασε. Αλλά δυστυχώς ήτο πωρωμένος από την κακία του και δεν επίστευε. Τα θεωρούσε τα θαύματα, όπως είπαμε, μαγείες. Κάλεσε τότε κοντά του τον Άγιο Παντελεήμονα και του λέγει·
"Ως πότε θα κάνης τέτοια μαγικά τερατουργήματα και άλλους από τους υπηκόους μου θα θανατώνης και άλλους θα τους κάνης εχθρούς των θεών και της βασιλείας μου; Πες μας από ποιον έμαθες τον Χριστιανισμό;".
Ο Άγιος είπε την αλήθεια, ότι τον έμαθε από τον Ερμόλαο. Έκρινε ότι δεν έπρεπε να είναι κρυμμένος τέτοιος θησαυρός. Αλλά ότι ήταν ανάγκη να βγη στην μέση, για να ωφελήση και άλλος με την πίστη και το μαρτύριο. Εγνώριζε την αγιότητά του. Το μαρτύριο άλλωστε για τους πιστούς είναι το μεγαλύτερο παράσημο που παίρνουν από οτν Θεό, αλλά και το μεγαλύτερο κήρυγμα, για να ωφελήσουν τους άλλους. Ο θάνατος με το Μαρτύριο δεν είναι απώλεια για την Εκκλησία, αλλά κέρδος. Είχε πεποίθηση ο Άγιος, ότι ο Ερμόλαος θα βαστάξη το μαρτύριο και πολλούς θα τονώση με το παράδειγμά του. Έπαιρνε παράδειγμα από τον εαυτό του.
Το μαρτύριο του Άγιου Ερμολάου
Οι στρατιώτες πήραν τον Άγιο καο τον πήγαν στο σπίτι του Ερμολάου.
- Πως ήλθες εδώ, παιδί μου.
- Ο βασιλιάς σε ζητεί. Θέλει να πας εκεί.
- Το ξέρω πως έφθασε ο καιρός να πεθάνω για το Όνομα του Κυρίου. Μου το έδειξε ο Χριστός απόψε με φανερή αποκάλυψη. Αυτά είπε και χαρούμενος παρουσιάστηκε στον Αυτοκράτορα.
- Πως ονομάζεσαι; τον ρώτησε ο Μαξιαμιανός, όταν τον πήγαν μπροστά του.
- Ερμόλαο με λένε.
- Έχεις και άλλους χριστιανούς μαζί σου;
- Έχω και άλλους δύο: Τον Ερμοκράτη και τον Έρμιππο. Τους έφεραν ακολούθως και αυτούς εκεί.
- Σεις είσθε, τους είπε, που παρασύρατε στην πλάνη τον Παντολέοντα και αρνήθηκε τους θεούς;
- Ο Χριστός, του απάντησε ο Ερμόλαος, καλεί κοντά του εκείνους, που είναι άξιοι και κατάλληλοι. Ο Παντολέων είναι άξιος και κατάλληλος.
- Αφήστε αυτά τα ανώφελα λόγια και ακούστε με. Συμβουλέψτε τον να θυσιάση στους θεούς, αν θέλετε να σας έχω από τους πιο στενούς μου φίλους και να σας γεμίσω με δώρα και χαρίσματα.
- Θεός φυλάξοι! να συμβουλέψουμε κανένα να χάση την ψυχή του; Όλοι εμείς οι Χριστιανοί έχουμε μια στερεά και ακλόνητη γνώμη, καλύτερα να πεθάνουμε χίλιες φορές με διάφορα μαρτύρια, παρά να προσκυνήσουμε αγάλματα κουφά κι' αναίσθητα.
Και οι Άγιοι, αφού είπαν αυτά, σήκωσαν τα μάτια του σώματος και της ψυχής στον ουρανό και παρακάλεσαν τον Κύριο να τους γλιτώσει από τις παγίδες του δαίμονος. Τότε ο Κύριος φάνηκε σ' αυτούς και τους έδωσε θάρρος. Αμέσως έγινε σεισμός σ' εκείνον τον τόπον. Τότε ο Μαξιμιανός είπε: διαστρέφοντας τα πράγματα.
"Βλέπετε; Οι θεοί οργίσθηκαν για σας και έσεισαν τη γη".
"Αν όμως, συμβή και πέσουν κάτω αυτοί οι θεοί σου, τι θα πης;", του λέγει ο Ερμόλαος.
Δεν πρόφθασε ν' αποσώση τον λόγο του και να! έφθασαν από το παλάτι οι άνθρωπο του λέγοντας:
"Πολυχρονεμένε βασιλεύ. Μάθε ότι οι θεοί έπεσαν χάμω και έγιναν συντρίμμια". Οι Άγιοι, σαν τα άκουσαν γελούσαν, διότι εκείνοι οι φοβεροί θεοί, που έσεισαν την γη, έπεσαν κάτω και έγιναν κομμάτια! Έπειτα από αυτά, ποιος δεν θα πίστευε στην αλήθεια. Δυστυχώς ο ασεβής εκείνος τύραννος περισσότερο εσκοτίθη και αγρίεψε. Αλλά μήπως και όσοι τους πονούν τα μάτια τους, θέλουν να δουν τον ήλιο; Αν τον δουν, τους ενοχλεί και περισσότερο πονούν. Έτσι συνέβαινε και με αυτόν τον δυστυχή.
Τους βασάνισε κατόπιν και τους τρεις με διάφορα βασανιστήρια. Επειδή όμως είδε ότι με κανένα τρόπο δεν θα τους έφερε στη γνώμη του, του απεκεφάλισε. Οι Χριστιανοί πήραν κρυφά τα τίμια λείψανά τους και τα εθάψαν με πολλή ευλάβεια.
Και πάλιν δέρνουν τον Άγιο
Κατόπιν αυτών έφεραν πάλιν μπροστά στον βασιλέα τον Παντελεήμονα.
- Μάθε, του λέγει ο Μαξιμιανός΅, ότι ο δάσκαλός σου Ερμόλαος με την παρέα του κατάλαβαν το συμφέρον τους και θυσίασαν στους θεούς. Γι' αυτό και εγώ τους αντάμειψα, όπως τους έπρεπε· τους διώρισα πρώτους του παλατιού μου. Εάν, λοιπόν, και συ τους μιμηθής και αφήσης το πείσμα και θυσιάσης στους μεγάλους θεούς, θα δες ότι καθώς ξέρω να βασανίζω σκληρά του αλαζόνες, έτσι ξέρω και να τιμώ και να βραβεύω πλουσιοπάροχα όσους με ακούνε. Εάν όμως και πάλιν με παρακούσης, δεν γλυτώνεις πια από τα χέρια μου. Σήμερα θα πεθάνης με φρικτό θάνατο.
- Που είναι ο Ερμόλαος και οι άλλοι; Να μου τους δείξης, του είπε ο Μάρτυς, που φωτίσθηκε από το Πνεύμα το Άγιο και κατάλαβε την πανουργία του και την παγίδα.
- Δεν είναι εδώ τώρα, διότι τους έστειλα για υπηρεσία σε ένα άλλο κάστρο.
- Καίτοι είσαι ψεύτης, του είπε ο Άγιος, εν τούτοις τώρα, και χωρίς να το θέλης, είπες την αλήθεια. Διότι αυτοί, πράγματι, πήγαν στην Βασιλεία του Θεού, στο κάστρο της Άνω Ιερουσαλήμ. Και εκεί τώρα ευφραίνονται και αγάλλονται.
Βλέποντας ο μιαρός τύραννος ότι ο αδαμάντινος και ανίκητος Μάρτυς του Χριστού δεν γύριζε ούτε με κολακείες ούτε με δώρα και υποσχέσεις ούτε με φοβέρες και βασανιστήρια, πήγε να σκάση από το κακό του. Γι' αυτό διέταξε να τον δείρουν αλύπητα, όχι για να αλλάξη γνώμη ο Μάρτυρας (περί αυτού ήταν πεπεισμένος), αλλά από το θυμό του και την κακία, που είχε εναντίον του.
Θαύματα κατά τον αποκεφαλισμό του
Κατόπιν έγραψε την απόφαση να τον αποκεφαλίσουν και το λείωανο του Παντελεήμονος να το ρίξουν στη φωτιά, για να καή. Πράγματι, οι στρατιώτες πήραν τον Μάρτυρα και τον πήγαν στον τόπο της εκτελέσεως. Λεγόταν ο τόπος "Ρωμαϊκά μνήματα".
Ο Άγιος γνωρίζοντας από ποία θλίψη και ταλαιπωρία βγαίνει και σε ποια χαρά και αγαλλίαση πηγαίνει, ήταν όλος χαρά και έψαλλε τον ψαλμόν "Πλεονάκις επολέμησάν με εκ νεότητός μου. Και γάρ ούκ ήδυνήθησάν με".
Τότε συνέβη άλλο σημείο θαυμαστό και παράδοξε. Έδεσαν τον Άγιο σε μια ελιά και ο στρατιώτης κατέβασε το σπαθί του, δια να τον αποκεφαλίση. Αλλά ω του θαύματος! εγύρισεν η κόψη του σπαθιού, σαν να ήταν από κερί. Οι στρατιώτες, μόλος το είδαν αυτό, τρόμαξαν και πέφτοντας κάτω στη γη έλεγαν:
- Πιστεύουμε και μεις ότι ο Χριστός είναι ο αληθινός Θεός και σε παρακαλούμε, άνθρωπε του Θεού, να μας συγχωρέσης και να μη οργισθής εναντίον μας. Τότε ο Άγιος προσευχήθηκε γι' αυτούς κα για μερικά άλλα ζητήματα της Εκκλησίας και των πιστών. Αμέσως, όταν τελείωσε η προσευχή του, ακούστηκε φωνή από τον Ουρανό, που έλεγε: "Όσα ζήτησες όλα θα γίνουν και ακόμη περισσότερα, και από σήμερα δεν θα ονομάζεσαι Παντολέων, αλλά Παντελεήμων".
Έτσι από τότε επεκράτησε να λέγεται ο Άγιος, διότι μέχρι τότε ελέγετο Παντολέων. Τα πράγματα επιβεβαιώσαν την ονομασία, διότι πάντες καταφεύγουν σ' αυτόν και βρίσκουν έλεος και θεραπεία και βοήθεια.
Έπειτα από την φωνή αυτή, ο Μάρτυς ενεθάρρυνε τους στρατιώτες να μη δειλιάσουν, αλλά να εκτελέσουν την διαταγή των ανωτέρων. Αλλά ποιος τώρα τολμούσε να βάλη χέρι επάνω στον Άγιο. Ο Άγιος όμως τους ανάγκασε να κάμουν το πρόσταγμα του τυράννου. Και τούτο, για να μη χάση το στεφάνι του μαρτυρίου. Τότε λοιπόν, θέλοντες και μη θέλοντες, δια να μη παρακούουν στον άγιο και αφού πρώτα του έδειξαν την αγάπη τους φιλώντας τα χέρια και τα πόδια του από ευλάβεια, του έκοψαν την τιμία του κεφαλή.
Ήταν η 27η Ιουλίου του 304 μ.Χ.
Ο Θεός θέλοντας να δοξάση και στο τέλος τον δούλο του, Παντελεήμονα, έκαμε και άλλα θαύματα.
Πρώτον, όταν του έκοψαν την τιμία κεφαλή, έτρεξε γάλα και αίμα, όπως και του Κυρίου η πλευρά έτρεξε αίμα και ύδωρ. Γι' αυτό και η Εκκλησία ψάλλε paraklisi
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Συνεχίζεται η κακοκαιρία - Βροχές και καταιγίδες σήμερα
ΕΠΟΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
«Δεν είμαι χαζός, είμαι δυσλεκτικός» [video]
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ