2018-03-09 23:51:11
«Καλύτερα χώρια κι ευτυχισμένοι παρά μαζί και δυστυχισμένοι Καλύτερα να είσαι δυστυχισμένος μόνος παρά δυστυχισμένος μαζί με κάποιον άλλον». Από κοινού κατέληξαν στον χωρισμό κι ο τίτλος του διαζυγίου θα δηλώνει πως κάποτε ήταν μαζί.
Κοινά όνειρα, κοινή πορεία και κοινή ζωή. Μέχρι που το μένει που μένει να τους ενώνει είναι ένα παιδί. Ένα πλάσμα που η ηλικία του δε σηκώνει εξηγήσεις. Δεν είναι ότι δεν έχει νοημοσύνη, αλλά αυτή η τρυφερή ηλικία, αυτή η παιδική αθωότητα, δεν μπορεί να καταλάβει τις αιτίες. Δεν μπορεί να συνειδητοποιήσει γιατί η κηδεμονία ανήκει στη μαμά και γιατί πρέπει να βλέπει ελάχιστα τον μπαμπά.
Του λείπει έντονα στην αρχή κι έπειτα συνηθίζει. Η συνήθεια της καθημερινότητας ενοχλεί και τη μαμά. Εκείνη καλείται στο καθήκον της, να χειρίζεται την κατάσταση με ωριμότητα, να έχει ψυχραιμία και να κρατά τις ισορροπίες. Η συμπεριφορά της πρέπει να υποδηλώνει γαλήνη κι ηρεμία, για να υπάρχει η σωστή αλληλεπίδραση και στο παιδί.
Την υπευθυνότητα του μπαμπά δεν μπορεί να την έχει στις αρμοδιότητές της. Κάποτε την είχε, τώρα πλέον δεν της επιτρέπεται. Θα μιλήσει, θα αναφέρει τους προβληματισμούς και πώς αυτή η ψυχή νιώθει για εκείνον. Θα πονέσει κι εκείνην η απουσία του απέναντι σ’ αυτό το παιδί. Θα κάνει γροθιά τον πόνο της και θα σταθεί στο ύψος της για να υποδυθεί και τον ρόλο αυτό.
Όση αγάπη κι αν δίνει, όσο δυνατή κι αν είναι, η φιγούρα του πατέρα είναι αναντικατάστατη. Χωρίσανε οι δρόμοι τους κι εκείνη έμεινε πίσω να ισορροπεί τις καταστάσεις. Άλλοτε να δημιουργεί ένα εικονικό περιβάλλον και να μιλάει για τον μπαμπά του. Να καθησυχάζει κάθε φορά το παιδί, να του υπενθυμίζει πως ο μπαμπάς τον αγαπάει κι ότι δουλεύει ακατάπαυστα για να μη του λείψει τίποτα. Το μικρό δεν ξέρει, δε γνωρίζει μόνο ακούει. Ακούει και το δέχεται.
Οι μέρες, οι μήνες και τα χρόνια διαδέχονται τις επόμενες στιγμές κι εκείνος απουσιάζει. Το παιδί καταλαβαίνει πως η μητέρα του πλάθει ιστορίες για να γεφυρώσει το κενό της απουσίας του. Δε θέλει να τη στεναχωρήσει που προσπαθεί ούτε όμως και να την πληγώσει που είναι αναγκασμένη να ζει με το παρελθόν της. Ένα παρελθόν που αποφάσισαν να αφήσουν. Μια ζωή που δεν τους βγήκε. Δεν προχώρησε, όπως ακριβώς την ονειρεύτηκαν.
Εκείνη, όμως, βιώνει το παρελθόν κάθε μέρα και χτίζει άμυνες ανοσίας. Συνηθίζει κι ίσως να μην μπορέσει και ποτέ να φύγει από αυτά τα αόρατα δεσμά. Στιγματισμένη για τους άλλους, αυτή η χωρισμένη με το παιδί ενός άλλου. Δεν έχει μέλλον, δεν έχει δικαίωμα στην ευτυχία. Έχει να αντιμετωπίσει μια στερεοτυπική, προκατειλημμένη κοινωνία, που μόνο κρίνει, δεν κατανοεί. Το ξέρει, αλλά δεν την ενδιαφέρει. Κομμάτια να γίνουν όλα. Το πλάσμα αυτό είναι το μόνο που την απασχολεί, είναι το θύμα που δεν ήθελε να γίνει κι όμως έγινε.
Ένας πατέρας απών. Στις οικονομικές του υποχρεώσεις είναι τυπικός. Κανείς δεν έχει να του προσάψει κάτι γι’ αυτό. Θα μπορούσε να μην ήταν σωστός ούτε και σ’ αυτό, υπάρχουν κι αυτές οι περιπτώσεις. «Τυχερή», θα την πουν που έστω και με αυτόν τον τρόπο δίνει σημεία ζωής.
Τι να το κάνεις το χρήμα, όταν αυτό δεν αναπληρώνει τον χρόνο που φεύγει. Όταν αυτό το πλάσμα τον αναζητά. Προσδοκεί αυτές τις στιγμές, τώρα που είναι μικρό, να τις ζήσεις με τον πατέρα του. Να παίξει μαζί του, να του πει με τον δικό του παιδικό τρόπο πώς ήταν η μέρα του στο σχολείο. Πώς το διπλανό παιδάκι στο θρανίο του χάρισε μια χαριτωμένη γόμα και το προσωπάκι του έλαμψε από χαρά. Πού είναι όλα αυτά τα απογεύματα που εκείνο αναρωτιέται γιατί ο μπαμπάς του δεν είναι εκεί. Δίπλα του να μοιραστεί μαζί του το παιχνίδι. Γιατί το τηλέφωνο δε χτυπάει, γιατί δεν τον αναζητάει; Δεν υπάρχει, άραγε, στις σκέψεις του; Στην καθημερινότητά του;
Πώς γίνεται αυτός ο πατέρας να χάνει τις εναλλαγές στο πρόσωπο του παιδιού του; Που μεγαλώνει ραγδαία και τα παιδικά χεράκια του γίνονται σωστά χέρια ενός ενήλικα. Χάνει, τη μεταμόρφωσή του και δεν είναι εκεί σ’ αυτές τις πιο αθώες κι αστείες παιδικές του στιγμές.
Ίσως να έκανε νέα οικογένεια και να δημιούργησε μια νέα ζωή. Ξέχασε, όμως, να δημιουργήσει αναμνήσεις με το παιδί του και πιστεύει πως το χρήμα τα διορθώνει όλα. Τα λεφτά δηλώνουν την εικονική παρουσία του, αλλά όχι την πραγματικότητά του. Η απουσία είναι αυτή που δηλητηριάζει την ψυχή του παιδιού κι όχι το καθήκον.
Πατέρα, εσύ που ξέρεις και συμφώνησες σ’ αυτή την αλλαγή της ζωής σου, έχεις αφήσει ανοιχτούς λογαριασμούς. Δεν κλείνουν με την τυπικότητά σου, αλλά ούτε και με την σιγουριά του τίτλου ότι έχεις ένα παιδί απ’ τον πρώτο γάμο. Δε σου προσθέτει κάτι γιατί έχεις χάσει το πιο σημαντικό, την ιδιότητα. Είναι αίμα σου και δικό σου σπλάχνο. Δε θέλει τα χρήματά σου, θέλει την αγάπη και την παρουσία σου.
Το ξέχασες, πατέρα και τώρα φρόνιμα κοιμήσου, γιατί εκείνο ξύπνησε!
Πηγή Tromaktiko
Κοινά όνειρα, κοινή πορεία και κοινή ζωή. Μέχρι που το μένει που μένει να τους ενώνει είναι ένα παιδί. Ένα πλάσμα που η ηλικία του δε σηκώνει εξηγήσεις. Δεν είναι ότι δεν έχει νοημοσύνη, αλλά αυτή η τρυφερή ηλικία, αυτή η παιδική αθωότητα, δεν μπορεί να καταλάβει τις αιτίες. Δεν μπορεί να συνειδητοποιήσει γιατί η κηδεμονία ανήκει στη μαμά και γιατί πρέπει να βλέπει ελάχιστα τον μπαμπά.
Του λείπει έντονα στην αρχή κι έπειτα συνηθίζει. Η συνήθεια της καθημερινότητας ενοχλεί και τη μαμά. Εκείνη καλείται στο καθήκον της, να χειρίζεται την κατάσταση με ωριμότητα, να έχει ψυχραιμία και να κρατά τις ισορροπίες. Η συμπεριφορά της πρέπει να υποδηλώνει γαλήνη κι ηρεμία, για να υπάρχει η σωστή αλληλεπίδραση και στο παιδί.
Την υπευθυνότητα του μπαμπά δεν μπορεί να την έχει στις αρμοδιότητές της. Κάποτε την είχε, τώρα πλέον δεν της επιτρέπεται. Θα μιλήσει, θα αναφέρει τους προβληματισμούς και πώς αυτή η ψυχή νιώθει για εκείνον. Θα πονέσει κι εκείνην η απουσία του απέναντι σ’ αυτό το παιδί. Θα κάνει γροθιά τον πόνο της και θα σταθεί στο ύψος της για να υποδυθεί και τον ρόλο αυτό.
Όση αγάπη κι αν δίνει, όσο δυνατή κι αν είναι, η φιγούρα του πατέρα είναι αναντικατάστατη. Χωρίσανε οι δρόμοι τους κι εκείνη έμεινε πίσω να ισορροπεί τις καταστάσεις. Άλλοτε να δημιουργεί ένα εικονικό περιβάλλον και να μιλάει για τον μπαμπά του. Να καθησυχάζει κάθε φορά το παιδί, να του υπενθυμίζει πως ο μπαμπάς τον αγαπάει κι ότι δουλεύει ακατάπαυστα για να μη του λείψει τίποτα. Το μικρό δεν ξέρει, δε γνωρίζει μόνο ακούει. Ακούει και το δέχεται.
Οι μέρες, οι μήνες και τα χρόνια διαδέχονται τις επόμενες στιγμές κι εκείνος απουσιάζει. Το παιδί καταλαβαίνει πως η μητέρα του πλάθει ιστορίες για να γεφυρώσει το κενό της απουσίας του. Δε θέλει να τη στεναχωρήσει που προσπαθεί ούτε όμως και να την πληγώσει που είναι αναγκασμένη να ζει με το παρελθόν της. Ένα παρελθόν που αποφάσισαν να αφήσουν. Μια ζωή που δεν τους βγήκε. Δεν προχώρησε, όπως ακριβώς την ονειρεύτηκαν.
Εκείνη, όμως, βιώνει το παρελθόν κάθε μέρα και χτίζει άμυνες ανοσίας. Συνηθίζει κι ίσως να μην μπορέσει και ποτέ να φύγει από αυτά τα αόρατα δεσμά. Στιγματισμένη για τους άλλους, αυτή η χωρισμένη με το παιδί ενός άλλου. Δεν έχει μέλλον, δεν έχει δικαίωμα στην ευτυχία. Έχει να αντιμετωπίσει μια στερεοτυπική, προκατειλημμένη κοινωνία, που μόνο κρίνει, δεν κατανοεί. Το ξέρει, αλλά δεν την ενδιαφέρει. Κομμάτια να γίνουν όλα. Το πλάσμα αυτό είναι το μόνο που την απασχολεί, είναι το θύμα που δεν ήθελε να γίνει κι όμως έγινε.
Ένας πατέρας απών. Στις οικονομικές του υποχρεώσεις είναι τυπικός. Κανείς δεν έχει να του προσάψει κάτι γι’ αυτό. Θα μπορούσε να μην ήταν σωστός ούτε και σ’ αυτό, υπάρχουν κι αυτές οι περιπτώσεις. «Τυχερή», θα την πουν που έστω και με αυτόν τον τρόπο δίνει σημεία ζωής.
Τι να το κάνεις το χρήμα, όταν αυτό δεν αναπληρώνει τον χρόνο που φεύγει. Όταν αυτό το πλάσμα τον αναζητά. Προσδοκεί αυτές τις στιγμές, τώρα που είναι μικρό, να τις ζήσεις με τον πατέρα του. Να παίξει μαζί του, να του πει με τον δικό του παιδικό τρόπο πώς ήταν η μέρα του στο σχολείο. Πώς το διπλανό παιδάκι στο θρανίο του χάρισε μια χαριτωμένη γόμα και το προσωπάκι του έλαμψε από χαρά. Πού είναι όλα αυτά τα απογεύματα που εκείνο αναρωτιέται γιατί ο μπαμπάς του δεν είναι εκεί. Δίπλα του να μοιραστεί μαζί του το παιχνίδι. Γιατί το τηλέφωνο δε χτυπάει, γιατί δεν τον αναζητάει; Δεν υπάρχει, άραγε, στις σκέψεις του; Στην καθημερινότητά του;
Πώς γίνεται αυτός ο πατέρας να χάνει τις εναλλαγές στο πρόσωπο του παιδιού του; Που μεγαλώνει ραγδαία και τα παιδικά χεράκια του γίνονται σωστά χέρια ενός ενήλικα. Χάνει, τη μεταμόρφωσή του και δεν είναι εκεί σ’ αυτές τις πιο αθώες κι αστείες παιδικές του στιγμές.
Ίσως να έκανε νέα οικογένεια και να δημιούργησε μια νέα ζωή. Ξέχασε, όμως, να δημιουργήσει αναμνήσεις με το παιδί του και πιστεύει πως το χρήμα τα διορθώνει όλα. Τα λεφτά δηλώνουν την εικονική παρουσία του, αλλά όχι την πραγματικότητά του. Η απουσία είναι αυτή που δηλητηριάζει την ψυχή του παιδιού κι όχι το καθήκον.
Πατέρα, εσύ που ξέρεις και συμφώνησες σ’ αυτή την αλλαγή της ζωής σου, έχεις αφήσει ανοιχτούς λογαριασμούς. Δεν κλείνουν με την τυπικότητά σου, αλλά ούτε και με την σιγουριά του τίτλου ότι έχεις ένα παιδί απ’ τον πρώτο γάμο. Δε σου προσθέτει κάτι γιατί έχεις χάσει το πιο σημαντικό, την ιδιότητα. Είναι αίμα σου και δικό σου σπλάχνο. Δε θέλει τα χρήματά σου, θέλει την αγάπη και την παρουσία σου.
Το ξέχασες, πατέρα και τώρα φρόνιμα κοιμήσου, γιατί εκείνο ξύπνησε!
Πηγή Tromaktiko
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΕΠΟΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Άνω κάτω η Παρί μετά τον αποκλεισμό από την Ρεάλ
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ