2018-03-18 08:23:18
Ελπίδα, η άγκυρα της ζωής μας
Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αὐγουστίνου Καντιώτου
«…Ἰσχυρὰν παράκλησιν ἔχωμεν οἱ καταφυγόντες κρατῆσαι τῆς προκειμένης ἐλπίδος· ἣν ὡς ἄγκυραν ἔχομεν τῆς ψυχῆς ἀσφαλῆ τε καὶ βεβαίαν…» (Ἑβρ. 6,18-19)
Ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ἀγαπητοί μου, δὲν εἶνε μόνο ὁ σφοδρὸς ἐλεγκτὴς τῆς ἀνθρώπινης κακίας· δὲν μόνο αὐτὸς ποὺ ῥίχνει κεραυνούς, αὐτὸς ποὺ σὰν πέλεκυς πέφτει καὶ συντρίβει τὰ γερασμένα δέντρα τῆς ἁμαρτίας· εἶνε καὶ ὁ παρήγορος ἄγγελος τῆς ἀνθρώπινης καρδιᾶς.
Γνωρίζει καλὰ τὸν ἄνθρωπο ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Ἀγάπησε προηγουμένως τὸν Κύριο καὶ μετανόησε εἰλικρινὰ γιὰ τὸ παρελθόν του. Βαπτίστηκε καὶ μπῆκε στὴν Ἐκκλησία. Πῆρε στὸ ὦμο τὸ σταυρό του καὶ ἔζησε μὲ ἀκρίβεια καὶ συνέπεια τὴ χριστιανικὴ ζωή· δοκίμασε τὴ δυσκολία, τὸν ἀγῶνα καὶ τοὺς πειρασμούς της· ἤπιε τὰ πικρὰ ποτήρια τῆς θλίψεως.
Γνωρίζει λοιπὸν ἀπὸ δική του πεῖρα ὅτι ἔρχονται στιγμὲς ποὺ ὁ πιστός, κάτω ἀπ᾽ τὸ βάρος τοῦ σταυροῦ ποὺ σηκώνει, κάμπτεται, καὶ τότε ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ βοήθεια, παρηγοριά, ἐμψύχωσι
. Ἀλλὰ τὴν ἐμψύχωσι αὐτή, στὶς φοβερὲς ἐκεῖνες ἡμέρες καὶ ὧρες τῆς ζωῆς, τὴν δίνει μόνο ἡ ἐλπίδα στὸ Χριστό. Γι᾽ αὐτὸ τώρα, γράφοντας στοὺς ἐξ Ἑβραίων Χριστιανούς, ποὺ ὑπέφεραν τὰ πάνδεινα ἀπὸ τοὺς ὁμοφύλους τους μέσα σὲ μιὰ γενεὰ ἄπιστη, ὁ ἀπόστολος θέλει νὰ τοὺς ἐμψυχώσῃ μὲ τὴ χριστιανικὴ ἐλπίδα.
Μὴν ἀπελπίζεστε, τοὺς λέει. Νά ᾽χετε τὶς ἐλπίδες σας στὸ Θεό. Ὁ Κύριος, ποὺ ἔδωσε ὑποσχέσεις, θὰ ἐκπληρώσῃ τὶς ὑποσχέσεις του. Στηρίξτε τὴν ἐλπίδα σας σ᾽ αὐτὸν ὅπως ἔκανε κι ὁ Ἀβραάμ, ὁ ὁποῖος πέρασε μὲν ἀπὸ τὴν πρωτάκουστη ἐκείνη δοκιμασία, νὰ τοῦ ζητήσῃ δηλαδὴ ὁ Θεὸς νὰ θυσιάσῃ τὸ μονάκριβο παιδί του, ἀλλὰ δὲν κλονίστηκε· κράτησε τὴν ἐλπίδα του, καὶ τέλος εὐλογήθηκε πλούσια. Κ᾽ ἐσεῖς μὴν ἀφήσετε νὰ χαθῇ ἡ ἐλπίδα σας, κρατῆστε την σφιχτά, καὶ δὲν θὰ χαθῆτε. Ὁ Κύριος δὲν λέει ποτέ ψέματα, εἶνε ἀδύνατον νὰ πῇ ψέμα· λοιπὸν δὲν θὰ σᾶς ἐξαπατήσῃ, δὲν θὰ σᾶς γελάσῃ. Μπορεῖ νὰ ἀργῇ, ἀλλὰ δὲν λησμονεῖ· πραγματοποιεῖ τὸ λόγο του, εἶνε φερέγγυος καὶ ἀξιόπιστος. Ἡ ψυχή σας βέβαια θὰ περάσῃ ἀπὸ ἕναν ὠκεανὸ θλίψεως, γιατὶ κατὰ τὸ σοφὸ σχέδιο τοῦ παναγάθου Κυρίου μας αὐτὸς εἶνε ὁ στενὸς καὶ δύσβατος δρόμος ποὺ ὁδηγεῖ στὴν κάθαρσι καὶ τὴ σωτηρία, αὐτὴ εἶνε ἡ «τεθλιμμένη ὁδὸς ἡ ἀπάγουσα εἰς τὴν ζωήν» (Ματθ. 7,14)· ἐφ᾿ ὅσον ὅμως ἔχετε τὴν ἐλπίδα σας στὸ Θεό, δὲν θὰ καταποντισθῆτε, δὲν θὰ χαθῆτε.
Ἡ ἐλπίδα, νά ἡ ἄγκυρα τῆς ψυχῆς, νὰ τὸ στήριγμα τοῦ πιστοῦ. Ὅσοι λοιπὸν καταφύγαμε καὶ πιαστήκαμε ἀπὸ τὴν ἐλπίδα στὸν Κύριο, νὰ νιώθουμε δυνατὴ παρηγοριά. Αὐτὴ τὴν ἐλπίδα ἔχουμε «ὡς ἄγκυραν τῆς ψυχῆς ἀσφαλῆ τε καὶ βεβαίαν καὶ εἰσερχομένην εἰς τὸ ἐσώτερον τοῦ καταπετάσματος, ὅπου πρόδρομος ὑπὲρ ἡμῶν εἰσῆλθεν Ἰησοῦς, κατὰ τὴν τάξιν Μελχισεδέκ, ἀρχιερεὺς γενόμενος εἰς τὸν αἰῶνα» (Ἑβρ. 6,18-20). Ἡ ἐλπίδα μας εἶνε ὁ Χριστός, ὁ ὁποῖος, μὲ τὴ θυσία του ποὺ προσέφερε ὡς αἰώνιος ἀρχιερεύς, εἰσῆλθε στὰ ἀληθινὰ ἅγια τῶν ἁγίων, δηλαδὴ στὸν οὐρανό, ἑτοιμάζοντας τὸ δρόμο γιὰ νὰ τὸν ἀκολουθήσουμε κ᾽ ἐμεῖς. Ἐκεῖ λοιπὸν εἶνε τὸ δυνατὸ καὶ ἀσάλευτο στήριγμά μας, ἐκεῖ εἶνε ἡ ἀδιάψευστη ἐλπίδα μας.
* * *
Ἡ ἐλπίδα, ἀγαπητοί μου, εἶνε θεῖο δῶρο. Εἶνε μία ἀπὸ τὶς πιὸ σημαντικὲς δυνάμεις τῆς ψυχῆς. Χωρὶς αὐτὴν δὲν μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νὰ κάνῃ οὔτε ἕνα βῆμα πρὸς τὰ ἐμπρός.
Ἡ ἐλπίδα εἶνε ἀπαραίτητη σὲ κάθε ἔργο. Ὁ γεωργὸς σπέρνει τὸ σπόρο στὸ χωράφι μὲ τὴν ἐλπίδα ὅτι θὰ θερίσῃ περισσότερο ἀπ᾿ ὅ,τι ἔσπειρε. Ὁ ναυτικὸς φεύγει ἀπὸ τὸν τόπο του, ξανοίγεται στὸ πέλαγος καὶ διασχίζει τὸν ὠκεανὸ μὲ τὴν ἐλπίδα ὅτι θὰ φτάσῃ καλὰ στὸ λιμάνι τοῦ προορισμοῦ του. Ὁ ἔμπορος τολμᾷ καὶ ῥίχνει στὴν ἀγορὰ τὰ κεφάλαιά του μὲ τὴν ἐλπίδα ὅτι θὰ κερδίσῃ καὶ θὰ τὰ πολλαπλασιάσῃ. Ὁ ἄρρωστος παίρνει τὸ φάρμακο ποὺ τοῦ γράφει ὁ γιατρὸς καὶ ὑποβάλλεται σὲ αὐστηρὴ δίαιτα μὲ τὴν ἐλπίδα ὅτι θὰ θεραπευθῇ καὶ θ᾽ ἀπαλλαγῇ ἀπὸ τὴν ἀσθένειά του.
Ἡ ἐλπίδα εἶνε σύντροφος καὶ ἐκείνου ποὺ εὐτυχεῖ, ἀλλὰ καὶ ἐκείνου ποὺ δυστυχεῖ. Αὐτὸς μὲν ποὺ ζῇ τώρα εὐτυχισμένος ἐλπίζει, ὅτι ἡ εὐτυχία του αὐτὴ θὰ διατηρηθῇ καὶ θὰ ὑπάρχῃ στὴ ζωή του διαρκῶς· ἐνῷ αὐτὸς ποὺ ζῇ τώρα σὲ δυστυχία ἐλπίζει, ὅτι αὔριο οἱ συνθῆκες τῆς ζωῆς του θὰ βελτιωθοῦν, θὰ βγῇ ἀπὸ τὴ δυστυχία καὶ θὰ γνωρίσῃ καὶ αὐτὸς τὴν εὐτυχία. Ἡ ἐλπίδα εἶνε σύντροφος ὅλων. ᾽Ρίχνει σὰν ἥλιος τὶς φωτεινὲς ἀκτῖνες της παντοῦ· καὶ στὰ ἀνάκτορα, ὅπου οἱ ἄρχοντες ζοῦν μὲ ἄνεσι καὶ εὔχονται ὁ χρόνος τῆς ἐξουσίας νὰ μὴν τελειώσῃ, ἀλλὰ καὶ στὶς φυλακές, ὅπου ὁ βαρυποινίτης ζῇ μὲ στερήσεις καὶ δὲν βλέπει τὴν ὥρα πότε ἡ ποινή του θὰ λήξῃ καὶ ἡ πόρτα τοῦ κελλιοῦ του θ᾿ ἀνοίξῃ γιὰ νὰ βγῇ ἀπ᾽ τὴ φυλακὴ ἐλεύθερος.
Ἡ ἐλπίδα εἶνε ὁ καλὸς σύντροφος ὅλων· καὶ μποροῦμε νὰ ποῦμε ὅτι ὁ μόνος πραγματικὰ δυστυχισμένος εἶνε ἕνας, ἐκεῖνος στὸν ὁποῖο ὁ ἥλιος τῆς ἐλπίδος ἔπαψε νὰ στέλνῃ τὶς ἀκτῖνες του. Ζωὴ χωρὶς ἐλπίδα εἶνε μαρτύριο, μιὰ μικρὴ κόλασι· γιατὶ καὶ τῆς κολάσεως αὐτὸ εἶνε τὸ χαρακτηριστικό, ὅτι ἐκεῖ μέσα θὰ ἐκλείψῃ καὶ θὰ σβήσῃ κάθε ἐλπίδα.
* * *
Ἂν ἡ ἐλπίδα, ἀγαπητοί μου, εἶνε χρήσιμη στὰ καθημερινά μας βιοποριστικὰ ἔργα, πολὺ πιὸ χρήσιμη, χρησιμώτατη, εἶνε στὸ ὑψηλὸ ἔργο, στὴν οὐράνια ὑπόθεσι τῆς σωτηρίας τῆς ψυχῆς μας. Ἡ ἐλπίδα ὅτι ὁ Χριστὸς θὰ μᾶς βοηθάῃ πάντοτε, ὅτι θὰ ἐκπληρώσῃ τὶς ὑποσχέσεις του ποὺ εἶνε γραμμένες στὸ ἱερὸ Εὐαγγέλιο καὶ γενικὰ στὴν ἁγία Γραφή, ἡ ἐλπίδα αὐτὴ εἶνε, ὅπως τὴ χαρακτηρίζει ὁ ἀπόστολος Παῦλος σήμερα, «ἀσφαλὴς καὶ βεβαία», ἀξιόπιστη δηλαδὴ καὶ σίγουρη.
Ἄλλες ἐλπίδες διαψεύδονται, καὶ τότε ἐκεῖνος ποὺ στηρίχθηκε σ᾽ αὐτὲς ἀπογοητεύεται ὁ ἴδιος ἀλλὰ καὶ ντροπιάζεται μπροστὰ στοὺς ἄλλους ποὺ βλέπουν ὅτι ἀπατήθηκε, ὅτι τὸ στήριγμά του τὸν πρόδωσε. Μιὰ ἐλπίδα ποὺ στηρίζεται σὲ πρόσωπα καὶ πράγματα τοῦ κόσμου τούτου ἀποδεικνύεται πολλὲς φορὲς ψεύτικη καὶ γίνεται, ὅπως λέει κάποιος ἀπὸ τοὺς ἀρχαίους σοφούς, «μήτηρ συμφορῶν». Ἀντιθέτως ἡ ἐλπίδα ποὺ στηρίζεται στὸ Χριστὸ ἔχει τὸ βέβαιο καὶ τὸ ἀσφαλές, ἔχει ἀξιοπιστία καὶ σιγουριά.
Ἡ ἐλπίδα αὐτὴ εἶνε ἡ ἄγκυρα τῆς ψυχῆς στὸ ταξίδι τῆς ζωῆς. Τί εἶνε ἡ ἄγκυρα; Ἕνα βαρὺ σιδερένιο ἐξάρτημα, μὲ τὸ ὁποῖο εἶνε ἐφωδιασμένα ἀπαραιτήτως ὅλα τὰ σκάφη ποὺ πλέουν στὴ θάλασσα. Αὐτὸ ποντίζεται μὲ ἁλυσίδα μεγάλου μήκους στὸ βάθος τῆς θαλάσσης, ὅπου λόγῳ τοῦ ἀγκυλωτοῦ σχήματος καὶ τοῦ βάρους του ἀγκιστρώνεται στὸ βυθὸ καὶ συγκρατεῖ τὸ πλοῖο ἀπὸ τὸν κίνδυνο νὰ παρασυρθῇ ἀπὸ τὰ κύματα καὶ τοὺς ἀνέμους καὶ νὰ προσκρούσῃ σὲ βράχους ἢ νὰ προσαράξῃ.
Ὅπως λοιπὸν τὸ πλοῖο, ὅταν ῥίξῃ τὴν ἄγκυρά του ἀσφαλίζεται καὶ δὲν παρασύρεται ἀπὸ τὰ ῥεύματα, ἔτσι καὶ ἡ ψυχή μας, ὅταν ἔχῃ τὴν ἐλπίδα της στὸ Χριστό, εἶνε ἐξασφαλισμένη· δὲν θὰ παρασυρθῇ ἀπὸ τοὺς ἀνέμους τῆς ἀπιστίας, δὲν θὰ γίνῃ παιχνίδι κανενός, δὲν θὰ κινδυνεύσῃ ἡ σωτηρία της.
* * *
Ἀγαπητοί μου! Ὅλες οἱ ἐλπίδες ποὺ στηρίζουμε σὲ πράγματα τοῦ κόσμου τούτου εἶνε ἄγκυρες, ἀλλὰ ἄγκυρες ἐπισφαλεῖς, στηρίγματα ἀνίσχυρα, ποὺ μία σφοδρὴ θύελλα τῆς ζωῆς μπορεῖ νὰ τὰ παρασύρῃ καὶ νὰ τὰ ἀχρηστεύσῃ, καὶ τότε ἐμεῖς θὰ μείνουμε μέσα στὸν κόσμο δίχως ἐλπίδα, σὰν πλοῖα δίχως ἄγκυρα μέσ᾽ στὸν ὠκεανό.
Ἀσφαλὴς ἄγκυρα, ποὺ ποτέ κανείς καὶ τίποτα δὲν μπορεῖ νὰ κόψῃ τὴν ἁλυσίδα της, εἶνε μόνο ἡ ἐλπίδα στὸ Χριστό. Γιατὶ αὐτὴ ἐξαρτᾷ τὸν Χριστιανὸ ὄχι ἀπὸ τὴ γῆ, ἡ ὁποία μιὰ μέρα θὰ παρέλθῃ μαζὶ μὲ ὅλα τὰ ἀγαθά της, τὰ ἰνδάλματά της καὶ τὰ στηρίγματά της, ἀλλ᾽ ἀπὸ τὸν οὐρανό, ἀπὸ τὸ Χριστό. Ἐκεῖνος κατὰ τὴν πίστι μας εἶνε αἰώνιος καὶ ἀμετακίνητος, καὶ μέσα στὶς τροπὲς καὶ ἀλλοιώσεις μένει ἄτρεπτος καὶ ἀναλλοίωτος.
Μὴ γινώμαστε λοιπὸν ἄφρονες. Ἂς παραδειγματιστοῦμε ἀπὸ τὴ φρονιμάδα τῶν ναυτικῶν. Ὅπως αὐτοὶ δὲν ἐπιχειροῦν νὰ ταξιδέψουν στὶς θάλασσες ἂν δὲν ἔχουν ἐν τάξει τὴν ἄγκυρα τοῦ πλοίου τους, ἔτσι κ᾽ ἐμεῖς, ἂν θέλουμε νὰ διαπλεύσουμε τούτη τὴ ζωὴ καὶ νὰ σώσουμε τὶς ψυχές μας, τὸ δικό μας σκάφος, ἂς ἔχουμε ὡς ἐφόδιο, σὰν ἄγκυρα, τὴν ἐλπίδα στὸ Χριστό· «ἡ δὲ ἐλπὶς οὐ καταισχύνει», αὐτὴ ἡ ἐλπίδα δὲν θὰ μᾶς ἀπατήσῃ ποτέ (῾Ρωμ. 5,5).
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Πίστη, απιστία, ολιγοπιστία
«Πιστεύω, κύριε· βοήθει μου τῇ ἀπιστίᾳ» (Μᾶρκ. 9,24)
ΚΑΙ ΠΑΛΙ, ἀγαπητοί μου, θὰ μιλήσουμε. Ἀλλὰ τὴν ὥρα αὐτὴ κάποιος μοῦ σφυρίζει· ―Τί κηρύττεις; δὲ βαριέσαι; Τόσα χρόνια τώρα λὲς τὰ λόγια τοῦ Θεοῦ· καὶ ποιός σ᾽ ἀκούει, ποιός τὰ ἐφαρμόζει;… Τίνος εἶνε ἡ φωνὴ αὐτή; Τοῦ σατανᾶ, ποὺ ζητεῖ ν᾽ ἀπογοητεύσῃ, νὰ σιωπήσουν ὅλα τὰ στόματα τῶν κηρύκων.
Ἀλλ᾽ ἀπαντῶ· «Ὕπαγε ὀπίσω μου, σατανᾶ» (Ματθ. 4,10).
Ἔχω πείσει τὴν ψυχή μου νὰ κηρύττω τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ μέχρι τελευταίας πνοῆς. Καὶ ἐλπίζω ὅτι ὑπάρχουν αὐτιὰ ποὺ ἀκοῦνε. Ἀλλὰ κι ἂν οἱ ἄνθρωποι κλείσουν τὰ αὐτιά τους, θὰ πῶ· «Εἶπα καὶ ἐλάλησα, ἁμαρτίαν οὐκ ἔχω».
Μὲ τὴν ἐλπίδα αὐτὴ λοιπὸν ἀρχίζω.
Τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο τῆς Δ΄ (τετάρτης) Κυριακῆς τῶν Νηστειῶν περιγράφει ἕνα θαῦμα ποὺ ἔκανε ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός.
Μιὰ μέρα, ἐκεῖ ποὺ δίδασκε, τοῦ ἔφεραν ἕνα παιδί. Ἦταν κάποτε ἤρεμο καὶ ἥσυχο, χαρὰ τῶν γονέων του. Ἀλλ᾽ αἴφνης τὸ παιδὶ ὑπέστη μεγάλη διαταραχή. Τὸ μυαλό του θόλωσε, ἡ γλῶσσα του ἄρχισε νὰ τραυλίζῃ, καὶ σὲ λίγο ἔγινε ἄλαλο καὶ κωφό, δὲν ἄκουγε καὶ δὲν μιλοῦσε.
Τὸ ἔπιανε κρίσι, ποὺ δὲν ὠφείλετο σὲ φυσιολογικὰ αἴτια· ὠφείλετο σὲ αἴτια ὑπερφυσικά· εἶχε ὑποστῆ ἐπήρεια πονηροῦ πνεύματος. Ἀλλοιωνόταν ὁλόκληρο· τρίκλιζε, ἔπεφτε κάτω, ἄφριζε ἀπ᾽ τὸ στόμα, ἔτριζε τὰ δόντια, ἔπεφτε στὴ φωτιὰ ἢ στὸ νερό, σπάραζε σὰν τὸ ψάρι ἔξω ἀπ᾽ τὴ θάλασσα. Ἦταν δαιμονισμένο.
Δυστυχισμένο τὸ παιδί, ἀλλὰ πολὺ δυστυχέστερος ὁ πατέρας. Ὅταν δὲν εἶνε καλὰ τὸ παιδί, καίγεται ἡ καρδιὰ τῶν γονέων. Ὁ πατέρας, φιλόστοργος, τὸ πῆγε παντοῦ σὲ γιατρούς, ἀκόμη καὶ σὲ μάγους. Ἀπελπισμένος τὸ ἔφερε καὶ στοὺς μαθητὰς τοῦ Χριστοῦ. Κι αὐτοὶ ὅμως δὲν μπόρεσαν νὰ βγάλουν τὸ δαιμόνιο. Ἔτσι στὸ τέλος στράφηκε στὸ Χριστὸ λέγοντας· «Εἴ τι δύνασαι», ἂν μπορῇς νὰ κάνῃς κάτι, «βοήθησον ἡμῖν», βοήθησέ μας. Ὅταν ἄκουσε αὐτὸ τὸ «Εἴ τι δύνασαι», ὁ Χριστός, τοῦ λέει· Ἐὰν μπορῇς νὰ πιστέψῃς, «πάντα δυνατὰ τῷ πιστεύοντι» (Μᾶρκ. 9,22-23).
Τί σημαίνουν τὰ λόγια αὐτά; Ὅτι αἰτία ποὺ δὲν θεραπευόταν τὸ παιδὶ δὲν ἦταν ἡ ἀδυναμία τοῦ Χριστοῦ, ποὺ εἶνε παντοδύναμος· ἡ ἀδυναμία βρισκόταν στὸν πατέρα, ποὺ δὲν πίστευε. Ὅταν λοιπὸν συνειδητοποίησε τὴν ἀδυναμία του, εἶπε· «Πιστεύω, κύριε· βοήθει μου τῇ ἀπιστίᾳ» (ἔ.ἀ. 9,24)· παρακάλεσε τὸ Χριστὸ νὰ τοῦ δώσῃ πίστι, καὶ ἔτσι ἔγινε ἡ θεραπεία.
Μὲ ἀφορμὴ τώρα τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο θὰ πῶ λίγα λόγια περὶ πίστεως.
* * *
Ὡς πρὸς τὴν πίστι, οἱ ἄνθρωποι διαιροῦνται σὲ τρεῖς κατηγορίες – ἰδίως στὸν αἰῶνα μας. Ἡ πρώτη εἶνε οἱ ἄπιστοι. Εἶνε ὑλισταί· πέρα ἀπ᾽ τὴν ὕλη (τὰ ὑλικὰ πράγματα, χρήματα, ἀξιώματα) καὶ πέρα ἀπ᾽ τὸ τομάρι τους δὲν βλέπουν τίποτ᾽ ἄλλο. Οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ αὐξάνουν τόσο, ὥστε γιὰ τοὺς ἐσχάτους χρόνους ὁ Χριστὸς εἶπε ἐκεῖνο τὸ μεγάλο λόγο· Ὅταν ξανάρθω στὴ γῆ, θὰ βρῶ ἆραγε τὴν πίστι μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων; (βλ. Λουκ. 18,8).
Ἡ δευτέρα κατηγορία εἶνε οἱ πιστοί. Αὐτοὶ εἶνε βέβαια λίγοι, ἀλλὰ ἔχουν ἀκράδαντη προσήλωσι στὸ λόγο τοῦ Κυρίου.
Τέλος ἡ τρίτη κατηγορία. Ἐδῶ ὑπάγονται ἄνθρωποι ποὺ οὔτε ἄπιστοι οὔτε πιστοὶ εἶνε. Μοιάζουν μὲ τὸ ἐκκρεμὲς τοῦ ὡρολογίου· κυμαίνονται δεξιὰ – ἀριστερά, μεταξὺ πίστεως καὶ ἀπιστίας, μεταξὺ φωτὸς καὶ σκότους, μεταξὺ Χριστοῦ καὶ βελίαρ – σατανᾶ. Εἶνε οἱ ὀλιγόπιστοι. Τοὺς βλέπεις· εἶνε Λαμπρὴ – Πάσχα; νάτους κ᾽ ἔρχονται στὴν ἐκκλησία. Καὶ τὸν ἄλλο καιρὸ κάνουν σταυρὸ – ἔστω ὑποτυπωδῶς, προσκυνοῦν εἰκόνες, παίρνουν ἀντίδωρο, κάνουν ἁγιασμούς, ἀκοῦνε καὶ κανένα κήρυγμα. Φαίνονται πιστοί· δὲν πιστεύουν ὅμως, ἔχουν ὀλιγοπιστία. Τὴν ὥρα ποὺ ἀκούγονται τὰ λόγια τοῦ Εὐαγγελίου ἢ κηρύττει ὁ ἱεροκήρυκας, αὐτοὶ μέσα τους ἔχουν ἕνα «ἐάν», μιὰ ἀμφιβολία. Νά ᾽νε ἆραγε σωστὰ αὐτά; συλλογίζονται· νὰ τὰ πιστέψω;… Ἀπ᾽ τὴ στιγμὴ ὅμως ποὺ βάζεις ἕνα «ἐάν», ἕνα «ἆραγε;» δὲν εἶσαι πλέον πιστός. Πρέπει νὰ πιστεύῃς ἑκατὸ τοῖς ἑκατὸ αὐτὰ ποὺ διδάσκει ἡ Ἐκκλησία μας, τὸ Εὐαγγέλιο, ὁ Ἀπόστολος, τὰ ἱερὰ βιβλία. Τὰ πιστεύεις; ἔλα στὴν ἐκκλησία· δὲν τὰ πιστεύεις; κάθησε στὸ καφενεῖο καὶ παῖζε κομπολόϊ, κάνε ὅ,τι θέλεις. Ζήτημα πίστεως εἶνε. Οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ μοιάζουν μὲ τὸν πατέρα τοῦ παιδιοῦ ποὺ εἶπε· «Ἂν μπορῇς νὰ κάνῃς κάτι, βοήθησέ μας». Ἔχουν ἀμφιβολίες. Μοιάζουν καὶ μὲ τὸν ἀπόστολο Θωμᾶ, ποὺ ἐνῷ οἱ ἄλλοι μαθηταὶ τοῦ εἶπαν «Εἴδαμε τὸν Κύριο μὲ τὰ μάτια μας», ἐκεῖνος ἔλεγε· «Ἂν δὲ βάλω τὸ χέρι νὰ ψηλαφήσω ὁ ἴδιος προσωπικῶς, δὲν πιστεύω». Πείστηκε βέβαια κατόπιν καὶ ἀναγκάστηκε νὰ ὁμολογήσῃ «Ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου», ἀλλὰ ὁ Χριστὸς τοῦ εἶπε· «Πίστεψες γιατὶ μὲ εἶδες· μακάριοι οἱ μὴ ἰδόντες καὶ πιστεύσαντες» (Ἰωάν. 20,25-29). Ὅσοι πιστεύουν χωρὶς τὴν ἀπαίτησι νὰ δοῦν, αὐτοὶ πιστεύουν ἀληθινά, αὐτοὶ ἀξίζουν, κι ἂς εἶνε λίγοι.
* * *
Ἐμεῖς, ἀδελφοί μου, σὲ ποιά κατηγορία ἀνήκουμε; Εἴμαστε πιστοὶ ἢ ἄπιστοι; Μᾶλλον ὀλιγόπιστοι εἴμαστε. Νά μερικὰ παραδείγματα ποὺ δείχνουν τὴν ὀλιγοπιστία μας.
⃝ Λὲς στὸν ἕνα· ―Τὸ Εὐαγγέλιο διδάσκει, νὰ ζοῦμε τίμια, νὰ μὴν ποῦμε ψέμα. Κι αὐτὸς ἀπαντᾷ· ―Ἄσ᾽ τὴν τιμιότητα· ποιός πρόκοψε μὲ τὸ Εὐαγγέλιο;… Ὁ κόσμος λέει «Ἅρπαξε νὰ φᾶς καὶ κλέψε νά ᾽χῃς»· ἐσὺ ὅμως, ἂν πιστεύῃς στὸ Χριστό, πές· «Πλούσιοι ἐπτώχευσαν καὶ ἐπείνασαν, οἱ δὲ ἐκζητοῦντες τὸν Κύριον οὐκ ἐλαττωθήσονται παντὸς ἀγαθοῦ» (Ψαλμ. 33,11).
⃝ Ὁ ἄλλος εἶνε νέος. ―Ζῆσε μὲ ἐγκράτεια, τοῦ λές. ―Ἀδύνατη ἡ ἐγκράτεια, λέει! Ἀλλ᾽ ὅποιος πιστεύει, ξέρει καλὰ ὅτι ὁ Χριστὸς βγάζει ἀπ᾽ τὴν καρδιὰ τὰ δαιμόνια λαγνείας καὶ πορνείας.
⃝ Βλέπεις τὸν ἄλλο· εἶνε τακτοποιημένος καὶ τοῦ λὲς νὰ παντρευτῇ. Δὲν παντρεύομαι ἐγώ, σοῦ λέει, δὲν μπορῶ νὰ ζήσω οἰκογένεια. Τὰ φτωχαδάκια ὅμως ποὺ πιστεύουν στὸ Χριστὸ κάνουν οἰκογένεια καὶ ζοῦν εὐτυχισμένα.
⃝ Ὁ ἄλλος παντρεύτηκε, ἀλλὰ μετὰ ἀφήνει τὴ γυναῖκα του γιὰ κάποια ἄλλη καὶ πέφτει στὴ μοιχεία. Ἔτσι, σοῦ λέει, κάνουν σήμερα οἱ πολλοί. Ἀλλ᾽ αὐτὸς ποὺ πιστεύει στὸ Εὐαγγέλιο μένει πιστὸς στὸ γάμο του, ξέρει ὅτι μόνο τὸ φτυάρι τοῦ νεκροθάφτη χωρίζει τὸ ἀντρόγυνο.
⃝ Κι ὁ ἄλλος παντρεύτηκε ἀλλὰ δὲν κάνει παιδιά. Πῶς νὰ τὰ ζήσῃς σήμερα; σοῦ λέει. Καὶ μεταχειρίζονται σατανικὰ δολοφονικὰ μέσα – ὅποιος σκοτώνει παιδί, σκοτώνει τὸ Χριστό. Ἀλλ᾽ αὐτοὶ ποὺ πιστεύουν στὸ Μεγαλοδύναμο τεκνογονοῦν. Σ᾽ ἕνα χωριὸ τῆς Φλωρίνης, τὴ Μελίτη, μιὰ φτωχὴ γυναῖκα ἔκανε 10 παιδιά. Στὸ 11ο κάποιοι ἄπιστοι γιατροὶ τὴν ἀπέτρεπαν καὶ τὴν κορόιδευαν, ἐκείνη ὅμως μὲ τὴν πίστι στὸ Θεὸ προχώρησε.
Ὅλα αὐτὰ εἶνε ζητήματα πίστεως. Ὅσοι πιστεύουν ζοῦν ζωὴ χριστιανική· λένε ἀλήθεια, ἔχουν τιμιότητα καὶ ἐγκράτεια, προχωροῦν στὸ γάμο, φέρνουν παιδιὰ στὸν κόσμο. Προτιμοῦν νὰ τρῶνε ξερὸ ψωμὶ μὲ τὸ Χριστό, παρὰ νὰ ζοῦν στὰ πλούτη χωρὶς Χριστό.
Πιστεύεις; Δὲν εἶνε μῦθος τὸ Εὐαγγέλιο. Μὴν παίζεις μὲ τὴ φωτιά. Ἢ εἶνε ἀληθινὸ τὸ Εὐαγγέλιο ἢ δὲν εἶνε. Ἂν εἶνε ψεύτικο, νὰ πᾶμε κ᾽ ἐμεῖς μὲ τοὺς ἀθέους καὶ νὰ τὸ κάψουμε. Ἀλλὰ εἶνε ντροπή, τὴν ὥρα ποὺ ἀλλοῦ ὅπως λ.χ. στὴ ῾Ρωσία ἐπιστρέφουν στὴν πίστι, ἐμεῖς ἐδῶ νὰ ὀλιγοπιστοῦμε. Πιστεύεις; «Δεῖξόν μοι τὴν πίστιν σου ἐκ τῶν ἔργων σου» (Ἰακ. 2,18).
* * *
Ἀμφιβάλλεις; πάρε τὸ Εὐαγγέλιο, διάβασέ το ἀπ᾽ τὴν ἀρχὴ ὣς τὸ τέλος, καὶ θὰ θαυμάσῃς· πήγαινε στὴν Ἐκκλησία καὶ ἄκουσε προσεκτικὰ τὰ λόγια της· πλησίασε καὶ προσκύνησε ὅπου ὑπάρχουν ἱερὰ λείψανα καὶ ἅγιες εἰκόνες, ὅπως στὴν Κέρκυρα καὶ ἀλλοῦ· πήγαινε στὴ Παναγία στὴν Τῆνο, ποὺ κάνει θαύματα· πήγαινε στὴν Κεφαλλονιά, ὅπου ὁ ἅγιος Γεράσιμος θεραπεύει δαιμονιζομένους.
Ἀμφιβάλλεις; ἄκουσέ με· Πήγαινε νὰ ἐξομολογηθῇς, νὰ πῇς τὰ κρίματά σου, ὅλα τ᾽ ἁμαρτήματά σου, μετὰ δακρύων ὅπως συμβουλεύει ὁ σημερινὸς ἅγιος, ὁ Ἰωάννης τῆς Κλίμακος. Κι ὅταν τὸ κάνῃς αὐτό, «παράδεισος θὰ φυτρώσῃ μέσα σου», ὅπως εἶπε ὁ Ντοστογιέφσκυ, ποὺ πίστεψε ἀφοῦ ἐξωμολογήθηκε σ᾽ ἕνα στάρετς, ῾Ρῶσο γέροντα – πνευματικό.
Ἀμφιβάλλεις; Κραύγασε κ᾽ ἐσὺ ὅπως σήμερα ὁ πατέρας τοῦ παιδιοῦ· «Πιστεύω, κύριε· βοήθει μου τῇ ἀπιστίᾳ». Τί νὰ κάνουμε, ἀδέρφια μου; Νὰ προσευχηθοῦμε καὶ νὰ ποῦμε·
Ὦ Χριστέ! διὰ πρεσβειῶν τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου καὶ πάντων τῶν ἁγίων, δός μας πίστι· τὴν πίστι τῶν πτωχῶν γονέων μας, τὴν πίστι τῶν ἀγραμμάτων παππούδων καὶ γιαγιάδων μας, τὴν πίστι τῶν ἁγίων προγόνων μας, γιὰ νὰ ζήσουμε μ᾽ αὐτὴν στὴ γωνιὰ αὐτὴ εὐλογημένα καὶ τιμημένα· ἀμήν.
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
kranosgr
Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αὐγουστίνου Καντιώτου
«…Ἰσχυρὰν παράκλησιν ἔχωμεν οἱ καταφυγόντες κρατῆσαι τῆς προκειμένης ἐλπίδος· ἣν ὡς ἄγκυραν ἔχομεν τῆς ψυχῆς ἀσφαλῆ τε καὶ βεβαίαν…» (Ἑβρ. 6,18-19)
Ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ἀγαπητοί μου, δὲν εἶνε μόνο ὁ σφοδρὸς ἐλεγκτὴς τῆς ἀνθρώπινης κακίας· δὲν μόνο αὐτὸς ποὺ ῥίχνει κεραυνούς, αὐτὸς ποὺ σὰν πέλεκυς πέφτει καὶ συντρίβει τὰ γερασμένα δέντρα τῆς ἁμαρτίας· εἶνε καὶ ὁ παρήγορος ἄγγελος τῆς ἀνθρώπινης καρδιᾶς.
Γνωρίζει καλὰ τὸν ἄνθρωπο ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Ἀγάπησε προηγουμένως τὸν Κύριο καὶ μετανόησε εἰλικρινὰ γιὰ τὸ παρελθόν του. Βαπτίστηκε καὶ μπῆκε στὴν Ἐκκλησία. Πῆρε στὸ ὦμο τὸ σταυρό του καὶ ἔζησε μὲ ἀκρίβεια καὶ συνέπεια τὴ χριστιανικὴ ζωή· δοκίμασε τὴ δυσκολία, τὸν ἀγῶνα καὶ τοὺς πειρασμούς της· ἤπιε τὰ πικρὰ ποτήρια τῆς θλίψεως.
Γνωρίζει λοιπὸν ἀπὸ δική του πεῖρα ὅτι ἔρχονται στιγμὲς ποὺ ὁ πιστός, κάτω ἀπ᾽ τὸ βάρος τοῦ σταυροῦ ποὺ σηκώνει, κάμπτεται, καὶ τότε ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ βοήθεια, παρηγοριά, ἐμψύχωσι
Μὴν ἀπελπίζεστε, τοὺς λέει. Νά ᾽χετε τὶς ἐλπίδες σας στὸ Θεό. Ὁ Κύριος, ποὺ ἔδωσε ὑποσχέσεις, θὰ ἐκπληρώσῃ τὶς ὑποσχέσεις του. Στηρίξτε τὴν ἐλπίδα σας σ᾽ αὐτὸν ὅπως ἔκανε κι ὁ Ἀβραάμ, ὁ ὁποῖος πέρασε μὲν ἀπὸ τὴν πρωτάκουστη ἐκείνη δοκιμασία, νὰ τοῦ ζητήσῃ δηλαδὴ ὁ Θεὸς νὰ θυσιάσῃ τὸ μονάκριβο παιδί του, ἀλλὰ δὲν κλονίστηκε· κράτησε τὴν ἐλπίδα του, καὶ τέλος εὐλογήθηκε πλούσια. Κ᾽ ἐσεῖς μὴν ἀφήσετε νὰ χαθῇ ἡ ἐλπίδα σας, κρατῆστε την σφιχτά, καὶ δὲν θὰ χαθῆτε. Ὁ Κύριος δὲν λέει ποτέ ψέματα, εἶνε ἀδύνατον νὰ πῇ ψέμα· λοιπὸν δὲν θὰ σᾶς ἐξαπατήσῃ, δὲν θὰ σᾶς γελάσῃ. Μπορεῖ νὰ ἀργῇ, ἀλλὰ δὲν λησμονεῖ· πραγματοποιεῖ τὸ λόγο του, εἶνε φερέγγυος καὶ ἀξιόπιστος. Ἡ ψυχή σας βέβαια θὰ περάσῃ ἀπὸ ἕναν ὠκεανὸ θλίψεως, γιατὶ κατὰ τὸ σοφὸ σχέδιο τοῦ παναγάθου Κυρίου μας αὐτὸς εἶνε ὁ στενὸς καὶ δύσβατος δρόμος ποὺ ὁδηγεῖ στὴν κάθαρσι καὶ τὴ σωτηρία, αὐτὴ εἶνε ἡ «τεθλιμμένη ὁδὸς ἡ ἀπάγουσα εἰς τὴν ζωήν» (Ματθ. 7,14)· ἐφ᾿ ὅσον ὅμως ἔχετε τὴν ἐλπίδα σας στὸ Θεό, δὲν θὰ καταποντισθῆτε, δὲν θὰ χαθῆτε.
Ἡ ἐλπίδα, νά ἡ ἄγκυρα τῆς ψυχῆς, νὰ τὸ στήριγμα τοῦ πιστοῦ. Ὅσοι λοιπὸν καταφύγαμε καὶ πιαστήκαμε ἀπὸ τὴν ἐλπίδα στὸν Κύριο, νὰ νιώθουμε δυνατὴ παρηγοριά. Αὐτὴ τὴν ἐλπίδα ἔχουμε «ὡς ἄγκυραν τῆς ψυχῆς ἀσφαλῆ τε καὶ βεβαίαν καὶ εἰσερχομένην εἰς τὸ ἐσώτερον τοῦ καταπετάσματος, ὅπου πρόδρομος ὑπὲρ ἡμῶν εἰσῆλθεν Ἰησοῦς, κατὰ τὴν τάξιν Μελχισεδέκ, ἀρχιερεὺς γενόμενος εἰς τὸν αἰῶνα» (Ἑβρ. 6,18-20). Ἡ ἐλπίδα μας εἶνε ὁ Χριστός, ὁ ὁποῖος, μὲ τὴ θυσία του ποὺ προσέφερε ὡς αἰώνιος ἀρχιερεύς, εἰσῆλθε στὰ ἀληθινὰ ἅγια τῶν ἁγίων, δηλαδὴ στὸν οὐρανό, ἑτοιμάζοντας τὸ δρόμο γιὰ νὰ τὸν ἀκολουθήσουμε κ᾽ ἐμεῖς. Ἐκεῖ λοιπὸν εἶνε τὸ δυνατὸ καὶ ἀσάλευτο στήριγμά μας, ἐκεῖ εἶνε ἡ ἀδιάψευστη ἐλπίδα μας.
* * *
Ἡ ἐλπίδα, ἀγαπητοί μου, εἶνε θεῖο δῶρο. Εἶνε μία ἀπὸ τὶς πιὸ σημαντικὲς δυνάμεις τῆς ψυχῆς. Χωρὶς αὐτὴν δὲν μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νὰ κάνῃ οὔτε ἕνα βῆμα πρὸς τὰ ἐμπρός.
Ἡ ἐλπίδα εἶνε ἀπαραίτητη σὲ κάθε ἔργο. Ὁ γεωργὸς σπέρνει τὸ σπόρο στὸ χωράφι μὲ τὴν ἐλπίδα ὅτι θὰ θερίσῃ περισσότερο ἀπ᾿ ὅ,τι ἔσπειρε. Ὁ ναυτικὸς φεύγει ἀπὸ τὸν τόπο του, ξανοίγεται στὸ πέλαγος καὶ διασχίζει τὸν ὠκεανὸ μὲ τὴν ἐλπίδα ὅτι θὰ φτάσῃ καλὰ στὸ λιμάνι τοῦ προορισμοῦ του. Ὁ ἔμπορος τολμᾷ καὶ ῥίχνει στὴν ἀγορὰ τὰ κεφάλαιά του μὲ τὴν ἐλπίδα ὅτι θὰ κερδίσῃ καὶ θὰ τὰ πολλαπλασιάσῃ. Ὁ ἄρρωστος παίρνει τὸ φάρμακο ποὺ τοῦ γράφει ὁ γιατρὸς καὶ ὑποβάλλεται σὲ αὐστηρὴ δίαιτα μὲ τὴν ἐλπίδα ὅτι θὰ θεραπευθῇ καὶ θ᾽ ἀπαλλαγῇ ἀπὸ τὴν ἀσθένειά του.
Ἡ ἐλπίδα εἶνε σύντροφος καὶ ἐκείνου ποὺ εὐτυχεῖ, ἀλλὰ καὶ ἐκείνου ποὺ δυστυχεῖ. Αὐτὸς μὲν ποὺ ζῇ τώρα εὐτυχισμένος ἐλπίζει, ὅτι ἡ εὐτυχία του αὐτὴ θὰ διατηρηθῇ καὶ θὰ ὑπάρχῃ στὴ ζωή του διαρκῶς· ἐνῷ αὐτὸς ποὺ ζῇ τώρα σὲ δυστυχία ἐλπίζει, ὅτι αὔριο οἱ συνθῆκες τῆς ζωῆς του θὰ βελτιωθοῦν, θὰ βγῇ ἀπὸ τὴ δυστυχία καὶ θὰ γνωρίσῃ καὶ αὐτὸς τὴν εὐτυχία. Ἡ ἐλπίδα εἶνε σύντροφος ὅλων. ᾽Ρίχνει σὰν ἥλιος τὶς φωτεινὲς ἀκτῖνες της παντοῦ· καὶ στὰ ἀνάκτορα, ὅπου οἱ ἄρχοντες ζοῦν μὲ ἄνεσι καὶ εὔχονται ὁ χρόνος τῆς ἐξουσίας νὰ μὴν τελειώσῃ, ἀλλὰ καὶ στὶς φυλακές, ὅπου ὁ βαρυποινίτης ζῇ μὲ στερήσεις καὶ δὲν βλέπει τὴν ὥρα πότε ἡ ποινή του θὰ λήξῃ καὶ ἡ πόρτα τοῦ κελλιοῦ του θ᾿ ἀνοίξῃ γιὰ νὰ βγῇ ἀπ᾽ τὴ φυλακὴ ἐλεύθερος.
Ἡ ἐλπίδα εἶνε ὁ καλὸς σύντροφος ὅλων· καὶ μποροῦμε νὰ ποῦμε ὅτι ὁ μόνος πραγματικὰ δυστυχισμένος εἶνε ἕνας, ἐκεῖνος στὸν ὁποῖο ὁ ἥλιος τῆς ἐλπίδος ἔπαψε νὰ στέλνῃ τὶς ἀκτῖνες του. Ζωὴ χωρὶς ἐλπίδα εἶνε μαρτύριο, μιὰ μικρὴ κόλασι· γιατὶ καὶ τῆς κολάσεως αὐτὸ εἶνε τὸ χαρακτηριστικό, ὅτι ἐκεῖ μέσα θὰ ἐκλείψῃ καὶ θὰ σβήσῃ κάθε ἐλπίδα.
* * *
Ἂν ἡ ἐλπίδα, ἀγαπητοί μου, εἶνε χρήσιμη στὰ καθημερινά μας βιοποριστικὰ ἔργα, πολὺ πιὸ χρήσιμη, χρησιμώτατη, εἶνε στὸ ὑψηλὸ ἔργο, στὴν οὐράνια ὑπόθεσι τῆς σωτηρίας τῆς ψυχῆς μας. Ἡ ἐλπίδα ὅτι ὁ Χριστὸς θὰ μᾶς βοηθάῃ πάντοτε, ὅτι θὰ ἐκπληρώσῃ τὶς ὑποσχέσεις του ποὺ εἶνε γραμμένες στὸ ἱερὸ Εὐαγγέλιο καὶ γενικὰ στὴν ἁγία Γραφή, ἡ ἐλπίδα αὐτὴ εἶνε, ὅπως τὴ χαρακτηρίζει ὁ ἀπόστολος Παῦλος σήμερα, «ἀσφαλὴς καὶ βεβαία», ἀξιόπιστη δηλαδὴ καὶ σίγουρη.
Ἄλλες ἐλπίδες διαψεύδονται, καὶ τότε ἐκεῖνος ποὺ στηρίχθηκε σ᾽ αὐτὲς ἀπογοητεύεται ὁ ἴδιος ἀλλὰ καὶ ντροπιάζεται μπροστὰ στοὺς ἄλλους ποὺ βλέπουν ὅτι ἀπατήθηκε, ὅτι τὸ στήριγμά του τὸν πρόδωσε. Μιὰ ἐλπίδα ποὺ στηρίζεται σὲ πρόσωπα καὶ πράγματα τοῦ κόσμου τούτου ἀποδεικνύεται πολλὲς φορὲς ψεύτικη καὶ γίνεται, ὅπως λέει κάποιος ἀπὸ τοὺς ἀρχαίους σοφούς, «μήτηρ συμφορῶν». Ἀντιθέτως ἡ ἐλπίδα ποὺ στηρίζεται στὸ Χριστὸ ἔχει τὸ βέβαιο καὶ τὸ ἀσφαλές, ἔχει ἀξιοπιστία καὶ σιγουριά.
Ἡ ἐλπίδα αὐτὴ εἶνε ἡ ἄγκυρα τῆς ψυχῆς στὸ ταξίδι τῆς ζωῆς. Τί εἶνε ἡ ἄγκυρα; Ἕνα βαρὺ σιδερένιο ἐξάρτημα, μὲ τὸ ὁποῖο εἶνε ἐφωδιασμένα ἀπαραιτήτως ὅλα τὰ σκάφη ποὺ πλέουν στὴ θάλασσα. Αὐτὸ ποντίζεται μὲ ἁλυσίδα μεγάλου μήκους στὸ βάθος τῆς θαλάσσης, ὅπου λόγῳ τοῦ ἀγκυλωτοῦ σχήματος καὶ τοῦ βάρους του ἀγκιστρώνεται στὸ βυθὸ καὶ συγκρατεῖ τὸ πλοῖο ἀπὸ τὸν κίνδυνο νὰ παρασυρθῇ ἀπὸ τὰ κύματα καὶ τοὺς ἀνέμους καὶ νὰ προσκρούσῃ σὲ βράχους ἢ νὰ προσαράξῃ.
Ὅπως λοιπὸν τὸ πλοῖο, ὅταν ῥίξῃ τὴν ἄγκυρά του ἀσφαλίζεται καὶ δὲν παρασύρεται ἀπὸ τὰ ῥεύματα, ἔτσι καὶ ἡ ψυχή μας, ὅταν ἔχῃ τὴν ἐλπίδα της στὸ Χριστό, εἶνε ἐξασφαλισμένη· δὲν θὰ παρασυρθῇ ἀπὸ τοὺς ἀνέμους τῆς ἀπιστίας, δὲν θὰ γίνῃ παιχνίδι κανενός, δὲν θὰ κινδυνεύσῃ ἡ σωτηρία της.
* * *
Ἀγαπητοί μου! Ὅλες οἱ ἐλπίδες ποὺ στηρίζουμε σὲ πράγματα τοῦ κόσμου τούτου εἶνε ἄγκυρες, ἀλλὰ ἄγκυρες ἐπισφαλεῖς, στηρίγματα ἀνίσχυρα, ποὺ μία σφοδρὴ θύελλα τῆς ζωῆς μπορεῖ νὰ τὰ παρασύρῃ καὶ νὰ τὰ ἀχρηστεύσῃ, καὶ τότε ἐμεῖς θὰ μείνουμε μέσα στὸν κόσμο δίχως ἐλπίδα, σὰν πλοῖα δίχως ἄγκυρα μέσ᾽ στὸν ὠκεανό.
Ἀσφαλὴς ἄγκυρα, ποὺ ποτέ κανείς καὶ τίποτα δὲν μπορεῖ νὰ κόψῃ τὴν ἁλυσίδα της, εἶνε μόνο ἡ ἐλπίδα στὸ Χριστό. Γιατὶ αὐτὴ ἐξαρτᾷ τὸν Χριστιανὸ ὄχι ἀπὸ τὴ γῆ, ἡ ὁποία μιὰ μέρα θὰ παρέλθῃ μαζὶ μὲ ὅλα τὰ ἀγαθά της, τὰ ἰνδάλματά της καὶ τὰ στηρίγματά της, ἀλλ᾽ ἀπὸ τὸν οὐρανό, ἀπὸ τὸ Χριστό. Ἐκεῖνος κατὰ τὴν πίστι μας εἶνε αἰώνιος καὶ ἀμετακίνητος, καὶ μέσα στὶς τροπὲς καὶ ἀλλοιώσεις μένει ἄτρεπτος καὶ ἀναλλοίωτος.
Μὴ γινώμαστε λοιπὸν ἄφρονες. Ἂς παραδειγματιστοῦμε ἀπὸ τὴ φρονιμάδα τῶν ναυτικῶν. Ὅπως αὐτοὶ δὲν ἐπιχειροῦν νὰ ταξιδέψουν στὶς θάλασσες ἂν δὲν ἔχουν ἐν τάξει τὴν ἄγκυρα τοῦ πλοίου τους, ἔτσι κ᾽ ἐμεῖς, ἂν θέλουμε νὰ διαπλεύσουμε τούτη τὴ ζωὴ καὶ νὰ σώσουμε τὶς ψυχές μας, τὸ δικό μας σκάφος, ἂς ἔχουμε ὡς ἐφόδιο, σὰν ἄγκυρα, τὴν ἐλπίδα στὸ Χριστό· «ἡ δὲ ἐλπὶς οὐ καταισχύνει», αὐτὴ ἡ ἐλπίδα δὲν θὰ μᾶς ἀπατήσῃ ποτέ (῾Ρωμ. 5,5).
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Πίστη, απιστία, ολιγοπιστία
«Πιστεύω, κύριε· βοήθει μου τῇ ἀπιστίᾳ» (Μᾶρκ. 9,24)
ΚΑΙ ΠΑΛΙ, ἀγαπητοί μου, θὰ μιλήσουμε. Ἀλλὰ τὴν ὥρα αὐτὴ κάποιος μοῦ σφυρίζει· ―Τί κηρύττεις; δὲ βαριέσαι; Τόσα χρόνια τώρα λὲς τὰ λόγια τοῦ Θεοῦ· καὶ ποιός σ᾽ ἀκούει, ποιός τὰ ἐφαρμόζει;… Τίνος εἶνε ἡ φωνὴ αὐτή; Τοῦ σατανᾶ, ποὺ ζητεῖ ν᾽ ἀπογοητεύσῃ, νὰ σιωπήσουν ὅλα τὰ στόματα τῶν κηρύκων.
Ἀλλ᾽ ἀπαντῶ· «Ὕπαγε ὀπίσω μου, σατανᾶ» (Ματθ. 4,10).
Ἔχω πείσει τὴν ψυχή μου νὰ κηρύττω τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ μέχρι τελευταίας πνοῆς. Καὶ ἐλπίζω ὅτι ὑπάρχουν αὐτιὰ ποὺ ἀκοῦνε. Ἀλλὰ κι ἂν οἱ ἄνθρωποι κλείσουν τὰ αὐτιά τους, θὰ πῶ· «Εἶπα καὶ ἐλάλησα, ἁμαρτίαν οὐκ ἔχω».
Μὲ τὴν ἐλπίδα αὐτὴ λοιπὸν ἀρχίζω.
Τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο τῆς Δ΄ (τετάρτης) Κυριακῆς τῶν Νηστειῶν περιγράφει ἕνα θαῦμα ποὺ ἔκανε ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός.
Μιὰ μέρα, ἐκεῖ ποὺ δίδασκε, τοῦ ἔφεραν ἕνα παιδί. Ἦταν κάποτε ἤρεμο καὶ ἥσυχο, χαρὰ τῶν γονέων του. Ἀλλ᾽ αἴφνης τὸ παιδὶ ὑπέστη μεγάλη διαταραχή. Τὸ μυαλό του θόλωσε, ἡ γλῶσσα του ἄρχισε νὰ τραυλίζῃ, καὶ σὲ λίγο ἔγινε ἄλαλο καὶ κωφό, δὲν ἄκουγε καὶ δὲν μιλοῦσε.
Τὸ ἔπιανε κρίσι, ποὺ δὲν ὠφείλετο σὲ φυσιολογικὰ αἴτια· ὠφείλετο σὲ αἴτια ὑπερφυσικά· εἶχε ὑποστῆ ἐπήρεια πονηροῦ πνεύματος. Ἀλλοιωνόταν ὁλόκληρο· τρίκλιζε, ἔπεφτε κάτω, ἄφριζε ἀπ᾽ τὸ στόμα, ἔτριζε τὰ δόντια, ἔπεφτε στὴ φωτιὰ ἢ στὸ νερό, σπάραζε σὰν τὸ ψάρι ἔξω ἀπ᾽ τὴ θάλασσα. Ἦταν δαιμονισμένο.
Δυστυχισμένο τὸ παιδί, ἀλλὰ πολὺ δυστυχέστερος ὁ πατέρας. Ὅταν δὲν εἶνε καλὰ τὸ παιδί, καίγεται ἡ καρδιὰ τῶν γονέων. Ὁ πατέρας, φιλόστοργος, τὸ πῆγε παντοῦ σὲ γιατρούς, ἀκόμη καὶ σὲ μάγους. Ἀπελπισμένος τὸ ἔφερε καὶ στοὺς μαθητὰς τοῦ Χριστοῦ. Κι αὐτοὶ ὅμως δὲν μπόρεσαν νὰ βγάλουν τὸ δαιμόνιο. Ἔτσι στὸ τέλος στράφηκε στὸ Χριστὸ λέγοντας· «Εἴ τι δύνασαι», ἂν μπορῇς νὰ κάνῃς κάτι, «βοήθησον ἡμῖν», βοήθησέ μας. Ὅταν ἄκουσε αὐτὸ τὸ «Εἴ τι δύνασαι», ὁ Χριστός, τοῦ λέει· Ἐὰν μπορῇς νὰ πιστέψῃς, «πάντα δυνατὰ τῷ πιστεύοντι» (Μᾶρκ. 9,22-23).
Τί σημαίνουν τὰ λόγια αὐτά; Ὅτι αἰτία ποὺ δὲν θεραπευόταν τὸ παιδὶ δὲν ἦταν ἡ ἀδυναμία τοῦ Χριστοῦ, ποὺ εἶνε παντοδύναμος· ἡ ἀδυναμία βρισκόταν στὸν πατέρα, ποὺ δὲν πίστευε. Ὅταν λοιπὸν συνειδητοποίησε τὴν ἀδυναμία του, εἶπε· «Πιστεύω, κύριε· βοήθει μου τῇ ἀπιστίᾳ» (ἔ.ἀ. 9,24)· παρακάλεσε τὸ Χριστὸ νὰ τοῦ δώσῃ πίστι, καὶ ἔτσι ἔγινε ἡ θεραπεία.
Μὲ ἀφορμὴ τώρα τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο θὰ πῶ λίγα λόγια περὶ πίστεως.
* * *
Ὡς πρὸς τὴν πίστι, οἱ ἄνθρωποι διαιροῦνται σὲ τρεῖς κατηγορίες – ἰδίως στὸν αἰῶνα μας. Ἡ πρώτη εἶνε οἱ ἄπιστοι. Εἶνε ὑλισταί· πέρα ἀπ᾽ τὴν ὕλη (τὰ ὑλικὰ πράγματα, χρήματα, ἀξιώματα) καὶ πέρα ἀπ᾽ τὸ τομάρι τους δὲν βλέπουν τίποτ᾽ ἄλλο. Οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ αὐξάνουν τόσο, ὥστε γιὰ τοὺς ἐσχάτους χρόνους ὁ Χριστὸς εἶπε ἐκεῖνο τὸ μεγάλο λόγο· Ὅταν ξανάρθω στὴ γῆ, θὰ βρῶ ἆραγε τὴν πίστι μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων; (βλ. Λουκ. 18,8).
Ἡ δευτέρα κατηγορία εἶνε οἱ πιστοί. Αὐτοὶ εἶνε βέβαια λίγοι, ἀλλὰ ἔχουν ἀκράδαντη προσήλωσι στὸ λόγο τοῦ Κυρίου.
Τέλος ἡ τρίτη κατηγορία. Ἐδῶ ὑπάγονται ἄνθρωποι ποὺ οὔτε ἄπιστοι οὔτε πιστοὶ εἶνε. Μοιάζουν μὲ τὸ ἐκκρεμὲς τοῦ ὡρολογίου· κυμαίνονται δεξιὰ – ἀριστερά, μεταξὺ πίστεως καὶ ἀπιστίας, μεταξὺ φωτὸς καὶ σκότους, μεταξὺ Χριστοῦ καὶ βελίαρ – σατανᾶ. Εἶνε οἱ ὀλιγόπιστοι. Τοὺς βλέπεις· εἶνε Λαμπρὴ – Πάσχα; νάτους κ᾽ ἔρχονται στὴν ἐκκλησία. Καὶ τὸν ἄλλο καιρὸ κάνουν σταυρὸ – ἔστω ὑποτυπωδῶς, προσκυνοῦν εἰκόνες, παίρνουν ἀντίδωρο, κάνουν ἁγιασμούς, ἀκοῦνε καὶ κανένα κήρυγμα. Φαίνονται πιστοί· δὲν πιστεύουν ὅμως, ἔχουν ὀλιγοπιστία. Τὴν ὥρα ποὺ ἀκούγονται τὰ λόγια τοῦ Εὐαγγελίου ἢ κηρύττει ὁ ἱεροκήρυκας, αὐτοὶ μέσα τους ἔχουν ἕνα «ἐάν», μιὰ ἀμφιβολία. Νά ᾽νε ἆραγε σωστὰ αὐτά; συλλογίζονται· νὰ τὰ πιστέψω;… Ἀπ᾽ τὴ στιγμὴ ὅμως ποὺ βάζεις ἕνα «ἐάν», ἕνα «ἆραγε;» δὲν εἶσαι πλέον πιστός. Πρέπει νὰ πιστεύῃς ἑκατὸ τοῖς ἑκατὸ αὐτὰ ποὺ διδάσκει ἡ Ἐκκλησία μας, τὸ Εὐαγγέλιο, ὁ Ἀπόστολος, τὰ ἱερὰ βιβλία. Τὰ πιστεύεις; ἔλα στὴν ἐκκλησία· δὲν τὰ πιστεύεις; κάθησε στὸ καφενεῖο καὶ παῖζε κομπολόϊ, κάνε ὅ,τι θέλεις. Ζήτημα πίστεως εἶνε. Οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ μοιάζουν μὲ τὸν πατέρα τοῦ παιδιοῦ ποὺ εἶπε· «Ἂν μπορῇς νὰ κάνῃς κάτι, βοήθησέ μας». Ἔχουν ἀμφιβολίες. Μοιάζουν καὶ μὲ τὸν ἀπόστολο Θωμᾶ, ποὺ ἐνῷ οἱ ἄλλοι μαθηταὶ τοῦ εἶπαν «Εἴδαμε τὸν Κύριο μὲ τὰ μάτια μας», ἐκεῖνος ἔλεγε· «Ἂν δὲ βάλω τὸ χέρι νὰ ψηλαφήσω ὁ ἴδιος προσωπικῶς, δὲν πιστεύω». Πείστηκε βέβαια κατόπιν καὶ ἀναγκάστηκε νὰ ὁμολογήσῃ «Ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου», ἀλλὰ ὁ Χριστὸς τοῦ εἶπε· «Πίστεψες γιατὶ μὲ εἶδες· μακάριοι οἱ μὴ ἰδόντες καὶ πιστεύσαντες» (Ἰωάν. 20,25-29). Ὅσοι πιστεύουν χωρὶς τὴν ἀπαίτησι νὰ δοῦν, αὐτοὶ πιστεύουν ἀληθινά, αὐτοὶ ἀξίζουν, κι ἂς εἶνε λίγοι.
* * *
Ἐμεῖς, ἀδελφοί μου, σὲ ποιά κατηγορία ἀνήκουμε; Εἴμαστε πιστοὶ ἢ ἄπιστοι; Μᾶλλον ὀλιγόπιστοι εἴμαστε. Νά μερικὰ παραδείγματα ποὺ δείχνουν τὴν ὀλιγοπιστία μας.
⃝ Λὲς στὸν ἕνα· ―Τὸ Εὐαγγέλιο διδάσκει, νὰ ζοῦμε τίμια, νὰ μὴν ποῦμε ψέμα. Κι αὐτὸς ἀπαντᾷ· ―Ἄσ᾽ τὴν τιμιότητα· ποιός πρόκοψε μὲ τὸ Εὐαγγέλιο;… Ὁ κόσμος λέει «Ἅρπαξε νὰ φᾶς καὶ κλέψε νά ᾽χῃς»· ἐσὺ ὅμως, ἂν πιστεύῃς στὸ Χριστό, πές· «Πλούσιοι ἐπτώχευσαν καὶ ἐπείνασαν, οἱ δὲ ἐκζητοῦντες τὸν Κύριον οὐκ ἐλαττωθήσονται παντὸς ἀγαθοῦ» (Ψαλμ. 33,11).
⃝ Ὁ ἄλλος εἶνε νέος. ―Ζῆσε μὲ ἐγκράτεια, τοῦ λές. ―Ἀδύνατη ἡ ἐγκράτεια, λέει! Ἀλλ᾽ ὅποιος πιστεύει, ξέρει καλὰ ὅτι ὁ Χριστὸς βγάζει ἀπ᾽ τὴν καρδιὰ τὰ δαιμόνια λαγνείας καὶ πορνείας.
⃝ Βλέπεις τὸν ἄλλο· εἶνε τακτοποιημένος καὶ τοῦ λὲς νὰ παντρευτῇ. Δὲν παντρεύομαι ἐγώ, σοῦ λέει, δὲν μπορῶ νὰ ζήσω οἰκογένεια. Τὰ φτωχαδάκια ὅμως ποὺ πιστεύουν στὸ Χριστὸ κάνουν οἰκογένεια καὶ ζοῦν εὐτυχισμένα.
⃝ Ὁ ἄλλος παντρεύτηκε, ἀλλὰ μετὰ ἀφήνει τὴ γυναῖκα του γιὰ κάποια ἄλλη καὶ πέφτει στὴ μοιχεία. Ἔτσι, σοῦ λέει, κάνουν σήμερα οἱ πολλοί. Ἀλλ᾽ αὐτὸς ποὺ πιστεύει στὸ Εὐαγγέλιο μένει πιστὸς στὸ γάμο του, ξέρει ὅτι μόνο τὸ φτυάρι τοῦ νεκροθάφτη χωρίζει τὸ ἀντρόγυνο.
⃝ Κι ὁ ἄλλος παντρεύτηκε ἀλλὰ δὲν κάνει παιδιά. Πῶς νὰ τὰ ζήσῃς σήμερα; σοῦ λέει. Καὶ μεταχειρίζονται σατανικὰ δολοφονικὰ μέσα – ὅποιος σκοτώνει παιδί, σκοτώνει τὸ Χριστό. Ἀλλ᾽ αὐτοὶ ποὺ πιστεύουν στὸ Μεγαλοδύναμο τεκνογονοῦν. Σ᾽ ἕνα χωριὸ τῆς Φλωρίνης, τὴ Μελίτη, μιὰ φτωχὴ γυναῖκα ἔκανε 10 παιδιά. Στὸ 11ο κάποιοι ἄπιστοι γιατροὶ τὴν ἀπέτρεπαν καὶ τὴν κορόιδευαν, ἐκείνη ὅμως μὲ τὴν πίστι στὸ Θεὸ προχώρησε.
Ὅλα αὐτὰ εἶνε ζητήματα πίστεως. Ὅσοι πιστεύουν ζοῦν ζωὴ χριστιανική· λένε ἀλήθεια, ἔχουν τιμιότητα καὶ ἐγκράτεια, προχωροῦν στὸ γάμο, φέρνουν παιδιὰ στὸν κόσμο. Προτιμοῦν νὰ τρῶνε ξερὸ ψωμὶ μὲ τὸ Χριστό, παρὰ νὰ ζοῦν στὰ πλούτη χωρὶς Χριστό.
Πιστεύεις; Δὲν εἶνε μῦθος τὸ Εὐαγγέλιο. Μὴν παίζεις μὲ τὴ φωτιά. Ἢ εἶνε ἀληθινὸ τὸ Εὐαγγέλιο ἢ δὲν εἶνε. Ἂν εἶνε ψεύτικο, νὰ πᾶμε κ᾽ ἐμεῖς μὲ τοὺς ἀθέους καὶ νὰ τὸ κάψουμε. Ἀλλὰ εἶνε ντροπή, τὴν ὥρα ποὺ ἀλλοῦ ὅπως λ.χ. στὴ ῾Ρωσία ἐπιστρέφουν στὴν πίστι, ἐμεῖς ἐδῶ νὰ ὀλιγοπιστοῦμε. Πιστεύεις; «Δεῖξόν μοι τὴν πίστιν σου ἐκ τῶν ἔργων σου» (Ἰακ. 2,18).
* * *
Ἀμφιβάλλεις; πάρε τὸ Εὐαγγέλιο, διάβασέ το ἀπ᾽ τὴν ἀρχὴ ὣς τὸ τέλος, καὶ θὰ θαυμάσῃς· πήγαινε στὴν Ἐκκλησία καὶ ἄκουσε προσεκτικὰ τὰ λόγια της· πλησίασε καὶ προσκύνησε ὅπου ὑπάρχουν ἱερὰ λείψανα καὶ ἅγιες εἰκόνες, ὅπως στὴν Κέρκυρα καὶ ἀλλοῦ· πήγαινε στὴ Παναγία στὴν Τῆνο, ποὺ κάνει θαύματα· πήγαινε στὴν Κεφαλλονιά, ὅπου ὁ ἅγιος Γεράσιμος θεραπεύει δαιμονιζομένους.
Ἀμφιβάλλεις; ἄκουσέ με· Πήγαινε νὰ ἐξομολογηθῇς, νὰ πῇς τὰ κρίματά σου, ὅλα τ᾽ ἁμαρτήματά σου, μετὰ δακρύων ὅπως συμβουλεύει ὁ σημερινὸς ἅγιος, ὁ Ἰωάννης τῆς Κλίμακος. Κι ὅταν τὸ κάνῃς αὐτό, «παράδεισος θὰ φυτρώσῃ μέσα σου», ὅπως εἶπε ὁ Ντοστογιέφσκυ, ποὺ πίστεψε ἀφοῦ ἐξωμολογήθηκε σ᾽ ἕνα στάρετς, ῾Ρῶσο γέροντα – πνευματικό.
Ἀμφιβάλλεις; Κραύγασε κ᾽ ἐσὺ ὅπως σήμερα ὁ πατέρας τοῦ παιδιοῦ· «Πιστεύω, κύριε· βοήθει μου τῇ ἀπιστίᾳ». Τί νὰ κάνουμε, ἀδέρφια μου; Νὰ προσευχηθοῦμε καὶ νὰ ποῦμε·
Ὦ Χριστέ! διὰ πρεσβειῶν τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου καὶ πάντων τῶν ἁγίων, δός μας πίστι· τὴν πίστι τῶν πτωχῶν γονέων μας, τὴν πίστι τῶν ἀγραμμάτων παππούδων καὶ γιαγιάδων μας, τὴν πίστι τῶν ἁγίων προγόνων μας, γιὰ νὰ ζήσουμε μ᾽ αὐτὴν στὴ γωνιὰ αὐτὴ εὐλογημένα καὶ τιμημένα· ἀμήν.
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
kranosgr
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ