2018-03-24 10:07:24
Ψυχαναλυτικοί συγγραφείς έχουν επιχειρήσει να προτείνουν κατηγορίες ανθρώπων βάσει της βαθύτερης δυναμικής που φανερώνει η παθολογία τους με το χρήμα. Για τους ψυχαναλυτές και άλλους κλινικούς διαφορετικών προσεγγίσεων, το χρήμα έχει ψυχολογικά σημαινόμενα. Τα πιο συνηθισμένα και ισχυρά είναι: ασφάλεια, δύναμη, αγάπη και ελευθερία (Golberg and Lewis, 1978).
Ας τα δούμε αναλυτικά:
Ασφάλεια
Αντιπροσωπευτικό της συναισθηματικής ασφάλειας είναι η οικονομική ασφάλεια και η σχέση μεταξύ των δύο πιστεύεται πως είναι γραμμική: περισσότερα χρήματα, περισσότερη ασφάλεια. Το χρήμα είναι ένα συναισθηματικό σωσίβιο, μια μέθοδος για να κατανικήσεις την ανησυχία.
Ωστόσο, η αναζήτηση της ασφάλειας στο χρήμα μπορεί να αποξενώνει το άτομο καθώς βλέπει τους «σημαντικούς (γι’ αυτόν) άλλους» σαν μια αδύναμη πηγή ασφάλειας. Το χτίσιμο ενός συναισθηματικού τείχους γύρω από τους ίδιους μπορεί να οδηγήσει στον φόβο και την παράνοια στο ενδεχόμενο να πληγωθούν, να απορριφθούν ή να στερηθούν κάποιον. Ο φόβος της οικονομικής απώλειας γίνεται κυρίαρχος επειδή οι «ζητιάνοι» της ασφάλειας εξαρτώνται ολοένα και περισσότερο από τα χρήματα για την ικανοποίηση του εγώ τους: το χρήμα στηρίζει συναισθήματα ασφάλειας και αυτό-επιβεβαίωσης.
Οι Golberg και Lewis αναγνωρίζουν αρκετούς «χρηματικούς ανθρωπότυπους» που όλοι, συνειδητά ή μη, αντιλαμβάνονται το χρήμα σαν σύμβολο ασφάλειας:
Ο παθολογικός συσσωρευτής χρήματος: Γι’ αυτόν η εξοικονόμηση είναι από μόνη της ανταμοιβή. Φορολογεί τον εαυτό του και η εξοικονόμηση κανενός ποσού δεν φαντάζει ικανοποιητική για να παράσχει οικονομική ασφάλεια. Ορισμένοι, μάλιστα, γίνονται ευαίσθητοι σε ασθένειες επειδή μπορεί να αποστερούν τους εαυτούς τους από ικανοποιητική θέρμανση, ηλεκτρικό ή υγιεινή τροφή.
Ο αποστερημένος: Πρόκειται για έναν συσσωρευτή χρήματος, ο οποίος όμως τείνει να απολαμβάνει την «αυτοθυσία» στο πλαίσιο της φτώχειας στην οποία αυτο-υποβάλλεται. Μπορεί να ξοδεύει χρήματα για άλλους (αν και όχι πολλά) ώστε να εντείνει το ψευδο-μαρτύριό του. Οι ψυχαναλυτές επισημαίνουν ότι η συμπεριφορά του κρύβει από πίσω τον φθόνο, την εχθρότητα και τη δυσαρέσκεια για όσους είναι καλύτεροι.
Ο παθολογικός κυνηγός «ευκαιριών»: Μαζεύει χρήματα με φανατισμό, μέχρι η κατάσταση να είναι «ιδανική» και κατόπιν τα ξοδεύει με χαρά. Ο ενθουσιασμός συνίσταται στο να φαίνεται πιο έξυπνος από άλλους, τόσο αυτούς που πωλούν, όσο και αυτούς που αγοράζουν στην κανονική τιμή. Το αίσθημα του θριάμβου θα επικυρώσει το παράλογο μιας αγοράς που συχνά μπορεί να μην είναι πραγματικά επιθυμητή. Ταυτόχρονα, όμως, πέφτει «θύμα» καθώς εστιάζει στην τιμή και όχι στην ποιότητα.
Ο φανατικός συλλέκτης: Ο εμμονικός συλλέκτης συγκεντρώνει όλων των ειδών τα αντικείμενα, ορισμένα εκ των οποίων δεν έχουν καν σημαντική εσωτερική αξία. Στρέφεται στα υλικά αποκτήματα αντί για τους ανθρώπους ως πιθανή πηγή στοργής και ασφάλειας. Αποκτά ολοένα και περισσότερα, αλλά είναι απρόθυμος να πετάξει το οτιδήποτε. Η συλλογή μπορεί να (του) χαρίσει ένα αίσθημα σκοπού και μία βοήθεια στην αποφυγή του κενού της μοναχικότητας και της απομόνωσης. Τα αντικείμενα είναι «εύκολα», δεν απαιτούν κάτι, και μια σπουδαία συλλογή μπορεί να προσδώσει αίσθημα ανωτερότητας και δύναμης.
Το χρήμα ως δύναμη
Καθώς τα χρήματα μπορούν να αγοράσουν αγαθά, υπηρεσίες, ακόμη και αφοσίωση, μπορούν επιπλέον να χρησιμοποιηθούν για την απόκτηση αξίας, ελέγχου και κυριαρχίας. Μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την εξαγορά ή το συμβιβασμό με εχθρούς ανοίγοντας δρόμους για το άτομο που τα κατέχει.
Το χρήμα λοιπόν και η εξουσία που αυτό προσφέρει, μπορεί να ειδωθεί σαν μια παλινδρόμηση στην παιδική φαντασίωση της παντοδυναμίας. Μπορούμε να δούμε τρεις συμπεριφορές ανθρώπων που συνδέονται με την εξουσία του χρήματος (κατά την ψυχαναλυτική θεώρηση των Golberg και Lewis):
Ο χειριστικός: Ο άνθρωπος αυτός αξιοποιεί το χρήμα προκειμένου να εκμεταλλευτεί τη ματαιοδοξία και απληστία άλλων. Αν και πολλοί «χειριστικοί» άνθρωποι ζουν με τη βοήθεια του χρήματος συναρπαστικές ζωές, εντούτοις οι σχέσεις τους παρουσιάζουν προβλήματα καθώς αποδυναμώνονται ή και διαλύονται εξαιτίας επαναλαμβανόμενων πράξεων κακομεταχείρισης ή παραμέλησης. Η μεγαλύτερη απώλεια που βιώνουν σε βάθος χρόνου είναι η απουσία ακεραιότητας.
Αυτός που κάνει τους άλλους να εξαρτώνται απ’ αυτόν: Έχει ή φαίνεται να έχει μια υπερέχουσα αίσθηση ανεξαρτησίας και αυτοπεποίθησης. Καταπιέζοντας ή αρνούμενος τις δικές του ανάγκες εξάρτησης, μπορεί να προσπαθήσει να κάνει τους άλλους να εξαρτώνται απ’ αυτόν. Πολλοί τέτοιοι άνθρωποι αναπόφευκτα απομονώνονται και αποξενώνονται, ιδιαίτερα στα τελευταία χρόνια της ζωής τους.
Ο «νονός»: Έχει περισσότερα χρήματα για δωροδοκία και έλεγχο, έτσι ώστε να αισθάνεται ότι κυριαρχεί. Συχνά κρύβει θυμό και μεγάλη υπερευαισθησία στην ταπείνωση – εξ’ ου και η σημασία να αποσπά τη δημόσια αποδοχή και σεβασμό. Ωστόσο, επειδή εξαγοράζει πίστη και αφοσίωση, τείνει να προσελκύει τους αδύναμους και ανασφαλείς. Καταστρέφει την πρωτοβουλία και την ανεξαρτησία των άλλων και μένει περιτριγυρισμένος από χαμηλής υποστάθμης συκοφάντες.
Κατά τους Golberg και Lewis, ο άνθρωπος που έχει ανάγκη για δύναμη, στην παιδική ηλικία ένιωθε οργή αντί για φόβο και εκφράζει αυτή την οργή και σαν ενήλικας. Αυτοί που αναζητούν ασφάλεια μέσα από το χρήμα γίνονται συχνά θύματα επιθέσεων από αυτούς που αναζητούν δύναμη. Τα θύματα των ατόμων που αποζητούν τη δύναμη, νιώθουν ανεπαρκείς και ανασφαλείς και το αντιμετωπίζουν συνδεόμενοι με κάποιον που οι ίδοι νιώθουν ως δυνατό και ικανό. Είναι λοιπόν πιθανόν να ακολουθούν «νικητές» και πετυχημένους ειδικά εάν αυτοί έχουν αρκετά χρήματα.
Το χρήμα ως αγάπη
Για ορισμένους, το χρήμα δίνεται σαν υποκατάστατο συναισθήματος και στοργής. Το χρήμα εδώ χρησιμοποιείται για την εξαγορά αγάπης, αφοσίωσης και αυτοπεποίθησης. Επιπλέον, εξαιτίας της αρχής της αμοιβαιότητας η οποία είναι εγγενής στην προσφορά δώρου, πολλοί υποθέτουν ότι τα ανταποδοτικά δώρα είναι ένα νόμισμα αγάπης και φροντίδας.
Ο αγοραστής αγάπης: Πολλοί επιχειρούν να αγοράσουν αγάπη και σεβασμό: Αυτοί που πηγαίνουν με πόρνες, αυτοί που κάνουν επιδεικτικά φιλανθρωπίες, αυτοί που κακομαθαίνουν τα παιδιά τους. Ο «αγοραστής αγάπης» δεν νιώθει ότι είναι αντιπαθής, αλλά ότι δεν λαμβάνει αγάπη και αποφεύγει με κάθε τρόπο το αίσθημα απόρριψης και αναξιότητας, ευχαριστώντας μονίμως τους άλλους με τη γενναιοδωρία του. Ωστόσο, μπορεί να αντιμετωπίσει δυσκολία στην ανταπόδοση της αγάπης, ή η γενναιοδωρία του μπορεί να κρύβει στην πραγματικότητα συναισθήματα μίσους προς αυτούς που βασίζεται.
Ο πωλητής αγάπης: Υπόσχεται στοργή, αφοσίωση και έκφραση αγάπης για να τονώσει το εγώ των άλλων. Μπορεί να προσποιηθεί κάθε είδους απάντηση και ανταπόκριση και έλκεται από φυσικού του από τους αγοραστές της αγάπης. Ορισμένοι ισχυρίζονται ότι μορφές ψυχοθεραπείας είναι μια επιχείρηση αγοράς και πώλησης αγάπης που υπόκειται στους νόμους προσφοράς και ζήτησης: Ο αγοραστής αγοράζει φιλίες που με ευχαρίστηση ορισμένοι θεραπευτές πωλούν.
Ο κλέφτης αγάπης: Ο κλεπτομανής δεν είναι ένας οποιοσδήποτε κλέφτης χωρίς κρίση, αλλά κάποιος που αναζητά αντικείμενα συμβολικής αξίας για τον ίδιο. Είναι πεινασμένος για αγάπη, αλλά δε νιώθει ότι το αξίζει. Επιχειρεί να αφαιρέσει το ρίσκο από την αγάπη και καθώς είναι γενναιόδωρος, γίνεται αγαπητός, αν και τείνει να έχει μονάχα τεχνητά κατασκευασμένες σχέσεις.
Γενικά, φαίνεται πως παρότι οι γονείς παρέχουν χρήματα για τα παιδιά τους επειδή τα αγαπούν, οι γονείς μελλοντικών εμπόρων της αγάπης, προσφέρουν χρήματα αντί για αγάπη. Και τα άτομα αυτά, καθώς δεν έμαθαν ποτέ να δίνουν ή να δέχονται ελεύθερα την αγάπη, νιώθουν εξαναγκασμένοι να την αγοράσουν, να την πουλήσουν ή να την κλέψουν! Η αγορά, η πώληση, το εμπόριο και η κλοπή αγάπης είναι για τους Φροϋδικούς μια άμυνα ενάντια στην ειλικρινή συναισθηματική αφοσίωση, η οποία πρέπει να είναι η μόνη θεραπεία.
Το χρήμα ως ελευθερία
Πρόκειται για την πιο αποδεκτή και ως εκ τούτου συχνά ομολογημένη σχέση των ανθρώπων με το χρήμα. Τα χρήματα αγοράζουν χρόνο να κυνηγήσεις τα όνειρα και τα ενδιαφέροντά σου και απελευθερώνουν το άτομο από την καθημερινή ρουτίνα και περιορισμούς της πληρωμένης εργασίας.
Υπάρχουν δύο είδη πιστών της αυτονομίας:
Ο πωλητής της ελευθερίας: Γι’ αυτόν, το χρήμα αγοράζει απόδραση από τις διαταγές, τις εντολές, τον έλεγχο ή ακόμη και των συστάσεων που φαίνονται να θέτουν φραγμούς στην αυτονομία και να περιορίζουν την ανεξαρτησία του. Θέλει ανεξαρτησία κι όχι αγάπη – στην πραγματικότητα καταπιέζει και ως εκ τούτου έχει έντονο φόβο για τις εξαρτητικές ανάγκες. Φαντασιώνεται ότι μπορεί να είναι δυνατόν να αποκτήσει σχέση με ένα άλλο «ελεύθερο πνεύμα», σχέση στην οποία και οι δύο θα βιώσουν ταυτόχρονα την ελευθερία και τη συντροφικότητα! Το άτομο αυτό γίνεται συχνά αντιληπτό ως αναξιόπιστο και ανεύθυνο και μπορεί να εξοργίσει, πληγώσει ή θυμώσει τους άλλους, οποιαδήποτε σχέση κι αν έχουν μαζί του.
Ο μαχητής της ελευθερίας: Απορρίπτει το χρήμα και τον υλισμό σαν πηγή υποδούλωσης των πολλών. Συχνά είναι πολιτικά ριζοσπάστης, κοινωνικά απόκληρος ή τεχνοκράτης και υιοθετεί ένα στυλ «παθητικής επιθετικότητας» επιχειρώντας να επιλύσει τις εσωτερικές του διαμάχες και συγκεχυμένες αξίες. Συναδελφικότητα και συντροφικότητα είναι οι κύριες ανταμοιβές που εισπράττει. Ο ιδεαλισμός του μπορεί να ειδωθεί σαν ένας μηχανισμός ενάντια στο συναίσθημα. Μπορεί να υπάρχει σημαντικό κόστος εάν το άτομο εμπλακεί με κάποιου είδους αίρεση.
Ένα υποβόσκον μοτίβο είναι ότι η εξάρτηση από τους άλλους ανθρώπους και από τον κόσμο στην αρχή της ζωής, έγινε αντιληπτή σαν μια απειλή, κι όχι σαν ένα αίσθημα ανταμοιβής. Αυτή η τυπολογία βασίζεται σε κλινικές παρατηρήσεις και ερμηνεύτηκε μέσα από την ορολογία μιας συγκεκριμένης θεωρίας. Για ορισμένους, αυτό μπορεί να οδηγήσει σε ενδιαφέρουσες υποθέσεις που απαιτούν επιπλέον αποδείξεις είτε πειραματικές, είτε ενδείξεις από έναν ευρύτερο πληθυσμό, όπως αναφέρει ο Adrian Furnham στο «The New Psychology of Money».
Οι λέξεις του μάρκετινγκ και της διαφήμισης
Οι άνθρωποι του μάρκετινγκ έχουν χρησιμοποιήσει την παραπάνω τυπολογία για να προτείνουν ότι άνθρωποι των πωλήσεων μπορεί να αναγνωρίσουν ή/και να χρησιμοποιήσουν λέξεις που θα πυροδοτήσουν το ενδιαφέρον ή θα προκαλέσουν τους υποψήφιους πελάτες να αποκαλύψουν την ιδιαίτερη σχέση τους με το χρήμα. Τέτοιες λέξεις είναι:
Για την ασφάλεια: άγχος, συνέπεια, κατοχύρωση, αδιέξοδο, φόβος, θεμέλιο, να παίρνεις ό,τι πληρώνεις, εγγύηση, επίδραση, ασφάλεια, κάλυψη ζωής, απώλεια, προστατευμένος, επιβεβαίωση, αξιοπιστία, αποφυγή ρίσκου, εδραιωμένος, αποταμίευση, δίχτυ ασφαλείας, στιβαρός, εμπιστοσύνη,
Για τη δύναμη: δράση, επίθεση, όρεξη, αυτοκρατορία, φθόνος, κανόνας χρυσού, ανάπτυξη, επένδυση, υπεραπόδοση, υψηλές επιδόσεις, περηφάνια, ρίσκο, κύρος, εξυπηρετών, δίψα, κορυφαίο στην κατηγορία, σαμπάνια, αετός
Για την αγάπη: απώλεια (λόγω θανάτου), παιδί, διαζύγιο, εκπαίδευση, οικογένεια, ευτυχία, σπίτι, μήνας του μέλιτος, κληρονομία, χαρά, γάμος, φωλιά πουλιού, ανατροφή, σύντροφος, κόκκινα τριαντάφυλλα, αδελφή ψυχή, κούνια, σοκολάτες, διαμάντια, Disney, αρκουδάκι,
Για την ελευθερία: περιπετειώδης, γύρος του κόσμου, απελευθέρωση, όνειρο, αναδυόμενες αγορές, εξερεύνηση, ευέλικτος, ελεύθερος, ελεύθερο πνεύμα, τζόγος, κυνήγι, αυθόρμητος, ανεξάρτητος, αντικομφορμιστής, πολυεθνικός, εκτός δρόμου, ευκαιρία, διαβατήριο, σύνταξη, ρουλέτα, χειροπέδες, πρωτοπόρος, ταξίδι, παρθένα εδάφη.
Πηγή
Tromaktiko
Ας τα δούμε αναλυτικά:
Ασφάλεια
Αντιπροσωπευτικό της συναισθηματικής ασφάλειας είναι η οικονομική ασφάλεια και η σχέση μεταξύ των δύο πιστεύεται πως είναι γραμμική: περισσότερα χρήματα, περισσότερη ασφάλεια. Το χρήμα είναι ένα συναισθηματικό σωσίβιο, μια μέθοδος για να κατανικήσεις την ανησυχία.
Ωστόσο, η αναζήτηση της ασφάλειας στο χρήμα μπορεί να αποξενώνει το άτομο καθώς βλέπει τους «σημαντικούς (γι’ αυτόν) άλλους» σαν μια αδύναμη πηγή ασφάλειας. Το χτίσιμο ενός συναισθηματικού τείχους γύρω από τους ίδιους μπορεί να οδηγήσει στον φόβο και την παράνοια στο ενδεχόμενο να πληγωθούν, να απορριφθούν ή να στερηθούν κάποιον. Ο φόβος της οικονομικής απώλειας γίνεται κυρίαρχος επειδή οι «ζητιάνοι» της ασφάλειας εξαρτώνται ολοένα και περισσότερο από τα χρήματα για την ικανοποίηση του εγώ τους: το χρήμα στηρίζει συναισθήματα ασφάλειας και αυτό-επιβεβαίωσης.
Οι Golberg και Lewis αναγνωρίζουν αρκετούς «χρηματικούς ανθρωπότυπους» που όλοι, συνειδητά ή μη, αντιλαμβάνονται το χρήμα σαν σύμβολο ασφάλειας:
Ο παθολογικός συσσωρευτής χρήματος: Γι’ αυτόν η εξοικονόμηση είναι από μόνη της ανταμοιβή. Φορολογεί τον εαυτό του και η εξοικονόμηση κανενός ποσού δεν φαντάζει ικανοποιητική για να παράσχει οικονομική ασφάλεια. Ορισμένοι, μάλιστα, γίνονται ευαίσθητοι σε ασθένειες επειδή μπορεί να αποστερούν τους εαυτούς τους από ικανοποιητική θέρμανση, ηλεκτρικό ή υγιεινή τροφή.
Ο αποστερημένος: Πρόκειται για έναν συσσωρευτή χρήματος, ο οποίος όμως τείνει να απολαμβάνει την «αυτοθυσία» στο πλαίσιο της φτώχειας στην οποία αυτο-υποβάλλεται. Μπορεί να ξοδεύει χρήματα για άλλους (αν και όχι πολλά) ώστε να εντείνει το ψευδο-μαρτύριό του. Οι ψυχαναλυτές επισημαίνουν ότι η συμπεριφορά του κρύβει από πίσω τον φθόνο, την εχθρότητα και τη δυσαρέσκεια για όσους είναι καλύτεροι.
Ο παθολογικός κυνηγός «ευκαιριών»: Μαζεύει χρήματα με φανατισμό, μέχρι η κατάσταση να είναι «ιδανική» και κατόπιν τα ξοδεύει με χαρά. Ο ενθουσιασμός συνίσταται στο να φαίνεται πιο έξυπνος από άλλους, τόσο αυτούς που πωλούν, όσο και αυτούς που αγοράζουν στην κανονική τιμή. Το αίσθημα του θριάμβου θα επικυρώσει το παράλογο μιας αγοράς που συχνά μπορεί να μην είναι πραγματικά επιθυμητή. Ταυτόχρονα, όμως, πέφτει «θύμα» καθώς εστιάζει στην τιμή και όχι στην ποιότητα.
Ο φανατικός συλλέκτης: Ο εμμονικός συλλέκτης συγκεντρώνει όλων των ειδών τα αντικείμενα, ορισμένα εκ των οποίων δεν έχουν καν σημαντική εσωτερική αξία. Στρέφεται στα υλικά αποκτήματα αντί για τους ανθρώπους ως πιθανή πηγή στοργής και ασφάλειας. Αποκτά ολοένα και περισσότερα, αλλά είναι απρόθυμος να πετάξει το οτιδήποτε. Η συλλογή μπορεί να (του) χαρίσει ένα αίσθημα σκοπού και μία βοήθεια στην αποφυγή του κενού της μοναχικότητας και της απομόνωσης. Τα αντικείμενα είναι «εύκολα», δεν απαιτούν κάτι, και μια σπουδαία συλλογή μπορεί να προσδώσει αίσθημα ανωτερότητας και δύναμης.
Το χρήμα ως δύναμη
Καθώς τα χρήματα μπορούν να αγοράσουν αγαθά, υπηρεσίες, ακόμη και αφοσίωση, μπορούν επιπλέον να χρησιμοποιηθούν για την απόκτηση αξίας, ελέγχου και κυριαρχίας. Μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την εξαγορά ή το συμβιβασμό με εχθρούς ανοίγοντας δρόμους για το άτομο που τα κατέχει.
Το χρήμα λοιπόν και η εξουσία που αυτό προσφέρει, μπορεί να ειδωθεί σαν μια παλινδρόμηση στην παιδική φαντασίωση της παντοδυναμίας. Μπορούμε να δούμε τρεις συμπεριφορές ανθρώπων που συνδέονται με την εξουσία του χρήματος (κατά την ψυχαναλυτική θεώρηση των Golberg και Lewis):
Ο χειριστικός: Ο άνθρωπος αυτός αξιοποιεί το χρήμα προκειμένου να εκμεταλλευτεί τη ματαιοδοξία και απληστία άλλων. Αν και πολλοί «χειριστικοί» άνθρωποι ζουν με τη βοήθεια του χρήματος συναρπαστικές ζωές, εντούτοις οι σχέσεις τους παρουσιάζουν προβλήματα καθώς αποδυναμώνονται ή και διαλύονται εξαιτίας επαναλαμβανόμενων πράξεων κακομεταχείρισης ή παραμέλησης. Η μεγαλύτερη απώλεια που βιώνουν σε βάθος χρόνου είναι η απουσία ακεραιότητας.
Αυτός που κάνει τους άλλους να εξαρτώνται απ’ αυτόν: Έχει ή φαίνεται να έχει μια υπερέχουσα αίσθηση ανεξαρτησίας και αυτοπεποίθησης. Καταπιέζοντας ή αρνούμενος τις δικές του ανάγκες εξάρτησης, μπορεί να προσπαθήσει να κάνει τους άλλους να εξαρτώνται απ’ αυτόν. Πολλοί τέτοιοι άνθρωποι αναπόφευκτα απομονώνονται και αποξενώνονται, ιδιαίτερα στα τελευταία χρόνια της ζωής τους.
Ο «νονός»: Έχει περισσότερα χρήματα για δωροδοκία και έλεγχο, έτσι ώστε να αισθάνεται ότι κυριαρχεί. Συχνά κρύβει θυμό και μεγάλη υπερευαισθησία στην ταπείνωση – εξ’ ου και η σημασία να αποσπά τη δημόσια αποδοχή και σεβασμό. Ωστόσο, επειδή εξαγοράζει πίστη και αφοσίωση, τείνει να προσελκύει τους αδύναμους και ανασφαλείς. Καταστρέφει την πρωτοβουλία και την ανεξαρτησία των άλλων και μένει περιτριγυρισμένος από χαμηλής υποστάθμης συκοφάντες.
Κατά τους Golberg και Lewis, ο άνθρωπος που έχει ανάγκη για δύναμη, στην παιδική ηλικία ένιωθε οργή αντί για φόβο και εκφράζει αυτή την οργή και σαν ενήλικας. Αυτοί που αναζητούν ασφάλεια μέσα από το χρήμα γίνονται συχνά θύματα επιθέσεων από αυτούς που αναζητούν δύναμη. Τα θύματα των ατόμων που αποζητούν τη δύναμη, νιώθουν ανεπαρκείς και ανασφαλείς και το αντιμετωπίζουν συνδεόμενοι με κάποιον που οι ίδοι νιώθουν ως δυνατό και ικανό. Είναι λοιπόν πιθανόν να ακολουθούν «νικητές» και πετυχημένους ειδικά εάν αυτοί έχουν αρκετά χρήματα.
Το χρήμα ως αγάπη
Για ορισμένους, το χρήμα δίνεται σαν υποκατάστατο συναισθήματος και στοργής. Το χρήμα εδώ χρησιμοποιείται για την εξαγορά αγάπης, αφοσίωσης και αυτοπεποίθησης. Επιπλέον, εξαιτίας της αρχής της αμοιβαιότητας η οποία είναι εγγενής στην προσφορά δώρου, πολλοί υποθέτουν ότι τα ανταποδοτικά δώρα είναι ένα νόμισμα αγάπης και φροντίδας.
Ο αγοραστής αγάπης: Πολλοί επιχειρούν να αγοράσουν αγάπη και σεβασμό: Αυτοί που πηγαίνουν με πόρνες, αυτοί που κάνουν επιδεικτικά φιλανθρωπίες, αυτοί που κακομαθαίνουν τα παιδιά τους. Ο «αγοραστής αγάπης» δεν νιώθει ότι είναι αντιπαθής, αλλά ότι δεν λαμβάνει αγάπη και αποφεύγει με κάθε τρόπο το αίσθημα απόρριψης και αναξιότητας, ευχαριστώντας μονίμως τους άλλους με τη γενναιοδωρία του. Ωστόσο, μπορεί να αντιμετωπίσει δυσκολία στην ανταπόδοση της αγάπης, ή η γενναιοδωρία του μπορεί να κρύβει στην πραγματικότητα συναισθήματα μίσους προς αυτούς που βασίζεται.
Ο πωλητής αγάπης: Υπόσχεται στοργή, αφοσίωση και έκφραση αγάπης για να τονώσει το εγώ των άλλων. Μπορεί να προσποιηθεί κάθε είδους απάντηση και ανταπόκριση και έλκεται από φυσικού του από τους αγοραστές της αγάπης. Ορισμένοι ισχυρίζονται ότι μορφές ψυχοθεραπείας είναι μια επιχείρηση αγοράς και πώλησης αγάπης που υπόκειται στους νόμους προσφοράς και ζήτησης: Ο αγοραστής αγοράζει φιλίες που με ευχαρίστηση ορισμένοι θεραπευτές πωλούν.
Ο κλέφτης αγάπης: Ο κλεπτομανής δεν είναι ένας οποιοσδήποτε κλέφτης χωρίς κρίση, αλλά κάποιος που αναζητά αντικείμενα συμβολικής αξίας για τον ίδιο. Είναι πεινασμένος για αγάπη, αλλά δε νιώθει ότι το αξίζει. Επιχειρεί να αφαιρέσει το ρίσκο από την αγάπη και καθώς είναι γενναιόδωρος, γίνεται αγαπητός, αν και τείνει να έχει μονάχα τεχνητά κατασκευασμένες σχέσεις.
Γενικά, φαίνεται πως παρότι οι γονείς παρέχουν χρήματα για τα παιδιά τους επειδή τα αγαπούν, οι γονείς μελλοντικών εμπόρων της αγάπης, προσφέρουν χρήματα αντί για αγάπη. Και τα άτομα αυτά, καθώς δεν έμαθαν ποτέ να δίνουν ή να δέχονται ελεύθερα την αγάπη, νιώθουν εξαναγκασμένοι να την αγοράσουν, να την πουλήσουν ή να την κλέψουν! Η αγορά, η πώληση, το εμπόριο και η κλοπή αγάπης είναι για τους Φροϋδικούς μια άμυνα ενάντια στην ειλικρινή συναισθηματική αφοσίωση, η οποία πρέπει να είναι η μόνη θεραπεία.
Το χρήμα ως ελευθερία
Πρόκειται για την πιο αποδεκτή και ως εκ τούτου συχνά ομολογημένη σχέση των ανθρώπων με το χρήμα. Τα χρήματα αγοράζουν χρόνο να κυνηγήσεις τα όνειρα και τα ενδιαφέροντά σου και απελευθερώνουν το άτομο από την καθημερινή ρουτίνα και περιορισμούς της πληρωμένης εργασίας.
Υπάρχουν δύο είδη πιστών της αυτονομίας:
Ο πωλητής της ελευθερίας: Γι’ αυτόν, το χρήμα αγοράζει απόδραση από τις διαταγές, τις εντολές, τον έλεγχο ή ακόμη και των συστάσεων που φαίνονται να θέτουν φραγμούς στην αυτονομία και να περιορίζουν την ανεξαρτησία του. Θέλει ανεξαρτησία κι όχι αγάπη – στην πραγματικότητα καταπιέζει και ως εκ τούτου έχει έντονο φόβο για τις εξαρτητικές ανάγκες. Φαντασιώνεται ότι μπορεί να είναι δυνατόν να αποκτήσει σχέση με ένα άλλο «ελεύθερο πνεύμα», σχέση στην οποία και οι δύο θα βιώσουν ταυτόχρονα την ελευθερία και τη συντροφικότητα! Το άτομο αυτό γίνεται συχνά αντιληπτό ως αναξιόπιστο και ανεύθυνο και μπορεί να εξοργίσει, πληγώσει ή θυμώσει τους άλλους, οποιαδήποτε σχέση κι αν έχουν μαζί του.
Ο μαχητής της ελευθερίας: Απορρίπτει το χρήμα και τον υλισμό σαν πηγή υποδούλωσης των πολλών. Συχνά είναι πολιτικά ριζοσπάστης, κοινωνικά απόκληρος ή τεχνοκράτης και υιοθετεί ένα στυλ «παθητικής επιθετικότητας» επιχειρώντας να επιλύσει τις εσωτερικές του διαμάχες και συγκεχυμένες αξίες. Συναδελφικότητα και συντροφικότητα είναι οι κύριες ανταμοιβές που εισπράττει. Ο ιδεαλισμός του μπορεί να ειδωθεί σαν ένας μηχανισμός ενάντια στο συναίσθημα. Μπορεί να υπάρχει σημαντικό κόστος εάν το άτομο εμπλακεί με κάποιου είδους αίρεση.
Ένα υποβόσκον μοτίβο είναι ότι η εξάρτηση από τους άλλους ανθρώπους και από τον κόσμο στην αρχή της ζωής, έγινε αντιληπτή σαν μια απειλή, κι όχι σαν ένα αίσθημα ανταμοιβής. Αυτή η τυπολογία βασίζεται σε κλινικές παρατηρήσεις και ερμηνεύτηκε μέσα από την ορολογία μιας συγκεκριμένης θεωρίας. Για ορισμένους, αυτό μπορεί να οδηγήσει σε ενδιαφέρουσες υποθέσεις που απαιτούν επιπλέον αποδείξεις είτε πειραματικές, είτε ενδείξεις από έναν ευρύτερο πληθυσμό, όπως αναφέρει ο Adrian Furnham στο «The New Psychology of Money».
Οι λέξεις του μάρκετινγκ και της διαφήμισης
Οι άνθρωποι του μάρκετινγκ έχουν χρησιμοποιήσει την παραπάνω τυπολογία για να προτείνουν ότι άνθρωποι των πωλήσεων μπορεί να αναγνωρίσουν ή/και να χρησιμοποιήσουν λέξεις που θα πυροδοτήσουν το ενδιαφέρον ή θα προκαλέσουν τους υποψήφιους πελάτες να αποκαλύψουν την ιδιαίτερη σχέση τους με το χρήμα. Τέτοιες λέξεις είναι:
Για την ασφάλεια: άγχος, συνέπεια, κατοχύρωση, αδιέξοδο, φόβος, θεμέλιο, να παίρνεις ό,τι πληρώνεις, εγγύηση, επίδραση, ασφάλεια, κάλυψη ζωής, απώλεια, προστατευμένος, επιβεβαίωση, αξιοπιστία, αποφυγή ρίσκου, εδραιωμένος, αποταμίευση, δίχτυ ασφαλείας, στιβαρός, εμπιστοσύνη,
Για τη δύναμη: δράση, επίθεση, όρεξη, αυτοκρατορία, φθόνος, κανόνας χρυσού, ανάπτυξη, επένδυση, υπεραπόδοση, υψηλές επιδόσεις, περηφάνια, ρίσκο, κύρος, εξυπηρετών, δίψα, κορυφαίο στην κατηγορία, σαμπάνια, αετός
Για την αγάπη: απώλεια (λόγω θανάτου), παιδί, διαζύγιο, εκπαίδευση, οικογένεια, ευτυχία, σπίτι, μήνας του μέλιτος, κληρονομία, χαρά, γάμος, φωλιά πουλιού, ανατροφή, σύντροφος, κόκκινα τριαντάφυλλα, αδελφή ψυχή, κούνια, σοκολάτες, διαμάντια, Disney, αρκουδάκι,
Για την ελευθερία: περιπετειώδης, γύρος του κόσμου, απελευθέρωση, όνειρο, αναδυόμενες αγορές, εξερεύνηση, ευέλικτος, ελεύθερος, ελεύθερο πνεύμα, τζόγος, κυνήγι, αυθόρμητος, ανεξάρτητος, αντικομφορμιστής, πολυεθνικός, εκτός δρόμου, ευκαιρία, διαβατήριο, σύνταξη, ρουλέτα, χειροπέδες, πρωτοπόρος, ταξίδι, παρθένα εδάφη.
Πηγή
Tromaktiko
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ