2018-04-19 17:39:32
Ἐν Πειραιεῖ 19-4-2018
Ο ΜΕΓΑΣ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΤΗΣ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΣ ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ ΚΥΡΟΣ ΑΘΗΝΑΓΟΡΑΣ
Πρωτοπρεσβ. Ἄγγελος Ἀγγελακόπουλος
Αὐτές τίς ἡμέρες, 19 καί 20 Ἀπριλίου 2018, διεξάγεται στήν Θεολογική Σχολή τοῦ Α.Π.Θ. διεθνές οἰκουμενιστικό συνέδριο μέ θέμα : «Ἀθηναγόρας καί Οἰκουμένη : 70 Χρόνια ἀπό τήν ἐκλογή τοῦ Πατριάρχη Ἀθηναγόρα στόν Οἰκουμενικό Θρόνο καί ἀπό τήν ἴδρυση τοῦ Π.Σ.Ε.»[1]. Σ’ αὐτό συμμετέχουν γνωστοί βετεράνοι καί νέοι οἰκουμενιστές κληρικοί καί λαϊκοί, ὅπως ὁ Σεβ. Μητρ. Ἀμορίου κ. Νικηφόρος, ὁ π. Γεώργιος Τσέτσης, ὁ Ἀριστείδης Πανώτης, ὁ Σεβ. Μητρ. Προύσης κ. Ἐλπιδοφόρος, ὁ κ. Μιλτιάδης Κωνσταντίνου, ὁ Σεβ. Μητρ. Μεσσηνίας κ. Χρυσόστομος, ὁ κ. Γρηγόριος Λαρεντζάκης,
ὁ κ. Γεώργιος Λαιμόπουλος, ὁ Σεβ. Μητρ. Νέας Κρήνης καί Καλαμαριᾶς κ. Ἰουστῖνος, ἡ κ. Βασιλική Σταθοκώστα, ὁ κ. Στυλιανός Τσομπανίδης, ὁ κ. Διονύσιος Βαλαής, ὁ κ. Κωνσταντίνος Χρήστου, ὁ Σεβ. Μητρ. Νεαπόλεως καί Σταυρουπόλεως κ. Βαρνάβας, ὁ κ. Γεώργιος-Σπυρίδων Μάμαλος, ὁ κ. Βασίλειος Κουκουσᾶς καί ὁ κ. Παῦλος Σεραφείμ.
Ἐπειδή θεωροῦμε ὅτι στό ἀνωτέρω οἰκουμενιστικό συνέδριο θά κυριαρχήσει ἡ παραπληροφόρηση, ἡ στρέβλωση τῆς ἀληθείας, ἡ ἀπήχηση διαχριστιανικῶν οἰκουμενιστικῶν θέσεων, σά νά ἔχει λησμονηθεῖ καί ἀπαληφθεί ἡ πραγματική ἱστορία, σά νά ἔχει γίνει ἱστορική κάθαρση καί γενοκτονία τῆς μνήμης, μέ ἀποτέλεσμα νά δίδεται μιά μεροληπτική εἰκόνα τῶν πραγμάτων καί τῶν γεγονότων περί κυροῦ Ἀθηναγόρα, γιά τόν λόγο αὐτόν προβαίνουμε στήν ἐπανέκδοση καί ἐπαναδημοσίευση παλαιοτέρου κειμένου μας μέ ὁμώνυμο τίτλο, μέ μοναδικό σκοπό τήν φανέρωση καί ἀποκάλυψη τῆς πλήρους ἀληθείας.
Τά σχετικά μέ τόν Πατριάρχη κυρό Ἀθηναγόρα τά δανειζόμαστε ἀπό τό ἐξαίρετο, θαυμάσιο καί πολύ ἐμπεριστατωμένο κείμενο τοῦ Πανοσιολογιωτάτου Ἀρχιμανδρίτου π. Ἰωάσαφ Μακρῆ «Ἱστορική ἀναδρομή τῆς προσεγγίσεως Ὀρθοδόξων καί Ρωμαιοκαθολικῶν κατά τόν 20ο αἰώνα»[2].
Α) Ἡ ἐκλογή τοῦ Πατριάρχου κυροῦ Ἀθηναγόρα
Κορυφαία ὅσο καί καθοριστική ἐκδήλωση τοῦ ἐνεργοῦ ἐνδιαφέροντος καί ἐνασχολήσεως τῆς ἀμερικανικῆς πολιτικῆς μέ τίς ὑποθέσεις τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου εἶναι ἡ ἐπιλογή καί ἐπιβολή τό 1948 στόν θρόνο τῆς Κωνσταντινουπόλεως τοῦ μέχρι τότε Ἀρχιεπισκόπου Ἀμερικῆς κυροῦ Ἀθηναγόρα. Εἶναι ὁ μοναδικός Πατριάρχης, πού ἐκλέχθηκε στόν Οἰκουμενικό Θρόνο, χωρίς νά ἔχει τήν τουρκική ὑπηκοότητα, ὅπως προβλέπεται ἀπό τήν Συνθήκη τῆς Λωζάνης. Εἶχε προηγηθεῖ ὁ ἐξαναγκασμός σέ παραίτηση τοῦ Πατριάρχου κυροῦ Μαξίμου τοῦ Ε΄ καί ἡ διαγραφή ἀπό τήν τουρκική κυβέρνηση ὅλων τῶν Ἱεραρχῶν τῆς ἐνδημούσης συνόδου ἀπό τόν κατάλογο ὑποψηφίων.
Ἡ ἀναγκαστική παραίτηση τοῦ Πατριάρχου κυροῦ Μαξίμου τοῦ Ε΄, πού ἐπισήμως ἀποδόθηκε σέ λόγους ὑγείας, ὀφειλόταν σέ ἀμερικανική ἀπόφαση γιά ἀναχαίτιση τῶν πρωτοβουλιῶν τοῦ Πατριαρχείου τῆς Μόσχας καί τῶν Σοβιετικῶν μέ τήν θεωρουμένη ἀνοχή τοῦ Πατριάρχου.
«Τό 1945 τό Πατριαρχεῖο Μόσχας συνεκάλεσε μία Πανορθόδοξη Διάσκεψη, στήν ὁποία συμμετεῖχαν καί οἱ Πατριάρχες Ἀλεξανδρείας κυρός Χριστοφόρος καί Ἀντιοχείας κυρός Ἀλέξανδρος. Ἐκεῖ τέθηκαν οἱ νέες βάσεις γιά τήν Πανορθόδοξη ἑνότητα καί μαρτυρία. Ὅλα ἔγιναν ἐν ἀγνοίᾳ τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κωνσταντινουπόλεως καί τοῦ Προκαθημένου της. Τό γεγονός θορύβησε τίς Ἡνωμένες Πολιτεῖες, καθώς ὁ Ψυχρός Πόλεμος βρισκόταν στήν ἀρχή καί πολλοί ἔβλεπαν ὅτι οἱ Σοβιετικοί τροπαιοῦχοι ἀπό τόν Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο σκόπευαν νά χρησιμοποιήσουν τό Πατριαρχεῖο στήν προσπάθεια διείσδυσης σέ νέες σφαῖρες ἐπιρροῆς. Οἱ ἀπόψεις αὐτές ἐνισχύθηκαν ἕνα χρόνο ἀργότερα, ὅταν, κατά τή διάρκεια τῆς ἐνθρόνισής του, ὁ Πατριάρχης κυρόε Μάξιμος ὁ Ε΄ τίμησε μέ ἐξαιρετικό τρόπο τόν Σοβιετικό πρέσβυ, τόν ὁποῖο ὑποδέχθηκε ὡς ἐκπρόσωπο τῆς Τσαρικῆς Ρωσίας, ἐνῶ ὑπάρχουν καί πληροφορίες ὅτι κάποια στιγμή ταξίδεψε μαζί μέ τόν Ρῶσο διπλωμάτη στό αὐτοκίνητό του. Ἔτσι οἱ ΗΠΑ ἀποφάσισαν νά λάβουν μέτρα : ἡ ἐκλογή τοῦ κυροῦ Ἀθηναγόρα, ἡ ἄφιξή του μέ το ἀεροσκάφος τοῦ Ἀμερικανοῦ Προέδρου Χάρι Τρούμαν, ἡ παραχώρηση τῆς τουρκικῆς ὑπηκοότητας μέ τό σκεπτικό ὅτι, ὅταν γεννήθηκε, τό χωριό του στήν Ἑλλάδα ἀποτελοῦσε μέρος τῆς Ὀθωμανικῆς ἐπικράτειας, ἦταν μερικές μόνον ἀπό τίς κινήσεις, πού δρομολόγησε ἡ Οὐάσιγκτον»[3].
Οἱ λεπτομέρειες τῆς ἐκλογῆς τοῦ κυροῦ Ἀθηναγόρα ἔχουν ὡς ἑξῆς :
«Ἐνῶ στήν ἐκλογή τοῦ κυροῦ Μαξίμου ὁ νομάρχης Κωνσταντινουπόλεως εἶχε δηλώσει στήν πατριαρχική ἀντιπροσωπεία, πού τόν ἐπισκέφθηκε, ὅτι οἱ ἀρχιερεῖς τοῦ Φαναρίου μποροῦσαν νά ἐκλέξουν ὅποιον θέλουν, στήν ἐκλογή τοῦ κυροῦ Ἀθηναγόρα ἔθεσε θέμα ἀποκλεισμοῦ ἀπ' αὐτήν ὅλων τῶν ἀρχιερέων, λέγοντας τό περίφημο «οὐδείς ἐξ ὑμῶν». Κι αὐτό, γιατί γιά τήν Τουρκική κυβέρνηση, συμφωνουσῶν καί τῆς ἑλληνικῆς καί τῆς ἀμερικανικῆς, μοναδικός ὑποψήφιος ἦταν ὁ Ἀμερικῆς κυρός Ἀθηναγόρας.
Ἡ ὑποψηφιότητα τοῦ κυροῦ Ἀθηναγόρα προκάλεσε ἀντιδράσεις τόσο στήν Σύνοδο τοῦ Πατριαρχείου, ὅσο καί στήν Ἱεραρχία τῶν Νέων Χωρῶν στήν Ἑλλάδα. Τότε ἐκδηλώθηκε ἀνοικτή ὑποστήριξη πρός τόν ὑποψήφιο τόσο ἀπό τήν ἑλληνική, ὅσο καί κυρίως ἀπό τήν τουρκική κυβέρνηση. Παράλληλα ἄρχισαν οἱ πιέσεις ἀπό τόν νομάρχη Κωνσταντινουπόλεως πρός ὅσους ἀντιδροῦσαν. Ἀκόμη ἡ ὑποψηφιότητά του παραβίαζε τόν τεσκερέ τοῦ 1923, σύμφωνα μέ τό ὁποῖο οἱ Οἰκουμενικοί Πατριάρχες ἔπρεπε νά εἶναι Τοῦρκοι πολίτες. Παρά ταῦτα ὄχι μόνο ἔγινε δεκτός, ἀλλά μετά τήν ἐκλογή του, τοῦ δόθηκε ἡ τουρκική ὑπηκοότητα καί, ὅταν ἔφτασε στήν Κωνσταντινούπολη, ὁ νομάρχης τοῦ παρέδωσε τήν ταυτότητα.
Μέ τόν τρόπο αὐτό ἄρχισε ἡ πατριαρχία τοῦ κυροῦ Ἀθηναγόρα, πού κράτησε 24 χρόνια. Μιά πατριαρχία, πού παρουσίασε ἱκανό ἔργο στόν διορθόδοξο καί διαχριστιανικό χῶρο, καί ἀνέδειξε τό Φανάρι διεθνῶς. Χαρακτηριστικά γιά τήν πληθωρική προσωπικότητα τοῦ Πατριάρχου κυροῦ Ἀθηναγόρα εἶναι τά ἀνεπίτρεπτα ἀνοίγματά του πρός τίς αἱρέσεις τοῦ Παπισμοῦ καί τοῦ Προτεσταντισμοῦ, πού μετέτρεψαν τό ἀπομονωμένο Πατριαρχεῖο σέ κέντρο τοῦ παγκόσμιου ἐνδιαφέροντος»[4].
Β) Ἡ πατριαρχία τοῦ κυροῦ Ἀθηναγόρα
Ἡ πολύχρονη πατριαρχία τοῦ κυροῦ Ἀθηναγόρα στάθηκε κατά κοινή ὁμολογία παράτολμη καί ἀνατρεπτική. Εἴτε τήν κρίνει κανείς μέ τά ἐπιχειρήματα τῶν ἐπικριτῶν εἴτε μέ τά ἀντίστοιχα τῶν ὑμνητῶν του καταλήγει στό ἴδιο πάντα συμπέρασμα˙ ὅτι οἱ τομές, πού ἐπέφερε, καί οἱ πρωτοβουλίες, πού ἀνέλαβε, ἰδιαίτερα στό θέμα τοῦ διαλόγου μέ τούς ἑτεροδόξους, ὑπῆρξαν ἐξαιρετικά καινοτόμες καί ρηξικέλευθες.
Ἡ ἀποδοχή, λοιπόν, τῶν ἐπιχειρημάτων τῆς μιᾶς ἤ τῆς ἄλλης πλευρᾶς ἐξαρτᾶται κατά κύριο λόγο ἀπό τά κριτήρια, πού θέτει κανείς, γιά νά ἀποτιμήσει τήν συνολική παρουσία του στόν Οἰκουμενικό Θρόνο καί τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία.
Ἄν ὡς κριτήριό μας θέσουμε τήν διεθνή ἀκτινοβολία καί ἀναγνώριση, τήν κοινωνική καί πολιτική καταξίωση, τήν διπλωματική δεινότητα καί εὐστροφία, τήν πρόσδοση κύρους καί προβολῆς στό Φανάρι καί ἄλλα ἀνάλογα κριτήρια, τά ὁποία ἀποδέχονται οἱ Οἰκουμενιστές, τότε ναί ἦταν μιά «μεγαλειώδης πατριαρχία» αὐτή τοῦ «Μεγάλου» Πατριάρχου κυροῦ Ἀθηναγόρα.
Ἄν, ὅμως, ὡς κριτήριο θέσουμε τήν Ὀρθόδοξη πίστη, τήν Ἱερά Παράδοση, τήν Ἁγία Γραφή, τό Ἱερό Εὐαγγέλιο, τίς Ἅγιες Οἰκουμενικές καί Τοπικές Συνόδους, τούς Ἱερούς Κανόνες καί τούς Ἁγίους Πατέρες, κριτήρια τά ὁποία ἀποδεχόμαστε οἱ Ὀρθόδοξοι, τότε ἡ πατριαρχία τοῦ κυροῦ Ἀθηναγόρα ἦταν μία καταστρεπτική, προδοτική, ἐκδυτιστική καί ἐκλατινιστική πατριαρχία. Ἦταν μία παταγώδης ἀποτυχία. Ὁ Κύριος λέει : «Ἐκ τῶν καρπῶν αὐτῶν ἐπιγνώσεσθε αὐτούς. Μήτι συλλέγουσιν ἀπό ἀκανθῶν σταφυλήν ἤ ἀπό τριβόλων σύκα; Οὕτω πᾶν δένδρον ἀγαθόν, καρπούς καλούς ποιεῖ. Τό δέ σαπρόν δένδρον, καρπούς πονηρούς ποεῖ. Οὐ δύναται δένδρον σαπρόν, καρπούς καλούς ποεῖν. Πᾶν δένδρον, μή ποιοῦν καρπόν καλόν, ἐκκόπτεται καί εἰς πῦρ βάλλεται. Ἄρα γε ἀπό τῶν καρπῶν αὐτῶν ἐπιγνώσεσθε αὐτούς»[5].Ποιοί οἱ καρποί καί τά ἀποτελέσματα τῆς πατριαρχίας τοῦ κυροῦ Ἀθηναγόρα; α) Τό 300.000 ὀρθοδόξων πιστῶν ποίμνιο, αὐτός κατάφερε νά τό συρρικνώσει στίς 3.000, καί β) κατά τή διάρκεια τῆς πατριαρχίας του δέν σημειώθηκε καμμία μεταστροφή αἱρετικοῦ ἤ ἑτεροδόξου στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Ὁ καθένας παρέμεινε στήν αἵρεση καί ἑτεροδοξία του.
Γιά τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο ἡ ἐπιλογή ἦταν δεδομένη καί τήν εἶχε ἐκμυστηρευτεῖ ἀποκαλυπτικά στόν τότε Ἀρχιεπίσκοπο Ἀμερικῆς κυρό Ἰάκωβο ὁ ἴδιος ὁ Πατριάρχης κυρός Ἀθηναγόρας : «Ἀπό αὐτή τήν κατάθλιψη, στήν ὁποία ζοῦμε ἐδῶ ἐπί αἰῶνες, δέν εἶναι δυνατόν νά μᾶς βγάλει κανείς. Πρέπει νά βγάλουμε ἐμεῖς τόν ἑαυτό μας, κοιτάζοντας πρός τήν Δύση, πρός τήν Εὐρώπη γενικά καί τίς Ἐκκλησίες τῆς Δύσεως»[6].
Σέ ὅ,τι ἀφορᾶ, ὅμως, στά θέματα τῆς πίστεως, τά παραπάνω κριτήρια δέν ἔχουν καμμία θέση στήν ἀξιολόγηση τῶν ἐπιλογῶν. Τοὐναντίον μάλιστα ἀποτελοῦν τροχοπέδη γιά τήν διατήρηση τῆς ἀκριβείας καί τῆς ἀληθείας της.
Δυστυχῶς, ἡ ταύτιση τῶν συμφερόντων (τῶν καλῶς ἔστω νοουμένων) τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου μέ τίς ἐπιλογές του σέ ζητήματα πίστεως στάθηκε ὀλέθρια καί δέν ἔπαψε μέχρι καί σήμερα νά μᾶς ἀποπροσανατολίζει, νά μᾶς παραπλανᾶ καί νά μᾶς παγιδεύει στό διχαστικό, ὅσο καί τεχνητό, δίλημμα : ἤ τά οἰκουμενιστικά ἀνοίγματα ἤ ἡ παρακμή καί ἡ ἀπώλεια τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου.
Ἔτσι, ἡ ὑποστήριξη τῶν ἑκάστοτε πρωτοβουλιῶν τοῦ Φαναρίου ἔγινε ταυτόσημη μέ τήν ὑποστήριξη τοῦ ἴδιου τοῦ θεσμοῦ τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου. Ἀλλά καί ἀντίστροφα, κάθε κριτική πρός τίς ἐνέργειες τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου ἐκλαμβάνεται ὡς πολεμική καί ἀπαξίωση τοῦ ἴδιου τοῦ θεσμοῦ. Αὐτός ὁ διχασμός ἔλαβε τήν μορφή καί τήν ἰσχύ ἀξιώματος. Ἔγινε πάγια τακτική τοῦ Φαναρίου, δόγμα τῆς ἐξωτερικῆς του πολιτικῆς, κοινός τόπος στήν ἀκαδημαϊκή θεολογία, κατευθυντήρια γραμμή στόν τύπο καί ὅλα τά ΜΜΕ, μόνιμο σύνθημα ὅλων τῶν Οἰκουμενιστῶν.
Γ) Ἡ καλλιέργεια σχέσεων μέ τό Βατικανό
Ἀπό τό ξεκίνημα τῆς πατριαρχίας του «ὁ προκαθήμενος τῆς Ὀρθοδοξίας ἐνηγκαλίσθη μετά παροιμιώδους ζωτικότητος τό ζήτημα τῆς ἀναθερμάνσεως τῶν ἐπαφῶν μέ τήν Ρώμην, τήν ὁποίαν ἐν τῷ ἐνθρονιστηρίῳ ἤδη λόγῳ του ἀσπάζεται μετ' ἀπεράντου σεβασμοῦ ἀδελφικῶς ἐν Χριστῷ»[7].
Τό ἄνοιγμα καί οἱ στενές σχέσεις τοῦ Πατριάρχου κυρού Ἀθηναγόρα μέ τό Βατικανό ἦταν κάτι τό ἀναμενόμενο καί προγραμματισμένο, καθώς «ἀπό Μητροπολίτης Κερκύρας εἶχε καλλιεργήσει στενές σχέσεις μέ τόν Παπισμό, πού ὡς ἀρχιεπίσκοπος Ἀμερικῆς τίς ἀξιοποίησε περισσότερο. Ὅταν μάλιστα ὡς Οἰκουμενικός Πατριάρχης διήρχετο μέ τό προσωπικό ἀεροπλάνο τοῦ Τρούμαν ἀπό τό ἰταλικό ἔδαφος, παρακάλεσε τόν πιλότο νά πετάξη πάνω ἀπό τήν Ἁγία Ἔδρα, ἀνταποκρινόμενος κατ' αὐτόν τόν τρόπο στήν ἐπιθυμία πολλῶν φίλων του τῆς Ἀμερικῆς νά συνδεθῆ στενότερα μέ τόν Παπισμό»[8].
Ὁ πρῶτος ἐπίσημος ἀπεσταλμένος τοῦ Φαναρίου στό Βατικανό ἦταν ὁ μόλις ἐκλεγμένος τότε Ἀρχιεπίσκοπος Ἀμερικῆς κυρόε Ἰάκωβος, ὁ πρῶτος ὀρθόδοξος Ἱεράρχης, πού συναντήθηκε μέ τόν αἱρεσιάρχη Πάπα Ρώμης μετά ἀπό αἰῶνες.
Στήν συνάντηση, πού εἶχε μέ τόν αἱρεσιάρχη Πάπα Ἰωάννη ΚΓ΄ κατά τό ἔτος 1959, ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀμερικῆς τοῦ μετέφερε προσωπικό μήνυμα τοῦ Πατριάρχου κυροῦ Ἀθηναγόρα : «Ἁγιώτατε. Ἡ Α. Θ. Παναγιότης ὁ Πατριάρχης μοι ἀνέθεσε τήν ὑψίστην τιμήν νά ἐπιδώσω πρός τήν Ὑμετέραν Ἁγιότητα, ὄχι ἐν γράμμασιν ἀλλ' ἐν τῇ ζώσῃ, τό ἑξῆς μήνυμα : «ἐγένετο ἄνθρωπος ἀπεσταλμένος παρά Θεοῦ, ὄνομα αὐτῷ Ἰωάννης. Διότι πιστεύει ὅτι Ὑμεῖς εἶσθε ὁ δεύτερος Πρόδρομος, ὁ ἐπιφορτισμένος παρά τοῦ Θεοῦ μέ τήν ἐντολήν εὐθείας νά ποιήσητε τάς τρίβους Αὐτοῦ»[9].
Στήν ἀπάντησή του ὁ αἱρεσιάρχης Πάπας ἀποκάλυψε τίς προθέσεις τοῦ Βατικανοῦ ἐν ὄψει τῆς Β΄ Βατικανῆς ψευδοσυνόδου, πού ἐπρόκειτο νά ξεκινήσει τίς ἐργασίες της. «Σκοπός τῆς νέας Συνόδου εἶναι ἡ ἐπανένωσις τῆς Ἐκκλησίας» δηλώνει στόν Ἀρχιεπίσκοπο καί συμφωνοῦν ἀπό κοινοῦ ὅτι «ἡ «ἕνωση τῶν ἐκκλησιῶν» πρέπει νά στηριχθεῖ στίς ἀρχές τῆς Γαλλικῆς Ἐπαναστάσεως»[10]. «Ἐάν δέν ἐπικρατήση τό σύνθημα τῆς Γαλλικῆς Ἐπαναστάσεως : ἐλευθερία, ἰσότης, ἀδελφότης, οὔτε εἰρήνη θά ὑπάρξει μεταξύ τῶν ἐθνῶν, οὔτε ἕνωσις μεταξύ τῶν Ἐκκλησιῶν»[11].
Τέλος, ὁ αἱρεσιάρχης Πάπας ὅρισε τίς βασικές ἀρχές αὐτῆς τῆς «ἑνώσεως» : «Ἡ ἕνωσις θά εἶναι ἕνωσις καρδιῶν. Ἕνωσις προσευχῆς. Ἕνωσις - καρπός ἀναζητήσεως τοῦ ἑνός ὑπό τοῦ ἄλλου»[12], δήλωσε στόν Ἀρχιεπίσκοπο κυρό Ἰάκωβο καί σηματοδότησε, ἔτσι, τή νέα οἰκουμενική πολιτική τοῦ Βατικανοῦ ἔναντι τῆς Ὀρθοδοξίας.
Ἡ νέα αὐτή πολιτική, πού ἔλαβε τήν ἐπίσημη μορφή της μέ τίς ἀποφάσεις τῆς Β΄ Βατικανῆς ψευδοσυνόδου (1963-1965)καί τό «Διάταγμα περί Οἰκουμενισμοῦ», ἐπεβλήθη στό ἑξῆς στόν διάλογο μεταξύ Ὀρθοδόξων καί Παπικῶν, ἀφοῦ ἔγινε δεκτή καί ἐκ μέρους τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου.
Πρόκειται γιά τήν γνωστή οὐνιτικοῦ τύπου «ἑνότητα», μέ τόν «ἀμοιβαῖο ἐμπλουτισμό τῶν δύο παραδόσεων», τήν «ἑνότητα ἐν τῇ ποικιλίᾳ», ἡ ὁποία προπαγανδίζεται κατά κόρον καί στίς μέρες μας. Ἑνότητα δηλ., ὄχι στήν Ὀρθόδοξη πίστη καί τήν Ἀλήθεια, πού εἶναι ὁ Χριστός, ἀλλά μία συγκρητιστικοῦ τύπου συγχώνευση, μία ἀπορρόφηση, οὐσιαστικά, τῆς Ὀρθοδοξίας στήν αἵρεση τοῦ Παπισμοῦ, χωρίς αὐτός νά ἀποβάλει καμμία ἀπό τίς αἱρέσεις του.
Στό σημεῖο, ὅμως, αὐτό τίθενται ἀμείλικτα ἐρωτήματα πρός τούς Οἰκουμενιστές : Ποιά «πανορθόδοξη ἀπόφαση» ἀθώωσε τόν Δούρειο Ἵππο τοῦ Παπισμοῦ, τήν ἐπάρατη Οὐνία καί τῆς ἔδωσε ἐκκλησιαστική ἀναγνώριση; Δέν ἔχει καταδικαστεῖ ἡ Οὐνία ἀπερίφραστα σέ «συνοδικές ἀποφάσεις πασῶν ἀνεξαιρέτως τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, ὡς εἶναι ἡ ὁμόφωνη ἀπόφαση τῆς Γ΄ Προσυνοδικῆς Πανορθοδόξου Διασκέψεως (1986)», ἀλλά καί στό Freising τοῦ Μονάχου τό 1990 μέ τίς ὑπογραφές μάλιστα καί παπικῶν θεολόγων[13]; Γιατί περιφρονοῦνται ἔτσι ὠμά οἱ ὁμόφωνες Πανορθόδοξες ἀποφάσεις, πού ρητά καταδικάζουν τήν Οὐνία;
Στήν ὑπηρεσία αὐτῆς τῆς νέας οἰκουμενιστικῆς πολιτικῆς ξεκίνησε μία κοινή ἐκστρατεία «ψυχολογικῆς προετοιμασίας» γιά τήν ἀποδοχή τῶν οἰκουμενιστικῶν ἀνοιγμάτων, πού πραγματοποιήθηκαν. Ἡ ἐκστρατεία αὐτή κινήθηκε σέ δύο κυρίως ἄξονες. Ἀπό τήν μία πλευρά ἐπεχειρισε νά ἀμβλύνει, ἀκόμη καί νά ἐκμηδενίσει, τίς δογματικές διαφορές μεταξύ Ὀρθοδοξίας καί Παπισμοῦ, ἀποδίδοντας τό μεταξύ τους χάσμα σέ προκαταλήψεις καί κατάλοιπα τοῦ παρελθόντος, πού ἔχουν πλέον ξεπεραστεῖ καί ἐκλείψει. Ἀπό την ἄλλη δέ ἐπένδυσε συστηματικά στήν ἀδήριτη δυναμική τῆς ἐπικοινωνιακῆς τακτικῆς, τῆς προβολῆς καί της ἐπιβολῆς μέσῳ τῆς ἐπαναλήψεως, στόν νόμο δηλαδή τῆς συνήθειας.
Χαρακτηριστικός ὅσο καί ἄκρως ἀποκαλυπτικός αὐτῆς τῆς ἐπιχειριθείσης ἀνατροπῆς καί ἀντιστροφῆς τῶν παραδεδομένων ἀρχῶν καί τῆς ἀληθείας τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱστορίας μας εἶναι ὁ διάλογος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κυροῦ Ἀθηναγόρα μέ τόν Καρδινάλιο Βίλλεμπρανς (Willebrans), πρόεδρο τοῦ Παπικοῦ Συμβουλίου γιά τήν χριστιανική ἑνότητα, στό Φανάρι. Τό ἴδιο, βεβαίως, χαρακτηριστικός καί ἀποκαλυπτικός εἶναι καί ὁ σχολιασμός καί ἡ ἑρμηνεία τοῦ διαλόγου αὐτοῦ ἀπό τόν καθηγητή Δ. Τσάκωνα, ἑνός ἀπό τούς κορυφαίους θαυμαστές καί ὑμνητές τοῦ Πατριάρχου κυροῦ Ἀθηναγόρα, στό βιβλίο του «Ἀθηναγόρας˙ ὁ Οἰκουμενικός τῶν Νέων Ἰδεῶν» :
« «Ἀπό τί προῆλθε τό Σχίσμα»; ρώτησε ὁ Πατριάρχης τόν Βίλλεμπρανς.
Ὁ Καρδινάλιος προσπάθησε μ' εὐγένεια ν' ἀναφέρει τίς δογματικές διαφορές τῶν «δύο ἐκκλησιῶν». Ὁ κυρός Ἀθηναγόρας - ὅπως ἀργότερα μου διηγήθηκε - τόλμησε νά πεῖ ὁλόκληρη τήν ἀλήθεια στόν ἔκπληκτο Ὁλλανδό Καρδινάλιο.
«Ἅγιε Ἀδελφέ, τό Σχίσμα δέν ἔγινε ἀπό τά ἔνζυμα καί τά ἄζυμα. Ἄν τό Ἅγιο Πνεῦμα πνεῖ στά ἔνζυμα, κατά τόν ἴδιο τρόπο πνεῖ καί στά ἄζυμα. Ἡ ἀντίθεσις δέν ἦταν θεολογική, ἀλλά μόνο πολιτική. Ἦταν ἡ ἀντίθεσις τῆς Ρώμης μέ τήν Ἀθήνα. Σεῖς ἐκπροσωπούσατε τήν Ρώμη κι ἐμεῖς τότε τήν Ἀθήνα».
Ὁ καρδινάλιος κοκκίνισε ἀπό ντροπή. Ἐναντίον τοῦ κατεστημένου, ὁ κυρός Ἀθηναγόρας δέν ἐδίστασε νά διατυπώσει ὁλόκληρη τήν ἀλήθεια, ἀντίθετα μέ τήν ἐπίσημη διδασκαλία καί τῶν «δύο ἐκκλησιῶν». Δέν τοῦ ἄρεσε νά ἐξαπατᾶ τά ἑκατομμύρια τῶν πιστῶν του μέ ἱστορικά ψεύδη... Θεωροῦσε πιό τίμιο νά μήν ἀλλαξοπιστεῖ κανείς, ἀλλά μέσα στό κάστρο τῆς Ἐκκλησίας του νά πολεμᾶ γιά οἰκουμενικότητα, ἀδελφοποιΐα καί διεύρυνσι»[14].
Τίς βασικές ἀρχές τῆς νέας οἰκουμενικῆς τακτικῆς διετύπωσε πολύ εὔστοχα καί συνοπτικά τό 1962 ὁ γνωστός παπικός θεολόγος Ἰωάννης Ντανιελοῦ : «Ὁ λατινικός καί ὁ βυζαντινός κόσμος, μέ τά συμφέροντά τους, ἔχουν ἀπό καιρό ἐκλείψει. Τό δόγμα εἶναι σχεδόν κοινό. Ἡ παράδοσις ἐπίσης. Τά μυστήρια κοινά. Καί κοινοί οἱ σημερινοί ἀντίπαλοι. Οἱ αἰῶνες, πού ἐπέρασαν, ἐσώρευσαν διάφορες προκαταλήψεις, πού πρέπει σιγά-σιγά νά ἐκμηδενισθοῦν. Ὡς πρῶτο στάδιο βλέπω την ψυχολογική προετοιμασία»[15].
Γι’ αὐτή τήν «ψυχολογική προετοιμασία» ξεκίνησαν καί συνεχίζονται μέχρι τίς μέρες μας μία σειρά ἀπό κινήσεις καί πρωτοβουλίες κορυφαίου συμβολικοῦ χαρακτήρα ἐκ μέρους τοῦ Βατικανοῦ καί τῶν ἐκ τῶν Ὀρθοδόξων Οἰκουμενιστῶν, μέ σκοπό τήν σταδιακή ἄμβλυνση τῆς συνειδήσεως καί τήν ἐξασθένιση τοῦ αἰσθητηρίου τοῦ ὀρθοδόξου πληρώματος.
Δ) Ἡ συνάντηση τῶν Ἱεροσολύμων
Μέ τήν ἀναρρίχησή του στόν Θρόνο τῆς Κωνσταντινουπόλεως ὁ Πατριάρχης κυρός Ἀθηναγόρας ξεκίνησε ἐπίσημες καί μυστικές ἐπαφές μέ τό Βατικανό. «Ὁ Ἀθηναγόρας ἐπί συνεχῆ ἔτη διαπραγματεύεται παρασκηνιακῶς μέ τό Βατικανό τήν συνάντηση του μέ τόν Πάπα. Διαμεσολαβητής εἶναι ὁ Ρουμάνος Ἀρχιμανδρίτης Σκρίμα, διαπρεπής θεολόγος, καί διάφορες προσωπικότητες τοῦ παπικοῦ κόσμου»[16].
Ἡ συνάντηση αὐτή πραγματοποιήθηκε τελικά τόν Ἰανουάριο τοῦ 1964 στά Ἱεροσόλυμα. Ὁ αἱρεσιάρχης Πάπας Παῦλος ΣΤ΄, κατά τήν διάρκεια τῆς λήξεως τῶν ἐργασιῶν τῆς Β΄ Βατικανῆς ψευδοσυνόδου, προανήγγειλε τήν προσκυνηματική του ἐπίσκεψη στά Ἱεροσόλυμα. Ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης κυρός Ἀθηναγόρας ἔσπευσε νά δηλώσει ὅτι θά πάει καί ὁ ἴδιος στά Ἱεροσόλυμα μέ σκοπό νά συναντήσει τόν αἱρεσιάρχη Πάπα. Ἐπιθυμοῦσε δέ στήν συνάντηση αὐτή νά συμμετάσχουν καί οἱ αἱρεσιάρχες τοῦ Προτεσταντισμοῦ, μέ σκοπό μιά παγχριστιανική προσέγγιση, πού θά ὁδηγοῦσε στήν ἕνωση.
«Δέν ἠρκέσθη δέ μόνον εἰς τοῦτο. Ἐπρότεινε ταυτοχρόνως, ἵνα καί οἱ Πατριάρχαι καί Πρόεδροι τῶν ἐκασταχοῦ Αὐτοκεφάλων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν πορευθῶσιν ὅλοι ὁμοῦ εἰς Ἱεροσόλυμα, συναντηθῶσι μετά τοῦ Πάπα καί διεξαγάγωσι μετά τούτου συζήτησιν περί τῆς ἑνώσεως τῶν Ἐκκλησιῶν»[17], σχολιάζει ὁ τότε Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος κυρός Χρυσόστομος Β΄.
Πρόκειται γιά πρωτόγνωρες πραγματικά ἀποφάσεις, πού ἀνέτρεψαν μέσα σέ μιά στιγμή κάθε δεδομένο τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, Ἱερούς Κανόνες, Συνοδικότητα, Ἁγιοπατερική Παράδοση, δογματική καί ἐκκλησιαστική συνείδηση καί τόσα ἄλλα. Καί νά σκεφτεῖ κανείς πώς πρόκειται γιά ἀποφάσεις ἑνός καί μόνο ἀνδρός, χωρίς καμμία προηγούμενη πανορθόδοξη ἀπόφαση οὔτε κἄν ἐνημέρωση ἐπ' αὐτῶν! «Αἱ ἄνω ἀπόψεις τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου... ἐδημιούργησαν παρά τοῖς Ὀρθοδόξοις ἀλγεινήν ἐντύπωσιν... Τό ἀποφασιστικόν τοῦτο καί ἀπρόοπτον βῆμα τοῦ Πατριαρχείου, ἔδει νά καταστῆ ἀντικείμενον κοινῆς συσκέψεως καί ἀποφάσεως τῶν κατά τόπους ἁγίων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν»[18], παρατηρεῖ μέ ἀπογοήτευση ὁ Μακαριώτατος Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος κυρός Χρυσόστομος Β΄.
Ἡ συνάντηση Πάπα - Πατριάρχη στάθηκε μία ὑποδειγματική ἐφαρμογή της προαποφασισμένης οἰκουμενιστικῆς τακτικῆς, πού προαναφέραμε. Ἐπένδυσε συστηματικά στήν δύναμη τῆς εἰκόνας, τοῦ συμβολισμοῦ καί τῶν ἐντυπώσεων. Ὁ Πατριάρχης κυρός Ἀθηναγόρας, ἄλλωστε, διέθετε ἰδιαίτερη εὐχέρεια στήν ἐπικοινωνιακή τακτική καί μέ τίς δηλώσεις του κέρδισε ἀμέσως τόν δημοσιογραφικό κόσμο. «Τέτοιες κουβέντες ἤθελαν οἱ δημοσιογράφοι κι ἔτρεξαν ποιός πρῶτος θά προλάβει νά στείλει τό τηλεγράφημά του. Οἱ ἄλλοι, οἱ πολλοί, πού ἀκολούθησαν τόν Πάπα, πού δέν ἦταν καθόλου προσιτός καί πού δέν εἶπε οὔτε λέξη, ἄρχισαν κι αὐτοί νά τρέχουν πίσω ἀπό τόν Ἀθηναγόρα»[19].
Ἐπικοινωνιακή τακτική, πολύκροτες δηλώσεις καί μιά ἀκατάσχετη ἀγαπολογία κυριάρχησε στήν πολύκροτη συνάντηση, ἔτσι ὅπως μᾶς τήν περιγράφει ὁ ἴδιος ὁ Πατριάρχης : «Κι ὅταν εἶδε ὁ ἕνας τόν ἄλλο, αἱ χεῖρες μας ἤνοιξαν αὐτομάτως. Ὁ ἕνας ἐρρίφθη εἰς τήν ἀγκάλην τοῦ ἄλλου. Ὅταν μᾶς ἠρώτησαν πῶς ἐφιληθήκαμεν, ἀδελφοί, ὕστερα ἀπό 900 χρόνια - Ἐρωτᾶς πῶς; Ἐπήγαμε οἱ δύο μας χέρι μέ χέρι εἰς τό δωμάτιόν του, καί εἴχαμεν μίαν μυστικήν ὁμιλίαν οἱ δύο μας. Τί εἶπαμεν; Ποιός ξέρει τί λέγουν δύο ψυχές, ὅταν ὁμιλοῦν! Ποιός ξέρει τί λέγουν δύο καρδίαι, ὅταν ἀνταλλάσσουν αἰσθήματα»[20]!
Τό μυστικό περιεχόμενο, βεβαίως, τῆς «συνομιλίας τῶν ψυχῶν» Πάπα - Πατριάρχη καί τῶν αἰσθημάτων, πού ἀντήλλαξαν, δέν ἀνακοινώθηκε ποτέ οὔτε στίς Συνόδους τῶν Τοπικῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν οὔτε στό ὀρθόδοξο πλήρωμα. Τό πληροφορούμαστε, ὅμως, σταδιακά ἀπό τότε, καθώς παρακολουθοῦμε τήν προδιαγεγραμμένη καί προαποφασισμένη ἀπό τότε οἰκουμενιστική πορεία πρός τήν «ἕνωση». «Τί εἶπαμεν; Ἐκάμαμε κοινόν πρόγραμμα, μέ ἰσοτιμίαν ἀπόλυτον, ὄχι μέ διαφοράν»[21].Αὐτό τό «κοινό πρόγραμμα», πού καταρτίστηκε σέ μία μυστική συνάντηση δύο ἀνδρῶν, ἦταν, ὅπως προκύπτει ἀπό τίς ἀρχικές δηλώσεις καί ἀναφορές, πολύ πιό προχωρημένο ἀπό αὐτό, πού τελικά παρουσιάστηκε.
Ἐπρόκειτο γιά σαφή συμφωνία γιά «ἕνωση στό κοινό ποτήριο», ἀφοῦ ἐκ τῶν πραγμάτων ἀποκαλύπτεται ὅτι αὐτή ἦταν ἡ ἀρχική ἐπιθυμία τῶν δύο μερῶν. «Καί εἶπαμεν ὅτι ἤδη εὑρισκόμεθα εἰς τήν ὁδόν εἰς Ἐμμαούς» συνέχισε ὁ Πατριάρχης κυρός Ἀθηναγόρας «καί πηγαίνομεν νά μᾶς συναντήση ὁ Κύριος ἐν τῷ κοινῷ ἁγίῳ Ποτηρίῳ. Ὁ Πάπας ἀπαντῶν μοῦ προσέφερε Ἅγιον Ποτήριον. Δέν ἤξευρεν ὅτι ἐγώ θά μιλοῦσα δι' Ἅγιον Ποτήριον, οὔτε ἤξερα ὅτι θά μοῦ προσέφερεν Ἅγιον Ποτήριον! Τί εἶναι; Συμβολισμός τοῦ μέλλοντος»[22].
Σχετικά μέ τήν διαμυστηριακή κοινωνία (intercommunion) θά πρέπει νά σημειωθεῖ ὅτι ἡ ἑνότητα στή Θεία Λατρεία μεταξύ Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί αἱρετικῶν σημαίνει, κατά τήν Ὀρθόδοξη θεώρηση, ἔκφραση ἑνότητας τῆς ὅλης Ἐκκλησίας. Μάλιστα ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία προϋποθέτει τήν ἑνότητα τῆς πίστεως πρίν ἀπό τήν εὐχαριστιακή πράξη. Χωρίς αὐτή τήν ἑνότητα στήν πίστη καί τήν εὐχαριστιακή κοινωνία, ἡ ἑνότητα μεταξύ Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί αἱρετικῶν ἔχει μόνο ἠθικό καί κοινωνικό χαρακτήρα. Ἀντίθετα, οἱ αἱρετικές παρασυναγωγές στό σύνολό τους ἐνδιαφέρονται περισσότερο γιά τήν διαμυστηριακή κοινωνία καί μάλιστα πρίν τήν ἐπίτευξη ἑνότητας στήν πίστη, πράγμα πού ἀπορρίπτει σαφῶς ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία γιά τούς παραπάνω λόγους[23].
Ὁ πατήρ Δημήτριος Στανιλοάε, κορυφαῖος ὀρθόδοξος Ρουμάνος θεολόγος, λέει ὅτι θά πρέπει νά ἐφαρμόσουμε ὀρθόδοξες θεολογικές προϋποθέσεις στούς διαλόγους, πού διεξάγει ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία μέ τίς αἱρέσεις καί τίς θρησκεῖες. Οἱ προϋποθέσεις αὐτές εἶναι οἱ ἑξῆς : Νά ἐπιτευχθεῖ
α) ἑνότητα στή διοίκηση τῆς Ἐκκλησίας˙ δηλ. νά ἀποδεχθοῦν οἱ αἱρετικοί καί ἀλλόθρησκοι τό συνοδικό σύστημα διοικήσεως τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.
β) ἑνότητα στήν Ὀρθόδοξη πίστη καί ζωή, ὅπως αὐτές ἐκφράζονται στήν ἁγία παράδοση τῆς Ὀρθοδοξίας, στήν Ἁγία Γραφή, στίς ἀποφάσεις τῶν Ἁγίων Οἰκουμενικῶν καί Τοπικῶν Συνόδων, στούς Ἱερούς Κανόνες καί στά συγγράμματα τῶν Ἁγίων Πατέρων καί θεολόγων τῆς Ὀρθοδοξίας, καί
γ) ἑνότητα στή θεία λατρεία τῆς Ὀρθοδοξίας[24].
Παραλλήλως, ὁ κορυφαῖος ὀρθόδοξος Ρώσσος θεολόγος τοῦ 20ου αἰ., πατήρ Γεώργιος Φλωρόφσκυ, ἐπισημαίνει : «Σάν μέλος καί ἱερεύς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πιστεύω ὅτι ἡ Ἐκκλησία, μέσα στήν ὁποία βαπτίσθηκα καί ἀνατράφηκα, εἶναι ἡ Ἐκκλησία, ἡ ἀληθινή Ἐκκλησία, ἡ μόνη ἀληθινή Ἐκκλησία. Καί τό πιστεύω αὐτό γιά πολλούς λόγους : Ἕνεκα τῆς προσωπικῆς πεποιθήσεως καί ἕνεκα τῆς ἐσωτάτης βεβαιώσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, πού πνέει στά μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας, καί ἕνεκα τῶν ὅσων εἶναι δυνατόν νά γνωρίζω ἀπό τήν Ἁγία Γραφή καί ἀπό τήν καθολική (ὀρθόδοξη) παράδοση τῆς Ἐκκλησίας. Εἶμαι ὑποχρεωμένος, λοιπόν, νά θεωρῶ ὅλες τίς ὑπόλοιπες χριστιανικές «ἐκκλησίες» ὡς ἐλαττωματικές καί σέ πολλές περιπτώσεις μπορῶ νά προσδιορίσω αὐτές τίς ἐλλείψεις τῶν ἄλλων «ἐκκλησιῶν» μέ ἀπόλυτη ἀκρίβεια. Γι'αὐτό, λοιπόν, ἡ ἕνωσις τῶν Χριστιανῶν, γιά μένα, σημαίνει ἀκριβῶς τήν παγκόσμια ἐπιστροφή στήν Ὀρθοδοξία. Δέν ἔχω καμμία ἀπολύτως ὁμολογιακή πεποίθηση˙ ἡ πεποίθησίς μου ἀνήκει ἀποκλειστικά στήν Una Sancta, στή «Μίαν, Ἁγίαν, Καθολικήν, Ἀποστολικήν Ἐκκλησίαν», τήν Ὀρθοδοξίαν»[25].
Ε) Ἡ ἄρση τῶν ἀναθεμάτων
Αὐτή ἡ «ἕνωση στό κοινό Ποτήριο» ἐπιχειρήθηκε μέ τήν «ἄρση τῶν ἀναθεμάτων» μεταξύ Βατικανοῦ καί Φαναρίου, πού πραγματοποιήθηκε στά τέλη τοῦ 1965, μέ μονομερή ἀπόφαση τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου. Χαρακτηριστική ἦταν ἡ ἀντίδραση τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ἡ ὁποία «μέ πολλήν δυσμένειαν ἐπληροφορήθη τήν πρωτοβουλίαν τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Ἀθηναγόρα. Οὐδείς ἔχει τό δικαίωμα νά προβαίνη εἰς παρομοίας πράξεις. Τό δικαίωμα ἔχει μόνον ὁλόκληρος ἡ Ὀρθοδοξία»[26], καθώς δήλωσε ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος κυρός Χρυσόστομος Β΄.
Ἄς μᾶς ἀπαντήσουν οἱ Οἰκουμενιστές : Ποιός ἐξουσιοδότησε τόν Πατριάρχη κυρό Ἀθηναγόρα νά ἄρει τά ἀναθέματα τό 1965 στά Ἱεροσόλυμα; Ποιά Πανορθόδοξη Σύνοδος ἀποφάσισε τήν ἄρση τῶν ἀναθεμάτων; Δέν ἔγινε καμμία Πανορθόδοξη Σύνοδος, παρά μόνο τοπική στή Κωνσταντινούπολη. Ἡ ἄρση τῶν ἀναθεμάτων ἦταν ἀντικανονική.
Μέ τήν ἄρση τῶν ἀναθεμάτων οἱ δύο πλευρές ἐννοοῦσαν τήν ἄρση τοῦ Σχίσματος. Ὁ τότε Ἀρχιεπίσκοπος Ἀμερικῆς κυρός Ἰάκωβος, ἐπίσημος ἀπεσταλμένος ἐκείνη τήν περίοδο τοῦ Πατριάρχου κυροῦ Ἀθηναγόρα πρός τούς Παπικούς, ἀποκαλύπτει τό περιεχόμενο τῶν μηνυμάτων, πού ἀντάλλαξαν Φανάρι καί Βατικανό «μέχρι τοῦ τολμηροῦ ἐπίσης μηνύματος, πού μοῦ ἀνέθεσε ὁ Πατριάρχης νά μεταβιβάσω στόν πρόεδρο τῆς Ἐπιτροπῆς Σχέσεων Δύσης καί Ἀνατολῆς, πού ἦταν ἕνας Γερμανός σεβάσμιος καρδινάλιος, ὁ Αὐγουστίνος Μπέα».
Καί συνεχίζει ὁ Ἀρχιεπίσκοπος: «Λίγο καιρό μετά, ἐπισκέπτομαι τόν Μπέα στή Νέα Ὑόρκη. Τόν ρώτησα : «Τί λέτε, σεβασμιώτατε, μποροῦμε νά φέρουμε τίς Ἐκκλησίες μας πιό κοντά μέ τήν ἄρση τοῦ Σχίσματος»; Μοῦ λέει : «Καλή ἰδέα, δέν ξέρω πῶς θά τή δεχτοῦν στή Ρώμη, ἀλλά ἐγώ νομίζω ὅτι πρέπει νά γίνει ἡ ἄρση τοῦ Σχίσματος. Ἔτσι, δέν θά ἔχουμε λόγο κανέναν νά μήν πλησιάσουμε ὁ ἕνας τόν ἄλλο».
Ἐρώτηση Γ. Μαλούχου : «Τήν ἄρση τοῦ Σχίσματος ἤ τοῦ ἀναθέματος»;
Ἀπάντηση Ἀρχιεπισκόπου : «Καί τά δύο αὐτά μαζί πηγαίνουνε, γιατί ὅταν κατέθεσαν οἱ ἀντιπρόσωποι τοῦ Πάπα τό ἀνάθεμα, τρόπον τινά, μέ τό ὁποῖο ἀναθεμάτιζε ὁ Πάπας Νικόλαος τόν Μιχαήλ Κηρουλάριο, Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, ἦταν τό ὁριστικό Σχίσμα πιά. Δέν ἔγινε ἄλλη ἐπίσημος πρᾶξις, πού νά καθιερώσει τό Σχίσμα ὡς μία διαιρετική γραμμή μεταξύ Ἀνατολῆς καί Δύσεως»[27]. Ἡ ἄρση τοῦ σχίσματος ἐντάσσεται, ἄλλωστε, καί στήν λογική τῶν ἀποφάσεων τῆς Β΄ Βατικανῆς ψευδοσυνόδου, πού πραγματοποιοῦνταν ἐκεῖνο τό διάστημα, γιά ἄρση τῆς ἀκοινωνησίας καί ἀναγνώριση τῶν μυστηρίων τῶν Ὀρθοδόξων.
Στό λατινικό μάλιστα κείμενο τῆς «ἄρσεως τῶν ἀναθεμάτων»ὑπάρχει ὁ ὄρος excommunicatio = ἀκοινωνησία, ὁ ὁποῖος στήν ἐπίσημη μετάφραση τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου μεταφράζεται ὡς «ἀναθέματα»[28]. Τό κείμενο, δηλαδή μιλοῦσε γιά «ἄρση τῆς ἀκοινωνησίας». «Οἱ New York Times μετέδωσαν τήν ἀπό κοινοῦ ἀγγελίαν τοῦ Βατικανοῦ καί τοῦ Φαναρίου τῆς 7ηςΔεκεμβρίου 1965 διά τήν ἄρσιν τοῦ excommunicatio (τῆς ἀκοινωνησίας τοῦ Λατινικοῦ κειμένου) εἰς τήν πρώτην σελίδα, ὡς τό τέλος τοῦ σχίσματος τοῦ 1054 καί ὡς τήν ἐπανέναρξιν τῆς μυστηριακῆς κοινωνίας, πού εἶχε τότε δῆθεν διακοπεῖ. Φαίνεται πλέον σαφῶς ὅτι τό Ἑλληνικόν κείμενον, πού ἀναγγέλει τήν ἄρσιν τῶν ἀναθεμάτων, ἦτο τεχνηέντως παραπλανητικόν. Φαίνεται εἶχε σκοπόν νά ἀμβλύνη ἐνδεχομένας ἀρνητικάς ἀντιδράσεις τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν»[29], ἐπισημαίνει ὁ ἀείμνηστος π. Ἰωάννης Ρωμανίδης.
Χαρακτηριστικό, ἐπίσης, εἶναι ὅτι «ὁ Πάπας Ἰωάννης Παῦλος Β΄, πρίν ἐπισκεφθεῖ τό Φανάρι (30-11-1979)... ἐξέφρασε τή βεβαιότητά του ὅτι ἡ ἑνότητα ἔχει ἀποκατασταθεῖ στήν πράξη (In Tat war der wiederhesteung der Einheit der Christen)»[30],ὅπως ὑπογραμμίζει ὁ Ἀντώνιος Παπαδόπουλος.
Τό νέο οἰκουμενιστικό δόγμα, πού διαμορφώθηκε μεταξύ Βατικανοῦ καί Φαναρίου στά μέσα τοῦ 20ου αἰώνα, θεωρεῖ ἀμελητέες τίς δογματικές διαφορές μεταξύ Ὀρθοδοξίας καί Παπισμοῦ, ἀποδίδει τό Σχίσμα καί τήν διακοπή τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας σέ πολιτικούς λόγους καί τήν ἔλλειψη ἀγάπης ἑκατέρωθεν. Μέ βάση αὐτή τήν λογική, λοιπόν, αὐτό, πού χρειαζόταν, γιά τήν ἀποκατάσταση τῆς ἑνότητος, ἦταν ἡ ἄρση τοῦ Σχίσματος καί «νά ἀγαπηθοῦμε», κατά τόν Πατριάρχη κυρό Ἀθηναγόρα, ἀφοῦ «ἕως τό 1054 εἴχαμε πολλάς διαφοράς... ἀλλά ἠγαπώμεθα. Καί ὅταν ἀγαπῶνται οἱ ἄνθρωποι, διαφοραί δέν ὑπάρχουν. Ἀλλά τό 1054, πού ἐπαύσαμεν νά ἀγαπώμεθα, ἦλθαν ὅλες οἱ διαφορές. Ἠγαπώμεθα καί εἴχομεν τό ἴδιον μυστήριον. Τό ἴδιον βάπτισμα, τά ἴδια μυστήρια καί ἰδιαιτέρως τό ἴδιον Ἅγιον Ποτήριον. Τώρα πού ξαναγυρίσαμεν εἰς τό 1054, διατί δέν ξαναγυρίζομεν καί εἰς τό Ἅγιον Ποτήριον»[31].
Ὁ στόχος, λοιπόν, εἶναι δεδομένος : ἡ πλήρης «ἕνωση», τό κοινό Ποτήριο.Γιά τήν ἐπίτευξη αὐτοῦ τοῦ στόχου θά πρέπει νά ἀκολουθηθεῖ μία διαδικασία, μία κοινή πορεία. Γιά τόν Πατριάρχη κυρό Ἀθηναγόρα «ὑπάρχουν δύο δρόμοι : Ὁ Θεολογικός διάλογος. Καί ἔχομεν τούς θεολόγους ἑκατέρωθεν, οἱ ὁποῖοι μελετοῦν τό ζήτημα τῆς ἐπανόδου εἰς τά παλαιά. Καί ἐπειδή δέν ἔχω πολλές ἐλπίδες ἀπό τόν θεολογικόν διάλογον... δι' αὐτό ἐγώ προτιμῶ τόν διάλογο τῆς ἀγάπης. Νά ἀγαπηθοῦμε! Καί τί γίνεται σήμερα; Πνεῦμα μέγα ἀγάπης ἐξαπλώνεται ὑπέρ τούς Χριστιανούς Ἀνατολῆς καί Δύσεως. Ἤδη ἀγαπώμεθα. Ὁ Πάπας τό εἶπε : ἀπέκτησα ἕναν ἀδελφόν καί τοῦ λέγω σ' ἀγαπῶ! Τό εἶπα καί ἐγώ : Ἀπέκτησα ἕναν ἀδελφό καί τοῦ εἶπα σ' ἀγαπῶ! Πότε θά ἔλθη αὐτό τό πράγμα; Ὁ Κύριος τό ξέρει. Δέν τό ξέρομε. Ἀλλά ἐκεῖνο, τό ὁποῖο ξεύρω, εἶναι ὅτι θά ἔλθει. Πιστεύω ὅτι θά ἔλθη. Διότι δέν εἶναι δυνατόν νά μήν ἔλθη, διότι ἤδη ἔρχεται. Διότι ἤδη εἰς τήν Ἀμερικήν μεταλαμβάνετε πολλούς ἀπό τό Ἅγιον Ποτήριον καί καλά κάνετε! Καί ἐγώ ἐδῶ, ὅταν ἔρχονται Καθολικοί ἤ Προτεστάνται καί ζητοῦν νά μεταλάβουν, τούς προσφέρω τό Ἅγιον Ποτήριον! Καί εἰς τήν Ρώμην τό ἴδιο γίνεται καί εἰς τήν Ἀγγλίαν καί εἰς τήν Γαλλίαν. Ἤδη ἔρχεται μοναχό του. Ἀλλά δέν κάνει νά ἔλθει ἀπό τούς λαϊκούς καί ἀπό τούς ἱερεῖς. Πρέπει νά εἶναι σύμφωνος καί ἡ Ἱεραρχία καί ἡ Θεολογία. Γι' αὐτό, λοιπόν, προσπαθοῦμε νά ἔχωμεν καί θεολόγους μαζί, διά νά ἔλθει αὐτό τό μεγάλο γεγονός τοῦ Παγχριστιανισμοῦ. Καί μαζί μέ αὐτό τό μεγάλο γεγονός, θά ἔλθει μίαν ἡμέραν τό ὄνειρόν μας τῆς Πανανθρωπότητος»[32].
ΣΤ) «Ἐπίθεση ἀγάπης» καί διγλωσσία τοῦ Βατικανοῦ
Αὐτή ἡ ἀκατάσχετη ἀγαπολογία θά κυριαρχήσει στόν «διάλογο» μέ τούς Παπικούς. Ἡ «ἐπίθεση τῆς ἀγάπης» εἶναι μία τακτική, πού ἐφαρμόζει συστηματικά καί τό Βατικανό. Ἀπό τά μέσα τοῦ 20ου αἰώνα τό Βατικανό ἐγκατέλειψε φαινομενικά τήν παλαιά τακτική του γιά ἀπαίτηση προσχωρήσεως στόν Παπισμό τῶν «αἱρετικῶν» ὀρθοδόξων.
Οἱ νέες κοινωνικές καί πολιτικές συνθῆκες δέν προσφέρονται πλέον γιά ἐχθρικές ἀντιπαραθέσεις καί πολεμικό κλίμα καί τό Βατικανό σπεύδει νά προσαρμοστεῖ, παραλλάσσοντας τήν ἐπικοινωνιακή του πολιτική. Ξεκινᾶ, ἔτσι, τήν «ἐπίθεση στά νῶτα», κατά τόν μακαριστό π. Ἰωάννη Ρωμανίδη, ἐπίδειξη φιλίας καί ἀγάπης, οἰκουμενικά ἀνοίγματα καί διάλογος, χωρίς καμμία οὐσιαστική ἀλλαγή στούς στόχους καί τίς μεθόδους.
Αὐτό ἐπιβεβαιώνεται καί ἀπό τό γεγονός ὅτι ταυτόχρονα μέ τό «Διάταγμα περί Οἰκουμενισμοῦ», πού τόσο ἔχει προπαγανδισθεῖ καί ἀπό παπικῆς καί ἀπό οἰκουμενιστικῆς Ὀρθοδόξου πλευρᾶς, ἡ Β΄ Βατικανή ψευδοσύνοδος ἐξέδωσε, ἐπίσης, τό ἀντίστοιχο «Διάταγμα γιά τίς Ἀνατολικές Καθολικές Ἐκκλησίες», τίς οὐνιτικές δηλαδή, τίς ὁποῖες ἀναγνωρίζει καί προασπίζεται μέ κάθε ἐπισημότητα.
Ἡ ἐπιμονή τοῦ Βατικανοῦ στήν Οὐνία, τήν πιό ἐπαίσχυντη δηλαδή μορφή προσηλυτισμοῦ καί πολεμικῆς κατά τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἀποκαλύπτει τόσο τό ἀληθινό του πρόσωπο ὅσο καί τόν βαθμό τῆς διγλωσσίας, μέ τήν ὁποία δέν παύει νά συμπεριφέρεται ἔναντι τῶν Ὀρθοδόξων.
Ἀποκαλύπτει, ὅμως, καί τήν διγλωσσία τῶν ἐκ τῶν Ὀρθοδόξων οἰκουμενιστῶν, πού ἐθελοτυφλοῦν μπροστά στήν πραγματικότητα, πού ἀντιλαμβάνονται ἐπιλεκτικά τίς διαθέσεις τοῦ Βατικανοῦ, πού ἐκλαμβάνουν κατά τό δοκοῦν τίς κινήσεις καί τίς ἀποφάσεις του. Τώρα κατανοεῖ κανείς πόσο μειωτική ἕως προδοτική τῆς πίστεως ἐνέργεια ὑπῆρξε ἡ ἐπίσκεψη (10/13-10-2012) τοῦ μεγάλου οἰκουμενιστοῦ καί αἱρετίζοντος Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου στό Βατικανό, γιά νά συμπροσευχηθεῖ, νά ἑορτάσει καί νά ὁμιλήσει γιά τά 50 χρόνια συμπληρώσεως τῆς Β΄ Βατικανῆς ψευδοσυνόδου. Οὐσιαστικά καί τυπικά ἀποδέχεται πλήρως τά διατάγματα περί Οἰκουμενισμοῦ, Ουνίας καί διαθρησκευτικοῦ συγκρητισμοῦ.
Ἐπειδή, ὅμως, κάποιοι ἀγνοοῦν σκοπίμως ἴσως τίς ἀποφάσεις τῆς Β΄ Βατικάνειας ψευδοσυνόδου καί πόσο σημαντική ὑπῆρξε αὐτή γιά τό μέλλον τῆς αἱρέσεως τοῦ Παπισμοῦ, ἀλλά καί τῆς παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, μεταφέρουμε ἐδῶ ἕνα μικρό μόνο ἀπόσπασμα ἀπό τό βιβλίο τοῦ Αἰδεσιμολογιωτάτου Πρωτοπρεσβυτέρου Θεοδώρου Ζήση «Διαθρησκειακές συναντήσεις, Ἄρνησις τοῦ Εὐαγγελίου καί προσβολή τῶν Ἁγίων Μαρτύρων». Στό απόσπασμα αὐτό μπορεῖ κανείς νά ἀντιληφθεῖ πόσο μεγάλη ὤθηση ἔδωσε ἡ Β΄ ψευδοσύνοδος τοῦ Βατικανοῦ στή διαθρηκειακή «κατανόηση» ἤ καλύτερα στήν πανθρησκειακή ἑνότητα καί ἑπομένως ποιό βαθύτερο νόημα εἶχε ἡ συμμετοχή τοῦ Πατριάρχου Βαρθολομαίου στούς ἑορτασμούς γιά τήν ψευδοσύνοδο αὐτή. Στό κεφάλαιο «ἔχουν οἱ θρησκεῖες τόν ἴδιο Θεό καί κοινές ἠθικές ἀξίες»; σημειώνει :
«Ἄς δοῦμε τώρα μία ἀπό τίς θεμελιακές θέσεις, πού προβάλλουν ὅσοι ὀργανώνουν, συμμετέχουν, καί ὑποστηρίζουν τίς διαθρησκειακές συναντήσεις καί τούς διαθρησκειακούς διάλογους. Σύμφωνα μέ αὐτή, σέ ὅλες τίς θρησκεῖες ὑπάρχουν θετικά στοιχεῖα. Οἱ τρεῖς μάλιστα δῆθεν «μεγάλες μονοθεϊστικές θρησκεῖες»», ὁ Χριστιανισμός, ὁ Ἰουδαϊσμός καί τό Ἰσλάμ πιστεύουν στόν ἴδιο Θεό. Αὐτό διακηρύσσεται urbi et orbi. Ἄρχισε νά καλλιεργεῖται καί νά διδάσκεται ἀπό τή Β' Βατικάνειο ψευδοσύνοδο (1962-1965) (Γράφει ἡ ψευδοσύνοδος στή διακήρυξη Nostra Aetate, γιά τίς σχέσεις τῆς Ἐκκλησίας πρός τίς μή χριστιανικές κοινότητες : «Μέ ἐκτίμηση ἀτενίζει ἡ Ἐκκλησία καί τούς Μουσουλμάνους, οἱ ὁποῖοι λατρεύουν τόν ἕνα καί μοναδικό Θεό, τόν ζῶντα..., τόν εὔσπλαχνο καί παντοδύναμο, τόν δημιουργό οὐρανοῦ καί γῆς, πού μίλησε στούς ἀνθρώπους. Αὐτ thriskeftika
Ο ΜΕΓΑΣ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΤΗΣ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΣ ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ ΚΥΡΟΣ ΑΘΗΝΑΓΟΡΑΣ
Πρωτοπρεσβ. Ἄγγελος Ἀγγελακόπουλος
Αὐτές τίς ἡμέρες, 19 καί 20 Ἀπριλίου 2018, διεξάγεται στήν Θεολογική Σχολή τοῦ Α.Π.Θ. διεθνές οἰκουμενιστικό συνέδριο μέ θέμα : «Ἀθηναγόρας καί Οἰκουμένη : 70 Χρόνια ἀπό τήν ἐκλογή τοῦ Πατριάρχη Ἀθηναγόρα στόν Οἰκουμενικό Θρόνο καί ἀπό τήν ἴδρυση τοῦ Π.Σ.Ε.»[1]. Σ’ αὐτό συμμετέχουν γνωστοί βετεράνοι καί νέοι οἰκουμενιστές κληρικοί καί λαϊκοί, ὅπως ὁ Σεβ. Μητρ. Ἀμορίου κ. Νικηφόρος, ὁ π. Γεώργιος Τσέτσης, ὁ Ἀριστείδης Πανώτης, ὁ Σεβ. Μητρ. Προύσης κ. Ἐλπιδοφόρος, ὁ κ. Μιλτιάδης Κωνσταντίνου, ὁ Σεβ. Μητρ. Μεσσηνίας κ. Χρυσόστομος, ὁ κ. Γρηγόριος Λαρεντζάκης,
ὁ κ. Γεώργιος Λαιμόπουλος, ὁ Σεβ. Μητρ. Νέας Κρήνης καί Καλαμαριᾶς κ. Ἰουστῖνος, ἡ κ. Βασιλική Σταθοκώστα, ὁ κ. Στυλιανός Τσομπανίδης, ὁ κ. Διονύσιος Βαλαής, ὁ κ. Κωνσταντίνος Χρήστου, ὁ Σεβ. Μητρ. Νεαπόλεως καί Σταυρουπόλεως κ. Βαρνάβας, ὁ κ. Γεώργιος-Σπυρίδων Μάμαλος, ὁ κ. Βασίλειος Κουκουσᾶς καί ὁ κ. Παῦλος Σεραφείμ.
Ἐπειδή θεωροῦμε ὅτι στό ἀνωτέρω οἰκουμενιστικό συνέδριο θά κυριαρχήσει ἡ παραπληροφόρηση, ἡ στρέβλωση τῆς ἀληθείας, ἡ ἀπήχηση διαχριστιανικῶν οἰκουμενιστικῶν θέσεων, σά νά ἔχει λησμονηθεῖ καί ἀπαληφθεί ἡ πραγματική ἱστορία, σά νά ἔχει γίνει ἱστορική κάθαρση καί γενοκτονία τῆς μνήμης, μέ ἀποτέλεσμα νά δίδεται μιά μεροληπτική εἰκόνα τῶν πραγμάτων καί τῶν γεγονότων περί κυροῦ Ἀθηναγόρα, γιά τόν λόγο αὐτόν προβαίνουμε στήν ἐπανέκδοση καί ἐπαναδημοσίευση παλαιοτέρου κειμένου μας μέ ὁμώνυμο τίτλο, μέ μοναδικό σκοπό τήν φανέρωση καί ἀποκάλυψη τῆς πλήρους ἀληθείας.
Τά σχετικά μέ τόν Πατριάρχη κυρό Ἀθηναγόρα τά δανειζόμαστε ἀπό τό ἐξαίρετο, θαυμάσιο καί πολύ ἐμπεριστατωμένο κείμενο τοῦ Πανοσιολογιωτάτου Ἀρχιμανδρίτου π. Ἰωάσαφ Μακρῆ «Ἱστορική ἀναδρομή τῆς προσεγγίσεως Ὀρθοδόξων καί Ρωμαιοκαθολικῶν κατά τόν 20ο αἰώνα»[2].
Α) Ἡ ἐκλογή τοῦ Πατριάρχου κυροῦ Ἀθηναγόρα
Κορυφαία ὅσο καί καθοριστική ἐκδήλωση τοῦ ἐνεργοῦ ἐνδιαφέροντος καί ἐνασχολήσεως τῆς ἀμερικανικῆς πολιτικῆς μέ τίς ὑποθέσεις τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου εἶναι ἡ ἐπιλογή καί ἐπιβολή τό 1948 στόν θρόνο τῆς Κωνσταντινουπόλεως τοῦ μέχρι τότε Ἀρχιεπισκόπου Ἀμερικῆς κυροῦ Ἀθηναγόρα. Εἶναι ὁ μοναδικός Πατριάρχης, πού ἐκλέχθηκε στόν Οἰκουμενικό Θρόνο, χωρίς νά ἔχει τήν τουρκική ὑπηκοότητα, ὅπως προβλέπεται ἀπό τήν Συνθήκη τῆς Λωζάνης. Εἶχε προηγηθεῖ ὁ ἐξαναγκασμός σέ παραίτηση τοῦ Πατριάρχου κυροῦ Μαξίμου τοῦ Ε΄ καί ἡ διαγραφή ἀπό τήν τουρκική κυβέρνηση ὅλων τῶν Ἱεραρχῶν τῆς ἐνδημούσης συνόδου ἀπό τόν κατάλογο ὑποψηφίων.
Ἡ ἀναγκαστική παραίτηση τοῦ Πατριάρχου κυροῦ Μαξίμου τοῦ Ε΄, πού ἐπισήμως ἀποδόθηκε σέ λόγους ὑγείας, ὀφειλόταν σέ ἀμερικανική ἀπόφαση γιά ἀναχαίτιση τῶν πρωτοβουλιῶν τοῦ Πατριαρχείου τῆς Μόσχας καί τῶν Σοβιετικῶν μέ τήν θεωρουμένη ἀνοχή τοῦ Πατριάρχου.
«Τό 1945 τό Πατριαρχεῖο Μόσχας συνεκάλεσε μία Πανορθόδοξη Διάσκεψη, στήν ὁποία συμμετεῖχαν καί οἱ Πατριάρχες Ἀλεξανδρείας κυρός Χριστοφόρος καί Ἀντιοχείας κυρός Ἀλέξανδρος. Ἐκεῖ τέθηκαν οἱ νέες βάσεις γιά τήν Πανορθόδοξη ἑνότητα καί μαρτυρία. Ὅλα ἔγιναν ἐν ἀγνοίᾳ τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κωνσταντινουπόλεως καί τοῦ Προκαθημένου της. Τό γεγονός θορύβησε τίς Ἡνωμένες Πολιτεῖες, καθώς ὁ Ψυχρός Πόλεμος βρισκόταν στήν ἀρχή καί πολλοί ἔβλεπαν ὅτι οἱ Σοβιετικοί τροπαιοῦχοι ἀπό τόν Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο σκόπευαν νά χρησιμοποιήσουν τό Πατριαρχεῖο στήν προσπάθεια διείσδυσης σέ νέες σφαῖρες ἐπιρροῆς. Οἱ ἀπόψεις αὐτές ἐνισχύθηκαν ἕνα χρόνο ἀργότερα, ὅταν, κατά τή διάρκεια τῆς ἐνθρόνισής του, ὁ Πατριάρχης κυρόε Μάξιμος ὁ Ε΄ τίμησε μέ ἐξαιρετικό τρόπο τόν Σοβιετικό πρέσβυ, τόν ὁποῖο ὑποδέχθηκε ὡς ἐκπρόσωπο τῆς Τσαρικῆς Ρωσίας, ἐνῶ ὑπάρχουν καί πληροφορίες ὅτι κάποια στιγμή ταξίδεψε μαζί μέ τόν Ρῶσο διπλωμάτη στό αὐτοκίνητό του. Ἔτσι οἱ ΗΠΑ ἀποφάσισαν νά λάβουν μέτρα : ἡ ἐκλογή τοῦ κυροῦ Ἀθηναγόρα, ἡ ἄφιξή του μέ το ἀεροσκάφος τοῦ Ἀμερικανοῦ Προέδρου Χάρι Τρούμαν, ἡ παραχώρηση τῆς τουρκικῆς ὑπηκοότητας μέ τό σκεπτικό ὅτι, ὅταν γεννήθηκε, τό χωριό του στήν Ἑλλάδα ἀποτελοῦσε μέρος τῆς Ὀθωμανικῆς ἐπικράτειας, ἦταν μερικές μόνον ἀπό τίς κινήσεις, πού δρομολόγησε ἡ Οὐάσιγκτον»[3].
Οἱ λεπτομέρειες τῆς ἐκλογῆς τοῦ κυροῦ Ἀθηναγόρα ἔχουν ὡς ἑξῆς :
«Ἐνῶ στήν ἐκλογή τοῦ κυροῦ Μαξίμου ὁ νομάρχης Κωνσταντινουπόλεως εἶχε δηλώσει στήν πατριαρχική ἀντιπροσωπεία, πού τόν ἐπισκέφθηκε, ὅτι οἱ ἀρχιερεῖς τοῦ Φαναρίου μποροῦσαν νά ἐκλέξουν ὅποιον θέλουν, στήν ἐκλογή τοῦ κυροῦ Ἀθηναγόρα ἔθεσε θέμα ἀποκλεισμοῦ ἀπ' αὐτήν ὅλων τῶν ἀρχιερέων, λέγοντας τό περίφημο «οὐδείς ἐξ ὑμῶν». Κι αὐτό, γιατί γιά τήν Τουρκική κυβέρνηση, συμφωνουσῶν καί τῆς ἑλληνικῆς καί τῆς ἀμερικανικῆς, μοναδικός ὑποψήφιος ἦταν ὁ Ἀμερικῆς κυρός Ἀθηναγόρας.
Ἡ ὑποψηφιότητα τοῦ κυροῦ Ἀθηναγόρα προκάλεσε ἀντιδράσεις τόσο στήν Σύνοδο τοῦ Πατριαρχείου, ὅσο καί στήν Ἱεραρχία τῶν Νέων Χωρῶν στήν Ἑλλάδα. Τότε ἐκδηλώθηκε ἀνοικτή ὑποστήριξη πρός τόν ὑποψήφιο τόσο ἀπό τήν ἑλληνική, ὅσο καί κυρίως ἀπό τήν τουρκική κυβέρνηση. Παράλληλα ἄρχισαν οἱ πιέσεις ἀπό τόν νομάρχη Κωνσταντινουπόλεως πρός ὅσους ἀντιδροῦσαν. Ἀκόμη ἡ ὑποψηφιότητά του παραβίαζε τόν τεσκερέ τοῦ 1923, σύμφωνα μέ τό ὁποῖο οἱ Οἰκουμενικοί Πατριάρχες ἔπρεπε νά εἶναι Τοῦρκοι πολίτες. Παρά ταῦτα ὄχι μόνο ἔγινε δεκτός, ἀλλά μετά τήν ἐκλογή του, τοῦ δόθηκε ἡ τουρκική ὑπηκοότητα καί, ὅταν ἔφτασε στήν Κωνσταντινούπολη, ὁ νομάρχης τοῦ παρέδωσε τήν ταυτότητα.
Μέ τόν τρόπο αὐτό ἄρχισε ἡ πατριαρχία τοῦ κυροῦ Ἀθηναγόρα, πού κράτησε 24 χρόνια. Μιά πατριαρχία, πού παρουσίασε ἱκανό ἔργο στόν διορθόδοξο καί διαχριστιανικό χῶρο, καί ἀνέδειξε τό Φανάρι διεθνῶς. Χαρακτηριστικά γιά τήν πληθωρική προσωπικότητα τοῦ Πατριάρχου κυροῦ Ἀθηναγόρα εἶναι τά ἀνεπίτρεπτα ἀνοίγματά του πρός τίς αἱρέσεις τοῦ Παπισμοῦ καί τοῦ Προτεσταντισμοῦ, πού μετέτρεψαν τό ἀπομονωμένο Πατριαρχεῖο σέ κέντρο τοῦ παγκόσμιου ἐνδιαφέροντος»[4].
Β) Ἡ πατριαρχία τοῦ κυροῦ Ἀθηναγόρα
Ἡ πολύχρονη πατριαρχία τοῦ κυροῦ Ἀθηναγόρα στάθηκε κατά κοινή ὁμολογία παράτολμη καί ἀνατρεπτική. Εἴτε τήν κρίνει κανείς μέ τά ἐπιχειρήματα τῶν ἐπικριτῶν εἴτε μέ τά ἀντίστοιχα τῶν ὑμνητῶν του καταλήγει στό ἴδιο πάντα συμπέρασμα˙ ὅτι οἱ τομές, πού ἐπέφερε, καί οἱ πρωτοβουλίες, πού ἀνέλαβε, ἰδιαίτερα στό θέμα τοῦ διαλόγου μέ τούς ἑτεροδόξους, ὑπῆρξαν ἐξαιρετικά καινοτόμες καί ρηξικέλευθες.
Ἡ ἀποδοχή, λοιπόν, τῶν ἐπιχειρημάτων τῆς μιᾶς ἤ τῆς ἄλλης πλευρᾶς ἐξαρτᾶται κατά κύριο λόγο ἀπό τά κριτήρια, πού θέτει κανείς, γιά νά ἀποτιμήσει τήν συνολική παρουσία του στόν Οἰκουμενικό Θρόνο καί τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία.
Ἄν ὡς κριτήριό μας θέσουμε τήν διεθνή ἀκτινοβολία καί ἀναγνώριση, τήν κοινωνική καί πολιτική καταξίωση, τήν διπλωματική δεινότητα καί εὐστροφία, τήν πρόσδοση κύρους καί προβολῆς στό Φανάρι καί ἄλλα ἀνάλογα κριτήρια, τά ὁποία ἀποδέχονται οἱ Οἰκουμενιστές, τότε ναί ἦταν μιά «μεγαλειώδης πατριαρχία» αὐτή τοῦ «Μεγάλου» Πατριάρχου κυροῦ Ἀθηναγόρα.
Ἄν, ὅμως, ὡς κριτήριο θέσουμε τήν Ὀρθόδοξη πίστη, τήν Ἱερά Παράδοση, τήν Ἁγία Γραφή, τό Ἱερό Εὐαγγέλιο, τίς Ἅγιες Οἰκουμενικές καί Τοπικές Συνόδους, τούς Ἱερούς Κανόνες καί τούς Ἁγίους Πατέρες, κριτήρια τά ὁποία ἀποδεχόμαστε οἱ Ὀρθόδοξοι, τότε ἡ πατριαρχία τοῦ κυροῦ Ἀθηναγόρα ἦταν μία καταστρεπτική, προδοτική, ἐκδυτιστική καί ἐκλατινιστική πατριαρχία. Ἦταν μία παταγώδης ἀποτυχία. Ὁ Κύριος λέει : «Ἐκ τῶν καρπῶν αὐτῶν ἐπιγνώσεσθε αὐτούς. Μήτι συλλέγουσιν ἀπό ἀκανθῶν σταφυλήν ἤ ἀπό τριβόλων σύκα; Οὕτω πᾶν δένδρον ἀγαθόν, καρπούς καλούς ποιεῖ. Τό δέ σαπρόν δένδρον, καρπούς πονηρούς ποεῖ. Οὐ δύναται δένδρον σαπρόν, καρπούς καλούς ποεῖν. Πᾶν δένδρον, μή ποιοῦν καρπόν καλόν, ἐκκόπτεται καί εἰς πῦρ βάλλεται. Ἄρα γε ἀπό τῶν καρπῶν αὐτῶν ἐπιγνώσεσθε αὐτούς»[5].Ποιοί οἱ καρποί καί τά ἀποτελέσματα τῆς πατριαρχίας τοῦ κυροῦ Ἀθηναγόρα; α) Τό 300.000 ὀρθοδόξων πιστῶν ποίμνιο, αὐτός κατάφερε νά τό συρρικνώσει στίς 3.000, καί β) κατά τή διάρκεια τῆς πατριαρχίας του δέν σημειώθηκε καμμία μεταστροφή αἱρετικοῦ ἤ ἑτεροδόξου στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Ὁ καθένας παρέμεινε στήν αἵρεση καί ἑτεροδοξία του.
Γιά τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο ἡ ἐπιλογή ἦταν δεδομένη καί τήν εἶχε ἐκμυστηρευτεῖ ἀποκαλυπτικά στόν τότε Ἀρχιεπίσκοπο Ἀμερικῆς κυρό Ἰάκωβο ὁ ἴδιος ὁ Πατριάρχης κυρός Ἀθηναγόρας : «Ἀπό αὐτή τήν κατάθλιψη, στήν ὁποία ζοῦμε ἐδῶ ἐπί αἰῶνες, δέν εἶναι δυνατόν νά μᾶς βγάλει κανείς. Πρέπει νά βγάλουμε ἐμεῖς τόν ἑαυτό μας, κοιτάζοντας πρός τήν Δύση, πρός τήν Εὐρώπη γενικά καί τίς Ἐκκλησίες τῆς Δύσεως»[6].
Σέ ὅ,τι ἀφορᾶ, ὅμως, στά θέματα τῆς πίστεως, τά παραπάνω κριτήρια δέν ἔχουν καμμία θέση στήν ἀξιολόγηση τῶν ἐπιλογῶν. Τοὐναντίον μάλιστα ἀποτελοῦν τροχοπέδη γιά τήν διατήρηση τῆς ἀκριβείας καί τῆς ἀληθείας της.
Δυστυχῶς, ἡ ταύτιση τῶν συμφερόντων (τῶν καλῶς ἔστω νοουμένων) τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου μέ τίς ἐπιλογές του σέ ζητήματα πίστεως στάθηκε ὀλέθρια καί δέν ἔπαψε μέχρι καί σήμερα νά μᾶς ἀποπροσανατολίζει, νά μᾶς παραπλανᾶ καί νά μᾶς παγιδεύει στό διχαστικό, ὅσο καί τεχνητό, δίλημμα : ἤ τά οἰκουμενιστικά ἀνοίγματα ἤ ἡ παρακμή καί ἡ ἀπώλεια τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου.
Ἔτσι, ἡ ὑποστήριξη τῶν ἑκάστοτε πρωτοβουλιῶν τοῦ Φαναρίου ἔγινε ταυτόσημη μέ τήν ὑποστήριξη τοῦ ἴδιου τοῦ θεσμοῦ τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου. Ἀλλά καί ἀντίστροφα, κάθε κριτική πρός τίς ἐνέργειες τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου ἐκλαμβάνεται ὡς πολεμική καί ἀπαξίωση τοῦ ἴδιου τοῦ θεσμοῦ. Αὐτός ὁ διχασμός ἔλαβε τήν μορφή καί τήν ἰσχύ ἀξιώματος. Ἔγινε πάγια τακτική τοῦ Φαναρίου, δόγμα τῆς ἐξωτερικῆς του πολιτικῆς, κοινός τόπος στήν ἀκαδημαϊκή θεολογία, κατευθυντήρια γραμμή στόν τύπο καί ὅλα τά ΜΜΕ, μόνιμο σύνθημα ὅλων τῶν Οἰκουμενιστῶν.
Γ) Ἡ καλλιέργεια σχέσεων μέ τό Βατικανό
Ἀπό τό ξεκίνημα τῆς πατριαρχίας του «ὁ προκαθήμενος τῆς Ὀρθοδοξίας ἐνηγκαλίσθη μετά παροιμιώδους ζωτικότητος τό ζήτημα τῆς ἀναθερμάνσεως τῶν ἐπαφῶν μέ τήν Ρώμην, τήν ὁποίαν ἐν τῷ ἐνθρονιστηρίῳ ἤδη λόγῳ του ἀσπάζεται μετ' ἀπεράντου σεβασμοῦ ἀδελφικῶς ἐν Χριστῷ»[7].
Τό ἄνοιγμα καί οἱ στενές σχέσεις τοῦ Πατριάρχου κυρού Ἀθηναγόρα μέ τό Βατικανό ἦταν κάτι τό ἀναμενόμενο καί προγραμματισμένο, καθώς «ἀπό Μητροπολίτης Κερκύρας εἶχε καλλιεργήσει στενές σχέσεις μέ τόν Παπισμό, πού ὡς ἀρχιεπίσκοπος Ἀμερικῆς τίς ἀξιοποίησε περισσότερο. Ὅταν μάλιστα ὡς Οἰκουμενικός Πατριάρχης διήρχετο μέ τό προσωπικό ἀεροπλάνο τοῦ Τρούμαν ἀπό τό ἰταλικό ἔδαφος, παρακάλεσε τόν πιλότο νά πετάξη πάνω ἀπό τήν Ἁγία Ἔδρα, ἀνταποκρινόμενος κατ' αὐτόν τόν τρόπο στήν ἐπιθυμία πολλῶν φίλων του τῆς Ἀμερικῆς νά συνδεθῆ στενότερα μέ τόν Παπισμό»[8].
Ὁ πρῶτος ἐπίσημος ἀπεσταλμένος τοῦ Φαναρίου στό Βατικανό ἦταν ὁ μόλις ἐκλεγμένος τότε Ἀρχιεπίσκοπος Ἀμερικῆς κυρόε Ἰάκωβος, ὁ πρῶτος ὀρθόδοξος Ἱεράρχης, πού συναντήθηκε μέ τόν αἱρεσιάρχη Πάπα Ρώμης μετά ἀπό αἰῶνες.
Στήν συνάντηση, πού εἶχε μέ τόν αἱρεσιάρχη Πάπα Ἰωάννη ΚΓ΄ κατά τό ἔτος 1959, ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀμερικῆς τοῦ μετέφερε προσωπικό μήνυμα τοῦ Πατριάρχου κυροῦ Ἀθηναγόρα : «Ἁγιώτατε. Ἡ Α. Θ. Παναγιότης ὁ Πατριάρχης μοι ἀνέθεσε τήν ὑψίστην τιμήν νά ἐπιδώσω πρός τήν Ὑμετέραν Ἁγιότητα, ὄχι ἐν γράμμασιν ἀλλ' ἐν τῇ ζώσῃ, τό ἑξῆς μήνυμα : «ἐγένετο ἄνθρωπος ἀπεσταλμένος παρά Θεοῦ, ὄνομα αὐτῷ Ἰωάννης. Διότι πιστεύει ὅτι Ὑμεῖς εἶσθε ὁ δεύτερος Πρόδρομος, ὁ ἐπιφορτισμένος παρά τοῦ Θεοῦ μέ τήν ἐντολήν εὐθείας νά ποιήσητε τάς τρίβους Αὐτοῦ»[9].
Στήν ἀπάντησή του ὁ αἱρεσιάρχης Πάπας ἀποκάλυψε τίς προθέσεις τοῦ Βατικανοῦ ἐν ὄψει τῆς Β΄ Βατικανῆς ψευδοσυνόδου, πού ἐπρόκειτο νά ξεκινήσει τίς ἐργασίες της. «Σκοπός τῆς νέας Συνόδου εἶναι ἡ ἐπανένωσις τῆς Ἐκκλησίας» δηλώνει στόν Ἀρχιεπίσκοπο καί συμφωνοῦν ἀπό κοινοῦ ὅτι «ἡ «ἕνωση τῶν ἐκκλησιῶν» πρέπει νά στηριχθεῖ στίς ἀρχές τῆς Γαλλικῆς Ἐπαναστάσεως»[10]. «Ἐάν δέν ἐπικρατήση τό σύνθημα τῆς Γαλλικῆς Ἐπαναστάσεως : ἐλευθερία, ἰσότης, ἀδελφότης, οὔτε εἰρήνη θά ὑπάρξει μεταξύ τῶν ἐθνῶν, οὔτε ἕνωσις μεταξύ τῶν Ἐκκλησιῶν»[11].
Τέλος, ὁ αἱρεσιάρχης Πάπας ὅρισε τίς βασικές ἀρχές αὐτῆς τῆς «ἑνώσεως» : «Ἡ ἕνωσις θά εἶναι ἕνωσις καρδιῶν. Ἕνωσις προσευχῆς. Ἕνωσις - καρπός ἀναζητήσεως τοῦ ἑνός ὑπό τοῦ ἄλλου»[12], δήλωσε στόν Ἀρχιεπίσκοπο κυρό Ἰάκωβο καί σηματοδότησε, ἔτσι, τή νέα οἰκουμενική πολιτική τοῦ Βατικανοῦ ἔναντι τῆς Ὀρθοδοξίας.
Ἡ νέα αὐτή πολιτική, πού ἔλαβε τήν ἐπίσημη μορφή της μέ τίς ἀποφάσεις τῆς Β΄ Βατικανῆς ψευδοσυνόδου (1963-1965)καί τό «Διάταγμα περί Οἰκουμενισμοῦ», ἐπεβλήθη στό ἑξῆς στόν διάλογο μεταξύ Ὀρθοδόξων καί Παπικῶν, ἀφοῦ ἔγινε δεκτή καί ἐκ μέρους τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου.
Πρόκειται γιά τήν γνωστή οὐνιτικοῦ τύπου «ἑνότητα», μέ τόν «ἀμοιβαῖο ἐμπλουτισμό τῶν δύο παραδόσεων», τήν «ἑνότητα ἐν τῇ ποικιλίᾳ», ἡ ὁποία προπαγανδίζεται κατά κόρον καί στίς μέρες μας. Ἑνότητα δηλ., ὄχι στήν Ὀρθόδοξη πίστη καί τήν Ἀλήθεια, πού εἶναι ὁ Χριστός, ἀλλά μία συγκρητιστικοῦ τύπου συγχώνευση, μία ἀπορρόφηση, οὐσιαστικά, τῆς Ὀρθοδοξίας στήν αἵρεση τοῦ Παπισμοῦ, χωρίς αὐτός νά ἀποβάλει καμμία ἀπό τίς αἱρέσεις του.
Στό σημεῖο, ὅμως, αὐτό τίθενται ἀμείλικτα ἐρωτήματα πρός τούς Οἰκουμενιστές : Ποιά «πανορθόδοξη ἀπόφαση» ἀθώωσε τόν Δούρειο Ἵππο τοῦ Παπισμοῦ, τήν ἐπάρατη Οὐνία καί τῆς ἔδωσε ἐκκλησιαστική ἀναγνώριση; Δέν ἔχει καταδικαστεῖ ἡ Οὐνία ἀπερίφραστα σέ «συνοδικές ἀποφάσεις πασῶν ἀνεξαιρέτως τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, ὡς εἶναι ἡ ὁμόφωνη ἀπόφαση τῆς Γ΄ Προσυνοδικῆς Πανορθοδόξου Διασκέψεως (1986)», ἀλλά καί στό Freising τοῦ Μονάχου τό 1990 μέ τίς ὑπογραφές μάλιστα καί παπικῶν θεολόγων[13]; Γιατί περιφρονοῦνται ἔτσι ὠμά οἱ ὁμόφωνες Πανορθόδοξες ἀποφάσεις, πού ρητά καταδικάζουν τήν Οὐνία;
Στήν ὑπηρεσία αὐτῆς τῆς νέας οἰκουμενιστικῆς πολιτικῆς ξεκίνησε μία κοινή ἐκστρατεία «ψυχολογικῆς προετοιμασίας» γιά τήν ἀποδοχή τῶν οἰκουμενιστικῶν ἀνοιγμάτων, πού πραγματοποιήθηκαν. Ἡ ἐκστρατεία αὐτή κινήθηκε σέ δύο κυρίως ἄξονες. Ἀπό τήν μία πλευρά ἐπεχειρισε νά ἀμβλύνει, ἀκόμη καί νά ἐκμηδενίσει, τίς δογματικές διαφορές μεταξύ Ὀρθοδοξίας καί Παπισμοῦ, ἀποδίδοντας τό μεταξύ τους χάσμα σέ προκαταλήψεις καί κατάλοιπα τοῦ παρελθόντος, πού ἔχουν πλέον ξεπεραστεῖ καί ἐκλείψει. Ἀπό την ἄλλη δέ ἐπένδυσε συστηματικά στήν ἀδήριτη δυναμική τῆς ἐπικοινωνιακῆς τακτικῆς, τῆς προβολῆς καί της ἐπιβολῆς μέσῳ τῆς ἐπαναλήψεως, στόν νόμο δηλαδή τῆς συνήθειας.
Χαρακτηριστικός ὅσο καί ἄκρως ἀποκαλυπτικός αὐτῆς τῆς ἐπιχειριθείσης ἀνατροπῆς καί ἀντιστροφῆς τῶν παραδεδομένων ἀρχῶν καί τῆς ἀληθείας τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱστορίας μας εἶναι ὁ διάλογος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κυροῦ Ἀθηναγόρα μέ τόν Καρδινάλιο Βίλλεμπρανς (Willebrans), πρόεδρο τοῦ Παπικοῦ Συμβουλίου γιά τήν χριστιανική ἑνότητα, στό Φανάρι. Τό ἴδιο, βεβαίως, χαρακτηριστικός καί ἀποκαλυπτικός εἶναι καί ὁ σχολιασμός καί ἡ ἑρμηνεία τοῦ διαλόγου αὐτοῦ ἀπό τόν καθηγητή Δ. Τσάκωνα, ἑνός ἀπό τούς κορυφαίους θαυμαστές καί ὑμνητές τοῦ Πατριάρχου κυροῦ Ἀθηναγόρα, στό βιβλίο του «Ἀθηναγόρας˙ ὁ Οἰκουμενικός τῶν Νέων Ἰδεῶν» :
« «Ἀπό τί προῆλθε τό Σχίσμα»; ρώτησε ὁ Πατριάρχης τόν Βίλλεμπρανς.
Ὁ Καρδινάλιος προσπάθησε μ' εὐγένεια ν' ἀναφέρει τίς δογματικές διαφορές τῶν «δύο ἐκκλησιῶν». Ὁ κυρός Ἀθηναγόρας - ὅπως ἀργότερα μου διηγήθηκε - τόλμησε νά πεῖ ὁλόκληρη τήν ἀλήθεια στόν ἔκπληκτο Ὁλλανδό Καρδινάλιο.
«Ἅγιε Ἀδελφέ, τό Σχίσμα δέν ἔγινε ἀπό τά ἔνζυμα καί τά ἄζυμα. Ἄν τό Ἅγιο Πνεῦμα πνεῖ στά ἔνζυμα, κατά τόν ἴδιο τρόπο πνεῖ καί στά ἄζυμα. Ἡ ἀντίθεσις δέν ἦταν θεολογική, ἀλλά μόνο πολιτική. Ἦταν ἡ ἀντίθεσις τῆς Ρώμης μέ τήν Ἀθήνα. Σεῖς ἐκπροσωπούσατε τήν Ρώμη κι ἐμεῖς τότε τήν Ἀθήνα».
Ὁ καρδινάλιος κοκκίνισε ἀπό ντροπή. Ἐναντίον τοῦ κατεστημένου, ὁ κυρός Ἀθηναγόρας δέν ἐδίστασε νά διατυπώσει ὁλόκληρη τήν ἀλήθεια, ἀντίθετα μέ τήν ἐπίσημη διδασκαλία καί τῶν «δύο ἐκκλησιῶν». Δέν τοῦ ἄρεσε νά ἐξαπατᾶ τά ἑκατομμύρια τῶν πιστῶν του μέ ἱστορικά ψεύδη... Θεωροῦσε πιό τίμιο νά μήν ἀλλαξοπιστεῖ κανείς, ἀλλά μέσα στό κάστρο τῆς Ἐκκλησίας του νά πολεμᾶ γιά οἰκουμενικότητα, ἀδελφοποιΐα καί διεύρυνσι»[14].
Τίς βασικές ἀρχές τῆς νέας οἰκουμενικῆς τακτικῆς διετύπωσε πολύ εὔστοχα καί συνοπτικά τό 1962 ὁ γνωστός παπικός θεολόγος Ἰωάννης Ντανιελοῦ : «Ὁ λατινικός καί ὁ βυζαντινός κόσμος, μέ τά συμφέροντά τους, ἔχουν ἀπό καιρό ἐκλείψει. Τό δόγμα εἶναι σχεδόν κοινό. Ἡ παράδοσις ἐπίσης. Τά μυστήρια κοινά. Καί κοινοί οἱ σημερινοί ἀντίπαλοι. Οἱ αἰῶνες, πού ἐπέρασαν, ἐσώρευσαν διάφορες προκαταλήψεις, πού πρέπει σιγά-σιγά νά ἐκμηδενισθοῦν. Ὡς πρῶτο στάδιο βλέπω την ψυχολογική προετοιμασία»[15].
Γι’ αὐτή τήν «ψυχολογική προετοιμασία» ξεκίνησαν καί συνεχίζονται μέχρι τίς μέρες μας μία σειρά ἀπό κινήσεις καί πρωτοβουλίες κορυφαίου συμβολικοῦ χαρακτήρα ἐκ μέρους τοῦ Βατικανοῦ καί τῶν ἐκ τῶν Ὀρθοδόξων Οἰκουμενιστῶν, μέ σκοπό τήν σταδιακή ἄμβλυνση τῆς συνειδήσεως καί τήν ἐξασθένιση τοῦ αἰσθητηρίου τοῦ ὀρθοδόξου πληρώματος.
Δ) Ἡ συνάντηση τῶν Ἱεροσολύμων
Μέ τήν ἀναρρίχησή του στόν Θρόνο τῆς Κωνσταντινουπόλεως ὁ Πατριάρχης κυρός Ἀθηναγόρας ξεκίνησε ἐπίσημες καί μυστικές ἐπαφές μέ τό Βατικανό. «Ὁ Ἀθηναγόρας ἐπί συνεχῆ ἔτη διαπραγματεύεται παρασκηνιακῶς μέ τό Βατικανό τήν συνάντηση του μέ τόν Πάπα. Διαμεσολαβητής εἶναι ὁ Ρουμάνος Ἀρχιμανδρίτης Σκρίμα, διαπρεπής θεολόγος, καί διάφορες προσωπικότητες τοῦ παπικοῦ κόσμου»[16].
Ἡ συνάντηση αὐτή πραγματοποιήθηκε τελικά τόν Ἰανουάριο τοῦ 1964 στά Ἱεροσόλυμα. Ὁ αἱρεσιάρχης Πάπας Παῦλος ΣΤ΄, κατά τήν διάρκεια τῆς λήξεως τῶν ἐργασιῶν τῆς Β΄ Βατικανῆς ψευδοσυνόδου, προανήγγειλε τήν προσκυνηματική του ἐπίσκεψη στά Ἱεροσόλυμα. Ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης κυρός Ἀθηναγόρας ἔσπευσε νά δηλώσει ὅτι θά πάει καί ὁ ἴδιος στά Ἱεροσόλυμα μέ σκοπό νά συναντήσει τόν αἱρεσιάρχη Πάπα. Ἐπιθυμοῦσε δέ στήν συνάντηση αὐτή νά συμμετάσχουν καί οἱ αἱρεσιάρχες τοῦ Προτεσταντισμοῦ, μέ σκοπό μιά παγχριστιανική προσέγγιση, πού θά ὁδηγοῦσε στήν ἕνωση.
«Δέν ἠρκέσθη δέ μόνον εἰς τοῦτο. Ἐπρότεινε ταυτοχρόνως, ἵνα καί οἱ Πατριάρχαι καί Πρόεδροι τῶν ἐκασταχοῦ Αὐτοκεφάλων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν πορευθῶσιν ὅλοι ὁμοῦ εἰς Ἱεροσόλυμα, συναντηθῶσι μετά τοῦ Πάπα καί διεξαγάγωσι μετά τούτου συζήτησιν περί τῆς ἑνώσεως τῶν Ἐκκλησιῶν»[17], σχολιάζει ὁ τότε Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος κυρός Χρυσόστομος Β΄.
Πρόκειται γιά πρωτόγνωρες πραγματικά ἀποφάσεις, πού ἀνέτρεψαν μέσα σέ μιά στιγμή κάθε δεδομένο τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, Ἱερούς Κανόνες, Συνοδικότητα, Ἁγιοπατερική Παράδοση, δογματική καί ἐκκλησιαστική συνείδηση καί τόσα ἄλλα. Καί νά σκεφτεῖ κανείς πώς πρόκειται γιά ἀποφάσεις ἑνός καί μόνο ἀνδρός, χωρίς καμμία προηγούμενη πανορθόδοξη ἀπόφαση οὔτε κἄν ἐνημέρωση ἐπ' αὐτῶν! «Αἱ ἄνω ἀπόψεις τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου... ἐδημιούργησαν παρά τοῖς Ὀρθοδόξοις ἀλγεινήν ἐντύπωσιν... Τό ἀποφασιστικόν τοῦτο καί ἀπρόοπτον βῆμα τοῦ Πατριαρχείου, ἔδει νά καταστῆ ἀντικείμενον κοινῆς συσκέψεως καί ἀποφάσεως τῶν κατά τόπους ἁγίων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν»[18], παρατηρεῖ μέ ἀπογοήτευση ὁ Μακαριώτατος Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος κυρός Χρυσόστομος Β΄.
Ἡ συνάντηση Πάπα - Πατριάρχη στάθηκε μία ὑποδειγματική ἐφαρμογή της προαποφασισμένης οἰκουμενιστικῆς τακτικῆς, πού προαναφέραμε. Ἐπένδυσε συστηματικά στήν δύναμη τῆς εἰκόνας, τοῦ συμβολισμοῦ καί τῶν ἐντυπώσεων. Ὁ Πατριάρχης κυρός Ἀθηναγόρας, ἄλλωστε, διέθετε ἰδιαίτερη εὐχέρεια στήν ἐπικοινωνιακή τακτική καί μέ τίς δηλώσεις του κέρδισε ἀμέσως τόν δημοσιογραφικό κόσμο. «Τέτοιες κουβέντες ἤθελαν οἱ δημοσιογράφοι κι ἔτρεξαν ποιός πρῶτος θά προλάβει νά στείλει τό τηλεγράφημά του. Οἱ ἄλλοι, οἱ πολλοί, πού ἀκολούθησαν τόν Πάπα, πού δέν ἦταν καθόλου προσιτός καί πού δέν εἶπε οὔτε λέξη, ἄρχισαν κι αὐτοί νά τρέχουν πίσω ἀπό τόν Ἀθηναγόρα»[19].
Ἐπικοινωνιακή τακτική, πολύκροτες δηλώσεις καί μιά ἀκατάσχετη ἀγαπολογία κυριάρχησε στήν πολύκροτη συνάντηση, ἔτσι ὅπως μᾶς τήν περιγράφει ὁ ἴδιος ὁ Πατριάρχης : «Κι ὅταν εἶδε ὁ ἕνας τόν ἄλλο, αἱ χεῖρες μας ἤνοιξαν αὐτομάτως. Ὁ ἕνας ἐρρίφθη εἰς τήν ἀγκάλην τοῦ ἄλλου. Ὅταν μᾶς ἠρώτησαν πῶς ἐφιληθήκαμεν, ἀδελφοί, ὕστερα ἀπό 900 χρόνια - Ἐρωτᾶς πῶς; Ἐπήγαμε οἱ δύο μας χέρι μέ χέρι εἰς τό δωμάτιόν του, καί εἴχαμεν μίαν μυστικήν ὁμιλίαν οἱ δύο μας. Τί εἶπαμεν; Ποιός ξέρει τί λέγουν δύο ψυχές, ὅταν ὁμιλοῦν! Ποιός ξέρει τί λέγουν δύο καρδίαι, ὅταν ἀνταλλάσσουν αἰσθήματα»[20]!
Τό μυστικό περιεχόμενο, βεβαίως, τῆς «συνομιλίας τῶν ψυχῶν» Πάπα - Πατριάρχη καί τῶν αἰσθημάτων, πού ἀντήλλαξαν, δέν ἀνακοινώθηκε ποτέ οὔτε στίς Συνόδους τῶν Τοπικῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν οὔτε στό ὀρθόδοξο πλήρωμα. Τό πληροφορούμαστε, ὅμως, σταδιακά ἀπό τότε, καθώς παρακολουθοῦμε τήν προδιαγεγραμμένη καί προαποφασισμένη ἀπό τότε οἰκουμενιστική πορεία πρός τήν «ἕνωση». «Τί εἶπαμεν; Ἐκάμαμε κοινόν πρόγραμμα, μέ ἰσοτιμίαν ἀπόλυτον, ὄχι μέ διαφοράν»[21].Αὐτό τό «κοινό πρόγραμμα», πού καταρτίστηκε σέ μία μυστική συνάντηση δύο ἀνδρῶν, ἦταν, ὅπως προκύπτει ἀπό τίς ἀρχικές δηλώσεις καί ἀναφορές, πολύ πιό προχωρημένο ἀπό αὐτό, πού τελικά παρουσιάστηκε.
Ἐπρόκειτο γιά σαφή συμφωνία γιά «ἕνωση στό κοινό ποτήριο», ἀφοῦ ἐκ τῶν πραγμάτων ἀποκαλύπτεται ὅτι αὐτή ἦταν ἡ ἀρχική ἐπιθυμία τῶν δύο μερῶν. «Καί εἶπαμεν ὅτι ἤδη εὑρισκόμεθα εἰς τήν ὁδόν εἰς Ἐμμαούς» συνέχισε ὁ Πατριάρχης κυρός Ἀθηναγόρας «καί πηγαίνομεν νά μᾶς συναντήση ὁ Κύριος ἐν τῷ κοινῷ ἁγίῳ Ποτηρίῳ. Ὁ Πάπας ἀπαντῶν μοῦ προσέφερε Ἅγιον Ποτήριον. Δέν ἤξευρεν ὅτι ἐγώ θά μιλοῦσα δι' Ἅγιον Ποτήριον, οὔτε ἤξερα ὅτι θά μοῦ προσέφερεν Ἅγιον Ποτήριον! Τί εἶναι; Συμβολισμός τοῦ μέλλοντος»[22].
Σχετικά μέ τήν διαμυστηριακή κοινωνία (intercommunion) θά πρέπει νά σημειωθεῖ ὅτι ἡ ἑνότητα στή Θεία Λατρεία μεταξύ Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί αἱρετικῶν σημαίνει, κατά τήν Ὀρθόδοξη θεώρηση, ἔκφραση ἑνότητας τῆς ὅλης Ἐκκλησίας. Μάλιστα ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία προϋποθέτει τήν ἑνότητα τῆς πίστεως πρίν ἀπό τήν εὐχαριστιακή πράξη. Χωρίς αὐτή τήν ἑνότητα στήν πίστη καί τήν εὐχαριστιακή κοινωνία, ἡ ἑνότητα μεταξύ Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί αἱρετικῶν ἔχει μόνο ἠθικό καί κοινωνικό χαρακτήρα. Ἀντίθετα, οἱ αἱρετικές παρασυναγωγές στό σύνολό τους ἐνδιαφέρονται περισσότερο γιά τήν διαμυστηριακή κοινωνία καί μάλιστα πρίν τήν ἐπίτευξη ἑνότητας στήν πίστη, πράγμα πού ἀπορρίπτει σαφῶς ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία γιά τούς παραπάνω λόγους[23].
Ὁ πατήρ Δημήτριος Στανιλοάε, κορυφαῖος ὀρθόδοξος Ρουμάνος θεολόγος, λέει ὅτι θά πρέπει νά ἐφαρμόσουμε ὀρθόδοξες θεολογικές προϋποθέσεις στούς διαλόγους, πού διεξάγει ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία μέ τίς αἱρέσεις καί τίς θρησκεῖες. Οἱ προϋποθέσεις αὐτές εἶναι οἱ ἑξῆς : Νά ἐπιτευχθεῖ
α) ἑνότητα στή διοίκηση τῆς Ἐκκλησίας˙ δηλ. νά ἀποδεχθοῦν οἱ αἱρετικοί καί ἀλλόθρησκοι τό συνοδικό σύστημα διοικήσεως τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.
β) ἑνότητα στήν Ὀρθόδοξη πίστη καί ζωή, ὅπως αὐτές ἐκφράζονται στήν ἁγία παράδοση τῆς Ὀρθοδοξίας, στήν Ἁγία Γραφή, στίς ἀποφάσεις τῶν Ἁγίων Οἰκουμενικῶν καί Τοπικῶν Συνόδων, στούς Ἱερούς Κανόνες καί στά συγγράμματα τῶν Ἁγίων Πατέρων καί θεολόγων τῆς Ὀρθοδοξίας, καί
γ) ἑνότητα στή θεία λατρεία τῆς Ὀρθοδοξίας[24].
Παραλλήλως, ὁ κορυφαῖος ὀρθόδοξος Ρώσσος θεολόγος τοῦ 20ου αἰ., πατήρ Γεώργιος Φλωρόφσκυ, ἐπισημαίνει : «Σάν μέλος καί ἱερεύς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πιστεύω ὅτι ἡ Ἐκκλησία, μέσα στήν ὁποία βαπτίσθηκα καί ἀνατράφηκα, εἶναι ἡ Ἐκκλησία, ἡ ἀληθινή Ἐκκλησία, ἡ μόνη ἀληθινή Ἐκκλησία. Καί τό πιστεύω αὐτό γιά πολλούς λόγους : Ἕνεκα τῆς προσωπικῆς πεποιθήσεως καί ἕνεκα τῆς ἐσωτάτης βεβαιώσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, πού πνέει στά μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας, καί ἕνεκα τῶν ὅσων εἶναι δυνατόν νά γνωρίζω ἀπό τήν Ἁγία Γραφή καί ἀπό τήν καθολική (ὀρθόδοξη) παράδοση τῆς Ἐκκλησίας. Εἶμαι ὑποχρεωμένος, λοιπόν, νά θεωρῶ ὅλες τίς ὑπόλοιπες χριστιανικές «ἐκκλησίες» ὡς ἐλαττωματικές καί σέ πολλές περιπτώσεις μπορῶ νά προσδιορίσω αὐτές τίς ἐλλείψεις τῶν ἄλλων «ἐκκλησιῶν» μέ ἀπόλυτη ἀκρίβεια. Γι'αὐτό, λοιπόν, ἡ ἕνωσις τῶν Χριστιανῶν, γιά μένα, σημαίνει ἀκριβῶς τήν παγκόσμια ἐπιστροφή στήν Ὀρθοδοξία. Δέν ἔχω καμμία ἀπολύτως ὁμολογιακή πεποίθηση˙ ἡ πεποίθησίς μου ἀνήκει ἀποκλειστικά στήν Una Sancta, στή «Μίαν, Ἁγίαν, Καθολικήν, Ἀποστολικήν Ἐκκλησίαν», τήν Ὀρθοδοξίαν»[25].
Ε) Ἡ ἄρση τῶν ἀναθεμάτων
Αὐτή ἡ «ἕνωση στό κοινό Ποτήριο» ἐπιχειρήθηκε μέ τήν «ἄρση τῶν ἀναθεμάτων» μεταξύ Βατικανοῦ καί Φαναρίου, πού πραγματοποιήθηκε στά τέλη τοῦ 1965, μέ μονομερή ἀπόφαση τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου. Χαρακτηριστική ἦταν ἡ ἀντίδραση τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ἡ ὁποία «μέ πολλήν δυσμένειαν ἐπληροφορήθη τήν πρωτοβουλίαν τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Ἀθηναγόρα. Οὐδείς ἔχει τό δικαίωμα νά προβαίνη εἰς παρομοίας πράξεις. Τό δικαίωμα ἔχει μόνον ὁλόκληρος ἡ Ὀρθοδοξία»[26], καθώς δήλωσε ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος κυρός Χρυσόστομος Β΄.
Ἄς μᾶς ἀπαντήσουν οἱ Οἰκουμενιστές : Ποιός ἐξουσιοδότησε τόν Πατριάρχη κυρό Ἀθηναγόρα νά ἄρει τά ἀναθέματα τό 1965 στά Ἱεροσόλυμα; Ποιά Πανορθόδοξη Σύνοδος ἀποφάσισε τήν ἄρση τῶν ἀναθεμάτων; Δέν ἔγινε καμμία Πανορθόδοξη Σύνοδος, παρά μόνο τοπική στή Κωνσταντινούπολη. Ἡ ἄρση τῶν ἀναθεμάτων ἦταν ἀντικανονική.
Μέ τήν ἄρση τῶν ἀναθεμάτων οἱ δύο πλευρές ἐννοοῦσαν τήν ἄρση τοῦ Σχίσματος. Ὁ τότε Ἀρχιεπίσκοπος Ἀμερικῆς κυρός Ἰάκωβος, ἐπίσημος ἀπεσταλμένος ἐκείνη τήν περίοδο τοῦ Πατριάρχου κυροῦ Ἀθηναγόρα πρός τούς Παπικούς, ἀποκαλύπτει τό περιεχόμενο τῶν μηνυμάτων, πού ἀντάλλαξαν Φανάρι καί Βατικανό «μέχρι τοῦ τολμηροῦ ἐπίσης μηνύματος, πού μοῦ ἀνέθεσε ὁ Πατριάρχης νά μεταβιβάσω στόν πρόεδρο τῆς Ἐπιτροπῆς Σχέσεων Δύσης καί Ἀνατολῆς, πού ἦταν ἕνας Γερμανός σεβάσμιος καρδινάλιος, ὁ Αὐγουστίνος Μπέα».
Καί συνεχίζει ὁ Ἀρχιεπίσκοπος: «Λίγο καιρό μετά, ἐπισκέπτομαι τόν Μπέα στή Νέα Ὑόρκη. Τόν ρώτησα : «Τί λέτε, σεβασμιώτατε, μποροῦμε νά φέρουμε τίς Ἐκκλησίες μας πιό κοντά μέ τήν ἄρση τοῦ Σχίσματος»; Μοῦ λέει : «Καλή ἰδέα, δέν ξέρω πῶς θά τή δεχτοῦν στή Ρώμη, ἀλλά ἐγώ νομίζω ὅτι πρέπει νά γίνει ἡ ἄρση τοῦ Σχίσματος. Ἔτσι, δέν θά ἔχουμε λόγο κανέναν νά μήν πλησιάσουμε ὁ ἕνας τόν ἄλλο».
Ἐρώτηση Γ. Μαλούχου : «Τήν ἄρση τοῦ Σχίσματος ἤ τοῦ ἀναθέματος»;
Ἀπάντηση Ἀρχιεπισκόπου : «Καί τά δύο αὐτά μαζί πηγαίνουνε, γιατί ὅταν κατέθεσαν οἱ ἀντιπρόσωποι τοῦ Πάπα τό ἀνάθεμα, τρόπον τινά, μέ τό ὁποῖο ἀναθεμάτιζε ὁ Πάπας Νικόλαος τόν Μιχαήλ Κηρουλάριο, Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, ἦταν τό ὁριστικό Σχίσμα πιά. Δέν ἔγινε ἄλλη ἐπίσημος πρᾶξις, πού νά καθιερώσει τό Σχίσμα ὡς μία διαιρετική γραμμή μεταξύ Ἀνατολῆς καί Δύσεως»[27]. Ἡ ἄρση τοῦ σχίσματος ἐντάσσεται, ἄλλωστε, καί στήν λογική τῶν ἀποφάσεων τῆς Β΄ Βατικανῆς ψευδοσυνόδου, πού πραγματοποιοῦνταν ἐκεῖνο τό διάστημα, γιά ἄρση τῆς ἀκοινωνησίας καί ἀναγνώριση τῶν μυστηρίων τῶν Ὀρθοδόξων.
Στό λατινικό μάλιστα κείμενο τῆς «ἄρσεως τῶν ἀναθεμάτων»ὑπάρχει ὁ ὄρος excommunicatio = ἀκοινωνησία, ὁ ὁποῖος στήν ἐπίσημη μετάφραση τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου μεταφράζεται ὡς «ἀναθέματα»[28]. Τό κείμενο, δηλαδή μιλοῦσε γιά «ἄρση τῆς ἀκοινωνησίας». «Οἱ New York Times μετέδωσαν τήν ἀπό κοινοῦ ἀγγελίαν τοῦ Βατικανοῦ καί τοῦ Φαναρίου τῆς 7ηςΔεκεμβρίου 1965 διά τήν ἄρσιν τοῦ excommunicatio (τῆς ἀκοινωνησίας τοῦ Λατινικοῦ κειμένου) εἰς τήν πρώτην σελίδα, ὡς τό τέλος τοῦ σχίσματος τοῦ 1054 καί ὡς τήν ἐπανέναρξιν τῆς μυστηριακῆς κοινωνίας, πού εἶχε τότε δῆθεν διακοπεῖ. Φαίνεται πλέον σαφῶς ὅτι τό Ἑλληνικόν κείμενον, πού ἀναγγέλει τήν ἄρσιν τῶν ἀναθεμάτων, ἦτο τεχνηέντως παραπλανητικόν. Φαίνεται εἶχε σκοπόν νά ἀμβλύνη ἐνδεχομένας ἀρνητικάς ἀντιδράσεις τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν»[29], ἐπισημαίνει ὁ ἀείμνηστος π. Ἰωάννης Ρωμανίδης.
Χαρακτηριστικό, ἐπίσης, εἶναι ὅτι «ὁ Πάπας Ἰωάννης Παῦλος Β΄, πρίν ἐπισκεφθεῖ τό Φανάρι (30-11-1979)... ἐξέφρασε τή βεβαιότητά του ὅτι ἡ ἑνότητα ἔχει ἀποκατασταθεῖ στήν πράξη (In Tat war der wiederhesteung der Einheit der Christen)»[30],ὅπως ὑπογραμμίζει ὁ Ἀντώνιος Παπαδόπουλος.
Τό νέο οἰκουμενιστικό δόγμα, πού διαμορφώθηκε μεταξύ Βατικανοῦ καί Φαναρίου στά μέσα τοῦ 20ου αἰώνα, θεωρεῖ ἀμελητέες τίς δογματικές διαφορές μεταξύ Ὀρθοδοξίας καί Παπισμοῦ, ἀποδίδει τό Σχίσμα καί τήν διακοπή τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας σέ πολιτικούς λόγους καί τήν ἔλλειψη ἀγάπης ἑκατέρωθεν. Μέ βάση αὐτή τήν λογική, λοιπόν, αὐτό, πού χρειαζόταν, γιά τήν ἀποκατάσταση τῆς ἑνότητος, ἦταν ἡ ἄρση τοῦ Σχίσματος καί «νά ἀγαπηθοῦμε», κατά τόν Πατριάρχη κυρό Ἀθηναγόρα, ἀφοῦ «ἕως τό 1054 εἴχαμε πολλάς διαφοράς... ἀλλά ἠγαπώμεθα. Καί ὅταν ἀγαπῶνται οἱ ἄνθρωποι, διαφοραί δέν ὑπάρχουν. Ἀλλά τό 1054, πού ἐπαύσαμεν νά ἀγαπώμεθα, ἦλθαν ὅλες οἱ διαφορές. Ἠγαπώμεθα καί εἴχομεν τό ἴδιον μυστήριον. Τό ἴδιον βάπτισμα, τά ἴδια μυστήρια καί ἰδιαιτέρως τό ἴδιον Ἅγιον Ποτήριον. Τώρα πού ξαναγυρίσαμεν εἰς τό 1054, διατί δέν ξαναγυρίζομεν καί εἰς τό Ἅγιον Ποτήριον»[31].
Ὁ στόχος, λοιπόν, εἶναι δεδομένος : ἡ πλήρης «ἕνωση», τό κοινό Ποτήριο.Γιά τήν ἐπίτευξη αὐτοῦ τοῦ στόχου θά πρέπει νά ἀκολουθηθεῖ μία διαδικασία, μία κοινή πορεία. Γιά τόν Πατριάρχη κυρό Ἀθηναγόρα «ὑπάρχουν δύο δρόμοι : Ὁ Θεολογικός διάλογος. Καί ἔχομεν τούς θεολόγους ἑκατέρωθεν, οἱ ὁποῖοι μελετοῦν τό ζήτημα τῆς ἐπανόδου εἰς τά παλαιά. Καί ἐπειδή δέν ἔχω πολλές ἐλπίδες ἀπό τόν θεολογικόν διάλογον... δι' αὐτό ἐγώ προτιμῶ τόν διάλογο τῆς ἀγάπης. Νά ἀγαπηθοῦμε! Καί τί γίνεται σήμερα; Πνεῦμα μέγα ἀγάπης ἐξαπλώνεται ὑπέρ τούς Χριστιανούς Ἀνατολῆς καί Δύσεως. Ἤδη ἀγαπώμεθα. Ὁ Πάπας τό εἶπε : ἀπέκτησα ἕναν ἀδελφόν καί τοῦ λέγω σ' ἀγαπῶ! Τό εἶπα καί ἐγώ : Ἀπέκτησα ἕναν ἀδελφό καί τοῦ εἶπα σ' ἀγαπῶ! Πότε θά ἔλθη αὐτό τό πράγμα; Ὁ Κύριος τό ξέρει. Δέν τό ξέρομε. Ἀλλά ἐκεῖνο, τό ὁποῖο ξεύρω, εἶναι ὅτι θά ἔλθει. Πιστεύω ὅτι θά ἔλθη. Διότι δέν εἶναι δυνατόν νά μήν ἔλθη, διότι ἤδη ἔρχεται. Διότι ἤδη εἰς τήν Ἀμερικήν μεταλαμβάνετε πολλούς ἀπό τό Ἅγιον Ποτήριον καί καλά κάνετε! Καί ἐγώ ἐδῶ, ὅταν ἔρχονται Καθολικοί ἤ Προτεστάνται καί ζητοῦν νά μεταλάβουν, τούς προσφέρω τό Ἅγιον Ποτήριον! Καί εἰς τήν Ρώμην τό ἴδιο γίνεται καί εἰς τήν Ἀγγλίαν καί εἰς τήν Γαλλίαν. Ἤδη ἔρχεται μοναχό του. Ἀλλά δέν κάνει νά ἔλθει ἀπό τούς λαϊκούς καί ἀπό τούς ἱερεῖς. Πρέπει νά εἶναι σύμφωνος καί ἡ Ἱεραρχία καί ἡ Θεολογία. Γι' αὐτό, λοιπόν, προσπαθοῦμε νά ἔχωμεν καί θεολόγους μαζί, διά νά ἔλθει αὐτό τό μεγάλο γεγονός τοῦ Παγχριστιανισμοῦ. Καί μαζί μέ αὐτό τό μεγάλο γεγονός, θά ἔλθει μίαν ἡμέραν τό ὄνειρόν μας τῆς Πανανθρωπότητος»[32].
ΣΤ) «Ἐπίθεση ἀγάπης» καί διγλωσσία τοῦ Βατικανοῦ
Αὐτή ἡ ἀκατάσχετη ἀγαπολογία θά κυριαρχήσει στόν «διάλογο» μέ τούς Παπικούς. Ἡ «ἐπίθεση τῆς ἀγάπης» εἶναι μία τακτική, πού ἐφαρμόζει συστηματικά καί τό Βατικανό. Ἀπό τά μέσα τοῦ 20ου αἰώνα τό Βατικανό ἐγκατέλειψε φαινομενικά τήν παλαιά τακτική του γιά ἀπαίτηση προσχωρήσεως στόν Παπισμό τῶν «αἱρετικῶν» ὀρθοδόξων.
Οἱ νέες κοινωνικές καί πολιτικές συνθῆκες δέν προσφέρονται πλέον γιά ἐχθρικές ἀντιπαραθέσεις καί πολεμικό κλίμα καί τό Βατικανό σπεύδει νά προσαρμοστεῖ, παραλλάσσοντας τήν ἐπικοινωνιακή του πολιτική. Ξεκινᾶ, ἔτσι, τήν «ἐπίθεση στά νῶτα», κατά τόν μακαριστό π. Ἰωάννη Ρωμανίδη, ἐπίδειξη φιλίας καί ἀγάπης, οἰκουμενικά ἀνοίγματα καί διάλογος, χωρίς καμμία οὐσιαστική ἀλλαγή στούς στόχους καί τίς μεθόδους.
Αὐτό ἐπιβεβαιώνεται καί ἀπό τό γεγονός ὅτι ταυτόχρονα μέ τό «Διάταγμα περί Οἰκουμενισμοῦ», πού τόσο ἔχει προπαγανδισθεῖ καί ἀπό παπικῆς καί ἀπό οἰκουμενιστικῆς Ὀρθοδόξου πλευρᾶς, ἡ Β΄ Βατικανή ψευδοσύνοδος ἐξέδωσε, ἐπίσης, τό ἀντίστοιχο «Διάταγμα γιά τίς Ἀνατολικές Καθολικές Ἐκκλησίες», τίς οὐνιτικές δηλαδή, τίς ὁποῖες ἀναγνωρίζει καί προασπίζεται μέ κάθε ἐπισημότητα.
Ἡ ἐπιμονή τοῦ Βατικανοῦ στήν Οὐνία, τήν πιό ἐπαίσχυντη δηλαδή μορφή προσηλυτισμοῦ καί πολεμικῆς κατά τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἀποκαλύπτει τόσο τό ἀληθινό του πρόσωπο ὅσο καί τόν βαθμό τῆς διγλωσσίας, μέ τήν ὁποία δέν παύει νά συμπεριφέρεται ἔναντι τῶν Ὀρθοδόξων.
Ἀποκαλύπτει, ὅμως, καί τήν διγλωσσία τῶν ἐκ τῶν Ὀρθοδόξων οἰκουμενιστῶν, πού ἐθελοτυφλοῦν μπροστά στήν πραγματικότητα, πού ἀντιλαμβάνονται ἐπιλεκτικά τίς διαθέσεις τοῦ Βατικανοῦ, πού ἐκλαμβάνουν κατά τό δοκοῦν τίς κινήσεις καί τίς ἀποφάσεις του. Τώρα κατανοεῖ κανείς πόσο μειωτική ἕως προδοτική τῆς πίστεως ἐνέργεια ὑπῆρξε ἡ ἐπίσκεψη (10/13-10-2012) τοῦ μεγάλου οἰκουμενιστοῦ καί αἱρετίζοντος Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου στό Βατικανό, γιά νά συμπροσευχηθεῖ, νά ἑορτάσει καί νά ὁμιλήσει γιά τά 50 χρόνια συμπληρώσεως τῆς Β΄ Βατικανῆς ψευδοσυνόδου. Οὐσιαστικά καί τυπικά ἀποδέχεται πλήρως τά διατάγματα περί Οἰκουμενισμοῦ, Ουνίας καί διαθρησκευτικοῦ συγκρητισμοῦ.
Ἐπειδή, ὅμως, κάποιοι ἀγνοοῦν σκοπίμως ἴσως τίς ἀποφάσεις τῆς Β΄ Βατικάνειας ψευδοσυνόδου καί πόσο σημαντική ὑπῆρξε αὐτή γιά τό μέλλον τῆς αἱρέσεως τοῦ Παπισμοῦ, ἀλλά καί τῆς παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, μεταφέρουμε ἐδῶ ἕνα μικρό μόνο ἀπόσπασμα ἀπό τό βιβλίο τοῦ Αἰδεσιμολογιωτάτου Πρωτοπρεσβυτέρου Θεοδώρου Ζήση «Διαθρησκειακές συναντήσεις, Ἄρνησις τοῦ Εὐαγγελίου καί προσβολή τῶν Ἁγίων Μαρτύρων». Στό απόσπασμα αὐτό μπορεῖ κανείς νά ἀντιληφθεῖ πόσο μεγάλη ὤθηση ἔδωσε ἡ Β΄ ψευδοσύνοδος τοῦ Βατικανοῦ στή διαθρηκειακή «κατανόηση» ἤ καλύτερα στήν πανθρησκειακή ἑνότητα καί ἑπομένως ποιό βαθύτερο νόημα εἶχε ἡ συμμετοχή τοῦ Πατριάρχου Βαρθολομαίου στούς ἑορτασμούς γιά τήν ψευδοσύνοδο αὐτή. Στό κεφάλαιο «ἔχουν οἱ θρησκεῖες τόν ἴδιο Θεό καί κοινές ἠθικές ἀξίες»; σημειώνει :
«Ἄς δοῦμε τώρα μία ἀπό τίς θεμελιακές θέσεις, πού προβάλλουν ὅσοι ὀργανώνουν, συμμετέχουν, καί ὑποστηρίζουν τίς διαθρησκειακές συναντήσεις καί τούς διαθρησκειακούς διάλογους. Σύμφωνα μέ αὐτή, σέ ὅλες τίς θρησκεῖες ὑπάρχουν θετικά στοιχεῖα. Οἱ τρεῖς μάλιστα δῆθεν «μεγάλες μονοθεϊστικές θρησκεῖες»», ὁ Χριστιανισμός, ὁ Ἰουδαϊσμός καί τό Ἰσλάμ πιστεύουν στόν ἴδιο Θεό. Αὐτό διακηρύσσεται urbi et orbi. Ἄρχισε νά καλλιεργεῖται καί νά διδάσκεται ἀπό τή Β' Βατικάνειο ψευδοσύνοδο (1962-1965) (Γράφει ἡ ψευδοσύνοδος στή διακήρυξη Nostra Aetate, γιά τίς σχέσεις τῆς Ἐκκλησίας πρός τίς μή χριστιανικές κοινότητες : «Μέ ἐκτίμηση ἀτενίζει ἡ Ἐκκλησία καί τούς Μουσουλμάνους, οἱ ὁποῖοι λατρεύουν τόν ἕνα καί μοναδικό Θεό, τόν ζῶντα..., τόν εὔσπλαχνο καί παντοδύναμο, τόν δημιουργό οὐρανοῦ καί γῆς, πού μίλησε στούς ἀνθρώπους. Αὐτ thriskeftika
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Σε όσο πιο ψηλό όροφο δουλεύoυμε, τόσο πιο ριψοκίνδυνοι είμαστε
ΕΠΟΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Όμηρος του τούρκου παραγωγού Ατζουν Ιλιτζαλι ο ΣΚΑΙ
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ