2012-06-01 09:50:19
του Απόστολου Δοξιάδη
Η ερχόμενη εκλογική αναμέτρηση χαρακτηρίζεται ντέρμπι των δυο πρώτων κομμάτων της προηγούμενης, Νέας Δημοκρατίας και ΣΥΡΙΖΑ, έστω κι αν τα ποσοστά που πήραν την 6η Μαΐου είναι πολύ χαμηλά για νικητές προηγούμενων αναμετρήσεων: ακόμη και αθροιζόμενα, τα δυο μαζί ίσα ίσα φτάνουν το 35%. Αυτό που ανεβάζει τα δύο κόμματα στην ερχόμενη αναμέτρηση είναι ότι επιλέγονται πλέον από τους ψηφοφόρους ως κύριοι εκφραστές, αντίστοιχα, του φόβου και της οργής τους, δηλαδή των δυο συναισθημάτων που κυριαρχούν στη συνείδηση των περισσότερων ελλήνων τα τελευταία χρόνια.
Τα δυο συναισθήματα αναμετρήθηκαν στις 6 Μαΐου, σε παραταξιακό επίπεδο, με νίκη της οργής. Η πλειοψηφία προτίμησε τα κόμματα που βάσισαν την εκστρατεία τους στη λεγόμενη “καταγγελία του μνημονίου”, όπως αυτή εκφράσθηκε από το κάθε κόμμα που την υιοθέτησε, δηλαδή το ΚΚΕ, τον ΣΥΡΙΖΑ, τους Ανεξάρτητους Έλληνες, τη Χρυσή Αυγή, και κάποια μικρότερα κόμματα που δεν μπήκαν στη Βουλή. Η Νέα Δημοκρατία και το ΠΑΣΟΚ, τα δυο μεγαλύτερα κόμματα που τους αντιτάχθηκαν, έπεσαν από το 76% στις εκλογές του 2009, στο 32% της 6ης Μαΐου. Το μήνυμα ήταν σαφές: η οργή νίκησε.
Τα κόμματα της οργής έχτισαν την προεκλογική ρητορική τους στην καταγγελία, την καταδίκη, την άρνηση, το “όχι”. Όχι στο μνημόνιο, όχι στους όρους των Ευρωπαίων εταίρων, όχι—η απαραίτητη συνωμοσιολογία αναπτύχθηκε γύρω από τις δυο πρώτες αρνήσεις—στις τράπεζες των “τοκογλύφων”, όχι στους “δοσίλογους” και άλλα συμβολικά μεγενθυμένα τέρατα. Ήταν τέτοια η φύση της αναμέτρησης που τα κόμματα της οργής κέρδισαν με κύριο όπλο την ένταση της φωνής τους: όσο πιο δυνατά φωνάξαν, όσο πιο ξεκάθαρα, απόλυτα, προκλητικά κατήγγελαν τις θέσεις των αντιπάλων τους, τόσο αποτελεσματικότερα ήταν.
Από εκεί και πέρα, σε επίπεδο θετικών προτάσεων—όχι δηλαδή για το τι δεν πρέπει, αλλά τι πρέπει να κάνουμε—μπορούσαν να λένε ό,τι τους καπνίσει, γιατί κανένας δεν έδινε σημασία. Τι κι αν πρότεινε το ΚΚΕ να χτίσουμε “λαϊκή οικονομία” αποκομμένη από το ευρωπαϊκό γίγνεσθαι; Τι κι αν είπε ο ΣΥΡΙΖΑ ότι η θέση του για το μεταναστευτικό είναι να ανοίξει τα σύνορα σε κάθε δυστυχισμένο του πλανήτη, και για τη δημόσια ασφάλεια, σε μια χώρα με δραματικά αυξανόμενη βίαιη εγκληματικότητα, να αφοπλίσει την αστυνομία; Τι κι αν ο κ. Καμμένος δήλωσε ότι η λύση στα οικονομικά μας προβλήματα είναι ένας άγνωστος θησαυρός στο υπέδαφος; Τι κι αν η Χρυσή Αυγή οικοδόμησε το πρόγραμμά της σε μια ξενοφοβική ιδεολογία που—έστω κι αν είναι σε μια μικρή μειοψηφία συμπαθής—δεν προτείνει πρακτική λύση σε κανένα από τα τεράστια προβλήματα του τόπου; Τίποτε από αυτά δεν μέτραγε. Το μόνο που είχε σημασία ήταν ότι τα κόμματα που τα έλεγαν ήταν “αντιμνημονιακά”, και μάλιστα ζόρικα. Λόγω αυτού προτιμήθηκαν. Όπως και λόγω αυτού συρρέουν τώρα πολλοί από τους ψηφοφόρους των άλλων τριών κομμάτων οργής προς τον ΣΥΡΙΖΑ, που κέρδισε το προβάδισμα.
Βέβαια, καθώς τώρα ο ΣΥΡΙΖΑ εμφανίζεται στις δημοσκοπήσεις ως σοβαρός διεκδικητής της πρώτης θέσης, πιέζεται εκ των πραγμάτων να εμπλουτίσει τις κραυγές τις οργής με ένα στοιχειώδες πρόγραμμα διακυβέρνησης. Κι αυτό γιατί ένα κόμμα ως αντιπολίτευση, και μάλιστα μικρή, μπορεί απλώς να φωνάζει, αλλά ως κυβέρνηση θα πρέπει κάτι να κάνει. Φυσικά, η μετάλλαξη, μέσα σε λίγες εβδομάδες, από κόμμα οργής, σε κόμμα εξουσίας, δεν είναι εφικτή, όπως φαίνεται ξεκάθαρα στις τηλεοπτικές εμφανίσεις των στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ. Το να καταγγέλεις κάτι απευθυνόμενος στο θυμικό των οργισμένων πολιτών είναι πολύ εύκολο: συκοφαντείς, λοιδωρείς, βρίζεις—και κερδίζεις. Το να προτείνεις όμως κάτι θετικό, που μάλιστα είναι πιθανό μετά να κληθείς να το εφαρμόσεις, ως κυβερνητικό κόμμα, θέλει κάποια σκέψη και ρεαλισμό, δηλαδή αρετές γενικώς περιορισμένης κυκλοφορίας. Έτσι, προσπαθώντας ο ΣΥΡΙΖΑ να ανατάξει το προφίλ του, από ένα απλώς οργισμένο σε εν δυνάμει κυβερνητικό κόμμα, προς το παρόν αρκείται στην εύκολη λύση, δηλαδή επιστρατεύει τις γνωστές τεχνικές του παλαιοκομματισμού, των δυο κομμάτων που καταγγέλει: αοριστία και παροχολογία.
Είναι σαφές ότι τα περισσότερα, αν όχι όλα, τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ, έχουν απόψεις άσχετες με οποιαδήποτε λογική διακυβέρνησης. Το κακό είναι ότι τώρα είναι αναγκασμένα να τις εκφράζουν. Έτσι, βγαίνει, ας πούμε, ο κ. Μπαλάφας, και δηλώνει ότι “θα περικόψουμε δραστικά τις αμυντικές δαπάνες”, και απέναντι των Τούρκων “θα το ρισκάρουμε”. Η δήλωση αυτή, που θα έμενε απαρατήρητη σε ένα κόμμα οργής, είναι για ένα κόμμα εξουσίας επιεικώς επιπόλαια—και, λίγο αυστηρότερα, εγκληματικά ανεύθυνη. Οπότε πέφτει πανικός στην Κουμουνδούρου, συσκέψεις, διαβουλεύσεις, κ.λπ., και αποφασίζεται να πάει αμέσως ο κ. Τσίπρας στο Πεντάγωνο να απαλύνει τις εντυπώσεις. Παίρνει μαζί και τον κ. Γλέζο, που τελευταία προφανώς του έχουν πει όταν μιλάει να λέει μόνο ιστορίες για την Κατοχή, μην του ξεφύγει καμιά νέα κοτσάνα περί δραχμής, φωτογραφίζονται στα ωραία σαλόνια με τους στρατιωτικούς, δηλώνουν ότι “η υπεράσπιση της εθνικής μας ακεραιότητας αποτελεί ύψιστη προτεραιότητα για το ΣΥΡΙΖΑ” (ό,τι δηλαδή λένε όλα τα κόμματα που διεκδικούν την εξουσία), και ρίχνουν και τη σπόντα για τους χαμηλούς μισθούς των στρατιωτικών (πάλι, ό,τι κάνουν και τα κόμματα εξουσίας: παροχολογία).
Όμως, καθώς ο ΣΥΡΙΖΑ είναι, και παραμένει—προς το παρόν τουλάχιστον—ένα συνονθύλευμα ανθρώπων, ιδεών και ομάδων συγκροτημένο ως μικρό κόμμα διαμαρτυρίας, η τωρινή, ξαφνική άνοδος μεγενθύνει τις εσωτερικές αντίρροπες τάσεις, με αποτέλεσμα τα συμμαζέματα των ακραίων δηλώσεων να μην έχουν πάντα αποτέλεσμα. Έτσι, για παράδειγμα, όταν ο σοβαρός κ. Δραγασάκης, για να συμμαζέψει τις προηγούμενες ακρότητες περί καταγγελίας του μνημονίου, βγαίνει και δηλώνει ότι “μιλάμε για πολιτική, όχι νομική καταγγελία του μνημονίου”, εμφανίζονται την άλλη μέρα, όχι ένας, άλλα πέντε έξι, και λένε ότι “ο Δραγασάκης εννοούσε πολιτική και νομική”. (Άλλο αν ο άνθρωπος είπε “πολιτική και όχι νομική”—αυτοί ξέρουν καλύτερα.) Αυτό τείνει πλέον να γίνει σταθερό μοτίβο: κάποιος από το ΣΥΡΙΖΑ πετάει στην τηλεόραση μια ακραία άποψη. Αμέσως γίνεται από το κόμμα μια διόρθωση. Αλλά μετά έρχονται από κάποια στελέχη οι αυθόρμητες διορθώσεις της διόρθωσης, δηλαδή η αποκατάσταση της ακρότητας, που δείχνει αυτό που ο ΣΥΡΙΖΑ πολυ ουσιαστικά παραμένει: ένα κόμμα οργής.
Το μόνο θετικό μήνυμα του ΣΥΡΙΖΑ που αφορά αυτή τη στιγμή τους ψηφοφόρους του είναι η παρηγορητική διαβεβαίωση του κ. Τσίπρα ότι αυτός ξέρει ότι οι ευρωπαίοι δεν εννοούν αυτά που λένε, όταν ζητούν να ανταποκριθούμε στις υποχρεώσεις μας, και τελικά θα υποκύψουν και θα κάνουν το γούστο του. Από πού αντλεί αυτή τη βεβαιότητα είναι άγνωστο, μάλλον όμως από πουθενά: η διαβεβαίωσή του άλλωστε είναι όσο βασισμένη στην γνώση και την πραγματικότητα όσο η διαβεβαίωση του κ. Καμμένου για την ύπαρξη πετρελαίων. Η παρηγοριά που παρέχει στους ψηφοφόρους του είναι, αντίστοιχα, εντελώς συναισθηματική. Την πιστεύουν γιατί σε δύσκολους καιρούς οι άνθρωποι θέλουν να πιστεύουν τα ευχάριστα πράγματα, έστω και εντελώς παράλογα.
Αυτό μας φέρνει και πάλι στην κύρια σύγκρουση των εκλογών, που πιστεύω ότι θα είναι, σε τελευταία ανάλυση, συναισθηματική. Τα όσα λένε κάποιοι καλοπροαίρετοι συμπολίτες μας, που ζητούν μέσα από άρθρα ή συνεντεύξεις, να πρυτανεύσει η λογική, είναι δυστυχώς εντελώς εκτός θέματος. Κι αυτό γιατί οι άνθρωποι δεν αποφασίζουν ποτέ στα σημαντικά θέματα με κύριο εργαλείο τη λογική, αν και χρησιμοποιούν ενίοτε, άλλοι περισσότερο άλλοι λιγότερο, και κάποια λογικά κριτήρια. Έτσι και η απόφαση για την ψήφο: είναι πάντα, και για τον καθένα ξεχωριστά, αλλά και για την κοινωνία ως σύνολο, το αποτέλεσμα του συνδυασμού συναισθήματος και λογικής, θυμικών και γνωσιακών παραγόντων, και τώρα ακόμη περισσότερο, καθώς σε καιρούς δύσκολους, όπως οι τωρινοί, το θυμικό επικρατεί.
Έτσι, ό,τι κι αν προτείνουν ως σχέδιο διακυβέρνησης τα κόμματα στο αντίπαλο στρατόπεδο των οργισμένων, δηλαδή η Νέα Δημοκρατία και το ΠΑΣΟΚ, οι περισσότεροι που θα επιλέξουν τελικά αυτά θα το κάνουν υποκινημένοι όχι από τη λογική, αλλά τον φόβο: τον φόβο ότι με το μέτωπο της οργής στην εξουσία, η χώρα θα μπει σε εξαιρετικά επικίνδυνες περιπέτειες, και ίσως και, πολύ γρήγορα, θα οδηγηθεί στην πτώχευση, την έξοδο από το Ευρώ και την Ευρωπαϊκή Ένωση (αυτά τα δύο δυστυχώς πάνε μαζί) και άρα την απόλυτη καταστροφή της Ελλάδας όπως την ξέρουμε, της Ελλάδας που πήρε πολλές δεκαετίες, πολλές θυσίες, πολύ αίμα και ποτάμια ιδρώτα για να χτισθεί.
Ο φόβος αυτός πιστεύω ότι είναι σε μεγάλο βαθμό δικαιολογημένος, όταν την εξουσία τη διεκδικούν κόμματα με κύρια θέση την άρνηση, που επιπλέον δεν έχουν δώσει καμία ένδειξη ότι αντιλαμβάνονται την τραγική πραγματικότητα στην οποία βρισκόμαστε. Κι έτσι, όσο άθλια κι αν έχουν υπάρξει στο παρελθόν η Νέα Δημοκρατία και το ΠΑΣΟΚ, όσο εγκληματικά ανεύθυνα στις πολιτικές τους, όσο θλιβερά ανεπαρκή σε προτάσεις, πολλοί πολίτες θα τα προτιμήσουν γιατί θεωρούν ότι με αυτά, τουλάχιστον, έχουμε και κάποια πιθανότητα να μην πέσουμε στον γκρεμό, ή πάντως όχι αμέσως—και όταν πρόκειται να καταστραφείς, και μια μικρή παράταση σου φαίνεται καλύτερη από το τίποτε.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η οργή που νοιώθουν πολλοί πολίτες για τη Νέα Δημοκρατία και το ΠΑΣΟΚ, είναι σε μεγάλο βαθμό δικαιολογημένη. Όμως είναι εξ ίσου, ή και περισσότερο, δικαιολογημένος ο φόβος για τους αντιπάλους τους, τα κόμματα που δεν προτάσσουν τίποτε άλλο από την οργή για την υπάρχουσα κατάσταση. Γιατί τι άλλο παρά φόβο μπορεί να προκαλέσει η απόλυτη ανευθυνότητα που έχουν επιδείξει τα κόμματα της οργής όποτε χρειάστηκε να ψελλίσουν προτάσεις εξουσίας—εμβληματικό της ανευθύνοτητας αυτής το “θα το ρισκάρουμε” του κ. Μπαλάφα—και κυρίως όποτε επιχείρησαν να απαντήσουν στο κυρίαρχο ερώτημα για την επιβίωσή μας: αν τα τσουγκρίσουμε με τους ευρωπαίους εταίρους μας, πού θα βρουμε τα λεφτά για τη σωτηρία της χώρας;
Όχι μνημόνιο και αντιμνημόνιο, όχι Νέα Δημοκρατία και ΣΥΡΙΖΑ, αλλά φόβος και οργή θα κονταροχτυπηθούν στις 17 Ιουνίου. Μπορεί όμως άραγε να συγκρίνει κανείς αφηρημένα αυτά τα δυο συναισθήματα, να αποφανθεί αν είναι καλύτερα να αποφασίσει κανείς με βάση το ένα ή το άλλο; Φυσικά, αποκομμένο από το πλαίσιό του, το ερώτημα μοιάζει σχεδόν ανόητο. Κι όμως δεν είναι, γιατί η πραγματικότητα, οι αυξανόμενες συνέπειες της κρίσης, η αστάθεια στο εσωτερικό της χώρας, οι εξελίξεις και οι αλλαγές στο διεθνές επίπεδο, είναι τόσο έντονες, που είναι πολύ δύσκολο να πιστέψει και ο πιο ενήμερος, και ο πιο λογικός και καλοπροαίρετος πολίτης ότι μπορεί να επεξεργαστεί με κάποια επάρκεια τα δεδομένα της πραγματικότητας και να αποφασίσει τι θα ψηφίσει λογικά. Και γι’ αυτούς που το παραδεχόμαστε, όπως εγώ, και για όσους το αρνούνται, ισχυριζόμενοι ότι τα κριτήριά τους είναι θα είναι λογικά, ο κύριος παράγων που θα καθορίσει την ψήφο στις 17 Ιουνίου θα είναι συναισθηματικός: ή φόβος ή οργή.
Το βασικότερο που έχω να πω συγκρίνοντας τα δυο συναισθήματα ως κριτήρια, στη γενικότητά τους, είναι ότι σε καιρούς με μικρότερα προβλήματα η οργή είναι ίσως προσφορότερη, καθώς είναι ένα συναίσθημα ιδιαίτερα χρήσιμο για να αλλάξεις τα κακώς κείμενα. Σε εποχή κρίσης όμως, και μάλιστα κρίσης όπως η τωρινή, δηλαδή με ανεπίγνωστες, και πιθανώς φρικτές συνέπειες, ο φόβος είναι μάλλον καλύτερος σύμβουλος. Ο λόγος είναι απλός: ο φόβος, που πηγάζει κατευθείαν από το ένστικτο της αυτοσυντήρησης, ατομικό αλλά και ομαδικό, ανταποκρίνεται καλύτερα στις ανάγκες της επιβίωσης, που πάει να πει προστατεύει καλύτερα. Ο άνθρωπος, ή το κόμμα, που οδηγείται κυρίως από την οργή, μπορεί να είναι αποτελεσματικό στο να κρίνει, να αμφισβητεί, να γκρεμίζει. Αλλά όχι να οικοδομεί. Ο φόβος, από την άλλη, είναι δύναμη συντηρητική, με την κυριολεκτική σημασία του όρου: δύναμη δηλαδή που συντηρεί, και άρα προφυλάσσει, εν προκειμένω τα όσα έχουμε κατακτήσει ως τώρα ως κοινωνία. Το πόσο πολλά είναι αυτά, και πόσο λίγο αυτονόητα, δυστυχώς το ξέρουν καλύτερα οι μεγαλύτεροι στην ηλικία άνθρωποι, που έχουν δει στη ζωή τους περισσότερα. Το ξέρουν καλύτερα αυτοί που θυμούνται πως ήταν η προευρωπαϊκή, η προδικτατορική αλλά και η δικτατορική Ελλάδα.
Αυτός ο ηλικιακός διαχωρισμός, ανάμεσα στους νεότερους, που ευκολότερα παραδίνονται στην απόλαυση της οργής, και τους μεγαλύτερους, που ελέγχονται περισσότερο από τον φόβο που φέρνει η γνώση, είναι που ερμηνεύει και τις μεγάλες διαφορές των αποτελεσμάτων της 6ης Μαΐου, σύμφωνα με ηλιακά κριτήρια. Οι δημοσκόποι μας λένε ότι αν είχαν ψηφίσει μόνο οι κάτω των σαρανταπέντε, όσοι δηλαδή θεωρούν τα μεγάλα καλά που έχουμε ακόμη στην πατρίδα μας—ελευθερία έκφρασης και λόγου, δημοκρατία και πολυφωνία, ανοιχτά σύνορα για ανθρώπους, προϊόντα και συνάλλαγμα, κι άλλα ακόμα πολύτιμα και δυσεύρετα στον σύγχρονο κόσμο—, αν είχαν ψηφίσει μόνο οι νεότεροι, που θεωρούν όλα αυτά σίγουρα και εγγυημένα εις τον αιώνα, τα κόμματα της οργής θα είχαν επικρατήσει. Αν είχαν ψηφίσει, από την άλλη, μόνο οι μεγαλύτεροι, που οδηγούνται περισσότερο από τον φόβο που φέρνει η γνώση, τα κόμματα της οργής δε θα παρουσίαζαν τέτοια δυναμική.
Δυστυχώς η βαθειά γνώση της ζωής αποκτάται με τον χρόνο: για την εμπειρία, δεν υπάρχουν υποκατάστατα. Παρ’ όλα αυτά, αν και μεγαλύτερος μάλλον από τους περισσότερους αναγνώστες, νοιώθω άβολα υιοθετώντας το ρόλο του μεγάλου που μιλάει στους μικρούς. Δεν μου αρέσει να μου κάνουν το δάσκαλο, και φαντάζομαι ότι δεν θα αρέσει και στους άλλους, κυρίως στους νεότερους, να τους τον κάνω εγώ. Το σέβομαι απόλυτα. Ως μόνο μήνυμα ενός ανθρώπου που έχει περάσει το μέσο της ζωής του, και θέλει παρ’ όλα αυτά να μιλήσει και να πει κάτι στους νεότερους ετούτη την τόσο κρίσιμη στιγμή για τον τόπο, θα προτείνω μόνο τη σοφία κάποιου άλλου, που δεν αμφισβητείται.
Συγκεκριμένα, θα παραθέσω δυο αράδες διαλόγου από την “Τρικυμία”, το τελευταίο έργο του Σαίξπηρ. Σ’ αυτό, ο Πρόσπερο, ο καλός μάγος-βασιλιάς, βρίσκεται εξορισμένος, σε ένα ερημονήσι, από τον άνθρωπο που του έκλεψε τον θρόνο. Στο νησί ζει μόνος με την δεκαπεντάχρονη κόρη του, τη Μιράντα, που την είχε μαζί του, μωράκι, όταν εξορίστηκε. Έτσι, η Μιράντα μεγάλωσε στο νησί, χωρίς ποτέ της να έχει δει άλλον άνθρωπο, εκτός από τον πατέρα της και τον άξεστο ιθαγενή Κάλιμπαν. Στην αρχή του έργου, λοιπόν, ναυαγεί έξω από το ερημονήσι ένα πλοίο που κουβαλάει τον άνθρωπο που έκλεψε τον θρόνο του Πρόσπερο, και την παλιοπαρέα του. Είναι όλοι τους κουμάσια, ένας κι ένας. Άρπαγες της εξουσίας, παλιανθρώποι, κακούργοι, αυλοκόλακες, συνωμότες. Κάποια στιγμή, προς το τέλος του έργου, η Μιράντα πέφτει με τον πατέρα της πάνω στους ναυαγούς. Δεν ξέρει τίποτε απολύτως γι’ αυτούς, εκτός από το ότι είναι οι πρώτοι άνθρωποι που βλέπει. Κατενθουσιασμένη, γυρνάει στον Πρόσπερο και του φωνάζει:
“Κοίτα, πόσα πανέμορφα όντα… Τι όμορφη που είναι η ανθρωπότητα… Ω, τι γενναίος, νέος κόσμος, που έχει μέσα του τέτοιους ανθρώπους!”
Ο Πρόσπερο γυρνάει και της λέει μονάχα:
“Νέος, είναι για σένα”.
Στις επόμενες εκλογές, ο φόβος οδηγεί πολλούς από εμάς, τους παλιότερους, μακριά από ένα έργο που ενώ φαίνεται στους νεότερους όμορφο, γενναίο και νέο, εμείς το έχουμε ξαναδεί. Και ξέρουμε ότι δεν είναι τίποτε από τα τρία, ούτε όμορφο, ούτε γενναίο, ούτε νέο.
Protagon
InfoGnomon
Η ερχόμενη εκλογική αναμέτρηση χαρακτηρίζεται ντέρμπι των δυο πρώτων κομμάτων της προηγούμενης, Νέας Δημοκρατίας και ΣΥΡΙΖΑ, έστω κι αν τα ποσοστά που πήραν την 6η Μαΐου είναι πολύ χαμηλά για νικητές προηγούμενων αναμετρήσεων: ακόμη και αθροιζόμενα, τα δυο μαζί ίσα ίσα φτάνουν το 35%. Αυτό που ανεβάζει τα δύο κόμματα στην ερχόμενη αναμέτρηση είναι ότι επιλέγονται πλέον από τους ψηφοφόρους ως κύριοι εκφραστές, αντίστοιχα, του φόβου και της οργής τους, δηλαδή των δυο συναισθημάτων που κυριαρχούν στη συνείδηση των περισσότερων ελλήνων τα τελευταία χρόνια.
Τα δυο συναισθήματα αναμετρήθηκαν στις 6 Μαΐου, σε παραταξιακό επίπεδο, με νίκη της οργής. Η πλειοψηφία προτίμησε τα κόμματα που βάσισαν την εκστρατεία τους στη λεγόμενη “καταγγελία του μνημονίου”, όπως αυτή εκφράσθηκε από το κάθε κόμμα που την υιοθέτησε, δηλαδή το ΚΚΕ, τον ΣΥΡΙΖΑ, τους Ανεξάρτητους Έλληνες, τη Χρυσή Αυγή, και κάποια μικρότερα κόμματα που δεν μπήκαν στη Βουλή. Η Νέα Δημοκρατία και το ΠΑΣΟΚ, τα δυο μεγαλύτερα κόμματα που τους αντιτάχθηκαν, έπεσαν από το 76% στις εκλογές του 2009, στο 32% της 6ης Μαΐου. Το μήνυμα ήταν σαφές: η οργή νίκησε.
Τα κόμματα της οργής έχτισαν την προεκλογική ρητορική τους στην καταγγελία, την καταδίκη, την άρνηση, το “όχι”. Όχι στο μνημόνιο, όχι στους όρους των Ευρωπαίων εταίρων, όχι—η απαραίτητη συνωμοσιολογία αναπτύχθηκε γύρω από τις δυο πρώτες αρνήσεις—στις τράπεζες των “τοκογλύφων”, όχι στους “δοσίλογους” και άλλα συμβολικά μεγενθυμένα τέρατα. Ήταν τέτοια η φύση της αναμέτρησης που τα κόμματα της οργής κέρδισαν με κύριο όπλο την ένταση της φωνής τους: όσο πιο δυνατά φωνάξαν, όσο πιο ξεκάθαρα, απόλυτα, προκλητικά κατήγγελαν τις θέσεις των αντιπάλων τους, τόσο αποτελεσματικότερα ήταν.
Από εκεί και πέρα, σε επίπεδο θετικών προτάσεων—όχι δηλαδή για το τι δεν πρέπει, αλλά τι πρέπει να κάνουμε—μπορούσαν να λένε ό,τι τους καπνίσει, γιατί κανένας δεν έδινε σημασία. Τι κι αν πρότεινε το ΚΚΕ να χτίσουμε “λαϊκή οικονομία” αποκομμένη από το ευρωπαϊκό γίγνεσθαι; Τι κι αν είπε ο ΣΥΡΙΖΑ ότι η θέση του για το μεταναστευτικό είναι να ανοίξει τα σύνορα σε κάθε δυστυχισμένο του πλανήτη, και για τη δημόσια ασφάλεια, σε μια χώρα με δραματικά αυξανόμενη βίαιη εγκληματικότητα, να αφοπλίσει την αστυνομία; Τι κι αν ο κ. Καμμένος δήλωσε ότι η λύση στα οικονομικά μας προβλήματα είναι ένας άγνωστος θησαυρός στο υπέδαφος; Τι κι αν η Χρυσή Αυγή οικοδόμησε το πρόγραμμά της σε μια ξενοφοβική ιδεολογία που—έστω κι αν είναι σε μια μικρή μειοψηφία συμπαθής—δεν προτείνει πρακτική λύση σε κανένα από τα τεράστια προβλήματα του τόπου; Τίποτε από αυτά δεν μέτραγε. Το μόνο που είχε σημασία ήταν ότι τα κόμματα που τα έλεγαν ήταν “αντιμνημονιακά”, και μάλιστα ζόρικα. Λόγω αυτού προτιμήθηκαν. Όπως και λόγω αυτού συρρέουν τώρα πολλοί από τους ψηφοφόρους των άλλων τριών κομμάτων οργής προς τον ΣΥΡΙΖΑ, που κέρδισε το προβάδισμα.
Βέβαια, καθώς τώρα ο ΣΥΡΙΖΑ εμφανίζεται στις δημοσκοπήσεις ως σοβαρός διεκδικητής της πρώτης θέσης, πιέζεται εκ των πραγμάτων να εμπλουτίσει τις κραυγές τις οργής με ένα στοιχειώδες πρόγραμμα διακυβέρνησης. Κι αυτό γιατί ένα κόμμα ως αντιπολίτευση, και μάλιστα μικρή, μπορεί απλώς να φωνάζει, αλλά ως κυβέρνηση θα πρέπει κάτι να κάνει. Φυσικά, η μετάλλαξη, μέσα σε λίγες εβδομάδες, από κόμμα οργής, σε κόμμα εξουσίας, δεν είναι εφικτή, όπως φαίνεται ξεκάθαρα στις τηλεοπτικές εμφανίσεις των στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ. Το να καταγγέλεις κάτι απευθυνόμενος στο θυμικό των οργισμένων πολιτών είναι πολύ εύκολο: συκοφαντείς, λοιδωρείς, βρίζεις—και κερδίζεις. Το να προτείνεις όμως κάτι θετικό, που μάλιστα είναι πιθανό μετά να κληθείς να το εφαρμόσεις, ως κυβερνητικό κόμμα, θέλει κάποια σκέψη και ρεαλισμό, δηλαδή αρετές γενικώς περιορισμένης κυκλοφορίας. Έτσι, προσπαθώντας ο ΣΥΡΙΖΑ να ανατάξει το προφίλ του, από ένα απλώς οργισμένο σε εν δυνάμει κυβερνητικό κόμμα, προς το παρόν αρκείται στην εύκολη λύση, δηλαδή επιστρατεύει τις γνωστές τεχνικές του παλαιοκομματισμού, των δυο κομμάτων που καταγγέλει: αοριστία και παροχολογία.
Είναι σαφές ότι τα περισσότερα, αν όχι όλα, τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ, έχουν απόψεις άσχετες με οποιαδήποτε λογική διακυβέρνησης. Το κακό είναι ότι τώρα είναι αναγκασμένα να τις εκφράζουν. Έτσι, βγαίνει, ας πούμε, ο κ. Μπαλάφας, και δηλώνει ότι “θα περικόψουμε δραστικά τις αμυντικές δαπάνες”, και απέναντι των Τούρκων “θα το ρισκάρουμε”. Η δήλωση αυτή, που θα έμενε απαρατήρητη σε ένα κόμμα οργής, είναι για ένα κόμμα εξουσίας επιεικώς επιπόλαια—και, λίγο αυστηρότερα, εγκληματικά ανεύθυνη. Οπότε πέφτει πανικός στην Κουμουνδούρου, συσκέψεις, διαβουλεύσεις, κ.λπ., και αποφασίζεται να πάει αμέσως ο κ. Τσίπρας στο Πεντάγωνο να απαλύνει τις εντυπώσεις. Παίρνει μαζί και τον κ. Γλέζο, που τελευταία προφανώς του έχουν πει όταν μιλάει να λέει μόνο ιστορίες για την Κατοχή, μην του ξεφύγει καμιά νέα κοτσάνα περί δραχμής, φωτογραφίζονται στα ωραία σαλόνια με τους στρατιωτικούς, δηλώνουν ότι “η υπεράσπιση της εθνικής μας ακεραιότητας αποτελεί ύψιστη προτεραιότητα για το ΣΥΡΙΖΑ” (ό,τι δηλαδή λένε όλα τα κόμματα που διεκδικούν την εξουσία), και ρίχνουν και τη σπόντα για τους χαμηλούς μισθούς των στρατιωτικών (πάλι, ό,τι κάνουν και τα κόμματα εξουσίας: παροχολογία).
Όμως, καθώς ο ΣΥΡΙΖΑ είναι, και παραμένει—προς το παρόν τουλάχιστον—ένα συνονθύλευμα ανθρώπων, ιδεών και ομάδων συγκροτημένο ως μικρό κόμμα διαμαρτυρίας, η τωρινή, ξαφνική άνοδος μεγενθύνει τις εσωτερικές αντίρροπες τάσεις, με αποτέλεσμα τα συμμαζέματα των ακραίων δηλώσεων να μην έχουν πάντα αποτέλεσμα. Έτσι, για παράδειγμα, όταν ο σοβαρός κ. Δραγασάκης, για να συμμαζέψει τις προηγούμενες ακρότητες περί καταγγελίας του μνημονίου, βγαίνει και δηλώνει ότι “μιλάμε για πολιτική, όχι νομική καταγγελία του μνημονίου”, εμφανίζονται την άλλη μέρα, όχι ένας, άλλα πέντε έξι, και λένε ότι “ο Δραγασάκης εννοούσε πολιτική και νομική”. (Άλλο αν ο άνθρωπος είπε “πολιτική και όχι νομική”—αυτοί ξέρουν καλύτερα.) Αυτό τείνει πλέον να γίνει σταθερό μοτίβο: κάποιος από το ΣΥΡΙΖΑ πετάει στην τηλεόραση μια ακραία άποψη. Αμέσως γίνεται από το κόμμα μια διόρθωση. Αλλά μετά έρχονται από κάποια στελέχη οι αυθόρμητες διορθώσεις της διόρθωσης, δηλαδή η αποκατάσταση της ακρότητας, που δείχνει αυτό που ο ΣΥΡΙΖΑ πολυ ουσιαστικά παραμένει: ένα κόμμα οργής.
Το μόνο θετικό μήνυμα του ΣΥΡΙΖΑ που αφορά αυτή τη στιγμή τους ψηφοφόρους του είναι η παρηγορητική διαβεβαίωση του κ. Τσίπρα ότι αυτός ξέρει ότι οι ευρωπαίοι δεν εννοούν αυτά που λένε, όταν ζητούν να ανταποκριθούμε στις υποχρεώσεις μας, και τελικά θα υποκύψουν και θα κάνουν το γούστο του. Από πού αντλεί αυτή τη βεβαιότητα είναι άγνωστο, μάλλον όμως από πουθενά: η διαβεβαίωσή του άλλωστε είναι όσο βασισμένη στην γνώση και την πραγματικότητα όσο η διαβεβαίωση του κ. Καμμένου για την ύπαρξη πετρελαίων. Η παρηγοριά που παρέχει στους ψηφοφόρους του είναι, αντίστοιχα, εντελώς συναισθηματική. Την πιστεύουν γιατί σε δύσκολους καιρούς οι άνθρωποι θέλουν να πιστεύουν τα ευχάριστα πράγματα, έστω και εντελώς παράλογα.
Αυτό μας φέρνει και πάλι στην κύρια σύγκρουση των εκλογών, που πιστεύω ότι θα είναι, σε τελευταία ανάλυση, συναισθηματική. Τα όσα λένε κάποιοι καλοπροαίρετοι συμπολίτες μας, που ζητούν μέσα από άρθρα ή συνεντεύξεις, να πρυτανεύσει η λογική, είναι δυστυχώς εντελώς εκτός θέματος. Κι αυτό γιατί οι άνθρωποι δεν αποφασίζουν ποτέ στα σημαντικά θέματα με κύριο εργαλείο τη λογική, αν και χρησιμοποιούν ενίοτε, άλλοι περισσότερο άλλοι λιγότερο, και κάποια λογικά κριτήρια. Έτσι και η απόφαση για την ψήφο: είναι πάντα, και για τον καθένα ξεχωριστά, αλλά και για την κοινωνία ως σύνολο, το αποτέλεσμα του συνδυασμού συναισθήματος και λογικής, θυμικών και γνωσιακών παραγόντων, και τώρα ακόμη περισσότερο, καθώς σε καιρούς δύσκολους, όπως οι τωρινοί, το θυμικό επικρατεί.
Έτσι, ό,τι κι αν προτείνουν ως σχέδιο διακυβέρνησης τα κόμματα στο αντίπαλο στρατόπεδο των οργισμένων, δηλαδή η Νέα Δημοκρατία και το ΠΑΣΟΚ, οι περισσότεροι που θα επιλέξουν τελικά αυτά θα το κάνουν υποκινημένοι όχι από τη λογική, αλλά τον φόβο: τον φόβο ότι με το μέτωπο της οργής στην εξουσία, η χώρα θα μπει σε εξαιρετικά επικίνδυνες περιπέτειες, και ίσως και, πολύ γρήγορα, θα οδηγηθεί στην πτώχευση, την έξοδο από το Ευρώ και την Ευρωπαϊκή Ένωση (αυτά τα δύο δυστυχώς πάνε μαζί) και άρα την απόλυτη καταστροφή της Ελλάδας όπως την ξέρουμε, της Ελλάδας που πήρε πολλές δεκαετίες, πολλές θυσίες, πολύ αίμα και ποτάμια ιδρώτα για να χτισθεί.
Ο φόβος αυτός πιστεύω ότι είναι σε μεγάλο βαθμό δικαιολογημένος, όταν την εξουσία τη διεκδικούν κόμματα με κύρια θέση την άρνηση, που επιπλέον δεν έχουν δώσει καμία ένδειξη ότι αντιλαμβάνονται την τραγική πραγματικότητα στην οποία βρισκόμαστε. Κι έτσι, όσο άθλια κι αν έχουν υπάρξει στο παρελθόν η Νέα Δημοκρατία και το ΠΑΣΟΚ, όσο εγκληματικά ανεύθυνα στις πολιτικές τους, όσο θλιβερά ανεπαρκή σε προτάσεις, πολλοί πολίτες θα τα προτιμήσουν γιατί θεωρούν ότι με αυτά, τουλάχιστον, έχουμε και κάποια πιθανότητα να μην πέσουμε στον γκρεμό, ή πάντως όχι αμέσως—και όταν πρόκειται να καταστραφείς, και μια μικρή παράταση σου φαίνεται καλύτερη από το τίποτε.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η οργή που νοιώθουν πολλοί πολίτες για τη Νέα Δημοκρατία και το ΠΑΣΟΚ, είναι σε μεγάλο βαθμό δικαιολογημένη. Όμως είναι εξ ίσου, ή και περισσότερο, δικαιολογημένος ο φόβος για τους αντιπάλους τους, τα κόμματα που δεν προτάσσουν τίποτε άλλο από την οργή για την υπάρχουσα κατάσταση. Γιατί τι άλλο παρά φόβο μπορεί να προκαλέσει η απόλυτη ανευθυνότητα που έχουν επιδείξει τα κόμματα της οργής όποτε χρειάστηκε να ψελλίσουν προτάσεις εξουσίας—εμβληματικό της ανευθύνοτητας αυτής το “θα το ρισκάρουμε” του κ. Μπαλάφα—και κυρίως όποτε επιχείρησαν να απαντήσουν στο κυρίαρχο ερώτημα για την επιβίωσή μας: αν τα τσουγκρίσουμε με τους ευρωπαίους εταίρους μας, πού θα βρουμε τα λεφτά για τη σωτηρία της χώρας;
Όχι μνημόνιο και αντιμνημόνιο, όχι Νέα Δημοκρατία και ΣΥΡΙΖΑ, αλλά φόβος και οργή θα κονταροχτυπηθούν στις 17 Ιουνίου. Μπορεί όμως άραγε να συγκρίνει κανείς αφηρημένα αυτά τα δυο συναισθήματα, να αποφανθεί αν είναι καλύτερα να αποφασίσει κανείς με βάση το ένα ή το άλλο; Φυσικά, αποκομμένο από το πλαίσιό του, το ερώτημα μοιάζει σχεδόν ανόητο. Κι όμως δεν είναι, γιατί η πραγματικότητα, οι αυξανόμενες συνέπειες της κρίσης, η αστάθεια στο εσωτερικό της χώρας, οι εξελίξεις και οι αλλαγές στο διεθνές επίπεδο, είναι τόσο έντονες, που είναι πολύ δύσκολο να πιστέψει και ο πιο ενήμερος, και ο πιο λογικός και καλοπροαίρετος πολίτης ότι μπορεί να επεξεργαστεί με κάποια επάρκεια τα δεδομένα της πραγματικότητας και να αποφασίσει τι θα ψηφίσει λογικά. Και γι’ αυτούς που το παραδεχόμαστε, όπως εγώ, και για όσους το αρνούνται, ισχυριζόμενοι ότι τα κριτήριά τους είναι θα είναι λογικά, ο κύριος παράγων που θα καθορίσει την ψήφο στις 17 Ιουνίου θα είναι συναισθηματικός: ή φόβος ή οργή.
Το βασικότερο που έχω να πω συγκρίνοντας τα δυο συναισθήματα ως κριτήρια, στη γενικότητά τους, είναι ότι σε καιρούς με μικρότερα προβλήματα η οργή είναι ίσως προσφορότερη, καθώς είναι ένα συναίσθημα ιδιαίτερα χρήσιμο για να αλλάξεις τα κακώς κείμενα. Σε εποχή κρίσης όμως, και μάλιστα κρίσης όπως η τωρινή, δηλαδή με ανεπίγνωστες, και πιθανώς φρικτές συνέπειες, ο φόβος είναι μάλλον καλύτερος σύμβουλος. Ο λόγος είναι απλός: ο φόβος, που πηγάζει κατευθείαν από το ένστικτο της αυτοσυντήρησης, ατομικό αλλά και ομαδικό, ανταποκρίνεται καλύτερα στις ανάγκες της επιβίωσης, που πάει να πει προστατεύει καλύτερα. Ο άνθρωπος, ή το κόμμα, που οδηγείται κυρίως από την οργή, μπορεί να είναι αποτελεσματικό στο να κρίνει, να αμφισβητεί, να γκρεμίζει. Αλλά όχι να οικοδομεί. Ο φόβος, από την άλλη, είναι δύναμη συντηρητική, με την κυριολεκτική σημασία του όρου: δύναμη δηλαδή που συντηρεί, και άρα προφυλάσσει, εν προκειμένω τα όσα έχουμε κατακτήσει ως τώρα ως κοινωνία. Το πόσο πολλά είναι αυτά, και πόσο λίγο αυτονόητα, δυστυχώς το ξέρουν καλύτερα οι μεγαλύτεροι στην ηλικία άνθρωποι, που έχουν δει στη ζωή τους περισσότερα. Το ξέρουν καλύτερα αυτοί που θυμούνται πως ήταν η προευρωπαϊκή, η προδικτατορική αλλά και η δικτατορική Ελλάδα.
Αυτός ο ηλικιακός διαχωρισμός, ανάμεσα στους νεότερους, που ευκολότερα παραδίνονται στην απόλαυση της οργής, και τους μεγαλύτερους, που ελέγχονται περισσότερο από τον φόβο που φέρνει η γνώση, είναι που ερμηνεύει και τις μεγάλες διαφορές των αποτελεσμάτων της 6ης Μαΐου, σύμφωνα με ηλιακά κριτήρια. Οι δημοσκόποι μας λένε ότι αν είχαν ψηφίσει μόνο οι κάτω των σαρανταπέντε, όσοι δηλαδή θεωρούν τα μεγάλα καλά που έχουμε ακόμη στην πατρίδα μας—ελευθερία έκφρασης και λόγου, δημοκρατία και πολυφωνία, ανοιχτά σύνορα για ανθρώπους, προϊόντα και συνάλλαγμα, κι άλλα ακόμα πολύτιμα και δυσεύρετα στον σύγχρονο κόσμο—, αν είχαν ψηφίσει μόνο οι νεότεροι, που θεωρούν όλα αυτά σίγουρα και εγγυημένα εις τον αιώνα, τα κόμματα της οργής θα είχαν επικρατήσει. Αν είχαν ψηφίσει, από την άλλη, μόνο οι μεγαλύτεροι, που οδηγούνται περισσότερο από τον φόβο που φέρνει η γνώση, τα κόμματα της οργής δε θα παρουσίαζαν τέτοια δυναμική.
Δυστυχώς η βαθειά γνώση της ζωής αποκτάται με τον χρόνο: για την εμπειρία, δεν υπάρχουν υποκατάστατα. Παρ’ όλα αυτά, αν και μεγαλύτερος μάλλον από τους περισσότερους αναγνώστες, νοιώθω άβολα υιοθετώντας το ρόλο του μεγάλου που μιλάει στους μικρούς. Δεν μου αρέσει να μου κάνουν το δάσκαλο, και φαντάζομαι ότι δεν θα αρέσει και στους άλλους, κυρίως στους νεότερους, να τους τον κάνω εγώ. Το σέβομαι απόλυτα. Ως μόνο μήνυμα ενός ανθρώπου που έχει περάσει το μέσο της ζωής του, και θέλει παρ’ όλα αυτά να μιλήσει και να πει κάτι στους νεότερους ετούτη την τόσο κρίσιμη στιγμή για τον τόπο, θα προτείνω μόνο τη σοφία κάποιου άλλου, που δεν αμφισβητείται.
Συγκεκριμένα, θα παραθέσω δυο αράδες διαλόγου από την “Τρικυμία”, το τελευταίο έργο του Σαίξπηρ. Σ’ αυτό, ο Πρόσπερο, ο καλός μάγος-βασιλιάς, βρίσκεται εξορισμένος, σε ένα ερημονήσι, από τον άνθρωπο που του έκλεψε τον θρόνο. Στο νησί ζει μόνος με την δεκαπεντάχρονη κόρη του, τη Μιράντα, που την είχε μαζί του, μωράκι, όταν εξορίστηκε. Έτσι, η Μιράντα μεγάλωσε στο νησί, χωρίς ποτέ της να έχει δει άλλον άνθρωπο, εκτός από τον πατέρα της και τον άξεστο ιθαγενή Κάλιμπαν. Στην αρχή του έργου, λοιπόν, ναυαγεί έξω από το ερημονήσι ένα πλοίο που κουβαλάει τον άνθρωπο που έκλεψε τον θρόνο του Πρόσπερο, και την παλιοπαρέα του. Είναι όλοι τους κουμάσια, ένας κι ένας. Άρπαγες της εξουσίας, παλιανθρώποι, κακούργοι, αυλοκόλακες, συνωμότες. Κάποια στιγμή, προς το τέλος του έργου, η Μιράντα πέφτει με τον πατέρα της πάνω στους ναυαγούς. Δεν ξέρει τίποτε απολύτως γι’ αυτούς, εκτός από το ότι είναι οι πρώτοι άνθρωποι που βλέπει. Κατενθουσιασμένη, γυρνάει στον Πρόσπερο και του φωνάζει:
“Κοίτα, πόσα πανέμορφα όντα… Τι όμορφη που είναι η ανθρωπότητα… Ω, τι γενναίος, νέος κόσμος, που έχει μέσα του τέτοιους ανθρώπους!”
Ο Πρόσπερο γυρνάει και της λέει μονάχα:
“Νέος, είναι για σένα”.
Στις επόμενες εκλογές, ο φόβος οδηγεί πολλούς από εμάς, τους παλιότερους, μακριά από ένα έργο που ενώ φαίνεται στους νεότερους όμορφο, γενναίο και νέο, εμείς το έχουμε ξαναδεί. Και ξέρουμε ότι δεν είναι τίποτε από τα τρία, ούτε όμορφο, ούτε γενναίο, ούτε νέο.
Protagon
InfoGnomon
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Ποιοι Έλληνες πήγαν στη φετινή Bilderberg
ΕΠΟΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Βάφτηκε πράσινος, αλλά η μπογιά δεν βγαίνει!
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ