2018-04-29 08:32:04
ΤΟ ΜΕΓΑ ΟΝΟΜΑ
Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου
«Καὶ εἶπεν αὐτῷ ὁ Πέτρος· Αἰνέα, ἰᾶταί σε Ἰησοῦς ὁ Χριστός» (Πράξ. 9,34)
Θὰ ἀρχίσω, ἀγαπητοί μου, τὸ σύντομο κήρυγμά μου μὲ μία ἐρώτησι. Ὑπάρχει ἐδῶ κανεὶς ἀβάπτιστος; Θεὸς φυλάξοι. Ἀπὸ τὸ γεροντότερο μέχρι τὸ μικρὸ παιδάκι, ὅλοι εἴμαστε βαπτισμένοι. Ἀβάπτιστος δὲν ἐπιτρέπεται νὰ μπῇ στὴν Ἐκκλησία· ἐὰν δὲν βαπτισθῇ ὁ ἄνθρωπος «εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ ἁγίου Πνεύματος», δὲν ἀνοίγουν τὰ παλάτια τῆς ἁγίας Τριάδος. Ἄλλωστε «εἰς τὸ ὄνομα τῆς Ἁγίας καὶ Ὁμοουσίου καὶ Ἀδιαιρέτου Τριάδος» στηρίζεται καὶ τὸ ἔθνος μας, ποὺ εἶνε τὸ μόνο μ᾽ αὐτὴ τὴν ἐπικεφαλίδα στὸ Σύνταγμά του (Σύνταγμα, Βουλὴ τῶν Ἑλλήνων, Ἀθήνα Νοέμ. 2006, σ. 25).
Εἰς τὸ ὄνομα τῆς ἁγίας Τριάδος, «τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ ἁγίου Πνεύματος», βαπτισθήκαμε. Τὴν ὥρα λοιπὸν τοῦ βαπτίσματος πήραμε δύο ὀνόματα, ἕνα μικρὸ καὶ ἕνα μεγάλο.
⃝ Τὸ μικρὸ ὄνομά μας εἶνε αὐτὸ τὸ ἕνα, ποὺ μᾶς ἔδωσε ὁ ἱερεύς. Δὲν ἐπιτρέπεται νὰ ἔχουμε δύο ἢ τρία ὀνόματα· αὐτὰ εἶνε φράγκικες καὶ προτεστάντικες συνήθειες. Καὶ τὸ ὄνομα ποὺ θὰ πάρῃ ὁ ὀρθόδοξος πρέπει νὰ εἶνε ὄχι ξενικὸ ἀλλὰ ὄνομα ἁγίου τῆς πίστεώς μας. Τὸ ὄνομα αὐτὸ πρέπει νὰ τὸ κρατήσῃ σ᾽ ὅλη του τὴ ζωή, νὰ μὴν τὸ ἀλλάξῃ. Στὴν ἐποχή μας, ποὺ ὅλα ἔγιναν μόδα, κινδυνεύουμε καὶ τὰ ὀνόματά μας νὰ λησμονήσουμε. Ὁ Κωνσταντῖνος ἔγινε Ντῖνος, ὁ Παναγιώτης Τάκης, ἡ Μαρία Μαίρη, ἡ Αἰκατερίνα Καίτη. Δηλαδὴ ξεβαφτιστήκαμε. Μὰ δὲν σὲ βάπτισαν ἔτσι. Ὁ καθένας πρέπει νὰ ὀνομάζεται μὲ τὸ ὄνομα ποὺ βγῆκε μέσα ἀπὸ τὰ νερὰ τοῦ Ἰορδάνου, ἀπὸ τὴν κολυμβήθρα. Ἀκόμα νὰ γνωρίζῃ τὸν βίο τοῦ ἁγίου του, ποὺ εἶνε ὁ προστάτης του. Καὶ τὸ σπουδαιότερο, νὰ ἀγωνίζεται, ἡ ζωή του νὰ εἶνε σύμφωνη μὲ τὸν βίο τοῦ ἁγίου του. Τὰ χριστιανικά μας ὀνόματα μᾶς λένε, Φανῆτε ἄξιοι τῶν ἁγίων· φωνάζουν αὐτὸ ποὺ λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, «Μιμηταί μου γίνεσθε, καθὼς κἀγὼ Χριστοῦ» (Α΄ Κορ. 11,1).
⃝ Τὴν ὥρα λοιπὸν ποὺ βαπτίστηκες πῆρες τὸ μικρό σου ὄνομα, ἀλλὰ κοντὰ σ᾽ αὐτὸ πῆρες κ᾽ ἕνα ἄλλο μεγάλο ὄνομα, τὸ ὄνομα Χριστιανός. Τὸ σκέφτηκες ποτὲ τί θὰ πῇ Χριστιανός; ὅτι, μέσα στὰ ἑκατομμύρια τοῦ κόσμου μὲ τὶς τόσες θρησκεῖες (μουσουλμάνους, βουδδιστὰς κ.λπ.), ἐσὺ ἔχεις τὸ ὄνομα Χριστιανός, ἐπάνω σου εἶνε αὐτὴ ἡ σφραγίδα ἡ βασιλική; Σκέφτηκες ὅτι ἔχεις ὄνομα ποὺ βγαίνει ἀπὸ τὸ Χριστός, τὸ ὄνομά σου συνδέεται μὲ τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ; Τὸ ὄνομα Χριστὸς εἶνε τὸ γλυκύτερο ἀλλὰ καὶ δυνατώτερο. Γλυκύτερο, γιατὶ κανείς ἄλλος δὲν ἀγάπησε τὸν ἄνθρωπο περισσότερο. Ὁ Χριστὸς ἔγινε ἄνθρωπος γι᾽ αὐτὸν ποὺ «δὲν εἶχε ἄνθρωπο» (βλ. Ἰω. 5,7). Εἶνε αὐτὸς ποὺ ὁ Πιλᾶτος τὸν ἔδειξε καὶ εἶπε «Ἴδε ὁ ἄνθρωπος» (Ἰω. 19,5). Τὰ λόγια του θαυμαστά· κάνουν καὶ τὸν πιὸ ἀπελπισμένο νὰ θέλῃ νὰ ζήσῃ, κάνουν καὶ τὸν πιὸ εὐτυχισμένο νὰ θέλῃ νὰ πεθάνῃ γιὰ νά ᾽νε μαζί του στὴν ἄλλη τὴν πιὸ εὐτυχισμένη ζωή. Τὰ λόγια του βάλσαμο παρηγοριᾶς. Εἶπε κάποιος ὅτι, κι ἂν ἀκόμα σὲ ἄλλους πλανῆτες ὑπῆρχαν ὄντα λογικά, δὲν θὰ μποροῦσαν νὰ ἔχουν ἄλλη θρησκεία ἀπὸ τὴν πίστι στὸν Ἰησοῦν Χριστόν.
Ἀλλὰ τὸ ὄνομα Χριστὸς εἶνε καὶ τὸ δυνατώτερο.
Ἀπὸ ὅλους ὅσους πέρασαν ἀπὸ τὴ Γῆ, ὁ πιὸ δυνατὸς εἶνε αὐτός. Ὄχι μόνο ὅσο ζοῦσε ἐδῶ ἀλλὰ καὶ μετὰ τὴν ἄνοδό του στοὺς οὐρανούς, ὄχι πλέον ὁ ἴδιος αὐτοπροσώπως ἀλλὰ καὶ μόνο ἡ ἐπίκλησι τοῦ ὀνόματός του ἔχει δύναμι· καὶ σήμερα ζῇ, θριαμβεύει, καὶ πάντα θὰ θριαμβεύῃ. Γνωρίζουμε π.χ. ὅτι, ὅταν ζοῦσε ἐδῶ, ἕναν ἐπὶ 38 χρόνια παράλυτο τὸν θεράπευσε ἀμέσως· ἀλλὰ καὶ μετὰ τὴν ἀνάληψί του, ὅπως εἴδαμε σήμερα, τὸ ὄνομά του «ἐνεργεῖ δυνάμεις» (Γαλ. 3,5), θαυματουργεῖ δηλαδὴ. Προσέξατε τί λέει ὁ ἀπόστολος;
Σὲ κάποια πόλι τῆς Παλαιστίνης, στὴν Λύδδα, ἦταν ἕνας ἀσθενὴς ποὺ λεγόταν Αἰνέας. Ὀκτὼ χρόνια ἦταν ξαπλωμένος σ᾽ ἕνα κρεβάτι, τελείως παράλυτος ἀπὸ τὴ μέση καὶ κάτω· δὲν μποροῦσε νὰ κουνήσῃ καθόλου τὰ πόδια του. Αὐτὸς λοιπόν, ἐνῷ οἱ συγγενεῖς του ἦταν ἀπελπισμένοι, τί ἔγινε· θεραπεύθηκε! Πῶς; μὲ τί; Μιὰ μέρα περνοῦσε μπροστά του ὁ ἀπόστολος Πέτρος καὶ τοῦ λέει· «Αἰνέα, ἰᾶταί σε (=σὲ θεραπεύει) Ἰησοῦς ὁ Χριστός» (Πράξ. 9,34). Καὶ μόλις ἀκούστηκε τὸ ὄνομα αὐτό, ἀμέσως ὁ παράλυτος σηκώθηκε ὄρθιος. Ἂς μὴν πιστεύουν οἱ ἄπιστοι, δικαίωμά τους εἶνε· ἐμεῖς πιστεύουμε, καὶ γι᾽ αὐτὸ βρισκόμαστε ἐδῶ στὴν ἐκκλησία. Πιστεύουμε, ὅτι αὐτὰ εἶνε ἀληθινά, ὅτι τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ ἔχει δύναμι· καὶ μόνο ποὺ ἀκούστηκε, ἀμέσως θαυματούργησε. Τὸ εἶπε ὅμως μὲ πίστι – ποιός· ὄχι ὁ τυχόν, ἀλλὰ ὁ ἀπόστολος Πέτρος.
* * *
Αὐτὸ εἶνε, ἀδελφοί μου, τὸ «ὄνομα τὸ ὑπὲρ πᾶν ὄνομα» (Φιλιπ. 2,9), τὸ μόνο ποὺ σῴζει, δὲν ὑπάρχει ἄλλο. Καὶ αὐτὸ τὸ ὄνομα πρέπει νὰ τὸ ἀγαπήσουμε. Ἐμᾶς πόσο μᾶς συγκινεῖ τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ; Τὸν ἀγαποῦμε ἆραγε ὅπως τοῦ ἀξίζει; Ἡ ἀπάντησι δὲν εἶνε εὐχάριστη. Αὐτὰ ποὺ εἶπα ὣς ἐδῶ ἦταν θεωρία, καὶ ὅσοι κάνατε στρατιῶτες ξέρετε ὅτι χρειάζεται καὶ ἡ πρᾶξις.
Εἴπαμε, ὅτι Χριστὸς εἶνε τὸ γλυκύτερο καὶ τὸ παντοδύναμο ὄνομα. Ἔχεις μέσα σου τὸ Χριστό; μὴ φοβᾶσαι τίποτα, θὰ εἶσαι ἐν ἀσφαλείᾳ. Ἀλλὰ τώρα μοῦ ἔρχεται νὰ κατεβῶ ἀπ᾽ τὸ βῆμα, νὰ φύγω καὶ νὰ κρυφτῶ. Τὸ μικρό μας ὄνομα πάει, τὸ «ξεβαφτίσαμε», ἀλλάξαμε τὰ ὀνόματά μας. Καὶ τὸ μεγάλο μας ὄνομα, τὸ ὄνομα «Χριστιανός», τί τὸ κάναμε; Λέμε θεωρητικὰ ὅτι πρέπει ν᾽ ἀγαποῦμε τὸ Χριστὸ παραπάνω ἀπ᾽ ὅλα, ἀλλὰ στὴν πρᾶξι τί γίνεται;
Ἴσως παρεξηγηθῶ σ᾽ αὐτὸ ποὺ θὰ πῶ, ἀλλὰ δὲ μ᾽ ἐνδιαφέρει. Δὲν εἶμαι ἐναντίον τῶν ἀρχῶν καὶ ἐξουσιῶν· ὑπηρέτησα τὸ ἔθνος σὲ κρίσιμες στιγμὲς καὶ κανείς δὲν μπορεῖ νὰ μὲ κατηγορήσῃ πὼς δὲν ἀγαπῶ τὴν πατρίδα. Ἐρωτῶ λοιπόν· πρέπει νὰ τιμοῦμε τὸν ἀνώτατο ἄρχοντα; Πρέπει ἀσφαλῶς. Καὶ ὄντως, ὅπου κι ἂν πᾷς, δὲν θ᾽ ἀκούσῃς κακὸ λόγο γι᾽ αὐτόν· καὶ ἂν καταγγελθῇ κάποιος ὅτι τὸν βλαστήμησε, ἀμέσως θὰ τὸν ἁρπάξουν νὰ τὸν τιμωρήσουν. Ὅταν ὅμως ὑβρίζεται τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ; Σὰν στρατιωτικὸς ἱερεὺς ἔκανα κάποτε τὸ ἑξῆς σ᾽ ἕνα στρατηγό, ποὺ δὲν ἔδινε σημασία στὶς καταγγελίες μας γιὰ βλασφημία. Πῆγα στὸ γραφεῖο του καὶ τοῦ λέω· –Στρατηγέ μου, βλαστημᾶνε τὸ Χριστό. –Ὤχ, λέει, ρὲ παιδί μου, ἄφησέ με τώρα… Ἄ, ἔτσι εἶσαι; Πέρασε κανένας μήνας καὶ τὸν παίρνω τηλέφωνο. –Στρατηγέ μου, λέω, ἔχω νὰ σᾶς καταγγείλω, ὅτι ἕνας λοχίας εἶπε τὰ αἰσχρότερα λόγια γιὰ τὴ βασίλισσα τῶν Ἑλλήνων. –Τί;… πῶς;… λέει, καὶ νάτος ἔφτασε ἀμέσως. Τότε τοῦ λέω· –Λάθος καταλάβατε· δὲν βλαστημοῦν, δὲν τολμοῦν νὰ ποῦν λόγο κακὸ ἐναντίον τῶν βασιλέων καὶ τοῦ πρωθυπουργοῦ – ποὺ τί εἶνε κι αὐτοί; ἄνθρωποι θνητοὶ εἶνε· τολμοῦν ὅμως καὶ προσβάλλουν Ἐκεῖνον ποὺ πιστεύουμε καὶ λατρεύουμε.
Καὶ μόνο στὸ στρατό; Ὅπου νὰ πᾷς, δὲν ὑπάρχει σημεῖο ποὺ νὰ μὴν ἀκούσῃς βλαστήμια· γίναμε τὸ πιὸ βλάστημο ἔθνος. Ποιοί φταῖνε; Ὅλοι· καὶ οἱ ἄρχοντες, καὶ ὁ κλῆρος, καὶ ὁ λαός. Ἂν ἤμασταν ὀρθόδοξο κράτος, ἔπρεπε νὰ μὴν εἶνε ἀνεκτὴ οὔτε ἡ παραμικρὴ προσβολὴ τῶν θείων ἀλλὰ νὰ τιμωρῆται παραδειγματικῶς. Ἢ πιστεύουμε ἢ δὲν πιστεύουμε.
Πότε θά ᾽ρθῃ ἡ ἅγια μέρα, ποὺ ὅλοι οἱ Χριστιανοὶ θὰ κάνουμε μιὰ εἰρηνικὴ ἐπανάστασι, ὄχι μὲ ὅπλα φονικά, ὥστε στὴν εὐλογημένη πατρίδα μας νὰ μὴν ὑπάρχῃ στόμα βλάσφημο!
Ξένος δημοσιογράφος ἔγραψε σὲ γερμανικὸ περιοδικό, ὅτι ἐπὶ ἕνα χρόνο ἔγινε ἔρευνα καὶ διαπίστωσαν, ὅτι οἱ Ἕλληνες, μόλις σηκώνουν τὸ τηλέφωνο, ἀντὶ γιὰ καλημέρα βλαστημοῦν. Ἀγνώριστοι γίναμε. Ποῦ εἶσαι Κολοκοτρώνη καὶ οἱ ἄλλοι ἥρωες, ποῦ εἶστε πρόγονοι καὶ πατέρες μας ἀγράμματοι, ποὺ προτιμούσατε νὰ πεθάνετε παρὰ νὰ βλαστημήσετε τὸ Χριστό! Ὁ ξένος αὐτὸς δημοσιογράφος ἀνέφερε καὶ τὴν πληροφορία, ὅτι μιὰ τηλεφωνήτρια παραιτήθηκε γιατὶ δὲν μποροῦσε νὰ ὑποφέρῃ ν᾽ ἀκούῃ νὰ βλασφημῆται τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, τῆς Παναγίας, καὶ τῶν ἁγίων.
Φοβᾶμαι, ἀδέρφια μου, ὅτι ὁ Θεὸς δὲν θὰ τὸ ἀνεχθῇ αὐτό. Σὲ ἄλλα ἁμαρτήματά μας φαίνεται ἐπιεικής, ἀλλὰ στὸ ἁμάρτημα αὐτὸ δὲν θὰ φανῇ ἐπιεικής. Ἐδῶ ἔχεις ἕνα σκυλί, τοῦ πετᾷς ἕνα κόκκαλο, κ᾽ ἐπειδὴ δὲν ἔχει γλῶσσα νὰ μιλήσῃ κουνάει τὴν οὐρά του γιὰ νὰ σοῦ πῇ «Σ᾽ εὐχαριστῶ, ἀφέντη»· καὶ ἐμεῖς;… Ὁ Χριστὸς σοῦ ἔδωσε γυναῖκα, παιδιά, ὑγεία, σπίτι, πατρίδα ἐλεύθερη, κι ἀντὶ γιὰ εὐχαριστῶ τί ἀκούει; Ἁμαρτωλὸς εἶμαι, ἀνάξιος νὰ φιλήσω τὰ πόδια σας, ἀλλὰ πιστεύω στὸ Εὐαγγέλιο, καὶ σᾶς λέω ὅτι, ἐὰν δὲν μετανοήσουμε καὶ δὲν ληφθοῦν δρακόντεια μέτρα νὰ ξερριζωθοῦν οἱ γλῶσσες αὐτῶν ποὺ βλαστημοῦν, νὰ τὸ θυμᾶστε, μιὰ νύχτα θὰ γίνῃ σεισμὸς στὴν Ἀθήνα, καὶ τότε δὲν θὰ προλάβουμε οὔτε νὰ ποῦμε τὸ «Μνήσθητί μου, Κύριε» (Λουκ. 23,42).
Ὅλοι μας, ἄντρες γυναῖκες παιδιά, ν᾽ ἀγωνιστοῦμε νὰ σβήσουμε ἀπὸ τὸν τόπο μας τὴ βλασφημία, καὶ ὅλες οἱ γλῶσσες νὰ γίνουν μιὰ κιθάρα, ποὺ νὰ ὑμνῇ καὶ νὰ δοξάζῃ εἰς αἰῶνας αἰώνων Πατέρα, Υἱὸν καὶ ἅγιον Πνεῦμα· ἀμήν.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ψυχική παραλυσία!
Ἀκούσατε, ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, τὸ ἱερὸ καὶ ἅγιο εὐαγγέλιο;
Ἡ σημερινὴ εὐαγγελικὴ περικοπὴ περιέχει ἕνα θαῦμα τοῦ Κυρίου.
Ἀλλὰ γιὰ νὰ καταλάβουμε καλύτερα τὸ θαῦμα αὐτό, πρέπει νὰ γίνῃ ἀτομικό, νὰ τὸ κάνουμε προσωπικό, νὰ τὸ μεταφέρουμε στὸν ἑαυτό μας· πρέπει δηλαδὴ νὰ ἐπαναληφθῇ καὶ σ᾿ ἐμᾶς.
Πῶς θὰ γίνῃ αὐτό; Γιὰ νὰ ἐπαναληφθῇ τὸ θαῦμα,
πρέπει ἡ δύναμις τοῦ Χριστοῦ νὰ ἐνεργήσῃ ἐπάνω μας.
Τότε δὲν θὰ χρειάζεσαι ἄλλη βεβαίωσι γιὰ νὰ πιστεύῃς. Θὰ ἔχῃς ἀκράδαντη βεβαιότητα. Μεγαλυτέρα ἀπόδειξις τῆς δυνάμεως τοῦ Χριστοῦ θὰ εἶσαι σύ ὁ ἴδιος.
Τί λέει, λοιπόν, τὸ ἱερὸ Εὐαγγέλιο;
Στὰ Ἰεροσόλυμα, κοντὰ στὴν προβατικὴ πύλη, τὴν πύλη δηλαδὴ ἀπ᾿ ὅπου περνοῦσαν τὰ πρόβατα ποὺ ἐπρόκειτο νὰ θυσιαστοῦν στὸ ναό, ὑπῆρχε μία δεξαμενὴ ποὺ λεγόταν Βηθεσδά.
Τὸ νερὸ αὐτῆς τῆς δεξαμενῆς εἶχε μία θαυματουργικὴ ἰδιότητα. Τί ἰδιότητα· κατὰ ἀραιὰ χρονικὰ διαστήματα, μιὰ φορὰ τὸ χρόνο, κατέβαινε ἐκεῖ ἄγγελος Κυρίου καὶ τάραζε τὸ νερό. Τότε τὸ νερὸ ἀποκτοῦσε, προσωρινά, ἰαματικὴ ἰδιότητα.
Αὐτὸ διαρκοῦσε πολὺ λίγο· ἀμέσως κατόπιν τὸ νερὸ ἐπανερχόταν στὴν προηγουμένη φυσικὴ κατάστασι, ἦταν πάλι ἁπλὸ νερὸ ὅπως ὅλων τῶν ἄλλων πηγῶν.
Ὅποιος λοιπὸν ἀμέσως μετὰ τὴν κάθοδο τοῦ ἀγγέλου προλάβαινε νὰ πέσῃ πρῶτος μέσα στὸ ταραγμένο νερό, γινόταν ὑγιής, ὁποιαδήποτε καὶ ἂν ἦταν ἡ ἀσθένεια ἀπὸ τὴν ὁποία ἔπασχε. Αὐτὸ ἔδινε ἐλπίδα σὲ ὅλους ὅσοι εἶχαν ἀπελπισθῆ ἀπὸ τοὺς γιατρούς. Ἔτσι γύρω ἀπὸ τὸ χεῖλος τῆς κολυμβήθρας ἦταν συγκεντρωμένο ἕνα πλῆθος ἀσθενῶν, ποὺ ἔμεναν ἐκεῖ ξαπλωμένοι σὲ κρεβάτια ἢ φορεῖα. Εἴτε κρύο ἔκανε εἴτε ζέστη, ὅλοι αὐτοὶ οἱ ταλαίπωροι ἄνθρωποι δὲν ἀπομακρύνονταν ἀπὸ ᾿κεῖ. Γιὰ νὰ προστατεύωνται δὲ ἀπὸ τὴ βροχὴ καὶ τὸν ἥλιο, εἶχαν χτιστῆ γύρω ἀπ᾿ τὴ δεξαμενὴ πέντε στοές, πέντε ὑπόστεγα, ὅπου παρέμεναν οἱ ἀσθενεῖς καὶ ὅσοι τοὺς συνώδευαν. Ἀνάμεσα στὸ πλῆθος τῶν ἀσθενῶν, ποὺ περίμεναν νὰ βροῦν τὴ θεραπεία τους, ἦταν καὶ ἕνας παράλυτος. Γιατρειὰ δὲν εἶδε ἀπὸ ἄνθρωπο.
Ἀλλ᾿ οὔτε καὶ στὴ θαυματουργὸ κολυμβήθρα τόσον καιρὸ εἶχε βρῆ τὴ θεραπεία του. Τριανταοχτὼ χρόνια περίμενε ἐκεῖ μὲ ὑπομονή. Στὸ μακρὸ αὐτὸ διάστημα πολλοὺς συνασθενεῖς εἶδε νὰ πέφτουν στὸ ταραγμένο νερό, νὰ βγαίνουν καὶ νὰ φεύγουν γιὰ τὰ σπίτια τους θεραπευμένοι. Αὐτὸς λόγῳ τῆς παθήσεώς του δὲν ἦταν εὐκίνητος· πάντα κάποιος ἄλλος τὸν προλάβαινε. Ἦταν μόνος καὶ ἀβοήθητος. Ἔτσι τὸ μαρτύριό του συνεχιζόταν. Μετὰ ἀπὸ τόσα χρόνια ἀποτυχιῶν, τί ἐλπίδα ὑπῆρχε πλέον; Μᾶλλον ἔπρεπε νὰ τὸ πάρῃ ἀπόφασι, ὅτι ἐκεῖ θὰ τὸν βρῇ ὁ θάνατος καὶ τότε ἀπὸ τὴν κολυμβήθρα θὰ μετακομίσῃ στὸ κοιμητήριο· κι ἀντὶ νὰ μπῇ στὸ ἰαματικὸ νερό, θὰ τὸν βάλουν στὸ μαῦρο χῶμα. Ἐν τούτοις ἐξακολουθοῦσε νὰ ἐλπίζῃ, νὰ ὑπομένῃ, νὰ παραμένῃ ἐκεῖ. Σὰν κάποιον νὰ περίμενε! Κάποιο μυστήριο ἔκρυβε ἡ ταλαιπωρία του.
Καὶ ἦρθε ἐπὶ τέλους ἡ στιγμὴ νὰ λυθῇ τὸ δρᾶμα του καὶ νὰ φωτιστῇ τὸ μυστήριο. Μετὰ ἀπὸ ἀγόγγυστη ὑπομονὴ τόσων ἐτῶν, ἦρθε κοντά του ὁ μέγας ἰατρός, τὸ ἄριστο φάρμακο, καὶ τότε βραβεύθηκε ἡ ἀρετή του. Ἦρθε κοντά του ὁ Χριστός, ὁ παντοδύναμος καὶ πάνσοφος εὐεργέτης, τοῦ εἶπε ἕνα μόνο λόγο, καὶ μ᾿ ἐκεῖνο τὸ λόγο ὁ παράλυτος ἀμέσως ἔγινε καλά. Μέγα τὸ θαῦμα· ἕνας ζωντανὸς νεκρὸς στάθηκε ὄρθιος· καὶ αὐτὸς ποὺ δὲν μποροῦσε νὰ σηκώσῃ οὔτε ἕνα κουτάλι, πῆρε δύναμι καὶ σήκωσε ὁλόκληρο κρεβάτι. Ὁ παραλυτικὸς αὐτὸς ἔμεινε ἐκεῖ τόσα χρόνια, γιὰ νὰ γίνῃ διδάσκαλός μας. Τριανταοχτὼ χρόνια δὲν γόγγυσε οὔτε βλαστήμησε, ὅπως θὰ ἔκαναν ἄλλοι πού, ὄχι τόσο ἀλλὰ πολὺ λιγώτερο χρόνο ἔχουν στὸ κρεβάτι, καὶ τὰ βάζουν μὲ τὸ Θεό. Ὁ παραλυτικὸς εἶνε παράδειγμα ὑπομονῆς. Γι᾿ αὐτὸ ἦρθε κοντά του ὄχι ἄνθρωπος, ἀλλὰ ὁ ἴδιος ὁ Χριστός· διότι τὸν σπλαχνίσθηκε. Ἔπειτα ὁ παραλυτικὸς αὐτός, ὅταν γιατρεύτηκε, δὲν πῆγε στὸ σπιτάκι του, ἀλλὰ ποῦ πῆγε; στὸ ναό. Καὶ ὄχι μόνο αὐτό, ἀλλὰ ἔγινε καὶ ἱεροκήρυκας, σαλπιγκτὴς τῶν θαυμάτων τοῦ Κυρίου.
* * *
Ἀλλὰ τώρα δὲν θέλω νὰ μιλήσω γιὰ τὸν παραλυτικὸ τοῦ εὐαγγελίου· θέλω νὰ μιλήσω γιὰ τοὺς σημερινοὺς παραλύτους. –Μὰ ὑπάρχουν καὶ σήμερα παράλυτοι; Ὑπάρχουν. Καὶ δὲν ἐννοῶ μόνο τοὺς σωματικῶς παραλύτους. Ἐννοῶ κυρίως τοὺς ψυχικῶς παραλύτους. Αὐτοὶ εἶνε περισσότερο ἀξιολύπητοι. Διότι πάνω ἀπὸ τὴ σωματικὴ ἀσθένεια ὑπάρχει ἡ ψυχικὴ ἀσθένεια, καὶ πάνω ἀπὸ τὴ σωματικὴ παραλυσία ὑπάρχει ἡ ψυχικὴ παραλυσία. Τί εἶνε ψυχικὴ παραλυσία; Μποροῦμε νὰ ποῦμε, ὅτι εἶνε ἡ πλέον συχνὴ καὶ ἡ πλέον διαδεδομένη νόσος. Ἀπὸ ποῦ ν᾿ ἀρχίσω καὶ ποῦ νὰ τελειώσω; Μερικὲς φωτογραφίες τῶν σημερινῶν ψυχικῶς παραλύτων θὰ σᾶς παρουσιάσω καὶ θὰ τελειώσω. ⃝ Πρῶτο παράδειγμα. Ὁ παράλυτος ποὺ ἰάτρευσε ὁ Κύριος τριανταοχτὼ χρόνια εἶχε νὰ πάῃ στὸ ναὸ τοῦ Θεοῦ. Πῆγε μικρὸ παιδί, καὶ ξαναπῆγε τώρα, μετὰ τὴ θεραπεία του, μὲ ἄσπρα πλέον τὰ μαλλιά. Ἀλλ᾿ ἐκεῖνος δικαιολογεῖται· ἦταν ἀσθενής, δὲν εἶχε πόδια, καὶ παρέμενε ἀκίνητος ἐκεῖ παρὰ τὸ χεῖλος τῆς κολυμβήθρας.
Οἱ σημερινοὶ ὅμως ψυχικῶς παράλυτοι, ἐνῷ σωματικῶς εἶνε ὑγιέστατοι καὶ κινοῦνται καὶ τρέχουν δεξιὰ κι ἀριστερά, ἔχουν ὅμως σαράντα καὶ πενήντα χρόνια νὰ πατήσουν τὸ πόδι τους στὸ σπίτι τοῦ Θεοῦ. Ἦρθαν νήπια, ὅταν τοὺς ἔφερε ἡ μάνα νὰ βαπτισθοῦν, καὶ θὰ ἔρθουν ἄλλη μιὰ φορά, ὅταν σηκωτοὺς θὰ τοὺς φέρουν νὰ τοὺς κηδεύσουν. Στὴν ἐκκλησία τώρα δὲν ἔρχονται· ἀλλοῦ πηγαίνουν εὐχαρίστως. Πές τους γιὰ κινηματογράφο, πές τους γιὰ θέατρο, νὰ δῇς πῶς τρέχουν. Λησμονοῦν τὸ Θεό, ποὺ μᾶς δίνει ὅλα τὰ ἀγαθά, καὶ τὴν ὑγεία καὶ τὴν ἀρτιμέλεια, καὶ δὲν ἔρχονται νὰ τοῦ ποῦν ἕνα εὐχαριστῶ. Λησμονοῦν, ὅτι τὰ πόδια μᾶς δόθηκαν γιὰ τὸ Χριστὸ καὶ ὄχι γιὰ τὸ διάβολο. ⃝ Θέλετε ἄλλο παράδειγμα ψυχικῶς παραλύτου; Οἱ προηγούμενοι ἔχουν παράλυτα τὰ πόδια, αὐτοὶ ἔχουν παράλυτα τὰ χέρια γιὰ τὸ Θεό. Πέστε λ.χ. στὸν ἄλλο, τὸ φιλάργυρο καὶ ἰδιοτελῆ, νὰ ἐλεήσῃ. Ἀδύνατον. Αὐτός, ὅταν πρόκειται νὰ δώσῃ κάτι σὲ φτωχό, αἰσθάνεται παράλυτο τὸ χέρι. Τὸν παραλύει ὁ δαίμων τῆς φιλαργυρίας. Προτιμότερο νὰ τοῦ κόψουν τὸ χέρι παρὰ νὰ δώσῃ μιὰ δραχμή. Ἢ πέστε στὸ δειλὸ καὶ κρυπτοχριστιανὸ νὰ ὁμολογήσῃ τὴν πίστι του ὅταν χτυπᾷ ἡ καμπάνα ἢ ὅταν περνᾷ ἔξω ἀπὸ μιὰ ἐκκλησία. Ντρέπεται, φοβᾶται καὶ τὸν ἴσκιο του, καὶ σταυρὸ δὲν κάνει. Ἔ, σᾶς ἐρωτῶ· αὐτοὶ δὲν ἔχουν τὰ χέρια τους παράλυτα; Λησμονοῦν, ὅτι τὰ χέρια δόθηκαν γιὰ νὰ βοηθοῦν τὸν πλησίον, νὰ ἐλεοῦν, νὰ ἐργάζωνται τὸ ἀγαθό, καὶ ὄχι νὰ μουντζώνουν καὶ νὰ πληγώνουν. Λησμονοῦν, ὅτι τὰ χέρια δόθηκαν γιὰ νὰ ὁμολογοῦν τὴν πίστι, γιὰ νὰ δοξάζουν τὸ Θεό, καὶ ὄχι νὰ τὸν ἀρνοῦνται μὲ τὴ δειλία τὴν ἰδιοτέλεια καὶ τὶς τόσες ἄνομες πράξεις καὶ ἀπρεπεῖς χειρονομίες· τὰ χέρια δόθηκαν γιὰ νὰ ἐργάζωνται τὶς θεῖες ἐντολὲς καὶ ὄχι νὰ τὶς καταργοῦν εἴτε κλέβοντας εἴτε παλαμίζοντας τὸ ἱερὸ Εὐαγγέλιο μὲ τοὺς ὅρκους. ⃝ Ἄλλο ἕνα παράδειγμα ψυχικῶς παραλύτων. Εἶνε αὐτοὶ ποὺ ἔχουν παράλυτη τὴ γλῶσσα. Ἡ γλῶσσα τοῦ ἀνθρώπου εἶνε τέλειο ὄργανο. Ὄχι μόνο ὡς μέλος καὶ ὄργανο τοῦ σώματος ἀλλὰ καὶ ὡς μέσο ἐπικοινωνίας. Λένε, ὅτι ἀνατομικῶς ὁ οὐρακοτάγκος ἔχει καλύτερη γλῶσσα ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο, ἀλλὰ τί νὰ τὴν κάνῃς; ἡ γλῶσσα του δὲν μπορεῖ ν᾿ ἀρθρώσῃ λέξι.
Ἐνῷ ὁ ἄνθρωπος μὲ τὴ γλῶσσα του ὁμιλεῖ, συνεννοεῖται, ἐκφράζει τὰ συναισθήματα καὶ τὶς σκέψεις του.
Πόσα λόγια λέει τὴν ἡμέρα; 100, 300, 500, 1.000, 2.000, 10.000, 20.000, 30.000 λέξεις. Ψάχνω ὅμως μέσα στὶς τόσες αὐτὲς λέξεις νὰ βρῶ διαμάντι, καὶ δὲν βρίσκω. Χαλίκια καὶ κόπρια.
Ἀκούγονται βλαστήμιες, αἰσχρολογίες, βωμολοχίες, λόγια βρωμερά· μόνο λόγια τοῦ Θεοῦ δὲν ἀκούγονται. Γιατί, ἄνθρωπε, ὁ Θεὸς σοῦ ἔδωσε τὴ γλῶσσα; Σοῦ τὴν ἔδωσε νὰ τὸν δοξολογῇς, νὰ διαλαλῇς τὰ θαύματά του, νὰ λὲς τὸν καλὸ λόγο στὸν πλησίον σου. Ὅταν ἐσὺ τὴ χρησιμοποιῇς γιὰ τὸ διάβολο, δὲν εἶσαι παράλυτος στὸ καλό;
* * *
Ἀδελφοί μου, πρὶν τελειώσω συνιστῶ· Γόνατα καὶ πόδια παραλελυμένα, ἀνορθωθῆτε (πρβλ. Ἠσ. 35,3). Χέρια νεκρὰ καὶ καρδιὲς παγωμένες, θερμανθῆτε. Γλῶσσες καὶ στόματα, καθαρισθῆτε, πάρτε φωνή, αἰνεῖτε τὸν Κύριον· πέστε «Εἷς ἅγιος, εἷς Κύριος, Ἰησοῦς Χριστός, εἰς δόξαν Θεοῦ Πατρός· ἀμήν» (Φιλ. 2,11 καὶ θ. Λειτ.).
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
kranosgr
Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου
«Καὶ εἶπεν αὐτῷ ὁ Πέτρος· Αἰνέα, ἰᾶταί σε Ἰησοῦς ὁ Χριστός» (Πράξ. 9,34)
Θὰ ἀρχίσω, ἀγαπητοί μου, τὸ σύντομο κήρυγμά μου μὲ μία ἐρώτησι. Ὑπάρχει ἐδῶ κανεὶς ἀβάπτιστος; Θεὸς φυλάξοι. Ἀπὸ τὸ γεροντότερο μέχρι τὸ μικρὸ παιδάκι, ὅλοι εἴμαστε βαπτισμένοι. Ἀβάπτιστος δὲν ἐπιτρέπεται νὰ μπῇ στὴν Ἐκκλησία· ἐὰν δὲν βαπτισθῇ ὁ ἄνθρωπος «εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ ἁγίου Πνεύματος», δὲν ἀνοίγουν τὰ παλάτια τῆς ἁγίας Τριάδος. Ἄλλωστε «εἰς τὸ ὄνομα τῆς Ἁγίας καὶ Ὁμοουσίου καὶ Ἀδιαιρέτου Τριάδος» στηρίζεται καὶ τὸ ἔθνος μας, ποὺ εἶνε τὸ μόνο μ᾽ αὐτὴ τὴν ἐπικεφαλίδα στὸ Σύνταγμά του (Σύνταγμα, Βουλὴ τῶν Ἑλλήνων, Ἀθήνα Νοέμ. 2006, σ. 25).
Εἰς τὸ ὄνομα τῆς ἁγίας Τριάδος, «τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ ἁγίου Πνεύματος», βαπτισθήκαμε. Τὴν ὥρα λοιπὸν τοῦ βαπτίσματος πήραμε δύο ὀνόματα, ἕνα μικρὸ καὶ ἕνα μεγάλο.
⃝ Τὸ μικρὸ ὄνομά μας εἶνε αὐτὸ τὸ ἕνα, ποὺ μᾶς ἔδωσε ὁ ἱερεύς. Δὲν ἐπιτρέπεται νὰ ἔχουμε δύο ἢ τρία ὀνόματα· αὐτὰ εἶνε φράγκικες καὶ προτεστάντικες συνήθειες. Καὶ τὸ ὄνομα ποὺ θὰ πάρῃ ὁ ὀρθόδοξος πρέπει νὰ εἶνε ὄχι ξενικὸ ἀλλὰ ὄνομα ἁγίου τῆς πίστεώς μας. Τὸ ὄνομα αὐτὸ πρέπει νὰ τὸ κρατήσῃ σ᾽ ὅλη του τὴ ζωή, νὰ μὴν τὸ ἀλλάξῃ. Στὴν ἐποχή μας, ποὺ ὅλα ἔγιναν μόδα, κινδυνεύουμε καὶ τὰ ὀνόματά μας νὰ λησμονήσουμε. Ὁ Κωνσταντῖνος ἔγινε Ντῖνος, ὁ Παναγιώτης Τάκης, ἡ Μαρία Μαίρη, ἡ Αἰκατερίνα Καίτη. Δηλαδὴ ξεβαφτιστήκαμε. Μὰ δὲν σὲ βάπτισαν ἔτσι. Ὁ καθένας πρέπει νὰ ὀνομάζεται μὲ τὸ ὄνομα ποὺ βγῆκε μέσα ἀπὸ τὰ νερὰ τοῦ Ἰορδάνου, ἀπὸ τὴν κολυμβήθρα. Ἀκόμα νὰ γνωρίζῃ τὸν βίο τοῦ ἁγίου του, ποὺ εἶνε ὁ προστάτης του. Καὶ τὸ σπουδαιότερο, νὰ ἀγωνίζεται, ἡ ζωή του νὰ εἶνε σύμφωνη μὲ τὸν βίο τοῦ ἁγίου του. Τὰ χριστιανικά μας ὀνόματα μᾶς λένε, Φανῆτε ἄξιοι τῶν ἁγίων· φωνάζουν αὐτὸ ποὺ λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, «Μιμηταί μου γίνεσθε, καθὼς κἀγὼ Χριστοῦ» (Α΄ Κορ. 11,1).
⃝ Τὴν ὥρα λοιπὸν ποὺ βαπτίστηκες πῆρες τὸ μικρό σου ὄνομα, ἀλλὰ κοντὰ σ᾽ αὐτὸ πῆρες κ᾽ ἕνα ἄλλο μεγάλο ὄνομα, τὸ ὄνομα Χριστιανός. Τὸ σκέφτηκες ποτὲ τί θὰ πῇ Χριστιανός; ὅτι, μέσα στὰ ἑκατομμύρια τοῦ κόσμου μὲ τὶς τόσες θρησκεῖες (μουσουλμάνους, βουδδιστὰς κ.λπ.), ἐσὺ ἔχεις τὸ ὄνομα Χριστιανός, ἐπάνω σου εἶνε αὐτὴ ἡ σφραγίδα ἡ βασιλική; Σκέφτηκες ὅτι ἔχεις ὄνομα ποὺ βγαίνει ἀπὸ τὸ Χριστός, τὸ ὄνομά σου συνδέεται μὲ τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ; Τὸ ὄνομα Χριστὸς εἶνε τὸ γλυκύτερο ἀλλὰ καὶ δυνατώτερο. Γλυκύτερο, γιατὶ κανείς ἄλλος δὲν ἀγάπησε τὸν ἄνθρωπο περισσότερο. Ὁ Χριστὸς ἔγινε ἄνθρωπος γι᾽ αὐτὸν ποὺ «δὲν εἶχε ἄνθρωπο» (βλ. Ἰω. 5,7). Εἶνε αὐτὸς ποὺ ὁ Πιλᾶτος τὸν ἔδειξε καὶ εἶπε «Ἴδε ὁ ἄνθρωπος» (Ἰω. 19,5). Τὰ λόγια του θαυμαστά· κάνουν καὶ τὸν πιὸ ἀπελπισμένο νὰ θέλῃ νὰ ζήσῃ, κάνουν καὶ τὸν πιὸ εὐτυχισμένο νὰ θέλῃ νὰ πεθάνῃ γιὰ νά ᾽νε μαζί του στὴν ἄλλη τὴν πιὸ εὐτυχισμένη ζωή. Τὰ λόγια του βάλσαμο παρηγοριᾶς. Εἶπε κάποιος ὅτι, κι ἂν ἀκόμα σὲ ἄλλους πλανῆτες ὑπῆρχαν ὄντα λογικά, δὲν θὰ μποροῦσαν νὰ ἔχουν ἄλλη θρησκεία ἀπὸ τὴν πίστι στὸν Ἰησοῦν Χριστόν.
Ἀλλὰ τὸ ὄνομα Χριστὸς εἶνε καὶ τὸ δυνατώτερο.
Ἀπὸ ὅλους ὅσους πέρασαν ἀπὸ τὴ Γῆ, ὁ πιὸ δυνατὸς εἶνε αὐτός. Ὄχι μόνο ὅσο ζοῦσε ἐδῶ ἀλλὰ καὶ μετὰ τὴν ἄνοδό του στοὺς οὐρανούς, ὄχι πλέον ὁ ἴδιος αὐτοπροσώπως ἀλλὰ καὶ μόνο ἡ ἐπίκλησι τοῦ ὀνόματός του ἔχει δύναμι· καὶ σήμερα ζῇ, θριαμβεύει, καὶ πάντα θὰ θριαμβεύῃ. Γνωρίζουμε π.χ. ὅτι, ὅταν ζοῦσε ἐδῶ, ἕναν ἐπὶ 38 χρόνια παράλυτο τὸν θεράπευσε ἀμέσως· ἀλλὰ καὶ μετὰ τὴν ἀνάληψί του, ὅπως εἴδαμε σήμερα, τὸ ὄνομά του «ἐνεργεῖ δυνάμεις» (Γαλ. 3,5), θαυματουργεῖ δηλαδὴ. Προσέξατε τί λέει ὁ ἀπόστολος;
Σὲ κάποια πόλι τῆς Παλαιστίνης, στὴν Λύδδα, ἦταν ἕνας ἀσθενὴς ποὺ λεγόταν Αἰνέας. Ὀκτὼ χρόνια ἦταν ξαπλωμένος σ᾽ ἕνα κρεβάτι, τελείως παράλυτος ἀπὸ τὴ μέση καὶ κάτω· δὲν μποροῦσε νὰ κουνήσῃ καθόλου τὰ πόδια του. Αὐτὸς λοιπόν, ἐνῷ οἱ συγγενεῖς του ἦταν ἀπελπισμένοι, τί ἔγινε· θεραπεύθηκε! Πῶς; μὲ τί; Μιὰ μέρα περνοῦσε μπροστά του ὁ ἀπόστολος Πέτρος καὶ τοῦ λέει· «Αἰνέα, ἰᾶταί σε (=σὲ θεραπεύει) Ἰησοῦς ὁ Χριστός» (Πράξ. 9,34). Καὶ μόλις ἀκούστηκε τὸ ὄνομα αὐτό, ἀμέσως ὁ παράλυτος σηκώθηκε ὄρθιος. Ἂς μὴν πιστεύουν οἱ ἄπιστοι, δικαίωμά τους εἶνε· ἐμεῖς πιστεύουμε, καὶ γι᾽ αὐτὸ βρισκόμαστε ἐδῶ στὴν ἐκκλησία. Πιστεύουμε, ὅτι αὐτὰ εἶνε ἀληθινά, ὅτι τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ ἔχει δύναμι· καὶ μόνο ποὺ ἀκούστηκε, ἀμέσως θαυματούργησε. Τὸ εἶπε ὅμως μὲ πίστι – ποιός· ὄχι ὁ τυχόν, ἀλλὰ ὁ ἀπόστολος Πέτρος.
* * *
Αὐτὸ εἶνε, ἀδελφοί μου, τὸ «ὄνομα τὸ ὑπὲρ πᾶν ὄνομα» (Φιλιπ. 2,9), τὸ μόνο ποὺ σῴζει, δὲν ὑπάρχει ἄλλο. Καὶ αὐτὸ τὸ ὄνομα πρέπει νὰ τὸ ἀγαπήσουμε. Ἐμᾶς πόσο μᾶς συγκινεῖ τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ; Τὸν ἀγαποῦμε ἆραγε ὅπως τοῦ ἀξίζει; Ἡ ἀπάντησι δὲν εἶνε εὐχάριστη. Αὐτὰ ποὺ εἶπα ὣς ἐδῶ ἦταν θεωρία, καὶ ὅσοι κάνατε στρατιῶτες ξέρετε ὅτι χρειάζεται καὶ ἡ πρᾶξις.
Εἴπαμε, ὅτι Χριστὸς εἶνε τὸ γλυκύτερο καὶ τὸ παντοδύναμο ὄνομα. Ἔχεις μέσα σου τὸ Χριστό; μὴ φοβᾶσαι τίποτα, θὰ εἶσαι ἐν ἀσφαλείᾳ. Ἀλλὰ τώρα μοῦ ἔρχεται νὰ κατεβῶ ἀπ᾽ τὸ βῆμα, νὰ φύγω καὶ νὰ κρυφτῶ. Τὸ μικρό μας ὄνομα πάει, τὸ «ξεβαφτίσαμε», ἀλλάξαμε τὰ ὀνόματά μας. Καὶ τὸ μεγάλο μας ὄνομα, τὸ ὄνομα «Χριστιανός», τί τὸ κάναμε; Λέμε θεωρητικὰ ὅτι πρέπει ν᾽ ἀγαποῦμε τὸ Χριστὸ παραπάνω ἀπ᾽ ὅλα, ἀλλὰ στὴν πρᾶξι τί γίνεται;
Ἴσως παρεξηγηθῶ σ᾽ αὐτὸ ποὺ θὰ πῶ, ἀλλὰ δὲ μ᾽ ἐνδιαφέρει. Δὲν εἶμαι ἐναντίον τῶν ἀρχῶν καὶ ἐξουσιῶν· ὑπηρέτησα τὸ ἔθνος σὲ κρίσιμες στιγμὲς καὶ κανείς δὲν μπορεῖ νὰ μὲ κατηγορήσῃ πὼς δὲν ἀγαπῶ τὴν πατρίδα. Ἐρωτῶ λοιπόν· πρέπει νὰ τιμοῦμε τὸν ἀνώτατο ἄρχοντα; Πρέπει ἀσφαλῶς. Καὶ ὄντως, ὅπου κι ἂν πᾷς, δὲν θ᾽ ἀκούσῃς κακὸ λόγο γι᾽ αὐτόν· καὶ ἂν καταγγελθῇ κάποιος ὅτι τὸν βλαστήμησε, ἀμέσως θὰ τὸν ἁρπάξουν νὰ τὸν τιμωρήσουν. Ὅταν ὅμως ὑβρίζεται τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ; Σὰν στρατιωτικὸς ἱερεὺς ἔκανα κάποτε τὸ ἑξῆς σ᾽ ἕνα στρατηγό, ποὺ δὲν ἔδινε σημασία στὶς καταγγελίες μας γιὰ βλασφημία. Πῆγα στὸ γραφεῖο του καὶ τοῦ λέω· –Στρατηγέ μου, βλαστημᾶνε τὸ Χριστό. –Ὤχ, λέει, ρὲ παιδί μου, ἄφησέ με τώρα… Ἄ, ἔτσι εἶσαι; Πέρασε κανένας μήνας καὶ τὸν παίρνω τηλέφωνο. –Στρατηγέ μου, λέω, ἔχω νὰ σᾶς καταγγείλω, ὅτι ἕνας λοχίας εἶπε τὰ αἰσχρότερα λόγια γιὰ τὴ βασίλισσα τῶν Ἑλλήνων. –Τί;… πῶς;… λέει, καὶ νάτος ἔφτασε ἀμέσως. Τότε τοῦ λέω· –Λάθος καταλάβατε· δὲν βλαστημοῦν, δὲν τολμοῦν νὰ ποῦν λόγο κακὸ ἐναντίον τῶν βασιλέων καὶ τοῦ πρωθυπουργοῦ – ποὺ τί εἶνε κι αὐτοί; ἄνθρωποι θνητοὶ εἶνε· τολμοῦν ὅμως καὶ προσβάλλουν Ἐκεῖνον ποὺ πιστεύουμε καὶ λατρεύουμε.
Καὶ μόνο στὸ στρατό; Ὅπου νὰ πᾷς, δὲν ὑπάρχει σημεῖο ποὺ νὰ μὴν ἀκούσῃς βλαστήμια· γίναμε τὸ πιὸ βλάστημο ἔθνος. Ποιοί φταῖνε; Ὅλοι· καὶ οἱ ἄρχοντες, καὶ ὁ κλῆρος, καὶ ὁ λαός. Ἂν ἤμασταν ὀρθόδοξο κράτος, ἔπρεπε νὰ μὴν εἶνε ἀνεκτὴ οὔτε ἡ παραμικρὴ προσβολὴ τῶν θείων ἀλλὰ νὰ τιμωρῆται παραδειγματικῶς. Ἢ πιστεύουμε ἢ δὲν πιστεύουμε.
Πότε θά ᾽ρθῃ ἡ ἅγια μέρα, ποὺ ὅλοι οἱ Χριστιανοὶ θὰ κάνουμε μιὰ εἰρηνικὴ ἐπανάστασι, ὄχι μὲ ὅπλα φονικά, ὥστε στὴν εὐλογημένη πατρίδα μας νὰ μὴν ὑπάρχῃ στόμα βλάσφημο!
Ξένος δημοσιογράφος ἔγραψε σὲ γερμανικὸ περιοδικό, ὅτι ἐπὶ ἕνα χρόνο ἔγινε ἔρευνα καὶ διαπίστωσαν, ὅτι οἱ Ἕλληνες, μόλις σηκώνουν τὸ τηλέφωνο, ἀντὶ γιὰ καλημέρα βλαστημοῦν. Ἀγνώριστοι γίναμε. Ποῦ εἶσαι Κολοκοτρώνη καὶ οἱ ἄλλοι ἥρωες, ποῦ εἶστε πρόγονοι καὶ πατέρες μας ἀγράμματοι, ποὺ προτιμούσατε νὰ πεθάνετε παρὰ νὰ βλαστημήσετε τὸ Χριστό! Ὁ ξένος αὐτὸς δημοσιογράφος ἀνέφερε καὶ τὴν πληροφορία, ὅτι μιὰ τηλεφωνήτρια παραιτήθηκε γιατὶ δὲν μποροῦσε νὰ ὑποφέρῃ ν᾽ ἀκούῃ νὰ βλασφημῆται τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, τῆς Παναγίας, καὶ τῶν ἁγίων.
Φοβᾶμαι, ἀδέρφια μου, ὅτι ὁ Θεὸς δὲν θὰ τὸ ἀνεχθῇ αὐτό. Σὲ ἄλλα ἁμαρτήματά μας φαίνεται ἐπιεικής, ἀλλὰ στὸ ἁμάρτημα αὐτὸ δὲν θὰ φανῇ ἐπιεικής. Ἐδῶ ἔχεις ἕνα σκυλί, τοῦ πετᾷς ἕνα κόκκαλο, κ᾽ ἐπειδὴ δὲν ἔχει γλῶσσα νὰ μιλήσῃ κουνάει τὴν οὐρά του γιὰ νὰ σοῦ πῇ «Σ᾽ εὐχαριστῶ, ἀφέντη»· καὶ ἐμεῖς;… Ὁ Χριστὸς σοῦ ἔδωσε γυναῖκα, παιδιά, ὑγεία, σπίτι, πατρίδα ἐλεύθερη, κι ἀντὶ γιὰ εὐχαριστῶ τί ἀκούει; Ἁμαρτωλὸς εἶμαι, ἀνάξιος νὰ φιλήσω τὰ πόδια σας, ἀλλὰ πιστεύω στὸ Εὐαγγέλιο, καὶ σᾶς λέω ὅτι, ἐὰν δὲν μετανοήσουμε καὶ δὲν ληφθοῦν δρακόντεια μέτρα νὰ ξερριζωθοῦν οἱ γλῶσσες αὐτῶν ποὺ βλαστημοῦν, νὰ τὸ θυμᾶστε, μιὰ νύχτα θὰ γίνῃ σεισμὸς στὴν Ἀθήνα, καὶ τότε δὲν θὰ προλάβουμε οὔτε νὰ ποῦμε τὸ «Μνήσθητί μου, Κύριε» (Λουκ. 23,42).
Ὅλοι μας, ἄντρες γυναῖκες παιδιά, ν᾽ ἀγωνιστοῦμε νὰ σβήσουμε ἀπὸ τὸν τόπο μας τὴ βλασφημία, καὶ ὅλες οἱ γλῶσσες νὰ γίνουν μιὰ κιθάρα, ποὺ νὰ ὑμνῇ καὶ νὰ δοξάζῃ εἰς αἰῶνας αἰώνων Πατέρα, Υἱὸν καὶ ἅγιον Πνεῦμα· ἀμήν.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ψυχική παραλυσία!
Ἀκούσατε, ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, τὸ ἱερὸ καὶ ἅγιο εὐαγγέλιο;
Ἡ σημερινὴ εὐαγγελικὴ περικοπὴ περιέχει ἕνα θαῦμα τοῦ Κυρίου.
Ἀλλὰ γιὰ νὰ καταλάβουμε καλύτερα τὸ θαῦμα αὐτό, πρέπει νὰ γίνῃ ἀτομικό, νὰ τὸ κάνουμε προσωπικό, νὰ τὸ μεταφέρουμε στὸν ἑαυτό μας· πρέπει δηλαδὴ νὰ ἐπαναληφθῇ καὶ σ᾿ ἐμᾶς.
Πῶς θὰ γίνῃ αὐτό; Γιὰ νὰ ἐπαναληφθῇ τὸ θαῦμα,
πρέπει ἡ δύναμις τοῦ Χριστοῦ νὰ ἐνεργήσῃ ἐπάνω μας.
Τότε δὲν θὰ χρειάζεσαι ἄλλη βεβαίωσι γιὰ νὰ πιστεύῃς. Θὰ ἔχῃς ἀκράδαντη βεβαιότητα. Μεγαλυτέρα ἀπόδειξις τῆς δυνάμεως τοῦ Χριστοῦ θὰ εἶσαι σύ ὁ ἴδιος.
Τί λέει, λοιπόν, τὸ ἱερὸ Εὐαγγέλιο;
Στὰ Ἰεροσόλυμα, κοντὰ στὴν προβατικὴ πύλη, τὴν πύλη δηλαδὴ ἀπ᾿ ὅπου περνοῦσαν τὰ πρόβατα ποὺ ἐπρόκειτο νὰ θυσιαστοῦν στὸ ναό, ὑπῆρχε μία δεξαμενὴ ποὺ λεγόταν Βηθεσδά.
Τὸ νερὸ αὐτῆς τῆς δεξαμενῆς εἶχε μία θαυματουργικὴ ἰδιότητα. Τί ἰδιότητα· κατὰ ἀραιὰ χρονικὰ διαστήματα, μιὰ φορὰ τὸ χρόνο, κατέβαινε ἐκεῖ ἄγγελος Κυρίου καὶ τάραζε τὸ νερό. Τότε τὸ νερὸ ἀποκτοῦσε, προσωρινά, ἰαματικὴ ἰδιότητα.
Αὐτὸ διαρκοῦσε πολὺ λίγο· ἀμέσως κατόπιν τὸ νερὸ ἐπανερχόταν στὴν προηγουμένη φυσικὴ κατάστασι, ἦταν πάλι ἁπλὸ νερὸ ὅπως ὅλων τῶν ἄλλων πηγῶν.
Ὅποιος λοιπὸν ἀμέσως μετὰ τὴν κάθοδο τοῦ ἀγγέλου προλάβαινε νὰ πέσῃ πρῶτος μέσα στὸ ταραγμένο νερό, γινόταν ὑγιής, ὁποιαδήποτε καὶ ἂν ἦταν ἡ ἀσθένεια ἀπὸ τὴν ὁποία ἔπασχε. Αὐτὸ ἔδινε ἐλπίδα σὲ ὅλους ὅσοι εἶχαν ἀπελπισθῆ ἀπὸ τοὺς γιατρούς. Ἔτσι γύρω ἀπὸ τὸ χεῖλος τῆς κολυμβήθρας ἦταν συγκεντρωμένο ἕνα πλῆθος ἀσθενῶν, ποὺ ἔμεναν ἐκεῖ ξαπλωμένοι σὲ κρεβάτια ἢ φορεῖα. Εἴτε κρύο ἔκανε εἴτε ζέστη, ὅλοι αὐτοὶ οἱ ταλαίπωροι ἄνθρωποι δὲν ἀπομακρύνονταν ἀπὸ ᾿κεῖ. Γιὰ νὰ προστατεύωνται δὲ ἀπὸ τὴ βροχὴ καὶ τὸν ἥλιο, εἶχαν χτιστῆ γύρω ἀπ᾿ τὴ δεξαμενὴ πέντε στοές, πέντε ὑπόστεγα, ὅπου παρέμεναν οἱ ἀσθενεῖς καὶ ὅσοι τοὺς συνώδευαν. Ἀνάμεσα στὸ πλῆθος τῶν ἀσθενῶν, ποὺ περίμεναν νὰ βροῦν τὴ θεραπεία τους, ἦταν καὶ ἕνας παράλυτος. Γιατρειὰ δὲν εἶδε ἀπὸ ἄνθρωπο.
Ἀλλ᾿ οὔτε καὶ στὴ θαυματουργὸ κολυμβήθρα τόσον καιρὸ εἶχε βρῆ τὴ θεραπεία του. Τριανταοχτὼ χρόνια περίμενε ἐκεῖ μὲ ὑπομονή. Στὸ μακρὸ αὐτὸ διάστημα πολλοὺς συνασθενεῖς εἶδε νὰ πέφτουν στὸ ταραγμένο νερό, νὰ βγαίνουν καὶ νὰ φεύγουν γιὰ τὰ σπίτια τους θεραπευμένοι. Αὐτὸς λόγῳ τῆς παθήσεώς του δὲν ἦταν εὐκίνητος· πάντα κάποιος ἄλλος τὸν προλάβαινε. Ἦταν μόνος καὶ ἀβοήθητος. Ἔτσι τὸ μαρτύριό του συνεχιζόταν. Μετὰ ἀπὸ τόσα χρόνια ἀποτυχιῶν, τί ἐλπίδα ὑπῆρχε πλέον; Μᾶλλον ἔπρεπε νὰ τὸ πάρῃ ἀπόφασι, ὅτι ἐκεῖ θὰ τὸν βρῇ ὁ θάνατος καὶ τότε ἀπὸ τὴν κολυμβήθρα θὰ μετακομίσῃ στὸ κοιμητήριο· κι ἀντὶ νὰ μπῇ στὸ ἰαματικὸ νερό, θὰ τὸν βάλουν στὸ μαῦρο χῶμα. Ἐν τούτοις ἐξακολουθοῦσε νὰ ἐλπίζῃ, νὰ ὑπομένῃ, νὰ παραμένῃ ἐκεῖ. Σὰν κάποιον νὰ περίμενε! Κάποιο μυστήριο ἔκρυβε ἡ ταλαιπωρία του.
Καὶ ἦρθε ἐπὶ τέλους ἡ στιγμὴ νὰ λυθῇ τὸ δρᾶμα του καὶ νὰ φωτιστῇ τὸ μυστήριο. Μετὰ ἀπὸ ἀγόγγυστη ὑπομονὴ τόσων ἐτῶν, ἦρθε κοντά του ὁ μέγας ἰατρός, τὸ ἄριστο φάρμακο, καὶ τότε βραβεύθηκε ἡ ἀρετή του. Ἦρθε κοντά του ὁ Χριστός, ὁ παντοδύναμος καὶ πάνσοφος εὐεργέτης, τοῦ εἶπε ἕνα μόνο λόγο, καὶ μ᾿ ἐκεῖνο τὸ λόγο ὁ παράλυτος ἀμέσως ἔγινε καλά. Μέγα τὸ θαῦμα· ἕνας ζωντανὸς νεκρὸς στάθηκε ὄρθιος· καὶ αὐτὸς ποὺ δὲν μποροῦσε νὰ σηκώσῃ οὔτε ἕνα κουτάλι, πῆρε δύναμι καὶ σήκωσε ὁλόκληρο κρεβάτι. Ὁ παραλυτικὸς αὐτὸς ἔμεινε ἐκεῖ τόσα χρόνια, γιὰ νὰ γίνῃ διδάσκαλός μας. Τριανταοχτὼ χρόνια δὲν γόγγυσε οὔτε βλαστήμησε, ὅπως θὰ ἔκαναν ἄλλοι πού, ὄχι τόσο ἀλλὰ πολὺ λιγώτερο χρόνο ἔχουν στὸ κρεβάτι, καὶ τὰ βάζουν μὲ τὸ Θεό. Ὁ παραλυτικὸς εἶνε παράδειγμα ὑπομονῆς. Γι᾿ αὐτὸ ἦρθε κοντά του ὄχι ἄνθρωπος, ἀλλὰ ὁ ἴδιος ὁ Χριστός· διότι τὸν σπλαχνίσθηκε. Ἔπειτα ὁ παραλυτικὸς αὐτός, ὅταν γιατρεύτηκε, δὲν πῆγε στὸ σπιτάκι του, ἀλλὰ ποῦ πῆγε; στὸ ναό. Καὶ ὄχι μόνο αὐτό, ἀλλὰ ἔγινε καὶ ἱεροκήρυκας, σαλπιγκτὴς τῶν θαυμάτων τοῦ Κυρίου.
* * *
Ἀλλὰ τώρα δὲν θέλω νὰ μιλήσω γιὰ τὸν παραλυτικὸ τοῦ εὐαγγελίου· θέλω νὰ μιλήσω γιὰ τοὺς σημερινοὺς παραλύτους. –Μὰ ὑπάρχουν καὶ σήμερα παράλυτοι; Ὑπάρχουν. Καὶ δὲν ἐννοῶ μόνο τοὺς σωματικῶς παραλύτους. Ἐννοῶ κυρίως τοὺς ψυχικῶς παραλύτους. Αὐτοὶ εἶνε περισσότερο ἀξιολύπητοι. Διότι πάνω ἀπὸ τὴ σωματικὴ ἀσθένεια ὑπάρχει ἡ ψυχικὴ ἀσθένεια, καὶ πάνω ἀπὸ τὴ σωματικὴ παραλυσία ὑπάρχει ἡ ψυχικὴ παραλυσία. Τί εἶνε ψυχικὴ παραλυσία; Μποροῦμε νὰ ποῦμε, ὅτι εἶνε ἡ πλέον συχνὴ καὶ ἡ πλέον διαδεδομένη νόσος. Ἀπὸ ποῦ ν᾿ ἀρχίσω καὶ ποῦ νὰ τελειώσω; Μερικὲς φωτογραφίες τῶν σημερινῶν ψυχικῶς παραλύτων θὰ σᾶς παρουσιάσω καὶ θὰ τελειώσω. ⃝ Πρῶτο παράδειγμα. Ὁ παράλυτος ποὺ ἰάτρευσε ὁ Κύριος τριανταοχτὼ χρόνια εἶχε νὰ πάῃ στὸ ναὸ τοῦ Θεοῦ. Πῆγε μικρὸ παιδί, καὶ ξαναπῆγε τώρα, μετὰ τὴ θεραπεία του, μὲ ἄσπρα πλέον τὰ μαλλιά. Ἀλλ᾿ ἐκεῖνος δικαιολογεῖται· ἦταν ἀσθενής, δὲν εἶχε πόδια, καὶ παρέμενε ἀκίνητος ἐκεῖ παρὰ τὸ χεῖλος τῆς κολυμβήθρας.
Οἱ σημερινοὶ ὅμως ψυχικῶς παράλυτοι, ἐνῷ σωματικῶς εἶνε ὑγιέστατοι καὶ κινοῦνται καὶ τρέχουν δεξιὰ κι ἀριστερά, ἔχουν ὅμως σαράντα καὶ πενήντα χρόνια νὰ πατήσουν τὸ πόδι τους στὸ σπίτι τοῦ Θεοῦ. Ἦρθαν νήπια, ὅταν τοὺς ἔφερε ἡ μάνα νὰ βαπτισθοῦν, καὶ θὰ ἔρθουν ἄλλη μιὰ φορά, ὅταν σηκωτοὺς θὰ τοὺς φέρουν νὰ τοὺς κηδεύσουν. Στὴν ἐκκλησία τώρα δὲν ἔρχονται· ἀλλοῦ πηγαίνουν εὐχαρίστως. Πές τους γιὰ κινηματογράφο, πές τους γιὰ θέατρο, νὰ δῇς πῶς τρέχουν. Λησμονοῦν τὸ Θεό, ποὺ μᾶς δίνει ὅλα τὰ ἀγαθά, καὶ τὴν ὑγεία καὶ τὴν ἀρτιμέλεια, καὶ δὲν ἔρχονται νὰ τοῦ ποῦν ἕνα εὐχαριστῶ. Λησμονοῦν, ὅτι τὰ πόδια μᾶς δόθηκαν γιὰ τὸ Χριστὸ καὶ ὄχι γιὰ τὸ διάβολο. ⃝ Θέλετε ἄλλο παράδειγμα ψυχικῶς παραλύτου; Οἱ προηγούμενοι ἔχουν παράλυτα τὰ πόδια, αὐτοὶ ἔχουν παράλυτα τὰ χέρια γιὰ τὸ Θεό. Πέστε λ.χ. στὸν ἄλλο, τὸ φιλάργυρο καὶ ἰδιοτελῆ, νὰ ἐλεήσῃ. Ἀδύνατον. Αὐτός, ὅταν πρόκειται νὰ δώσῃ κάτι σὲ φτωχό, αἰσθάνεται παράλυτο τὸ χέρι. Τὸν παραλύει ὁ δαίμων τῆς φιλαργυρίας. Προτιμότερο νὰ τοῦ κόψουν τὸ χέρι παρὰ νὰ δώσῃ μιὰ δραχμή. Ἢ πέστε στὸ δειλὸ καὶ κρυπτοχριστιανὸ νὰ ὁμολογήσῃ τὴν πίστι του ὅταν χτυπᾷ ἡ καμπάνα ἢ ὅταν περνᾷ ἔξω ἀπὸ μιὰ ἐκκλησία. Ντρέπεται, φοβᾶται καὶ τὸν ἴσκιο του, καὶ σταυρὸ δὲν κάνει. Ἔ, σᾶς ἐρωτῶ· αὐτοὶ δὲν ἔχουν τὰ χέρια τους παράλυτα; Λησμονοῦν, ὅτι τὰ χέρια δόθηκαν γιὰ νὰ βοηθοῦν τὸν πλησίον, νὰ ἐλεοῦν, νὰ ἐργάζωνται τὸ ἀγαθό, καὶ ὄχι νὰ μουντζώνουν καὶ νὰ πληγώνουν. Λησμονοῦν, ὅτι τὰ χέρια δόθηκαν γιὰ νὰ ὁμολογοῦν τὴν πίστι, γιὰ νὰ δοξάζουν τὸ Θεό, καὶ ὄχι νὰ τὸν ἀρνοῦνται μὲ τὴ δειλία τὴν ἰδιοτέλεια καὶ τὶς τόσες ἄνομες πράξεις καὶ ἀπρεπεῖς χειρονομίες· τὰ χέρια δόθηκαν γιὰ νὰ ἐργάζωνται τὶς θεῖες ἐντολὲς καὶ ὄχι νὰ τὶς καταργοῦν εἴτε κλέβοντας εἴτε παλαμίζοντας τὸ ἱερὸ Εὐαγγέλιο μὲ τοὺς ὅρκους. ⃝ Ἄλλο ἕνα παράδειγμα ψυχικῶς παραλύτων. Εἶνε αὐτοὶ ποὺ ἔχουν παράλυτη τὴ γλῶσσα. Ἡ γλῶσσα τοῦ ἀνθρώπου εἶνε τέλειο ὄργανο. Ὄχι μόνο ὡς μέλος καὶ ὄργανο τοῦ σώματος ἀλλὰ καὶ ὡς μέσο ἐπικοινωνίας. Λένε, ὅτι ἀνατομικῶς ὁ οὐρακοτάγκος ἔχει καλύτερη γλῶσσα ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο, ἀλλὰ τί νὰ τὴν κάνῃς; ἡ γλῶσσα του δὲν μπορεῖ ν᾿ ἀρθρώσῃ λέξι.
Ἐνῷ ὁ ἄνθρωπος μὲ τὴ γλῶσσα του ὁμιλεῖ, συνεννοεῖται, ἐκφράζει τὰ συναισθήματα καὶ τὶς σκέψεις του.
Πόσα λόγια λέει τὴν ἡμέρα; 100, 300, 500, 1.000, 2.000, 10.000, 20.000, 30.000 λέξεις. Ψάχνω ὅμως μέσα στὶς τόσες αὐτὲς λέξεις νὰ βρῶ διαμάντι, καὶ δὲν βρίσκω. Χαλίκια καὶ κόπρια.
Ἀκούγονται βλαστήμιες, αἰσχρολογίες, βωμολοχίες, λόγια βρωμερά· μόνο λόγια τοῦ Θεοῦ δὲν ἀκούγονται. Γιατί, ἄνθρωπε, ὁ Θεὸς σοῦ ἔδωσε τὴ γλῶσσα; Σοῦ τὴν ἔδωσε νὰ τὸν δοξολογῇς, νὰ διαλαλῇς τὰ θαύματά του, νὰ λὲς τὸν καλὸ λόγο στὸν πλησίον σου. Ὅταν ἐσὺ τὴ χρησιμοποιῇς γιὰ τὸ διάβολο, δὲν εἶσαι παράλυτος στὸ καλό;
* * *
Ἀδελφοί μου, πρὶν τελειώσω συνιστῶ· Γόνατα καὶ πόδια παραλελυμένα, ἀνορθωθῆτε (πρβλ. Ἠσ. 35,3). Χέρια νεκρὰ καὶ καρδιὲς παγωμένες, θερμανθῆτε. Γλῶσσες καὶ στόματα, καθαρισθῆτε, πάρτε φωνή, αἰνεῖτε τὸν Κύριον· πέστε «Εἷς ἅγιος, εἷς Κύριος, Ἰησοῦς Χριστός, εἰς δόξαν Θεοῦ Πατρός· ἀμήν» (Φιλ. 2,11 καὶ θ. Λειτ.).
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
kranosgr
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
ΕΑΚΠ: Με αγώνες τιμάμε τους νεκρούς της εργατικής τάξης
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ