2018-05-13 06:53:45
Φωτογραφία για ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΤΥΦΛΟΥ 2018
Περί αχαριστίας και δειλίας

Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αὐγουστίνου Καντιώτου

Εἶνε ἀξία ἐπαίνου ἡ προθυμία σας, ἀγαπητοί μου, νὰ ἀκοῦτε ὀρθόδοξο διδασκαλία. Μὰ ποιός θὰ εἶνε ὁ διδάσκαλός σας; Σήμερα διδάσκαλος δὲν θὰ εἶμαι οὔτε ἐγὼ ὁ μικρὸς οὔτε κάποιος ἐκ τῶν μεγάλων πατέρων τῆς Ἐκ­κλησίας. Σήμερα διδάσκαλος ὅλων μας θὰ γίνῃ ὁ τυφλὸς τοῦ εὐαγγελίου. Ἕνας ἄνθρωπος μὲ σβησμένα μάτια, ἀγράμματος, ποὺ δὲν φοίτησε σὲ σχολὲς καὶ πανεπιστήμια. Ἀλλὰ «τὰ μωρὰ τοῦ κόσμου ἐξελέξατο ὁ Θεὸς ἵνα τοὺς σοφοὺς καταισχύνῃ» (Α΄ Κορ. 1,27). Ὁ τυφλὸς ἐ­παίτης γίνεται διδάσκαλος στοὺς σοφοὺς τοῦ κόσμου καὶ πρὸ τῆς θεραπείας του ἀλλὰ καὶ μετὰ τὴν θεραπεία του. Πρὸ μὲν τῆς θεραπεί­ας του γιὰ νὰ διορθώσῃ τὴν ἀχαριστία μας, μετὰ δὲ τὴν θεραπεία του γιὰ νὰ διορθώσῃ τὴ δειλία μας.

* * *

Στὴν ἐποχή μας πολλοὶ παραπονοῦνται ὅτι εἶνε φτωχοί. Ἀλλὰ νά ὁ τυφλὸς μὲ τὴν καθα­ρὴ φωνή του κράζει· Ὄχι δὲν εἶστε φτωχοί, ἔχετε πλοῦτο· εἶστε ὅμως ἀχάριστοι.


Πράγματι, ἀδέρφια μου, εἴμαστε πλούσιοι. Ἔχουμε ἐν πρώτοις ἕνα θησαυρὸ ἀνεκτίμητο ποὺ λέγεται ὑγεία καὶ δὲν ἀγοράζεται μὲ τίποτα. Φανταστῆτε π.χ. νὰ ἔρθῃ ὁ μαμωνᾶς κρατώντας λίρες καὶ νὰ πῇ· «Θὰ δώσω τὶς λίρες σ᾿ ἐκεῖνον ποὺ θὰ καθήσῃ νὰ τοῦ βγάλω τὰ μάτια». Ποιός τὸ δέχεται; Κανείς· ἐκτὸς ἂν τρελλάθηκε ἀπ᾿ τὴν πλεονεξία. Ἄρα λοιπὸν τὰ μάτια εἶνε ἕνας πλοῦτος ἀνεκτίμητος. Εἶ­σαι πλούσιος, ἀδελφέ μου, διότι ἔχεις μάτια, ἔχεις αὐτιά, ἔχεις σκέψι, ἔχεις συνείδησι, ἔ­χεις μνήμη. Εἶσαι πλούσιος πρὸ παντός, διότι ἔχεις σωτῆρα τὸ Χριστό. Γιὰ ὅλα αὐτὰ πὲς ἕνα εὐχαριστῶ.

Μιὰ φορά, σὲ ἡμέρες θλιβερές, ἕνας ἱεροκήρυκας βρέθηκε σ᾿ ἕνα ἀπὸ τὰ εὐλογημένα χωριὰ τῆς Μακεδονίας μας ποὺ εἶχε καῆ. Μάζεψε τοὺς ἁπλοϊκοὺς ἐκείνους Χριστιανούς, τοὺς πραγματικοὺς Ἕλληνες, κάτω ἀπὸ ἕνα πλατάνι καὶ ἄρχισε νὰ τοὺς ἀναπτύσσῃ τὸ ῥητὸ «Ἐν παντὶ εὐχαριστεῖτε» (Α΄ Θεσ. 5,18). Τότε μιὰ γυναικούλα ἄρχισε τοὺς μορφασμοὺς καὶ τὸν διέκοψε· γιατὶ ἦρθε ἀπὸ τὴν πόλι, αὐτὸς ποὺ δὲν γνώρισε καταστροφή, νὰ τοὺς πῇ νὰ εὐ­χα­ριστοῦν τὸ Θεό. –Τί νὰ εὐχαριστήσω, παππούλη, εἶπε, ποὺ δὲν μοῦ ᾿μεινε τίποτα, οὔτε καλύβι οὔτε δεκάρα;… Ὁ ἱεροκήρυκας βρέθη­κε σὲ δύσκολη θέσι. Μὰ νά πιὸ κάτω ἕνα παιδάκι ξυπόλητο ἔπαιζε κοντὰ στὸ ποταμάκι. Γυρίζει λοιπὸν καὶ ρωτάει· –Τίνος εἶνε τὸ παιδάκι; Ἀπαντᾷ ἡ γυναίκα· –Δικό μου. –Ἄ, ὡ­ραῖα· γιά φαντάσου λοιπόν, ὅτι ἔρχεται ἕνας Ἀμερικᾶνος, σοῦ χτίζει ἀντὶ γιὰ τὸ καλύβι μιὰ πολυκατοικία, μὲ ἀσανσέρ, κρεβατοκάμαρες, σα­λόνια…, μὲ ὅλα τὰ καλλυντικὰ καὶ τὶς καρα­μπο­γιές, κ᾿ ἐπὶ πλέον σοῦ δίνει καὶ μερικὰ στρέμματα γῆς γιὰ νὰ τὰ καλλιεργῇς· δίνεις ἐ­σὺ εἰς ἀντάλλαγμα ὅλων αὐτῶν τὸ παιδί σου; –Ὄχι, ποτέ! –Ἑπομένως εἶσαι πιὸ πλούσια ἀπ᾿ αὐ­τόν. Γι᾿ αὐτὸ «εὐχαριστεῖτε» τὸ Θεὸ «ἐν παν­τί». Εὐχαριστεῖτε γιὰ ὅ,τι ἔχετε καὶ δὲν ἔχετε.

Ὁ τυφλὸς λοιπὸν μᾶς διδάσκει νὰ μὴν εἴ­μα­στε ἀχάριστοι.

Γι᾿ αὐτό, ὅταν βλέπετε τυφλό, νὰ καλλιεργῆτε στὴν ψυχή σας τρία αἰ­σθήματα. Πρῶτον συμπάθεια, διότι αὐτὸς στε­ρεῖται ἕ­να πλοῦτο ποὺ ἔχουμε ἐμεῖς, τὰ μάτια· τὸ μά­τι εἶνε ἡ τελειοτέρα φωτογραφικὴ μηχανή. Δεύτερον εὐγνωμοσύνη, διότι ὡρισμένοι τυφλοὶ ἔχασαν τὸ φῶς τους στὸν πόλεμο (θυμᾶ­μαι τώρα σ᾿ ἕνα χειρουργεῖο τῆς Κοζάνης ἕνα παλληκάρι 23 ἐτῶν μὲ σβησμένα τὰ μάτια· ἔ­χασε τὸ φῶς του γιὰ τὴν πατρίδα, γιὰ νὰ εἴμαστε σήμερα ἐλεύθεροι). Αἴσθημα λοιπὸν συμ­παθείας, αἴσθημα εὐγνωμοσύνης σ᾿ αὐτούς, ἀλλὰ καὶ αἴσθημα μετανοίας γιὰ μᾶς, γιὰ ὅσα ἁμαρτήματα κάνουμε ἔχοντας τὰ μάτια μας. Ὁ καθένας μας θὰ δώσῃ λόγο καὶ γιὰ τὶς ματιές. Ἄνθρωπέ μου, δὲν σοῦ ᾿δω­σε ὁ Θεὸς τὰ μάτια γιὰ νὰ γίνωνται παγίδες. Ἡ Γραφὴ φωνάζει· «Οἱ ὀφθαλμοί σου ὀρθὰ βλεπέτωσαν» (Παρ. 4,25). Νὰ ἔχῃς μάτια ἁγίων καὶ ἀγγέλων, ὅπως τὰ πολυόμματα Χερουβὶμ καὶ Σεραφίμ. Ἀλλὰ ποῦ! Ὁ ἕνας ἔχει μάτια ἀλεποῦς, ὁ ἄλλος μάτια χοίρου…, καὶ κανείς μάτια Εὐαγγελίου. Κλείνουμε τὰ μάτια μας στὸ νόμο τοῦ Θεοῦ, καὶ τ᾿ ἀνοίγουμε στὴν ἀσχημία, σὰν ἄλλοι Χάμ (βλ. Γέν. 9,20-27), γινόμεθα χαμῖται. Θά ᾿ρθῃ –ἀλλοίμονο– καιρός, ποὺ οἱ τυφλοὶ θά ᾿νε εὐτυχισμένοι, διότι δὲν θὰ βλέπουν τὶς ἀ­θλιότητες.

* * *

Μέχρι ἐδῶ ὁ τυφλὸς ἦταν διδάσκαλος καὶ ἐλεγκτὴς τῆς ἀχαριστίας μας· τώρα γίνεται δι­δάσκαλος καὶ ἐλεγκτὴς τῆς δειλίας μας.

Ἦταν Σάββατο ὅταν ὁ Χριστὸς τὸν θεράπευσε, καὶ ὁ νόμος ἔλεγε· «Ἓξ ἡμέρας ἐργᾷ καὶ ποιήσεις πάντα τὰ ἔργα σου· τῇ δὲ ἡμέρᾳ τῇ ἑβδόμῃ σάββατα Κυρίῳ τῷ Θεῷ σου» (Ἔξ. 20,9-10. Δευτ. 5,13-14). Τὴν ἐντολὴ αὐτὴ οἱ νομικοὶ καὶ θεολόγοι τῆς ἐποχῆς ἐκείνης τὴν διεστρέβλωναν. Ἐνῷ δόθηκε γιὰ ν᾿ ἀναπαύῃ, αὐτοὶ τὴν ἔ­καναν κορδέλλα γιὰ νὰ δένουν τὸν ἄνθρωπο. Ἐὰν τὸ Σάββατο ἔπιανε φωτιὰ τὸ σπίτι σου, ἀ­παγορευόταν νὰ τὴ σβήσῃς· ἐὰν πονοῦσε τὸ μάτι σου, ἀπαγορευόταν νὰ τ᾿ ἀγγίξῃς, γιὰ νὰ μὴν κάνῃς ἐργασία! Καὶ νά ὁ Χριστός, εἰς πεῖ­σμα τους, σκύβει κάτω, κάνει λάσπη, καὶ ἀγγίζει ἕνα πρόσωπο ποὺ δὲν εἶχε βολβούς, γιὰ νὰ κάνῃ νὰ φυτρώσουν μάτια. Καὶ φύτρωσαν! Οἱ νομικοὶ εἶχαν τώρα μπροστά τους δύο πρά­γματα· μία «παράβασι» καὶ ἕνα θαῦμα ποὺ ἔ­λαμπε σὰν ἥλιος. Καὶ οἱ μοχθηροί, ἀντὶ νὰ χαροῦν τὸν ἥλιο, κολλᾶνε στὴν «παράβασι» καὶ πετοῦν τὴν «τορπίλλα» τους· «Εἶνε ἁμαρτωλός!» (Ἰω. 9,16,24). Ἀκούγοντας αὐτὸ ὁ κόσμος δείλιαζε. Διότι ὅποιος τολμοῦσε νὰ ὁμολογήσῃ τὸ Χριστό, γινόταν «ἀποσυνάγωγος» (ἔ.ἀ. 9,22), κάτι τρομερὸ τότε, μιὰ τιμωρία ποὺ κλιμακώνετο σὲ τρία στάδια. Πρῶτα σὲ ἔδιωχνε ἡ γυναί­κα σου τριάντα μέρες ἀπ᾿ τὸ σπίτι. Ἐὰν δὲν με­τανοοῦσες, μαζευόταν ἡ κοινότης καὶ σὲ ἀ­φώριζε. Καὶ τρίτον ἀπαγορευόταν νὰ σοῦ δώ­σῃ κανεὶς ψωμί, νερό, ὁ,τιδήποτε. Τὸ μόνο ποὺ ἀπέμενε στὸν ἀποσυνάγωγο ἦταν ἢ ν᾿ αὐτοκτονήσῃ ἢ νὰ φύγῃ ἔξω ἀπὸ τὰ σύνορα.

Μέσα στὸ κλῖμα αὐτὸ τῆς φοβίας ἀκούστη­κε μιὰ φωνὴ ἀληθείας. Δὲν ἦταν οὔτε κάποιος μορφωμένος οὔτε κάποιος πλούσιος οὔτε ἄλ­λος ἰσχυρός. Ἦταν ὁ τυφλός. Αὐτός, μπροστὰ στοὺς ἐχθρούς, μαρτυρεῖ τὴν Ἀλήθεια, μαρτυ­ρεῖ γιὰ τὸ Χριστό. Παρὰ τὴν ἀπειλὴ τοῦ ἀποσυναγώγου δὲν τὸν ἀρνεῖται, δὲν τὸν προδίδει. Διεφώνησε ἕνας μὲ ὅλους, μιὰ ἁγία διχόνοια.

Ὑπάρχει κακὴ ὁμόνοια καὶ καλὴ διχόνοια. Κακὴ ὁμόνοια ἦταν ὅταν π.χ. κάτω ἀπὸ τὸ πραι­τώριο ὅλοι μαζὶ φώναζαν γιὰ τὸ Χριστό, «Ἆ­ρον ἆρον, σταύρωσον αὐτόν» (Ἰω. 19,15). Θέλετε καὶ καλὴ διχόνοια; Στὴν Ἀθήνα τῷ 406 π.Χ. δίκαζαν ὀκτὼ Ἀθηναίους στρατηγούς, τοὺς νικη­τὰς τῆς ναυμαχίας τῶν Ἀργινουσῶν, διότι δὲν φρόν­τισαν νὰ περισυλλέξουν τοὺς ναυ­αγούς. Ὅλοι σύμφωνοι νὰ τοὺς καταδικάσουν εἰς θάνατον. Ἕνας διαφωνεῖ, ὁ Σωκράτης. Ὑψώνει τὸ ἀνάστημά του καὶ προτείνει νὰ τοὺς στεφανώσουν. Ἔτσι κι ὁ τυφλός· ποὺ εἶνε μάλιστα ἡρωικώτε­ρος κι ἀπ᾿ τὸ Σωκράτη. Ὁ Σωκράτης ἦταν φιλόσοφος καὶ ζοῦσε σὲ δημοκρατικὸ πολίτευμα· ὁ τυφλός; ἀμόρφωτος καὶ ἀδύνατος. Γι᾿ αὐ­τὸ τὰ διδάγματά του εἶνε πιὸ βαρυσήμαντα.

* * *

«Μὴ νομίσητε ὅτι ἦλθον βαλεῖν εἰρήνην ἐ­πὶ τὴν γῆν· οὐκ ἦλθον βαλεῖν εἰρήνην, ἀλλὰ μά­χαιραν» (Ματθ. 10,34-35), εἶπε ὁ Χριστός. Πρόσεξε, ἀ­δελφέ μου, γιατὶ ἔρχονται περιστάσεις ποὺ θὰ κριθῇς, θὰ κριθῇ ἡ σωτηρία σου. Πρέπει τότε νὰ χωρίζῃς ἀπ᾿ αὐτοὺς ποὺ μπορεῖ νὰ σὲ κατα­στρέψουν. Ζῆτε ἔγγαμο βίο· ἔχετε ὁμόνοια· ἀλλ᾿ ἐὰν ὑποτεθῇ ὅτι ὁ ἕνας ἀπὸ τοὺς δύο συζύγους προτείνει κάτι ποὺ ἀμαυρώνει τὸ κάλλος τῆς ἀρετῆς, τότε ὁ ἄλλος μὴ προτιμή­σῃ τὸ ταίρι του ἀπὸ τὸ Χριστό. «Ὁ φιλῶν» ἄν­θρωπον «ὑπὲρ ἐμὲ οὐκ ἔστι μου ἄξιος» (Ματθ. 10,37). Δὲν πῆρες τὴ γυναίκα ἢ τὸν ἄντρα γιὰ τὴν κόλασι ἀλλὰ γιὰ τὸν παράδεισο. Διαφώνησε! Στὴ Φλώρινα παλαιότερα, ὅταν τὸ ὑπουργεῖο ἐπέβαλε στὶς μαθήτριες νὰ ἐμφανισθοῦν μὲ σὸρτς στὶς γυμναστικὲς ἐπιδείξεις, ἀκούστηκε ἁγία διαφωνία· ὁ γυμνασιάρχης διάβασε τὴν ἐγκύκλιο, ἀλλὰ 3-4 ἁγνὰ κορίτσια, πραγματικὲς Ἑλ­ληνίδες, εἶπαν· Ὄχι, δὲν δεχόμαστε νὰ ξεγυμνωθοῦμε μπρὸς στὰ μάτια ἄλλων Ὤ ἁγία διαφωνία! Σᾶς ἐρωτῶ, ἀδελφοί μου· διαφωνήσατε ποτὲ γιὰ μεγάλα θέματα; Ἂν δι­αφωνήσατε, εἶστε μιμηταὶ τοῦ τυφλοῦ. Ὑπάρχει διαφωνία στὸ σχολεῖο, στὸ στρατό, καὶ στὴν ἐκκλησία. Μάλιστα· θὰ ὑπακούῃς μὲ τυφλὴ ὑ­πακοὴ στὸν ἐπίσκοπό σου –«Πείθεσθε τοῖς ἡ­γουμένοις ὑμῶν» (Ἑβρ. 13,17)–, ἐὰν κ᾿ ἐκεῖνος ὑπακούῃ στὸ Χριστό, ἐὰν ἔχῃ τὸ Εὐαγγέλιο στὸ κεφάλι του. Ἀλλ᾿ ἐὰν τὸ βάλῃ κάτω ἀπ᾽ τὰ πό­δια, τότε ἄλτ! Δὲν θὰ ἐπιτρέψῃς ποτέ νὰ κάνῃ τὸ Εὐαγγέλιο καὶ τὸ Πηδάλιο πατητήρια.

Χριστιανέ μου, εἶσαι ζωντανὸ ψάρι ἢ ψόφιο; Ἐὰν εἶσαι ζωντανός, τότε κόντρα στὸ ῥεῦμα. «Ἀντίστητε τῷ διαβόλῳ, καὶ φεύξεται ἀφ᾿ ὑ­μῶν» (Ἰάκ. 4,7). Ἐμπρός, σῦρε τὸ ξίφος καὶ πόλεμο! Ἔργα. Καὶ ποιό εἶνε τὸ μεγαλύτερο ἔργο; Ἡ ὁ­μολογία τῆς ὀρθοδόξου πίστεως.

(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

Διδαχή την Κυριακή του Τυφλού για την έπαρση και την ταπεινοφροσύνη (Άγιος Ιγνάτιος Μπριαντσανίνωφ)

«Eις κρίμα εγώ εις τον κόσμον τούτον ήλθον, ίνα οι μη βλέποντες βλέπωσι και οι βλέποντες τυφλοί γένωνται» (Ιω. 9:39)

ΑΓΑΠΗΤΟΙ αδελφοί! Ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός, μετά τη θεραπεία του εκ γενετής τυ­φλού, για την οποία ακούσαμε σήμερα στο ιερό Ευαγγέλιο, είπε: «Ήρθα για να φέρω σε κρίση τον κόσμο, έτσι ώστε αυτοί που δεν βλέπουν να βρουν το φως τους, κι εκείνοι που βλέπουν ν’ αποδειχθούν τυφλοί» (Ιω. 9:39). Τέτοια λόγια δεν μπορούσαν ν’ αφήσουν αδιάφορους τους υπερήφανους «σοφούς» και «δικαίους» του κόσμου τούτου, όπως ήταν οι Φαρι­σαίοι. Εξαιτίας της φιλαυτίας τους και της μεγάλης ιδέ­ας που είχαν για τον εαυτό τους, αισθάνθηκαν θιγμένοι από την παρατήρηση του Κυρίου. Αντέδρασαν, λοιπόν, με μιαν ερώτηση, που εκφράζει την αγανάκτηση και την έπαρσή τους, αλλά συνάμα και τη χλευαστική τους διά­θεση και τον φθόνο τους και την περιφρόνησή τους προς τον Χριστό: «Μήπως είμαστε κι εμείς τυφλοί;» (Ιω. 9:40).

Στην απάντηση του Κυρίου καθρεφτίζεται η ψυχική κα­τάσταση των Φαρισαίων, η οποία προκάλεσε την ερώτησή τους: «Αν ήσασταν τυφλοί, δεν θα ήσασταν ένοχοι· τώρα, όμως, λέτε με βεβαιότητα ότι βλέπετε· η ενοχή σας, λοιπόν, παραμένει» (Ιω. 9:41).

Πόσο φοβερή ασθένεια της ψυχής είναι η έπαρση! Στα ανθρώπινα έργα, στερεί από τον υπερόπτη τη βοή­θεια και τη συμβουλή του πλησίον. Και στο έργο του Θεού, στο έργο της σωτηρίας, στέρησε από τους αλαζόνες Φαρισαίους της εποχής του Κυρίου και στερεί από τους Φαρισαίους κάθε εποχής τον πιο πολύτιμο θησαυ­ρό, τη θεία δωρεά που έφερε από τον ουρανό ο Υιός του Θεού· τους στέρησε και τους στερεί τη θεία αποκάλυψη και τη μακάρια κοινωνία με τον Θεό, κοινωνία που προ­ϋποθέτει την αποδοχή αυτής της αποκαλύψεως.

Οι Φαρισαίοι θεωρούσαν ότι ανήκαν στους ανθρώπους «που βλέπουν», ότι δηλαδή είχαν φτάσει στην αλη­θινή και τέλεια θεογνωσία, δεν χρειάζονταν περαιτέρω πρόοδο και, επομένως, δεν είχαν ανάγκη από καμιά σπουδή ή διδαχή. Γι’ αυτό απέρριπταν τη διδασκαλία για τον Θεό, που τους την παρέδιδε άμεσα ο Ίδιος.

Η αρετή της ταπεινώσεως εναντιώνεται στο πάθος της υπερηφάνειας, το οποίο εκδηλώνεται με ξεχωριστό τρό­πο στο πνεύμα του κάθε ανθρώπου. Όπως η υπερηφάνεια είναι κατεξοχήν ασθένεια του πνεύματος, έτσι και η ταπείνωση είναι κατεξοχήν κατάσταση ευρωστίας του πνεύματος, μια αγαθή και μακάρια κατάσταση. Στην Αγία Γραφή και στα έργα των αγίων πατέρων ονομάζεται συ­χνά και ταπεινοφροσύνη. Τι είναι η ταπεινοφροσύνη; Είναι η ορθή αντίληψη του ανθρώπου για την ανθρώπινη φύση και, επομένως, η ορθή αντίληψη του ανθρώπου για τον εαυτό του.

Το άμεσο αποτέλεσμα της ταπεινώσεως ή ταπεινο­φροσύνης ως ορθής αντιλήψεως για την ανθρώπινη φύ­ση και για τον ίδιο μας τον εαυτό είναι η ειρήνευση της καρδιάς. Ο ταπεινός άνθρωπος είναι ειρηνικός και απέναντι στους συνανθρώπους του και απέναντι στον εαυτό του και απέναντι στις κάθε λογής περιστάσεις και απέναντι στον Θεό, είναι ειρηνικός και με τη γη και με τον ουρανό. Η ταπείνωση έχει πάρει το όνομά της από την ειρήνη που γεννά στην καρδιά μας. Την κατάσταση της ηρεμίας, της χαράς και της μακαριότητας, που προκαλείται μέσα μας από την αρετή, την ονομάζουμε τα­πείνωση. Όταν θέλουμε μαζί με την κατάσταση να δεί­ξουμε και την πηγή της, τότε κάνουμε λόγο για ταπεινοφροσύνη.

Μη σκεφθείτε, αγαπητοί αδελφοί, ότι ο ορισμός που δώσαμε στην ταπεινοφροσύνη, περιγράφοντάς την ως την ορθή αντίληψη του ανθρώπου για την ανθρώπινη φύση, γενικά, και για τον εαυτό του, ειδικά, είναι αυθαί­ρετος. Ο ίδιος ο Κύριος την όρισε έτσι, λέγοντας: «Θα γνωρίσετε την αλήθεια, και η αλήθεια θα σας ελευθερώσει» (Ιω. 8:32). Τι είναι αυτή η ελευθερία, η πνευματική ελευ­θερία, που παρέχεται από την αλήθεια, αν όχι η ευλο­γημένη ειρήνη της καρδιάς, αν όχι η αγία ταπείνωση, αν όχι η ευαγγελική ταπεινοφροσύνη; Η θεία αλήθεια είναι ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός (Βλ. Ιω. 14:6). Εκείνος διακήρυξε: «Μάθετε από μένα», από τη θεία Αλήθεια, «ότι είμαι πράος και ταπεινός στην καρδιά, και θα βρείτε ανάπαυ­ση στις ψυχές σας» (Ματθ. 11:29). Η ταπεινοφροσύνη είναι τρόπος σκέψεως του ανθρώπου εμπνευσμένος από τη θεία Αλή­θεια [“Το στόμα του ταπεινόφρονα λέει την αλήθεια”, σημειώνει ο όσιος Μάρκος ο Ασκητής, (Περί νόμου πνευματικού Κεφάλαιο Σ’, θ’)]. Η έπαρση είναι θλιβερή και ολέθρια αυταπάτη, είναι θανάσιμη πλάνη, με την οποία η τυφλωμένη ανθρώπινη φύση ξεγελά τον εαυτό της και ξεγελιέται από τους δαίμονες.

Λανθασμένες είναι οι κρίσεις και οι εκτιμήσεις του υπερόπτη. Τον εαυτό του τον θεωρεί αυθύπαρκτο ον, όχι πλάσμα του Θεού. Την επίγεια ζωή την αισθάνεται ατέλειωτη. Τον θάνατο δεν τον συλλογίζεται. Στην αιωνιότητα δεν πιστεύει. Η θεία πρόνοια γι’ αυτόν είναι ανύπαρκτη. Ως κυβερνήτη του κόσμου αναγνωρίζει την ανθρώπινη λογική. Όλες οι σκέψεις του σέρνονται στη γη. Τη ζωή του την έχει προσφέρει θυσία στον κόσμο τούτο, στον οποίο επιθυμεί να εγκαθιδρύσει τη διαρκή απόλαυση μέσω της αμαρτίας. Αυτή ακριβώς είναι η άλο­γη και μάταιη επιδίωξη των τυφλωμένων Φαρισαίων και Σαδδουκαίων.

Τον ταπεινόφρονα άνθρωπο, απεναντίας, στον δρό­μο της επίγειας ζωής τον συνοδεύει η μνήμη του θανά­του, διδάσκοντάς τον να ενεργεί σε κάθε περίσταση με το βλέμμα του στραμμένο στην αιωνιότητα και επιδρώντας ευεργετικά σ’ όλα του τα έργα. Ο ταπεινός εργάζεται για την αρετή, όχι για την ικανοποίηση παθών, και γι’ αυτό ό,τι κάνει είναι ωφέλιμο για τους συνανθρώπους του. Ο ταπεινός βλέπει τον εαυτό του σαν έναν ασήμαντο κόκκο μέσα στο σύμπαν, μέσα στους αιώνες, μέσα στις γενιές και τα γεγονότα που πέρασαν και που έρχονται. Ο νους και η καρδιά του ταπεινού δέχονται πρόθυμα τη χριστιανική αλήθεια και προοδεύουν σταθε­ρά στις χριστιανικές αρετές. Ο νους και η καρδιά του τα­πεινού βλέπουν και αισθάνονται την πτώση της ανθρωπίνης φύσεως, γι’ αυτό μπορούν ν’ αναγνωρίσουν και να δεχθούν τον Λυτρωτή.

Η ταπεινοφροσύνη δεν αναγνωρίζει αξία στην πε­σμένη ανθρώπινη φύση. Βλέπει τον άνθρωπο ως κορυ­φαίο θείο δημιούργημα, αλλά βλέπει και την αμαρτία που έχει διαποτίσει και δηλητηριάσει όλη την ύπαρξή του. Η ταπεινοφροσύνη αναγνωρίζει το μεγαλείο του πλάσματος του Θεού, αλλά συγχρόνως διαπιστώνει και την παραμόρφωσή του από την αμαρτία. Γι’ αυτή τη συμ­φορά θλίβεται συνέχεια. Βλέπει τη γη σαν έναν τόπο εξορίας του ανθρώπου και τον βιάζει να επιστρέψει με τη μετάνοια στον ουρανό, που τον έχασε με την έπαρση.

Η έπαρση, απεναντίας, που προκάλεσε την πτώση και την καταστροφή της ανθρωπότητας, δεν βλέπει και δεν αναγνωρίζει πτώση και παραμόρφωση στην ανθρώ­πινη φύση· βλέπει μόνο αξία, ωραιότητα, τελειότητα. Ακόμα και τα νοσήματα της ψυχής, τα πάθη, τα θεωρεί προσόντα. Μια τέτοια θεώρηση της ανθρωπίνης φύσεως κάνει τον Λυτρωτή τελείως περιττό.

Η όραση των υπερηφάνων είναι τυφλότητα, ενώ η τυφλότητα των ταπεινών είναι ικανότητα για θέαση της αλήθειας. Αυτό είναι το νόημα των λόγων του Κυρίου: «Ήρθα για να φέρω σε κρίση τον κόσμο, έτσι ώστε αυτοί που δεν βλέπουν να βρουν το φως τους, κι εκείνοι που βλέπουν ν’ αποδειχθούν τυφλοί». Οι ταπεινοί δέ­χονταν τον Κύριο και φωτίζονταν από το θείο φως Του. Οι υπερήφανοι, ικανοποιημένοι με τον εαυτό τους, Τον απέρριπταν και βυθίζονταν ακόμα περισσότερο στο σκοτάδι με την άρνηση και τη βλασφημία του Θεού.

Λάμπουν ζωηρά μέσα στον καθαρό ουρανό της νύ­χτας τ’ αναρίθμητα αστέρια, παραβγαίνοντας ποιο θα στείλει στη γη περισσότερο φως. Μόλις, όμως, ξεπρο­βάλει ο ήλιος, όλα τ’ αστέρια γίνονται άφαντα σαν ανύπαρκτα, αν και στην πραγματικότητα παραμένουν στις θέσεις τους. Κάτι παρόμοιο συμβαίνει και με τις ανθρώπινες αρετές: Όταν συγκρίνονται μεταξύ τους, έχουν κάποιο φως. Εξαφανίζονται, όμως, μπροστά στην απόλυτη αρετή, μπροστά στο φως της Θεότητας.

Ο απόστολος, μιλώντας για τις αρετές του δίκαιου Αβραάμ, λέει ότι ο πατριάρχης «μπορούσε να καυχηθεί, όχι όμως απέναντι στον Θεό… Ο Αβραάμ πίστεψε στον Θεό, και γι’ αυτή του την πίστη ο Θεός τον αναγνώρισε δίκαιο» (Ρωμ. 4, 2-3). Έτσι έπρεπε να κάνουν οι Φαρισαίοι, που καμάρωναν για την καταγωγή τους από τον Αβραάμ, αλλά είχαν αποξενωθεί πνευματικά απ’ αυτόν. Σε αντίθεση με τον Αβραάμ, θέλησαν να διατηρήσουν τις νομιζόμενες αρετές του «παλαιού ανθρώπου», κι έτσι έγι­ναν ανίκανοι ν’ αποκτήσουν αυτογνωσία και θεογνωσία. Άκουσαν, λοιπόν, τη φοβερή ετυμηγορία του Κυρίου: «Αν ήσασταν τυφλοί», αν, δηλαδή, αναγνωρίζατε την πνευματική σας τυφλότητα, «δεν θα ήσασταν ένοχοι· τώρα, όμως», όντας τυφλοί, «λέτε με βεβαιότητα ότι βλέ­πετε· η ενοχή σας, λοιπόν, παραμένει»· παραμένει, γιατί την αποδεχθήκατε και τη χαράξατε μέσα σας με την αμφιβολία σας.

Μαθητής των Φαρισαίων ήταν στα νεανικά του χρό­νια ο άγιος απόστολος Παύλος. Όπως ο ίδιος διηγείται, για να μας διδάξει, ήταν «Εβραίος γέννημα θρέμμα» και «ως προς την ερμηνεία του νόμου Φαρισαίος». «Ήμουν άμεμπτος», λέει, «σε ό,τι αφορά την τήρηση του νόμου. Αυτά, όμως, που άλλοτε ήταν για μένα πλεονεκτήματα, τώρα με την πίστη στον Χριστό τα βλέπω σαν μειονε­κτήματα. Πραγματικά, όλα εξακολουθώ να τα θεωρώ μει­ονεκτήματα σε σχέση με το ασύγκριτα ανώτερο αγαθό που κέρδισα, γνωρίζοντας τον Ιησού Χριστό, τον Κύριό μου»  (Φιλιπ.3, 5-8).

Αγαπητοί αδελφοί! Ας μιμηθούμε τον απόστολο Παύλο και τους άλλους αγίους του Θεού. Ας πλησιά­σουμε τον Κύριο, έχοντας απορρίψει τελείως την κατα­στρεπτική έπαρση και έχοντας εγκολπωθεί την ταπείνω­ση. Μέσω της ταπεινώσεως ας προσκολληθούμε στον Πλάστη μας. Με την ταπείνωση ας ελκύσουμε την προ­σοχή και την ευσπλαχνία του Θεού μας, που είπε: «Σε ποιον θα ρίξω το βλέμμα μου, παρά στον ταπεινό, στον ήσυχο, σ’ εκείνον που τρέμει τα λόγια μου;» (Ησ. 66:2).  Βλέ­ποντας και αναγνωρίζοντας τις αμαρτίες μας, ας συμπεριλάβουμε τον εαυτό μας στους αμαρτωλούς, τους αγαπημένους του Θεού. Απορρίπτοντας την έπαρση, ας δια­χωρίσουμε τον εαυτό μας από τους ψευτοδικαίους, για να μη μας αποστραφεί ο Θεός, που είπε: «Δεν ήρθα να καλέσω σε μετάνοια τους δικαίους, αλλά τους αμαρτω­λούς» (Ματθ. 9:13). Με την ταπείνωση η καρδιά μας ας γίνει πνευ­ματικό θυσιαστήριο του Θεού και ο θύτης, ο νους μας, ας προσφέρει σ’ Εκείνον θυσίες πνευματικές, ας προ­σφέρει τη θυσία της κατανύξεως, τη θυσία της μετάνοι­ας, τη θυσία της Εξομολογήσεως, τη θυσία της προ­σευχής, τη θυσία της ευσπλαχνίας, εμπλουτίζοντας κα­θεμιάν απ’ αυτές τις θυσίες με την ταπεινοφροσύνη· για­τί «ο Θεός δεν θα περιφρονήσει μια καρδιά γεμάτη συν­τριβή και ταπείνωση» (Ψαλμ. 50:19). Αμήν.

ΤΡΙΑ ΣΗΜΕΙΑ ΤΟΥ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΥ

Μητροπολίτου Γόρτυνος και Μεγαλοπόλεως Ιερεμία

1. Ὀλίγα λόγια θά σᾶς πῶ, ἀδελφοί χριστιανοί, στό σημερινό ἅγιο Εὐαγγέλιο, ὀλίγα καί ἁπλᾶ, γιατί δέν ἔχω καί τήν δύναμη νά σᾶς πῶ περισσότερα. Ἡ σημερινή Κυριακή πού τήν ξέρουμε ὡς «Κυριακή τοῦ Τυφλοῦ», μᾶς μιλάει γιά τήν θεότητα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἔτσι ὁμολόγησε τόν Χριστό ὁ τυφλός στό τέλος τοῦ σημερινοῦ Εὐαγγελίου καί τόν προσκύνησε ὡς Υἱό τοῦ Θεοῦ, ὡς Θεό (9,38). Ἀλλά, πιό συγκεκριμένα, τό σημερινό Εὐαγγέλιο κηρύττει τόν Ἰησοῦ Χριστό Δημιουργό. Ἔτσι εἶναι, χριστιανοί μου, καί ἔτσι ὁμολογοῦμε τόν Ἰησοῦ Χριστό στό «Πιστεύω» μας, ὡς «δι᾽ οὗ τά πάντα ἐγένετο». Καί ὁ εὐαγγελιστής Ἰωάννης, πού αὐτήν τήν περίοδο ἀκοῦμε περικοπές ἀπό τό ἅγιο Εὐαγγέλιό του, λέγει στήν ἀρχή τοῦ Εὐαγγελίου του γιά τόν Ἰησοῦ Χριστό μας ὅτι «πάντα δι᾽ Αὐτοῦ ἐγένετο καί χωρίς Αὐτοῦ ἐγένετο οὐδέ ἕν ὅ γέγονεν» (1,3). 

Ἀλλά ποῦ τό σημερινό Εὐαγγέλιο τοῦ τυφλοῦ λέγει τόν Χριστό ὡς Δημιουργό; Ἀκοῦστε: Ὁ τυφλός πού θεραπεύτηκε, ἀδελφοί, δέν ἦταν τυφλός ὅπως ἄλλοι τυφλοί, πού τούς θεράπευσε ὁ Χριστός, ἀλλά ἦταν τυφλός ἐκ γενετῆς· δηλαδή, δέν εἶχε καθόλου μάτια. Δέν εἶχε καθόλου τά ὄργανα τῶν ματιῶν. Ὁ Ἰησοῦς Χριστός, λοιπόν, θεραπεύοντάς τον, τοῦ δημιούργησε πρῶτα τά ὄργανα τῶν ματιῶν του. Καί πῶς τά δημιούργησε; Ὅπως τό διαβάζουμε στήν Γένεση ὅτι δημιούργησε ὁ Θεός τόν πρῶτο ἄνθρωπο, τόν Ἀδάμ. Μέ χῶμα ἀπό τήν γῆ (Γεν. 2,7)! Ἔτσι καί ἐδῶ ὁ Ἰησοῦς Χριστός «ἔπτυσε χαμαί καί ἐποίησε πηλόν ἐκ τοῦ πτύσματος καί ἐπέχρισε τόν πηλόν» στήν θέση τῶν ματιῶν τοῦ τυφλοῦ καί τόν ἔστειλε ἔπειτα στήν κολυμβήθρα τοῦ Σιλωάμ νά νιφθεῖ καί ἀπέκτησε ὁ τυφλός τό φῶς του (9,6.7). Ὁ Χριστός, χριστιανοί μου, χρησιμοποιήσας τόν σίελό του γιά θεραπεία, ἐδήλωσε μέ αὐτό ὅτι κάθε τι πού ἀνήκει σ᾽ Αὐτόν, καί τό σάλιο Του ἀκόμη, ἔχει θεραπευτική δύναμη! Αὐτός ὁ πηλός μέ τόν σίελο τοῦ Χριστοῦ, αὐτός θεράπευσε τόν τυφλό καί ὄχι τό ὅτι πῆγε στήν κολυμβήθρα τοῦ Σιλωάμ καί νίφθηκε. Στήν κολυμβήθρα πήγαιναν πολλοί καί νίπτονταν, χωρίς ὅμως νά ἀποκτήσουν τήν ὑγεία τους.

2. Ἕνα δεύτερο σημεῖο, πού θέλω νά θίξω ἀπό τό σημερινό Εὐαγγέλιο, ἀγαπητοί, εἶναι τό σοβαρό θέμα, τό γιατί, δηλαδή, συμβαίνουν στήν ζωή μας θλιβερά συμβάντα, ὅπως ἡ τύφλωση τοῦ τυφλοῦ τοῦ Εὐαγγελίου, γιά παράδειγμα. Τό θέμα εἶναι πολύ σοβαρό, ἀφοῦ τό ἐρώτημα ἔθιξαν καί οἱ μαθητές στόν Χριστό. Ὑπῆρχε ὅμως μιά μονομερής ἑρμηνεία στά χρόνια ἐκεῖνα ὅτι αἰτία τῶν παθημάτων εἶναι κάποια ἁμαρτία, εἴτε τοῦ ἰδίου τοῦ ἀνθρώπου πού πάσχει εἴτε τῶν γονέων του. Γι᾽ αὐτό καί οἱ μαθητές ρώτησαν τόν Χριστό: «Ποιός ἁμάρτησε, αὐτός ἤ οἱ γονεῖς του, γιά νά γεννηθεῖ τυφλός;» (9,2). Ἀλλά ὁ Ἰησοῦς Χριστός μας, ἀδελφοί, ἔδωσε μιά ἄλλη ἑρμηνεία, μιά θεία ἑρμηνεία στά παθήματά μας, πού μᾶς τά κάνει γλυκά, νά μήν πῶ ἀκόμη ὅτι μᾶς τά κάνει καί ποθητά. ᾽Απαντῶντας ὁ Χριστός στούς μαθητές Του εἶπε ὅτι ἡ τύφλωση τοῦ τυφλοῦ δέν εἶναι οὔτε ἀπό δικά του, οὔτε ἀπό τῶν γονέων του ἁμαρτήματα, ἀλλά ἔγινε γιά νά φανεῖ μέ τήν θεραπεία του ἡ δύναμη καί ἡ ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ: «Ἵνα φανερωθῇ τά ἔργα τοῦ Θεοῦ ἐν αὐτῷ» (9,3)! Καί πραγματικά, πόσοι καί πόσοι, ὄχι μόνο αὐτοί πού εἶδαν τότε τό θαῦμα, ἀλλά καί σέ ὅλα τά μετέπειτα χρόνια δέν θαύμασαν καί δέν δόξασαν τόν Ἰησοῦ Χριστό γιά τό θαῦμα Του αὐτό!... Ὅμως, ἀδελφοί, τόν γλυκό αὐτό λόγο τοῦ Χριστοῦ, πού εἶπε στούς μαθητές Του γιά τό πάθημα τοῦ τυφλοῦ, μπορεῖ νά τόν πάρει ὁ καθένας καί γιά ἕνα προσωπικό του πάθημα καί ἀρρώστια, καί νά σκέπτεται, λοιπόν, ὅτι μέ αὐτό του τό πάθημα μπορεῖ νά δοξάσει τόν Θεό. Νά Τόν δοξάσει μέ τήν ὑπομονή του στήν ἀρρώστια ἤ κάνοντας μιά παράκληση στήν Παναγία κάθε μέρα, πού τήν εἶχε γιά καιρό ἐγκαταλείψει ἤ παίρνοντας καινούργιες ἀποφάσεις γιά μιά νέα πνευματική ζωή κατά τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Καί μέ ὅλα αὐτά πραγματικά δοξάζεται ὁ Θεός.

3. Πάντως, ἄς τό γνωρίζουμε, ἀδελφοί, ὅτι ὅπως μᾶς τό λέγει τό σημερινό ἅγιο Εὐαγγέλιο, ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἀρχίζει μιά καινούργια ζωή μέ τόν Θεό, ἀρχίζει καί ἡ πολεμική ἐναντίον του ἀπό τόν διάβολο. Ὁ δέ διάβολος, γιά νά πετύχει στό ἔργο του, χρησιμοποιεῖ ὡς ὄργανά του μερικούς, πού λέγονται – λέγονται μόνο, χωρίς νά εἶναι –, «ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ», ὅπως, στήν ἐποχή τοῦ Χριστοῦ, ἦταν οἱ Φαρισαῖοι. Αὐτοί παρίσταναν μόνο τήν εὐσεβῆ χωρίς νά εἶναι, καί ἐργάζονταν γιά τήν δική τους δόξα καί ὄχι γιά τήν δόξα τοῦ Θεοῦ. Αὐτοί, λοιπόν, σάν θρησκευτικοί ἡγέτες, ἔπρεπε αὐτοί πρῶτα νά χαροῦν γιά τήν θεραπεία τοῦ ταλαιπώρου τυφλοῦ ἀνθρώπου, πού τόν ἔβλεπαν κάθε ἡμέρα νά ἐπαιτεῖ, ἀλλά αὐτοί, μέ τίς λανθασμένες ἑρμηνεῖες τοῦ Νόμου πού ἔκαναν, κατηγοροῦσαν τόν Χριστό γιά τό θαῦμα πού ἔκανε. Τέτοια περιστατικά, ἀδελφοί, συμβαίνουν πάντοτε, ἄνθρωποι, δηλαδή, λεγόμενοι τοῦ Θεοῦ νά κατηγοροῦν τά θεϊκά ἔργα. Ἡ στάση ὅμως τῶν πραγματικῶν παιδιῶν τοῦ Θεοῦ κατά τήν πολεμική τους ἀπό τούς τοιούτους ἀνθρώπους πρέπει νά εἶναι, ὅπως τοῦ θεραπευθέντος τυφλοῦ. Νά εἶναι, δηλαδή, σταθερή, δυναμική, ἄκαμπτη, θυσιαστική καί ὁμολογιακή πρός τόν Ἰησοῦ Χριστό, γιατί ὁ θεραπευθείς τυφλός εἶπε στόν Ἰησοῦ Χριστό: «Πιστεύω, Κύριε, καί προσεκύνησεν Αὐτῷ» (9,38).
kranosgr
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ
ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΤΟ NEWSNOWGR.COM
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΑ ΑΡΘΡΑ