2018-05-16 13:51:21
Ένα άπιαστο «όνειρό» της έκανε πραγματικότητα η ηθοποιός και σκηνοθέτις Σοφία Φιλιππίδου, η οποία μετέφρασε και σκηνοθετεί την άγρια κωμωδία του Γιάκομπ Μίχαελ Ράινχολτ Λεντς, «Η ιστορία του πρίγκιπα της Κούμπα Τάντι», αναλαμβάνοντας και έναν ρόλο - έκπληξη.
Μας μιλά για την παράσταση και για τα συναισθήματά της για τη σημερινή Ελλάδα.
Πείτε μας λίγα λόγια για τον Γιάκομπ Μίχαελ Ράινχολτ Λέντς.
«Με πολύ λίγα λόγια, ο Γερμανός συγγραφέας Γιάκομπς Μίχαελ Ράινχολτ Λεντς, υπό την επιρροή του Γκαίτε, εξελίχθηκε σε κατ’ εξοχήν εκπρόσωπο του λογοτεχνικού κινήματος «Sturmund Drang». Το 1776 όμως, κάτι προκάλεσε τη δυσαρέσκεια του Γκαίτε, ο οποίος κίνησε τη διαδικασία αποπομπής του από τη Βαϊμάρη. Με την εκδίωξή του, ο Λεντς δεν υπέστη μόνο κοινωνική, αλλά, κυρίως, ψυχολογική ήττα. Ο επαναστάτης συγγραφέας και γιατρός Γκέορκ Μπίχνερ, σε μια επιστολή στους γονείς του, τον Οκτώβριο του 1885, έγραφε: “Έχω συγκεντρώσει κάθε λογής ενδιαφέρουσες σημειώσεις γύρω από κάποιον φίλο του Γκαίτε, έναν κακότυχο ποιητή Λεντς, που έζησε εδώ, την ίδια εποχή με κείνον, και που κατέληξε μισότρελος”».
Τι πραγματεύεται σε αυτό του το δημιούργημα;
«O μεγαλοφυής Λεντς που αγαπά και μεταφράζει Σαίξπηρ, που θαυμάζει τον Αριστοφάνη, που έχει σπουδάσει φιλοσοφία και μεταφυσική και έχει μελετήσει τον Καντ, που έχει συγκρουστεί με τα πιο δυνατά μυαλά της εποχής του, ένας ιδιοφυής νέος που κάνει παρέα με τον Γκαίτε ήδη στα νεανικά του χρόνια, ένα περιπαικτικό πνεύμα, με αφορμή μια ιστορία, αυτήν του πρίγκιπα Τάντι -που έρχεται από τη φανταστική χώρα της Ασίας, Κούμπα- σατιρίζει τα ήθη και τα έθιμα της εποχής στη Γερμανία, την πολιτική, το εκπαιδευτικό σύστημα, τη θρησκεία, αλλά ακόμη και το λαϊκό θέατρο. Φτιάχνει μια κωμωδία - περιπέτεια απαράμιλλης πλοκής, με αδέλφια που ερωτεύονται και παντρεύονται, με κόμισσες που δολοφονούν τους πατεράδες τους, με νταντάδες που ανταλλάσσουν παιδιά στην κούνια, με μασκέ πάρτι και παλιάτσους, με καθηγητές και δασκάλους, με φιλόδοξους συγγραφείς και πρώην στρατιωτικούς που αγαπούν την καλλιέργεια μεταξοσκωλήκων, με χαμένα παιδιά στο πεδίο του πολέμου, με ιππότες υπόδικους, ένα διονυσιακό θεατρικό πάρτι μεγάλης φαντασίας».
Πώς εξελίσσεται η υπόθεση του έργου;
«Η υπόθεση είναι μόνο ο καμβάς, γιατί, πάνω και κάτω από αυτήν, καλπάζει η οργιαστική φαντασία του Λεντς σαν ελεύθερο άλογο. Αλλά, κι όμως, η υπόθεση κρατά το ενδιαφέρον του θεατή αμείωτο. Εδώ έχουμε να κάνουμε με μια μεγαλοφυή σύλληψη! Ο πρίγκιπας της Κούμπα Τάντι από την Ασία, γόνος βασιλικής οικογένειας, περιοδεύει στην Ευρώπη, για να γνωρίσει τα ήθη και τα έθιμά της. Συναντιέται με τον πρώην λοχαγό Μπίντερλιγκ, που έχασε τον γιο του στον πόλεμο και που θέλει τώρα να ασχοληθεί με την καλλιέργεια μεταξοσκωλήκων. Ο πρίγκιπας δέχεται την πρόταση να φιλοξενηθεί στο σπίτι του φον Μπίντερλιγκ και εκεί ερωτεύεται τη Βιλχελμίνε, την κόρη του, που, μετά την πρώτη νύχτα του γάμου, ανακαλύπτει πως είναι αδελφή του, μιας που αυτός είναι το χαμένο παιδί του Μπίντερλιγκ!
Όμως, παράλληλα, ο κόμης Χαμαιλέων φτάνει στο σπίτι του Μπίντερλιγκ και ζητάει καταφύγιο, επειδή σκότωσε έναν ιππότη, και, σαν αντάλλαγμα, προσφέρει τα κτήματά του σε καλή τιμή, για να γίνουν εκεί οι καλλιέργειες μεταξοσκωλήκων του Μπίντερλιγκ. Ο κόμης ερωτεύεται, επίσης, τη Βιλχελμίνε και τη διεκδικεί με νύχια και με δόντια, ενώ τον κυνηγάει με σθένος η Ντόνα Ντιάνα, η Ισπανίδα κόμισσα γυναίκα του, που, εντέλει, είναι το μωρό που αντάλλαξε η Μπαμπέτ η παραμάνα, στην κούνια, κάποτε. Επομένως, η Ντόνα Ντιάνα είναι η κόρη του Μπίντερλιγκ, η Βιλχελμίνε είναι το μωρό που αντάλλαξε η παραμάνα και ο πρίγκιπας Τάντι ο χαμένος γιος του Μπίντερλιγκ. Το φινάλε δεν θα σας το διηγηθώ, για να υπάρχει μια αγωνία και ένα κίνητρο, αν κάποιος θεατής θέλει να δει το έργο μας μόνο για την υπόθεση».
Τι σας γοήτευσε, ώστε να το ανεβάσετε για πρώτη φορά στην Ελλάδα, και ποια ήταν η προσδοκία σας για την παράσταση;
«Πρώτα από όλα, με γοητεύει αυτός ο συγγραφέας, η ζωή και το έργο του, η τρέλα του και το άτυχο τέλος του. Τον γνώρισα στο Πανεπιστήμιο, όταν σπούδαζα Γερμανική Φιλολογία. Αργότερα, σε κάποια σεμινάρια θεατρολογίας, πρότεινα να μεταφράσω αυτό το έργο, που το ανακάλυψα το 1982, σε ένα τεύχος του Theater Heute, σαν πτυχιακή μου εργασία.
Η ζωή με έφερε στην Αθήνα, την εργασία μου δεν την παρέδωσα στον καθηγητή μου - άλλαξα δρόμο, αλλά δεν εγκατέλειψα ποτέ το έργο και την υπόσχεση στον εαυτό μου να μεταφράσω Λεντς. Μετέφρασα σιγά σιγά το έργο, με συνεργάτη και συμπαραστάτη την αδελφή μου, Ζαφειρούλα Χοχ. Η μετάφραση τέλειωσε το 2007 και, δέκα χρόνια μετά, έκανα αίτηση πρώτη φορά για επιχορήγηση στο υπουργείο Πολιτισμού. Πήρα επιχορήγηση και, μαζί, το θάρρος να τολμήσω να ανεβάσω την παράσταση που θα δείτε με 13 ταλαντούχους ηθοποιούς και μουσικούς».
Ποια είναι τα συναισθήματά σας για τη σημερινή Ελλάδα;
«Αγαπώ την Ελλάδα και την ελληνική γλώσσα, τη συμπονώ και λυπάμαι για την κατάντια της. Είμαι λυπημένη, νιώθω αβάστακτο πόνο. Αναρωτιέμαι γιατί σε μας, γιατί εμείς; Πώς φτάσαμε εδώ, τι λάθη κάναμε, γιατί δεν υπάρχει λύση, γιατί δεν υπάρχει τιμωρία, ποιος και γιατί μας κρατάει δεμένους μέσα στα συντρίμμια της κατάρρευσης; Γιατί πρέπει να πληρώσουμε κάποιοι τόσο βαριά για τις απατεωνιές κάποιων αμετανόητων απατεώνων; Ελπίζω πως, ίσως, αν εργαστούμε δημιουργικά με φαντασία και εξυπνάδα, με υπομονή και πείσμα, καταφέρουμε πρώτον να επιβιώσουμε, δεύτερον να δημιουργήσουμε κάτι, να εμπνεύσουμε τους νέους στην παραγωγική δημιουργική εργασία, να βάλουμε σε μηχανισμό τη φαντασία μας, για να βρούμε διέξοδο στον λαβύρινθο που μας έχουν ρίξει τα λάθη μας, αλλά, κυρίως, το θράσος και η ασυνειδησία αυτών που διαχειρίζονται τον πλούτο και την εξουσία».
Τι χρειαζόμαστε πραγματικά σε αυτήν τη δύσκολη φάση;
«Νομίζω, απάντησα παραπάνω, αλλά, ίσως, ακόμη να χρειαζόμαστε πίστη στον άνθρωπο, στον “Θεό” και στη φύση, πίστη στην καλοσύνη των ανθρώπων, όσων θυσιάστηκαν για την ανθρωπότητα ενάντια στον εχθρό, που ήταν πάντα - εκτός από την αρρώστια, τον θάνατο και την τρέλα - ο ίδιος ο άνθρωπος και οι αδυναμίες του. Πίστη σε αυτούς που, μέσα στις δυσκολίες, σκέφτονται, αγωνίζονται, γράφουν, προσπαθούν, δημιουργούν, εφευρίσκουν. Ίσως, να χρειάζεται και κάτι πιο μαχητικό, να οργανωθούμε π.χ. για κάτι πιο επαναστατικό, αλλά αυτό θα μας πάρει χρόνια και, δυστυχώς, δεν βλέπω σε αυτήν τη φάση κανείς να αγαπάει κανέναν, ούτε κανείς να εκτιμάει κανέναν στ’ αλήθεια, για να συνεργαστεί μαζί του για την επίτευξη ενός επαναστατικού στόχου ή τη υλοποίηση μιας πρωτοπόρας ιδέας».
Βλέπετε κάτι ελπιδοφόρο στον ορίζοντα;
«Δυστυχώς, βλέπω μόνο ψεύτικες φιλίες και δημόσιες σχέσεις, βλέπω συμφέροντα και εγωισμό, βλέπω ναρκισσισμό και αυτάρκεια, βλέπω πως κανείς δεν παραδέχεται τα λάθη του και κανείς δεν είναι πρόθυμος να μετανοήσει και να πληρώσει φανερά. Όμως, πιστεύω και στη λεγομένη “θεία δίκη”, όταν δεν υπάρχει η δικαιοσύνη. Ναι, νομίζω πως, στο τέλος, θα αναλάβει η φύση, ο φυσικός νόμος, και, κατά κάποιον, τρόπο όλοι θα πληρώσουμε ή θα πληρωθούμε, θα τον πάρουμε τον μισθό μας ή θα δώσουμε πίσω όσα “χρωστάμε”… θα τιμωρηθούμε, για να μάθουμε. Αυτό εμένα με κάνει να εργάζομαι και να δημιουργώ με χαρά, χωρίς να γκρινιάζω. Δεν θα αφήσω να με ρίξει κάτω η στεναχώρια!».
Ταυτότητα παράστασης
Μετάφραση - σκηνοθεσία - σκηνικά - κοστούμια - κίνηση: Σοφία Φιλιππίδου, συνεργάτις μετάφρασης: Ζαφειρούλα Χοχ, βοηθός ενδυματολογικού: Μάγδα Καλορίτη, βοηθός σκηνοθέτη: Σπύρος Ματζαβίνος, βοηθός σκηνικών - κουστουμιών: Αντζέλικα Kάτσα, μουσική - τραγούδια: Ελένη Μπούκλη, τραγούδι - πιάνο: Ουσίκ Χανικιάν, τη σκηνή του μασκέ πάρτι ηχογράφησε ο Κωνσταντίνος Γεωργόπουλος, διευθυντής παραγωγής: Ευάγγελος Κώνστας, η παράσταση επιχορηγείται από το υπουργείο Πολιτισμού και τελεί υπό την αιγίδα του Ινστιτούτου Γκαίτε. Ερμηνεύουν: Θανάσης Πατριαρχέας, Βάσια Λακουμέντα, Μιχαήλ Ταμπακάκης, Έλενα Μεγγρέλη, Μάνος Καρατζογιάννης, Άκης Δήμας, Τατιάνα Μελίδου, Ντίνος Φλώρος, Χάρης Μπόσινας, στον ρόλο του Παλιάτσου ο Κωνσταντίνος Γεωργόπουλος και σε ρόλο - έκπληξη η Σοφία Φιλιππίδου.
Πηγή
Tromaktiko
Μας μιλά για την παράσταση και για τα συναισθήματά της για τη σημερινή Ελλάδα.
Πείτε μας λίγα λόγια για τον Γιάκομπ Μίχαελ Ράινχολτ Λέντς.
«Με πολύ λίγα λόγια, ο Γερμανός συγγραφέας Γιάκομπς Μίχαελ Ράινχολτ Λεντς, υπό την επιρροή του Γκαίτε, εξελίχθηκε σε κατ’ εξοχήν εκπρόσωπο του λογοτεχνικού κινήματος «Sturmund Drang». Το 1776 όμως, κάτι προκάλεσε τη δυσαρέσκεια του Γκαίτε, ο οποίος κίνησε τη διαδικασία αποπομπής του από τη Βαϊμάρη. Με την εκδίωξή του, ο Λεντς δεν υπέστη μόνο κοινωνική, αλλά, κυρίως, ψυχολογική ήττα. Ο επαναστάτης συγγραφέας και γιατρός Γκέορκ Μπίχνερ, σε μια επιστολή στους γονείς του, τον Οκτώβριο του 1885, έγραφε: “Έχω συγκεντρώσει κάθε λογής ενδιαφέρουσες σημειώσεις γύρω από κάποιον φίλο του Γκαίτε, έναν κακότυχο ποιητή Λεντς, που έζησε εδώ, την ίδια εποχή με κείνον, και που κατέληξε μισότρελος”».
Τι πραγματεύεται σε αυτό του το δημιούργημα;
«O μεγαλοφυής Λεντς που αγαπά και μεταφράζει Σαίξπηρ, που θαυμάζει τον Αριστοφάνη, που έχει σπουδάσει φιλοσοφία και μεταφυσική και έχει μελετήσει τον Καντ, που έχει συγκρουστεί με τα πιο δυνατά μυαλά της εποχής του, ένας ιδιοφυής νέος που κάνει παρέα με τον Γκαίτε ήδη στα νεανικά του χρόνια, ένα περιπαικτικό πνεύμα, με αφορμή μια ιστορία, αυτήν του πρίγκιπα Τάντι -που έρχεται από τη φανταστική χώρα της Ασίας, Κούμπα- σατιρίζει τα ήθη και τα έθιμα της εποχής στη Γερμανία, την πολιτική, το εκπαιδευτικό σύστημα, τη θρησκεία, αλλά ακόμη και το λαϊκό θέατρο. Φτιάχνει μια κωμωδία - περιπέτεια απαράμιλλης πλοκής, με αδέλφια που ερωτεύονται και παντρεύονται, με κόμισσες που δολοφονούν τους πατεράδες τους, με νταντάδες που ανταλλάσσουν παιδιά στην κούνια, με μασκέ πάρτι και παλιάτσους, με καθηγητές και δασκάλους, με φιλόδοξους συγγραφείς και πρώην στρατιωτικούς που αγαπούν την καλλιέργεια μεταξοσκωλήκων, με χαμένα παιδιά στο πεδίο του πολέμου, με ιππότες υπόδικους, ένα διονυσιακό θεατρικό πάρτι μεγάλης φαντασίας».
Πώς εξελίσσεται η υπόθεση του έργου;
«Η υπόθεση είναι μόνο ο καμβάς, γιατί, πάνω και κάτω από αυτήν, καλπάζει η οργιαστική φαντασία του Λεντς σαν ελεύθερο άλογο. Αλλά, κι όμως, η υπόθεση κρατά το ενδιαφέρον του θεατή αμείωτο. Εδώ έχουμε να κάνουμε με μια μεγαλοφυή σύλληψη! Ο πρίγκιπας της Κούμπα Τάντι από την Ασία, γόνος βασιλικής οικογένειας, περιοδεύει στην Ευρώπη, για να γνωρίσει τα ήθη και τα έθιμά της. Συναντιέται με τον πρώην λοχαγό Μπίντερλιγκ, που έχασε τον γιο του στον πόλεμο και που θέλει τώρα να ασχοληθεί με την καλλιέργεια μεταξοσκωλήκων. Ο πρίγκιπας δέχεται την πρόταση να φιλοξενηθεί στο σπίτι του φον Μπίντερλιγκ και εκεί ερωτεύεται τη Βιλχελμίνε, την κόρη του, που, μετά την πρώτη νύχτα του γάμου, ανακαλύπτει πως είναι αδελφή του, μιας που αυτός είναι το χαμένο παιδί του Μπίντερλιγκ!
Όμως, παράλληλα, ο κόμης Χαμαιλέων φτάνει στο σπίτι του Μπίντερλιγκ και ζητάει καταφύγιο, επειδή σκότωσε έναν ιππότη, και, σαν αντάλλαγμα, προσφέρει τα κτήματά του σε καλή τιμή, για να γίνουν εκεί οι καλλιέργειες μεταξοσκωλήκων του Μπίντερλιγκ. Ο κόμης ερωτεύεται, επίσης, τη Βιλχελμίνε και τη διεκδικεί με νύχια και με δόντια, ενώ τον κυνηγάει με σθένος η Ντόνα Ντιάνα, η Ισπανίδα κόμισσα γυναίκα του, που, εντέλει, είναι το μωρό που αντάλλαξε η Μπαμπέτ η παραμάνα, στην κούνια, κάποτε. Επομένως, η Ντόνα Ντιάνα είναι η κόρη του Μπίντερλιγκ, η Βιλχελμίνε είναι το μωρό που αντάλλαξε η παραμάνα και ο πρίγκιπας Τάντι ο χαμένος γιος του Μπίντερλιγκ. Το φινάλε δεν θα σας το διηγηθώ, για να υπάρχει μια αγωνία και ένα κίνητρο, αν κάποιος θεατής θέλει να δει το έργο μας μόνο για την υπόθεση».
Τι σας γοήτευσε, ώστε να το ανεβάσετε για πρώτη φορά στην Ελλάδα, και ποια ήταν η προσδοκία σας για την παράσταση;
«Πρώτα από όλα, με γοητεύει αυτός ο συγγραφέας, η ζωή και το έργο του, η τρέλα του και το άτυχο τέλος του. Τον γνώρισα στο Πανεπιστήμιο, όταν σπούδαζα Γερμανική Φιλολογία. Αργότερα, σε κάποια σεμινάρια θεατρολογίας, πρότεινα να μεταφράσω αυτό το έργο, που το ανακάλυψα το 1982, σε ένα τεύχος του Theater Heute, σαν πτυχιακή μου εργασία.
Η ζωή με έφερε στην Αθήνα, την εργασία μου δεν την παρέδωσα στον καθηγητή μου - άλλαξα δρόμο, αλλά δεν εγκατέλειψα ποτέ το έργο και την υπόσχεση στον εαυτό μου να μεταφράσω Λεντς. Μετέφρασα σιγά σιγά το έργο, με συνεργάτη και συμπαραστάτη την αδελφή μου, Ζαφειρούλα Χοχ. Η μετάφραση τέλειωσε το 2007 και, δέκα χρόνια μετά, έκανα αίτηση πρώτη φορά για επιχορήγηση στο υπουργείο Πολιτισμού. Πήρα επιχορήγηση και, μαζί, το θάρρος να τολμήσω να ανεβάσω την παράσταση που θα δείτε με 13 ταλαντούχους ηθοποιούς και μουσικούς».
Ποια είναι τα συναισθήματά σας για τη σημερινή Ελλάδα;
«Αγαπώ την Ελλάδα και την ελληνική γλώσσα, τη συμπονώ και λυπάμαι για την κατάντια της. Είμαι λυπημένη, νιώθω αβάστακτο πόνο. Αναρωτιέμαι γιατί σε μας, γιατί εμείς; Πώς φτάσαμε εδώ, τι λάθη κάναμε, γιατί δεν υπάρχει λύση, γιατί δεν υπάρχει τιμωρία, ποιος και γιατί μας κρατάει δεμένους μέσα στα συντρίμμια της κατάρρευσης; Γιατί πρέπει να πληρώσουμε κάποιοι τόσο βαριά για τις απατεωνιές κάποιων αμετανόητων απατεώνων; Ελπίζω πως, ίσως, αν εργαστούμε δημιουργικά με φαντασία και εξυπνάδα, με υπομονή και πείσμα, καταφέρουμε πρώτον να επιβιώσουμε, δεύτερον να δημιουργήσουμε κάτι, να εμπνεύσουμε τους νέους στην παραγωγική δημιουργική εργασία, να βάλουμε σε μηχανισμό τη φαντασία μας, για να βρούμε διέξοδο στον λαβύρινθο που μας έχουν ρίξει τα λάθη μας, αλλά, κυρίως, το θράσος και η ασυνειδησία αυτών που διαχειρίζονται τον πλούτο και την εξουσία».
Τι χρειαζόμαστε πραγματικά σε αυτήν τη δύσκολη φάση;
«Νομίζω, απάντησα παραπάνω, αλλά, ίσως, ακόμη να χρειαζόμαστε πίστη στον άνθρωπο, στον “Θεό” και στη φύση, πίστη στην καλοσύνη των ανθρώπων, όσων θυσιάστηκαν για την ανθρωπότητα ενάντια στον εχθρό, που ήταν πάντα - εκτός από την αρρώστια, τον θάνατο και την τρέλα - ο ίδιος ο άνθρωπος και οι αδυναμίες του. Πίστη σε αυτούς που, μέσα στις δυσκολίες, σκέφτονται, αγωνίζονται, γράφουν, προσπαθούν, δημιουργούν, εφευρίσκουν. Ίσως, να χρειάζεται και κάτι πιο μαχητικό, να οργανωθούμε π.χ. για κάτι πιο επαναστατικό, αλλά αυτό θα μας πάρει χρόνια και, δυστυχώς, δεν βλέπω σε αυτήν τη φάση κανείς να αγαπάει κανέναν, ούτε κανείς να εκτιμάει κανέναν στ’ αλήθεια, για να συνεργαστεί μαζί του για την επίτευξη ενός επαναστατικού στόχου ή τη υλοποίηση μιας πρωτοπόρας ιδέας».
Βλέπετε κάτι ελπιδοφόρο στον ορίζοντα;
«Δυστυχώς, βλέπω μόνο ψεύτικες φιλίες και δημόσιες σχέσεις, βλέπω συμφέροντα και εγωισμό, βλέπω ναρκισσισμό και αυτάρκεια, βλέπω πως κανείς δεν παραδέχεται τα λάθη του και κανείς δεν είναι πρόθυμος να μετανοήσει και να πληρώσει φανερά. Όμως, πιστεύω και στη λεγομένη “θεία δίκη”, όταν δεν υπάρχει η δικαιοσύνη. Ναι, νομίζω πως, στο τέλος, θα αναλάβει η φύση, ο φυσικός νόμος, και, κατά κάποιον, τρόπο όλοι θα πληρώσουμε ή θα πληρωθούμε, θα τον πάρουμε τον μισθό μας ή θα δώσουμε πίσω όσα “χρωστάμε”… θα τιμωρηθούμε, για να μάθουμε. Αυτό εμένα με κάνει να εργάζομαι και να δημιουργώ με χαρά, χωρίς να γκρινιάζω. Δεν θα αφήσω να με ρίξει κάτω η στεναχώρια!».
Ταυτότητα παράστασης
Μετάφραση - σκηνοθεσία - σκηνικά - κοστούμια - κίνηση: Σοφία Φιλιππίδου, συνεργάτις μετάφρασης: Ζαφειρούλα Χοχ, βοηθός ενδυματολογικού: Μάγδα Καλορίτη, βοηθός σκηνοθέτη: Σπύρος Ματζαβίνος, βοηθός σκηνικών - κουστουμιών: Αντζέλικα Kάτσα, μουσική - τραγούδια: Ελένη Μπούκλη, τραγούδι - πιάνο: Ουσίκ Χανικιάν, τη σκηνή του μασκέ πάρτι ηχογράφησε ο Κωνσταντίνος Γεωργόπουλος, διευθυντής παραγωγής: Ευάγγελος Κώνστας, η παράσταση επιχορηγείται από το υπουργείο Πολιτισμού και τελεί υπό την αιγίδα του Ινστιτούτου Γκαίτε. Ερμηνεύουν: Θανάσης Πατριαρχέας, Βάσια Λακουμέντα, Μιχαήλ Ταμπακάκης, Έλενα Μεγγρέλη, Μάνος Καρατζογιάννης, Άκης Δήμας, Τατιάνα Μελίδου, Ντίνος Φλώρος, Χάρης Μπόσινας, στον ρόλο του Παλιάτσου ο Κωνσταντίνος Γεωργόπουλος και σε ρόλο - έκπληξη η Σοφία Φιλιππίδου.
Πηγή
Tromaktiko
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ