2018-05-20 10:50:50
Του Μητροπολίτου Ταμασού και Ορεινής κ. Ησαΐα | Romfea.gr
Ως χαράς ευαγγέλια μας διαγγέλθηκε και ακούσθηκε η είδηση του Αρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως και Οικουμενικού Πατριάρχου κ.κ. Βαρθολομαίου, περί της επικείμενης επαναλειτουργίας της γεραράς Θεολογικής Σχολής της Χάλκης και, μάλιστα, ίσως, από τη νέα ακαδημαϊκή περίοδο.
Η επαναλειτουργία της ιστορικής και Πατριαρχικής αυτής Σχολής αποτελούσε επιτακτική ανάγκη, όχι απλώς ως προς την αποκατάσταση μιας ιστορικής αδικίας, αλλά και, κυρίως, ως συνέχιση της μεγίστης συμβολής της στα Θεολογικά Γράμματα, και όχι μόνο.
Το κλείσιμο της Σχολής δεν αδίκησε μόνο την έρευνα και τη μελέτη των Εκκλησιαστικών Γραμμάτων, αλλά και στέρησε την Ορθοδοξία από μια σπουδαία θεολογική έπαλξη, όπου οι ιεροσπουδαστές και φοιτητές της ασκούνταν στην έρευνα και την επιστήμη τόσο της Θεολογίας, όσο και άλλων γνωστικών αντικειμένων και είχαν άριστες επιδόσεις και κατακτήσεις οι απόφοιτοί της σε εκκλησιαστικές θέσεις και σε πανεπιστημιακά καθιδρύματα.
Το όλο πρόγραμμα της Σχολής πανθομολογουμένως καλλιεργούσε στον φοιτητή την πνευματική και λειτουργική ζωή και τον ασκούσε στην προσευχή και στην υπακοή, με τρόπο τέτοιο, ώστε να αποβαίνει έμπειρος του βιωματικού ήθους της Εκκλησίας.
Παράλληλα, του παρείχε τη δυνατότητα μελέτης της λειτουργικής και τυπικής πράξης των Ιερών Ακολουθιών και του πρόσφερε την ευκαιρία εκμάθησης της βυζαντινής μουσικής, της εκκλησιαστικής τέχνης, όπως και πολλών άλλων εκκλησιαστικών πραγμάτων.
Έτσι, απέβαιναν οι φοιτητές και απόφοιτοι της Θεολογικής Σχολής εύχρηστοι στη διακονία της Εκκλησίας, της κοινωνίας και του πολιτισμού.
Τούτο το πρόγραμμα της Σχολής έχομε την πεποίθηση, ότι θα επαναλειτουργήσει με το άνοιγμά της και, με τις αναγκαίες αναπροσαρμογές, θα αποβεί τα μάλα επωφελές στη σύγχρονη εποχή μας.
Ο τίτλος του «Διδασκάλου της Ορθοδόξου Χριστιανικής Θεολογίας», ο οποίος απονέμονταν από τη Σχολή στους αποφοίτους της, ανταποκρινόταν τότε πλήρως στον ρόλο και στο έργο, που αναλάμβαναν οι απόφοιτοί της, αφού δεν εξέφραζε μόνο για τον κάθε απόφοιτο ένα μεταφορέα γνώσεων, αλλά, πρωτίστως και κυρίως, ένα μεμορφωμένο, σε ό,τι αφορά το ήθος και τις γνώσεις τις εκκλησιαστικές, ένα ικανό εργάτη, ο οποίος μπορούσε να «πληροφορεί», με την όλη αναστροφή και διδακτική διακονία του, τον συνάνθρωπό του, με τις υγιαίνουσες και σωστικές αποκεκαλυμμένες θείες αλήθειες.
Και, στο σημείο αυτό, δράττομαι της ευκαιρίας, με πολύ σεβασμό, αλλά και ειλικρίνεια, να αναφέρω ότι οι σύγχρονες και μεγάλες Θεολογικές μας Σχολές δεν μπορούν, λόγω των νομικών δεδομένων, τα οποία τους διέπουν, να εφαρμόσουν το ανάλογο πρόγραμμα της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης, παρά το γεγονός ότι διαθέτουν και έχουν να προβάλουν εξαίρετες πνευματικές προσωπικότητες και διεθνούς κύρους επιστημονικό δυναμικό.
Ιδιαίτερα, ο τρόπος εισδοχής των φοιτητών, όπως και ο τρόπος λειτουργίας των τροφών μας Θεολογικών Σχολών, αποβαίνει επιβαρυντικός, σε ό,τι αφορά το πρόγραμμα τόσο των σπουδαστών, όσο και της πνευματικής-εκκλησιαστικής κατάρτισής τους.
Οπωσδήποτε, αποτελεί ακόμη ένα πρόσθετο και καθοριστικό προσόν της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης ο πλούτος των επιστημονικών και άλλων συγγραμμάτων, τα οποία διαθέτει, καθώς επίσης και το πλήθος των παλαιτύπων και άλλων ξενόγλωσσων βιβλίων της.
Χαρακτηριστικά, για τη βιβλιοθήκη της αναφέρεται, ότι: «Θεωρείται ακόμη και σήμερα μια από τις πιο πλούσιες στον κόσμο σε παλαιότυπα και σπάνια βιβλία, έχει την αρχή της στους βυζαντινούς χρόνους, αφού πολλά από τα χειρόγραφά της προέρχονται από την εποχή του Θεοδώρου Στουδίτη, του Ιερού Φωτίου και της Αικατερίνης της Κομνηνής».
Με αυτά τα δεδομένα, γίνεται αντιληπτό πόσο επιβεβλημένο από ιστορικής, εκκλησιαστικής, πολιτισμικής και κοινωνικής άποψης είναι το γεγονός της επαναλειτουργίας της Σχολής αυτής.
Και αυτό ακριβώς το διαχρονικό πλαίσιο λειτουργίας της θεοφώτιστα προέβλεπε και το αρχικό σκεπτικό της ίδρυσής της, το οποίο, μεταξύ άλλων, διαλάμβανε και τα ακόλουθα: «Τὴν ἵδρυσή της ἐπέβαλαν καὶ εἰδικότερα αἴτια, ὅπως ἡ εὐρύτερη ἀναγέννηση τῶν γραμμάτων κατὰ τὸν 19ον αἰῶνα (σήμερα με τη νεο-Θεολογία και τη βιοηθική οι προκλήσεις είναι ακόμη περισσότερες), ἡ ἀνάγκη τῆς ἐκκλησιαστικῆς καὶ θεολογικῆς καταρτίσεως τοῦ ὀρθόδοξου κλήρου, ἡ τακτικὴ καὶ συστηματικὴ καλλιέργεια τῆς θεολογικῆς ἐπιστήμης, ἡ ἀντιμετώπιση σὲ ἰδεολογικὸ ἐπίπεδο καὶ μὲ αὐστηρὰ ἐπιστημονικὰ ἐπιχειρήματα καινοφανῶν δυτικῶν ἰδεολογιῶν, ὅπως τοῦ ὑλισμοῦ καὶ κοινωνικο-φιλοσοφικῶν συστημάτων μὲ ἀντιχριστιανικὲς θέσεις, ἀλλὰ καὶ ἡ ἀντιμετώπιση τοῦ προσηλυτισμοῦ ποὺ ἄρχισαν νὰ ἀσκοῦν σὲ βάρος τῆς Ὀρθοδοξίας οἱ δυτικὲς χριστιανικὲς ὁμολογίες». (Σήμερα υπάρχει ισχυρό θέμα επιλεκτικού επιθετικού προσηλυτισμού χριστιανών και από μη χριστιανικές ιδεολογίες).
Αξίζει, επίσης, να σημειωθεί, ότι, σύμφωνα με τον Εσωτερικό Κανονισμό της, «ἡ Σχολὴ ἔναντι τῶν σπουδαστῶν της διατηρεῖ διορθόδοξη μορφὴ μὲ σαφῶς οἰκουμενικὸν χαρακτῆρα».
Το γεωγραφικό-φυσικό περιβάλλον της Σχολής και η δεσπόζουσα θαλασσοφίλητη θέση της συνιστούν έξοχη λειτουργική αρμονία με το συγκροτημένο πρόγραμμά της.
Είμαστε υπερβέβαιοι ότι, πέρα από τον εκσυγχρονισμένο τρόπο λειτουργίας της, ο Παναγιώτατος και η περί αυτόν Ιερά Σύνοδος θα προβούν στην πρόσληψη εγκρίτων επιστημόνων καθηγητών και άλλου επιστημονικού και μη προσωπικού, ώστε τελικά η Σχολή αυτή να αποτελέσει τον φάρο της Ορθοδοξίας στους εγγύς και στους μακράν.
Το ότι, μάλιστα, πρόκειται να λειτουργήσει υπό την υψηλή προστασία και τη διαρκή και προσωπική μέριμνα του Παναγιωτάτου και Οικουμενικού Πατριάρχου κ.κ. Βαρθολομαίου, ο οποίος, μεταξύ των άλλων, είναι έγκριτος στα επιστημονικά ορθόδοξα και διεκκλησιαστικά δρώμενα, και ο οποίος κατέβαλε πολλούς αγώνες για την επαναλειτουργία της Σχολής, αυτό και από μόνο του προεισοδεύει την επιτυχία και την πρόοδό της.
Του λόγου τούτου το αληθές το εκφράζουν τα ευμενή σχόλια, τα οποία καταθέτει ο έγκριτος δημοσιογράφος Γιώργος Ζαφειρόπουλος, ως εξής: «Η ποιότητα της Σχολής θα είναι υψηλού πανεπιστημιακού επιπέδου και θα έχει τετραετή διάρκεια σπουδών. Θα είναι ευέλικτη και θα εφαρμόζει σύγχρονα εκπαιδευτικά πρότυπα, όπως απαιτούν οι καιροί, ενώ θα είναι διεθνής και δίγλωσση, δηλαδή τα μαθήματα θα γίνονται στα ελληνικά και τα αγγλικά εξαρχής. Μετά από τόσο διεθνή θόρυβο δεν μπορεί να είναι μια οποιαδήποτε σχολή της σειράς. Πρέπει οπωσδήποτε να ξεχωρίζει και να ανταποκρίνεται στο πνεύμα της εποχής. Με διδασκαλία σε μία μόνο γλώσσα δεν ξεχωρίζεις».
Ο κ. Ζαφειρόπουλος, ο οποίος φαίνεται να αντλεί τις πληροφορίες του από τα ενδότερα της Σχολής, εξ ού και η εγκυρότητά τους, συνεχίζει το άρθρο του, σχολιάζοντας: «Η κύρια διαφορά της από τις άλλες θεολογικές σχολές θα είναι όχι μόνο ο διεθνής χαρακτήρας της, αλλά και η προσέγγιση της Ορθοδοξίας ως οικουμενικής αξίας. Αυτή η Σχολή ήταν και θα είναι οικουμενική από το DNA της, αυτή ήταν πάντα η διαφορά της από τις άλλες θεολογικές σχολές. Έδινε απάντηση σε κάθε περιβάλλον, είτε ορθόδοξο είτε μουσουλμανικό».
Όλα αυτά, τα πολύ αισιόδοξα, ως «δρόσος Αερμών» έρχονται, για να μας αναψύξουν και να μας δροσίσουν, δίδοντάς μας ελπίδα σε μια περίοδο, όπου, όχι μόνο οι χριστιανοί θεολόγοι και κληρικοί γεύονται την περιθωριοποίηση ή την υποτίμηση, αλλά και συνολικά, ως χριστιανοί βιώνουμε περισσότερο από όσο ποτέ άλλοτε την αποϊεροποίηση των πάντων και τη μία, άνευ προηγουμένου, απαξίωση των διαχρονικών ευαγγελικών αληθειών και τρόπου ζωής.
Ευχόμαστε από καρδίας στον Παναγιώτατο και προσευχόμαστε σύντομα να αξιωθεί να τελέσει τα εγκαίνια της επαναλειτουργίας της Θεολογικής Σχολής Χάλκης και, έτσι, ο προσωπικός του διακαής πόθος και ο αγώνας του, αλλά και το όραμά του, να γίνουν, επιτέλους, πραγματικότητα προς όφελος της Ορθοδοξίας, ολόκληρης της οικουμένης, αλλά και προς δόξαν του εν τριάδι προσκυνητού Θεού.
paraklisi
Ως χαράς ευαγγέλια μας διαγγέλθηκε και ακούσθηκε η είδηση του Αρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως και Οικουμενικού Πατριάρχου κ.κ. Βαρθολομαίου, περί της επικείμενης επαναλειτουργίας της γεραράς Θεολογικής Σχολής της Χάλκης και, μάλιστα, ίσως, από τη νέα ακαδημαϊκή περίοδο.
Η επαναλειτουργία της ιστορικής και Πατριαρχικής αυτής Σχολής αποτελούσε επιτακτική ανάγκη, όχι απλώς ως προς την αποκατάσταση μιας ιστορικής αδικίας, αλλά και, κυρίως, ως συνέχιση της μεγίστης συμβολής της στα Θεολογικά Γράμματα, και όχι μόνο.
Το κλείσιμο της Σχολής δεν αδίκησε μόνο την έρευνα και τη μελέτη των Εκκλησιαστικών Γραμμάτων, αλλά και στέρησε την Ορθοδοξία από μια σπουδαία θεολογική έπαλξη, όπου οι ιεροσπουδαστές και φοιτητές της ασκούνταν στην έρευνα και την επιστήμη τόσο της Θεολογίας, όσο και άλλων γνωστικών αντικειμένων και είχαν άριστες επιδόσεις και κατακτήσεις οι απόφοιτοί της σε εκκλησιαστικές θέσεις και σε πανεπιστημιακά καθιδρύματα.
Το όλο πρόγραμμα της Σχολής πανθομολογουμένως καλλιεργούσε στον φοιτητή την πνευματική και λειτουργική ζωή και τον ασκούσε στην προσευχή και στην υπακοή, με τρόπο τέτοιο, ώστε να αποβαίνει έμπειρος του βιωματικού ήθους της Εκκλησίας.
Παράλληλα, του παρείχε τη δυνατότητα μελέτης της λειτουργικής και τυπικής πράξης των Ιερών Ακολουθιών και του πρόσφερε την ευκαιρία εκμάθησης της βυζαντινής μουσικής, της εκκλησιαστικής τέχνης, όπως και πολλών άλλων εκκλησιαστικών πραγμάτων.
Έτσι, απέβαιναν οι φοιτητές και απόφοιτοι της Θεολογικής Σχολής εύχρηστοι στη διακονία της Εκκλησίας, της κοινωνίας και του πολιτισμού.
Τούτο το πρόγραμμα της Σχολής έχομε την πεποίθηση, ότι θα επαναλειτουργήσει με το άνοιγμά της και, με τις αναγκαίες αναπροσαρμογές, θα αποβεί τα μάλα επωφελές στη σύγχρονη εποχή μας.
Ο τίτλος του «Διδασκάλου της Ορθοδόξου Χριστιανικής Θεολογίας», ο οποίος απονέμονταν από τη Σχολή στους αποφοίτους της, ανταποκρινόταν τότε πλήρως στον ρόλο και στο έργο, που αναλάμβαναν οι απόφοιτοί της, αφού δεν εξέφραζε μόνο για τον κάθε απόφοιτο ένα μεταφορέα γνώσεων, αλλά, πρωτίστως και κυρίως, ένα μεμορφωμένο, σε ό,τι αφορά το ήθος και τις γνώσεις τις εκκλησιαστικές, ένα ικανό εργάτη, ο οποίος μπορούσε να «πληροφορεί», με την όλη αναστροφή και διδακτική διακονία του, τον συνάνθρωπό του, με τις υγιαίνουσες και σωστικές αποκεκαλυμμένες θείες αλήθειες.
Και, στο σημείο αυτό, δράττομαι της ευκαιρίας, με πολύ σεβασμό, αλλά και ειλικρίνεια, να αναφέρω ότι οι σύγχρονες και μεγάλες Θεολογικές μας Σχολές δεν μπορούν, λόγω των νομικών δεδομένων, τα οποία τους διέπουν, να εφαρμόσουν το ανάλογο πρόγραμμα της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης, παρά το γεγονός ότι διαθέτουν και έχουν να προβάλουν εξαίρετες πνευματικές προσωπικότητες και διεθνούς κύρους επιστημονικό δυναμικό.
Ιδιαίτερα, ο τρόπος εισδοχής των φοιτητών, όπως και ο τρόπος λειτουργίας των τροφών μας Θεολογικών Σχολών, αποβαίνει επιβαρυντικός, σε ό,τι αφορά το πρόγραμμα τόσο των σπουδαστών, όσο και της πνευματικής-εκκλησιαστικής κατάρτισής τους.
Οπωσδήποτε, αποτελεί ακόμη ένα πρόσθετο και καθοριστικό προσόν της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης ο πλούτος των επιστημονικών και άλλων συγγραμμάτων, τα οποία διαθέτει, καθώς επίσης και το πλήθος των παλαιτύπων και άλλων ξενόγλωσσων βιβλίων της.
Χαρακτηριστικά, για τη βιβλιοθήκη της αναφέρεται, ότι: «Θεωρείται ακόμη και σήμερα μια από τις πιο πλούσιες στον κόσμο σε παλαιότυπα και σπάνια βιβλία, έχει την αρχή της στους βυζαντινούς χρόνους, αφού πολλά από τα χειρόγραφά της προέρχονται από την εποχή του Θεοδώρου Στουδίτη, του Ιερού Φωτίου και της Αικατερίνης της Κομνηνής».
Με αυτά τα δεδομένα, γίνεται αντιληπτό πόσο επιβεβλημένο από ιστορικής, εκκλησιαστικής, πολιτισμικής και κοινωνικής άποψης είναι το γεγονός της επαναλειτουργίας της Σχολής αυτής.
Και αυτό ακριβώς το διαχρονικό πλαίσιο λειτουργίας της θεοφώτιστα προέβλεπε και το αρχικό σκεπτικό της ίδρυσής της, το οποίο, μεταξύ άλλων, διαλάμβανε και τα ακόλουθα: «Τὴν ἵδρυσή της ἐπέβαλαν καὶ εἰδικότερα αἴτια, ὅπως ἡ εὐρύτερη ἀναγέννηση τῶν γραμμάτων κατὰ τὸν 19ον αἰῶνα (σήμερα με τη νεο-Θεολογία και τη βιοηθική οι προκλήσεις είναι ακόμη περισσότερες), ἡ ἀνάγκη τῆς ἐκκλησιαστικῆς καὶ θεολογικῆς καταρτίσεως τοῦ ὀρθόδοξου κλήρου, ἡ τακτικὴ καὶ συστηματικὴ καλλιέργεια τῆς θεολογικῆς ἐπιστήμης, ἡ ἀντιμετώπιση σὲ ἰδεολογικὸ ἐπίπεδο καὶ μὲ αὐστηρὰ ἐπιστημονικὰ ἐπιχειρήματα καινοφανῶν δυτικῶν ἰδεολογιῶν, ὅπως τοῦ ὑλισμοῦ καὶ κοινωνικο-φιλοσοφικῶν συστημάτων μὲ ἀντιχριστιανικὲς θέσεις, ἀλλὰ καὶ ἡ ἀντιμετώπιση τοῦ προσηλυτισμοῦ ποὺ ἄρχισαν νὰ ἀσκοῦν σὲ βάρος τῆς Ὀρθοδοξίας οἱ δυτικὲς χριστιανικὲς ὁμολογίες». (Σήμερα υπάρχει ισχυρό θέμα επιλεκτικού επιθετικού προσηλυτισμού χριστιανών και από μη χριστιανικές ιδεολογίες).
Αξίζει, επίσης, να σημειωθεί, ότι, σύμφωνα με τον Εσωτερικό Κανονισμό της, «ἡ Σχολὴ ἔναντι τῶν σπουδαστῶν της διατηρεῖ διορθόδοξη μορφὴ μὲ σαφῶς οἰκουμενικὸν χαρακτῆρα».
Το γεωγραφικό-φυσικό περιβάλλον της Σχολής και η δεσπόζουσα θαλασσοφίλητη θέση της συνιστούν έξοχη λειτουργική αρμονία με το συγκροτημένο πρόγραμμά της.
Είμαστε υπερβέβαιοι ότι, πέρα από τον εκσυγχρονισμένο τρόπο λειτουργίας της, ο Παναγιώτατος και η περί αυτόν Ιερά Σύνοδος θα προβούν στην πρόσληψη εγκρίτων επιστημόνων καθηγητών και άλλου επιστημονικού και μη προσωπικού, ώστε τελικά η Σχολή αυτή να αποτελέσει τον φάρο της Ορθοδοξίας στους εγγύς και στους μακράν.
Το ότι, μάλιστα, πρόκειται να λειτουργήσει υπό την υψηλή προστασία και τη διαρκή και προσωπική μέριμνα του Παναγιωτάτου και Οικουμενικού Πατριάρχου κ.κ. Βαρθολομαίου, ο οποίος, μεταξύ των άλλων, είναι έγκριτος στα επιστημονικά ορθόδοξα και διεκκλησιαστικά δρώμενα, και ο οποίος κατέβαλε πολλούς αγώνες για την επαναλειτουργία της Σχολής, αυτό και από μόνο του προεισοδεύει την επιτυχία και την πρόοδό της.
Του λόγου τούτου το αληθές το εκφράζουν τα ευμενή σχόλια, τα οποία καταθέτει ο έγκριτος δημοσιογράφος Γιώργος Ζαφειρόπουλος, ως εξής: «Η ποιότητα της Σχολής θα είναι υψηλού πανεπιστημιακού επιπέδου και θα έχει τετραετή διάρκεια σπουδών. Θα είναι ευέλικτη και θα εφαρμόζει σύγχρονα εκπαιδευτικά πρότυπα, όπως απαιτούν οι καιροί, ενώ θα είναι διεθνής και δίγλωσση, δηλαδή τα μαθήματα θα γίνονται στα ελληνικά και τα αγγλικά εξαρχής. Μετά από τόσο διεθνή θόρυβο δεν μπορεί να είναι μια οποιαδήποτε σχολή της σειράς. Πρέπει οπωσδήποτε να ξεχωρίζει και να ανταποκρίνεται στο πνεύμα της εποχής. Με διδασκαλία σε μία μόνο γλώσσα δεν ξεχωρίζεις».
Ο κ. Ζαφειρόπουλος, ο οποίος φαίνεται να αντλεί τις πληροφορίες του από τα ενδότερα της Σχολής, εξ ού και η εγκυρότητά τους, συνεχίζει το άρθρο του, σχολιάζοντας: «Η κύρια διαφορά της από τις άλλες θεολογικές σχολές θα είναι όχι μόνο ο διεθνής χαρακτήρας της, αλλά και η προσέγγιση της Ορθοδοξίας ως οικουμενικής αξίας. Αυτή η Σχολή ήταν και θα είναι οικουμενική από το DNA της, αυτή ήταν πάντα η διαφορά της από τις άλλες θεολογικές σχολές. Έδινε απάντηση σε κάθε περιβάλλον, είτε ορθόδοξο είτε μουσουλμανικό».
Όλα αυτά, τα πολύ αισιόδοξα, ως «δρόσος Αερμών» έρχονται, για να μας αναψύξουν και να μας δροσίσουν, δίδοντάς μας ελπίδα σε μια περίοδο, όπου, όχι μόνο οι χριστιανοί θεολόγοι και κληρικοί γεύονται την περιθωριοποίηση ή την υποτίμηση, αλλά και συνολικά, ως χριστιανοί βιώνουμε περισσότερο από όσο ποτέ άλλοτε την αποϊεροποίηση των πάντων και τη μία, άνευ προηγουμένου, απαξίωση των διαχρονικών ευαγγελικών αληθειών και τρόπου ζωής.
Ευχόμαστε από καρδίας στον Παναγιώτατο και προσευχόμαστε σύντομα να αξιωθεί να τελέσει τα εγκαίνια της επαναλειτουργίας της Θεολογικής Σχολής Χάλκης και, έτσι, ο προσωπικός του διακαής πόθος και ο αγώνας του, αλλά και το όραμά του, να γίνουν, επιτέλους, πραγματικότητα προς όφελος της Ορθοδοξίας, ολόκληρης της οικουμένης, αλλά και προς δόξαν του εν τριάδι προσκυνητού Θεού.
paraklisi
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
ΔΕΗ: Νέο σύστημα διακανονισμού για τις ληξιπρόθεσμες οφειλές
ΕΠΟΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Καταδίωξη διαρρηκτών στην Πτολεμαΐδα
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ