2018-05-21 14:07:17
«Υπήρχε κάτι μεγάλο και τολμηρό στη πολιτική ιδέα μιας γενικής εκκαθάρισης. Ήταν μια παγκόσμια ιστορική αποστολή μπροστά στην οποία ήταν ασήμαντη η ατομική ενοχή και αθωότητα». Αυτό είχε δηλώσει ο Νικολάι Μπουχάριν για τη Μεγάλη Εκκαθάριση του Στάλιν, λίγο πριν γίνει και ο ίδιος ένα από τα θύματά της. Ο Μεγάλος Τρόμος υπήρξε μια γενικευμένη πολιτική εκστρατεία εκκαθάρισης των αντεπαναστατών της Σοβιετικής Ένωσης υπό τις οδηγίες του Στάλιν. Οι εκκαθαρίσεις κράτησαν δύο χρόνια και πολλά θύματα υπήρξαν και θερμοί υποστηριχτές του ίδιου του Στάλιν. Πιστεύεται ότι κατά τη διετία των «σταλινικών διώξεων» πέθαναν τουλάχιστον 600.000 άνθρωποι.
Γιατί έγιναν οι Εκκαθαρίσεις
Μέχρι σήμερα δεν υπάρχει μια οριστική απάντηση στο ερώτημα του σκοπού των Μεγάλων Εκκαθαρίσεων. Ορισμένοι πιστεύουν ότι με αυτό τον τρόπο οι Σοβιετικοί κατάφεραν ένα προληπτικό πλήγμα πριν από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ενώ άλλοι θεωρούν ότι επρόκειτο για μια «δημοκρατική» πρωτοβουλία που θα βοηθούσε τους απλούς ανθρώπους να απαλλαγούν από ανάξιους αξιωματικούς, ανεξάρτητα από το πόσο ψηλά βρίσκονταν στην ιεραρχία
. Για την ομάδα, οι Μεγάλες Εκκαθαρίσεις ήταν το πιο πρόσφατο επεισόδιο στην ιστορία της πάλης του κόμματος, που άρχισε με την επανάσταση και τον Εμφύλιο Πόλεμο και συνεχίστηκε με την κολεκτιβοποίηση. Ανήκαν σε ένα επαναστατικό κόμμα και δουλειά των επαναστατών ήταν να πολεμούν τους εχθρούς. Αυτή τη φορά οι εχθροί δεν ήταν όχι μόνο εξωτερικοί, αλλά και μέσα στο κόμμα.
Τα μέλη της ομάδας ήταν ταυτόχρονα δράστες και δυνητικά θύματα. Το έναυσμα για τον Στάλιν ήταν η δολοφονία του Σεργκέι Κίροφ, σημαντικού Μπολσεβίκου στα πρώτα στάδια της Σοβιετικής Ένωσης, που έδωσε την ευκαιρία στον «Πατερούλη» να ξεκαθαρίσει τους λογαριασμούς του με την παλιά αριστερή αντιπολίτευση. Φυσικά, και οι ηγέτες της δεξιάς ήταν στο στόχαστρο του Στάλιν.
Ο Τόμσκι, ο οποίος είχε κατονομαστεί ως στόχος έρευνας στη δίκη Ζινιόβιεφ- Κάμενεφ τον Αύγουστο του 1936, αυτοκτόνησε, αφήνοντας ένα σημείωμα στον Στάλιν, με το οποίο διακήρυσσε την αθωότητά του.
Στο ρωσικό επαναστατικό κίνημα υπήρχε η παράδοση μια αυτοκτονία, για λόγους αρχής, να αντιμετωπίζεται με σεβασμό ή και ως ηρωική πράξη ακόμη, αλλά ο Στάλιν αρνήθηκε να τη δει έτσι.
Η αυτοκτονία του Τόμσκι αποκηρύχτηκε ως αντισοβιετική πράξη δειλίας, ενώ ο Μόλοτοφ υποστήριξε ότι ήταν μέρος μιας συνωμοσίας οργανωμένης από τον Τόμσκι και άλλους, με σκοπό να δυσφημίσει το καθεστώς με την αυτοκτονία του.
Νικολάι Μπουχάριν, ο πολιτικός που ρεζιλεύτηκε
Αν ακολουθούσε το παράδειγμα του Τόμσκι, ο Νικολάι Μπουχάριν ίσως να είχε πιο αξιοπρεπές τέλος. Ο Μπουχάριν ήταν οικονομολόγος και πολιτικός ηγέτης του Κομμουνιστικού Κόμματος της Σοβιετικής Ένωσης. Οι πολιτικές του ιδεολογίες ήταν κοντά με αυτές του Τρότσκι, ωστόσο μετά τον θάνατο του Λένιν, ο Μπουχάριν υποστήριξε τον Στάλιν. Ήταν όμως αντίθετος με τη κολεκτιβοποίηση και τελικά το 1937 συνελήφθη. Όμως, έως τη σύλληψη και την εκτέλεσή του, ο Μπουχάριν υπήρξε θύμα χρόνιας κοροϊδίας του Στάλιν, όσο αυτός έγραφε θλιβερά γράμματα στον «Κόμπα», μιλώντας του ακόμη με οικειότητα και διακηρύσσοντας την αφοσίωσή του. Έφτασε στο σημείο να του στείλει ένα ποίημα που είχε γράψει προς τιμήν του: «Με αετίσιο βλέμμα, ψυχρό και ήρεμο Ο Αρχηγός κοιτάζει από πάνω», ενώ σχολίασε τον θάνατο του Ζινόβιεφ και του Κάμενεφ λέγοντας: «είναι εξαιρετικό που εκτέλεσαν τους αχρείους. Ο αέρας έγινε αμέσως πιο καθαρός». Στις αρχές του 1936 τον έστειλαν στη Γαλλία για να διαπραγματευτεί την αγορά του αρχείου Μαρξ-Ένγκελς με τον μενσεβίκο μεσάζοντα Μπορίς Νικολάγεφσκι και, με μια άνευ προηγουμένου κίνηση, τον ενθάρρυναν να πάρει μαζί του τη νεαρή έγκυο γυναίκα του, Άννα Λάρινα. Ο Μπουχάριν απέρριψε αυτή τη συγκαλυμμένη πρόσκληση να αποσκιρτήσει, αλλά με την έλλειψη κοινής λογικής που τον διέκρινε, έδωσε στον Νικολάγεφσκι μια εκτεταμένη και εξαιρετικά επικριτική περιγραφή της σοβιετικής υψηλής πολιτικής, λέγοντας σε έναν άλλον μενσεβίκο εμιγκρέ ότι ο Στάλιν «δεν ήταν άνθρωπος, αλλά διάβολος». Όλα αυτά τα συμπλήρωσε πληροφορώντας τον γάλλο αριστερό συγγραφέα Αντρέ Μαρλό ότι ο Στάλιν «θα με σκοτώσει». Φαίνεται ότι ο Στάλιν δεν άργησε να μάθει αυτά τα σχόλια.
Με έναν δελεαστικό στόχο όπως ο Μπουχάριν, ο Στάλιν δεν έδειξε οίκτο. Ο δημόσιος εξευτελισμός διανθίστηκε από δάκρυα, ουρλιαχτά, υστερικές καταρρεύσεις και κρίσεις ολοκληρωτικής κατάθλιψης από μέρους του Μπουχάριν. Σε μια στιγμή κλείστηκε σε ένα μικρό δωμάτιο στο διαμέρισμά του στο Κρεμλίνο, στο οποίο έμενε παλιότερα ο Στάλιν. «Εδώ πέθανε η Νάντια. Εδώ θα πεθάνω κι εγώ», δήλωσε, αρχίζοντας απεργία πείνας. Αρνήθηκε να πάει στην ολομέλεια του Φεβρουαρίου-Μαρτίου του κόμματος για να απαντήσει στις κατηγορίες εναντίον του, αλλά μετά άλλαξε γνώμη, δίνοντας στον Στάλιν και στον Μόλοτοφ την ευκαιρία να διασκεδάσουν τους συνέδρους με έναν διάλογο σαν δύο κωμικοί: Στάλιν: Πόσες μέρες νήστεψε [ο Μπουχάριν]; Μόλοτοφ: Είπε ότι την πρώτη μέρα νήστεψε 40 μέρες και 40 νύχτες και μετά κάθε μέρα στο εξής 40 μέρες και 40 νύχτες. Στάλιν: Γιατί άρχισε την απεργία πείνας τα μεσάνυχτα; Μόλοτοφ: Νομίζω, επειδή ο κόσμος δεν τρώει τη νύχτα. Δεν το συνιστούν οι γιατροί.
Οι απεγνωσμένες προσπάθειες του Μπουχάριν
Ο Μπουχάριν έστειλε μια απελπισμένη επιστολή στον παλιό του φίλο Βοροσίλοφ, ρωτώντας «Τα πιστεύεις όλα αυτά; Αλήθεια;» και τελειώνοντας με το «Σε αγκαλιάζω γιατί είμαι αγνός». Όμως, ο Βοροσίλοφ τον απέκρουσε κι έστειλε το γράμμα και τη δική του απάντηση στον Στάλιν, με τη φράση περί αγνότητας να προκαλεί χλευασμούς. Ο Μπουχάριν έφτασε στο σημείο να γράψει και στον Χρουτσώφ, τον οποίο δεν γνώριζε καλά και να του ζητήσει σε αξιολύπητο τόνο να του εξηγήσει γιατί «με αποκάλεσες ταξικό εχθρό», στη δεξίωση των κατασκευαστών του μετρό της Μόσχας. Έγραψε και στον Μόλοτοφ, έναν άνθρωπο που ήταν απίθανο να επηρεαστεί από συναισθηματικές εκκλήσεις, προσπαθώντας να του εξηγήσει το μαρτύριο που ζούσε έτσι όπως περιβαλλόταν από «ηθικά αφόρητες» υποψίες «φοβούμενος κάθε πλάγιο βλέμμα, κάθε εχθρική χειρονομία». Σε ένα υστερόγραφο αγωνίας, τον παρακαλούσε, «δεν θα μπορούσε να διαλυθεί αυτός ο εφιάλτης; Δεν θα μπορούσατε να μου πείτε ποιες αμφιβολίες έχετε ώστε να μπορέσω να τις απαντήσω ήρεμα;»
Η δίκη στη Μόσχα και το τέλος του Μπουχάριν
Ο Μπουχάριν συνελήφθη στις 27 Φεβρουαρίου 1937, αλλά ακόμη και τότε η αγωνία της αναμονής δεν τελείωσε. Μέσα στην Κεντρική Επιτροπή υπήρχε κάποια ανησυχία για τη θανατική ποινή που πρότεινε ο Γιεζόφ. Ο Μπουχάριν πάντα αισιόδοξος, συνέχισε να γράφει στον Στάλιν από τη φυλακή, προτείνοντας του τον Δεκέμβριο του 1937 ότι θα μπορούσε ίσως να τον στείλει στην Αμερική για να κάνει προπαγάνδα για τις δίκες – παρωδίες και κατά του Τρότσκι. «Η εσωτερική συνείδησή μου είναι αγνή ενώπιον σου τώρα, Κόμπα», κατέληγε. Ο Στάλιν αγνόησε το γράμμα. Ο Μπουχάριν μαζί με τον Γιακόντα και άλλους δικάστηκαν στην τελευταία από τις δίκες της Μόσχας.
Οι δίκες παρωδίες της Μόσχας ήταν σαν θεατρικές παραστάσεις. Περιέγραφαν φανταστικές ιστορίες συνωμοσίας, τα νήματα των οποίων οδηγούσαν στον εξόριστο Τρότσκι ο οποίος συνεργαζόταν στενά με ξένες μυστικές υπηρεσίες. Τα σενάρια που είχαν συνταχθεί με βάση ομολογίες, συνήθως προέκυπταν μετά από βασανιστήρια και απειλές σε βάρος συγγενών. Οι δίκες ήταν ο μοναδικός τρόπος των κατηγορούμενων να εξασφαλίσουν μία ημέρα στο δικαστήριο με τα παγκόσμια μέσα ενημέρωσης να δημοσιεύουν κάθε τους λέξη. Ο Μπουχάριν στη δίκη του ακολούθησε μία τακτική υπερβολής. Το σχέδιο του ήταν να υπερβάλλει σε εξωφρενικό βαθμό, γεμίζοντας με σαρκασμό τον τόνο του και το κείμενό του, ομολογώντας τερατώδεις συνωμοσίες και έπειτα υπονομεύοντας την ομολογία με δήλωση ότι η συνωμοτική ομάδα στην οποία ανήκε στην πραγματικότητα δεν υπήρχε. Ο Στάλιν εξουδετέρωσε εύκολα το τέχνασμά του, τουλάχιστον σε ό,τι είχε σχέση με τα δημοσιευμένα κείμενα, διαγράφοντας απλώς κάποιες λέξεις – κλειδιά. Το ακροατήριο στην αίθουσα φάνηκε να μην αντιλήφθηκε το νόημα όσων είπε ο Μπουχάριν. Τα ερμήνευσαν ως μια πραγματική ομολογία και αναρωτιόνταν γιατί την έκανε. Πολλοί την απέδωσαν στη σχεδόν μυστικιστική επαναστατική πίστη που εξέφρασε ο Μπουχάριν στην τελική του ομιλία, η οποία αργότερα απαθανατίστηκε από την παράφραση του Άρθουρ Κέστλερ στο «Μηδέν και το Άπειρο» Στην πρωτότυπη εκδοχή της φράσης ο Μπουχάριν είπε: «Όσο ήμουν στη φυλακή έκανα μια επαναξιολόγηση όλου του παρελθόντος μου. Γιατί, όταν ρωτάς τον εαυτό σου «Αν πρέπει να πεθάνεις, για τι πράγμα πεθαίνεις;», ξαφνικά υψώνεται μπροστά σου με απρόσμενη ένταση το απόλυτο μαύρο κενό. Δεν υπήρχε τίποτε για το οποίο να πεθάνει κανείς, αν ήθελε να πεθάνει αμετανόητος». Εκτελέστηκε δια τουφεκισμού στις 15 Μαρτίου 1938.
Πηγή
Tromaktiko
Γιατί έγιναν οι Εκκαθαρίσεις
Μέχρι σήμερα δεν υπάρχει μια οριστική απάντηση στο ερώτημα του σκοπού των Μεγάλων Εκκαθαρίσεων. Ορισμένοι πιστεύουν ότι με αυτό τον τρόπο οι Σοβιετικοί κατάφεραν ένα προληπτικό πλήγμα πριν από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ενώ άλλοι θεωρούν ότι επρόκειτο για μια «δημοκρατική» πρωτοβουλία που θα βοηθούσε τους απλούς ανθρώπους να απαλλαγούν από ανάξιους αξιωματικούς, ανεξάρτητα από το πόσο ψηλά βρίσκονταν στην ιεραρχία
Τα μέλη της ομάδας ήταν ταυτόχρονα δράστες και δυνητικά θύματα. Το έναυσμα για τον Στάλιν ήταν η δολοφονία του Σεργκέι Κίροφ, σημαντικού Μπολσεβίκου στα πρώτα στάδια της Σοβιετικής Ένωσης, που έδωσε την ευκαιρία στον «Πατερούλη» να ξεκαθαρίσει τους λογαριασμούς του με την παλιά αριστερή αντιπολίτευση. Φυσικά, και οι ηγέτες της δεξιάς ήταν στο στόχαστρο του Στάλιν.
Ο Τόμσκι, ο οποίος είχε κατονομαστεί ως στόχος έρευνας στη δίκη Ζινιόβιεφ- Κάμενεφ τον Αύγουστο του 1936, αυτοκτόνησε, αφήνοντας ένα σημείωμα στον Στάλιν, με το οποίο διακήρυσσε την αθωότητά του.
Στο ρωσικό επαναστατικό κίνημα υπήρχε η παράδοση μια αυτοκτονία, για λόγους αρχής, να αντιμετωπίζεται με σεβασμό ή και ως ηρωική πράξη ακόμη, αλλά ο Στάλιν αρνήθηκε να τη δει έτσι.
Η αυτοκτονία του Τόμσκι αποκηρύχτηκε ως αντισοβιετική πράξη δειλίας, ενώ ο Μόλοτοφ υποστήριξε ότι ήταν μέρος μιας συνωμοσίας οργανωμένης από τον Τόμσκι και άλλους, με σκοπό να δυσφημίσει το καθεστώς με την αυτοκτονία του.
Νικολάι Μπουχάριν, ο πολιτικός που ρεζιλεύτηκε
Αν ακολουθούσε το παράδειγμα του Τόμσκι, ο Νικολάι Μπουχάριν ίσως να είχε πιο αξιοπρεπές τέλος. Ο Μπουχάριν ήταν οικονομολόγος και πολιτικός ηγέτης του Κομμουνιστικού Κόμματος της Σοβιετικής Ένωσης. Οι πολιτικές του ιδεολογίες ήταν κοντά με αυτές του Τρότσκι, ωστόσο μετά τον θάνατο του Λένιν, ο Μπουχάριν υποστήριξε τον Στάλιν. Ήταν όμως αντίθετος με τη κολεκτιβοποίηση και τελικά το 1937 συνελήφθη. Όμως, έως τη σύλληψη και την εκτέλεσή του, ο Μπουχάριν υπήρξε θύμα χρόνιας κοροϊδίας του Στάλιν, όσο αυτός έγραφε θλιβερά γράμματα στον «Κόμπα», μιλώντας του ακόμη με οικειότητα και διακηρύσσοντας την αφοσίωσή του. Έφτασε στο σημείο να του στείλει ένα ποίημα που είχε γράψει προς τιμήν του: «Με αετίσιο βλέμμα, ψυχρό και ήρεμο Ο Αρχηγός κοιτάζει από πάνω», ενώ σχολίασε τον θάνατο του Ζινόβιεφ και του Κάμενεφ λέγοντας: «είναι εξαιρετικό που εκτέλεσαν τους αχρείους. Ο αέρας έγινε αμέσως πιο καθαρός». Στις αρχές του 1936 τον έστειλαν στη Γαλλία για να διαπραγματευτεί την αγορά του αρχείου Μαρξ-Ένγκελς με τον μενσεβίκο μεσάζοντα Μπορίς Νικολάγεφσκι και, με μια άνευ προηγουμένου κίνηση, τον ενθάρρυναν να πάρει μαζί του τη νεαρή έγκυο γυναίκα του, Άννα Λάρινα. Ο Μπουχάριν απέρριψε αυτή τη συγκαλυμμένη πρόσκληση να αποσκιρτήσει, αλλά με την έλλειψη κοινής λογικής που τον διέκρινε, έδωσε στον Νικολάγεφσκι μια εκτεταμένη και εξαιρετικά επικριτική περιγραφή της σοβιετικής υψηλής πολιτικής, λέγοντας σε έναν άλλον μενσεβίκο εμιγκρέ ότι ο Στάλιν «δεν ήταν άνθρωπος, αλλά διάβολος». Όλα αυτά τα συμπλήρωσε πληροφορώντας τον γάλλο αριστερό συγγραφέα Αντρέ Μαρλό ότι ο Στάλιν «θα με σκοτώσει». Φαίνεται ότι ο Στάλιν δεν άργησε να μάθει αυτά τα σχόλια.
Με έναν δελεαστικό στόχο όπως ο Μπουχάριν, ο Στάλιν δεν έδειξε οίκτο. Ο δημόσιος εξευτελισμός διανθίστηκε από δάκρυα, ουρλιαχτά, υστερικές καταρρεύσεις και κρίσεις ολοκληρωτικής κατάθλιψης από μέρους του Μπουχάριν. Σε μια στιγμή κλείστηκε σε ένα μικρό δωμάτιο στο διαμέρισμά του στο Κρεμλίνο, στο οποίο έμενε παλιότερα ο Στάλιν. «Εδώ πέθανε η Νάντια. Εδώ θα πεθάνω κι εγώ», δήλωσε, αρχίζοντας απεργία πείνας. Αρνήθηκε να πάει στην ολομέλεια του Φεβρουαρίου-Μαρτίου του κόμματος για να απαντήσει στις κατηγορίες εναντίον του, αλλά μετά άλλαξε γνώμη, δίνοντας στον Στάλιν και στον Μόλοτοφ την ευκαιρία να διασκεδάσουν τους συνέδρους με έναν διάλογο σαν δύο κωμικοί: Στάλιν: Πόσες μέρες νήστεψε [ο Μπουχάριν]; Μόλοτοφ: Είπε ότι την πρώτη μέρα νήστεψε 40 μέρες και 40 νύχτες και μετά κάθε μέρα στο εξής 40 μέρες και 40 νύχτες. Στάλιν: Γιατί άρχισε την απεργία πείνας τα μεσάνυχτα; Μόλοτοφ: Νομίζω, επειδή ο κόσμος δεν τρώει τη νύχτα. Δεν το συνιστούν οι γιατροί.
Οι απεγνωσμένες προσπάθειες του Μπουχάριν
Ο Μπουχάριν έστειλε μια απελπισμένη επιστολή στον παλιό του φίλο Βοροσίλοφ, ρωτώντας «Τα πιστεύεις όλα αυτά; Αλήθεια;» και τελειώνοντας με το «Σε αγκαλιάζω γιατί είμαι αγνός». Όμως, ο Βοροσίλοφ τον απέκρουσε κι έστειλε το γράμμα και τη δική του απάντηση στον Στάλιν, με τη φράση περί αγνότητας να προκαλεί χλευασμούς. Ο Μπουχάριν έφτασε στο σημείο να γράψει και στον Χρουτσώφ, τον οποίο δεν γνώριζε καλά και να του ζητήσει σε αξιολύπητο τόνο να του εξηγήσει γιατί «με αποκάλεσες ταξικό εχθρό», στη δεξίωση των κατασκευαστών του μετρό της Μόσχας. Έγραψε και στον Μόλοτοφ, έναν άνθρωπο που ήταν απίθανο να επηρεαστεί από συναισθηματικές εκκλήσεις, προσπαθώντας να του εξηγήσει το μαρτύριο που ζούσε έτσι όπως περιβαλλόταν από «ηθικά αφόρητες» υποψίες «φοβούμενος κάθε πλάγιο βλέμμα, κάθε εχθρική χειρονομία». Σε ένα υστερόγραφο αγωνίας, τον παρακαλούσε, «δεν θα μπορούσε να διαλυθεί αυτός ο εφιάλτης; Δεν θα μπορούσατε να μου πείτε ποιες αμφιβολίες έχετε ώστε να μπορέσω να τις απαντήσω ήρεμα;»
Η δίκη στη Μόσχα και το τέλος του Μπουχάριν
Ο Μπουχάριν συνελήφθη στις 27 Φεβρουαρίου 1937, αλλά ακόμη και τότε η αγωνία της αναμονής δεν τελείωσε. Μέσα στην Κεντρική Επιτροπή υπήρχε κάποια ανησυχία για τη θανατική ποινή που πρότεινε ο Γιεζόφ. Ο Μπουχάριν πάντα αισιόδοξος, συνέχισε να γράφει στον Στάλιν από τη φυλακή, προτείνοντας του τον Δεκέμβριο του 1937 ότι θα μπορούσε ίσως να τον στείλει στην Αμερική για να κάνει προπαγάνδα για τις δίκες – παρωδίες και κατά του Τρότσκι. «Η εσωτερική συνείδησή μου είναι αγνή ενώπιον σου τώρα, Κόμπα», κατέληγε. Ο Στάλιν αγνόησε το γράμμα. Ο Μπουχάριν μαζί με τον Γιακόντα και άλλους δικάστηκαν στην τελευταία από τις δίκες της Μόσχας.
Οι δίκες παρωδίες της Μόσχας ήταν σαν θεατρικές παραστάσεις. Περιέγραφαν φανταστικές ιστορίες συνωμοσίας, τα νήματα των οποίων οδηγούσαν στον εξόριστο Τρότσκι ο οποίος συνεργαζόταν στενά με ξένες μυστικές υπηρεσίες. Τα σενάρια που είχαν συνταχθεί με βάση ομολογίες, συνήθως προέκυπταν μετά από βασανιστήρια και απειλές σε βάρος συγγενών. Οι δίκες ήταν ο μοναδικός τρόπος των κατηγορούμενων να εξασφαλίσουν μία ημέρα στο δικαστήριο με τα παγκόσμια μέσα ενημέρωσης να δημοσιεύουν κάθε τους λέξη. Ο Μπουχάριν στη δίκη του ακολούθησε μία τακτική υπερβολής. Το σχέδιο του ήταν να υπερβάλλει σε εξωφρενικό βαθμό, γεμίζοντας με σαρκασμό τον τόνο του και το κείμενό του, ομολογώντας τερατώδεις συνωμοσίες και έπειτα υπονομεύοντας την ομολογία με δήλωση ότι η συνωμοτική ομάδα στην οποία ανήκε στην πραγματικότητα δεν υπήρχε. Ο Στάλιν εξουδετέρωσε εύκολα το τέχνασμά του, τουλάχιστον σε ό,τι είχε σχέση με τα δημοσιευμένα κείμενα, διαγράφοντας απλώς κάποιες λέξεις – κλειδιά. Το ακροατήριο στην αίθουσα φάνηκε να μην αντιλήφθηκε το νόημα όσων είπε ο Μπουχάριν. Τα ερμήνευσαν ως μια πραγματική ομολογία και αναρωτιόνταν γιατί την έκανε. Πολλοί την απέδωσαν στη σχεδόν μυστικιστική επαναστατική πίστη που εξέφρασε ο Μπουχάριν στην τελική του ομιλία, η οποία αργότερα απαθανατίστηκε από την παράφραση του Άρθουρ Κέστλερ στο «Μηδέν και το Άπειρο» Στην πρωτότυπη εκδοχή της φράσης ο Μπουχάριν είπε: «Όσο ήμουν στη φυλακή έκανα μια επαναξιολόγηση όλου του παρελθόντος μου. Γιατί, όταν ρωτάς τον εαυτό σου «Αν πρέπει να πεθάνεις, για τι πράγμα πεθαίνεις;», ξαφνικά υψώνεται μπροστά σου με απρόσμενη ένταση το απόλυτο μαύρο κενό. Δεν υπήρχε τίποτε για το οποίο να πεθάνει κανείς, αν ήθελε να πεθάνει αμετανόητος». Εκτελέστηκε δια τουφεκισμού στις 15 Μαρτίου 1938.
Πηγή
Tromaktiko
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ