2012-06-02 09:15:55
Οι πολιτικές ηγεσίες της χώρας πρέπει να διακρίνουν καθαρά το τι σημαίνει μια ενδεχόμενη γεωπολιτική μετατόπιση της Ελλάδας και να την αποφύγουν πάση θυσία, είτε προς τη μία, είτε προς την άλλη κατεύθυνση - Η Ελλάδα πρέπει να μείνει στη Δύση.
Το δόγμα «Ανήκωμεν εις τη Δύση», το οποίο κατά το δεύτερο μισό του εικοστού αιώνα εξέφρασε και υπηρέτησε ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, έχει στην Ελλάδα πολύ βαθιές ρίζες. Ρίζες που όποτε επιχειρήθηκε να ξεριζωθούν, η χώρα γνώρισε την καταστροφή. Κατά τον 20ο αιώνα, τέτοιες «απόπειρες» υπήρξαν ουκ ολίγες και έγιναν σε δύο κατευθύνσεις: είτε προς τη Γερμανία, είτε προς τη Ρωσία. Και όλες κατέληξαν τραγικά για την Ελλάδα.
Το 1915 ο δυτικός προσανατολισμός που είχε δώσει στην Ελλάδα ο Ελευθέριος Βενιζέλος και την είχε έτσι διπλασιάσει με τους Βαλκανικούς Πολέμους του 1912 – '13 στο πλευρό της Αγγλίας και της Γαλλίας, αμφισβητήθηκε από το Παλάτι με την ουδετερότητα που επιθυμούσε ο θρόνος για τη χώρα, κάτι που ουσιαστικά ισοδυναμούσε με πρόσδεσή της στις Κεντρικές Αυτοκρατορίες, στο Βερολίνο. Το αποτέλεσμα, ήταν ο Εθνικός Διχασμός.
Τελικά, ο Βενιζέλος κατάφερε, αν και με τεράστιο εσωτερικό κόστος να κρατήσει τη χώρα στη Δύση και έτσι βρέθηκε η Ελλάδα στο τραπέζι των νικητών του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου και από εκεί στη Μικρά Ασία και στη Συνθήκη των Σεβρών. Η πτώση όμως του Βενιζέλου το 1920, οδήγησε εκ νέου στην αμφισβήτηση, με άλλο τρόπο αυτή τη φορά, της δυτικής ένταξης της Ελλάδας: η απόφαση των διαδόχων του να επιχειρήσουν ερήμην και εναντίον των συμφερόντων των δυτικών συμμάχων της χώρας να προελάσει ο ελληνικός στρατός μόνος στο βάθος της καταρρέουσας Οθωμανικής Αυτοκρατορίας κατέληξε στη Μικρασιατική Καταστροφή, η οποία πριν εξελιχθεί και σε στρατιωτική, πρώτα υπήρξε κατά κράτος διπλωματική ήττα της Ελλάδας. Η επιστροφή του Βενιζέλου ως εθνικού διαπραγματευτή στη Συνθήκη της Λωζάνης και η επανασύνδεση με τη Δύση, οδήγησε στην «Εντιμο ειρήνη».
Το 1944, και, ιδίως από τον Μάρτιο του 1946, επιχειρήθηκε εκ νέου η γεωπολιτική μετατόπιση της Ελλάδας προς τη Ρωσία, τότε Σοβιετική Ενωση. Το αποτέλεσμα ήταν και πάλι καταστροφικό: ήταν ο Εμφύλιος Πόλεμος, δηλαδή, ουσιαστικά, η νέα εκδοχή του Διχασμού του 1915. Η Σοβιετική Ενωση δεν ήταν παρούσα: άφησε τον Εμφύλιο να εξελιχθεί ενώ είχε ήδη με τη μυστική, τότε, Συμφωνία της Γιάλτας, πρώτα ήδη αποσυρθεί από την Ελλάδα, κρατώντας στη σφαίρα επιρροής της την Πολωνία.
Το 1973, ο δικτάτορας Παπαδόπουλος αμφισβήτησε και πάλι ενεργά τη θέση της Ελλάδας στη Δύση: πήρε ουσιαστικά θέση υπέρ της Αιγύπτου στον πόλεμο του Γιομ Κιπούρ στη Μέση Ανατολή, την ώρα που η Σοβιετική Ενωση και οι ΗΠΑ έφταναν στο «παρά πέντε» μιας παγκόσμιας σύγκρουσης, υποστηρίζοντας ενεργά η Μόσχα την Αίγυπτο και η Ουάσιγκτον το Ισραήλ. Ο Παπαδόπουλος δεν επέτρεψε στα αμερικανικά αεροσκάφη να μετασταθμεύσουν στη Σούδα για ανεφοδιασμό όταν πήγαιναν στο Ισραήλ. Λίγο καιρό μετά, η εξάχρονη τυραννία του κατέρρεε μετά την εξέγερση του Πολυτεχνείου. Στα τέλη του 73, η Ελλάδα είχε και πάλι εγκαταλείψει τη Δύση και είχε συνταχθεί, ουσιαστικά, μέσα από την έμμεση βοήθειά της στην Αίγυπτο, με τη Σοβιετική Ένωση, η οποία ετοιμαζόταν εκείνη τη στιγμή, να στείλει πυρηνικούς πυραύλους στη Συρία. Το καλοκαίρι του 1974, έπειτα από το πραξικόπημα κατά του Μακαρίου, η Κύπρος ήταν εκείνη που πλήρωνε τελικά με εθνική καταστροφή αυτή τη γεωπολιτική μετατόπιση. Η Ουάσιγκτον κάθε άλλο παρά σταματούσε πια την εισβολή των Τούρκων μετά την εθνική προδοσία Ιωαννίδη, όπως είχε κάνει ακριβώς δέκα χρόνια πριν, το 1964. Και η Μόσχα; Παρά την υποστήριξη, ουσιαστικά, της Ελλάδας στην Αίγυπτο το 1973, αλλά και παρά την εξωτερική πολιτική του Μακαρίου και τη θερμή ρητορική της Μόσχας προς την Κύπρο, η Σοβιετική Ενωση, και πάλι δεν ήταν παρούσα κατά την εισβολή του Αττίλα. Λόγια ειπώθηκαν πολλά, αλλά, σκάφος της δεν εθεάθη να πλέει ανάμεσα στην Κύπρο και την Τουρκία την ώρα της απόβασης… Επιπλέον, η Τουρκία, επί πολλά χρόνια κέρδισε πολλά από την αποστασιοποίηση εκείνη της Ελλάδας από τις ΗΠΑ.
Σήμερα, η Ελλάδα απειλείται και πάλι από το ενδεχόμενο γεωπολιτικής μετατόπισης. Όμως, τώρα, συμβαίνει κάτι ουσιωδώς διαφορετικό και ακόμα πιο επικίνδυνο: η γερμανική κυριαρχία που της επιχειρείται να επιβληθεί στην Ελλάδα όλο αυτό το διάστημα μέσα από την κρίση χρέους, δεν έχει ισχυρό αντίπαλο δέος που θα κρατήσει τη χώρα στη Δύση – κι όχι στη Γερμανική σφαίρα που επιχειρεί να απλωθεί στο ευρωπαϊκό «εσωτερικό» του δυτικού κόσμου προκαλώντας βαθύτατα ρήγματα που εδώ δοκιμάζονται. Αντίθετα, το αντίπαλο δέος προς τη γερμανική ηγεμονία, εμφανίζεται να είναι τείνει προς τη Μόσχα. Μιλώντας την Παρασκευή στην ιταλική εφημερίδα Κοριέρε ντε λα σέρα, ο πρώην υπουργός Εξωτερικών της Γερμανίας Γιόσκα Φίσερ είπε ότι η πολιτική της Γερμανίας στην Ελλάδα είναι εντελώς λανθασμένη, καθώς τη στρέφει άμεσα προς τη Ρωσία: εκεί θα αναζητήσει η Ελλάδα, αναφέρει, τη διέξοδο επιβίωσης μετά από ενδεχόμενη έξοδο από το ευρώ. Αυτό, ουσιαστικά, σε μεγάλο βαθμό λέει και ο ΣΥΡΙΖΑ στο πρόγραμμα εξωτερικής και αμυντικής πολιτικής που παρουσίασε την Παρασκευή.
Αυτό, είναι κάτι πρωτοφανές, καθώς, συνδυάζει όλα τα παραπάνω: στην ουσία, Γερμανία και Ρωσία, επιχειρούν σήμερα να καταστούν οι δύο κύριοι γεωπολιτικοί «παίκτες» στη χώρα. Η πρώτη μέσα από την κρίση χρέους και η δεύτερη ως προβαλλόμενη διέξοδος αλλά και, ως ένα βαθμό, μέσω των ενεργειακών πόρων. Είναι περίπου «μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα» Η θέση της Ελλάδας στη Δύση, με την έννοια που αυτή είχε για τον Ελευθέριο Βενιζέλο των Βαλκανικών Πολέμων, που τότε εκφραζόταν από την Αγγλία και τη Γαλλία και σήμερα από τις ΗΠΑ και, όπως όλα δείχνουν, και πάλι σταδιακά από τη Γαλλία, δείχνει να μην απασχολεί κανέναν στη χώρα. Είναι όμως ζωτική, υπαρξιακή ανάγκη για την Ελλάδα, αυτό να το αντιληφθεί και να το αναστρέψει αξιοποιώντας αμέσως τη γεωπολιτική σημασία της για τη Δύση.
Πριν και πάνω από κάθε τι άλλο, η Ελλάδα είναι μια χώρα με τεράστια γεωπολιτική σημασία, την οποία, όποτε αντελήφθη μεγαλούργησε και όποτε την υποτίμησε, ή την έστρεψε σε άλλο δρόμο από τη Δύση, καταστράφηκε. Σήμερα, απειλείται άμεσα πλέον και πάλι από τον ίδιο αυτό κίνδυνο και μάλιστα διπλά: είναι τραγικό, αλλά το βαθύτερο διακύβευμα των εκλογών της 17ης Ιουνίου είναι ακριβώς αυτό: μεταξύ της διαμορφούμενης σφαίρας επιρροής της Γερμανίας από τη μια και, της Ρωσίας στην οποία η χώρα επενδύει πάλι πολλές ελπίδες, που όμως στο παρελθόν πάντοτε διαψεύστηκαν, από την άλλη. Η πραγματική δυτική ένταξη της Ελλάδας, όπως την καθόρισε ο Βενιζέλος στους Βαλκανικούς Πολέμους ακριβώς πριν από εκατό χρόνια, δεν φαίνεται να απασχολεί κανέναν στη χώρα.
Κι αυτό, τη στιγμή που η Μέση Ανατολή και η Βόρειος Αφρική, βρίσκονται εκ νέου σε διαδικασία πλήρους αναδιάταξης και η χώρα έχει ρόλο να διαδραματίσει. Η Ελλάδα ήταν, είναι και θα είναι μια πολύ σημαντική χώρα στο πλαίσιο του δυτικού κόσμου, των θαλάσσιων δυνάμεων, η οποία δεν πρέπει να ξεφύγει από την κληρονομιά του Βενιζέλου και του Καραμανλή – ο οποίος, την εποχή που έχτισε μόνος την Ευρωπαϊκή πολιτική της Ελλάδας, αυτή αφορούσε μια «κοινή» και όχι μια «γερμανική» Ευρώπη όπως τώρα επιχειρείται να διαμορφωθεί.
Οι πολιτικές ηγεσίες της χώρας πρέπει να διακρίνουν καθαρά το τι σημαίνει μια ενδεχόμενη γεωπολιτική μετατόπιση της Ελλάδας και να την αποφύγουν πάση θυσία, είτε προς τη μία, είτε προς την άλλη κατεύθυνση. Η Ελλάδα είναι χώρα κλειδί στο ανατολικό σύνορο του δυτικού κόσμου και πρέπει να παραμείνει στη Δύση. Εκεί βρίσκεται η οντολογική της θέση. Οποτε επιχειρήθηκε, με οποιοδήποτε τρόπο και για οποιοδήποτε λόγο, μια τέτοια μετατόπιση, ερήμην της ή μη, από εξωτερική πίεση ή από εσωτερικές λάθος επιλογές, η εθνική καταστροφή ήταν πάντοτε προδιαγεγραμμένη και αναπόφευκτη. Σήμερα, συνυπάρχουν και η εξωτερική βία, και οι εσωτερικές λάθος γεωπολιτικές επιλογές σε ολόκληρο το πολιτικό και το διπλωματικό φάσμα της χώρας, η οποία οφείλει να ανατρέξει στην ιστορική της μνήμη μήπως έτσι, έστω και την τελευταία στιγμή, αντιληφθεί τον βαθύ πραγματικό κι όχι απλώς τον διά γυμνού οφθαλμού ορατό γκρεμό στον οποίο βαδίζει.
Η Ελλάδα πρέπει να μείνει στη Δύση.
Γ.Π.Μαλούχος / ΒΗΜΑ
I-Reporter
Το δόγμα «Ανήκωμεν εις τη Δύση», το οποίο κατά το δεύτερο μισό του εικοστού αιώνα εξέφρασε και υπηρέτησε ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, έχει στην Ελλάδα πολύ βαθιές ρίζες. Ρίζες που όποτε επιχειρήθηκε να ξεριζωθούν, η χώρα γνώρισε την καταστροφή. Κατά τον 20ο αιώνα, τέτοιες «απόπειρες» υπήρξαν ουκ ολίγες και έγιναν σε δύο κατευθύνσεις: είτε προς τη Γερμανία, είτε προς τη Ρωσία. Και όλες κατέληξαν τραγικά για την Ελλάδα.
Το 1915 ο δυτικός προσανατολισμός που είχε δώσει στην Ελλάδα ο Ελευθέριος Βενιζέλος και την είχε έτσι διπλασιάσει με τους Βαλκανικούς Πολέμους του 1912 – '13 στο πλευρό της Αγγλίας και της Γαλλίας, αμφισβητήθηκε από το Παλάτι με την ουδετερότητα που επιθυμούσε ο θρόνος για τη χώρα, κάτι που ουσιαστικά ισοδυναμούσε με πρόσδεσή της στις Κεντρικές Αυτοκρατορίες, στο Βερολίνο. Το αποτέλεσμα, ήταν ο Εθνικός Διχασμός.
Τελικά, ο Βενιζέλος κατάφερε, αν και με τεράστιο εσωτερικό κόστος να κρατήσει τη χώρα στη Δύση και έτσι βρέθηκε η Ελλάδα στο τραπέζι των νικητών του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου και από εκεί στη Μικρά Ασία και στη Συνθήκη των Σεβρών. Η πτώση όμως του Βενιζέλου το 1920, οδήγησε εκ νέου στην αμφισβήτηση, με άλλο τρόπο αυτή τη φορά, της δυτικής ένταξης της Ελλάδας: η απόφαση των διαδόχων του να επιχειρήσουν ερήμην και εναντίον των συμφερόντων των δυτικών συμμάχων της χώρας να προελάσει ο ελληνικός στρατός μόνος στο βάθος της καταρρέουσας Οθωμανικής Αυτοκρατορίας κατέληξε στη Μικρασιατική Καταστροφή, η οποία πριν εξελιχθεί και σε στρατιωτική, πρώτα υπήρξε κατά κράτος διπλωματική ήττα της Ελλάδας. Η επιστροφή του Βενιζέλου ως εθνικού διαπραγματευτή στη Συνθήκη της Λωζάνης και η επανασύνδεση με τη Δύση, οδήγησε στην «Εντιμο ειρήνη».
Το 1944, και, ιδίως από τον Μάρτιο του 1946, επιχειρήθηκε εκ νέου η γεωπολιτική μετατόπιση της Ελλάδας προς τη Ρωσία, τότε Σοβιετική Ενωση. Το αποτέλεσμα ήταν και πάλι καταστροφικό: ήταν ο Εμφύλιος Πόλεμος, δηλαδή, ουσιαστικά, η νέα εκδοχή του Διχασμού του 1915. Η Σοβιετική Ενωση δεν ήταν παρούσα: άφησε τον Εμφύλιο να εξελιχθεί ενώ είχε ήδη με τη μυστική, τότε, Συμφωνία της Γιάλτας, πρώτα ήδη αποσυρθεί από την Ελλάδα, κρατώντας στη σφαίρα επιρροής της την Πολωνία.
Το 1973, ο δικτάτορας Παπαδόπουλος αμφισβήτησε και πάλι ενεργά τη θέση της Ελλάδας στη Δύση: πήρε ουσιαστικά θέση υπέρ της Αιγύπτου στον πόλεμο του Γιομ Κιπούρ στη Μέση Ανατολή, την ώρα που η Σοβιετική Ενωση και οι ΗΠΑ έφταναν στο «παρά πέντε» μιας παγκόσμιας σύγκρουσης, υποστηρίζοντας ενεργά η Μόσχα την Αίγυπτο και η Ουάσιγκτον το Ισραήλ. Ο Παπαδόπουλος δεν επέτρεψε στα αμερικανικά αεροσκάφη να μετασταθμεύσουν στη Σούδα για ανεφοδιασμό όταν πήγαιναν στο Ισραήλ. Λίγο καιρό μετά, η εξάχρονη τυραννία του κατέρρεε μετά την εξέγερση του Πολυτεχνείου. Στα τέλη του 73, η Ελλάδα είχε και πάλι εγκαταλείψει τη Δύση και είχε συνταχθεί, ουσιαστικά, μέσα από την έμμεση βοήθειά της στην Αίγυπτο, με τη Σοβιετική Ένωση, η οποία ετοιμαζόταν εκείνη τη στιγμή, να στείλει πυρηνικούς πυραύλους στη Συρία. Το καλοκαίρι του 1974, έπειτα από το πραξικόπημα κατά του Μακαρίου, η Κύπρος ήταν εκείνη που πλήρωνε τελικά με εθνική καταστροφή αυτή τη γεωπολιτική μετατόπιση. Η Ουάσιγκτον κάθε άλλο παρά σταματούσε πια την εισβολή των Τούρκων μετά την εθνική προδοσία Ιωαννίδη, όπως είχε κάνει ακριβώς δέκα χρόνια πριν, το 1964. Και η Μόσχα; Παρά την υποστήριξη, ουσιαστικά, της Ελλάδας στην Αίγυπτο το 1973, αλλά και παρά την εξωτερική πολιτική του Μακαρίου και τη θερμή ρητορική της Μόσχας προς την Κύπρο, η Σοβιετική Ενωση, και πάλι δεν ήταν παρούσα κατά την εισβολή του Αττίλα. Λόγια ειπώθηκαν πολλά, αλλά, σκάφος της δεν εθεάθη να πλέει ανάμεσα στην Κύπρο και την Τουρκία την ώρα της απόβασης… Επιπλέον, η Τουρκία, επί πολλά χρόνια κέρδισε πολλά από την αποστασιοποίηση εκείνη της Ελλάδας από τις ΗΠΑ.
Σήμερα, η Ελλάδα απειλείται και πάλι από το ενδεχόμενο γεωπολιτικής μετατόπισης. Όμως, τώρα, συμβαίνει κάτι ουσιωδώς διαφορετικό και ακόμα πιο επικίνδυνο: η γερμανική κυριαρχία που της επιχειρείται να επιβληθεί στην Ελλάδα όλο αυτό το διάστημα μέσα από την κρίση χρέους, δεν έχει ισχυρό αντίπαλο δέος που θα κρατήσει τη χώρα στη Δύση – κι όχι στη Γερμανική σφαίρα που επιχειρεί να απλωθεί στο ευρωπαϊκό «εσωτερικό» του δυτικού κόσμου προκαλώντας βαθύτατα ρήγματα που εδώ δοκιμάζονται. Αντίθετα, το αντίπαλο δέος προς τη γερμανική ηγεμονία, εμφανίζεται να είναι τείνει προς τη Μόσχα. Μιλώντας την Παρασκευή στην ιταλική εφημερίδα Κοριέρε ντε λα σέρα, ο πρώην υπουργός Εξωτερικών της Γερμανίας Γιόσκα Φίσερ είπε ότι η πολιτική της Γερμανίας στην Ελλάδα είναι εντελώς λανθασμένη, καθώς τη στρέφει άμεσα προς τη Ρωσία: εκεί θα αναζητήσει η Ελλάδα, αναφέρει, τη διέξοδο επιβίωσης μετά από ενδεχόμενη έξοδο από το ευρώ. Αυτό, ουσιαστικά, σε μεγάλο βαθμό λέει και ο ΣΥΡΙΖΑ στο πρόγραμμα εξωτερικής και αμυντικής πολιτικής που παρουσίασε την Παρασκευή.
Αυτό, είναι κάτι πρωτοφανές, καθώς, συνδυάζει όλα τα παραπάνω: στην ουσία, Γερμανία και Ρωσία, επιχειρούν σήμερα να καταστούν οι δύο κύριοι γεωπολιτικοί «παίκτες» στη χώρα. Η πρώτη μέσα από την κρίση χρέους και η δεύτερη ως προβαλλόμενη διέξοδος αλλά και, ως ένα βαθμό, μέσω των ενεργειακών πόρων. Είναι περίπου «μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα» Η θέση της Ελλάδας στη Δύση, με την έννοια που αυτή είχε για τον Ελευθέριο Βενιζέλο των Βαλκανικών Πολέμων, που τότε εκφραζόταν από την Αγγλία και τη Γαλλία και σήμερα από τις ΗΠΑ και, όπως όλα δείχνουν, και πάλι σταδιακά από τη Γαλλία, δείχνει να μην απασχολεί κανέναν στη χώρα. Είναι όμως ζωτική, υπαρξιακή ανάγκη για την Ελλάδα, αυτό να το αντιληφθεί και να το αναστρέψει αξιοποιώντας αμέσως τη γεωπολιτική σημασία της για τη Δύση.
Πριν και πάνω από κάθε τι άλλο, η Ελλάδα είναι μια χώρα με τεράστια γεωπολιτική σημασία, την οποία, όποτε αντελήφθη μεγαλούργησε και όποτε την υποτίμησε, ή την έστρεψε σε άλλο δρόμο από τη Δύση, καταστράφηκε. Σήμερα, απειλείται άμεσα πλέον και πάλι από τον ίδιο αυτό κίνδυνο και μάλιστα διπλά: είναι τραγικό, αλλά το βαθύτερο διακύβευμα των εκλογών της 17ης Ιουνίου είναι ακριβώς αυτό: μεταξύ της διαμορφούμενης σφαίρας επιρροής της Γερμανίας από τη μια και, της Ρωσίας στην οποία η χώρα επενδύει πάλι πολλές ελπίδες, που όμως στο παρελθόν πάντοτε διαψεύστηκαν, από την άλλη. Η πραγματική δυτική ένταξη της Ελλάδας, όπως την καθόρισε ο Βενιζέλος στους Βαλκανικούς Πολέμους ακριβώς πριν από εκατό χρόνια, δεν φαίνεται να απασχολεί κανέναν στη χώρα.
Κι αυτό, τη στιγμή που η Μέση Ανατολή και η Βόρειος Αφρική, βρίσκονται εκ νέου σε διαδικασία πλήρους αναδιάταξης και η χώρα έχει ρόλο να διαδραματίσει. Η Ελλάδα ήταν, είναι και θα είναι μια πολύ σημαντική χώρα στο πλαίσιο του δυτικού κόσμου, των θαλάσσιων δυνάμεων, η οποία δεν πρέπει να ξεφύγει από την κληρονομιά του Βενιζέλου και του Καραμανλή – ο οποίος, την εποχή που έχτισε μόνος την Ευρωπαϊκή πολιτική της Ελλάδας, αυτή αφορούσε μια «κοινή» και όχι μια «γερμανική» Ευρώπη όπως τώρα επιχειρείται να διαμορφωθεί.
Οι πολιτικές ηγεσίες της χώρας πρέπει να διακρίνουν καθαρά το τι σημαίνει μια ενδεχόμενη γεωπολιτική μετατόπιση της Ελλάδας και να την αποφύγουν πάση θυσία, είτε προς τη μία, είτε προς την άλλη κατεύθυνση. Η Ελλάδα είναι χώρα κλειδί στο ανατολικό σύνορο του δυτικού κόσμου και πρέπει να παραμείνει στη Δύση. Εκεί βρίσκεται η οντολογική της θέση. Οποτε επιχειρήθηκε, με οποιοδήποτε τρόπο και για οποιοδήποτε λόγο, μια τέτοια μετατόπιση, ερήμην της ή μη, από εξωτερική πίεση ή από εσωτερικές λάθος επιλογές, η εθνική καταστροφή ήταν πάντοτε προδιαγεγραμμένη και αναπόφευκτη. Σήμερα, συνυπάρχουν και η εξωτερική βία, και οι εσωτερικές λάθος γεωπολιτικές επιλογές σε ολόκληρο το πολιτικό και το διπλωματικό φάσμα της χώρας, η οποία οφείλει να ανατρέξει στην ιστορική της μνήμη μήπως έτσι, έστω και την τελευταία στιγμή, αντιληφθεί τον βαθύ πραγματικό κι όχι απλώς τον διά γυμνού οφθαλμού ορατό γκρεμό στον οποίο βαδίζει.
Η Ελλάδα πρέπει να μείνει στη Δύση.
Γ.Π.Μαλούχος / ΒΗΜΑ
I-Reporter
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΕΠΟΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Απολογία Ομπάμα... για την άνοδο της ανεργίας
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ