2018-06-01 08:52:24
Στη Σκωτία και στο απομακρυσμένο αρχιπέλαγος των Εβρίδων, βρίσκεται ένα νησί, στο οποίο ζούσε... μια μικρή κοινότητα εδώ και 4.000 χρόνια!
Οι κάτοικοι του Σεντ Κίλντα (St Kilda), που βρίσκεται στο νησιωτικό σύμπλεγμα Χίρτα (Hirta), έζησαν μια περιπετειώδη ζωή, μέχρι που αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τον τόπο τους, κυρίως λόγω έλλειψης ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης.
Το νησί, που είναι το μεγαλύτερο από τα Hirta, απέχει 64 χιλιόμετρα από τη δυτική ακτή της ηπειρωτικής Σκωτίας. Είναι γεμάτο από πέτρες γρανίτη και πανύψηλους βράχους, που χτυπιούνται από τους ανέμους στον βόρειο Ατλαντικό. Ο άνεμος είναι τόσο ισχυρός, ώστε δεν μπορούν να αναπτυχθούν δέντρα.
Σε αυτό το εχθρικό κλίμα για τους ανθρώπους, μια μικρή κοινότητα επιβίωνε, καταναλώνοντας θαλασσοπούλια και τα αυγά τους. Το St Kilda κατοικήθηκε συνεχώς για περίπου 4.000 χρόνια. Ο μοναδικός οικισμός του, το Μπέι Βίλατζ (Bay Village), βρισκόταν σε περιοχή χαμηλού υψομέτρου, για να προστατεύεται από τους ανέμους.
Το ανεμοδαρμένο νησί δεν ήταν κατάλληλο για τη γεωργία. Οι νησιώτες καλλιεργούσαν μικρή ποσότητα κριθαριού, βρώμης και πατάτες, αλλά οι ισχυροί άνεμοι και το αλμυρό νερό, συχνά κατέστρεφε τις καλλιέργειες αυτές.
Η θάλασσα ήταν πολύ άγρια για ψάρεμα, έτσι οι νησιώτες δεν μπορούσαν να φάνε ψάρια. Το αγαπημένο τους φαγητό ήταν τα θαλασσοπούλια, τα οποία υπήρχαν σε αφθονία και μεγάλη ποικιλία, στο νησί.
Για να πιάσουν αυτά τα πουλιά οι κάτοικοι είχαν αναπτύξει ιδιαίτερη τεχνική, σκαρφαλώνοντας σε απόκρημνα βράχια με σχοινιά, και συλλέγοντας τα μικρά θαλασσοπούλια και τα αυγά από τις φωλιές.
Τίποτα, από αυτά δεν πήγαινε χαμένο. Τα φτερά χρησιμοποιούνταν για μαξιλάρια και κλινοσκεπάσματα, το δέρμα του για να κάνουν τα παπούτσια, ακόμα και το λίπος τους ως καύσιμο.
Από τα μέσα του 19ου αιώνα, οι κάτοικοι άρχισαν να δέχονται τουρίστες και οι ίδιοι ταξίδευαν στο εξωτερικό. Η αυξανόμενη επαφή με τον έξω κόσμο τους έκανε να γνωρίσουν ένα διαφορετικό τρόπο ζωής, και τις δικές τους ανεπάρκειες στο νησί.
Οι κάτοικοι άρχισαν να εισάγουν τρόφιμα, καύσιμα και οικοδομικά υλικά σε μια προσπάθεια να βελτιώσουν τη ζωή τους, και σταδιακά έγιναν εξαρτημένοι από αυτές τις προμήθειες.
Κατά τη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, η παρουσία του Βασιλικού Ναυτικού στο νησί, βελτίωσε την επικοινωνία με την ηπειρωτική χώρα. Για πρώτη φορά στην ιστορία, υπήρχαν τακτικές παραδόσεις αλληλογραφίας και των τροφίμων.
Όταν αποσύρθηκαν αυτές οι υπηρεσίες, στο τέλος του πολέμου, το συναίσθημα της απομόνωσης αυξήθηκε. Οι ελλείψεις τροφίμων έγιναν πιο έντονες και πιο συχνές. Επίσης, δεν υπήρχε καθόλου ιατρική φροντίδα.
Το τελικό χτύπημα ήρθε με το θάνατο μιας νεαρής γυναίκας από σκωληκοειδίτιδα, τον Ιανουάριο του 1930. Μετά από αυτό το περιστατικό, οι κάτοικοι αποφάσισαν να φύγουν από το νησί τους, στέλνοντας σχετική αναφορά στην κυβέρνηση.
Στις 29 Αυγούστου, το 1930, οι τριάντα έξι κάτοικοι του St Kilda έφυγαν και εγκαταστάθηκαν στην ηπειρωτική χώρα, ενώ το 1986, το νησί έγινε Μνημείο Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς της UNESCO. Σήμερα το νησάκι είναι ένας δημοφιλής τουριστικός προορισμός.
Πηγή
Tromaktiko
Οι κάτοικοι του Σεντ Κίλντα (St Kilda), που βρίσκεται στο νησιωτικό σύμπλεγμα Χίρτα (Hirta), έζησαν μια περιπετειώδη ζωή, μέχρι που αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τον τόπο τους, κυρίως λόγω έλλειψης ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης.
Το νησί, που είναι το μεγαλύτερο από τα Hirta, απέχει 64 χιλιόμετρα από τη δυτική ακτή της ηπειρωτικής Σκωτίας. Είναι γεμάτο από πέτρες γρανίτη και πανύψηλους βράχους, που χτυπιούνται από τους ανέμους στον βόρειο Ατλαντικό. Ο άνεμος είναι τόσο ισχυρός, ώστε δεν μπορούν να αναπτυχθούν δέντρα.
Σε αυτό το εχθρικό κλίμα για τους ανθρώπους, μια μικρή κοινότητα επιβίωνε, καταναλώνοντας θαλασσοπούλια και τα αυγά τους. Το St Kilda κατοικήθηκε συνεχώς για περίπου 4.000 χρόνια. Ο μοναδικός οικισμός του, το Μπέι Βίλατζ (Bay Village), βρισκόταν σε περιοχή χαμηλού υψομέτρου, για να προστατεύεται από τους ανέμους.
Το ανεμοδαρμένο νησί δεν ήταν κατάλληλο για τη γεωργία. Οι νησιώτες καλλιεργούσαν μικρή ποσότητα κριθαριού, βρώμης και πατάτες, αλλά οι ισχυροί άνεμοι και το αλμυρό νερό, συχνά κατέστρεφε τις καλλιέργειες αυτές.
Η θάλασσα ήταν πολύ άγρια για ψάρεμα, έτσι οι νησιώτες δεν μπορούσαν να φάνε ψάρια. Το αγαπημένο τους φαγητό ήταν τα θαλασσοπούλια, τα οποία υπήρχαν σε αφθονία και μεγάλη ποικιλία, στο νησί.
Για να πιάσουν αυτά τα πουλιά οι κάτοικοι είχαν αναπτύξει ιδιαίτερη τεχνική, σκαρφαλώνοντας σε απόκρημνα βράχια με σχοινιά, και συλλέγοντας τα μικρά θαλασσοπούλια και τα αυγά από τις φωλιές.
Τίποτα, από αυτά δεν πήγαινε χαμένο. Τα φτερά χρησιμοποιούνταν για μαξιλάρια και κλινοσκεπάσματα, το δέρμα του για να κάνουν τα παπούτσια, ακόμα και το λίπος τους ως καύσιμο.
Από τα μέσα του 19ου αιώνα, οι κάτοικοι άρχισαν να δέχονται τουρίστες και οι ίδιοι ταξίδευαν στο εξωτερικό. Η αυξανόμενη επαφή με τον έξω κόσμο τους έκανε να γνωρίσουν ένα διαφορετικό τρόπο ζωής, και τις δικές τους ανεπάρκειες στο νησί.
Οι κάτοικοι άρχισαν να εισάγουν τρόφιμα, καύσιμα και οικοδομικά υλικά σε μια προσπάθεια να βελτιώσουν τη ζωή τους, και σταδιακά έγιναν εξαρτημένοι από αυτές τις προμήθειες.
Κατά τη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, η παρουσία του Βασιλικού Ναυτικού στο νησί, βελτίωσε την επικοινωνία με την ηπειρωτική χώρα. Για πρώτη φορά στην ιστορία, υπήρχαν τακτικές παραδόσεις αλληλογραφίας και των τροφίμων.
Όταν αποσύρθηκαν αυτές οι υπηρεσίες, στο τέλος του πολέμου, το συναίσθημα της απομόνωσης αυξήθηκε. Οι ελλείψεις τροφίμων έγιναν πιο έντονες και πιο συχνές. Επίσης, δεν υπήρχε καθόλου ιατρική φροντίδα.
Το τελικό χτύπημα ήρθε με το θάνατο μιας νεαρής γυναίκας από σκωληκοειδίτιδα, τον Ιανουάριο του 1930. Μετά από αυτό το περιστατικό, οι κάτοικοι αποφάσισαν να φύγουν από το νησί τους, στέλνοντας σχετική αναφορά στην κυβέρνηση.
Στις 29 Αυγούστου, το 1930, οι τριάντα έξι κάτοικοι του St Kilda έφυγαν και εγκαταστάθηκαν στην ηπειρωτική χώρα, ενώ το 1986, το νησί έγινε Μνημείο Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς της UNESCO. Σήμερα το νησάκι είναι ένας δημοφιλής τουριστικός προορισμός.
Πηγή
Tromaktiko
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ