2018-06-05 21:19:18
Η βιταμίνη D ανήκει στην κατηγορία των λιποδιαλυτών βιταμινών και αποτελείται από ένα σύνολο διαφορετικών μορφών, με κυριότερες τις βιταμίνες D2 και D3.
Η βιταμίνη D είναι γνωστή για το ρόλο της στο σχηματισμό των οστών αφού βοηθά στην καλύτερη απορρόφηση ασβεστίου, αλλά και για τα πολλαπλά της οφέλη με δεδομένο ότι συμβάλλει στον έλεγχο της φυσιολογικής ανάπτυξης των κυττάρων του ανοσοποιητικού.
Η βιταμίνη D ασκεί σημαντική δράση σε σχεδόν όλα αυτά τα κύτταρα. Κύτταρα που ελέγχουν την παραγωγή αντισωμάτων όπως τα δενδριτικά, μακροφάγα και τα Β και Τ κύτταρα, εκφράζονται μέσω του υποδοχέα της βιταμίνης D.
Είναι γνωστό ότι διακρίνονται δύο βασικές κατηγορίες ανοσίας, η επίκτητη και η φυσική.
Όσον αφορά στην επίκτητη, η δραστική μορφή της βιταμίνης D, η 1,25-διυδροξυβιταμίνη D3, αποτελεί έναν αναστολέα ωρίμανσης των δενδριτικών κυττάρων και με τον τρόπο αυτό λειτουργεί ως εκλεκτικός ρυθμιστής της επίκτητης ανοσίας. Εργαστηριακές (Ιn vitro) μελέτες δείχνουν ότι η 1,25-διυδροξυβιταμίνη D3 εμποδίζει τη διαφοροποίηση των μονοκυττάρων σε δενδριτικά κύτταρα (Berer et al. 2000).
Επιπλέον, Ιn vivo (στη φύση) πειράματα δείχνουν ότι η 1,25-διυδροξυβιταμίνη D3 προκαλεί αναστολή της αντιγονοπαρουσιαστικής δράσης των δενδριτικών κυττάρων (Canning et al. 2001), παρεμποδίζει την παραγωγή της IL-12 και ευνοεί την παραγωγή της IL-10 (Penna και Adorini 2000). Η παραγωγή της IL-12 ενισχύει την ανάπτυξη των προ-φλεγμονωδών Th-1, ενώ η IL-10 την ανάπτυξη κυττάρων των αντιρροπιστικών αντιφλεγμονωδών Th-2. Έτσι, έμμεσα η 1,25-διυδροξυβιταμίνη D3, με τη ρύθμιση της λειτουργίας των δενδριτικών κυττάρων, ρυθμίζει τις αυτοάνοσες απαντήσεις.
Ως εκ τούτου, η ανεπάρκεια βιταμίνης D μπορεί να αυξήσει τον κίνδυνο αυτοάνοσων ασθενειών, και αυτό έχει αναφερθεί σε ζωικά μοντέλα.
Όσον αφορά τη φυσική ανοσία, η βιταμίνη D ενεργοποιεί το εγγενές ανοσοποιητικό σύστημα, ιδιαίτερα τα μονοκύτταρα και μακροφάγα. Οι βακτηριακές λοιμώξεις προκαλούν την έκφραση του υποδοχέα της βιταμίνης και της 1α-υδροξυλάσης, με αποτέλεσμα μετά από 48 ώρες να αυξάνεται η παραγωγή πολλών φυσικών ουσιών άμυνας (μονοκύτταρα), ικανές να μειώσουν την ενδοκυτταρική επιβίωση των μυκοβακτηριδίων. Ως εκ τούτου, δεν είναι απροσδόκητο ότι η έλλειψη βιταμίνης D συνδέεται ιστορικά με τις μολύνσεις.
Για παράδειγμα, υπάρχει μια σχέση μεταξύ της ανεπάρκειας βιταμίνης D και της φυματίωσης, καθώς και μια καταγεγραμμένη ευεργετική επίδραση της έκθεσης σε UVB ακτινοβολία των ασθενών αυτών πριν η θεραπεία με αντιβιοτικά καταστεί διαθέσιμη.
Όπως είναι φανερό, η βιταμίνη D διαθέτει αναμφισβήτητες ανοσορρυθμιστικές ιδιότητες.
Μέσω των ρυθμιστικών CD4+ Τ κυττάρων συνεισφέρει στην ισόρροπη ανάπτυξη των Th-1 και Th-2 βοηθητικών κυττάρων και επομένως στην ομαλή έκφραση των λεμφοκυττάρων του ανοσοποιητικού συστήματος.
Όπως διαπιστώνετε κι εσείς με τη βοήθεια του παρακάτω σχήματος, το καθαρό αποτέλεσμα για το ανοσιακό σύστημα που αναπτύσσεται σε περιβάλλον όπου υπάρχει περιορισμένη διαθεσιμότητα βιταμίνης D, είναι η αύξηση του αριθμού των προ-φλεγμονωδών Τh1 κύτταρων (Cantorna & Mahon 2004).
Αντίθετα, η επάρκεια της 1,25-διυδροξυβιταμίνης D3 (η ορμονική μορφή της βιταμίνης D) οδηγεί σε αριθμητικά λιγότερα και λιγότερο ενεργά Th-1 κύτταρα και ταυτόχρονα στην αντισταθμιστική ομοιογενή ανάπτυξη των αντιφλεγμονωδών Th-2 βοηθητικών κυττάρων, με επακόλουθο τη φυσιολογική λειτουργία των Τ-Κυττάρων.
Σχήμα: Η συμβολή της βιταμίνης D στην έκφραση των Th-1 και Th-2 βοηθητικών κυττάρων (Cantorna & Mahon 2004). Είναι φανερά τα αποτελέσματα της βιταμίνης D στην ανάπτυξη και τη λειτουργία των Τ κύτταρων. Ελλείψει επαρκούς ποσότητας βιταμίνης D, ευνοείται η ανάπτυξη των «αυτoκαταστροφικών» Th-1 κυττάρων και η αυτοανοσία. Η επάρκεια βιταμίνης D ρυθμίζει την έκφραση των βοηθητικών Τ κυττάρων, αναστέλλοντας την ανάπτυξη των Th-1 και προκαλώντας αύξηση των Th-2.
Οι εκτεταμένες διεθνείς έρευνες που αφορούν το ρόλο της βιταμίνης D στην ανοσοπαθολογία έχουν δείξει ότι υποδοχείς της βιταμίνης D (VDRs) έχουν εντοπιστεί (πέρα από τους ιστούς που συμβάλλουν στην ομοιοστασία του ασβεστίου) σε μια ποικιλία ομάδων κυττάρων που συμμετέχουν κυρίως στην ανοσορρύθμιση, π.χ. μονοκύτταρα, δενδριτικά κύτταρα, κύτταρα που παρουσιάζουν τα αντιγόνα, ενεργοποιημένα Β λεμφοκύτταρα και CD4+ T-λεμφοκύτταρα. Περίπου 3% του γονιδιώματος στον άνθρωπο βρίσκεται υπό τον έλεγχο της 1,25-διυδροξυβιταμίνης D3.
Συμπερασματικά, η βιταμίνη D λειτουργώντας ως εκλεκτικός ρυθμιστής της έκφρασης των κυττάρων του ανοσοποιητικού συστήματος, μπορεί να περιορίζει τον κίνδυνο εκδήλωσης αυτοάνοσων νοσημάτων, όπως του διαβήτη τύπου 1, της σκλήρυνσης κατά πλάκας, της ρευματοειδούς αρθρίτιδας και πολλών άλλων (Holick 2007). Υπάρχουν επίσης ενδείξεις ότι η βιταμίνη D μπορεί να μειώνει τον κίνδυνο και για διάφορες μορφές καρκίνου.
Πηγή Tromaktiko
Η βιταμίνη D είναι γνωστή για το ρόλο της στο σχηματισμό των οστών αφού βοηθά στην καλύτερη απορρόφηση ασβεστίου, αλλά και για τα πολλαπλά της οφέλη με δεδομένο ότι συμβάλλει στον έλεγχο της φυσιολογικής ανάπτυξης των κυττάρων του ανοσοποιητικού.
Η βιταμίνη D ασκεί σημαντική δράση σε σχεδόν όλα αυτά τα κύτταρα. Κύτταρα που ελέγχουν την παραγωγή αντισωμάτων όπως τα δενδριτικά, μακροφάγα και τα Β και Τ κύτταρα, εκφράζονται μέσω του υποδοχέα της βιταμίνης D.
Είναι γνωστό ότι διακρίνονται δύο βασικές κατηγορίες ανοσίας, η επίκτητη και η φυσική.
Όσον αφορά στην επίκτητη, η δραστική μορφή της βιταμίνης D, η 1,25-διυδροξυβιταμίνη D3, αποτελεί έναν αναστολέα ωρίμανσης των δενδριτικών κυττάρων και με τον τρόπο αυτό λειτουργεί ως εκλεκτικός ρυθμιστής της επίκτητης ανοσίας. Εργαστηριακές (Ιn vitro) μελέτες δείχνουν ότι η 1,25-διυδροξυβιταμίνη D3 εμποδίζει τη διαφοροποίηση των μονοκυττάρων σε δενδριτικά κύτταρα (Berer et al. 2000).
Επιπλέον, Ιn vivo (στη φύση) πειράματα δείχνουν ότι η 1,25-διυδροξυβιταμίνη D3 προκαλεί αναστολή της αντιγονοπαρουσιαστικής δράσης των δενδριτικών κυττάρων (Canning et al. 2001), παρεμποδίζει την παραγωγή της IL-12 και ευνοεί την παραγωγή της IL-10 (Penna και Adorini 2000). Η παραγωγή της IL-12 ενισχύει την ανάπτυξη των προ-φλεγμονωδών Th-1, ενώ η IL-10 την ανάπτυξη κυττάρων των αντιρροπιστικών αντιφλεγμονωδών Th-2. Έτσι, έμμεσα η 1,25-διυδροξυβιταμίνη D3, με τη ρύθμιση της λειτουργίας των δενδριτικών κυττάρων, ρυθμίζει τις αυτοάνοσες απαντήσεις.
Ως εκ τούτου, η ανεπάρκεια βιταμίνης D μπορεί να αυξήσει τον κίνδυνο αυτοάνοσων ασθενειών, και αυτό έχει αναφερθεί σε ζωικά μοντέλα.
Όσον αφορά τη φυσική ανοσία, η βιταμίνη D ενεργοποιεί το εγγενές ανοσοποιητικό σύστημα, ιδιαίτερα τα μονοκύτταρα και μακροφάγα. Οι βακτηριακές λοιμώξεις προκαλούν την έκφραση του υποδοχέα της βιταμίνης και της 1α-υδροξυλάσης, με αποτέλεσμα μετά από 48 ώρες να αυξάνεται η παραγωγή πολλών φυσικών ουσιών άμυνας (μονοκύτταρα), ικανές να μειώσουν την ενδοκυτταρική επιβίωση των μυκοβακτηριδίων. Ως εκ τούτου, δεν είναι απροσδόκητο ότι η έλλειψη βιταμίνης D συνδέεται ιστορικά με τις μολύνσεις.
Για παράδειγμα, υπάρχει μια σχέση μεταξύ της ανεπάρκειας βιταμίνης D και της φυματίωσης, καθώς και μια καταγεγραμμένη ευεργετική επίδραση της έκθεσης σε UVB ακτινοβολία των ασθενών αυτών πριν η θεραπεία με αντιβιοτικά καταστεί διαθέσιμη.
Όπως είναι φανερό, η βιταμίνη D διαθέτει αναμφισβήτητες ανοσορρυθμιστικές ιδιότητες.
Μέσω των ρυθμιστικών CD4+ Τ κυττάρων συνεισφέρει στην ισόρροπη ανάπτυξη των Th-1 και Th-2 βοηθητικών κυττάρων και επομένως στην ομαλή έκφραση των λεμφοκυττάρων του ανοσοποιητικού συστήματος.
Όπως διαπιστώνετε κι εσείς με τη βοήθεια του παρακάτω σχήματος, το καθαρό αποτέλεσμα για το ανοσιακό σύστημα που αναπτύσσεται σε περιβάλλον όπου υπάρχει περιορισμένη διαθεσιμότητα βιταμίνης D, είναι η αύξηση του αριθμού των προ-φλεγμονωδών Τh1 κύτταρων (Cantorna & Mahon 2004).
Αντίθετα, η επάρκεια της 1,25-διυδροξυβιταμίνης D3 (η ορμονική μορφή της βιταμίνης D) οδηγεί σε αριθμητικά λιγότερα και λιγότερο ενεργά Th-1 κύτταρα και ταυτόχρονα στην αντισταθμιστική ομοιογενή ανάπτυξη των αντιφλεγμονωδών Th-2 βοηθητικών κυττάρων, με επακόλουθο τη φυσιολογική λειτουργία των Τ-Κυττάρων.
Σχήμα: Η συμβολή της βιταμίνης D στην έκφραση των Th-1 και Th-2 βοηθητικών κυττάρων (Cantorna & Mahon 2004). Είναι φανερά τα αποτελέσματα της βιταμίνης D στην ανάπτυξη και τη λειτουργία των Τ κύτταρων. Ελλείψει επαρκούς ποσότητας βιταμίνης D, ευνοείται η ανάπτυξη των «αυτoκαταστροφικών» Th-1 κυττάρων και η αυτοανοσία. Η επάρκεια βιταμίνης D ρυθμίζει την έκφραση των βοηθητικών Τ κυττάρων, αναστέλλοντας την ανάπτυξη των Th-1 και προκαλώντας αύξηση των Th-2.
Οι εκτεταμένες διεθνείς έρευνες που αφορούν το ρόλο της βιταμίνης D στην ανοσοπαθολογία έχουν δείξει ότι υποδοχείς της βιταμίνης D (VDRs) έχουν εντοπιστεί (πέρα από τους ιστούς που συμβάλλουν στην ομοιοστασία του ασβεστίου) σε μια ποικιλία ομάδων κυττάρων που συμμετέχουν κυρίως στην ανοσορρύθμιση, π.χ. μονοκύτταρα, δενδριτικά κύτταρα, κύτταρα που παρουσιάζουν τα αντιγόνα, ενεργοποιημένα Β λεμφοκύτταρα και CD4+ T-λεμφοκύτταρα. Περίπου 3% του γονιδιώματος στον άνθρωπο βρίσκεται υπό τον έλεγχο της 1,25-διυδροξυβιταμίνης D3.
Συμπερασματικά, η βιταμίνη D λειτουργώντας ως εκλεκτικός ρυθμιστής της έκφρασης των κυττάρων του ανοσοποιητικού συστήματος, μπορεί να περιορίζει τον κίνδυνο εκδήλωσης αυτοάνοσων νοσημάτων, όπως του διαβήτη τύπου 1, της σκλήρυνσης κατά πλάκας, της ρευματοειδούς αρθρίτιδας και πολλών άλλων (Holick 2007). Υπάρχουν επίσης ενδείξεις ότι η βιταμίνη D μπορεί να μειώνει τον κίνδυνο και για διάφορες μορφές καρκίνου.
Πηγή Tromaktiko
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Σλοβενία: Φόβοι για αστάθεια μετά τις εκλογές
ΕΠΟΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Κρήτη: ''Ορφανή'' φυτεία κάνναβης με 1.704 δενδρύλλια
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ