2018-06-11 12:00:31
•Ποια μπορεί να είναι η πραγματική απειλή για τη γείτονα.
•«ΔΥΣΒΑΣΤΑΧΤΟ ΠΛΗΓΜΑ» ΘΑ ΕΙΝΑΙ ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΘΑ ΕΠΙΦΕΡΕΙ ΕΣΤΙΑΣΜΕΝΑ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΑ ΧΤΥΠΗΜΑΤΑ ΜΕ ΕΜΜΕΣΗ ΑΛΛΑ ΕΝΤΟΝΗ ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΣΤΗΝ ΙΣΟΡΡΟΠΙΑ ΤΟΥ ΤΟΥΡΚΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΚΟΚΟΙΝΩΝΙΚΟΥ ΟΙΚΟΔΟΜΗΜΑΤΟΣ.
• ΘΑ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΔΙΑΘΕΤΟΥΜΕ «ΚΑΤΙ» ΠΟΥ ΝΑ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΑΠΕΙΛΗΣΕΙ ΤΟΝ ΑΝΤΙΠΑΛΟ ΚΑΙ ΝΑ ΤΟ ΓΝΩΡΙΖΕΙ, ΧΩΡΙΣ ΟΜΩΣ ΝΑ ΤΟΥ ΤΟ ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΟΥΜΕ ΓΙΑ ΝΑ ΘΕΩΡΕΙ ΟΤΙ ΕΝΔΕΧΕΤΑΙ ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΑ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΟ.
•Σε καθαρό στρατιωτικό επίπεδο, μια επαρκής στρατιωτική αποτρεπτική στρατηγική θα πρέπει να στοχεύει στη συντριβή της στρατιωτικής ισχύος του αντιπάλου. Φυσικά, αυτός είναι ένας ιδεατός στόχος. Το βέλτιστο θα ήταν τα στρατιωτικά πλήγματα να ενεργοποιήσουν ένα πολύ σοβαρότερο πολιτικό πλήγμα.
•Η ΛΥΣΗ ΑΕΝ ΕΙΝΑΙ ΤΟΣΟ Η ΕΝΙΣΧΥΣΗ ΤΟΝ ΚΑΤΑΣΤΡΕΠΤΙΚΩΝ ΙΚΑΝΟΤΗΤΩΝ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΣΤΡΑΤΕΥΜΑΤΟΣ, ΑΛΛΑ Η ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΕΝΟΣ ΜΟΝΤΕΛΟΥ ΜΑΧΗΣ ΜΕ ΕΜΦΑΣΗ ΣΤΗΝ ΑΞΙΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΕΙΚΟΝΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΑΙΣΘΗΣΗΣ ΤΗΣ ΠΟΛΕΜΙΚΗΣ ΑΝΤΙΠΑΡΑΘΕΣΗΣ.
TOY ΔΡ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΓΡΙΒΑ*
Στο προηγούμενο τεύχος των «Επικαίρων» εξετάσαμε τις βασικές αρχές της αποτροπής και των εφαρμογών της στο ελληνοτουρκικό σύστημα. Στο παρόν τεύχος θα εξετάσουμε κάποιες βασικές παραμέτρους της στρατιωτικής αποτροπής ως επιμέρους κομματιού μιας αποτρεπτικής στρατηγικής. Δεδομένης της αυξανόμενης έντασης στο ελληνοτουρκικό σύστημα, η συζήτηση περί εφαρμοσμένης αποτροπής είναι κρίσιμης σημασίας για τη διατήρηση της ειρήνης μεταξύ των δύο χωρών ή για την προάσπιση των ελληνικών ζωτικών συμφερόντων, σε περίπτωση που η αποτροπή αποτύχει και οδηγηθούμε σε κάποιας μορφής πολεμική αντιπαράθεση.
Οι κίνδυνοι και οι... παρανοήσεις
Στην τρέχουσα αντίληψη περί στρατιωτικής αποτροπής κυριαρχούν ορισμένες παραπλανητικά υπεραπλουστευτικές αντιλήψεις. Για παράδειγμα, η έννοια της στρατιωτικής αποτροπής έχει περιοριστεί στο να ταυτίζεται με την απόκτηση κάποιων «στρατηγικών» όπλων(όπως για παράδειγμα, τα βλήματα Cruise Scalp Naval, που θα εξαπολύονταν από τις γαλλικές φρεγάτες Fremm), τα οποία θα προσβάλλουν κάποιους «στρατηγικούς» στόχους. Ακόμη χειρότερο, η «στρατηγική κρούση» τείνει να ταυτίζεται με την ικανότητα προσβολής σε βάθος στην Τουρκία, αντίληψη που φαίνεται ότι έλκει την καταγωγή της από μια εμμονή σε μια ρεβάνς της μικρασιατικής εκστρατείας. Με τη λογική αυτή θεοποιούνται κατά καιρούς κάποια οπλικά συστήματα μεγάλης εμβέλειας όπως στο παρελθόν είχε συμβεί με το μαχητικό αεροσκάφος F-15 και πιο μετά με τους πυραύλους Scalp Naval. Με βάση αυτή την αντίληψη, θεωρείται ότι αν μπορούμε να χτυπήσουμε... κάτι στα σύνορα Τουρκίας- Ιράκ ή Τουρκίας - Ιράν, τότε θα έχουμε αποκτήσει επαρκή αποτρεπτική ικανότητα.
Σχεδιασμός κατά περίπτωση
Στην πραγματικότητα, δεν υπάρχουν «μαγικές» λύσεις καθολικής εφαρμογής και κάθε επιτυχημένη στρατιωτική αποτρεπτική στρατηγική μπορεί να σχεδιαστεί μόνο ανά περίπτωση.
Με άλλα λόγια, πολλές φορές «καλή» στρατιωτική αποτρεπτική στρατηγική τείνει να θεωρείται αυτή που κάνει χρήση όσο το δυνατόν πιο ισχυρών ή, έστω, εντυπωσιακών οπλικών συστημάτων, τα οποία στοχεύουν «στρατηγικούς» στόχους. Αν, μάλιστα, οι στόχοι αυτοί είναι σε μακρινή απόσταση, το πλήγμα εναντίον τους θεωρείται «στρατηγικό» από μόνο του. Για να αποφύγουμε την παγίδα αυτή, δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι η αποτρεπτική στρατηγική και τα μέσα υλοποίησής της δηλαδή τα οπλικά συστήματα, πρέπει να είναι ενταγμένα σε έναν μηχανισμό παραγωγής αποτελεσμάτων (effects generator), να λειτουργούν, δηλαδή, μέσα ένα συνδυαστικό και συνεργατικό σύστημα εστιασμένων πληγμάτων και όχι να αποσκοπούν σε ξεκομμένα «στρατηγικά» χτυπήματα, πολλώ δε μάλλον όταν η «στρατηγική» αξία των χτυπημάτων αυτών έγκειται στη χιλιομετρική απόσταση των στόχων από τη χώρα μας.
Τα στρατηγικά πλήγματα ορίζονται ως τέτοια από την επίδραση που έχουν πάνω στην υπόσταση του αντιπάλου ανάλογα με το είδος και τη μορφή της πολεμικής αντιπαράθεσης που έχουμε εμπλακεί και κυρίως από το αν προωθούν τους στόχους που εμείς έχουμε θέσει. Δηλαδή, λαμβάνουν τη «στρατηγική» τους υπόσταση ανά περίσταση. Μάλιστα, κάποιες φορές η ξεκομμένη προσβολή στρατηγικών στόχων θα μπορούσε να επιφέρει «αρνητικά στρατηγικό» αποτέλεσμα, συσπειρώνοντας τον εχθρό γύρω από την ηγεσία του, ενισχύοντας την αποφασιστικότητά του για μάχη, διαιωνίζοντας την πολεμική αντιπαράθεση και κλιμακώνοντάς την σε άλλα επίπεδα. Επιπροσθέτως η θυσία ενός ημέτερου ισχυρού οπλικού συστήματος για την προσβολή ενός «στρατηγικού» στόχου, η οποία όμως δεν προωθεί τους στόχους μας είναι και αυτή «αρνητικά στρατηγική» ενέργεια, αφού το απόθεμα των κρίσιμης σημασίας οπλικών συστημάτων μας όπως είναι οι αεροεκτοξευόμενοι πύραυλοι Cruise Scalp EG, είναι περιορισμένο. Σε κάθε περίπτωση, ο ορισμός του «στρατηγικού στόχου», του «στρατηγικού πλήγματος», των «στρατηγικών όπλων» κλπ. και η υπαγωγή τους σε ένα ρεαλιστικό πλαίσιο αποτρεπτικής πρότασης δεν είναι κάτι το απόλυτο και θα πρέπει να σχηματοποιείται ανάλογα με τις επιμέρους ιδιαιτερότητες του κάθε γεωσυστήματος αντιπαράθεσης, εν προκειμένω του ελληνοτουρκικού.
Ακόμη περισσότερο, στο πλαίσιο ενός πολέμου με συμβατικά μέσα περιορισμένων γεωστρατηγικών στοχοθετήσεων και μάλλον εξαιρετικά περιορισμένης χρονικά διάρκειας η επικέντρωση σε αποτρεπτικά μοντέλα που βασίζονται στην απειλή σώρευσης απωλειών και καταστροφών στον αντίπαλο, είτε στο στρατιωτικό είτε στο πολιτικό επίπεδο, δύσκολα μπορεί να είναι επαρκής. Η πρόκληση απωλειών στο τουρκικό στράτευμα και κυρίως η πρόκληση καταστροφών στην τουρκική πολιτική υποδομή από την Ελληνική Αεροπορία σε ένα περιορισμένης χρονικής διάρκειας πολεμικό επεισόδιο δύσκολα μπορεί να είναι τέτοιου μεγέθους που να αποτελούν δυσβάστακτο βάρος για την τουρκική πολιτικοστρατιωτική ηγεσία από μόνες τους σε σύγκριση με δυνάμει γεωπολιτικά οφέλη που μπορεί να έχουν από μια νικηφόρα σύρραξη με την Ελλάδα. Η λύση στο πρόβλημα αυτό δεν είναι τόσο η ενίσχυση των καταστρεπτικών ικανοτήτων του ελληνικού στρατεύματος αλλά η ανάπτυξη ενός πιο ολιστικού και σύνθετου μοντέλου μάχης που θα δίνει μεγάλη έμφαση στην επικοινωνιακή διάσταση του πολέμου, στην αξιοποίηση της εικόνας και της αίσθησης της πολεμικής αντιπαράθεσης και σε μια στρατηγική που δεν θα στοχεύει στην καταστροφή του αντιπάλου (destruction), αλλά στην αποδιοργάνωσή του (disruption), προσβάλλοντας κομβικά σημεία της πολιτικοστρατιωτικής του συστημικής λειτουργίας σε όλο το βάθος και εύρος της.
Περί συντριβής του γοήτρου
Σε καθαρά στρατιωτικό επίπεδο, μια επαρκής στρατιωτική αποτρεπτική στρατηγική θα πρέπει να στοχεύει στη συντριβή της στρατιωτικής ισχύος του αντιπάλου. Φυσικά, αυτός είναι ένας ιδεατός στόχος και σε πιο ρεαλιστικό πλαίσιο θα μπορούσαμε να πούμε ότι θα αρκούσε να υπάρχουν σοβαρές δυνατότητες για την άσκηση ισχυρών πληγμάτων στην εχθρική στρατιωτική ισχύ. Σε ένα ευρύτερο πολιτικοστρατιωτικό πλαίσιο, το βέλτιστο θα ήταν τα στρατιωτικά πλήγματα να ενεργοποιήσουν ένα πολύ σοβαρότερο πολιτικό πλήγμα. Κι εδώ όμως προκύπτουν σοβαρά εννοιολογικά προβλήματα αλλά και προβλήματα προσδιορισμού του είδους των επιθυμητών πληγμάτων πάνω στις εχθρικές στρατιωτικές δυνάμεις αλλά και των μέσων που θα τα επιφέρουν.
Ο ορισμός του «δυσβάσταχτου» πλήγματος στο πλαίσιο ενός περιορισμένου πολέμου, που είναι και το πιο πιθανό σενάριο τυχόν ελληνοτουρκικής εμπλοκής αποτελεί ένα ιδιαίτερα δύσκολο μέγεθος προς ορισμό. Είναι πολύ δύσκολο έως αδύνατο παρόμοιο πλήγμα να είναι η εξάλειψη ή η πλήρης αδρανοποίηση των τουρκικών ενόπλων δυνάμεων. Πολλώ δε μάλλον δεν μπορεί να είναι πλήγματα που θα στοχεύουν σε μεγάλης κλίμακας καταστροφή των τουρκικών υποδομών (countervalue). Δεν συζητάμε καν για πλήγματα στον άμαχο πληθυσμό. Αντιθέτως οι απώλειες στον άμαχο πληθυσμό του εχθρού όχι μόνο θα πρέπει να αποφευχθούν ολοκληρωτικά και με κάθε κόστος, αλλά και η αποτρεπτική μας πρόταση θα καταστεί πολύ περισσότερο αξιόπιστη αν δίνει ιδιαίτερα μεγάλη έμφαση στην αποφυγή παρόμοιου ενδεχομένου. Κατά την άποψη του γράφοντος, «δυσβάσταχτο πλήγμα» στο ελληνοτουρκικό σύστημα αντιπαράθεσης και στο σημερινό πλαίσιο ενός περιορισμένου πολέμου είναι αυτό που μπορεί να επιφέρει εστιασμένα στρατιωτικά πλήγματα, τα οποία θα έχουν έμμεση αλλά έντονη επίδραση στο γόητρο του πολιτικοστρατιωτικού κατεστημένου, τέτοιου είδους που να μπορούν να απειλήσουν την ισορροπία του τουρκικού πολιτικοκοινωνικού οικοδομήματος. Σε κάθε περίπτωση, η αποτρεπτική μας στρατηγική θα πρέπει να σχεδιάζεται και να υλοποιείται με βάση τις ιδιαιτερότητες του αντιπάλου (enemy-centric strategy), ώστε να βρίσκεται σε «αρμονία» με αυτόν.
Αναγκαία η αναπροσαρμογή
Θα πρέπει επίσης να επιδιώκουμε την προσαρμογή της πολεμικής μας μεθοδολογίας και φιλοσοφίας και της συνακόλουθης αποτρεπτικής πρότασης στα πολιτικογεωγραφικά δεδομένα της σύρραξης.
Τέλος, μια αξιόπιστη αποτρεπτική πρόταση εδράζεται πάνω σε μια ρεαλιστική αλλά και φιλόδοξη, συνεχή και αδιάλειπτη προσπάθεια του στρατεύματος να αναζητεί, να επεξεργάζεται, να αμφισβητεί και να αναπροσαρμόζει τακτικές, στρατηγικές, οπλικά συστήματα και μεθοδολογίες που να έχουν σοβαρή πιθανότητα να επιτύχουν συντριπτικό πλήγμα στον αντίπαλο υπό όλες τις συνθήκες και στο πλαίσιο όλων των δυνατών πολεμικών σεναρίων που μπορεί να προκύψουν. Από ένα θερμό επεισόδιο μέχρι έναν ολοκληρωτικό πόλεμο. Κατά την άποψη του γράφοντος, ένα μοντέλο εστιασμένων πληγμάτων που αποσκοπεί στην προσβολή του γοήτρου του τουρκικού πολιτικοστρατιωτικού κατεστημένου στα μάτια του τουρκικού λαού μπορεί να επιτύχει αυτό το αποτέλεσμα σε όλο το φάσμα των δυνατών πολεμικών επεισοδίων.
0 ρόλος της ήττας
Υπάρχουν πολλών ειδών ήττες κι εμείς εδώ απομονώνουμε δύο, τις «ήττες-εφαλτήρια» που λειτουργούν συσπειρωτικά και ως βάση έδρασης για την ανασυγκρότηση και την εξαπόλυση ανταποδοτικών ενεργειών, είτε άμεσα είτε σε βάθος χρόνου, και τις «ήττες-χιονοστιβάδες», οι οποίες οδηγούν στην ενεργοποίηση μηχανισμών-ντόμινο, που φέρνουν ακόμα περισσότερη αποδιοργάνωση στον πολιτικοστρατιωτικό μηχανισμό του αντιπάλου, προκαλώντας του παράλυση, τουλάχιστον σε μεσοπρόθεσμο ή, έστω, βραχυπρόθεσμο χρονικό ορίζοντα.
Αν ο εχθρός αξιοποιήσει την ήττα του ως βάση συσπείρωσης και ανασυγκρότησης τότε μπορεί να οδηγηθούμε σε πολύ επικίνδυνες καταστάσεις και φυσικά δεν μπορούμε να οικοδομήσουμε επαρκή αποτρεπτική ικανότητα με παρόμοιες «νίκες». Αυτή η υποκειμενικότητα του αποτελέσματος πιθανώς φαίνεται αφύσικη σε όσους έχουν μάθει να θεωρούν τον πόλεμο παρτίδα σκάκι. Στον πραγματικό κόσμο όμως τα πράγματα δεν είναι τόσο ξεκάθαρα.
Ας μην ξεχνάμε ότι μια από τις αιτίες που οδήγησαν στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο ήταν η άρνηση της γερμανικής κοινωνίας να δεχτεί το αποτέλεσμα του Α' Παγκοσμίου Πολέμου ως καθαρή ήττα, με αποτέλεσμα να αναπτυχθεί η θεωρία περί «πισώπλευρου μαχαιρώματος». Φυσικά, η αδυναμία αυτή θα μπορούσε να εκληφθεί και ως ευθύνη και των συμμαχικών κυβερνήσεων που δεν έλαβαν υπόψη τους αυτό το ενδεχόμενο και δεν επεδίωξαν μια σαρωτική νίκη κατά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, έστω κι αν αυτή οδηγούσε σε πολύ μεγαλύτερες απώλειες. Στην πραγματικότητα, βέβαια, αυτό είναι κάτι που μάλλον δεν μπορούσε να συμβεί. Ο πόλεμος είχε φτάσει σε ακρότατα όρια και παρόμοιες «ρεαλιστικές» σκέψεις απλώς ήταν εκτός πραγματικότητας. Άλλωστε, το μόνο ίσως για το οποίο δεν μπορούν να κατηγορηθούν οι κυβερνήσεις των χωρών που ενεπλάκησαν στον Ά Παγκόσμιο Πόλεμο είναι ότι υπήρξαν φειδωλές με τις ζωές των στρατιωτών τους..
Ασαφείς πτυχές της αποτροπής
Για την υλοποίηση της επαρκούς απειλής που προέρχεται από την αβεβαιότητα των πολεμικών αποτελεσμάτων, πιθανώς θα ήταν καλό να υπάρχει και μια «σκοτεινή» αποτρεπτική ικανότητα. Δηλαδή, να διαθέτουμε «κάτι» που μπορεί να απειλήσει τον αντίπαλο, με τρόπους όμως που δεν θα προσδιορίζουμε. Όμως κι εδώ ισχύει η αρχή της σαφήνειας της αποτροπής. Δηλαδή, θα πρέπει να του γνωστοποιήσουμε ότι διαθέτουμε αυτό το «κάτι», χωρίς όμως να εξηγήσουμε ακριβώς τι είναι αυτό.
Ας σκεφτούμε πολύ απλά ότι δημιουργούμε ένα κέντρο ανάπτυξης ασύμμετρων ικανοτήτων ή διακηρύσσουμε στην (όποια...) αμυντική μας βίβλο ότι στρατηγικός μας στόχος είναι η ανάπτυξη ασύμμετρων ικανοτήτων για το στράτευμά μας. Σε αυτή την περίπτωση αφήνουμε τον αντίπαλο να δουλέψει για λογαριασμό μας. Πολύ απλά, επειδή οι ασύμμετρες απειλές δύσκολα μπορεί να προσδιοριστούν, πολύ δύσκολα μπορείς να προσδιορίσεις τι ακριβώς «ασύμμετρες» ικανότητες έχει ο αντίπαλος και αυτό σου προκαλεί ανασφάλεια. Δηλαδή, η απλή έναρξη προσπάθειας ανάπτυξης «ασύμμετρων» - «ανορθόδοξων» -«υβριδικών» ικανοτήτων (ή όποιου άλλου όρου της μόδας θα ισχύει τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο) αυξάνει την ασάφεια της αποτρεπτικής μας ικανότητας ενισχύει το «μυθικό» στοιχείο της αποτρεπτικής μας πρότασης και δημιουργεί μόνιμη ανασφάλεια στον αντίπαλο. Μάλιστα, η μεθοδολογία αυτή μπορεί να λειτουργήσει καλύτερα εναντίον ισχυρών και προηγμένων αντιπάλων, οι οποίοι διαθέτουν πολύπλοκους και ισχυρούς μηχανισμούς αντιμετώπισης και προσδιορισμού των ασύμμετρων απειλών.
Συγγενή αποτελέσματα με αυτά της έναρξης ανάπτυξης ασύμμετρων ικανοτήτων μπορούμε ίσως να επιτύχουμε με την επίσημη έναρξης μιας «επανάστασης στις στρατιωτικές υποθέσεις» στο ελληνικό στράτευμα, μια ελληνική RMA, κάτι που θα προκαλέσει ανασφάλεια στον αντίπαλο, θα τον θέσει στη διαδικασία να ψάχνει τι ακριβώς θέλουμε να επιτύχουμε και τι μπορούμε να δημιουργήσουμε.
Στο ίδιο πλαίσιο μπορούμε να εντάξουμε την ανάπτυξη ή, έστω, την ανακοίνωση ανάπτυξης ενός ολιστικού, επικοινωνιοκεντρικού μοντέλου πολέμου, σαν αυτό που εξετάζεται στη μελέτη War 2.0 κι έχει εφαρμοστεί σε διάφορα μοντέλα υβριδικού πολέμου, σαν αυτά που έχουν εμφανιστεί στις συγκρούσεις του Ισραήλ με τη Χαμάς και τη Χεζμπολάχ.
Επίσης θα πρέπει και αυτή η όποια «σκοτεινή αποτροπή» να διακατέχεται από την αρχή της αξιοπιστίας, δηλαδή ο αντίπαλος να θεωρεί ότι κατέχουμε αυτό το «κάτι» και ότι αυτό το «κάτι» έχει σοβαρές πιθανότητες να είναι εξαιρετικά επικίνδυνο γι΄ αυτόν.
* Ο Κωνσταντίνος Γρίβας είναι αναπληρωτής καθηγητής Γεωπολιτικής στη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων και διδάσκει Γεωγραφία της Ασφάλειας στην Ευρύτερη Μέση Ανατολή στο Τμήμα Τουρκικών και Σύγχρονων Ασιατικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών.
(ΕΠΙΚΑΙΡΑ-09/06/18)
staratalogia
•«ΔΥΣΒΑΣΤΑΧΤΟ ΠΛΗΓΜΑ» ΘΑ ΕΙΝΑΙ ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΘΑ ΕΠΙΦΕΡΕΙ ΕΣΤΙΑΣΜΕΝΑ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΑ ΧΤΥΠΗΜΑΤΑ ΜΕ ΕΜΜΕΣΗ ΑΛΛΑ ΕΝΤΟΝΗ ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΣΤΗΝ ΙΣΟΡΡΟΠΙΑ ΤΟΥ ΤΟΥΡΚΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΚΟΚΟΙΝΩΝΙΚΟΥ ΟΙΚΟΔΟΜΗΜΑΤΟΣ.
• ΘΑ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΔΙΑΘΕΤΟΥΜΕ «ΚΑΤΙ» ΠΟΥ ΝΑ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΑΠΕΙΛΗΣΕΙ ΤΟΝ ΑΝΤΙΠΑΛΟ ΚΑΙ ΝΑ ΤΟ ΓΝΩΡΙΖΕΙ, ΧΩΡΙΣ ΟΜΩΣ ΝΑ ΤΟΥ ΤΟ ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΟΥΜΕ ΓΙΑ ΝΑ ΘΕΩΡΕΙ ΟΤΙ ΕΝΔΕΧΕΤΑΙ ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΑ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΟ.
•Σε καθαρό στρατιωτικό επίπεδο, μια επαρκής στρατιωτική αποτρεπτική στρατηγική θα πρέπει να στοχεύει στη συντριβή της στρατιωτικής ισχύος του αντιπάλου. Φυσικά, αυτός είναι ένας ιδεατός στόχος. Το βέλτιστο θα ήταν τα στρατιωτικά πλήγματα να ενεργοποιήσουν ένα πολύ σοβαρότερο πολιτικό πλήγμα.
•Η ΛΥΣΗ ΑΕΝ ΕΙΝΑΙ ΤΟΣΟ Η ΕΝΙΣΧΥΣΗ ΤΟΝ ΚΑΤΑΣΤΡΕΠΤΙΚΩΝ ΙΚΑΝΟΤΗΤΩΝ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΣΤΡΑΤΕΥΜΑΤΟΣ, ΑΛΛΑ Η ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΕΝΟΣ ΜΟΝΤΕΛΟΥ ΜΑΧΗΣ ΜΕ ΕΜΦΑΣΗ ΣΤΗΝ ΑΞΙΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΕΙΚΟΝΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΑΙΣΘΗΣΗΣ ΤΗΣ ΠΟΛΕΜΙΚΗΣ ΑΝΤΙΠΑΡΑΘΕΣΗΣ.
TOY ΔΡ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΓΡΙΒΑ*
Στο προηγούμενο τεύχος των «Επικαίρων» εξετάσαμε τις βασικές αρχές της αποτροπής και των εφαρμογών της στο ελληνοτουρκικό σύστημα. Στο παρόν τεύχος θα εξετάσουμε κάποιες βασικές παραμέτρους της στρατιωτικής αποτροπής ως επιμέρους κομματιού μιας αποτρεπτικής στρατηγικής. Δεδομένης της αυξανόμενης έντασης στο ελληνοτουρκικό σύστημα, η συζήτηση περί εφαρμοσμένης αποτροπής είναι κρίσιμης σημασίας για τη διατήρηση της ειρήνης μεταξύ των δύο χωρών ή για την προάσπιση των ελληνικών ζωτικών συμφερόντων, σε περίπτωση που η αποτροπή αποτύχει και οδηγηθούμε σε κάποιας μορφής πολεμική αντιπαράθεση.
Οι κίνδυνοι και οι... παρανοήσεις
Στην τρέχουσα αντίληψη περί στρατιωτικής αποτροπής κυριαρχούν ορισμένες παραπλανητικά υπεραπλουστευτικές αντιλήψεις. Για παράδειγμα, η έννοια της στρατιωτικής αποτροπής έχει περιοριστεί στο να ταυτίζεται με την απόκτηση κάποιων «στρατηγικών» όπλων(όπως για παράδειγμα, τα βλήματα Cruise Scalp Naval, που θα εξαπολύονταν από τις γαλλικές φρεγάτες Fremm), τα οποία θα προσβάλλουν κάποιους «στρατηγικούς» στόχους. Ακόμη χειρότερο, η «στρατηγική κρούση» τείνει να ταυτίζεται με την ικανότητα προσβολής σε βάθος στην Τουρκία, αντίληψη που φαίνεται ότι έλκει την καταγωγή της από μια εμμονή σε μια ρεβάνς της μικρασιατικής εκστρατείας. Με τη λογική αυτή θεοποιούνται κατά καιρούς κάποια οπλικά συστήματα μεγάλης εμβέλειας όπως στο παρελθόν είχε συμβεί με το μαχητικό αεροσκάφος F-15 και πιο μετά με τους πυραύλους Scalp Naval. Με βάση αυτή την αντίληψη, θεωρείται ότι αν μπορούμε να χτυπήσουμε... κάτι στα σύνορα Τουρκίας- Ιράκ ή Τουρκίας - Ιράν, τότε θα έχουμε αποκτήσει επαρκή αποτρεπτική ικανότητα.
Σχεδιασμός κατά περίπτωση
Στην πραγματικότητα, δεν υπάρχουν «μαγικές» λύσεις καθολικής εφαρμογής και κάθε επιτυχημένη στρατιωτική αποτρεπτική στρατηγική μπορεί να σχεδιαστεί μόνο ανά περίπτωση.
Με άλλα λόγια, πολλές φορές «καλή» στρατιωτική αποτρεπτική στρατηγική τείνει να θεωρείται αυτή που κάνει χρήση όσο το δυνατόν πιο ισχυρών ή, έστω, εντυπωσιακών οπλικών συστημάτων, τα οποία στοχεύουν «στρατηγικούς» στόχους. Αν, μάλιστα, οι στόχοι αυτοί είναι σε μακρινή απόσταση, το πλήγμα εναντίον τους θεωρείται «στρατηγικό» από μόνο του. Για να αποφύγουμε την παγίδα αυτή, δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι η αποτρεπτική στρατηγική και τα μέσα υλοποίησής της δηλαδή τα οπλικά συστήματα, πρέπει να είναι ενταγμένα σε έναν μηχανισμό παραγωγής αποτελεσμάτων (effects generator), να λειτουργούν, δηλαδή, μέσα ένα συνδυαστικό και συνεργατικό σύστημα εστιασμένων πληγμάτων και όχι να αποσκοπούν σε ξεκομμένα «στρατηγικά» χτυπήματα, πολλώ δε μάλλον όταν η «στρατηγική» αξία των χτυπημάτων αυτών έγκειται στη χιλιομετρική απόσταση των στόχων από τη χώρα μας.
Τα στρατηγικά πλήγματα ορίζονται ως τέτοια από την επίδραση που έχουν πάνω στην υπόσταση του αντιπάλου ανάλογα με το είδος και τη μορφή της πολεμικής αντιπαράθεσης που έχουμε εμπλακεί και κυρίως από το αν προωθούν τους στόχους που εμείς έχουμε θέσει. Δηλαδή, λαμβάνουν τη «στρατηγική» τους υπόσταση ανά περίσταση. Μάλιστα, κάποιες φορές η ξεκομμένη προσβολή στρατηγικών στόχων θα μπορούσε να επιφέρει «αρνητικά στρατηγικό» αποτέλεσμα, συσπειρώνοντας τον εχθρό γύρω από την ηγεσία του, ενισχύοντας την αποφασιστικότητά του για μάχη, διαιωνίζοντας την πολεμική αντιπαράθεση και κλιμακώνοντάς την σε άλλα επίπεδα. Επιπροσθέτως η θυσία ενός ημέτερου ισχυρού οπλικού συστήματος για την προσβολή ενός «στρατηγικού» στόχου, η οποία όμως δεν προωθεί τους στόχους μας είναι και αυτή «αρνητικά στρατηγική» ενέργεια, αφού το απόθεμα των κρίσιμης σημασίας οπλικών συστημάτων μας όπως είναι οι αεροεκτοξευόμενοι πύραυλοι Cruise Scalp EG, είναι περιορισμένο. Σε κάθε περίπτωση, ο ορισμός του «στρατηγικού στόχου», του «στρατηγικού πλήγματος», των «στρατηγικών όπλων» κλπ. και η υπαγωγή τους σε ένα ρεαλιστικό πλαίσιο αποτρεπτικής πρότασης δεν είναι κάτι το απόλυτο και θα πρέπει να σχηματοποιείται ανάλογα με τις επιμέρους ιδιαιτερότητες του κάθε γεωσυστήματος αντιπαράθεσης, εν προκειμένω του ελληνοτουρκικού.
Ακόμη περισσότερο, στο πλαίσιο ενός πολέμου με συμβατικά μέσα περιορισμένων γεωστρατηγικών στοχοθετήσεων και μάλλον εξαιρετικά περιορισμένης χρονικά διάρκειας η επικέντρωση σε αποτρεπτικά μοντέλα που βασίζονται στην απειλή σώρευσης απωλειών και καταστροφών στον αντίπαλο, είτε στο στρατιωτικό είτε στο πολιτικό επίπεδο, δύσκολα μπορεί να είναι επαρκής. Η πρόκληση απωλειών στο τουρκικό στράτευμα και κυρίως η πρόκληση καταστροφών στην τουρκική πολιτική υποδομή από την Ελληνική Αεροπορία σε ένα περιορισμένης χρονικής διάρκειας πολεμικό επεισόδιο δύσκολα μπορεί να είναι τέτοιου μεγέθους που να αποτελούν δυσβάστακτο βάρος για την τουρκική πολιτικοστρατιωτική ηγεσία από μόνες τους σε σύγκριση με δυνάμει γεωπολιτικά οφέλη που μπορεί να έχουν από μια νικηφόρα σύρραξη με την Ελλάδα. Η λύση στο πρόβλημα αυτό δεν είναι τόσο η ενίσχυση των καταστρεπτικών ικανοτήτων του ελληνικού στρατεύματος αλλά η ανάπτυξη ενός πιο ολιστικού και σύνθετου μοντέλου μάχης που θα δίνει μεγάλη έμφαση στην επικοινωνιακή διάσταση του πολέμου, στην αξιοποίηση της εικόνας και της αίσθησης της πολεμικής αντιπαράθεσης και σε μια στρατηγική που δεν θα στοχεύει στην καταστροφή του αντιπάλου (destruction), αλλά στην αποδιοργάνωσή του (disruption), προσβάλλοντας κομβικά σημεία της πολιτικοστρατιωτικής του συστημικής λειτουργίας σε όλο το βάθος και εύρος της.
Περί συντριβής του γοήτρου
Σε καθαρά στρατιωτικό επίπεδο, μια επαρκής στρατιωτική αποτρεπτική στρατηγική θα πρέπει να στοχεύει στη συντριβή της στρατιωτικής ισχύος του αντιπάλου. Φυσικά, αυτός είναι ένας ιδεατός στόχος και σε πιο ρεαλιστικό πλαίσιο θα μπορούσαμε να πούμε ότι θα αρκούσε να υπάρχουν σοβαρές δυνατότητες για την άσκηση ισχυρών πληγμάτων στην εχθρική στρατιωτική ισχύ. Σε ένα ευρύτερο πολιτικοστρατιωτικό πλαίσιο, το βέλτιστο θα ήταν τα στρατιωτικά πλήγματα να ενεργοποιήσουν ένα πολύ σοβαρότερο πολιτικό πλήγμα. Κι εδώ όμως προκύπτουν σοβαρά εννοιολογικά προβλήματα αλλά και προβλήματα προσδιορισμού του είδους των επιθυμητών πληγμάτων πάνω στις εχθρικές στρατιωτικές δυνάμεις αλλά και των μέσων που θα τα επιφέρουν.
Ο ορισμός του «δυσβάσταχτου» πλήγματος στο πλαίσιο ενός περιορισμένου πολέμου, που είναι και το πιο πιθανό σενάριο τυχόν ελληνοτουρκικής εμπλοκής αποτελεί ένα ιδιαίτερα δύσκολο μέγεθος προς ορισμό. Είναι πολύ δύσκολο έως αδύνατο παρόμοιο πλήγμα να είναι η εξάλειψη ή η πλήρης αδρανοποίηση των τουρκικών ενόπλων δυνάμεων. Πολλώ δε μάλλον δεν μπορεί να είναι πλήγματα που θα στοχεύουν σε μεγάλης κλίμακας καταστροφή των τουρκικών υποδομών (countervalue). Δεν συζητάμε καν για πλήγματα στον άμαχο πληθυσμό. Αντιθέτως οι απώλειες στον άμαχο πληθυσμό του εχθρού όχι μόνο θα πρέπει να αποφευχθούν ολοκληρωτικά και με κάθε κόστος, αλλά και η αποτρεπτική μας πρόταση θα καταστεί πολύ περισσότερο αξιόπιστη αν δίνει ιδιαίτερα μεγάλη έμφαση στην αποφυγή παρόμοιου ενδεχομένου. Κατά την άποψη του γράφοντος, «δυσβάσταχτο πλήγμα» στο ελληνοτουρκικό σύστημα αντιπαράθεσης και στο σημερινό πλαίσιο ενός περιορισμένου πολέμου είναι αυτό που μπορεί να επιφέρει εστιασμένα στρατιωτικά πλήγματα, τα οποία θα έχουν έμμεση αλλά έντονη επίδραση στο γόητρο του πολιτικοστρατιωτικού κατεστημένου, τέτοιου είδους που να μπορούν να απειλήσουν την ισορροπία του τουρκικού πολιτικοκοινωνικού οικοδομήματος. Σε κάθε περίπτωση, η αποτρεπτική μας στρατηγική θα πρέπει να σχεδιάζεται και να υλοποιείται με βάση τις ιδιαιτερότητες του αντιπάλου (enemy-centric strategy), ώστε να βρίσκεται σε «αρμονία» με αυτόν.
Αναγκαία η αναπροσαρμογή
Θα πρέπει επίσης να επιδιώκουμε την προσαρμογή της πολεμικής μας μεθοδολογίας και φιλοσοφίας και της συνακόλουθης αποτρεπτικής πρότασης στα πολιτικογεωγραφικά δεδομένα της σύρραξης.
Τέλος, μια αξιόπιστη αποτρεπτική πρόταση εδράζεται πάνω σε μια ρεαλιστική αλλά και φιλόδοξη, συνεχή και αδιάλειπτη προσπάθεια του στρατεύματος να αναζητεί, να επεξεργάζεται, να αμφισβητεί και να αναπροσαρμόζει τακτικές, στρατηγικές, οπλικά συστήματα και μεθοδολογίες που να έχουν σοβαρή πιθανότητα να επιτύχουν συντριπτικό πλήγμα στον αντίπαλο υπό όλες τις συνθήκες και στο πλαίσιο όλων των δυνατών πολεμικών σεναρίων που μπορεί να προκύψουν. Από ένα θερμό επεισόδιο μέχρι έναν ολοκληρωτικό πόλεμο. Κατά την άποψη του γράφοντος, ένα μοντέλο εστιασμένων πληγμάτων που αποσκοπεί στην προσβολή του γοήτρου του τουρκικού πολιτικοστρατιωτικού κατεστημένου στα μάτια του τουρκικού λαού μπορεί να επιτύχει αυτό το αποτέλεσμα σε όλο το φάσμα των δυνατών πολεμικών επεισοδίων.
0 ρόλος της ήττας
Υπάρχουν πολλών ειδών ήττες κι εμείς εδώ απομονώνουμε δύο, τις «ήττες-εφαλτήρια» που λειτουργούν συσπειρωτικά και ως βάση έδρασης για την ανασυγκρότηση και την εξαπόλυση ανταποδοτικών ενεργειών, είτε άμεσα είτε σε βάθος χρόνου, και τις «ήττες-χιονοστιβάδες», οι οποίες οδηγούν στην ενεργοποίηση μηχανισμών-ντόμινο, που φέρνουν ακόμα περισσότερη αποδιοργάνωση στον πολιτικοστρατιωτικό μηχανισμό του αντιπάλου, προκαλώντας του παράλυση, τουλάχιστον σε μεσοπρόθεσμο ή, έστω, βραχυπρόθεσμο χρονικό ορίζοντα.
Αν ο εχθρός αξιοποιήσει την ήττα του ως βάση συσπείρωσης και ανασυγκρότησης τότε μπορεί να οδηγηθούμε σε πολύ επικίνδυνες καταστάσεις και φυσικά δεν μπορούμε να οικοδομήσουμε επαρκή αποτρεπτική ικανότητα με παρόμοιες «νίκες». Αυτή η υποκειμενικότητα του αποτελέσματος πιθανώς φαίνεται αφύσικη σε όσους έχουν μάθει να θεωρούν τον πόλεμο παρτίδα σκάκι. Στον πραγματικό κόσμο όμως τα πράγματα δεν είναι τόσο ξεκάθαρα.
Ας μην ξεχνάμε ότι μια από τις αιτίες που οδήγησαν στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο ήταν η άρνηση της γερμανικής κοινωνίας να δεχτεί το αποτέλεσμα του Α' Παγκοσμίου Πολέμου ως καθαρή ήττα, με αποτέλεσμα να αναπτυχθεί η θεωρία περί «πισώπλευρου μαχαιρώματος». Φυσικά, η αδυναμία αυτή θα μπορούσε να εκληφθεί και ως ευθύνη και των συμμαχικών κυβερνήσεων που δεν έλαβαν υπόψη τους αυτό το ενδεχόμενο και δεν επεδίωξαν μια σαρωτική νίκη κατά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, έστω κι αν αυτή οδηγούσε σε πολύ μεγαλύτερες απώλειες. Στην πραγματικότητα, βέβαια, αυτό είναι κάτι που μάλλον δεν μπορούσε να συμβεί. Ο πόλεμος είχε φτάσει σε ακρότατα όρια και παρόμοιες «ρεαλιστικές» σκέψεις απλώς ήταν εκτός πραγματικότητας. Άλλωστε, το μόνο ίσως για το οποίο δεν μπορούν να κατηγορηθούν οι κυβερνήσεις των χωρών που ενεπλάκησαν στον Ά Παγκόσμιο Πόλεμο είναι ότι υπήρξαν φειδωλές με τις ζωές των στρατιωτών τους..
Ασαφείς πτυχές της αποτροπής
Για την υλοποίηση της επαρκούς απειλής που προέρχεται από την αβεβαιότητα των πολεμικών αποτελεσμάτων, πιθανώς θα ήταν καλό να υπάρχει και μια «σκοτεινή» αποτρεπτική ικανότητα. Δηλαδή, να διαθέτουμε «κάτι» που μπορεί να απειλήσει τον αντίπαλο, με τρόπους όμως που δεν θα προσδιορίζουμε. Όμως κι εδώ ισχύει η αρχή της σαφήνειας της αποτροπής. Δηλαδή, θα πρέπει να του γνωστοποιήσουμε ότι διαθέτουμε αυτό το «κάτι», χωρίς όμως να εξηγήσουμε ακριβώς τι είναι αυτό.
Ας σκεφτούμε πολύ απλά ότι δημιουργούμε ένα κέντρο ανάπτυξης ασύμμετρων ικανοτήτων ή διακηρύσσουμε στην (όποια...) αμυντική μας βίβλο ότι στρατηγικός μας στόχος είναι η ανάπτυξη ασύμμετρων ικανοτήτων για το στράτευμά μας. Σε αυτή την περίπτωση αφήνουμε τον αντίπαλο να δουλέψει για λογαριασμό μας. Πολύ απλά, επειδή οι ασύμμετρες απειλές δύσκολα μπορεί να προσδιοριστούν, πολύ δύσκολα μπορείς να προσδιορίσεις τι ακριβώς «ασύμμετρες» ικανότητες έχει ο αντίπαλος και αυτό σου προκαλεί ανασφάλεια. Δηλαδή, η απλή έναρξη προσπάθειας ανάπτυξης «ασύμμετρων» - «ανορθόδοξων» -«υβριδικών» ικανοτήτων (ή όποιου άλλου όρου της μόδας θα ισχύει τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο) αυξάνει την ασάφεια της αποτρεπτικής μας ικανότητας ενισχύει το «μυθικό» στοιχείο της αποτρεπτικής μας πρότασης και δημιουργεί μόνιμη ανασφάλεια στον αντίπαλο. Μάλιστα, η μεθοδολογία αυτή μπορεί να λειτουργήσει καλύτερα εναντίον ισχυρών και προηγμένων αντιπάλων, οι οποίοι διαθέτουν πολύπλοκους και ισχυρούς μηχανισμούς αντιμετώπισης και προσδιορισμού των ασύμμετρων απειλών.
Συγγενή αποτελέσματα με αυτά της έναρξης ανάπτυξης ασύμμετρων ικανοτήτων μπορούμε ίσως να επιτύχουμε με την επίσημη έναρξης μιας «επανάστασης στις στρατιωτικές υποθέσεις» στο ελληνικό στράτευμα, μια ελληνική RMA, κάτι που θα προκαλέσει ανασφάλεια στον αντίπαλο, θα τον θέσει στη διαδικασία να ψάχνει τι ακριβώς θέλουμε να επιτύχουμε και τι μπορούμε να δημιουργήσουμε.
Στο ίδιο πλαίσιο μπορούμε να εντάξουμε την ανάπτυξη ή, έστω, την ανακοίνωση ανάπτυξης ενός ολιστικού, επικοινωνιοκεντρικού μοντέλου πολέμου, σαν αυτό που εξετάζεται στη μελέτη War 2.0 κι έχει εφαρμοστεί σε διάφορα μοντέλα υβριδικού πολέμου, σαν αυτά που έχουν εμφανιστεί στις συγκρούσεις του Ισραήλ με τη Χαμάς και τη Χεζμπολάχ.
Επίσης θα πρέπει και αυτή η όποια «σκοτεινή αποτροπή» να διακατέχεται από την αρχή της αξιοπιστίας, δηλαδή ο αντίπαλος να θεωρεί ότι κατέχουμε αυτό το «κάτι» και ότι αυτό το «κάτι» έχει σοβαρές πιθανότητες να είναι εξαιρετικά επικίνδυνο γι΄ αυτόν.
* Ο Κωνσταντίνος Γρίβας είναι αναπληρωτής καθηγητής Γεωπολιτικής στη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων και διδάσκει Γεωγραφία της Ασφάλειας στην Ευρύτερη Μέση Ανατολή στο Τμήμα Τουρκικών και Σύγχρονων Ασιατικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών.
(ΕΠΙΚΑΙΡΑ-09/06/18)
staratalogia
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Το στρες στη δουλειά μάς κάνει καρδιακούς
ΕΠΟΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Οι "πολυθεσίτες" παίκτες λύνουν τα χέρια του Ουζουνίδη
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ