2018-06-18 11:22:06
Το ποιος είναι το αφεντικό είναι κάτι σαφώς πιο περίπλοκο όταν μιλάμε για κρεβάτι Νίκη, 26, διαφημίστρια
Τέλη Αυγούστου, πέρυσι, φύλαγα Θερμοπύλες στο γραφείο προετοιμάζοντας ένα πρότζεκτ που θα έτρεχε το Σεπτέμβρη.
Τους είχα στείλει όλους διακοπές εκτός από τον Αντώνη, έναν γ’ βοηθό, που τον είχα κρατήσει ίσα ίσα για να μην τρέχω εγώ σε εξωτερικές δουλειές.
Η αλήθεια είναι πως σχεδόν όλα ήταν έτοιμα, αλλά το άγχος του επικεφαλής του πρότζεκτ δεν με άφηνε να λείψω από το γραφείο. Μέχρι εκείνη την εβδομάδα του Αυγούστου με τον Αντώνη ανταλλάσσαμε ένα τυπικό γεια – κι αυτό καμιά φορά.
Ήταν ένα ευγενέστατο, γλυκό αγόρι, που είχε προσληφθεί πριν από κάποιους μήνες και οι φήμες έλεγαν πως ήταν πρόθυμος και αποτελεσματικός. Αποδείχτηκε πως ήταν, αλλά όχι όπως το εννοούσαν οι υπόλοιποι του γραφείου.
Είχαμε μείνει μόνο οι δυο μας στον όροφο, αλλα επικοινωνούσαμε κυρίως από το τηλέφωνο.
Και οι δύο προσπαθούσαμε να είμαστε πολύ τυπικοί μεταξύ μας δεδομένης της αμηχανίας που προκαλούσε η ερημιά του ορόφου. Η μόνη επαφή «εκτός δουλειάς» γινόταν το μεσημέρι, όταν ο Αντώνης παραλάμβανε το ντελίβερι και μου το έφερνε στο γραφείο. Τότε ανταλλάσσαμε δυο τρία τυπικά ακόμη, από τα οποία εγώ είχα μάθει ότι ο Αντώνης είχε μια σταθερή σχέση κι εκείνος ότι ήμουν μόνη μου (γιατί, τι έκανα αλήθεια στο γραφείο Αυγουστιάτικα;). Έπειτα άφηνε το πακέτο κι έφευγε, αυτό ήταν. Αποφεύγαμε επίσης να φάμε μαζί, για να μην παρατείνουμε κι άλλο την αμηχανία.
Εκείνη την Παρασκευή είχα αποφασίσει να μην πάω με τη συνηθισμένη μου «στολή γραφείου», κάτι αυστηρά που φορούσα συνήθως, μια και δεν θα έβλεπα κανέναν. Πλην του Αντώνη. Χωρίς να το πολυσκεφτώ, έβαλα ένα κοντό φορεματάκι και βγήκα. Όταν έφτασα στην εταιρεία και τον αντίκρισα να λιώνει αυγουστιάτικα μες στο κοστούμι του, ένιωσα λίγο άσχημα που δεν κράτησα το τυπικό του γραφείου. Μόνο συγνώμη που δεν ζήτησα. Εκείνος, αντίθετα, με κοίταξε σαν να με έβλεπε πρώτη φορά. Ή, μάλλον, σαν να με αντιμετώπιζε πρώτη φορά ως κανονικό άνθρωπο και όχι ως το «αφεντικό» του. Με σκάναρε από πάνω μέχρι κάτω κι εγώ ένιωσα σχεδόν γ....μνή απέναντί του χωρίς τη στολή μου.
Χάθηκα στο γραφείο μου και άρχισα να δουλεύω, αλλά από εκείνη τη στιγμή μια περίεργη ιδέα είχε καρφωθεί στο κεφάλι μου. Κάτι με ανησυχούσε και δεν με άφηνε να συγκεντρωθώ. Έπιασα τον εαυτό μου να περιμένει πότε θα σηκώσει το τηλέφωνο ο Αντώνης για να ζητήσει τη βοήθειά μου για κάτι. Επίσης, ένιωσα να ενοχλούμαι που οι ώρες περνούσαν και το τηλέφωνο δεν χτυπούσε. Ταυτόχρονα συνειδητοποιούσα το βαθμό της απελπισίας μου: Περίμενα ένα τηλέφωνο –ακόμα και επαγγελματικό– για να με βγάλει για δευτερόλεπτα από την πλήξη μου.
Κάποια στιγμή έφτασε μεσημέρι, είχα πεθάνει της πείνας και το ντελίβερι δεν ερχόταν. Σήκωσα το τηλέφωνο και κάλεσα τον Αντώνη με την ψυχολογία γυναίκας που την έχουν στήσει. Εκείνος απάντησε πολύ απλά «Εδώ είναι. Στο γραφείο μου», χωρίς καμία διάθεση να διορθώσει το «λάθος» του. Δεν χρειάστηκε να ρωτήσω γιατί ή να του ζητήσω να το φέρει. Απλώς πήγα.
Προς μεγάλη μου έκπληξη, ο Αντώνης μόνο τραπέζι δεν είχε στρώσει, εμοιαζε σαν να με περίμενε εδω και ωρα. Φαινόταν ότι, ήθελα δεν ήθελα, σήμερα θα τρώγαμε μαζί. Αν έκρινα από την παραγγελία που ήταν αραδιασμένη πάνω στο γραφείο του, θα πίναμε κιόλας. Έτσι και έγινε. Και με τη βοήθεια του κρασιού καταφέραμε να λυθούμε. Το περίεργο ήταν πως, όσο ο πάγος έσπαγε, τόσο ο Αντώνης γινόταν κατά κάποιον τρόπο όλο και περισσότερο «εξουσιαστικός» απέναντί μου. Στο τρίτο ποτήρι θα μπορούσε να πει κανείς ότι οι ρόλοι μας είχαν αντιστραφεί. Και ότι δεν είχα κανένα πρόβλημα με αυτό.
Ο Αντώνης ήταν τώρα εκείνος που έκρινε τη δουλειά μου, αλλά κυρίως εμένα την ίδια:
Πως είμαι συνεχώς στην τσίτα, πως αποπαίρνω τους άλλους χωρίς να το καταλαβαίνω, πως δίνω την εικόνα ψυχρού αγάλματος, ενώ το μόνο που θέλω κι εγώ όπως όλοι είναι... Ναι; Περίμενα ν’ ακούσω τι νόμιζε ότι θέλω όταν πλησίασε το πρόσωπό του στο δικό μου και έμπλεξε το χέρι του μέσα στα μαλλιά μου. Αλλά δεν είπε τίποτα, ούτε με φίλησε.
Με κρατούσε από τα μαλλιά και με κοίταζε στα μάτια κι εγώ δεν έκανα καμία κίνηση για να τον διευκολύνω. Μόνο του χαμογέλασα με αυθάδεια. Με το γόνατό του προσπάθησε να μου ανοίξει τα πόδια, αλλά δεν τον άφησα. Σηκώθηκα. «Έλα στο γραφείο μου» του είπα καθώς απομακρυνόμουν. Σε δευτερόλεπτα όμως τον ένιωσα να με πιάνει από τα μπράτσα και να με κολλάει στον τοίχο. «Αυτά που ξέρεις, να τα ξεχάσεις» μου ψιθύρισε στο αυτί βάζοντας το χέρι του κάτω από το φόρεμά μου.
Όταν έβαλε τα δάχτυλά του μέσα μου, μου ήταν αδύνατο να κρατηθώ στα πόδια μου. Δεν είχα κανέναν έλεγχο, ενώ εκείνος το ένιωθε και το χαιρόταν. Στη συνέχεια φόρεσε ένα προφυλακτικό και μπήκε μέσα μου με φόρα, ενώ με το χέρι του μου έκλεινε το στόμα. Εγώ τον δάγκωνα, και το παιχνίδι μας συνεχιζόταν με εκείνον να βάζει περισσότερη ορμή σε κάθε του κίνηση. Μόλις πήγαινα να πάρω μια πρωτοβουλία, εκείνος μου το απαγόρευε δαγκώνοντάς με στο λαιμό, στους ώμους, στα μπράτσα και δίνοντάς μου ξυλιές στα οπ...σθια.
Είχα πάρει ένα ρόλο τελείως παθητικό, κι αυτό με έφτιαχνε τρελά. Κάποια στιγμή εκείνος τελείωσε και βγήκε από μέσα μου, αφήνοντάς με να τρέμω. Φοβήθηκα ότι θα με παρατούσε εκεί έτσι, αλλά αντί να φύγει, μου άνοιξε τα πόδια και έσκυψε ανάμεσά τους χαρίζοντάς μου το μεγαλύτερο οργ.....σμό της ζωής μου. Την επόμενη μέρα δεν πήγαμε στο γραφείο. Την περάσαμε στο κρεβάτι μου και σε διάφορα άλλα έπιπλα του σπιτιού μου. Αυστηρά σε ώρες γραφείου, φυσικά.
*Το ονόματα έχουν αλλάξει για ευνόητους λόγους. Tromaktiko
Τέλη Αυγούστου, πέρυσι, φύλαγα Θερμοπύλες στο γραφείο προετοιμάζοντας ένα πρότζεκτ που θα έτρεχε το Σεπτέμβρη.
Τους είχα στείλει όλους διακοπές εκτός από τον Αντώνη, έναν γ’ βοηθό, που τον είχα κρατήσει ίσα ίσα για να μην τρέχω εγώ σε εξωτερικές δουλειές.
Η αλήθεια είναι πως σχεδόν όλα ήταν έτοιμα, αλλά το άγχος του επικεφαλής του πρότζεκτ δεν με άφηνε να λείψω από το γραφείο. Μέχρι εκείνη την εβδομάδα του Αυγούστου με τον Αντώνη ανταλλάσσαμε ένα τυπικό γεια – κι αυτό καμιά φορά.
Ήταν ένα ευγενέστατο, γλυκό αγόρι, που είχε προσληφθεί πριν από κάποιους μήνες και οι φήμες έλεγαν πως ήταν πρόθυμος και αποτελεσματικός. Αποδείχτηκε πως ήταν, αλλά όχι όπως το εννοούσαν οι υπόλοιποι του γραφείου.
Είχαμε μείνει μόνο οι δυο μας στον όροφο, αλλα επικοινωνούσαμε κυρίως από το τηλέφωνο.
Και οι δύο προσπαθούσαμε να είμαστε πολύ τυπικοί μεταξύ μας δεδομένης της αμηχανίας που προκαλούσε η ερημιά του ορόφου. Η μόνη επαφή «εκτός δουλειάς» γινόταν το μεσημέρι, όταν ο Αντώνης παραλάμβανε το ντελίβερι και μου το έφερνε στο γραφείο. Τότε ανταλλάσσαμε δυο τρία τυπικά ακόμη, από τα οποία εγώ είχα μάθει ότι ο Αντώνης είχε μια σταθερή σχέση κι εκείνος ότι ήμουν μόνη μου (γιατί, τι έκανα αλήθεια στο γραφείο Αυγουστιάτικα;). Έπειτα άφηνε το πακέτο κι έφευγε, αυτό ήταν. Αποφεύγαμε επίσης να φάμε μαζί, για να μην παρατείνουμε κι άλλο την αμηχανία.
Εκείνη την Παρασκευή είχα αποφασίσει να μην πάω με τη συνηθισμένη μου «στολή γραφείου», κάτι αυστηρά που φορούσα συνήθως, μια και δεν θα έβλεπα κανέναν. Πλην του Αντώνη. Χωρίς να το πολυσκεφτώ, έβαλα ένα κοντό φορεματάκι και βγήκα. Όταν έφτασα στην εταιρεία και τον αντίκρισα να λιώνει αυγουστιάτικα μες στο κοστούμι του, ένιωσα λίγο άσχημα που δεν κράτησα το τυπικό του γραφείου. Μόνο συγνώμη που δεν ζήτησα. Εκείνος, αντίθετα, με κοίταξε σαν να με έβλεπε πρώτη φορά. Ή, μάλλον, σαν να με αντιμετώπιζε πρώτη φορά ως κανονικό άνθρωπο και όχι ως το «αφεντικό» του. Με σκάναρε από πάνω μέχρι κάτω κι εγώ ένιωσα σχεδόν γ....μνή απέναντί του χωρίς τη στολή μου.
Χάθηκα στο γραφείο μου και άρχισα να δουλεύω, αλλά από εκείνη τη στιγμή μια περίεργη ιδέα είχε καρφωθεί στο κεφάλι μου. Κάτι με ανησυχούσε και δεν με άφηνε να συγκεντρωθώ. Έπιασα τον εαυτό μου να περιμένει πότε θα σηκώσει το τηλέφωνο ο Αντώνης για να ζητήσει τη βοήθειά μου για κάτι. Επίσης, ένιωσα να ενοχλούμαι που οι ώρες περνούσαν και το τηλέφωνο δεν χτυπούσε. Ταυτόχρονα συνειδητοποιούσα το βαθμό της απελπισίας μου: Περίμενα ένα τηλέφωνο –ακόμα και επαγγελματικό– για να με βγάλει για δευτερόλεπτα από την πλήξη μου.
Κάποια στιγμή έφτασε μεσημέρι, είχα πεθάνει της πείνας και το ντελίβερι δεν ερχόταν. Σήκωσα το τηλέφωνο και κάλεσα τον Αντώνη με την ψυχολογία γυναίκας που την έχουν στήσει. Εκείνος απάντησε πολύ απλά «Εδώ είναι. Στο γραφείο μου», χωρίς καμία διάθεση να διορθώσει το «λάθος» του. Δεν χρειάστηκε να ρωτήσω γιατί ή να του ζητήσω να το φέρει. Απλώς πήγα.
Προς μεγάλη μου έκπληξη, ο Αντώνης μόνο τραπέζι δεν είχε στρώσει, εμοιαζε σαν να με περίμενε εδω και ωρα. Φαινόταν ότι, ήθελα δεν ήθελα, σήμερα θα τρώγαμε μαζί. Αν έκρινα από την παραγγελία που ήταν αραδιασμένη πάνω στο γραφείο του, θα πίναμε κιόλας. Έτσι και έγινε. Και με τη βοήθεια του κρασιού καταφέραμε να λυθούμε. Το περίεργο ήταν πως, όσο ο πάγος έσπαγε, τόσο ο Αντώνης γινόταν κατά κάποιον τρόπο όλο και περισσότερο «εξουσιαστικός» απέναντί μου. Στο τρίτο ποτήρι θα μπορούσε να πει κανείς ότι οι ρόλοι μας είχαν αντιστραφεί. Και ότι δεν είχα κανένα πρόβλημα με αυτό.
Ο Αντώνης ήταν τώρα εκείνος που έκρινε τη δουλειά μου, αλλά κυρίως εμένα την ίδια:
Πως είμαι συνεχώς στην τσίτα, πως αποπαίρνω τους άλλους χωρίς να το καταλαβαίνω, πως δίνω την εικόνα ψυχρού αγάλματος, ενώ το μόνο που θέλω κι εγώ όπως όλοι είναι... Ναι; Περίμενα ν’ ακούσω τι νόμιζε ότι θέλω όταν πλησίασε το πρόσωπό του στο δικό μου και έμπλεξε το χέρι του μέσα στα μαλλιά μου. Αλλά δεν είπε τίποτα, ούτε με φίλησε.
Με κρατούσε από τα μαλλιά και με κοίταζε στα μάτια κι εγώ δεν έκανα καμία κίνηση για να τον διευκολύνω. Μόνο του χαμογέλασα με αυθάδεια. Με το γόνατό του προσπάθησε να μου ανοίξει τα πόδια, αλλά δεν τον άφησα. Σηκώθηκα. «Έλα στο γραφείο μου» του είπα καθώς απομακρυνόμουν. Σε δευτερόλεπτα όμως τον ένιωσα να με πιάνει από τα μπράτσα και να με κολλάει στον τοίχο. «Αυτά που ξέρεις, να τα ξεχάσεις» μου ψιθύρισε στο αυτί βάζοντας το χέρι του κάτω από το φόρεμά μου.
Όταν έβαλε τα δάχτυλά του μέσα μου, μου ήταν αδύνατο να κρατηθώ στα πόδια μου. Δεν είχα κανέναν έλεγχο, ενώ εκείνος το ένιωθε και το χαιρόταν. Στη συνέχεια φόρεσε ένα προφυλακτικό και μπήκε μέσα μου με φόρα, ενώ με το χέρι του μου έκλεινε το στόμα. Εγώ τον δάγκωνα, και το παιχνίδι μας συνεχιζόταν με εκείνον να βάζει περισσότερη ορμή σε κάθε του κίνηση. Μόλις πήγαινα να πάρω μια πρωτοβουλία, εκείνος μου το απαγόρευε δαγκώνοντάς με στο λαιμό, στους ώμους, στα μπράτσα και δίνοντάς μου ξυλιές στα οπ...σθια.
Είχα πάρει ένα ρόλο τελείως παθητικό, κι αυτό με έφτιαχνε τρελά. Κάποια στιγμή εκείνος τελείωσε και βγήκε από μέσα μου, αφήνοντάς με να τρέμω. Φοβήθηκα ότι θα με παρατούσε εκεί έτσι, αλλά αντί να φύγει, μου άνοιξε τα πόδια και έσκυψε ανάμεσά τους χαρίζοντάς μου το μεγαλύτερο οργ.....σμό της ζωής μου. Την επόμενη μέρα δεν πήγαμε στο γραφείο. Την περάσαμε στο κρεβάτι μου και σε διάφορα άλλα έπιπλα του σπιτιού μου. Αυστηρά σε ώρες γραφείου, φυσικά.
*Το ονόματα έχουν αλλάξει για ευνόητους λόγους. Tromaktiko
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Το μεγάλο "όχι" στο "Power Of Love"...
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ