2018-07-14 12:34:20
Σε μια περίοδο που τα επιτόκια καταθέσεων έχουν υποχωρήσει σε πολύ χαμηλά επίπεδα και συνεχίζουν να ακολουθούν πλαγιοπτωτική τάση, οι τράπεζες επιδιώκουν να ικανοποιήσουν τους πελάτες-αποταμιευτές τους προσφέροντάς τους εναλλακτικές επενδυτικές λύσεις.
Οι προθεσμιακοί καταθέτες «παλαιού χρήματος» δύσκολα πλέον μπορούν να καρπωθούν ετήσιες αποδόσεις ανώτερες του 0,50%, ενώ για ποσά λίγων δεκάδων χιλιάδων ευρώ, τα προσφερόμενα επιτόκια πέφτουν ακόμη χαμηλότερα.
Πάντως, οι τράπεζες προσφέρουν συχνά κάπως καλύτερα επιτόκια σε καταθέσεις «νέου χρήματος» (είτε χαρτονομίσματα από θυρίδες και… στρώματα, είτε εμβάσματα από το εξωτερικό), ή ενίοτε και σε τοποθετήσεις «παλαιού χρήματος» που προέρχεται από τον ανταγωνισμό.
Μέσα σ’ αυτό το περιβάλλον, οι τράπεζες εντείνουν τις προσπάθειές τους στην προσφορά εναλλακτικών τοποθετήσεων προς τους μεγαλύτερους καταθέτες τους, με δέλεαρ την εγγύηση τουλάχιστον του αρχικού τους κεφαλαίου και παράλληλα την πιθανή -κάτω από προϋποθέσεις- επίτευξη αποδόσεων που μπορεί να φτάσουν σε πολύ υψηλότερα επίπεδα (και όλα αυτά, υπό τους περιορισμούς της Mifid-II, προκειμένου τα προϊόντα αυτά να είναι συμβατά με το επενδυτικό προφίλ κάθε πελάτη).
Μερικές από τις προσφερόμενες λύσεις-προϊοντικές επιλογές, οι οποίες ενίοτε διαφοροποιούνται κατά τακτά χρονικά διαστήματα, είναι:
* Η στροφή προς ελληνικά ομολογιακά αμοιβαία κεφάλαια, είτε αυτά εστιάζουν σε κρατικούς τίτλους, είτε σε εταιρικά ομόλογα (με δεδομένο ότι τα yields των ελληνικών εταιρικών εκδόσεων κυμαίνονται από 1% έως 5,5%, πιθανολογείται μια ετήσια απόδοση ανώτερη από αυτή των καταθετικών επιτοκίων, με διαφορετικό βέβαια επίπεδο επενδυτικού ρίσκου).
* Η προσφορά προϊόντων που προσφέρουν ελάχιστη ετήσια απόδοση και πιθανή υπεραπόδοση ανάλογα με την πορεία των μετοχών στο Χρηματιστήριο της Αθήνας. Π.χ. τράπεζα προσφέρει ελάχιστη ετήσια απόδοση 0,3% και μέγιστη 7%, ανάλογα με το πώς θα εξελιχθεί η τιμή του δείκτη FTSE-ASE/25 κατά τα επόμενα έξι δίμηνα.
* Πέρα όμως από τις μετοχές του ΧΑ, υπάρχουν και άλλα «στοιχήματα» που μπορεί να κερδίσει ο αποταμιευτής, προκειμένου να καρπωθεί υψηλότερα επιτόκια. Για παράδειγμα, τράπεζα προσφέρει προϊόν με ετήσια απόδοση το τριπλάσιο της απόλυτης τιμής του τριμηνιαίου Euribor με ελάχιστο ετησιοποιημένο επιτόκιο το 0,30% και μέγιστο το 2%. Άλλο προϊόν, δίμηνης αυτή τη φορά χρονικής διάρκειας, προσφέρει ετησιοποιημένο επιτόκιο μεταξύ του 0,30% και του 2%, ανάλογα με το πώς θα εξελιχθεί στο συγκεκριμένο χρονικό διάστημα η συναλλαγματική ισοτιμία των δύο νομισμάτων.
* Δεν απουσιάζει (συνήθως κάτω από προϋποθέσεις) και η προσφορά καταθετικών προϊόντων σε όρους δολαρίου, όπου τα επιτόκια είναι μεν σαφώς υψηλότερα, πλην όμως ο πελάτης αναλαμβάνει τον συναλλαγματικό κίνδυνο (πιθανότητα διολίσθησης του αμερικανικού νομίσματος, έναντι του ευρώ).
* Από το… μενού των εναλλακτικών επιλογών δεν λείπουν και τα μακροπρόθεσμα (συνήθως δεκαετή) ασφαλιστικά-επενδυτικά προϊόντα, που εγγυώνται ετήσια απόδοση συνήθως μεταξύ του 1,5% και του 2%. Τέτοια προϊόντα δεν προσφέρονται μόνο μέσω τραπεζών αλλά και μέσω ασφαλιστικών εταιρειών που δεν συνεργάζονται με τραπεζικά δίκτυα. Τα βασικά επιχειρήματα των υποστηρικτών της συγκεκριμένης επένδυσης είναι δύο: α) Η ανάγκη για μακροχρόνια αποταμίευση και συμπληρωματική σύνταξη θεωρείται πλέον επιτακτική και β) Σε μια εποχή όπου η αγορά ακινήτων παρουσιάζει σοβαρά ζητήματα και τα καταθετικά επιτόκια είναι τόσο χαμηλά, τα επενδυτικά-ασφαλιστικά προϊόντα θα μπορούσαν να αποτελούν μια ενδεχόμενη εναλλακτική λύση.
Πηγή Tromaktiko
Οι προθεσμιακοί καταθέτες «παλαιού χρήματος» δύσκολα πλέον μπορούν να καρπωθούν ετήσιες αποδόσεις ανώτερες του 0,50%, ενώ για ποσά λίγων δεκάδων χιλιάδων ευρώ, τα προσφερόμενα επιτόκια πέφτουν ακόμη χαμηλότερα.
Πάντως, οι τράπεζες προσφέρουν συχνά κάπως καλύτερα επιτόκια σε καταθέσεις «νέου χρήματος» (είτε χαρτονομίσματα από θυρίδες και… στρώματα, είτε εμβάσματα από το εξωτερικό), ή ενίοτε και σε τοποθετήσεις «παλαιού χρήματος» που προέρχεται από τον ανταγωνισμό.
Μέσα σ’ αυτό το περιβάλλον, οι τράπεζες εντείνουν τις προσπάθειές τους στην προσφορά εναλλακτικών τοποθετήσεων προς τους μεγαλύτερους καταθέτες τους, με δέλεαρ την εγγύηση τουλάχιστον του αρχικού τους κεφαλαίου και παράλληλα την πιθανή -κάτω από προϋποθέσεις- επίτευξη αποδόσεων που μπορεί να φτάσουν σε πολύ υψηλότερα επίπεδα (και όλα αυτά, υπό τους περιορισμούς της Mifid-II, προκειμένου τα προϊόντα αυτά να είναι συμβατά με το επενδυτικό προφίλ κάθε πελάτη).
Μερικές από τις προσφερόμενες λύσεις-προϊοντικές επιλογές, οι οποίες ενίοτε διαφοροποιούνται κατά τακτά χρονικά διαστήματα, είναι:
* Η στροφή προς ελληνικά ομολογιακά αμοιβαία κεφάλαια, είτε αυτά εστιάζουν σε κρατικούς τίτλους, είτε σε εταιρικά ομόλογα (με δεδομένο ότι τα yields των ελληνικών εταιρικών εκδόσεων κυμαίνονται από 1% έως 5,5%, πιθανολογείται μια ετήσια απόδοση ανώτερη από αυτή των καταθετικών επιτοκίων, με διαφορετικό βέβαια επίπεδο επενδυτικού ρίσκου).
* Η προσφορά προϊόντων που προσφέρουν ελάχιστη ετήσια απόδοση και πιθανή υπεραπόδοση ανάλογα με την πορεία των μετοχών στο Χρηματιστήριο της Αθήνας. Π.χ. τράπεζα προσφέρει ελάχιστη ετήσια απόδοση 0,3% και μέγιστη 7%, ανάλογα με το πώς θα εξελιχθεί η τιμή του δείκτη FTSE-ASE/25 κατά τα επόμενα έξι δίμηνα.
* Πέρα όμως από τις μετοχές του ΧΑ, υπάρχουν και άλλα «στοιχήματα» που μπορεί να κερδίσει ο αποταμιευτής, προκειμένου να καρπωθεί υψηλότερα επιτόκια. Για παράδειγμα, τράπεζα προσφέρει προϊόν με ετήσια απόδοση το τριπλάσιο της απόλυτης τιμής του τριμηνιαίου Euribor με ελάχιστο ετησιοποιημένο επιτόκιο το 0,30% και μέγιστο το 2%. Άλλο προϊόν, δίμηνης αυτή τη φορά χρονικής διάρκειας, προσφέρει ετησιοποιημένο επιτόκιο μεταξύ του 0,30% και του 2%, ανάλογα με το πώς θα εξελιχθεί στο συγκεκριμένο χρονικό διάστημα η συναλλαγματική ισοτιμία των δύο νομισμάτων.
* Δεν απουσιάζει (συνήθως κάτω από προϋποθέσεις) και η προσφορά καταθετικών προϊόντων σε όρους δολαρίου, όπου τα επιτόκια είναι μεν σαφώς υψηλότερα, πλην όμως ο πελάτης αναλαμβάνει τον συναλλαγματικό κίνδυνο (πιθανότητα διολίσθησης του αμερικανικού νομίσματος, έναντι του ευρώ).
* Από το… μενού των εναλλακτικών επιλογών δεν λείπουν και τα μακροπρόθεσμα (συνήθως δεκαετή) ασφαλιστικά-επενδυτικά προϊόντα, που εγγυώνται ετήσια απόδοση συνήθως μεταξύ του 1,5% και του 2%. Τέτοια προϊόντα δεν προσφέρονται μόνο μέσω τραπεζών αλλά και μέσω ασφαλιστικών εταιρειών που δεν συνεργάζονται με τραπεζικά δίκτυα. Τα βασικά επιχειρήματα των υποστηρικτών της συγκεκριμένης επένδυσης είναι δύο: α) Η ανάγκη για μακροχρόνια αποταμίευση και συμπληρωματική σύνταξη θεωρείται πλέον επιτακτική και β) Σε μια εποχή όπου η αγορά ακινήτων παρουσιάζει σοβαρά ζητήματα και τα καταθετικά επιτόκια είναι τόσο χαμηλά, τα επενδυτικά-ασφαλιστικά προϊόντα θα μπορούσαν να αποτελούν μια ενδεχόμενη εναλλακτική λύση.
Πηγή Tromaktiko
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ