2018-07-16 21:06:22
Το όνομά μου είναι Βαπτιστής, η μητέρα μου το άλλαξε από αντίδραση και το έκανε «Τίτος» Εξαιτίας του έχω τραβήξει πολλά – το bullying είναι κάτι διαχρονικό, δεν είναι φαινόμενο της σημερινής εποχής.
Πολλοί πίστευαν ότι είμαι Κρητικός –υπάρχει ο Άγιος Τίτος στο Ηράκλειο–, άλλοι ότι με έλεγαν Τίτο λόγω του ηγέτη της κομμουνιστικής Γιουγκοσλαβίας και έρχονταν να μου πουν «καλά, έχεις το όνομα αυτού του προδότη;». Κατά τη διάρκεια του πολέμου ο πατέρας μου ήθελε να βρει ένα σπίτι με καταφύγιο, επειδή υπήρχαν φόβοι ότι θα βομβαρδιζόταν η Αθήνα. Έτσι, μείναμε για 25 συναπτά έτη στην οδό Μάρνη 48. Στη συλλογή μου Συγκατοίκηση με το Παρόν, στο ποίημα «Το Σπίτι» έχω γράψει όλα όσα πέρασα σε αυτό («όταν το αδειάσαμε, με τη μητέρα μου να κλαίει, πατούσα τα τριάντα πέντε, μια ηλικία που γι' άλλους σταθεροποιούνται τα προσωρινά, γι' άλλους ένα-ένα τα σταθερά ανατρέπονται»).
Σε αυτό το σπίτι με βρήκε ο πόλεμος, η Κατοχή και ο Εμφύλιος. Όταν με ρωτούσαν τι θα γίνω όταν μεγαλώσω, μου άρεσε να λέω ότι θα γίνω αεροπόρος, αλλά η παιδική μου ηλικία περιείχε έντονα το στοιχείο του θεάτρου.
Οι γονείς μου ήταν ηθοποιοί, με αποτέλεσμα να μεγαλώσω μέσα σε παρασκήνια, καμαρίνια και συναναστρεφόμενος με μεγάλες κυρίες του ελληνικού θεάτρου. Στο σπίτι μας δεν θυμάμαι ποτέ τα μεσημέρια να τρώμε μόνοι μας, συνεχώς δεχόμασταν επισκέψεις. Ήταν μια εποχή με μεγάλες διακυμάνσεις, αγωνία και διαρκείς μεταπτώσεις.
Ο πατέρας μου ήταν ένας άνθρωπος που ξόδευε αφειδώς. Ζήσαμε μέρες που ο θίασος δεν πήγαινε καλά, χρωστούσαμε το νοίκι και όλες αυτές οι ανασφάλειες με έκαναν να στραφώ στην επιλογή της δικηγορίας.
Όπως κάποια άλλα παιδιά έπαιζαν με κύβους ή άλλα παιχνίδια, εμένα μου άρεσε να παίζω με τις λέξεις. Σιγά-σιγά, αυτές οι συναρμολογήσεις λέξεων έγιναν ποιήματα και το 1943 δημοσιεύεται το πρώτο μου ποίημα, το οποίο και θυμάμαι ακόμα απέξω. Ο τίτλος του ήταν «Αν βρεις»:
«Αν ψάξεις, θα βρεις. Τίποτα κρυμμένο δεν μένει, σπάσε σκληρά τους δεσμούς που σφιχτά είναι δεμένοι. Και αν βρεις μηδέν, με τον χρόνο ρουτίνα θα γίνει, να χάσεις πρέπει, αν θες μια θύμηση παντοτινή να μείνει».
Αν και εκείνες οι εποχές περιείχαν αρκετές κακουχίες, θεωρώ ότι στις δύσκολες εποχές γράφει κανείς και όχι στις εύκολες.
Οι μεγαλύτερες επιρροές μου προέρχονταν από ήρωες των βιβλίων που διάβαζα όταν ήμουν παιδί: ο Αχιλλέας, ο Οδυσσέας, ο Ιάσονας, που αργότερα έμαθα ότι δεν ήταν και τόσο καλό παιδί, ο Δον Κιχώτης και οι περιπέτειές του. Στην Κατοχή, μια τρομερά δύσκολη εποχή, υπήρχε έντονη θεατρική δραστηριότητα. Έβγαιναν περιοδικά, δίνονταν διαλέξεις, ο κόσμος διάβαζε και η Αθήνα ήταν γεμάτη θέατρα. Όλα αυτά μέσα σε ένα κλίμα καταπίεσης, σκλαβιάς, αντίδρασης και ελπίδας για μια καλύτερη ζωή.
Η τύχη έχει παίξει πολύ σημαντικό ρόλο στη ζωή μου. Στην Κατοχή έφτασα πολύ κοντά στον θάνατο. Μια μέρα είχα ραντεβού με μια κοπέλα από την ΕΠΟΝ για να μου φέρει αφίσες. Κάποιος με είδε και με κατέδωσε στους συνεργάτες των Γερμανών, με συλλαμβάνουν και με στήνουν στον τοίχο για να με σκοτώσουν. Την ώρα που είναι έτοιμοι να με πυροβολήσουν, ακούω τον έναν να λέει στους άλλους:
«Ρε, μήπως δεν είναι αυτός που μας είπαν, αυτός είναι καλοντυμένος».
Φορούσα εκείνη την ημέρα ένα σακάκι και τότε συνειδητοποίησα πως το καλό ντύσιμο μπορεί καμιά φορά να σε προστατέψει. Αφού με έψαξαν και δεν βρήκαν τίποτα, με ρώτησαν τι ήθελα εκεί. Τους απάντησα ότι περίμενα μια κοπέλα για να πάμε βόλτα στην Ακρόπολη. Μου λέει τότε ο ένας από αυτούς με αυστηρό ύφος: «Σου δίνω δέκα λεπτά, αν δεν έρθει η κοπέλα, τελείωσες». Τότε βλέπω την κοπέλα να πλησιάζει πάνω σε ένα ποδήλατο, με το ταγάρι όπου είχε τις αφίσες να κρέμεται, και, ευτυχώς, αντί να φοβηθεί και να φύγει, όταν τους είδε, άφησε το ποδήλατο και ήρθε τρέχοντας κατά πάνω μου. Με αγκάλιασε, με φίλησε και αυτός τότε μου είπε:
«Άντε, τη γλίτωσες, μη σε πετύχω ξανά, γιατί την επόμενη φορά δεν θα είσαι τυχερός».
Είναι επικίνδυνο να κάνουν σήμερα παραλληλισμούς με την Κατοχή και να λένε ότι και σήμερα έχουμε ένα είδος κατοχής. Θυμάμαι μια δημοσιογράφο να μου δηλώνει: «Μα, δεν βλέπετε ότι έχουμε Κατοχή;» Της απάντησα ότι Κατοχή με παχυσαρκία δεν υπάρχει.
Χαίρομαι όταν μου λένε ότι στο Διαδίκτυο υπάρχουν άνθρωποι που γνωστοποιούν τα ποιήματά μου για να εκφράσουν τα συναισθήματά τους. Είναι η μεγαλύτερη ικανοποίηση για έναν ποιητή. Πριν από μερικά χρόνια κατάλαβα ότι παρόλο που η ποίηση είναι αυτοβιογραφική και αφορά προσωπικά βιώματα, γίνεται χρήσιμη και ολοκληρώνεται μόνο όταν δίνει τη δύναμη στον αναγνώστη να φτιάξει εκείνος τη δική του αλήθεια και να ανακαλύψει τον εαυτό του.
Αν και ανήκω στους αναλφάβητους του Διαδικτύου, αναπολώ έναν Ιταλό που ήξερε πολύ από τον χώρο του Ίντερνετ και έλεγε ότι οι τρεις λέξεις με τις περισσότερες αναζητήσεις στο Google είναι πρώτα το «sex», μετά η λέξη «money» και στη συνέχεια –κανείς δεν θα το περίμενε ποτέ– η λέξη «poetry». Ίσως, τελικά, η ποίηση να είναι η τέχνη που περισσότερο γράφεται, παρά διαβάζεται. Η ποίηση σε βρίσκει, αρκεί, όταν σε συναντήσει, να μην την αρνηθείς.
Σήμερα οι ποιητές χρειάζονται, γιατί πολλές φορές η επιπολαιότητά μας κάνει πιο ευχάριστη τη ζωή. Στην ποίηση, άμα είσαι πολύ σοβαρός, γίνεσαι ανιαρός. Είναι πολλά τα πράγματα που μας βρίσκουν στη ζωή, χωρίς καν να το αντιληφθούμε. Είναι κάτι που συμβαίνει και στον έρωτα. Περνά από μπροστά μας αρκετές φορές, τον χάνουμε και μετά χτυπάμε το κεφάλι μας γιατί δεν προλάβαμε.
Για τον έρωτα έχω γράψει ένα ποίημα που λέγεται «Το δύσκολο»:
«Όπως και αν έρθουν τα πράγματα, όσο αντίξοες κι αν είναι οι συνθήκες, πάντα μπορεί κανείς να ερωτεύεται. Το δύσκολο είναι ν' αγαπάς».
Είναι πολλά αυτά που με εκνευρίζουν, αλλά αμέσως σκέφτομαι «μήπως δεν είναι το δικό μου μοντέλο αισθητικής αυτό που είναι το σωστό;». Υπήρξα επί πολλά χρόνια ακραίος και έτσι χρειάστηκε να ωριμάσω ή να καταλαγιάσω για να καταλάβω τη σπουδαιότητα του μέτρου. Πέρασαν πολλά έτη, βέβαια, γιατί πάντα θεωρούσα ότι το μέτρο έχει να κάνει με τη μετριότητα και την ασημαντότητα.
Το μέτρο είναι η κατάκτηση μιας ισορροπίας. Ένας από τους πιο σημαντικούς ζωγράφους του σουρεαλισμού, ο Μαρσέλ Ντισάν, δημιουργούσε για πολλά χρόνια ένα έργο τέχνης που ήταν φτιαγμένο ανάμεσα σε δύο κρύσταλλα. Το έργο αυτό αγοράστηκε από ένα μεγάλο μουσείο και κάποια στιγμή τον κάλεσαν για να του πουν ότι μπήκε ένας διαταραγμένος άνδρας και με ένα σφυρί ράγισε το κρύσταλλο και ότι έπρεπε να πάει να το αλλάξει. Πάει ο Ντισάν στο μουσείο, το βλέπει με το ράγισμα και λέει «το έργο τώρα τελείωσε». Παρά το παράδοξο της ιστορίας, αντιλαμβανόμαστε ότι για κάθε έργο χρειάζεται ένα τέλος. Είναι ένα κριτήριο που ισχύει και όταν διαβάζεις ένα ποίημα για να κρίνεις αν είναι καλό ή κακό.
Ένα ποίημα τελειώνει όταν δεν μπορείς να προσθέσεις ούτε μια λέξη. Η μεγαλύτερη δυσκολία όταν γράφει κανείς –και όχι μόνο ποιήματα– είναι το πώς τελειώνεις. Η αρχή είναι πάντα εύκολη, μπορεί να είναι ένα κίνητρο, μια παρόρμηση, ένα αίσθημα. Δεν μιλάμε για την έμπνευση, διότι η έμπνευση είναι η ξαφνική λάμψη που μέχρι τότε κοίταζες κάτι χωρίς να το βλέπεις. Το δύσκολο είναι το τέλος. Η «λύσις», που έλεγε και ο Αριστοτέλης. Για όλα!
Αυτήν τη στιγμή παρακολουθούμε να γκρεμίζονται όλες οι βεβαιότητες με τις οποίες εμείς μεγαλώσαμε. Όλες οι βεβαιότητες είναι υπό κρίση και αναθεώρηση. Έχω υπάρξει για πολλά χρόνια μέλος κόμματος. Τώρα, δεν ανήκω πουθενά. Το μόνο που πιστεύω είναι ότι είμαι ένας επιζών.
Ξέρετε, όταν λέμε είμαι «της Αριστεράς», αυτή η γενική είναι κτητική και δηλώνει ότι ανήκεις κάπου. Όπως όταν λέμε ότι είμαι του Ολυμπιακού ή του Παναθηναϊκού. Μία από τις μεγάλες εκπλήξεις που συνάντησα στη ζωή μου ήταν στο Παρίσι, τέλη της δεκαετίας του '50, όταν διάβασα στην εφημερίδα, ύστερα από μια εκλογική αναμέτρηση, ότι το τάδε κόμμα πήρε Α ποσοστό, το άλλο Β και οι λοιπές αριστερές δυνάμεις έλαβαν τόσο. Για πρώτη φορά είδα τη λέξη «Αριστερά» στον πληθυντικό και έπαθα σοκ. Αναλογιζόμουν πώς είναι δυνατόν να είναι πολλές οι αριστερές, αφού γνωρίζουμε ότι είναι μία; Επομένως, συνειδητοποίησα ότι οι αριστερές είναι πολλές.
Οι μύθοι και οι βεβαιότητες έχουν τη δύναμη να ανανεώνονται. Το ζήτημα δεν είναι πώς αυτοπροσδιορίζεται κάποιος στην πολιτική αλλά το τι έχει κάνει και πώς κρίνεται με βάση το έργο του. Η κομματική ένταξη είναι πολύ περιοριστική στην πνευματική δράση. Ένας διανοούμενος δεν μπορεί να βρίσκεται σε κλίμακες ηγεσίας, διότι έχει την ελευθερία της γνώμης του και την αναπλάθει συνεχώς. Μέσα σε κομματικά πλαίσια αναγκάζεται να ακολουθεί τις απόψεις της πλειοψηφίας.
Στην Αθήνα με γοητεύουν πολλά πράγματα. Εκείνοι που ενοχλούν πολλά σε αυτήν είναι οι άνθρωποι που δεν γεννήθηκαν εδώ και ήρθαν να εγκατασταθούν στην πορεία της ζωής τους στην Αθήνα. Μου αρέσει πολύ να περπατάω στην Αθήνα και να κυκλοφορώ στους δρόμους της. Αυτό που δεν μου αρέσει είναι ο βανδαλισμός και η καταστροφή. Σίγουρα, η αιτία βρίσκεται στη δυσφορία της καθημερινής ζωής, η οποία εκφράζεται πάνω σε αντικείμενα, αλλά σε όλες τις εποχές υπήρχαν άνθρωποι που δεν ήταν ενταγμένοι στο κοινωνικό σύνολο. Δείτε τους ισλαμιστές τι έκαναν στην Παλμύρα. Ήταν μια εικόνα που δεν μπορούσαν να δεχθούν, με αποτέλεσμα να επιδιώκουν την καταστροφή.
Όταν δεν μπορείς να διαιωνίσεις την ύπαρξή σου με τη δημιουργία, μπορείς να το πετύχεις με την καταστροφή. Ο Ηρόστρατος ήταν Έλληνας, ο οποίος, για να μείνει στην Ιστορία, κατέστρεψε τον ναό της Εφέσου. Δυστυχώς, η καταστροφή είναι ένας τρόπος να εξασφαλίσεις την παρουσία σου στο παρόν, αλλά και στο μέλλον.
Πριν από αρκετά χρόνια, ένας φίλος μού είπε: «Δεν σε υποφέρω πια, είσαι φλύαρος». Σοκαρίστηκα και πήγα σε έναν άλλο φίλο μου, που τον εκτιμούσα πολύ, και τον ρώτησα: «Πες μου, είμαι φλύαρος;». Μου απάντησε: «Η αλήθεια είναι ότι μιλάς πολύ, φλύαρος όμως δεν είναι αυτός που μιλάει πολύ, αλλά εκείνος που δεν ακούει τον άλλο». Σημασία, λοιπόν, έχει να ξέρεις να ακούς και να ζεις όπως επιθυμείς, δημιουργικά και διαπλαστικά, αρκεί να μην το κάνεις εις βάρος κάποιου άλλου.
Δεν υπάρχει κοινωνία που να έχει καταργήσει το «εγώ», το ίδιο ισχύει και για την ελληνική. Αν ανατρέξουμε στη μαοϊκή εποχή της Κίνας, είχε καταργηθεί το «εγώ» της κοινωνίας, αλλά επικρατούσε το «εγώ» του ηγέτη. Το ουσιαστικό είναι να καταλάβουμε ότι δεν υπάρχει «εγώ» χωρίς το «εμείς», γιατί αλλιώς το «εγώ» είναι μοναχικό και τα μοναχικά άτομα πεθαίνουν μόνα τους, χωρίς να τα λογαριάζει κανείς. Το ίδιο ισχύει και για το «εμείς», που μπορεί να υπάρξει μόνο αν ακολουθείται από το «εγώ», διότι το «εμείς» δεν μπορεί να είναι ένας πολτός μέσα στον οποίο εξανεμίζονται τα «εγώ».
Την ευτυχία την αντιλαμβανόμαστε εκ των υστέρων. Όταν τη ζούμε, δεν το καταλαβαίνουμε, αλλά σημασία έχει να μην καθυστερήσουμε πολύ να την αγγίξουμε.
Για τον θάνατο μου αρέσει κάτι που έχει πει ο Γούντι Άλεν: «Βεβαίως και φοβάμαι τον θάνατο, γι' αυτό προτιμώ όταν έρθει να μην είμαι εκεί».
Παρ' όλο που η κουλτούρα μου είναι η χριστιανική, δεν πιστεύω στον Θεό ή σε υπέρτερες δυνάμεις, γι' αυτό και δηλώνω αγνωστικιστής. Αγνοώ.
Τις μεγαλύτερες ικανοποιήσεις που παίρνω στη ζωή μου είναι όταν έρχονται και μου λένε πως ένας στίχος ή ένα ποίημά μου βοήθησε έναν άνθρωπο να ξεπεράσει μια πικρή ιστορία του. Η ζωή με έχει μάθει ότι αξίζει τελικά να τη ζεις και όχι να την καταστρέφεις. Ο Καζαντζάκης έχει πει: «Δεν φοβάμαι τίποτα, δεν ελπίζω τίποτα, είμαι ελεύθερος». Εμένα μου αρέσει να το αντιστρέφω:
«Πάντα φοβάμαι για κάτι, πάντα ελπίζω σε κάτι και προσπαθώ πάντα να γίνω ελεύθερος».
Γ. Πανταζόπουλος - lifo Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην έντυπη έκδοση της LIFO τον Μάιο του 2016.
Πηγή Tromaktiko
Πολλοί πίστευαν ότι είμαι Κρητικός –υπάρχει ο Άγιος Τίτος στο Ηράκλειο–, άλλοι ότι με έλεγαν Τίτο λόγω του ηγέτη της κομμουνιστικής Γιουγκοσλαβίας και έρχονταν να μου πουν «καλά, έχεις το όνομα αυτού του προδότη;». Κατά τη διάρκεια του πολέμου ο πατέρας μου ήθελε να βρει ένα σπίτι με καταφύγιο, επειδή υπήρχαν φόβοι ότι θα βομβαρδιζόταν η Αθήνα. Έτσι, μείναμε για 25 συναπτά έτη στην οδό Μάρνη 48. Στη συλλογή μου Συγκατοίκηση με το Παρόν, στο ποίημα «Το Σπίτι» έχω γράψει όλα όσα πέρασα σε αυτό («όταν το αδειάσαμε, με τη μητέρα μου να κλαίει, πατούσα τα τριάντα πέντε, μια ηλικία που γι' άλλους σταθεροποιούνται τα προσωρινά, γι' άλλους ένα-ένα τα σταθερά ανατρέπονται»).
Σε αυτό το σπίτι με βρήκε ο πόλεμος, η Κατοχή και ο Εμφύλιος. Όταν με ρωτούσαν τι θα γίνω όταν μεγαλώσω, μου άρεσε να λέω ότι θα γίνω αεροπόρος, αλλά η παιδική μου ηλικία περιείχε έντονα το στοιχείο του θεάτρου.
Οι γονείς μου ήταν ηθοποιοί, με αποτέλεσμα να μεγαλώσω μέσα σε παρασκήνια, καμαρίνια και συναναστρεφόμενος με μεγάλες κυρίες του ελληνικού θεάτρου. Στο σπίτι μας δεν θυμάμαι ποτέ τα μεσημέρια να τρώμε μόνοι μας, συνεχώς δεχόμασταν επισκέψεις. Ήταν μια εποχή με μεγάλες διακυμάνσεις, αγωνία και διαρκείς μεταπτώσεις.
Ο πατέρας μου ήταν ένας άνθρωπος που ξόδευε αφειδώς. Ζήσαμε μέρες που ο θίασος δεν πήγαινε καλά, χρωστούσαμε το νοίκι και όλες αυτές οι ανασφάλειες με έκαναν να στραφώ στην επιλογή της δικηγορίας.
Όπως κάποια άλλα παιδιά έπαιζαν με κύβους ή άλλα παιχνίδια, εμένα μου άρεσε να παίζω με τις λέξεις. Σιγά-σιγά, αυτές οι συναρμολογήσεις λέξεων έγιναν ποιήματα και το 1943 δημοσιεύεται το πρώτο μου ποίημα, το οποίο και θυμάμαι ακόμα απέξω. Ο τίτλος του ήταν «Αν βρεις»:
«Αν ψάξεις, θα βρεις. Τίποτα κρυμμένο δεν μένει, σπάσε σκληρά τους δεσμούς που σφιχτά είναι δεμένοι. Και αν βρεις μηδέν, με τον χρόνο ρουτίνα θα γίνει, να χάσεις πρέπει, αν θες μια θύμηση παντοτινή να μείνει».
Αν και εκείνες οι εποχές περιείχαν αρκετές κακουχίες, θεωρώ ότι στις δύσκολες εποχές γράφει κανείς και όχι στις εύκολες.
Οι μεγαλύτερες επιρροές μου προέρχονταν από ήρωες των βιβλίων που διάβαζα όταν ήμουν παιδί: ο Αχιλλέας, ο Οδυσσέας, ο Ιάσονας, που αργότερα έμαθα ότι δεν ήταν και τόσο καλό παιδί, ο Δον Κιχώτης και οι περιπέτειές του. Στην Κατοχή, μια τρομερά δύσκολη εποχή, υπήρχε έντονη θεατρική δραστηριότητα. Έβγαιναν περιοδικά, δίνονταν διαλέξεις, ο κόσμος διάβαζε και η Αθήνα ήταν γεμάτη θέατρα. Όλα αυτά μέσα σε ένα κλίμα καταπίεσης, σκλαβιάς, αντίδρασης και ελπίδας για μια καλύτερη ζωή.
Η τύχη έχει παίξει πολύ σημαντικό ρόλο στη ζωή μου. Στην Κατοχή έφτασα πολύ κοντά στον θάνατο. Μια μέρα είχα ραντεβού με μια κοπέλα από την ΕΠΟΝ για να μου φέρει αφίσες. Κάποιος με είδε και με κατέδωσε στους συνεργάτες των Γερμανών, με συλλαμβάνουν και με στήνουν στον τοίχο για να με σκοτώσουν. Την ώρα που είναι έτοιμοι να με πυροβολήσουν, ακούω τον έναν να λέει στους άλλους:
«Ρε, μήπως δεν είναι αυτός που μας είπαν, αυτός είναι καλοντυμένος».
Φορούσα εκείνη την ημέρα ένα σακάκι και τότε συνειδητοποίησα πως το καλό ντύσιμο μπορεί καμιά φορά να σε προστατέψει. Αφού με έψαξαν και δεν βρήκαν τίποτα, με ρώτησαν τι ήθελα εκεί. Τους απάντησα ότι περίμενα μια κοπέλα για να πάμε βόλτα στην Ακρόπολη. Μου λέει τότε ο ένας από αυτούς με αυστηρό ύφος: «Σου δίνω δέκα λεπτά, αν δεν έρθει η κοπέλα, τελείωσες». Τότε βλέπω την κοπέλα να πλησιάζει πάνω σε ένα ποδήλατο, με το ταγάρι όπου είχε τις αφίσες να κρέμεται, και, ευτυχώς, αντί να φοβηθεί και να φύγει, όταν τους είδε, άφησε το ποδήλατο και ήρθε τρέχοντας κατά πάνω μου. Με αγκάλιασε, με φίλησε και αυτός τότε μου είπε:
«Άντε, τη γλίτωσες, μη σε πετύχω ξανά, γιατί την επόμενη φορά δεν θα είσαι τυχερός».
Είναι επικίνδυνο να κάνουν σήμερα παραλληλισμούς με την Κατοχή και να λένε ότι και σήμερα έχουμε ένα είδος κατοχής. Θυμάμαι μια δημοσιογράφο να μου δηλώνει: «Μα, δεν βλέπετε ότι έχουμε Κατοχή;» Της απάντησα ότι Κατοχή με παχυσαρκία δεν υπάρχει.
Χαίρομαι όταν μου λένε ότι στο Διαδίκτυο υπάρχουν άνθρωποι που γνωστοποιούν τα ποιήματά μου για να εκφράσουν τα συναισθήματά τους. Είναι η μεγαλύτερη ικανοποίηση για έναν ποιητή. Πριν από μερικά χρόνια κατάλαβα ότι παρόλο που η ποίηση είναι αυτοβιογραφική και αφορά προσωπικά βιώματα, γίνεται χρήσιμη και ολοκληρώνεται μόνο όταν δίνει τη δύναμη στον αναγνώστη να φτιάξει εκείνος τη δική του αλήθεια και να ανακαλύψει τον εαυτό του.
Αν και ανήκω στους αναλφάβητους του Διαδικτύου, αναπολώ έναν Ιταλό που ήξερε πολύ από τον χώρο του Ίντερνετ και έλεγε ότι οι τρεις λέξεις με τις περισσότερες αναζητήσεις στο Google είναι πρώτα το «sex», μετά η λέξη «money» και στη συνέχεια –κανείς δεν θα το περίμενε ποτέ– η λέξη «poetry». Ίσως, τελικά, η ποίηση να είναι η τέχνη που περισσότερο γράφεται, παρά διαβάζεται. Η ποίηση σε βρίσκει, αρκεί, όταν σε συναντήσει, να μην την αρνηθείς.
Σήμερα οι ποιητές χρειάζονται, γιατί πολλές φορές η επιπολαιότητά μας κάνει πιο ευχάριστη τη ζωή. Στην ποίηση, άμα είσαι πολύ σοβαρός, γίνεσαι ανιαρός. Είναι πολλά τα πράγματα που μας βρίσκουν στη ζωή, χωρίς καν να το αντιληφθούμε. Είναι κάτι που συμβαίνει και στον έρωτα. Περνά από μπροστά μας αρκετές φορές, τον χάνουμε και μετά χτυπάμε το κεφάλι μας γιατί δεν προλάβαμε.
Για τον έρωτα έχω γράψει ένα ποίημα που λέγεται «Το δύσκολο»:
«Όπως και αν έρθουν τα πράγματα, όσο αντίξοες κι αν είναι οι συνθήκες, πάντα μπορεί κανείς να ερωτεύεται. Το δύσκολο είναι ν' αγαπάς».
Είναι πολλά αυτά που με εκνευρίζουν, αλλά αμέσως σκέφτομαι «μήπως δεν είναι το δικό μου μοντέλο αισθητικής αυτό που είναι το σωστό;». Υπήρξα επί πολλά χρόνια ακραίος και έτσι χρειάστηκε να ωριμάσω ή να καταλαγιάσω για να καταλάβω τη σπουδαιότητα του μέτρου. Πέρασαν πολλά έτη, βέβαια, γιατί πάντα θεωρούσα ότι το μέτρο έχει να κάνει με τη μετριότητα και την ασημαντότητα.
Το μέτρο είναι η κατάκτηση μιας ισορροπίας. Ένας από τους πιο σημαντικούς ζωγράφους του σουρεαλισμού, ο Μαρσέλ Ντισάν, δημιουργούσε για πολλά χρόνια ένα έργο τέχνης που ήταν φτιαγμένο ανάμεσα σε δύο κρύσταλλα. Το έργο αυτό αγοράστηκε από ένα μεγάλο μουσείο και κάποια στιγμή τον κάλεσαν για να του πουν ότι μπήκε ένας διαταραγμένος άνδρας και με ένα σφυρί ράγισε το κρύσταλλο και ότι έπρεπε να πάει να το αλλάξει. Πάει ο Ντισάν στο μουσείο, το βλέπει με το ράγισμα και λέει «το έργο τώρα τελείωσε». Παρά το παράδοξο της ιστορίας, αντιλαμβανόμαστε ότι για κάθε έργο χρειάζεται ένα τέλος. Είναι ένα κριτήριο που ισχύει και όταν διαβάζεις ένα ποίημα για να κρίνεις αν είναι καλό ή κακό.
Ένα ποίημα τελειώνει όταν δεν μπορείς να προσθέσεις ούτε μια λέξη. Η μεγαλύτερη δυσκολία όταν γράφει κανείς –και όχι μόνο ποιήματα– είναι το πώς τελειώνεις. Η αρχή είναι πάντα εύκολη, μπορεί να είναι ένα κίνητρο, μια παρόρμηση, ένα αίσθημα. Δεν μιλάμε για την έμπνευση, διότι η έμπνευση είναι η ξαφνική λάμψη που μέχρι τότε κοίταζες κάτι χωρίς να το βλέπεις. Το δύσκολο είναι το τέλος. Η «λύσις», που έλεγε και ο Αριστοτέλης. Για όλα!
Αυτήν τη στιγμή παρακολουθούμε να γκρεμίζονται όλες οι βεβαιότητες με τις οποίες εμείς μεγαλώσαμε. Όλες οι βεβαιότητες είναι υπό κρίση και αναθεώρηση. Έχω υπάρξει για πολλά χρόνια μέλος κόμματος. Τώρα, δεν ανήκω πουθενά. Το μόνο που πιστεύω είναι ότι είμαι ένας επιζών.
Ξέρετε, όταν λέμε είμαι «της Αριστεράς», αυτή η γενική είναι κτητική και δηλώνει ότι ανήκεις κάπου. Όπως όταν λέμε ότι είμαι του Ολυμπιακού ή του Παναθηναϊκού. Μία από τις μεγάλες εκπλήξεις που συνάντησα στη ζωή μου ήταν στο Παρίσι, τέλη της δεκαετίας του '50, όταν διάβασα στην εφημερίδα, ύστερα από μια εκλογική αναμέτρηση, ότι το τάδε κόμμα πήρε Α ποσοστό, το άλλο Β και οι λοιπές αριστερές δυνάμεις έλαβαν τόσο. Για πρώτη φορά είδα τη λέξη «Αριστερά» στον πληθυντικό και έπαθα σοκ. Αναλογιζόμουν πώς είναι δυνατόν να είναι πολλές οι αριστερές, αφού γνωρίζουμε ότι είναι μία; Επομένως, συνειδητοποίησα ότι οι αριστερές είναι πολλές.
Οι μύθοι και οι βεβαιότητες έχουν τη δύναμη να ανανεώνονται. Το ζήτημα δεν είναι πώς αυτοπροσδιορίζεται κάποιος στην πολιτική αλλά το τι έχει κάνει και πώς κρίνεται με βάση το έργο του. Η κομματική ένταξη είναι πολύ περιοριστική στην πνευματική δράση. Ένας διανοούμενος δεν μπορεί να βρίσκεται σε κλίμακες ηγεσίας, διότι έχει την ελευθερία της γνώμης του και την αναπλάθει συνεχώς. Μέσα σε κομματικά πλαίσια αναγκάζεται να ακολουθεί τις απόψεις της πλειοψηφίας.
Στην Αθήνα με γοητεύουν πολλά πράγματα. Εκείνοι που ενοχλούν πολλά σε αυτήν είναι οι άνθρωποι που δεν γεννήθηκαν εδώ και ήρθαν να εγκατασταθούν στην πορεία της ζωής τους στην Αθήνα. Μου αρέσει πολύ να περπατάω στην Αθήνα και να κυκλοφορώ στους δρόμους της. Αυτό που δεν μου αρέσει είναι ο βανδαλισμός και η καταστροφή. Σίγουρα, η αιτία βρίσκεται στη δυσφορία της καθημερινής ζωής, η οποία εκφράζεται πάνω σε αντικείμενα, αλλά σε όλες τις εποχές υπήρχαν άνθρωποι που δεν ήταν ενταγμένοι στο κοινωνικό σύνολο. Δείτε τους ισλαμιστές τι έκαναν στην Παλμύρα. Ήταν μια εικόνα που δεν μπορούσαν να δεχθούν, με αποτέλεσμα να επιδιώκουν την καταστροφή.
Όταν δεν μπορείς να διαιωνίσεις την ύπαρξή σου με τη δημιουργία, μπορείς να το πετύχεις με την καταστροφή. Ο Ηρόστρατος ήταν Έλληνας, ο οποίος, για να μείνει στην Ιστορία, κατέστρεψε τον ναό της Εφέσου. Δυστυχώς, η καταστροφή είναι ένας τρόπος να εξασφαλίσεις την παρουσία σου στο παρόν, αλλά και στο μέλλον.
Πριν από αρκετά χρόνια, ένας φίλος μού είπε: «Δεν σε υποφέρω πια, είσαι φλύαρος». Σοκαρίστηκα και πήγα σε έναν άλλο φίλο μου, που τον εκτιμούσα πολύ, και τον ρώτησα: «Πες μου, είμαι φλύαρος;». Μου απάντησε: «Η αλήθεια είναι ότι μιλάς πολύ, φλύαρος όμως δεν είναι αυτός που μιλάει πολύ, αλλά εκείνος που δεν ακούει τον άλλο». Σημασία, λοιπόν, έχει να ξέρεις να ακούς και να ζεις όπως επιθυμείς, δημιουργικά και διαπλαστικά, αρκεί να μην το κάνεις εις βάρος κάποιου άλλου.
Δεν υπάρχει κοινωνία που να έχει καταργήσει το «εγώ», το ίδιο ισχύει και για την ελληνική. Αν ανατρέξουμε στη μαοϊκή εποχή της Κίνας, είχε καταργηθεί το «εγώ» της κοινωνίας, αλλά επικρατούσε το «εγώ» του ηγέτη. Το ουσιαστικό είναι να καταλάβουμε ότι δεν υπάρχει «εγώ» χωρίς το «εμείς», γιατί αλλιώς το «εγώ» είναι μοναχικό και τα μοναχικά άτομα πεθαίνουν μόνα τους, χωρίς να τα λογαριάζει κανείς. Το ίδιο ισχύει και για το «εμείς», που μπορεί να υπάρξει μόνο αν ακολουθείται από το «εγώ», διότι το «εμείς» δεν μπορεί να είναι ένας πολτός μέσα στον οποίο εξανεμίζονται τα «εγώ».
Την ευτυχία την αντιλαμβανόμαστε εκ των υστέρων. Όταν τη ζούμε, δεν το καταλαβαίνουμε, αλλά σημασία έχει να μην καθυστερήσουμε πολύ να την αγγίξουμε.
Για τον θάνατο μου αρέσει κάτι που έχει πει ο Γούντι Άλεν: «Βεβαίως και φοβάμαι τον θάνατο, γι' αυτό προτιμώ όταν έρθει να μην είμαι εκεί».
Παρ' όλο που η κουλτούρα μου είναι η χριστιανική, δεν πιστεύω στον Θεό ή σε υπέρτερες δυνάμεις, γι' αυτό και δηλώνω αγνωστικιστής. Αγνοώ.
Τις μεγαλύτερες ικανοποιήσεις που παίρνω στη ζωή μου είναι όταν έρχονται και μου λένε πως ένας στίχος ή ένα ποίημά μου βοήθησε έναν άνθρωπο να ξεπεράσει μια πικρή ιστορία του. Η ζωή με έχει μάθει ότι αξίζει τελικά να τη ζεις και όχι να την καταστρέφεις. Ο Καζαντζάκης έχει πει: «Δεν φοβάμαι τίποτα, δεν ελπίζω τίποτα, είμαι ελεύθερος». Εμένα μου αρέσει να το αντιστρέφω:
«Πάντα φοβάμαι για κάτι, πάντα ελπίζω σε κάτι και προσπαθώ πάντα να γίνω ελεύθερος».
Γ. Πανταζόπουλος - lifo Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην έντυπη έκδοση της LIFO τον Μάιο του 2016.
Πηγή Tromaktiko
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Σταθερά καθηλωμένοι στις μικρές μας οθόνες
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ