2018-07-28 21:47:32
Η πνευματική τελείωση τών Χριστιανών
Τού π. Ιωάννη Ρωμανίδη
Πηγή: "Εμπειρική Δογματική τής Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας κατά τις προφορικές παραδόσεις τού π. Ι. Ρωμανίδη" Τόμος Β΄. Τού σεβ. Μητρ. Ναυπάκτου και αγ. Βλασίου Ιεροθέου.
Ο άνθρωπος με την δημιουργία του από τον Θεό έχει λάβει το κατ’ εικόνα και το καθ' ομοίωση. Το κατ’ εικόνα είναι δεδομένο και δεν έχει εξαφανισθεί ή καταστραφεί από την πτώση του, παρά μόνον αμαυρώθηκε, ενώ το καθ’ ομοίωση, που ταυτίζεται με την θέωση, είναι κάτι στο οποίο πρέπει να φθάσει ο άνθρωπος με την ενέργεια της θείας Χάριτος και την συνέργεια του ιδίου.
Η πορεία από το κατ' εικόνα στο καθ’ ομοίωση, που είναι ο βαθύτερος σκοπός του ανθρώπου, λέγεται πνευματική τελείωση, και αυτή η τελείωση πραγματοποιείται μέσα στην Εκκλησία, το πραγματικό Σώμα του Χριστού. Μερικές βασικές πλευρές του σοβαρού αυτού θέματος θα τονισθούν στα επόμενα.
Μια χαρακτηριστική διδασκαλία που βρίσκει κανείς στην Αγία Γραφή, όπου φαίνεται πώς επιτυγχάνεται η πνευματική τελείωση του ανθρώπου, είναι η σχετική με την διέλευση του ανθρώπου από τις καταστάσεις του δούλου, του μισθωτού και του υιού-φίλου.
Ο άνθρωπος, όταν δημιουργήθηκε από τον Θεό, βρισκόταν στον φωτισμό, είχε στενή σχέση με τον Θεό, ο νους του φωτιζόταν από το Φως του Θεού και δι' αυτού του τρόπου όλο το σώμα του, αλλά και η κτίση δεχόταν ανταύγειες αυτής της Χάριτος. Μετά την πτώση του, όμως, σκοτίσθηκε ο νους, έχασε ο άνθρωπος την επικοινωνία του με τον Θεό και υποδουλώθηκε στα πάθη και τα κτίσματα· έτσι, έγινε δούλος της λογικής, των παθών και του περιβάλλοντος κόσμου. Ως δούλος λατρεύει την κτίση παρά τον κτίσαντα, και δημιούργησε ψεύτικους θεούς.
Η ενανθρώπιση του Χριστού απέβλεπε στην απελευθέρωση του ανθρώπου από την δουλεία και την επαναφορά του στην κατά Χάρη υιοθεσία. Έτσι, ο άνθρωπος, στην πορεία του προς την θέωση, στην αρχή συμπεριφέρεται ως δούλος, στην συνέχεια ως μισθωτός και στο τέλος γίνεται φίλος-υϊός του Θεού.
Αυτό το συναντάμε σε όλη την πατερική διδασκαλία. Ως δούλος ο άνθρωπος αγωνίζεται να τηρήσει τις εντολές του Θεού, για να αποφύγει την Κόλαση, ως μισθωτός τηρεί το θέλημα του Θεού για να κερδίσει τον Παράδεισο και ως υιός-φίλος του Θεού εφαρμόζει τα εντάλματα Του από αγάπη σε Αυτόν, χωρίς να αναμένει κάποια ανταπόδοση.
Ο Χριστός, λίγο πριν το πάθος Του, είπε στους Μαθητές Του: «υμείς φίλοι μου εστε, εάν ποιήτε όσα εγώ εντέλλομαι υμίν. Ουκέτι υμάς λέγω δούλους, ότι ο δούλος ουκ οίδε τι ποιεί αυτού ο κύριος· υμάς δε είρηκα φίλους, ότι πάντα ά ήκουσα παρά του πατρός μου εγνώρισα υμίν» (Ιωάννης ιε: 14-15).
Με την δημιουργία μας από τον Θεό ήμασταν κτίσματα-δημιουργήματα, με την πνευματική μας γέννηση και αναδημιουργία γίναμε υιοί του Θεού, αποκτήσαμε την υιοθεσία. Ο ευαγγελιστής Ιωάννης διακηρύσσει: «όσοι δε έλαβον αυτόν, έδωκεν αυτοίς εξουσίαν τέκνα Θεού γενέσθαι, τοις πιστεύουσιν εις το όνομα αυτού, οι ουκ εξ αιμάτων, ουδέ εκ θελήματος σαρκός ουδέ εκ θελήματος ανδρός, αλλ' εκ Θεού εγεννήθησαν» (Ιωάννης Α', 12-13), Η κατά Χάρη υιοθεσία είναι καρπός και αποτέλεσμα της εν Χριστώ αναγεννήσεως. Ο Απόστολος Παύλος αναφέρεται σε αυτήν την υιοθεσία που συνδέεται με την θέωση του ανθρώπου. «Και αυτοί την απαρχήν του Πνεύματος έχοντες και ημείς αυτοί εν εαυταίς στενάζομεν υιοθεσίαν απεκδεχόμενοι, την απολύτρωσιν του σώματος ημών» (Ρωμαίους Η', 23).
Σε άλλη επιστολή του συνδέει την υιοθεσία με την εσωτερική νοερά και καρδιακή προσευχή; «Λέγω δε, εφ’ όσον χρόνον ο κληρονόμος νήπιός εστίν, ουδέν διαφέρει δούλου, κύριος πάντων ων, αλλά υπό επιτρόπους εστί και οικονόμους άχρι της προθεσμίας του πατρός. Ούτω και ημείς, ότε ήμεν νήπιοι, υπό τα στοιχεία του κόσμου ήμεν δεδουλωμένοι· ότε δε ήλθε το πλήρωμα του χρόνου, εξαπέστειλεν ο Θεός τον υιόν αυτού, γενόμενον εκ γυναικός, γενόμενον υπό νόμον, ίνα τους υπό νόμον εξαγοράση. Ίνα την υιοθεσίαν απολάβωμεν. Ότι δε εστε υιοί, εξαπέστειλεν ο Θεός το Πνεύμα του Υιού αυτού εις τας καρδίας υμών, κράζον Αββά ο πατήρ» (Γαλ. δ', 1-6).
Οι νήπιοι είναι δούλοι στα στοιχεία του κόσμου, ενώ οι υιοί του Θεού ελευθερώνονται από κάθε δουλεία και αισθάνονται την πατρική αγάπη του Θεού, οπότε είναι υιοί του Θεού, γι' αυτό κράζουν και αποκαλούν τον Πατέρα μέσα στην καρδιά τους. Αυτό γίνεται γιατί έλαβαν μέσα στην καρδιά τους το Πνεύμα του Υιού του Θεού, και, εν ονόματι αυτού του Πνεύματος, προσεύχονται καρδιακά, οπότε δεν είναι δούλοι, αλλά υιοί και ως υιοί είναι κληρονόμοι της Βασιλείας του Θεού.
Η διδασκαλία αυτή είναι σαφέστατη. Ο άνθρωπος, με την Χάρη του Θεού, ζώντας μέσα στην Εκκλησία, πρέπει να περάσει αυτές τις τρεις καταστάσεις: από δούλος να γίνει μισθωτός και στην συνέχεια υιός του Θεού.
«Ο προορισμός όλων των πιστών είναι η θέωση. Αυτή η θέωση είναι και ο τελικός σκοπός όλων, γι' αυτό ο Χριστιανός πρέπει να βαδίζη από δόξης εις δόξαν, ήτοι ο δούλος να γίνει μισθωτός και έπειτα υιός του Θεού και μέλος πιστό του Χριστού. Αυτό γίνεται στην Εκκλησία».
Πραγματικοί φίλοι του Χριστού είναι οι Άγιοι, που λέγονται Θεούμενοι. Αυτοί ενώθηκαν με τον Χριστό πραγματικά, και μετέχουν στην δόξα Του.
«Η θέωση ή η θεοπτία ή η θέα της δόξης της θεότητος του Χριστού προϋποθέτει μια ριζική αλλαγή της πνευματικής καταστάσεως του ανθρώπου. Από δούλος ή μισθωτός ή εχθρός πρέπει να μεταβληθεί ο άνθρωπος σε φίλο του Θεού. Η φιλία αυτή κατορθώνεται με την Χάρη του Θεού και την συνέργεια του ανθρώπου, δια της καταλλαγής του ανθρώπου με τον Θεό, μέσω του μυστηρίου του Σταυρού και της αναστάσεως».
Φίλοι του Θεού υπήρχαν και στην Παλαιά Διαθήκη, μόνον που ήταν υπό την κυριαρχία του θανάτου.
«Η αδιάκοπη μνήμη του Θεού και θεωρία και ανιδιοτελής αγάπη, η οποία μεταμόρφωσε τους Προφήτες σε φίλους του Θεού, ήταν ήδη σε ισχυρή λειτουργία πριν από την ενσάρκωση του Λόγου. Πάντως, η θεωρία και η θέωση, πριν την ενσάρκωση, ήταν προσωρινός τύπος και μορφή θέωσης, αν και αποτελούσε μια πραγματικότητα, από τότε ακόμη που οι φίλοι του Θεού ήταν κάτω από την κυριαρχία της ποινής του θανάτου και με τον θάνατο των σωμάτων τους παρέμειναν με τις ψυχές τους στον Άδη (κατάσταση θανάτου), μαζί με όλες τις ψυχές όλων των νεκρών, Και εκείνοι οι οποίοι θα ανασταίνονταν και δοξάζονταν από τον Χριστό, και εκείνοι οι οποίοι τελικά θα καταδικάζονταν, παρέμεναν μαζί στον Άδη μέχρι την ενσάρκωση και Ανάσταση του Χριστού».
Η μεταβολή του ανθρώπου από την δουλεία στην κατά Χάρη υιοθεσία και η κατάργηση του θανάτου είναι η ουσία της ενανθρωπήσεως του Χριστού και η παρουσία της Εκκλησίας στον κόσμο. Αυτό, στην πραγματικότητα, γίνεται με την μεταβολή της φιλαυτίας του ανθρώπου σε φίλο θεία, της ιδιοτελούς αγάπης σε ανιδιοτελή αγάπη.
«Ο δούλος ποιεί το θέλημα του Θεού από φόβο κολάσεως, ο μισθωτός εργάζεται επί μισθώ, ενώ ο φίλος πάντα ποιεί ως καρπό της ανιδιοτελούς αγάπης. Δια της Θεώσεως ή θεοπτίας ο φίλος του Θεού καταφθάνει πλησίον της καταστάσεως αναμαρτησίας, τελικώς φθάνει σε αυτή και αναβαίνει ατελευτήτως προς τα άνω στάδια της τελειώσεως· έτσι, πολύ καρπό φέρει και ο καρπός μένει».
Η δουλεία εκφράζεται, κυρίως, δια του φόβου του θανάτου, ενώ η αγάπη είναι κατάσταση του κατά Χάρη Υιού του Θεού. Ο Απόστολος Παύλος προσδιορίζει την ενανθρώπιση του Χριστού σαν απαλλαγή του ανθρώπου από τον φόβο του θανάτου. «Επεί ουν τα παιδία κεκοινώνηκε σαρκός και αίματος, και αυτός παραπλησίως μετέσχε των αυτών, ίνα δια του θανάτου καταργήση τον το κράτος έχοντα του θανάτου, τουτέστι τον διάβολον, και απαλλάξη τούτους, όσοι φόβω θανάτου δια παντός του ζην ένοχοι ήσαν δουλείας» (Εβραίους Β΄, 14-15).
«Ο άνθρωπος, χωρίς την μέθεξη του μυστηρίου του Σταυρού και της Αναστάσεως του Χριστού, δια της οποίας -δια της καθάρσεως, φωτισμού και θεώσεως- υπερβαίνει την επί του φόβου του θανάτου ριζωμένη ιδιοτέλεια ή φιλαυτία, είναι αδύνατον να φθάσει στην μέθεξη της θεοποιούσης αγάπης του Θεού, δια της οποίας γίνεται φίλος».
Μόνον τότε αποβάλλει τον φόβο του θανάτου: «φόβος ουκέστιν εν τη αγάπη, αλλ' η τελεία αγάπη έξω βάλλει τον φόβον, ότι ο φόβος κόλασιν έχει, ο δε φοβούμενος ου τετελείωται εν τη αγάπη» (Α Ιωάννης Δ΄ 18). Οι Θεούμενοι είναι οι κατ' εξοχήν φίλοι του Θεού, γιατί υπερέβησαν όλες τις δουλικές εξαρτήσεις και καταστάσεις και φέρονται προς την «ατέλεστη τελειότητα».
«Αυτός που επιτυγχάνει δια του μυστηρίου του Σταυρού και της αναστάσεως την κάθαρση των παθών και την άπαλλαγή από τις δαιμονικές ενέργειες, υπερβαίνοντας δια της Θεώσεως τον φωτισμό του Βαπτίσματος και γενόμενος φίλος του Θεού, είναι ο κατ' εξοχήν θεολόγος και Πνευματικός Πατήρ, αφού υπό του Παρακλήτου Πνεύματος της αληθείας οδηγείται "εις πάσαν την αλήθειαν", όπως συνέβη στους Αποστόλους την ημέρα της Πεντηκοστής» .
Προηγουμένως, έγινε αναφορά στο χωρίο του Αποστόλου Παύλου από την προς Γαλάτας επιστολή (Γαλ. Δ΄, 1-6), όπου συνδέεται η κατά Χάριν υιοθεσία με την νοερά προσευχή.
«Ο Απόστολος Παύλος λέγει: "ότε δε ήλθε το πλήρωμα του χρόνου, εξαπέστειλεν ο Θεός τον υιόν αυτού, γενόμενον εκ γυναικός, γενόμενον υπό νόμον, ίνα τους υπό νόμον εξαγοράση, ίνα την υιοθεσίαν απολάβωμεν". Και ποια είναι αυτή η υιοθεσία; "Ότι δε εστε υιοί, εξαπέστειλεν ο Θεός το Πνεύμα του Υιού αυτού εις τας καρδίας υμών, κράζον Αββά ο πατήρ".
Δηλαδή, αυτό σημαίνει ότι εκείνος που έχει λάβει το Πνεύμα το Άγιον προσεύχεται μέσα του. Αυτό σημαίνει λήψη Πνεύματος Αγίου. Όχι απλώς να πάμε στον παπά και να μας πει κάτι, ας πούμε, και ξέρω ’γω τι, έτσι μαγικά να λάβουμε το Πνεύμα το Άγιον. Πνεύμα Άγιον σημαίνει πραγματικά να λάβουμε Πνεύμα άγιον, διότι το Πνεύμα προσεύχεται μέσα μας πλέον, όχι εμείς. Δηλαδή, εμείς συμπροσευχόμαστε με το Πνεύμα, αλλά το Πνεύμα είναι εκείνο που προσεύχεται, κράζον "Αββά ο πατήρ".
Ώστε, "ουκέτι ει δούλος, αλλ' Υιός". Τότε παύεις να είσαι δούλος και έχεις γίνεις Υιός. Αυτό σημαίνει υιοθεσία, δηλαδή νοερά προσευχή. Έι δε Υιός, και κληρονόμος Θεού δια Χριστού" (Γαλ. Θ', 4-7)».
Οι καταστάσεις του δούλου, του μισθωτού και του υιού-φίλου του Θεού συνδέονται στενότατα με τις άλλες πνευματικές αναβάσεις για τις οποίες γίνεται λόγος σε όλη την βιβλικοπατερική παράδοση, ως κάθαρση, φωτισμός και θέωση.
«Στα στάδια του δούλου και του μισθωτού, ο άνθρωπος μετέχει της τελειότητος του Θεού δια της μεθέξεως της καθαρτικής, φωτιστικής και θεοτικής Χάριτος του μυστηρίου του Σταυρού, το οποίον καθαρίζει τα πάθη και φωτίζει και αγιάζει όλον τον άνθρωπον και καθιστά, με την συνέργεια του ανθρώπου, δυνατή την μέχρι θανάτου υπακοή στο θέλημα του Θεού, δια της οποίας υπακοής η Χάρη του Θεού μεταβάλλει την υποστατική ιδιοτέλεια σε ανιδιοτελή αγάπη και έτσι θεούται ο άνθρωπος και γίνεται φίλος και συνεργός του Θεού και αδελφός και συμβασιλεύς κατά Χάριν του Χριστού και θετός Υιός της Παρθένου».
Για την κάθαρση, φωτισμό και θέωση θα γίνει λόγος στην συνέχεια Το γεγονός είναι ότι φίλοι-υίοί του Θεού είναι εκείνοι που μεταφέρουν το θέλημά Του, αυτοί είναι οδηγοί τού λαού του Θεού και σε αυτούς οφείλουμε υπακοή.
Πηγή
paraklisi
Τού π. Ιωάννη Ρωμανίδη
Πηγή: "Εμπειρική Δογματική τής Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας κατά τις προφορικές παραδόσεις τού π. Ι. Ρωμανίδη" Τόμος Β΄. Τού σεβ. Μητρ. Ναυπάκτου και αγ. Βλασίου Ιεροθέου.
Ο άνθρωπος με την δημιουργία του από τον Θεό έχει λάβει το κατ’ εικόνα και το καθ' ομοίωση. Το κατ’ εικόνα είναι δεδομένο και δεν έχει εξαφανισθεί ή καταστραφεί από την πτώση του, παρά μόνον αμαυρώθηκε, ενώ το καθ’ ομοίωση, που ταυτίζεται με την θέωση, είναι κάτι στο οποίο πρέπει να φθάσει ο άνθρωπος με την ενέργεια της θείας Χάριτος και την συνέργεια του ιδίου.
Η πορεία από το κατ' εικόνα στο καθ’ ομοίωση, που είναι ο βαθύτερος σκοπός του ανθρώπου, λέγεται πνευματική τελείωση, και αυτή η τελείωση πραγματοποιείται μέσα στην Εκκλησία, το πραγματικό Σώμα του Χριστού. Μερικές βασικές πλευρές του σοβαρού αυτού θέματος θα τονισθούν στα επόμενα.
Μια χαρακτηριστική διδασκαλία που βρίσκει κανείς στην Αγία Γραφή, όπου φαίνεται πώς επιτυγχάνεται η πνευματική τελείωση του ανθρώπου, είναι η σχετική με την διέλευση του ανθρώπου από τις καταστάσεις του δούλου, του μισθωτού και του υιού-φίλου.
Ο άνθρωπος, όταν δημιουργήθηκε από τον Θεό, βρισκόταν στον φωτισμό, είχε στενή σχέση με τον Θεό, ο νους του φωτιζόταν από το Φως του Θεού και δι' αυτού του τρόπου όλο το σώμα του, αλλά και η κτίση δεχόταν ανταύγειες αυτής της Χάριτος. Μετά την πτώση του, όμως, σκοτίσθηκε ο νους, έχασε ο άνθρωπος την επικοινωνία του με τον Θεό και υποδουλώθηκε στα πάθη και τα κτίσματα· έτσι, έγινε δούλος της λογικής, των παθών και του περιβάλλοντος κόσμου. Ως δούλος λατρεύει την κτίση παρά τον κτίσαντα, και δημιούργησε ψεύτικους θεούς.
Η ενανθρώπιση του Χριστού απέβλεπε στην απελευθέρωση του ανθρώπου από την δουλεία και την επαναφορά του στην κατά Χάρη υιοθεσία. Έτσι, ο άνθρωπος, στην πορεία του προς την θέωση, στην αρχή συμπεριφέρεται ως δούλος, στην συνέχεια ως μισθωτός και στο τέλος γίνεται φίλος-υϊός του Θεού.
Αυτό το συναντάμε σε όλη την πατερική διδασκαλία. Ως δούλος ο άνθρωπος αγωνίζεται να τηρήσει τις εντολές του Θεού, για να αποφύγει την Κόλαση, ως μισθωτός τηρεί το θέλημα του Θεού για να κερδίσει τον Παράδεισο και ως υιός-φίλος του Θεού εφαρμόζει τα εντάλματα Του από αγάπη σε Αυτόν, χωρίς να αναμένει κάποια ανταπόδοση.
Ο Χριστός, λίγο πριν το πάθος Του, είπε στους Μαθητές Του: «υμείς φίλοι μου εστε, εάν ποιήτε όσα εγώ εντέλλομαι υμίν. Ουκέτι υμάς λέγω δούλους, ότι ο δούλος ουκ οίδε τι ποιεί αυτού ο κύριος· υμάς δε είρηκα φίλους, ότι πάντα ά ήκουσα παρά του πατρός μου εγνώρισα υμίν» (Ιωάννης ιε: 14-15).
Με την δημιουργία μας από τον Θεό ήμασταν κτίσματα-δημιουργήματα, με την πνευματική μας γέννηση και αναδημιουργία γίναμε υιοί του Θεού, αποκτήσαμε την υιοθεσία. Ο ευαγγελιστής Ιωάννης διακηρύσσει: «όσοι δε έλαβον αυτόν, έδωκεν αυτοίς εξουσίαν τέκνα Θεού γενέσθαι, τοις πιστεύουσιν εις το όνομα αυτού, οι ουκ εξ αιμάτων, ουδέ εκ θελήματος σαρκός ουδέ εκ θελήματος ανδρός, αλλ' εκ Θεού εγεννήθησαν» (Ιωάννης Α', 12-13), Η κατά Χάρη υιοθεσία είναι καρπός και αποτέλεσμα της εν Χριστώ αναγεννήσεως. Ο Απόστολος Παύλος αναφέρεται σε αυτήν την υιοθεσία που συνδέεται με την θέωση του ανθρώπου. «Και αυτοί την απαρχήν του Πνεύματος έχοντες και ημείς αυτοί εν εαυταίς στενάζομεν υιοθεσίαν απεκδεχόμενοι, την απολύτρωσιν του σώματος ημών» (Ρωμαίους Η', 23).
Σε άλλη επιστολή του συνδέει την υιοθεσία με την εσωτερική νοερά και καρδιακή προσευχή; «Λέγω δε, εφ’ όσον χρόνον ο κληρονόμος νήπιός εστίν, ουδέν διαφέρει δούλου, κύριος πάντων ων, αλλά υπό επιτρόπους εστί και οικονόμους άχρι της προθεσμίας του πατρός. Ούτω και ημείς, ότε ήμεν νήπιοι, υπό τα στοιχεία του κόσμου ήμεν δεδουλωμένοι· ότε δε ήλθε το πλήρωμα του χρόνου, εξαπέστειλεν ο Θεός τον υιόν αυτού, γενόμενον εκ γυναικός, γενόμενον υπό νόμον, ίνα τους υπό νόμον εξαγοράση. Ίνα την υιοθεσίαν απολάβωμεν. Ότι δε εστε υιοί, εξαπέστειλεν ο Θεός το Πνεύμα του Υιού αυτού εις τας καρδίας υμών, κράζον Αββά ο πατήρ» (Γαλ. δ', 1-6).
Οι νήπιοι είναι δούλοι στα στοιχεία του κόσμου, ενώ οι υιοί του Θεού ελευθερώνονται από κάθε δουλεία και αισθάνονται την πατρική αγάπη του Θεού, οπότε είναι υιοί του Θεού, γι' αυτό κράζουν και αποκαλούν τον Πατέρα μέσα στην καρδιά τους. Αυτό γίνεται γιατί έλαβαν μέσα στην καρδιά τους το Πνεύμα του Υιού του Θεού, και, εν ονόματι αυτού του Πνεύματος, προσεύχονται καρδιακά, οπότε δεν είναι δούλοι, αλλά υιοί και ως υιοί είναι κληρονόμοι της Βασιλείας του Θεού.
Η διδασκαλία αυτή είναι σαφέστατη. Ο άνθρωπος, με την Χάρη του Θεού, ζώντας μέσα στην Εκκλησία, πρέπει να περάσει αυτές τις τρεις καταστάσεις: από δούλος να γίνει μισθωτός και στην συνέχεια υιός του Θεού.
«Ο προορισμός όλων των πιστών είναι η θέωση. Αυτή η θέωση είναι και ο τελικός σκοπός όλων, γι' αυτό ο Χριστιανός πρέπει να βαδίζη από δόξης εις δόξαν, ήτοι ο δούλος να γίνει μισθωτός και έπειτα υιός του Θεού και μέλος πιστό του Χριστού. Αυτό γίνεται στην Εκκλησία».
Πραγματικοί φίλοι του Χριστού είναι οι Άγιοι, που λέγονται Θεούμενοι. Αυτοί ενώθηκαν με τον Χριστό πραγματικά, και μετέχουν στην δόξα Του.
«Η θέωση ή η θεοπτία ή η θέα της δόξης της θεότητος του Χριστού προϋποθέτει μια ριζική αλλαγή της πνευματικής καταστάσεως του ανθρώπου. Από δούλος ή μισθωτός ή εχθρός πρέπει να μεταβληθεί ο άνθρωπος σε φίλο του Θεού. Η φιλία αυτή κατορθώνεται με την Χάρη του Θεού και την συνέργεια του ανθρώπου, δια της καταλλαγής του ανθρώπου με τον Θεό, μέσω του μυστηρίου του Σταυρού και της αναστάσεως».
Φίλοι του Θεού υπήρχαν και στην Παλαιά Διαθήκη, μόνον που ήταν υπό την κυριαρχία του θανάτου.
«Η αδιάκοπη μνήμη του Θεού και θεωρία και ανιδιοτελής αγάπη, η οποία μεταμόρφωσε τους Προφήτες σε φίλους του Θεού, ήταν ήδη σε ισχυρή λειτουργία πριν από την ενσάρκωση του Λόγου. Πάντως, η θεωρία και η θέωση, πριν την ενσάρκωση, ήταν προσωρινός τύπος και μορφή θέωσης, αν και αποτελούσε μια πραγματικότητα, από τότε ακόμη που οι φίλοι του Θεού ήταν κάτω από την κυριαρχία της ποινής του θανάτου και με τον θάνατο των σωμάτων τους παρέμειναν με τις ψυχές τους στον Άδη (κατάσταση θανάτου), μαζί με όλες τις ψυχές όλων των νεκρών, Και εκείνοι οι οποίοι θα ανασταίνονταν και δοξάζονταν από τον Χριστό, και εκείνοι οι οποίοι τελικά θα καταδικάζονταν, παρέμεναν μαζί στον Άδη μέχρι την ενσάρκωση και Ανάσταση του Χριστού».
Η μεταβολή του ανθρώπου από την δουλεία στην κατά Χάρη υιοθεσία και η κατάργηση του θανάτου είναι η ουσία της ενανθρωπήσεως του Χριστού και η παρουσία της Εκκλησίας στον κόσμο. Αυτό, στην πραγματικότητα, γίνεται με την μεταβολή της φιλαυτίας του ανθρώπου σε φίλο θεία, της ιδιοτελούς αγάπης σε ανιδιοτελή αγάπη.
«Ο δούλος ποιεί το θέλημα του Θεού από φόβο κολάσεως, ο μισθωτός εργάζεται επί μισθώ, ενώ ο φίλος πάντα ποιεί ως καρπό της ανιδιοτελούς αγάπης. Δια της Θεώσεως ή θεοπτίας ο φίλος του Θεού καταφθάνει πλησίον της καταστάσεως αναμαρτησίας, τελικώς φθάνει σε αυτή και αναβαίνει ατελευτήτως προς τα άνω στάδια της τελειώσεως· έτσι, πολύ καρπό φέρει και ο καρπός μένει».
Η δουλεία εκφράζεται, κυρίως, δια του φόβου του θανάτου, ενώ η αγάπη είναι κατάσταση του κατά Χάρη Υιού του Θεού. Ο Απόστολος Παύλος προσδιορίζει την ενανθρώπιση του Χριστού σαν απαλλαγή του ανθρώπου από τον φόβο του θανάτου. «Επεί ουν τα παιδία κεκοινώνηκε σαρκός και αίματος, και αυτός παραπλησίως μετέσχε των αυτών, ίνα δια του θανάτου καταργήση τον το κράτος έχοντα του θανάτου, τουτέστι τον διάβολον, και απαλλάξη τούτους, όσοι φόβω θανάτου δια παντός του ζην ένοχοι ήσαν δουλείας» (Εβραίους Β΄, 14-15).
«Ο άνθρωπος, χωρίς την μέθεξη του μυστηρίου του Σταυρού και της Αναστάσεως του Χριστού, δια της οποίας -δια της καθάρσεως, φωτισμού και θεώσεως- υπερβαίνει την επί του φόβου του θανάτου ριζωμένη ιδιοτέλεια ή φιλαυτία, είναι αδύνατον να φθάσει στην μέθεξη της θεοποιούσης αγάπης του Θεού, δια της οποίας γίνεται φίλος».
Μόνον τότε αποβάλλει τον φόβο του θανάτου: «φόβος ουκέστιν εν τη αγάπη, αλλ' η τελεία αγάπη έξω βάλλει τον φόβον, ότι ο φόβος κόλασιν έχει, ο δε φοβούμενος ου τετελείωται εν τη αγάπη» (Α Ιωάννης Δ΄ 18). Οι Θεούμενοι είναι οι κατ' εξοχήν φίλοι του Θεού, γιατί υπερέβησαν όλες τις δουλικές εξαρτήσεις και καταστάσεις και φέρονται προς την «ατέλεστη τελειότητα».
«Αυτός που επιτυγχάνει δια του μυστηρίου του Σταυρού και της αναστάσεως την κάθαρση των παθών και την άπαλλαγή από τις δαιμονικές ενέργειες, υπερβαίνοντας δια της Θεώσεως τον φωτισμό του Βαπτίσματος και γενόμενος φίλος του Θεού, είναι ο κατ' εξοχήν θεολόγος και Πνευματικός Πατήρ, αφού υπό του Παρακλήτου Πνεύματος της αληθείας οδηγείται "εις πάσαν την αλήθειαν", όπως συνέβη στους Αποστόλους την ημέρα της Πεντηκοστής» .
Προηγουμένως, έγινε αναφορά στο χωρίο του Αποστόλου Παύλου από την προς Γαλάτας επιστολή (Γαλ. Δ΄, 1-6), όπου συνδέεται η κατά Χάριν υιοθεσία με την νοερά προσευχή.
«Ο Απόστολος Παύλος λέγει: "ότε δε ήλθε το πλήρωμα του χρόνου, εξαπέστειλεν ο Θεός τον υιόν αυτού, γενόμενον εκ γυναικός, γενόμενον υπό νόμον, ίνα τους υπό νόμον εξαγοράση, ίνα την υιοθεσίαν απολάβωμεν". Και ποια είναι αυτή η υιοθεσία; "Ότι δε εστε υιοί, εξαπέστειλεν ο Θεός το Πνεύμα του Υιού αυτού εις τας καρδίας υμών, κράζον Αββά ο πατήρ".
Δηλαδή, αυτό σημαίνει ότι εκείνος που έχει λάβει το Πνεύμα το Άγιον προσεύχεται μέσα του. Αυτό σημαίνει λήψη Πνεύματος Αγίου. Όχι απλώς να πάμε στον παπά και να μας πει κάτι, ας πούμε, και ξέρω ’γω τι, έτσι μαγικά να λάβουμε το Πνεύμα το Άγιον. Πνεύμα Άγιον σημαίνει πραγματικά να λάβουμε Πνεύμα άγιον, διότι το Πνεύμα προσεύχεται μέσα μας πλέον, όχι εμείς. Δηλαδή, εμείς συμπροσευχόμαστε με το Πνεύμα, αλλά το Πνεύμα είναι εκείνο που προσεύχεται, κράζον "Αββά ο πατήρ".
Ώστε, "ουκέτι ει δούλος, αλλ' Υιός". Τότε παύεις να είσαι δούλος και έχεις γίνεις Υιός. Αυτό σημαίνει υιοθεσία, δηλαδή νοερά προσευχή. Έι δε Υιός, και κληρονόμος Θεού δια Χριστού" (Γαλ. Θ', 4-7)».
Οι καταστάσεις του δούλου, του μισθωτού και του υιού-φίλου του Θεού συνδέονται στενότατα με τις άλλες πνευματικές αναβάσεις για τις οποίες γίνεται λόγος σε όλη την βιβλικοπατερική παράδοση, ως κάθαρση, φωτισμός και θέωση.
«Στα στάδια του δούλου και του μισθωτού, ο άνθρωπος μετέχει της τελειότητος του Θεού δια της μεθέξεως της καθαρτικής, φωτιστικής και θεοτικής Χάριτος του μυστηρίου του Σταυρού, το οποίον καθαρίζει τα πάθη και φωτίζει και αγιάζει όλον τον άνθρωπον και καθιστά, με την συνέργεια του ανθρώπου, δυνατή την μέχρι θανάτου υπακοή στο θέλημα του Θεού, δια της οποίας υπακοής η Χάρη του Θεού μεταβάλλει την υποστατική ιδιοτέλεια σε ανιδιοτελή αγάπη και έτσι θεούται ο άνθρωπος και γίνεται φίλος και συνεργός του Θεού και αδελφός και συμβασιλεύς κατά Χάριν του Χριστού και θετός Υιός της Παρθένου».
Για την κάθαρση, φωτισμό και θέωση θα γίνει λόγος στην συνέχεια Το γεγονός είναι ότι φίλοι-υίοί του Θεού είναι εκείνοι που μεταφέρουν το θέλημά Του, αυτοί είναι οδηγοί τού λαού του Θεού και σε αυτούς οφείλουμε υπακοή.
Πηγή
paraklisi
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Τραγωδία στο Μάτι: Ταυτοποιήθηκε και η σορός της Πόπης Σιαπκαρά
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ