2018-07-31 14:07:13
Μια ιστορία «δεμένη» με την πορεία της Θεσσαλονίκης στον χρόνο, φτιαγμένη από βακέττες και κορδοβάνια, τα κατεργασμένα δέρματα του μόσχου και της κατσίκας, και καλά κρυμμένη πίσω από τη δυσάρεστη οσμή από την κατεργασία του δέρματος, ξετυλίγεται το τελευταίο διάστημα στους βάλτους των παλιών βυρσοδεψείων, στη δυτική Θεσσαλονίκη.
Μνήμες από τη λειτουργία τους και την επί δεκαετίες δραστηριότητα των ταμπάκηδων, ή αλλιώς βυρσοδεψών, επανέρχονται στο φως με αφορμή τα σχέδια της Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας για την εξυγίανση μιας περιοχής που δέχτηκε στα εδάφη της και το νερό της, μεγάλες ποσότητες από ένα ιδιαίτερο χημικό κοκτέιλ. Ήταν εκείνα τα υλικά που χρησιμοποιούνταν ώστε τα δέρματα, απαλλαγμένα από τα απομεινάρια της σάρκας, να καθαριστούν και να προετοιμαστούν για τα γαντοποιεία και τα πιλοποιεία της Γαλλίας και της Αγγλίας, τις αγορές της Ευρώπης, της Αμερικής, της Μέσης Ανατολής και της Αιγύπτου.
Στο ρέμα των βυρσοδεψείων σήμερα, λίγα μέτρα πριν από το σημείο που εκβάλλει στον Θερμαϊκό Κόλπο, τίποτα δεν θυμίζει την αίγλη της βιομηχανικής αυτής δραστηριότητας. Εκεί, τα στάσιμα νερά μαζεύονται στις λακκούβες όταν βρέχει, το υπέδαφος παραμένει ρυπασμένο, ενώ οι λαμαρίνες και οι πλάκες από αμιαντοτσιμέντο εξακολουθούν να σκεπάζουν τα μισογκρεμισμένα κτίσματα από τσιμεντόλιθο.
Και μπορεί να μην ήταν ο χώρος που φιλοξένησε τα βυρσοδεψεία της πόλης για πρώτη φορά, ωστόσο προτιμήθηκε, από τα τέλη του 19ου αιώνα, καθώς βρισκόταν δίπλα στο λιμάνι που διευκόλυνε τις εξαγωγές και σε απόσταση αναπνοής από τον Θερμαϊκό, όπου κατέληγαν τα λύματα ανεπεξέργαστα. Στην ίδια περιοχή, άλλωστε, δημιουργήθηκε αργότερα και το κτίριο των παλιών σφαγείων, που φιλοξενούσε μια «συγγενή» επαγγελματική δραστηριότητα.
Τα βυρσοδεψεία στο φρούριο του Βαρδάρη
«Μέχρι το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα, τα βυρσοδεψεία βρίσκονταν κοντά στο φρούριο του Βαρδάρη, το οποίο σώζεται. Η δραστηριότητα αυτή αναπτυσσόταν κατά μήκος της σημερινής οδού Πολυτεχνείου και προς τα πάνω μέχρι την Ολυμπίου Διαμαντή, έναν δρόμο ανάμεσα στις οδούς Τσιμισκή και Φράγκων, παράλληλο σε αυτές. Σε διπλανό δρόμο γινόταν και το εμπόριο των δερμάτων. Μετά το 1870, οπότε η θάλασσα μπαζώθηκε και τα τείχη κατεδαφίστηκαν, η ακτή ευθυγραμμίστηκε, άλλαξαν οι συνθήκες ελλιμενισμού, επηρεάζοντας και το σημείο όπου άραζαν τα πλοία. Οι δερματέμποροι αναγκάστηκαν να μετακινηθούν πιο δυτικά και στο ίδιο σημείο φιλοξενήθηκε η εμπορική δραστηριότητα των εμπόρων λαδιού, αφήνοντας το στίγμα της στη σημερινή ονομασία της περιοχής, τα Λαδάδικα» εξηγεί στο Αθηναϊκό - Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων ο διδάκτωρ Οικονομικής Ιστορίας και έφορος του Εβραϊκού Μουσείου Θεσσαλονίκης, συγγραφέας Ευάγγελος Χεκίμογλου.
Ο κ. Χεκίμογλου περιγράφει τη διαδικασία επεξεργασίας των δερμάτων κατά τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο: «Τα δέρματα τοποθετούνταν σε καζάνια και έμεναν εκεί για μερικές μέρες. Μετά απλώνονταν ώστε να πουληθούν ως δέρματα καθώς δεν υπήρχε τότε επεξεργασία, σαν αυτή που γνωρίζουμε σήμερα». Το σίγουρο είναι, σύμφωνα με τον κ. Χεκίμογλου, ότι δεν χρησιμοποιούνταν βαριά χημικά τότε καθώς, αν συνέβαινε κάτι τέτοιο, θα υπήρχε ρύπανση και δυσοσμία και σίγουρα αυτό θα αναφερόταν στα γραπτά των τριακοσίων και πλέον περιηγητών, που φτάνοντας στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης περνούσαν αναγκαία από το συγκεκριμένο σημείο.
Τα βυρσοδεψεία δίπλα στον Θερμαϊκό
Μια νέα εποχή για τα βυρσοδεψεία ξεκινά με την εγκατάστασή τους δίπλα στον Θερμαϊκό, ανάμεσα στην εκβολή του ρέματος του Δενδροποτάμου, τις εγκαταστάσεις του λιμανιού και το γήπεδο του Θερμαϊκού. Στοιχεία για την κατεργασία και την εμπορία των δερμάτων στη Θεσσαλονίκη τής όψιμης Τουρκοκρατίας και του Μεσοπολέμου παρουσιάζει αναλυτικά η καθηγήτρια του Τμήματος Χημείας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, Ευαγγελία Βαρέλλα, στο τεύχος 21 του περιοδικού «Θεσσαλονικέων Πόλις», που εκδίδει η Πολιτιστική Εταιρεία Επιχειρηματιών Βορείου Ελλάδος.
«Η σχετική παράδοση ανάγεται πρωτίστως στον κτηνοτροφικό και θηρευτικό πλούτο της ευρύτερης ενδοχώρας, η δε εκτεταμένη εμπορία των ερίων και δερμάτων συνοδεύεται από την επιτόπιο επεξεργασία τους» αναφέρει χαρακτηριστικά. Τα δέρματα και το μαλλί εξάγονται στην Τεργέστη, τη Βενετία, το Λιβόρνο και τη Γένοβα αλλά ακόμη τη Μασσαλία, το Λονδίνο και το Άμστερνταμ. Η συντεχνία των ταμπάκηδων αναπτύσσει υψηλής μορφής τεχνογνωσία την επεξεργασία βυρσών βοοειδών ενώ «μετά το 1800 οπότε γενικεύονται οι αργαλειοί τύπου Ζακάρ και κάμνουν την εμφάνισή τους οι περιστρεφόμενες βαρέλες δέψεως, η αύξηση των εξαγωγών ερίων και δερμάτων είναι κατακόρυφη». Σύμφωνα με την κ. Βαρέλλα, η παραγωγή της Μακεδονίας απορροφάται σχεδόν στο σύνολό της από οίκους αυστριακούς, γερμανικούς, γαλλικούς, αγγλικούς, αμερικανικούς και ιταλικούς.
Ανάμεσα στις μονάδες που αναπτύσσουν δραστηριότητα βρίσκονται κάποια μεγάλα βυρσοδεψεία που απασχολούν δεκάδες εργάτες και διαθέτουν μηχανήματα εξελιγμένης τεχνολογίας για την εποχή. Το παζλ της βιομηχανικής δράσης του κλάδου συμπληρώνουν μικρότερες, οικογενειακές μονάδες.
Σε ό,τι αφορά την κατεργασία των δερμάτων, αυτή περιγράφεται με κάθε λεπτομέρεια: «Η εφαρμοζόμενη διαδικασία συνίσταται σε πλύση των βυρσών εντός δεξαμενών εναλλασσόμενου ύδατος εφοδιασμένων με αναδευτικές ανέμες, μάλαξή των δι΄επιδράσεως αραιού διαλύματος καυστικού νατρίου, αποστράγγιση και εν συνεχεία διόγκωση εντός συστήματος τριών δεξαμενών, ένθα αναταράσσονται με θειούχο νάτριο και εσβεσμένη άσβεστο, κατόπιν αποτρίχωση, αποσάρκωση και διχασμόν των παχυτέρων, νέα πλύση και απασβέστωση, οξίνιση με χλωριούχο νάτριο και θειικό οξύ, τέλος δε την πρόδεψη και κυρίως δέψη, ήτοι την εν θερμώ κατεργασία βυρσών με εκχυλίσματα ταννινών εντός δεξαμενών...».
«Ας μην κρυβόμαστε: Ότι ήταν επιβαρυντικό για το περιβάλλον, ήταν»
«Ας μην κρυβόμαστε: Ότι ήταν επιβαρυντικό για το περιβάλλον, ήταν» σχολιάζει από την πλευρά του στο Αθηναϊκό - Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων ο Ιωάννης Πουρσανίδης, ιδιοκτήτης, σήμερα, μονάδας βυρσοδεψείου που βρίσκεται στη βιομηχανική περιοχή της Σίνδου. Ο ίδιος αναφέρει ότι τα υλικά που χρησιμοποιούνταν, έπεφταν στη θάλασσα ανεξέλεγκτα, χωρίς καθαρισμό με αποτέλεσμα να επιβαρύνεται ο πυθμένας της θάλασσας. Μεγάλη ήταν και η κατανάλωση των υδάτινων πόρων καθώς οι μονάδες της περιοχής λειτουργούσαν με νερό από γεωτρήσεις.
«Εγώ γεννήθηκα μέσα στα δέρματα. Ο πατέρας μου ξεκίνησε το 1955 με μια παράγκα 25 μέτρα σε εκείνη την περιοχή των βυρσοδεψείων, δίπλα στον Θερμαϊκό. Σπούδασα αρχιτέκτονας αλλά με κέρδισε η βυρσοδεψία. Το θέμα είναι ότι παλιά καρδιοχτυπούσαμε όταν έβρεχε γιατί φούσκωνε η θάλασσα και πλημμυρίζαμε, ενώ κινδύνευαν τα πανάκριβα μηχανήματα που στεγάζονταν κάτω από τις λαμαρίνες. Επίσης τότε έγινε η 6η προβλήτα και το κομμάτι στα βυρσοδεψεία έγινε λιμνοθάλασσα, οπότε εκεί κατέληγαν τα νερά και η μυρωδιά ήταν έντονη» διηγείται.
Όπως επισημαίνει στο ΑΠΕ ο κ. Πουρσανίδης, εκεί υπήρχαν τότε πάνω από 50 μικρές μονάδες που λειτουργούσαν μέσα σε αυθαίρετες κατασκευές. Ο κλάδος παρουσίασε άνθηση μέχρι και το 2000 ενώ το 2004 έκλεισαν όλα τα βυρσοδεψεία στην εν λόγω περιοχή. «Από το γήπεδο του Θερμαϊκού και τα παλιά βυρσοδεψεία μεταφερθήκαμε στη βιομηχανική περιοχή της Σίνδου, όπου υπάρχει βιολογικός καθαρισμός για τα λύματα. Ήρθαμε δέκα και μείναμε πέντε καθώς πλέον τα κόστη είναι πολύ μεγάλα, ιδιαίτερα εκείνο που αφορά το νερό, καθώς καταναλώνουμε 200 με 300 κυβικά νερό την ημέρα, με τιμολόγιο ίδιο με το οικιακό. Επιπλέον οι κρατικές διαδικασίες που μας αφορούν είναι ιδιαίτερα επιβαρυντικές» τονίζει.
Για την περιοχή που άφησε πίσω του το ρέμα των βυρσοδεψείων σχολιάζει ότι η μισή ανήκει στον ΟΣΕ, στο κράτος, και η άλλη μισή σε ιδιοκτήτες, ενώ υπογραμμίζει τις αναπτυξιακές της προοπτικές προτείνοντας να εγκατασταθούν εκεί ναυτιλιακές εταιρείες.
Πηγή: ΑΠΕ
Μνήμες από τη λειτουργία τους και την επί δεκαετίες δραστηριότητα των ταμπάκηδων, ή αλλιώς βυρσοδεψών, επανέρχονται στο φως με αφορμή τα σχέδια της Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας για την εξυγίανση μιας περιοχής που δέχτηκε στα εδάφη της και το νερό της, μεγάλες ποσότητες από ένα ιδιαίτερο χημικό κοκτέιλ. Ήταν εκείνα τα υλικά που χρησιμοποιούνταν ώστε τα δέρματα, απαλλαγμένα από τα απομεινάρια της σάρκας, να καθαριστούν και να προετοιμαστούν για τα γαντοποιεία και τα πιλοποιεία της Γαλλίας και της Αγγλίας, τις αγορές της Ευρώπης, της Αμερικής, της Μέσης Ανατολής και της Αιγύπτου.
Στο ρέμα των βυρσοδεψείων σήμερα, λίγα μέτρα πριν από το σημείο που εκβάλλει στον Θερμαϊκό Κόλπο, τίποτα δεν θυμίζει την αίγλη της βιομηχανικής αυτής δραστηριότητας. Εκεί, τα στάσιμα νερά μαζεύονται στις λακκούβες όταν βρέχει, το υπέδαφος παραμένει ρυπασμένο, ενώ οι λαμαρίνες και οι πλάκες από αμιαντοτσιμέντο εξακολουθούν να σκεπάζουν τα μισογκρεμισμένα κτίσματα από τσιμεντόλιθο.
Και μπορεί να μην ήταν ο χώρος που φιλοξένησε τα βυρσοδεψεία της πόλης για πρώτη φορά, ωστόσο προτιμήθηκε, από τα τέλη του 19ου αιώνα, καθώς βρισκόταν δίπλα στο λιμάνι που διευκόλυνε τις εξαγωγές και σε απόσταση αναπνοής από τον Θερμαϊκό, όπου κατέληγαν τα λύματα ανεπεξέργαστα. Στην ίδια περιοχή, άλλωστε, δημιουργήθηκε αργότερα και το κτίριο των παλιών σφαγείων, που φιλοξενούσε μια «συγγενή» επαγγελματική δραστηριότητα.
Τα βυρσοδεψεία στο φρούριο του Βαρδάρη
«Μέχρι το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα, τα βυρσοδεψεία βρίσκονταν κοντά στο φρούριο του Βαρδάρη, το οποίο σώζεται. Η δραστηριότητα αυτή αναπτυσσόταν κατά μήκος της σημερινής οδού Πολυτεχνείου και προς τα πάνω μέχρι την Ολυμπίου Διαμαντή, έναν δρόμο ανάμεσα στις οδούς Τσιμισκή και Φράγκων, παράλληλο σε αυτές. Σε διπλανό δρόμο γινόταν και το εμπόριο των δερμάτων. Μετά το 1870, οπότε η θάλασσα μπαζώθηκε και τα τείχη κατεδαφίστηκαν, η ακτή ευθυγραμμίστηκε, άλλαξαν οι συνθήκες ελλιμενισμού, επηρεάζοντας και το σημείο όπου άραζαν τα πλοία. Οι δερματέμποροι αναγκάστηκαν να μετακινηθούν πιο δυτικά και στο ίδιο σημείο φιλοξενήθηκε η εμπορική δραστηριότητα των εμπόρων λαδιού, αφήνοντας το στίγμα της στη σημερινή ονομασία της περιοχής, τα Λαδάδικα» εξηγεί στο Αθηναϊκό - Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων ο διδάκτωρ Οικονομικής Ιστορίας και έφορος του Εβραϊκού Μουσείου Θεσσαλονίκης, συγγραφέας Ευάγγελος Χεκίμογλου.
Ο κ. Χεκίμογλου περιγράφει τη διαδικασία επεξεργασίας των δερμάτων κατά τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο: «Τα δέρματα τοποθετούνταν σε καζάνια και έμεναν εκεί για μερικές μέρες. Μετά απλώνονταν ώστε να πουληθούν ως δέρματα καθώς δεν υπήρχε τότε επεξεργασία, σαν αυτή που γνωρίζουμε σήμερα». Το σίγουρο είναι, σύμφωνα με τον κ. Χεκίμογλου, ότι δεν χρησιμοποιούνταν βαριά χημικά τότε καθώς, αν συνέβαινε κάτι τέτοιο, θα υπήρχε ρύπανση και δυσοσμία και σίγουρα αυτό θα αναφερόταν στα γραπτά των τριακοσίων και πλέον περιηγητών, που φτάνοντας στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης περνούσαν αναγκαία από το συγκεκριμένο σημείο.
Τα βυρσοδεψεία δίπλα στον Θερμαϊκό
Μια νέα εποχή για τα βυρσοδεψεία ξεκινά με την εγκατάστασή τους δίπλα στον Θερμαϊκό, ανάμεσα στην εκβολή του ρέματος του Δενδροποτάμου, τις εγκαταστάσεις του λιμανιού και το γήπεδο του Θερμαϊκού. Στοιχεία για την κατεργασία και την εμπορία των δερμάτων στη Θεσσαλονίκη τής όψιμης Τουρκοκρατίας και του Μεσοπολέμου παρουσιάζει αναλυτικά η καθηγήτρια του Τμήματος Χημείας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, Ευαγγελία Βαρέλλα, στο τεύχος 21 του περιοδικού «Θεσσαλονικέων Πόλις», που εκδίδει η Πολιτιστική Εταιρεία Επιχειρηματιών Βορείου Ελλάδος.
«Η σχετική παράδοση ανάγεται πρωτίστως στον κτηνοτροφικό και θηρευτικό πλούτο της ευρύτερης ενδοχώρας, η δε εκτεταμένη εμπορία των ερίων και δερμάτων συνοδεύεται από την επιτόπιο επεξεργασία τους» αναφέρει χαρακτηριστικά. Τα δέρματα και το μαλλί εξάγονται στην Τεργέστη, τη Βενετία, το Λιβόρνο και τη Γένοβα αλλά ακόμη τη Μασσαλία, το Λονδίνο και το Άμστερνταμ. Η συντεχνία των ταμπάκηδων αναπτύσσει υψηλής μορφής τεχνογνωσία την επεξεργασία βυρσών βοοειδών ενώ «μετά το 1800 οπότε γενικεύονται οι αργαλειοί τύπου Ζακάρ και κάμνουν την εμφάνισή τους οι περιστρεφόμενες βαρέλες δέψεως, η αύξηση των εξαγωγών ερίων και δερμάτων είναι κατακόρυφη». Σύμφωνα με την κ. Βαρέλλα, η παραγωγή της Μακεδονίας απορροφάται σχεδόν στο σύνολό της από οίκους αυστριακούς, γερμανικούς, γαλλικούς, αγγλικούς, αμερικανικούς και ιταλικούς.
Ανάμεσα στις μονάδες που αναπτύσσουν δραστηριότητα βρίσκονται κάποια μεγάλα βυρσοδεψεία που απασχολούν δεκάδες εργάτες και διαθέτουν μηχανήματα εξελιγμένης τεχνολογίας για την εποχή. Το παζλ της βιομηχανικής δράσης του κλάδου συμπληρώνουν μικρότερες, οικογενειακές μονάδες.
Σε ό,τι αφορά την κατεργασία των δερμάτων, αυτή περιγράφεται με κάθε λεπτομέρεια: «Η εφαρμοζόμενη διαδικασία συνίσταται σε πλύση των βυρσών εντός δεξαμενών εναλλασσόμενου ύδατος εφοδιασμένων με αναδευτικές ανέμες, μάλαξή των δι΄επιδράσεως αραιού διαλύματος καυστικού νατρίου, αποστράγγιση και εν συνεχεία διόγκωση εντός συστήματος τριών δεξαμενών, ένθα αναταράσσονται με θειούχο νάτριο και εσβεσμένη άσβεστο, κατόπιν αποτρίχωση, αποσάρκωση και διχασμόν των παχυτέρων, νέα πλύση και απασβέστωση, οξίνιση με χλωριούχο νάτριο και θειικό οξύ, τέλος δε την πρόδεψη και κυρίως δέψη, ήτοι την εν θερμώ κατεργασία βυρσών με εκχυλίσματα ταννινών εντός δεξαμενών...».
«Ας μην κρυβόμαστε: Ότι ήταν επιβαρυντικό για το περιβάλλον, ήταν»
«Ας μην κρυβόμαστε: Ότι ήταν επιβαρυντικό για το περιβάλλον, ήταν» σχολιάζει από την πλευρά του στο Αθηναϊκό - Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων ο Ιωάννης Πουρσανίδης, ιδιοκτήτης, σήμερα, μονάδας βυρσοδεψείου που βρίσκεται στη βιομηχανική περιοχή της Σίνδου. Ο ίδιος αναφέρει ότι τα υλικά που χρησιμοποιούνταν, έπεφταν στη θάλασσα ανεξέλεγκτα, χωρίς καθαρισμό με αποτέλεσμα να επιβαρύνεται ο πυθμένας της θάλασσας. Μεγάλη ήταν και η κατανάλωση των υδάτινων πόρων καθώς οι μονάδες της περιοχής λειτουργούσαν με νερό από γεωτρήσεις.
«Εγώ γεννήθηκα μέσα στα δέρματα. Ο πατέρας μου ξεκίνησε το 1955 με μια παράγκα 25 μέτρα σε εκείνη την περιοχή των βυρσοδεψείων, δίπλα στον Θερμαϊκό. Σπούδασα αρχιτέκτονας αλλά με κέρδισε η βυρσοδεψία. Το θέμα είναι ότι παλιά καρδιοχτυπούσαμε όταν έβρεχε γιατί φούσκωνε η θάλασσα και πλημμυρίζαμε, ενώ κινδύνευαν τα πανάκριβα μηχανήματα που στεγάζονταν κάτω από τις λαμαρίνες. Επίσης τότε έγινε η 6η προβλήτα και το κομμάτι στα βυρσοδεψεία έγινε λιμνοθάλασσα, οπότε εκεί κατέληγαν τα νερά και η μυρωδιά ήταν έντονη» διηγείται.
Όπως επισημαίνει στο ΑΠΕ ο κ. Πουρσανίδης, εκεί υπήρχαν τότε πάνω από 50 μικρές μονάδες που λειτουργούσαν μέσα σε αυθαίρετες κατασκευές. Ο κλάδος παρουσίασε άνθηση μέχρι και το 2000 ενώ το 2004 έκλεισαν όλα τα βυρσοδεψεία στην εν λόγω περιοχή. «Από το γήπεδο του Θερμαϊκού και τα παλιά βυρσοδεψεία μεταφερθήκαμε στη βιομηχανική περιοχή της Σίνδου, όπου υπάρχει βιολογικός καθαρισμός για τα λύματα. Ήρθαμε δέκα και μείναμε πέντε καθώς πλέον τα κόστη είναι πολύ μεγάλα, ιδιαίτερα εκείνο που αφορά το νερό, καθώς καταναλώνουμε 200 με 300 κυβικά νερό την ημέρα, με τιμολόγιο ίδιο με το οικιακό. Επιπλέον οι κρατικές διαδικασίες που μας αφορούν είναι ιδιαίτερα επιβαρυντικές» τονίζει.
Για την περιοχή που άφησε πίσω του το ρέμα των βυρσοδεψείων σχολιάζει ότι η μισή ανήκει στον ΟΣΕ, στο κράτος, και η άλλη μισή σε ιδιοκτήτες, ενώ υπογραμμίζει τις αναπτυξιακές της προοπτικές προτείνοντας να εγκατασταθούν εκεί ναυτιλιακές εταιρείες.
Πηγή: ΑΠΕ
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ