2012-06-05 14:08:30
By Lorenzo Bini Smaghi *
Ο τρόπος με τον οποίο έγινε η διαχείριση της Bankia – και όχι μόνο – κατά τις τελευταίες εβδομάδες επιβεβαιώνει ότι η τραπεζική εποπτεία δεν μπορεί να συνεχίσει να εφαρμόζεται σε εθνικό επίπεδο. Οι κυβερνήσεις έχουν απλούστατα πολλά κίνητρα να μην πράξουν απολύτως τίποτα, γεγονός που υπονομεύει την σταθερότητα του ευρύτερου χρηματοοικονομικού συστήματος της ευρωζώνης.
Το επιχείρημα που προβάλλεται για την διατήρηση της τραπεζικής εποπτείας σε εθνικό επίπεδο, είναι πως οι εποπτικές αρχές θα πρέπει να είναι υπόλογες στους φορολογούμενους πολίτες, οι οποίοι τελικά θα υποστούν τις επιπτώσεις από ενδεχόμενες χρεοκοπίες τραπεζών. Ενόσω η στήριξη των τραπεζών χρηματοδοτείται από τους φορολογούμενους πολίτες των κρατών, η εποπτεία τους θα πρέπει να παραμένει στα χέρια των κρατών, αναφέρει αυτή η άποψη.
Στο πλαίσιο μίας νομισματικής ένωσης όμως, οι αποφάσεις που λαμβάνονται από μία εθνική εποπτική αρχή δεν επηρεάζουν μόνο τους κατοίκους της συγκεκριμένης χώρας, αλλά ταυτόχρονα τους φορολογούμενους και τους αποταμιευτές άλλων χωρών
. Τα πρόσφατα γεγονότα δείχνουν πως οι αβεβαιότητες ως προς την αναδιάρθρωση της Bankia επέφεραν αρνητικό αντίκτυπο στο τραπεζικό σύστημα όλης της ευρωζώνης και επηρέασαν και άλλα τμήματα του χρηματοοικονομικού κλάδου, καθώς και χώρες που είχαν αναλάβει δράση εκ των προτέρων για την στήριξη των τραπεζικών τους συστημάτων.
Το κανάλι της μετάδοσης σε άλλες χώρες της ευρωζώνης έχει πολλές διαστάσεις. Αρχικά είναι ημετάδοση μέσω της αγοράς κρατικών ομολόγων, όπου αυξάνονται οι αποδόσεις και κατά συνέπεια αυξάνεται το φορολογικό βάρος στις εν λόγω χώρες. Κατά δεύτερον ο υψηλός βαθμός διασυνοριακών συσχετισμών στο τραπεζικό σύστημα, συμπιέζει την αξία του τραπεζικού κεφαλαίου σε άλλα μέρη της ευρωζώνης, πυροδοτώντας κατά συνέπεια πιστωτική κρίση.
Τρίτον, εάν τα εγχώρια κεφάλαια δεν είναι επαρκή για να υπάρξει ικανή ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών – όπως έγινε στην Ελλάδα, την Ιρλανδία και την Πορτογαλία – τότε θα χρησιμοποιηθούν τακεφάλαια από τον ευρωπαϊκό μηχανισμό, που συνεπάγεται υποχρέωση των φορολογουμένων από άλλες χώρες.
Παράλληλα, η αποκέντρωση των εποπτικών αρχών στην ευρωζώνη παρέχει κίνητρα για να υποτιμηθούν οι κίνδυνοι και για τη μετατόπιση του βάρους στης προσαρμογής στους φορολογούμενους πολίτες άλλων χωρών. Οι εθνικές εποπτικές αρχές συχνά προφασίζονται το απόρρητο των πληροφοριών που διαθέτουν για τις τράπεζες που βρίσκονται υπό την δική τους αρμοδιότητα, ώστε να μην μοιραστούν στοιχεία με άλλες χώρες, αυξάνοντας, κατά συνέπεια, την πιθανότητα να υποτιμηθεί η σοβαρότητα της κατάστασης και οι διασυνοριακές επιπτώσεις των κρίσεων.
Η διεξαγωγή των stress test έγινε σε εθνικό επίπεδο, έδωσε τη δυνατότητα να υπάρξουν διαφορετικές διαβαθμίσεις αυστηρότητας, υπονομεύοντας έτσι και την αξιοπιστία του ευρύτερου ευρωπαϊκού εποπτικού οικοδομήματος. Οι στόχοι και οι προθεσμίες ανακεφαλαιοποιήσεων τέθηκαν με πρωταρχικό μέλημα την στήριξη των εθνικών στόχων και δευτερευόντως τη συνολική ανάκτηση της σταθερότητας.
Το τρέχον σύστημα συνεργασίας μεταξύ των εθνικών εποπτικών αρχών υπό την Ευρωπαϊκή Τραπεζική Αρχή είναι αδύναμο και δεν έχει μηχανισμό επιβολής κυρώσεων για να αποτραπούν οι προαναφερθέντες κίνδυνοι. Είναι παράδοξο ότι ενώ οι κυβερνήσεις των κρατών-μελών της ευρωζώνης έχουν αποδεχθεί να υπόκεινται σε αυστηρούς κανόνες και μηχανισμό επιβολής κυρώσεων – όπως προβλέπει το δημοσιονομικό συμβόλαιο- οι εθνικές εποπτικές αρχές συνεργάζονται με πολύ λιγότερους περιορισμούς. Το αποτέλεσμα είναι πως μόνο οι αγορές ασκούν πιέσεις για ανάληψη δράσης. Και όπως δείχνει η εμπειρία, με αυτό τον τρόπο γίνονται τελικά πολύ λίγα και πολύ αργά.
Το τρέχον μη κεντρικό σύστημα εποπτείας θέτει επίσης υπερβολικό βάρος στους ώμους της ΕΚΤ. Η ευρωτράπεζα στηρίζεται στις εκτιμήσεις των εθνικών εποπτικών αρχών ώστε να κρίνει εάν οι τράπεζες είναι φερέγγυες και εάν κατά συνέπεια μπορούν να γίνουν αποδεκτές στις δραστηριότητές της. Έτσι όμως, οι εθνικές εποπτικές αρχές έχουν το δέλεαρ να υποτιμήσουν τον κίνδυνο και να αντιμετωπίσουν τα όποια προβλήματα μέσω πρόβλεψης για ρευστότητα από την κεντρική τράπεζα και όχι μέσω κεφαλαιουχικών αυξήσεων. Μόνο οι χώρες που έχουν προσφύγει στον μηχανισμό στήριξης είναι υποχρεωμένες να δίνουν όλα τα απαιτούμενα στοιχεία. Για αυτό, οι περισσότερες χώρες καταφεύγουν στον μηχανισμό στήριξης μόνο όταν δεν έχουν άλλη επιλογή.
Στο πλαίσιο μίας νομισματικής ένωσης οι εποπτικές αρχές είναι υπόλογες για τις δράσεις τους – όπως και για την αδράνειά τους- όχι μόνο στους πολίτες των δικών τους χωρών, αλλά επίσης και στους πολίτες των άλλων κρατών-μελών. Με τον τρέχον θεσμικό πλαίσιο της ΕΕ, δεν είναι σαφές πόση υπευθυνότητα εξασφαλίζεται. Η χρηματοοικονομική σταθερότητα θεωρείται εθνική ευθύνη, γεγονός παράδοξο δεδομένου ότι πρόκειται για μία ενιαία χρηματοοικονομική αγορά με ένα νόμισμα. Ο ρόλος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής είναι ασαφής. Θεωρητικά, οι εθνικές εποπτικές και δημοσιονομικές αρχές θα ασκούν πιέσεις αλλήλους. Πρακτικά όμως, διστάζουν να το πράξουν, φοβούμενες ότι κάποια στιγμή θα έρθει και η δική τους σειρά.
Το κόστος αυτής της αναποτελεσματικότητας όμως, πλήττει κυρίως τους φορολογούμενους πολίτες.
Η λύση είναι να υπάρξει μία κεντρική εποπτική αρχή των τραπεζών σε επίπεδο ευρωζώνης, ειδικότερα για τους συστημικά σημαντικούς οργανισμούς. Δύο είναι οι τρόποι για να επιτευχθεί αυτό. Ο πρώτος είναι να αναλάβουν πρωτοβουλία οι πολιτικές αρχές των κρατών μελών και να συμφωνήσουν στην εφαρμογή ενός πιο ολοκληρωμένου συστήματος εποπτείας. Ο δεύτερος είναι να σταματήσει η ΕΚΤ να βασίζεται μόνο στα στοιχεία που παίρνει από τις εθνικές εποπτικές αρχές και να αρχίσει να διεξάγει τις δικές της εκτιμήσεις για τη φερεγγυότητα των μεγαλύτερων τραπεζών προκειμένου να αξιολογήσει την καταλληλότητά τους για να συμμετάσχουν στις δραστηριότητες της ευρωτράπεζας.
*Ο Lorenzo Bini Smaghi είναι πρώην μέλος του διοικητικού συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας
euro2day
InfoGnomon
Ο τρόπος με τον οποίο έγινε η διαχείριση της Bankia – και όχι μόνο – κατά τις τελευταίες εβδομάδες επιβεβαιώνει ότι η τραπεζική εποπτεία δεν μπορεί να συνεχίσει να εφαρμόζεται σε εθνικό επίπεδο. Οι κυβερνήσεις έχουν απλούστατα πολλά κίνητρα να μην πράξουν απολύτως τίποτα, γεγονός που υπονομεύει την σταθερότητα του ευρύτερου χρηματοοικονομικού συστήματος της ευρωζώνης.
Το επιχείρημα που προβάλλεται για την διατήρηση της τραπεζικής εποπτείας σε εθνικό επίπεδο, είναι πως οι εποπτικές αρχές θα πρέπει να είναι υπόλογες στους φορολογούμενους πολίτες, οι οποίοι τελικά θα υποστούν τις επιπτώσεις από ενδεχόμενες χρεοκοπίες τραπεζών. Ενόσω η στήριξη των τραπεζών χρηματοδοτείται από τους φορολογούμενους πολίτες των κρατών, η εποπτεία τους θα πρέπει να παραμένει στα χέρια των κρατών, αναφέρει αυτή η άποψη.
Στο πλαίσιο μίας νομισματικής ένωσης όμως, οι αποφάσεις που λαμβάνονται από μία εθνική εποπτική αρχή δεν επηρεάζουν μόνο τους κατοίκους της συγκεκριμένης χώρας, αλλά ταυτόχρονα τους φορολογούμενους και τους αποταμιευτές άλλων χωρών
Το κανάλι της μετάδοσης σε άλλες χώρες της ευρωζώνης έχει πολλές διαστάσεις. Αρχικά είναι ημετάδοση μέσω της αγοράς κρατικών ομολόγων, όπου αυξάνονται οι αποδόσεις και κατά συνέπεια αυξάνεται το φορολογικό βάρος στις εν λόγω χώρες. Κατά δεύτερον ο υψηλός βαθμός διασυνοριακών συσχετισμών στο τραπεζικό σύστημα, συμπιέζει την αξία του τραπεζικού κεφαλαίου σε άλλα μέρη της ευρωζώνης, πυροδοτώντας κατά συνέπεια πιστωτική κρίση.
Τρίτον, εάν τα εγχώρια κεφάλαια δεν είναι επαρκή για να υπάρξει ικανή ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών – όπως έγινε στην Ελλάδα, την Ιρλανδία και την Πορτογαλία – τότε θα χρησιμοποιηθούν τακεφάλαια από τον ευρωπαϊκό μηχανισμό, που συνεπάγεται υποχρέωση των φορολογουμένων από άλλες χώρες.
Παράλληλα, η αποκέντρωση των εποπτικών αρχών στην ευρωζώνη παρέχει κίνητρα για να υποτιμηθούν οι κίνδυνοι και για τη μετατόπιση του βάρους στης προσαρμογής στους φορολογούμενους πολίτες άλλων χωρών. Οι εθνικές εποπτικές αρχές συχνά προφασίζονται το απόρρητο των πληροφοριών που διαθέτουν για τις τράπεζες που βρίσκονται υπό την δική τους αρμοδιότητα, ώστε να μην μοιραστούν στοιχεία με άλλες χώρες, αυξάνοντας, κατά συνέπεια, την πιθανότητα να υποτιμηθεί η σοβαρότητα της κατάστασης και οι διασυνοριακές επιπτώσεις των κρίσεων.
Η διεξαγωγή των stress test έγινε σε εθνικό επίπεδο, έδωσε τη δυνατότητα να υπάρξουν διαφορετικές διαβαθμίσεις αυστηρότητας, υπονομεύοντας έτσι και την αξιοπιστία του ευρύτερου ευρωπαϊκού εποπτικού οικοδομήματος. Οι στόχοι και οι προθεσμίες ανακεφαλαιοποιήσεων τέθηκαν με πρωταρχικό μέλημα την στήριξη των εθνικών στόχων και δευτερευόντως τη συνολική ανάκτηση της σταθερότητας.
Το τρέχον σύστημα συνεργασίας μεταξύ των εθνικών εποπτικών αρχών υπό την Ευρωπαϊκή Τραπεζική Αρχή είναι αδύναμο και δεν έχει μηχανισμό επιβολής κυρώσεων για να αποτραπούν οι προαναφερθέντες κίνδυνοι. Είναι παράδοξο ότι ενώ οι κυβερνήσεις των κρατών-μελών της ευρωζώνης έχουν αποδεχθεί να υπόκεινται σε αυστηρούς κανόνες και μηχανισμό επιβολής κυρώσεων – όπως προβλέπει το δημοσιονομικό συμβόλαιο- οι εθνικές εποπτικές αρχές συνεργάζονται με πολύ λιγότερους περιορισμούς. Το αποτέλεσμα είναι πως μόνο οι αγορές ασκούν πιέσεις για ανάληψη δράσης. Και όπως δείχνει η εμπειρία, με αυτό τον τρόπο γίνονται τελικά πολύ λίγα και πολύ αργά.
Το τρέχον μη κεντρικό σύστημα εποπτείας θέτει επίσης υπερβολικό βάρος στους ώμους της ΕΚΤ. Η ευρωτράπεζα στηρίζεται στις εκτιμήσεις των εθνικών εποπτικών αρχών ώστε να κρίνει εάν οι τράπεζες είναι φερέγγυες και εάν κατά συνέπεια μπορούν να γίνουν αποδεκτές στις δραστηριότητές της. Έτσι όμως, οι εθνικές εποπτικές αρχές έχουν το δέλεαρ να υποτιμήσουν τον κίνδυνο και να αντιμετωπίσουν τα όποια προβλήματα μέσω πρόβλεψης για ρευστότητα από την κεντρική τράπεζα και όχι μέσω κεφαλαιουχικών αυξήσεων. Μόνο οι χώρες που έχουν προσφύγει στον μηχανισμό στήριξης είναι υποχρεωμένες να δίνουν όλα τα απαιτούμενα στοιχεία. Για αυτό, οι περισσότερες χώρες καταφεύγουν στον μηχανισμό στήριξης μόνο όταν δεν έχουν άλλη επιλογή.
Στο πλαίσιο μίας νομισματικής ένωσης οι εποπτικές αρχές είναι υπόλογες για τις δράσεις τους – όπως και για την αδράνειά τους- όχι μόνο στους πολίτες των δικών τους χωρών, αλλά επίσης και στους πολίτες των άλλων κρατών-μελών. Με τον τρέχον θεσμικό πλαίσιο της ΕΕ, δεν είναι σαφές πόση υπευθυνότητα εξασφαλίζεται. Η χρηματοοικονομική σταθερότητα θεωρείται εθνική ευθύνη, γεγονός παράδοξο δεδομένου ότι πρόκειται για μία ενιαία χρηματοοικονομική αγορά με ένα νόμισμα. Ο ρόλος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής είναι ασαφής. Θεωρητικά, οι εθνικές εποπτικές και δημοσιονομικές αρχές θα ασκούν πιέσεις αλλήλους. Πρακτικά όμως, διστάζουν να το πράξουν, φοβούμενες ότι κάποια στιγμή θα έρθει και η δική τους σειρά.
Το κόστος αυτής της αναποτελεσματικότητας όμως, πλήττει κυρίως τους φορολογούμενους πολίτες.
Η λύση είναι να υπάρξει μία κεντρική εποπτική αρχή των τραπεζών σε επίπεδο ευρωζώνης, ειδικότερα για τους συστημικά σημαντικούς οργανισμούς. Δύο είναι οι τρόποι για να επιτευχθεί αυτό. Ο πρώτος είναι να αναλάβουν πρωτοβουλία οι πολιτικές αρχές των κρατών μελών και να συμφωνήσουν στην εφαρμογή ενός πιο ολοκληρωμένου συστήματος εποπτείας. Ο δεύτερος είναι να σταματήσει η ΕΚΤ να βασίζεται μόνο στα στοιχεία που παίρνει από τις εθνικές εποπτικές αρχές και να αρχίσει να διεξάγει τις δικές της εκτιμήσεις για τη φερεγγυότητα των μεγαλύτερων τραπεζών προκειμένου να αξιολογήσει την καταλληλότητά τους για να συμμετάσχουν στις δραστηριότητες της ευρωτράπεζας.
*Ο Lorenzo Bini Smaghi είναι πρώην μέλος του διοικητικού συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας
euro2day
InfoGnomon
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΕΠΟΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Ξέχασε να βγάλει την ετικέτα...
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ