2018-08-08 15:05:33
Το ερώτημα του τίτλου θα μπορούσε να αποτελέσει το θέμα ενός αστυνομικού μυθιστορήματος. Η ζωή όμως, σε πολλές περιπτώσεις, ξεπερνάει τη φαντασία και το άτομο καλείται να δώσει απάντηση
σε πολύ σοβαρά διλήμματα που λαμβάνουν όχι μόνον εγκληματολογικές και κοινωνικές διαστάσεις, αλλά και ηθικές.
Τη νύχτα της 17ης Ιουνίου του 2015, ένας ένοπλος νεαρός άντρας, μόλις 21 ετών, άνοιξε πυρ σε υπόγειο ιστορικής αφροαμερικανικής εκκλησίας στο Τσάρλεστον, στη νότια Καρολίνα. Εννέα άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους. Πέντε επέζησαν. Όλοι Αφροαμερικανοί. Οι επιζώντες και οι οικογένειες των θυμάτων αποφάσισαν να συχωρήσουν τον δράστη, στη λογική ότι το μίσος δεν θα νικήσει την αγάπη.
Στην ακροαματική διαδικασία ένας προς έναν, όσοι επέλεξαν να μιλήσουν δημόσια, δεν εξέφρασαν οργή. Ενώ εκείνος παρέμενε απαθής απέναντί τους, οι οικογένειες των θυμάτων και οι επιζώντες του προσέφεραν συγχώρεση, δήλωσαν ότι προσεύχονται για την ψυχή του και μίλησαν για τη δύναμη της αγάπης, ακόμα και όταν περιέγραφαν τον ανείπωτο πόνο των απωλειών τους.
“Σε συγχωρώ”, δήλωσε, κατά την ακρόαση, η κόρη 70χρονης γυναίκας που έχασε τη ζωή της στη διάρκεια των πυροβολισμών στην εκκλησία, με έντονη συγκινησιακή φόρτιση. “Πήρες από εμένα κάτι πολύτιμο. Ποτέ δεν θα μιλήσω ξανά μαζί της. Ποτέ δεν θα την κρατήσω ξανά. Αλλά σε συγχωρώ. Και προσεύχομαι για την ψυχή σου”.
Ο δράστης μίλησε μόνο για να επιβεβαιώσει το όνομά του, τη διεύθυνσή του και να δηλώσει ότι ήταν άνεργος, ενώ απέφευγε να σηκώσει τα μάτια του και να κοιτάξει την κάμερα που κατέγραφε κάθε του κίνηση και βλέμμα.
“Αναγνωρίζω ότι είμαι πολύ θυμωμένη”, δήλωσε η αδελφή ενός ακόμα θύματος. “Αλλά η αδελφή μου μού δίδαξε ότι είμαστε η οικογένεια μέσα στην οποία η αγάπη χτίστηκε. Δεν έχουμε χώρο για μίσος, γι’ αυτό πρέπει να συγχωρήσουμε. Προσεύχομαι στον Θεό για την ψυχή σου”.
Η εγγονή ενός ακόμα θύματος δήλωσε ότι οι λόγοι για τη δική της συγχώρεση ήταν απόδειξη ότι “το μίσος δεν θα κερδίσει”.
Αξιοσημείωτο είναι ότι ο δράστης δεν έδειξε μεταμέλεια για την πράξη του. Αντίθετα, δήλωσε “Ακόμα αισθάνομαι ότι έπρεπε να το κάνω”. Πιστός στις ρατσιστικές του πεποιθήσεις, υποστήριξε: «Όποιος μισεί οτιδήποτε στο μυαλό του, έχει έναν καλό λόγο γι’ αυτό».
Εγκλήματα μίσους/hate crimes αντιμετωπίστηκαν με τη δύναμη της αγάπης και της συγχώρεσης από τις οικογένειες των θυμάτων και τα θύματα που επιβίωσαν της εγκληματικής πράξης, προκειμένου να μη “νικήσει” το μίσος. Και το μίσος δεν νίκησε!
Σκέφτομαι πόσο δύσκολη είναι η απόφαση να συγχωρήσεις το έγκλημα και ειδικά της αφαίρεσης ζωής αγαπημένου προσώπου. Στη συγκεκριμένη υπόθεση η στάση που υιοθέτησαν τα θύματα που επέζησαν και οι οικογένειές τους σχετίζεται σε μεγάλο βαθμό με τη βαθιά πίστη τους και τη φιλοσοφία ζωής τους που έδινε έμφαση στην αγάπη και στην αποδοχή.
Μια υπόθεση που αναμφίβολα λαμβάνει έντονες ψυχολογικές και ηθικές προεκτάσεις και θα μπορούσε να διερευνηθεί, συστηματικά, υπό το πρίσμα πολλών επιστημών: της κοινωνιολογίας, της εγκληματολογίας, της φιλοσοφίας, της θεολογίας. Η συγχώρεση, σε αυτή την περίπτωση, βιώθηκε ως ένα είδος λύτρωσης από όσους έμειναν πίσω για να συνεχίσουν τη ζωή τους χωρίς τους δικούς τους αγαπημένους ανθρώπους.
Μπροστά σε αυτό τον πόνο, υπάρχουν δύο δρόμοι: ο δρόμος της οργής, του μίσους και ο δρόμος της συγχώρεσης και της αγάπης. Επέλεξαν τον πιο δύσκολο δρόμο, τον δεύτερο. Έκαναν μια επιλογή που προϋποθέτει τεράστιο ψυχικό σθένος και ψυχικές αντοχές. Είμαι όμως μια γενικότερη φιλοσοφία ζωής που, πιστεύω ότι έδειχνε τον σεβασμό τους στη μνήμη των ψυχών που χάθηκαν, οι οποίες ακολουθούσαν αυτήν τη στάση ζωής και ταυτόχρονα ήταν ένα ηχηρό μήνυμα στην κοινωνία ότι το “μίσος δεν έχει θέση στη ζωή μας”.
Ενδιαφέρον, στο σημείο αυτό, θα είχε όμως να εξετάσουμε την έννοια και το περιεχόμενου της “αποκαταταστικής δικαιοσύνης”. Όπως επισημαίνει η κ. Βενετία Ζαχαράκη, δικηγόρος και μεταπτυχιακή φοιτήτρια Ποινικού Δικαίου στη Νομική Κομοτηνής, στο εξαιρετικά ενδιαφέρον άρθρο της, με τίτλο Αποκαταστατική Δικαιοσύνη και Διαμεσολάβηση: Εργαστήριο Παντείου Πανεπιστημίου, που δημοσιεύθηκε στο ηλεκτρονικό, εγκληματολογικό περιοδικό Crime Times (τεύχος 6ο, Ιούνιος 2018), “ο όρος αποκαταστατική δικαιοσύνη εισήχθη για πρώτη φορά το 1977 από τον Albert Eglash, σύμφωνα με τον οποίο η συγκεκριμένη μορφή δικαιοσύνης παρέχει μια οικειοθελή ευκαιρία τόσο στο δράστη και στο θύμα να αποκαταστήσουν τις σχέσεις τους, όσο και στο θύτη, ιδιαίτερα, να βρει έναν τρόπο να επανορθώσει για το κακό που προκάλεσε στο θύμα του”.
Η κ. Ζαχαράκη προσθέτει “Σαράντα περίπου χρόνια μετά από την εμφάνιση του σχετικού όρου στη βιβλιογραφία, είναι εξαιρετικά δυσχερές να διατυπωθεί ένας συνθετικός και αφαιρετικός ορισμός, που να αποτυπώνει τις έννοιες και τα χαρακτηριστικά αυτής της μορφής δικαιοσύνης. Η μόνη συμφωνία που υπάρχει στη βιβλιογραφία σήμερα είναι ότι δεν υπάρχει συμφωνία για το τι είναι αποκαταστατική δικαιοσύνη. Απόπειρες ορισμών έχουν γίνει πολλές (Marshall 1999, Paul McCord 1996, United Nations 1999). Η πλειοψηφία των ορισμών που έχουν διατυπωθεί επικεντρώνονται είτε στη διαδικασία είτε στα αποτελέσματα και τις αξίες της επανορθωτικής δικαιοσύνης. Όλοι οι ορισμοί, μοιράζονται μια κοινή ηθική οπτική: ότι η δικαιοσύνη απαιτεί πολύ περισσότερα από την επιβολή των αντιποίνων στο δράστη. Έτσι, η αποκαταστατική δικαιοσύνη ξεκινά με την πεποίθηση ότι οι παραβάτες οφείλουν με κάποιο τρόπο να κάνουν καλύτερο τον κόσμο από ό,τι τον άφησαν με τις πράξεις τους.Η επανορθωτική δικαιοσύνη δεν αποτελεί μόνο ιδεολογική ή θεωρητική προσέγγιση στο πεδίο της εγκληματολογίας, αλλά χαρακτηρίζεται κυρίως από δημόσιες πολιτικές και πρακτικές εφαρμογές, όπως είναι η διαμεσολάβηση και οι κοινοτικές συνεδρίες”.
Σχετικά με το ελληνικό δίκαιο, η κ. Ζαχαράκη υπογραμμίζει “Ο Έλληνας νομοθέτης, σε μια προσπάθεια αφενός εκσυγχρονισμού του ισχύοντος ποινικού συστήματος και μείωσης του όγκου δουλειάς και αφετέρου βελτίωσης της θέσης του θύματος στην ποινική διαδικασία, εισήγαγε, στις ποινικές υποθέσεις, υπό το πρίσμα της αποκαταστατικής δικαιοσύνης, τους θεσμούς της ποινικής συνδιαλλαγής και της ποινικής διαμεσολάβησης” […] “Επί του παρόντος στην Ελλάδα δεν υπάρχει κάποιος εθνικός σχεδιασμός ή κάποιος υποστηρικτικός μηχανισμός για την παροχή ενημέρωσης, εκπαίδευσης και τεχνογνωσίας αναφορικά με την αποκαταστατική δικαιοσύνη και τις πρακτικές εφαρμογές της. Την απουσία αυτή έρχονται να καλύψουν οι μη κυβερνητικές οργανώσεις (ΜΚΟ), όπως, ενδεικτικά, είναι το «Ελληνικό Κέντρο Κοινωνικής Διαμεσολάβησης» και το «Ελληνικό Κέντρο Διαμεσολάβησης και Διαιτησίας»”.
Τι σημαίνει όμως για τα θύματα η επανορθωτική δικαιοσύνη; Από το Μήνυμα της Διευθύντριας του Κέντρου Πολιτικής στον Καναδά για τα Θύματα, Jo-Anne Wemmers, Marisa Canuto, Victims’ Experiences with, Expectations and Perceptions of Restorative Justice, CICC, Montreal University, 2002, από το πολύτιμο υλικό του Ομ.Καθηγητή Εγκληματολογίας Παντείου Πανεπιστημίου, κ. Αντώνη Μαγγανά, αντλούνται τα ακόλουθα στοιχεία:
“Το θέμα της επανορθωτικής δικαιοσύνης γίνεται όλο και πιο δημοφιλές τόσο στον Καναδά όσο και στο εξωτερικό. Υπάρχει, πάντως, κάποια διχογνωμία ως προς το εάν η επανορθωτική δικαιοσύνη ικανοποιεί τις ανάγκες των θυμάτων. Για τον σκοπό αυτό έγινε η παρούσα έρευνα ως προς την εμπειρία των θυμάτων, τι αναμένουν και πώς εκλαμβάνουν την επανορθωτική δικαιοσύνη. Γενικά τα θύματα διάκεινται ευνοϊκά απέναντι στο θεσμό αυτό υπό τον όρο ότι η συμμετοχή είναι εθελούσια.”
Στο μήνυμα σημειώνονται τα εξής:
“-Είναι σαφές ότι η επανορθωτική δικαιοσύνη δεν είναι πανάκεια για τα θύματα.
-Το πρόβλημα δεν έγκειται στο αν θα πρέπει να υπάρχουν προγράμματα επανορθωτικής δικαιοσύνης, αλλά ο τρόπος με τον οποίο θα προσφέρονται.
– Είναι σαφές ότι τα προγράμματα αυτά πρέπει να απευθύνονται, πρωτίστως, προς τις ανάγκες των θυμάτων. Ένα πρόβλημα που υφίσταται με τα υπάρχοντα προγράμματα είναι ο αποκλεισμός ή η υποβάθμιση του ρόλου των θυμάτων. Μερικά από αυτά τα προγράμματα βάζουν τις ανάγκες των θυμάτων πολύ πιο πίσω από άλλες προτεραιότητες όπως η αποτροπή και η πρόληψη. Οι ανάγκες
των θυμάτων πρέπει να έχουν προτεραιότητα ανεξαρτήτως από τους στόχους του προγράμματος.
– Σε γενικές γραμμές πάντως τα θύματα θεωρούν ότι επωφελούνται από τα προγράμματα επανορθωτικής δικαιοσύνης.
– Αν και τα προγράμματα επανορθωτικής θεωρούνται σημαντικά κυρίως όταν πρόκειται για αδικήματα κατά της περιουσίας εν τούτοις οι έρευνες έχουν καταδείξει ότι η συνάντηση με τον δράστη βοηθά τα θύματα να διαχειρισθούν τον θυμό τους.
-Κατ’ αρχάς για να εξυπηρετήσουν τις ανάγκες των θυμάτων τα προγράμματα πρέπει να είναι ευέλικτα. Κάθε θύμα έχει και διαφορετικές ανάγκες. Κατά συνέπεια τα προγράμματα πρέπει να προσφέρουν μια γκάμα υπηρεσιών όπως έμμεση διαμεσολάβηση, ανταλλαγή video ή επιστολών και τη δυνατότητα συνάντησης με το δράστη.
-Η έρευνα κατέδειξε ότι τα θύματα πρέπει να αισθάνονται «έτοιμα» για μια τέτοια διαδικασία.
-Οι διαμεσολαβητές παίζουν έναν ρόλο-κλειδί και πρέπει να έχουν την κατάλληλη κατάρτιση. Άλλωστε, δεν πρέπει να πιστεύουν ότι η δουλειά τους τελείωσε μετά τη συνάντηση θύματος και δράστη. Διατηρούν την ευθύνη να ελέγχουν το εάν ο παραβατικός πληροί τους όρους. Επιπλέον, συνεχίζουν να παρέχουν συμβουλές στο θύμα.
-Τα προγράμματα επανορθωτικής δικαιοσύνης δεν αντικαθιστούν το παραδοσιακό ποινικό δίκαιο. Θα υπάρχουν πάντοτε θύματα και δράστες που δεν θα την επιλέγουν.
-Είναι γνωστό ότι η επανορθωτική δικαιοσύνη προσεγγίζει το έγκλημα ως ένα κακό ή μια βλάβη που έγινε σε ένα άλλο πρόσωπο και όχι απλώς ως μια παραβίαση του νόμου ή προσβολή της κρατικής εξουσίας. Κατά συνέπεια το ενδιαφέρον στρέφεται προς την αποζημίωση υλική ή συμβολική και ενθαρρύνονται το θύμα και ο δράστης να συμμετάσχουν ενεργά στην επίλυση της διαφοράς μέσω διαλόγου και διαπραγματεύσεων.
-Ενίοτε τα θύματα αισθάνονται πίεση από τη συμμετοχή τους στην επανορθωτική διαδικασία. Για παράδειγμα, αν πούμε σε κάποιο θύμα ότι ο νεαρός παραβατικός μπορεί να αποφύγει το ποινικό μητρώο αν μπορεί να διαπραγματευθεί ένα διακανονισμό, το θύμα μπορεί να αισθανθεί πίεση για να συνεργασθεί ώστε να μην καταστραφεί το μέλλον του νέου. Ένας άλλος προβληματισμός δημιουργείται στις περιπτώσεις όπου το θύμα αποφασίζει να συμμετάσχει πιστεύοντας ότι δεν υπάρχουν άλλες εναλλακτικές λύσεις.
-Είναι ευρέως γνωστό ότι τα θύματα εγκλημάτων συχνά αισθάνονται περιθωριοποιημένα και απογοητευμένα από τη μεταχείριση που τους επιφυλάσσουν οι αρχές της ποινικής δικαιοσύνης. Επανειλημμένα οι έρευνες έχουν καταδείξει ότι τα θύματα είναι δυσαρεστημένα με την έλλειψη ενημέρωσης που αντιμετωπίζουν και τον εν γένει αποκλεισμό τους από την ποινική διαδικασία. Ωστόσο, αν και είναι αποδεδειγμένο ότι τα θύματα επιθυμούν μεγαλύτερη συμμετοχή στη δικαστική διαδικασία δεν είναι σαφές τι υπονοεί αυτή η επιθυμία και συγκεκριμένα πόσο ενεργά θέλουν να συμμετάσχουν στην ποινική διαδικασία”.
Συμπερασματικά, θα τόνιζα ότι η προσέγγιση ενός εγκλήματος, όπως η ανθρωποκτονία που εκλαμβάνεται ως η πιο ακραία μορφή εγκληματικότητας καθώς αφορά την αφαίρεση του πιο ιερού αγαθού -της ίδιας της ζωής- απαιτεί διεπιστημονική διερεύνηση, ώστε να αναδειχθούν οι πολύ σοβαρές και συχνά σκοτεινές πτυχές αυτού του εγκλήματος, τόσο για την ψυχοσύνθεση και το εγκληματικό προφίλ του ίδιου του δράστη, όσο και το ψυχικό κόστος για τα θύματα που κατάφεραν να επιζήσουν και τις οικογένειές τους.
Να σημειώσω ότι το θέμα του σημερινού μου άρθρου αποτέλεσε αντικείμενο διερεύνησης στο πλαίσιο του σεμιναρίου μας στο Κέντρο Μελέτης του Εγκλήματος “Φυλακές: Έρευνα και Γλωσσικά Ζητήματα”. Τη συγκεκριμένη ιστορία μου την έστειλε η εκπαιδευόμενή μας, κ. Άννα Τσίγκου, Εκπαιδεύτρια Εκπαιδευτών Ενηλίκων – Πολιτικός Επιστήμων και μας έδωσε το έναυσμα για μια πολύ δημιουργική συζήτηση. Με όλη μου την αγάπη, λοιπόν, αφιερώνω στην εξαιρετική εκπαιδευτική ομάδα στο ΚΕ.Μ.Ε. το σημερινό μου κείμενο, όπως και στους φίλους που αποτελούν πηγή έμπνευσής μου!
aggelikikardara.wordpress.com
_
σε πολύ σοβαρά διλήμματα που λαμβάνουν όχι μόνον εγκληματολογικές και κοινωνικές διαστάσεις, αλλά και ηθικές.
Τη νύχτα της 17ης Ιουνίου του 2015, ένας ένοπλος νεαρός άντρας, μόλις 21 ετών, άνοιξε πυρ σε υπόγειο ιστορικής αφροαμερικανικής εκκλησίας στο Τσάρλεστον, στη νότια Καρολίνα. Εννέα άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους. Πέντε επέζησαν. Όλοι Αφροαμερικανοί. Οι επιζώντες και οι οικογένειες των θυμάτων αποφάσισαν να συχωρήσουν τον δράστη, στη λογική ότι το μίσος δεν θα νικήσει την αγάπη.
Στην ακροαματική διαδικασία ένας προς έναν, όσοι επέλεξαν να μιλήσουν δημόσια, δεν εξέφρασαν οργή. Ενώ εκείνος παρέμενε απαθής απέναντί τους, οι οικογένειες των θυμάτων και οι επιζώντες του προσέφεραν συγχώρεση, δήλωσαν ότι προσεύχονται για την ψυχή του και μίλησαν για τη δύναμη της αγάπης, ακόμα και όταν περιέγραφαν τον ανείπωτο πόνο των απωλειών τους.
“Σε συγχωρώ”, δήλωσε, κατά την ακρόαση, η κόρη 70χρονης γυναίκας που έχασε τη ζωή της στη διάρκεια των πυροβολισμών στην εκκλησία, με έντονη συγκινησιακή φόρτιση. “Πήρες από εμένα κάτι πολύτιμο. Ποτέ δεν θα μιλήσω ξανά μαζί της. Ποτέ δεν θα την κρατήσω ξανά. Αλλά σε συγχωρώ. Και προσεύχομαι για την ψυχή σου”.
Ο δράστης μίλησε μόνο για να επιβεβαιώσει το όνομά του, τη διεύθυνσή του και να δηλώσει ότι ήταν άνεργος, ενώ απέφευγε να σηκώσει τα μάτια του και να κοιτάξει την κάμερα που κατέγραφε κάθε του κίνηση και βλέμμα.
“Αναγνωρίζω ότι είμαι πολύ θυμωμένη”, δήλωσε η αδελφή ενός ακόμα θύματος. “Αλλά η αδελφή μου μού δίδαξε ότι είμαστε η οικογένεια μέσα στην οποία η αγάπη χτίστηκε. Δεν έχουμε χώρο για μίσος, γι’ αυτό πρέπει να συγχωρήσουμε. Προσεύχομαι στον Θεό για την ψυχή σου”.
Η εγγονή ενός ακόμα θύματος δήλωσε ότι οι λόγοι για τη δική της συγχώρεση ήταν απόδειξη ότι “το μίσος δεν θα κερδίσει”.
Αξιοσημείωτο είναι ότι ο δράστης δεν έδειξε μεταμέλεια για την πράξη του. Αντίθετα, δήλωσε “Ακόμα αισθάνομαι ότι έπρεπε να το κάνω”. Πιστός στις ρατσιστικές του πεποιθήσεις, υποστήριξε: «Όποιος μισεί οτιδήποτε στο μυαλό του, έχει έναν καλό λόγο γι’ αυτό».
Εγκλήματα μίσους/hate crimes αντιμετωπίστηκαν με τη δύναμη της αγάπης και της συγχώρεσης από τις οικογένειες των θυμάτων και τα θύματα που επιβίωσαν της εγκληματικής πράξης, προκειμένου να μη “νικήσει” το μίσος. Και το μίσος δεν νίκησε!
Σκέφτομαι πόσο δύσκολη είναι η απόφαση να συγχωρήσεις το έγκλημα και ειδικά της αφαίρεσης ζωής αγαπημένου προσώπου. Στη συγκεκριμένη υπόθεση η στάση που υιοθέτησαν τα θύματα που επέζησαν και οι οικογένειές τους σχετίζεται σε μεγάλο βαθμό με τη βαθιά πίστη τους και τη φιλοσοφία ζωής τους που έδινε έμφαση στην αγάπη και στην αποδοχή.
Μια υπόθεση που αναμφίβολα λαμβάνει έντονες ψυχολογικές και ηθικές προεκτάσεις και θα μπορούσε να διερευνηθεί, συστηματικά, υπό το πρίσμα πολλών επιστημών: της κοινωνιολογίας, της εγκληματολογίας, της φιλοσοφίας, της θεολογίας. Η συγχώρεση, σε αυτή την περίπτωση, βιώθηκε ως ένα είδος λύτρωσης από όσους έμειναν πίσω για να συνεχίσουν τη ζωή τους χωρίς τους δικούς τους αγαπημένους ανθρώπους.
Μπροστά σε αυτό τον πόνο, υπάρχουν δύο δρόμοι: ο δρόμος της οργής, του μίσους και ο δρόμος της συγχώρεσης και της αγάπης. Επέλεξαν τον πιο δύσκολο δρόμο, τον δεύτερο. Έκαναν μια επιλογή που προϋποθέτει τεράστιο ψυχικό σθένος και ψυχικές αντοχές. Είμαι όμως μια γενικότερη φιλοσοφία ζωής που, πιστεύω ότι έδειχνε τον σεβασμό τους στη μνήμη των ψυχών που χάθηκαν, οι οποίες ακολουθούσαν αυτήν τη στάση ζωής και ταυτόχρονα ήταν ένα ηχηρό μήνυμα στην κοινωνία ότι το “μίσος δεν έχει θέση στη ζωή μας”.
Ενδιαφέρον, στο σημείο αυτό, θα είχε όμως να εξετάσουμε την έννοια και το περιεχόμενου της “αποκαταταστικής δικαιοσύνης”. Όπως επισημαίνει η κ. Βενετία Ζαχαράκη, δικηγόρος και μεταπτυχιακή φοιτήτρια Ποινικού Δικαίου στη Νομική Κομοτηνής, στο εξαιρετικά ενδιαφέρον άρθρο της, με τίτλο Αποκαταστατική Δικαιοσύνη και Διαμεσολάβηση: Εργαστήριο Παντείου Πανεπιστημίου, που δημοσιεύθηκε στο ηλεκτρονικό, εγκληματολογικό περιοδικό Crime Times (τεύχος 6ο, Ιούνιος 2018), “ο όρος αποκαταστατική δικαιοσύνη εισήχθη για πρώτη φορά το 1977 από τον Albert Eglash, σύμφωνα με τον οποίο η συγκεκριμένη μορφή δικαιοσύνης παρέχει μια οικειοθελή ευκαιρία τόσο στο δράστη και στο θύμα να αποκαταστήσουν τις σχέσεις τους, όσο και στο θύτη, ιδιαίτερα, να βρει έναν τρόπο να επανορθώσει για το κακό που προκάλεσε στο θύμα του”.
Η κ. Ζαχαράκη προσθέτει “Σαράντα περίπου χρόνια μετά από την εμφάνιση του σχετικού όρου στη βιβλιογραφία, είναι εξαιρετικά δυσχερές να διατυπωθεί ένας συνθετικός και αφαιρετικός ορισμός, που να αποτυπώνει τις έννοιες και τα χαρακτηριστικά αυτής της μορφής δικαιοσύνης. Η μόνη συμφωνία που υπάρχει στη βιβλιογραφία σήμερα είναι ότι δεν υπάρχει συμφωνία για το τι είναι αποκαταστατική δικαιοσύνη. Απόπειρες ορισμών έχουν γίνει πολλές (Marshall 1999, Paul McCord 1996, United Nations 1999). Η πλειοψηφία των ορισμών που έχουν διατυπωθεί επικεντρώνονται είτε στη διαδικασία είτε στα αποτελέσματα και τις αξίες της επανορθωτικής δικαιοσύνης. Όλοι οι ορισμοί, μοιράζονται μια κοινή ηθική οπτική: ότι η δικαιοσύνη απαιτεί πολύ περισσότερα από την επιβολή των αντιποίνων στο δράστη. Έτσι, η αποκαταστατική δικαιοσύνη ξεκινά με την πεποίθηση ότι οι παραβάτες οφείλουν με κάποιο τρόπο να κάνουν καλύτερο τον κόσμο από ό,τι τον άφησαν με τις πράξεις τους.Η επανορθωτική δικαιοσύνη δεν αποτελεί μόνο ιδεολογική ή θεωρητική προσέγγιση στο πεδίο της εγκληματολογίας, αλλά χαρακτηρίζεται κυρίως από δημόσιες πολιτικές και πρακτικές εφαρμογές, όπως είναι η διαμεσολάβηση και οι κοινοτικές συνεδρίες”.
Σχετικά με το ελληνικό δίκαιο, η κ. Ζαχαράκη υπογραμμίζει “Ο Έλληνας νομοθέτης, σε μια προσπάθεια αφενός εκσυγχρονισμού του ισχύοντος ποινικού συστήματος και μείωσης του όγκου δουλειάς και αφετέρου βελτίωσης της θέσης του θύματος στην ποινική διαδικασία, εισήγαγε, στις ποινικές υποθέσεις, υπό το πρίσμα της αποκαταστατικής δικαιοσύνης, τους θεσμούς της ποινικής συνδιαλλαγής και της ποινικής διαμεσολάβησης” […] “Επί του παρόντος στην Ελλάδα δεν υπάρχει κάποιος εθνικός σχεδιασμός ή κάποιος υποστηρικτικός μηχανισμός για την παροχή ενημέρωσης, εκπαίδευσης και τεχνογνωσίας αναφορικά με την αποκαταστατική δικαιοσύνη και τις πρακτικές εφαρμογές της. Την απουσία αυτή έρχονται να καλύψουν οι μη κυβερνητικές οργανώσεις (ΜΚΟ), όπως, ενδεικτικά, είναι το «Ελληνικό Κέντρο Κοινωνικής Διαμεσολάβησης» και το «Ελληνικό Κέντρο Διαμεσολάβησης και Διαιτησίας»”.
Τι σημαίνει όμως για τα θύματα η επανορθωτική δικαιοσύνη; Από το Μήνυμα της Διευθύντριας του Κέντρου Πολιτικής στον Καναδά για τα Θύματα, Jo-Anne Wemmers, Marisa Canuto, Victims’ Experiences with, Expectations and Perceptions of Restorative Justice, CICC, Montreal University, 2002, από το πολύτιμο υλικό του Ομ.Καθηγητή Εγκληματολογίας Παντείου Πανεπιστημίου, κ. Αντώνη Μαγγανά, αντλούνται τα ακόλουθα στοιχεία:
“Το θέμα της επανορθωτικής δικαιοσύνης γίνεται όλο και πιο δημοφιλές τόσο στον Καναδά όσο και στο εξωτερικό. Υπάρχει, πάντως, κάποια διχογνωμία ως προς το εάν η επανορθωτική δικαιοσύνη ικανοποιεί τις ανάγκες των θυμάτων. Για τον σκοπό αυτό έγινε η παρούσα έρευνα ως προς την εμπειρία των θυμάτων, τι αναμένουν και πώς εκλαμβάνουν την επανορθωτική δικαιοσύνη. Γενικά τα θύματα διάκεινται ευνοϊκά απέναντι στο θεσμό αυτό υπό τον όρο ότι η συμμετοχή είναι εθελούσια.”
Στο μήνυμα σημειώνονται τα εξής:
“-Είναι σαφές ότι η επανορθωτική δικαιοσύνη δεν είναι πανάκεια για τα θύματα.
-Το πρόβλημα δεν έγκειται στο αν θα πρέπει να υπάρχουν προγράμματα επανορθωτικής δικαιοσύνης, αλλά ο τρόπος με τον οποίο θα προσφέρονται.
– Είναι σαφές ότι τα προγράμματα αυτά πρέπει να απευθύνονται, πρωτίστως, προς τις ανάγκες των θυμάτων. Ένα πρόβλημα που υφίσταται με τα υπάρχοντα προγράμματα είναι ο αποκλεισμός ή η υποβάθμιση του ρόλου των θυμάτων. Μερικά από αυτά τα προγράμματα βάζουν τις ανάγκες των θυμάτων πολύ πιο πίσω από άλλες προτεραιότητες όπως η αποτροπή και η πρόληψη. Οι ανάγκες
των θυμάτων πρέπει να έχουν προτεραιότητα ανεξαρτήτως από τους στόχους του προγράμματος.
– Σε γενικές γραμμές πάντως τα θύματα θεωρούν ότι επωφελούνται από τα προγράμματα επανορθωτικής δικαιοσύνης.
– Αν και τα προγράμματα επανορθωτικής θεωρούνται σημαντικά κυρίως όταν πρόκειται για αδικήματα κατά της περιουσίας εν τούτοις οι έρευνες έχουν καταδείξει ότι η συνάντηση με τον δράστη βοηθά τα θύματα να διαχειρισθούν τον θυμό τους.
-Κατ’ αρχάς για να εξυπηρετήσουν τις ανάγκες των θυμάτων τα προγράμματα πρέπει να είναι ευέλικτα. Κάθε θύμα έχει και διαφορετικές ανάγκες. Κατά συνέπεια τα προγράμματα πρέπει να προσφέρουν μια γκάμα υπηρεσιών όπως έμμεση διαμεσολάβηση, ανταλλαγή video ή επιστολών και τη δυνατότητα συνάντησης με το δράστη.
-Η έρευνα κατέδειξε ότι τα θύματα πρέπει να αισθάνονται «έτοιμα» για μια τέτοια διαδικασία.
-Οι διαμεσολαβητές παίζουν έναν ρόλο-κλειδί και πρέπει να έχουν την κατάλληλη κατάρτιση. Άλλωστε, δεν πρέπει να πιστεύουν ότι η δουλειά τους τελείωσε μετά τη συνάντηση θύματος και δράστη. Διατηρούν την ευθύνη να ελέγχουν το εάν ο παραβατικός πληροί τους όρους. Επιπλέον, συνεχίζουν να παρέχουν συμβουλές στο θύμα.
-Τα προγράμματα επανορθωτικής δικαιοσύνης δεν αντικαθιστούν το παραδοσιακό ποινικό δίκαιο. Θα υπάρχουν πάντοτε θύματα και δράστες που δεν θα την επιλέγουν.
-Είναι γνωστό ότι η επανορθωτική δικαιοσύνη προσεγγίζει το έγκλημα ως ένα κακό ή μια βλάβη που έγινε σε ένα άλλο πρόσωπο και όχι απλώς ως μια παραβίαση του νόμου ή προσβολή της κρατικής εξουσίας. Κατά συνέπεια το ενδιαφέρον στρέφεται προς την αποζημίωση υλική ή συμβολική και ενθαρρύνονται το θύμα και ο δράστης να συμμετάσχουν ενεργά στην επίλυση της διαφοράς μέσω διαλόγου και διαπραγματεύσεων.
-Ενίοτε τα θύματα αισθάνονται πίεση από τη συμμετοχή τους στην επανορθωτική διαδικασία. Για παράδειγμα, αν πούμε σε κάποιο θύμα ότι ο νεαρός παραβατικός μπορεί να αποφύγει το ποινικό μητρώο αν μπορεί να διαπραγματευθεί ένα διακανονισμό, το θύμα μπορεί να αισθανθεί πίεση για να συνεργασθεί ώστε να μην καταστραφεί το μέλλον του νέου. Ένας άλλος προβληματισμός δημιουργείται στις περιπτώσεις όπου το θύμα αποφασίζει να συμμετάσχει πιστεύοντας ότι δεν υπάρχουν άλλες εναλλακτικές λύσεις.
-Είναι ευρέως γνωστό ότι τα θύματα εγκλημάτων συχνά αισθάνονται περιθωριοποιημένα και απογοητευμένα από τη μεταχείριση που τους επιφυλάσσουν οι αρχές της ποινικής δικαιοσύνης. Επανειλημμένα οι έρευνες έχουν καταδείξει ότι τα θύματα είναι δυσαρεστημένα με την έλλειψη ενημέρωσης που αντιμετωπίζουν και τον εν γένει αποκλεισμό τους από την ποινική διαδικασία. Ωστόσο, αν και είναι αποδεδειγμένο ότι τα θύματα επιθυμούν μεγαλύτερη συμμετοχή στη δικαστική διαδικασία δεν είναι σαφές τι υπονοεί αυτή η επιθυμία και συγκεκριμένα πόσο ενεργά θέλουν να συμμετάσχουν στην ποινική διαδικασία”.
Συμπερασματικά, θα τόνιζα ότι η προσέγγιση ενός εγκλήματος, όπως η ανθρωποκτονία που εκλαμβάνεται ως η πιο ακραία μορφή εγκληματικότητας καθώς αφορά την αφαίρεση του πιο ιερού αγαθού -της ίδιας της ζωής- απαιτεί διεπιστημονική διερεύνηση, ώστε να αναδειχθούν οι πολύ σοβαρές και συχνά σκοτεινές πτυχές αυτού του εγκλήματος, τόσο για την ψυχοσύνθεση και το εγκληματικό προφίλ του ίδιου του δράστη, όσο και το ψυχικό κόστος για τα θύματα που κατάφεραν να επιζήσουν και τις οικογένειές τους.
Να σημειώσω ότι το θέμα του σημερινού μου άρθρου αποτέλεσε αντικείμενο διερεύνησης στο πλαίσιο του σεμιναρίου μας στο Κέντρο Μελέτης του Εγκλήματος “Φυλακές: Έρευνα και Γλωσσικά Ζητήματα”. Τη συγκεκριμένη ιστορία μου την έστειλε η εκπαιδευόμενή μας, κ. Άννα Τσίγκου, Εκπαιδεύτρια Εκπαιδευτών Ενηλίκων – Πολιτικός Επιστήμων και μας έδωσε το έναυσμα για μια πολύ δημιουργική συζήτηση. Με όλη μου την αγάπη, λοιπόν, αφιερώνω στην εξαιρετική εκπαιδευτική ομάδα στο ΚΕ.Μ.Ε. το σημερινό μου κείμενο, όπως και στους φίλους που αποτελούν πηγή έμπνευσής μου!
aggelikikardara.wordpress.com
_
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΕΠΟΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Έσκασε τώρα! Χώρισαν Καλογρίδη - Λυκουρέζος!
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ