2018-08-15 18:04:17
Η Μεγάλη Παναγία και οι διαφωτιστές
Του Γιώργου Ν. Παπαθανασόπουλου
Η Μεγάλη Παναγία ήταν μια από τις μεγαλοπρεπέστερες βυζαντινές εκκλησίες των Αθηνών.
Ήταν η ζωντανή ιστορία δεκατεσσάρων αιώνων αγάπης των Ελλήνων προς την Θεοτόκο. Ο Ναός κατεστράφη με εντολή του καθηγητού Στεφάνου Κουμανούδη, το 1885. Ήταν ένα από τα πολλά θύματα των διαφωτιστών του 19ου αιώνα. Με φανατισμό ταλιμπάν κατά κάθε βυζαντινού μνημείου, με ένα μίσος κατά του βυζαντινού πολιτισμού και με πρόσχημα την αρχαιολογική έρευνα της προχριστιανικής Αθήνας κατέστρεψαν σ’ αυτήν είκοσι βυζαντινές και μεταβυζαντινές εκκλησιές της Παναγίας, μεταξύ των οποίων και την πρώτη Εκκλησία της, την Μεγάλη Παναγιά..
Στις αρχές του 5ου αιώνα ο Έπαρχος του Ιλλυρικού Ερκούλιος (408–412) για να ησυχάσουν οι έριδες μεταξύ χριστιανών και παγανιστών στην Αθήνα, ως προς τον τόπο της λατρείας στο κέντρο της πόλης, κατένειμε μεταξύ τους τον χώρο της Βιβλιοθήκης του Αδριανού. Στους μεν παγανιστές παραχώρησε τα κτίρια της ανακαινισμένης Βιβλιοθήκης, στους δε χριστιανούς την εξωτερική αυλή, για να κατασκευάσουν Ναό. Η έξυπνη αυτή κίνηση του Ερκούλιου οδήγησε στην ειρηνική συνύπαρξη στον ίδιο χώρο των δύο ομάδων πολιτών.
Έτσι δημιουργήθηκε ο πρώτος γνωστός χριστιανικός ναός της Αθήνας, η Μεγάλη Παναγιά. Ήταν τετράκογχος ρυθμού βασιλικής μαρμάρινος ναός. Ιστορικοί υποστηρίζουν ότι λόγω του μεγέθους του και της κεντρικής του θέσης ήταν για αιώνες ο καθεδρικός ναός του Αρχιεπισκόπου των Αθηνών. Η ιστορία του Ναού είναι μακρά, από το 408 έως το 1885 όταν ο Κουμανούδης τον εκθεμελίωσε. Τον 11ο αιώνα πυρκαγιά κατέστρεψε μεγάλο μέρος του αρχαίου ναού και στη θέση του ανεγέρθηκε βυζαντινός ναός. Το 1261 ανεγέρθηκε κωδωνοστάσιο, το 1687 υπέστη ζημιές, κατά τον ενετο-τουρκικό πόλεμο, το 1774 παραχωρήθηκε στη Μονή Παναχράντου της Άνδρου. Στη δεκαετία του 1830 κατέστη ενοριακός ναός. Στα έτη 1853 – 1858 η Αρχαιολογική Εταιρεία προέβη σε επισκευές του Ναού. Το 1880 ο Αρχιεπίσκοπος Μεσσηνίας Πανάρετος Κωνσταντινίδης περιέγραψε τον Ναό, έργο πολύτιμο, αφού σε λίγα χρόνια τον γκρέμισαν Ο Χαρ. Μπούρας σε άρθρο του στο Δελτίο της Χριστιανικής Αρχαιολογικής Εταιρείας σημειώνει σχετικά: «Το 1885 κατεδαφίστηκε χάριν αρχαιολογικών ανασκαφών η μερικώς ερειπωμένη, γνωστή ως Μεγάλη Παναγιά, εκκλησία των Αθηνών. Στην βραχύτατη έκθεσή του ο Στέφανος Κουμανούδης δεν απέκρυψε την περιφρόνησή του για το βυζαντινό μνημείο, του οποίου σεβάσθηκε μόνον ένα τμήμα από την παλαιοχριστιανική του φάση, τους τρεις κίονες και την παραστάδα, που υψώνονται και σήμερα στον χώρο της βιβλιοθήκης του Αδριανού... Κατεδάφιση του ναού και ανασκαφή του πέριξ χώρου (χωρίς καμία επιστημονική τεκμηρίωση για την καταστροφή) εκ μέρους του Κουμανούδη... Ο Κουμανούδης δεν άφησε πληροφορίες για τα μαρμάρινα δάπεδα, που αφήρεσε από διάφορα μέρη του Ναού».
Και συνεχίζει ο αείμνηστος καθηγητής: « Η καλλιτεχνική αξία της Μεγάλης Παναγιάς, με τις καλοδιατηρημένες τοιχογραφίες της, ήταν οπωσδήποτε πολύ σημαντική. Ακόμα μεγαλύτερη ήταν οπωσδήποτε η ιστορική της αξία, δεδομένου ότι είχε τέσσερις οικοδομικές φάσεις και τον χαρακτήρα ενός διαχρονικού μνημείου. Η καταστροφή της εντάσσεται σε ένα κύμα κατεδαφίσεων και μεταμορφώσεων των βυζαντινών μνημείων, που ζημίωσε ανεπανόρθωτα κατά τον 19ο αιώνα τον μεσαιωνικό μνημειακό πλούτο των Αθηνών».
Το μίσος και η προκατάληψη σε βάρος του μεσαιωνικού βυζαντινού ελληνισμού συνεχίζεται. Μια επίσκεψη στο Μουσείο της Ακρόπολης και η παρακολούθηση του «ενημερωτικού» ντοκιμαντέρ, που παίζεται εκεί, το αποδεικνύει. Είναι ανακριβές ότι οι χριστιανοί κατέστρεφαν τα αρχαία μνημεία. Για μιαν άλλη πτυχή της σχέσης του αρχαίου με τον μεσαιωνικό ελληνισμό μίλησε πρόσφατα ο κ. Δημήτρης Αθανασούλης, προϊστάμενος της Εφορείας Αρχαιοτήτων Κυκλάδων. Στην Σίκινο ανακάλυψε με τους συνεργάτες του τον ασύλητο τάφο της Νεικώς και γι’ αυτόν προέβη στην «Καθημερινή» στην ακόλουθη δήλωση: « Αρχαία κτίρια, που έγιναν εκκλησίες, υπάρχουν πολλά. Εδώ όμως πρόκειται για σπανία περίπτωση, καθώς σε ένα μνημείο συναντάμε δυο βασικές συνιστώσες του ελληνικού πολιτισμού, κλασική περίοδο και Μεσαίωνα, απόλυτα διακριτές, αλλά και συνδυασμένες με έναν σοφό τρόπο και με σεβασμό». Πιο συγκεκριμένα ο κ. Αθανασούλης κατέληξε στο συμπέρασμα ότι στην ίδια θέση υπάρχει, όπως γράφει, το ανακαλυφθέν λαξευμένο ταφικό επίγραμμα, μαυσωλείο μιας γυναίκας, της Νεικώς και η εκκλησία της Παναγίας, που έγινε πολύ αργότερα. Η Νεικώ, από τον τάφο της, απαντά σε όσους μισούν και συκοφαντούν μια σημαντική και μακρά χρονικά περίοδο του Ελληνισμού.-
thriskeftika
Του Γιώργου Ν. Παπαθανασόπουλου
Η Μεγάλη Παναγία ήταν μια από τις μεγαλοπρεπέστερες βυζαντινές εκκλησίες των Αθηνών.
Ήταν η ζωντανή ιστορία δεκατεσσάρων αιώνων αγάπης των Ελλήνων προς την Θεοτόκο. Ο Ναός κατεστράφη με εντολή του καθηγητού Στεφάνου Κουμανούδη, το 1885. Ήταν ένα από τα πολλά θύματα των διαφωτιστών του 19ου αιώνα. Με φανατισμό ταλιμπάν κατά κάθε βυζαντινού μνημείου, με ένα μίσος κατά του βυζαντινού πολιτισμού και με πρόσχημα την αρχαιολογική έρευνα της προχριστιανικής Αθήνας κατέστρεψαν σ’ αυτήν είκοσι βυζαντινές και μεταβυζαντινές εκκλησιές της Παναγίας, μεταξύ των οποίων και την πρώτη Εκκλησία της, την Μεγάλη Παναγιά..
Στις αρχές του 5ου αιώνα ο Έπαρχος του Ιλλυρικού Ερκούλιος (408–412) για να ησυχάσουν οι έριδες μεταξύ χριστιανών και παγανιστών στην Αθήνα, ως προς τον τόπο της λατρείας στο κέντρο της πόλης, κατένειμε μεταξύ τους τον χώρο της Βιβλιοθήκης του Αδριανού. Στους μεν παγανιστές παραχώρησε τα κτίρια της ανακαινισμένης Βιβλιοθήκης, στους δε χριστιανούς την εξωτερική αυλή, για να κατασκευάσουν Ναό. Η έξυπνη αυτή κίνηση του Ερκούλιου οδήγησε στην ειρηνική συνύπαρξη στον ίδιο χώρο των δύο ομάδων πολιτών.
Έτσι δημιουργήθηκε ο πρώτος γνωστός χριστιανικός ναός της Αθήνας, η Μεγάλη Παναγιά. Ήταν τετράκογχος ρυθμού βασιλικής μαρμάρινος ναός. Ιστορικοί υποστηρίζουν ότι λόγω του μεγέθους του και της κεντρικής του θέσης ήταν για αιώνες ο καθεδρικός ναός του Αρχιεπισκόπου των Αθηνών. Η ιστορία του Ναού είναι μακρά, από το 408 έως το 1885 όταν ο Κουμανούδης τον εκθεμελίωσε. Τον 11ο αιώνα πυρκαγιά κατέστρεψε μεγάλο μέρος του αρχαίου ναού και στη θέση του ανεγέρθηκε βυζαντινός ναός. Το 1261 ανεγέρθηκε κωδωνοστάσιο, το 1687 υπέστη ζημιές, κατά τον ενετο-τουρκικό πόλεμο, το 1774 παραχωρήθηκε στη Μονή Παναχράντου της Άνδρου. Στη δεκαετία του 1830 κατέστη ενοριακός ναός. Στα έτη 1853 – 1858 η Αρχαιολογική Εταιρεία προέβη σε επισκευές του Ναού. Το 1880 ο Αρχιεπίσκοπος Μεσσηνίας Πανάρετος Κωνσταντινίδης περιέγραψε τον Ναό, έργο πολύτιμο, αφού σε λίγα χρόνια τον γκρέμισαν Ο Χαρ. Μπούρας σε άρθρο του στο Δελτίο της Χριστιανικής Αρχαιολογικής Εταιρείας σημειώνει σχετικά: «Το 1885 κατεδαφίστηκε χάριν αρχαιολογικών ανασκαφών η μερικώς ερειπωμένη, γνωστή ως Μεγάλη Παναγιά, εκκλησία των Αθηνών. Στην βραχύτατη έκθεσή του ο Στέφανος Κουμανούδης δεν απέκρυψε την περιφρόνησή του για το βυζαντινό μνημείο, του οποίου σεβάσθηκε μόνον ένα τμήμα από την παλαιοχριστιανική του φάση, τους τρεις κίονες και την παραστάδα, που υψώνονται και σήμερα στον χώρο της βιβλιοθήκης του Αδριανού... Κατεδάφιση του ναού και ανασκαφή του πέριξ χώρου (χωρίς καμία επιστημονική τεκμηρίωση για την καταστροφή) εκ μέρους του Κουμανούδη... Ο Κουμανούδης δεν άφησε πληροφορίες για τα μαρμάρινα δάπεδα, που αφήρεσε από διάφορα μέρη του Ναού».
Και συνεχίζει ο αείμνηστος καθηγητής: « Η καλλιτεχνική αξία της Μεγάλης Παναγιάς, με τις καλοδιατηρημένες τοιχογραφίες της, ήταν οπωσδήποτε πολύ σημαντική. Ακόμα μεγαλύτερη ήταν οπωσδήποτε η ιστορική της αξία, δεδομένου ότι είχε τέσσερις οικοδομικές φάσεις και τον χαρακτήρα ενός διαχρονικού μνημείου. Η καταστροφή της εντάσσεται σε ένα κύμα κατεδαφίσεων και μεταμορφώσεων των βυζαντινών μνημείων, που ζημίωσε ανεπανόρθωτα κατά τον 19ο αιώνα τον μεσαιωνικό μνημειακό πλούτο των Αθηνών».
Το μίσος και η προκατάληψη σε βάρος του μεσαιωνικού βυζαντινού ελληνισμού συνεχίζεται. Μια επίσκεψη στο Μουσείο της Ακρόπολης και η παρακολούθηση του «ενημερωτικού» ντοκιμαντέρ, που παίζεται εκεί, το αποδεικνύει. Είναι ανακριβές ότι οι χριστιανοί κατέστρεφαν τα αρχαία μνημεία. Για μιαν άλλη πτυχή της σχέσης του αρχαίου με τον μεσαιωνικό ελληνισμό μίλησε πρόσφατα ο κ. Δημήτρης Αθανασούλης, προϊστάμενος της Εφορείας Αρχαιοτήτων Κυκλάδων. Στην Σίκινο ανακάλυψε με τους συνεργάτες του τον ασύλητο τάφο της Νεικώς και γι’ αυτόν προέβη στην «Καθημερινή» στην ακόλουθη δήλωση: « Αρχαία κτίρια, που έγιναν εκκλησίες, υπάρχουν πολλά. Εδώ όμως πρόκειται για σπανία περίπτωση, καθώς σε ένα μνημείο συναντάμε δυο βασικές συνιστώσες του ελληνικού πολιτισμού, κλασική περίοδο και Μεσαίωνα, απόλυτα διακριτές, αλλά και συνδυασμένες με έναν σοφό τρόπο και με σεβασμό». Πιο συγκεκριμένα ο κ. Αθανασούλης κατέληξε στο συμπέρασμα ότι στην ίδια θέση υπάρχει, όπως γράφει, το ανακαλυφθέν λαξευμένο ταφικό επίγραμμα, μαυσωλείο μιας γυναίκας, της Νεικώς και η εκκλησία της Παναγίας, που έγινε πολύ αργότερα. Η Νεικώ, από τον τάφο της, απαντά σε όσους μισούν και συκοφαντούν μια σημαντική και μακρά χρονικά περίοδο του Ελληνισμού.-
thriskeftika
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ