2018-08-23 17:06:17
Έχοντας εκτελέσει μια απίστευτη πορεία, οι Μύριοι, κατάφεραν να φτάσουν στην ελληνική πόλη της Τραπεζούντας, στις ακτές της Μαύρης Θάλασσας. Εκεί οι κάτοικοι τους ζήτησαν τη βοήθειά τους, ώστε να επικρατήσουν έναντι των αντιπάλων τους. Βασικός εχθρός ήταν οι Δρίλες, ένα ακόμα βαρβαρικό φύλο, που κατοικούσε στην περιοχή μεταξύ Κερασούντας και Τραπεζούντας.
Εναντίον των Δριλών οι Έλληνες ανέλαβαν μεγάλης κλίμακας επιχείρηση. Με επικεφαλής τον Ξενοφώντα συγκεντρώθηκαν 5.000 περίπου στρατιώτες και με Τραπεζούντιους οδηγούς, επέδραμαν στη χώρα των Δριλών. Οι Δρίλες εθεωρούντο οι καλύτεροι πολεμιστές της περιοχής. Οι Έλληνες επιτέθηκαν αιφνιδιαστικά και κυρίευσαν πολλές θέσεις και οχυρά των Δριλών.
Οι τελευταίοι τότε συγκεντρώθηκαν στην πρωτεύουσά τους, μια περιτειχισμένη κώμη, κτισμένη σε μία άκρως απόκρημνη τοποθεσία, προστατευμένη από μία βαθιά χαράδρα. Η εκπόρθηση της πόλης αυτής παρουσίαζε μεγάλες δυσκολίες. Οι άνδρες θα έπρεπε να διασχίσουν την χαράδρα και να επιτεθούν από τη μόνη προσβάσιμη πλευρά κατά του ισχυρά επανδρωμένου τείχους της πόλης.
Οι Έλληνες πελταστές, αποτελώντας τον προπομπό του κυρίως σώματος, κινούνταν ένα χιλιόμετρο περίπου μπροστά από τους οπλίτες. Όταν έφτασαν στη χαράδρα τη διέσχισαν και βρέθηκαν μπροστά στις εχθρικές οχυρώσεις. Τους πελταστές ακολούθησε και τμήμα οπλιτών, ώστε τελικά ενώπιον των τειχών της πόλης βρέθηκαν περίπου 2.000 Έλληνες στρατιώτες.
Οι εχθροί ωστόσο αντιμετώπισαν εύκολα την ελληνική έφοδο, γιατί και περισσότεροι ήσαν και οχυρωμένοι πίσω από ξύλινα τείχη και τάφρους. Οι 2.000 Έλληνες βρέθηκαν τώρα σε εξαιρετικά δύσκολη θέση, απειλούμενοι με πλήρη αφανισμό. Οι εχθροί τους πίεζαν και ήταν βέβαιο πως αν δοκίμαζαν να υποχωρήσουν μέσω της δύσβατης χαράδρας θα πάθαιναν μεγάλη καταστροφή. Τότε οι αποκλεισμένοι έστειλαν μήνυμα στον Ξενοφώντα ζητώντας την συνδρομή του. Μόλις έλαβε το μήνυμα, ο Ξενοφών, κινήθηκε αμέσως προς τα εκεί.
Όταν έφτασε στο απέναντι από την εχθρική κώμη χείλος της χαράδρας παρέταξε τους άνδρες του και με τους αξιωματικούς του πραγματοποίησε αναγνώριση του εδάφους. Το ερώτημα που του γεννήθηκε ήταν αν θα ήτο σκόπιμο να επιχειρήσει να διευκολύνει την υποχώρηση των σκληρά πιεζόμενων 2.000 ή να επιχειρήσει γενική επίθεση κατά του εχθρικής οχυρής πόλης.
Τελικά έκρινε ότι ήταν ευκολότερο να κυριεύσει την πόλη, παρά να επιχειρήσει να επαναφέρει πίσω τους αποκλεισμένους. Σωστά έκρινε ότι η επιχείρηση επαναφοράς θα στοίχιζε πολύ σε ελληνικό αίμα. Ο ίδιος πέρασε πρώτος τη χαράδρα, για να διαμορφώσει ακόμα πληρέστερη εικόνα της κατάστασης και ταυτόχρονα διέταξε τους λοχαγούς να περάσουν απέναντι τους άνδρες τους. Μόλις πέρασε απέναντι, ο Ξενοφών, αναδιοργάνωσε τους 2.000 αποκλεισμένους και θέτοντας υπό την άμεση διοίκησή του το ελαφρύ πεζικό προετοίμασε τη διενέργεια της γενικής εφόδου, όταν θα είχε περάσει απέναντι ολόκληρος ο στρατός του.
Σε λίγο το ελληνικό στράτευμα βρισκόταν παραταγμένο απέναντι από τις εχθρικές οχυρώσεις, σε απόσταση βολής τόξου από αυτές. Οι Έλληνες πελταστές είχαν διαταχθεί από τον Ξενοφώντα να πυκνώσουν τους ζυγούς τους και να βρίσκονται σε ετοιμότητα με τα δάχτυλα στις θηλιές των ακοντίων τους. Επίσης οι τοξότες είχαν έτοιμα τα βέλη τους, τοποθετημένα στις χορδές των τόξων τους. Οι Έλληνες παρατάχθηκαν σε μηνοειδή σχηματισμό, ακολουθώντας την γραμμή των τειχών. Αμέσως δε μόλις η σάλπιγγα ήχησε, οι άνδρες έψαλαν τον παιάνα, και με αλαλαγμούς προς τιμήν του Ενυαλίου Άρεως, όρμησαν με πίστη κατά των εχθρών.
Οι πελταστές και οι ψιλοί άνοιξαν τη μάχη βάλλοντας κατά των εχθρών. Σκοπός τους ήταν να αναγκάσουν τους αμυνόμενους στα τείχη Δρίλες να καλυφθούν, έτσι ώστε να πλησιάσουν ανενόχλητοι στις οχυρώσεις οι Έλληνες οπλίτες, μερικοί εκ των οποίων είχαν εφοδιαστεί και με αναμμένες δάδες. Ενώπιον της συνδυασμένης εφόδου των Ελλήνων οι βάρβαροι άρχισαν να λυγίζουν.
Διεξήχθη τότε σφοδρή τειχομαχία. Οι Δρίλες έριχναν λίθους από τις επάλξεις, ενώ εκατοντάδες ακόντια και βέλη σκότιζαν τον ουρανό. Μόλις όμως κάποιος Δρίλας πρόβαλε στην έπαλξη για να πλήξει ένα Έλληνα, αμέσως δεχόταν τα αλάνθαστα βέλη των Κρητών τοξοτών και έπεφτε νεκρός.
Έτσι με την υποστήριξη πυρός που παρείχαν οι ψιλοί, οι Έλληνες οπλίτες κατόρθωσαν να σκαρφαλώσουν στο εχθρικό τείχος και να εισέλθουν στην πόλη. Οι πρώτοι που εισήλθαν ήταν ο Αγασίας ο Στυμφάλιος και ο Φιλόξενος ο Παλληνεύς. Και οι δύο άφησαν κάτω τις ασπίδες και τα δόρατά τους και σκαρφαλώνοντας ως πραγματικοί αίλουροι, ανέβηκαν στο τείχος.
Ήταν τόσο αποτελεσματική η υποστήριξη πυρός που παρείχαν οι Έλληνες ψιλοί, ώστε αν και άοπλοι, οι δύο άνδρες δεν προσεβλήθησαν καν από τους εχθρούς. Το σχέδιο του Ξενοφώντα είχε και πάλι αποδειχθεί εξαίρετο. Ο ερασιτέχνης Αθηναίος στρατηγός είχε μεταβληθεί σε έναν καταπληκτικό γνώστη της τακτικής.
Στο μεταξύ οι εχθροί είχαν εγκαταλείψει εντελώς τη γραμμή των τειχών και είχαν καταφύγει στην οχυρή ακρόπολη, στα ενδότερα της πόλης. Πίσω τους έτρεχαν οι Έλληνες πελταστές. Ο Ξενοφών είχε σταθεί στην ορθάνοιχτη πια πύλη και εμπόδιζε τους άνδρες του να εισέρχονται, φοβούμενος τον συνωστισμό στο στενό εκείνο σημείο. Είχε άλλωστε παρατηρήσει ότι στους γύρω λόφους είχαν αρχίσει να συγκεντρώνονται και άλλοι εχθροί και για το λόγο αυτό ήθελε να κρατήσει δίπλα του εφεδρικά τμήματα.
Σε κάποια στιγμή όμως ακούστηκαν κραυγές από το εσωτερικό της πόλης και οι Έλληνες που είχαν εισέλθει έτρεχαν τώρα να εξέλθουν ασύντακτα. Οι εχθροί, με ορμητήριο την ακρόπολή τους, είχαν αντεπιτεθεί στους Έλληνες και τους έσπρωχναν εκτός της πόλης. Τότε ο Ξενοφών διέταξε τους άνδρες που ευρίσκοντο εκτός της πόλης να εισέλθουν και αυτοί.
Και έτσι όλοι μαζί καταδίωξαν και πάλι τους εχθρούς και τους ανάγκασαν να ξανακλειστούν στη ακρόπολή τους. Τότε ο Ξενοφών σκέφτηκε να κυριεύσει και την εχθρική ακρόπολη, γιατί αλλιώς ο στρατός κινδύνευε να βρεθεί μεταξύ δύο πυρών, των εγκλεισμένων στην ακρόπολη εχθρών και των άλλων που είχαν πάρει θέσεις στους γύρω λόφους.
Έκρινε όμως πως η άλωση της ακρόπολης ήταν αδύνατη, με τα μέσα που διέθεταν και υπό τις συνθήκες που επικρατούσαν. Η θέση των Ελλήνων επιδεινώθηκε μάλιστα καθώς έπεφτε το σκοτάδι. Ο Ξενοφών όμως βρήκε τη λύση. Διέταξε τους άνδρες του να συγκεντρώσουν σωρούς ξύλων στην πύλη της πόλης. Όταν οι άνδρες του, οι οποίοι ευρίσκοντο εντός της πόλης αποχώρησαν καταδιωκόμενοι από τους Δρίλες, τέθηκε πυρ στους σωρούς των ξύλων και έτσι δημιουργήθηκε ένα φράγμα φωτιάς μεταξύ των αποχωρούντων Ελλήνων και των Δριλών.
Παράλληλα πυρπολήθηκαν και μερικά ξύλινα σπίτια της πόλης, έτσι ώστε οι βάρβαροι να απασχοληθούν με την κατάσβεση της πυρκαγιάς και να πάψουν να ενοχλούν τους Έλληνες. Με το πρώτο φως της επομένης το ελληνικό στράτευμα αποχώρησε ανενόχλητο, την ώρα που οι Δρίλες προσπαθούσαν μάταια να θέσουν υπό έλεγχο την φωτιά που έκαψε τελικά την πόλη τους, εκτός από την ακρόπολη.
Για τους υποχωρούντες Έλληνες όμως υπήρχε πάντα ο κίνδυνος και των εκτός της πόλης Δριλών που παραμόνευαν στα δασωμένα μονοπάτια. Για να αντιμετωπίσει και αυτή την απειλή, ο Ξενοφών, εγκατέστησε ενέδρα σε ένα σημείο όπου οι εχθροί σίγουρα θα έβλεπαν τους ενεδρεύοντας Έλληνες. Σκοπός του ήταν να τρομάξει τους εχθρούς. Και το πέτυχε.
Την ώρα που η στρατιά υποχωρούσε ανενόχλητη, οι Δρίλες, πιστεύοντας ότι οι ενεδρεύοντες Έλληνες ήταν το δόλωμα, το οποίο αν έπλητταν θα έπεφταν σε παγίδα, δεν έπραξαν το παραμικρό. Μόνο όταν είδαν τον όγκο του ελληνικού στρατεύματος να αποχωρεί κατάλαβαν το λάθος τους και επιτέθηκαν στο μικρό απόσπασμα.
Δεν επέτυχαν όμως παρά να τραυματίσουν ελαφρά έναν μόνο στρατιώτη. Με τον τρόπο αυτό και με το στρατήγημα του Ξενοφώντος το στράτευμα αποχώρησε με αμελητέες απώλειες, όλες προερχόμενες από τη μάχη γύρω και μέσα στην πόλη των Δριλών. Έτσι και οι Δρίλες, το πολεμικότερο έθνος της περιοχής, γνώρισαν την ισχύ των Ελλήνων.
Πηγή
Tromaktiko
Εναντίον των Δριλών οι Έλληνες ανέλαβαν μεγάλης κλίμακας επιχείρηση. Με επικεφαλής τον Ξενοφώντα συγκεντρώθηκαν 5.000 περίπου στρατιώτες και με Τραπεζούντιους οδηγούς, επέδραμαν στη χώρα των Δριλών. Οι Δρίλες εθεωρούντο οι καλύτεροι πολεμιστές της περιοχής. Οι Έλληνες επιτέθηκαν αιφνιδιαστικά και κυρίευσαν πολλές θέσεις και οχυρά των Δριλών.
Οι τελευταίοι τότε συγκεντρώθηκαν στην πρωτεύουσά τους, μια περιτειχισμένη κώμη, κτισμένη σε μία άκρως απόκρημνη τοποθεσία, προστατευμένη από μία βαθιά χαράδρα. Η εκπόρθηση της πόλης αυτής παρουσίαζε μεγάλες δυσκολίες. Οι άνδρες θα έπρεπε να διασχίσουν την χαράδρα και να επιτεθούν από τη μόνη προσβάσιμη πλευρά κατά του ισχυρά επανδρωμένου τείχους της πόλης.
Οι Έλληνες πελταστές, αποτελώντας τον προπομπό του κυρίως σώματος, κινούνταν ένα χιλιόμετρο περίπου μπροστά από τους οπλίτες. Όταν έφτασαν στη χαράδρα τη διέσχισαν και βρέθηκαν μπροστά στις εχθρικές οχυρώσεις. Τους πελταστές ακολούθησε και τμήμα οπλιτών, ώστε τελικά ενώπιον των τειχών της πόλης βρέθηκαν περίπου 2.000 Έλληνες στρατιώτες.
Οι εχθροί ωστόσο αντιμετώπισαν εύκολα την ελληνική έφοδο, γιατί και περισσότεροι ήσαν και οχυρωμένοι πίσω από ξύλινα τείχη και τάφρους. Οι 2.000 Έλληνες βρέθηκαν τώρα σε εξαιρετικά δύσκολη θέση, απειλούμενοι με πλήρη αφανισμό. Οι εχθροί τους πίεζαν και ήταν βέβαιο πως αν δοκίμαζαν να υποχωρήσουν μέσω της δύσβατης χαράδρας θα πάθαιναν μεγάλη καταστροφή. Τότε οι αποκλεισμένοι έστειλαν μήνυμα στον Ξενοφώντα ζητώντας την συνδρομή του. Μόλις έλαβε το μήνυμα, ο Ξενοφών, κινήθηκε αμέσως προς τα εκεί.
Όταν έφτασε στο απέναντι από την εχθρική κώμη χείλος της χαράδρας παρέταξε τους άνδρες του και με τους αξιωματικούς του πραγματοποίησε αναγνώριση του εδάφους. Το ερώτημα που του γεννήθηκε ήταν αν θα ήτο σκόπιμο να επιχειρήσει να διευκολύνει την υποχώρηση των σκληρά πιεζόμενων 2.000 ή να επιχειρήσει γενική επίθεση κατά του εχθρικής οχυρής πόλης.
Τελικά έκρινε ότι ήταν ευκολότερο να κυριεύσει την πόλη, παρά να επιχειρήσει να επαναφέρει πίσω τους αποκλεισμένους. Σωστά έκρινε ότι η επιχείρηση επαναφοράς θα στοίχιζε πολύ σε ελληνικό αίμα. Ο ίδιος πέρασε πρώτος τη χαράδρα, για να διαμορφώσει ακόμα πληρέστερη εικόνα της κατάστασης και ταυτόχρονα διέταξε τους λοχαγούς να περάσουν απέναντι τους άνδρες τους. Μόλις πέρασε απέναντι, ο Ξενοφών, αναδιοργάνωσε τους 2.000 αποκλεισμένους και θέτοντας υπό την άμεση διοίκησή του το ελαφρύ πεζικό προετοίμασε τη διενέργεια της γενικής εφόδου, όταν θα είχε περάσει απέναντι ολόκληρος ο στρατός του.
Σε λίγο το ελληνικό στράτευμα βρισκόταν παραταγμένο απέναντι από τις εχθρικές οχυρώσεις, σε απόσταση βολής τόξου από αυτές. Οι Έλληνες πελταστές είχαν διαταχθεί από τον Ξενοφώντα να πυκνώσουν τους ζυγούς τους και να βρίσκονται σε ετοιμότητα με τα δάχτυλα στις θηλιές των ακοντίων τους. Επίσης οι τοξότες είχαν έτοιμα τα βέλη τους, τοποθετημένα στις χορδές των τόξων τους. Οι Έλληνες παρατάχθηκαν σε μηνοειδή σχηματισμό, ακολουθώντας την γραμμή των τειχών. Αμέσως δε μόλις η σάλπιγγα ήχησε, οι άνδρες έψαλαν τον παιάνα, και με αλαλαγμούς προς τιμήν του Ενυαλίου Άρεως, όρμησαν με πίστη κατά των εχθρών.
Οι πελταστές και οι ψιλοί άνοιξαν τη μάχη βάλλοντας κατά των εχθρών. Σκοπός τους ήταν να αναγκάσουν τους αμυνόμενους στα τείχη Δρίλες να καλυφθούν, έτσι ώστε να πλησιάσουν ανενόχλητοι στις οχυρώσεις οι Έλληνες οπλίτες, μερικοί εκ των οποίων είχαν εφοδιαστεί και με αναμμένες δάδες. Ενώπιον της συνδυασμένης εφόδου των Ελλήνων οι βάρβαροι άρχισαν να λυγίζουν.
Διεξήχθη τότε σφοδρή τειχομαχία. Οι Δρίλες έριχναν λίθους από τις επάλξεις, ενώ εκατοντάδες ακόντια και βέλη σκότιζαν τον ουρανό. Μόλις όμως κάποιος Δρίλας πρόβαλε στην έπαλξη για να πλήξει ένα Έλληνα, αμέσως δεχόταν τα αλάνθαστα βέλη των Κρητών τοξοτών και έπεφτε νεκρός.
Έτσι με την υποστήριξη πυρός που παρείχαν οι ψιλοί, οι Έλληνες οπλίτες κατόρθωσαν να σκαρφαλώσουν στο εχθρικό τείχος και να εισέλθουν στην πόλη. Οι πρώτοι που εισήλθαν ήταν ο Αγασίας ο Στυμφάλιος και ο Φιλόξενος ο Παλληνεύς. Και οι δύο άφησαν κάτω τις ασπίδες και τα δόρατά τους και σκαρφαλώνοντας ως πραγματικοί αίλουροι, ανέβηκαν στο τείχος.
Ήταν τόσο αποτελεσματική η υποστήριξη πυρός που παρείχαν οι Έλληνες ψιλοί, ώστε αν και άοπλοι, οι δύο άνδρες δεν προσεβλήθησαν καν από τους εχθρούς. Το σχέδιο του Ξενοφώντα είχε και πάλι αποδειχθεί εξαίρετο. Ο ερασιτέχνης Αθηναίος στρατηγός είχε μεταβληθεί σε έναν καταπληκτικό γνώστη της τακτικής.
Στο μεταξύ οι εχθροί είχαν εγκαταλείψει εντελώς τη γραμμή των τειχών και είχαν καταφύγει στην οχυρή ακρόπολη, στα ενδότερα της πόλης. Πίσω τους έτρεχαν οι Έλληνες πελταστές. Ο Ξενοφών είχε σταθεί στην ορθάνοιχτη πια πύλη και εμπόδιζε τους άνδρες του να εισέρχονται, φοβούμενος τον συνωστισμό στο στενό εκείνο σημείο. Είχε άλλωστε παρατηρήσει ότι στους γύρω λόφους είχαν αρχίσει να συγκεντρώνονται και άλλοι εχθροί και για το λόγο αυτό ήθελε να κρατήσει δίπλα του εφεδρικά τμήματα.
Σε κάποια στιγμή όμως ακούστηκαν κραυγές από το εσωτερικό της πόλης και οι Έλληνες που είχαν εισέλθει έτρεχαν τώρα να εξέλθουν ασύντακτα. Οι εχθροί, με ορμητήριο την ακρόπολή τους, είχαν αντεπιτεθεί στους Έλληνες και τους έσπρωχναν εκτός της πόλης. Τότε ο Ξενοφών διέταξε τους άνδρες που ευρίσκοντο εκτός της πόλης να εισέλθουν και αυτοί.
Και έτσι όλοι μαζί καταδίωξαν και πάλι τους εχθρούς και τους ανάγκασαν να ξανακλειστούν στη ακρόπολή τους. Τότε ο Ξενοφών σκέφτηκε να κυριεύσει και την εχθρική ακρόπολη, γιατί αλλιώς ο στρατός κινδύνευε να βρεθεί μεταξύ δύο πυρών, των εγκλεισμένων στην ακρόπολη εχθρών και των άλλων που είχαν πάρει θέσεις στους γύρω λόφους.
Έκρινε όμως πως η άλωση της ακρόπολης ήταν αδύνατη, με τα μέσα που διέθεταν και υπό τις συνθήκες που επικρατούσαν. Η θέση των Ελλήνων επιδεινώθηκε μάλιστα καθώς έπεφτε το σκοτάδι. Ο Ξενοφών όμως βρήκε τη λύση. Διέταξε τους άνδρες του να συγκεντρώσουν σωρούς ξύλων στην πύλη της πόλης. Όταν οι άνδρες του, οι οποίοι ευρίσκοντο εντός της πόλης αποχώρησαν καταδιωκόμενοι από τους Δρίλες, τέθηκε πυρ στους σωρούς των ξύλων και έτσι δημιουργήθηκε ένα φράγμα φωτιάς μεταξύ των αποχωρούντων Ελλήνων και των Δριλών.
Παράλληλα πυρπολήθηκαν και μερικά ξύλινα σπίτια της πόλης, έτσι ώστε οι βάρβαροι να απασχοληθούν με την κατάσβεση της πυρκαγιάς και να πάψουν να ενοχλούν τους Έλληνες. Με το πρώτο φως της επομένης το ελληνικό στράτευμα αποχώρησε ανενόχλητο, την ώρα που οι Δρίλες προσπαθούσαν μάταια να θέσουν υπό έλεγχο την φωτιά που έκαψε τελικά την πόλη τους, εκτός από την ακρόπολη.
Για τους υποχωρούντες Έλληνες όμως υπήρχε πάντα ο κίνδυνος και των εκτός της πόλης Δριλών που παραμόνευαν στα δασωμένα μονοπάτια. Για να αντιμετωπίσει και αυτή την απειλή, ο Ξενοφών, εγκατέστησε ενέδρα σε ένα σημείο όπου οι εχθροί σίγουρα θα έβλεπαν τους ενεδρεύοντας Έλληνες. Σκοπός του ήταν να τρομάξει τους εχθρούς. Και το πέτυχε.
Την ώρα που η στρατιά υποχωρούσε ανενόχλητη, οι Δρίλες, πιστεύοντας ότι οι ενεδρεύοντες Έλληνες ήταν το δόλωμα, το οποίο αν έπλητταν θα έπεφταν σε παγίδα, δεν έπραξαν το παραμικρό. Μόνο όταν είδαν τον όγκο του ελληνικού στρατεύματος να αποχωρεί κατάλαβαν το λάθος τους και επιτέθηκαν στο μικρό απόσπασμα.
Δεν επέτυχαν όμως παρά να τραυματίσουν ελαφρά έναν μόνο στρατιώτη. Με τον τρόπο αυτό και με το στρατήγημα του Ξενοφώντος το στράτευμα αποχώρησε με αμελητέες απώλειες, όλες προερχόμενες από τη μάχη γύρω και μέσα στην πόλη των Δριλών. Έτσι και οι Δρίλες, το πολεμικότερο έθνος της περιοχής, γνώρισαν την ισχύ των Ελλήνων.
Πηγή
Tromaktiko
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ