2018-08-28 14:06:16
Ο Ρολάν, σαράντα χρόνων, δυσκολεύεται να ζήσει. Νιώθει εξουθενωμένος, έχει βαρεθεί τα πάντα. Δυσκολεύεται να πάρει αποφάσεις ακόμα και να βγει από το σπίτι τον. Γελά ελάχιστα, δεν ξέρει πια να διασκεδάζει. Μου μιλά για τον εαυτό του, για τη συνεχή κριτική τον πατέρα, για την υπερπροστασία της μητέρας του.. και για τον θάνατο τον αδελφού του.
Ο Πατρίκ ήταν ένα χρόνο μεγαλύτερός του. Πέθανε σε ηλικία δεκαεννιά ετών. Μέχρι τώρα δεν έχει αποδεχτεί αυτόν τον θάνατο. Πώς γίνεται να πεθάνει κανείς στα δεκαεννιά του; Είναι αδύνατον. Η ζωή του συνεχίστηκε χωρίς να συνειδητοποιήσει ότι ένα μέρος τον εαυτού του είχε μείνει πίσω. Δεν έχει ολοκληρώσει τη διεργασία του πένθους. Μια δουλειά που αδυνατεί να φέρει σε πέρας λόγω προσωπικών αναστολών.
Οι γονείς τούς φέρονταν σαν να ήταν δίδυμοι, έμοιαζαν, φορούσαν ίδια ρούχα. Από την ημέρα που πέθανε ο Πατρίκ, τα γέλια απαγορεύτηκαν στις οικογενειακές συγκεντρώσεις. «Πώς είναι δυνατό να γελάς τη στιγμή που ο αδελφός σου δεν είναι πια εδώ;» Ο Ρολάν κατάλαβε γρήγορα ότι κάθε χαρά, η ίδια η ζωή ήταν έκτοτε απαγορευμένη γι’ αυτόν.
Σαν τον Ρολάν, πολλοί άνθρωποι αρχίζουν ψυχοθεραπεία για να ξαναβρούν την όρεξη για ζωή. Η χαρά απουσιάζει από την καθημερινότητά τους. Τι μπορούμε να κάνουμε ώστε το παιδί να διατηρήσει τη φυσική του ικανότητα στη χαρά; Πρώτον πρέπει να προσέξουμε να μην το καταπιέζουμε όπως έκαναν οι γονείς του Ρολάν, κατόπιν να φτιάξουμε έτσι τη ζωή του ώστε να είναι όσο πιο ευτυχισμένο γίνεται το ίδιο, να αγαπάει και να ολοκληρώνεται ως άνθρωπος.
‘Οταν τα παιδιά φορτώνονται τη θλίψη, τις στερήσεις, τα ανικανοποίητα συναισθήματα των γονέων τους, δεν είναι ελεύθερα να ευτυχήσουν. Γνωρίζω πολλά δωδεκάχρονα παιδιά που η ζωή δεν τα ενδιαφέρει πια. Οι γονείς τους απουσιάζουν συχνά, είναι πολύ κουρασμένοι από τη δουλειά, αγχωμένοι από τον καθημερινό μόχθο. Γιατί να ζεις λοιπόν όταν γύρω σου δεν υπάρχει αγάπη και χαρά;
Είναι ευθύνη των γονέων να είναι ευτυχισμένοι, να μεταδίδουν ή τουλάχιστον να μην αλλοιώνουν την όρεξη για ζωή στο παιδί. Το να είσαι ευτυχισμένος είναι επιλογή. Δεν χρειάζεται να προσποιείσαι, να χαμογελάς όλη μέρα αγνοώντας τις δυσκολίες, αλλά να αντιμετωπίζεις την πραγματικότητα με προθυμία.
Πώς μπορεί κανείς να εξασφαλίσει ότι θα έχει όλες τις πιθανότητες με το μέρος του για να «κερδίσει» στη ζωή του; ‘Οχι βέβαια με το να τη χάσει στην προσπάθειά του να την κερδίσει, αλλά με το να επιλέξει μια δουλειά που έχει νόημα, με το να ακολουθεί πάντα τον δρόμο / τη φωνή της καρδιάς του και όχι εκείνη μιας δήθεν λογικής που συχνά είναι παράλογη.
Είναι λογικό να παραμένεις παντρεμένη με έναν άντρα που δεν αγαπάς πια; Είναι λογικό να συνεχίζει κανείς τη δουλειά του μπαμπά, ενώ θα ήθελε να κάνει κάτι εντελώς διαφορετικό και να πεθαίνει από έμφραγμα στα σαράντα πέντε του χρόνια; ‘Η πάλι να έχει φοβερούς πόνους στην πλάτη χρόνια ολόκληρα επειδή συνεχίζει να κουβαλά ένα βάρος που δεν θέλει να ξεφορτωθεί εξαιτίας των γονέων του;
‘Ολα τα απωθημένα συναισθήματα, τα συναισθηματικά προβλήματα και οι αγιάτρευτες πληγές εμποδίζουν την πρόσβαση στη χαρά. Ελευθερώστε τα συναισθήματα, μιλήστε για τις στενοχώριες, αφήστε τα κλάματα να αναβλύσουν, φωνάξτε τους θυμούς… και η χαρά θα ξαναγεννηθεί, είναι στη φύση του ανθρώπου.
Υπάρχει χαρά απλώς και μόνο επειδή νιώθεις ότι ζεις. Η ζωή δεν είναι ένα ήρεμο μακρύ ποτάμι, ούτε η χαρά αναδύεται από την ηρεμία. Είναι αλήθεια ότι μας διαπερνάει ολόκληρους τη στιγμή που θαυμάζουμε ήσυχα ένα ηλιοβασίλεμα, αλλά γεννιέται επίσης από την προσπάθεια που στέφεται με επιτυχία, από το σμίξιμο μετά τον χωρισμό.
Η αγάπη
Η χαρά είναι το συναίσθημα της επιτυχίας, αλλά και της αγάπης, της γνωριμίας και της συνάντησης, της σχέσης. Τολμήστε να προφέρετε συχνότερα λόγια γλυκά: «Τι καλά που είμαστε μαζί». «Είμαι στ’ αλήθεια ευτυχισμένη που ζω μαζί σας». «Μου αρέσει πολύ να παίρνω το πρωινό μου με σας τους τρεις».
‘Οταν μιλώ για τις χαρές και την ευτυχία μου, αισθάνομαι ακόμα πιο ευτυχισμένη και βλέπω πόσο αυτό ευχαριστεί όλη την οικογένεια. Λέω δυνατά αυτό που σκέφτομαι από μέσα μου. «Είναι καλό να είναι κανείς ευτυχισμένος», και γευόμαστε όλοι μαζί αυτήν την περαστική ευτυχία. ‘Οταν είμαστε πολύ απορροφημένοι από την μπουγάδα, το πλύσιμο των πιάτων, την ηλεκτρική σκούπα, τα καθήκοντα, τις επιδιορθώσεις, ξεχνάμε την καθημερινή αυτή ανάγκη, αυτό το ελάχιστο της υγιεινής των σχέσεων. ‘Ομως οι συναισθηματικές σκόνες μπορεί να συσσωρευθούν, δημιουργούν θύελλες στις καρδιές και προκαλούν αλλεργίες. Τι όμορφα που είναι να κάθεσαι (ή να τρέχεις) με τα παιδιά σου, έτσι στην τύχη, για να νιώσεις απλώς ότι ζεις.
Καμιά φορά, η συμπεριφορά των παιδιών μου μου προκαλεί αγανάκτηση, έχω δουλειά να τελειώσω, βιάζομαι να κοιμηθούν, είμαι έτοιμη να νευριάσω στο παραμικρό τους αίτημα… Τότε παίρνω βαθιά ανάσα, τα κοιτάζω και σκέφτομαι: «Είναι τεσσάρων και δυο ετών. Θα μεγαλώσουν, δεν θα ξαναείναι ποτέ τεσσάρων και δύο ετών. Επωφελήσου!» Η καρδιά μου λιώνει. Τα κοιτώ και τα αγαπώ. Ο εκνευρισμός εξαφανίζεται επειδή είναι πιο σημαντικά για μένα από τους φακέλους που με περιμένουν. ‘Οταν θα είμαι πλέον γριούλα και θα ξαναγυρνώ στο παρελθόν μου, δεν θέλω να συνειδητοποιήσω καθυστερημένα πως δεν είχα τον χρόνο να τα δω να μεγαλώνουν. Τα βλέπω λοιπόν να ανθίζουν και η καρδιά μου γεμίζει από χαρά που ζούμε μαζί.
Παιχνίδια, φωνές και γέλια
«Σταματήστε να φωνάζετε! Πάψτε! Κάντε λιγότερο θόρυβο! Τσίρκο το κάνατε εδώ μέσα;»
Οι ενήλικες σταματούν τις χαρούμενες δραστηριότητες των εύθυμων παιδιών. Μα γιατί; ‘Οταν τα παιδιά μεγαλώσουν, όταν θα φύγουν από το σπίτι, οι γονείς θα αρχίσουν να νοσταλγούν την εποχή όπου τα χαρούμενα γέλια, τα ξέφρενα ποδοβο-λητά στις σκάλες και τα εύθυμα ξεφωνητά αντηχούσαν παντού.
Το παιδί έχει ανάγκη να αισθάνεται χαρούμενο για να νιώσει ελεύθερο να υπάρξει και να μεγαλώσει. Πώς είναι δυνατόν να θέλεις να μεγαλώσεις σε έναν κόσμο θλιμμένο; Πώς είναι δυνατόν να θέλεις να γίνεις ένας ενήλικας πάντα σοβαρός, που δεν ξέρει πια ούτε να παίζει ούτε να γελά;
Καλεσμένη σε φίλους, συνοδεύω τον Αντριάν και τη Μαργκό στο παιδικό δωμάτιο και να ‘μαι πάνω στη μοκέτα να κάνω «βρουμ βρουμ» με ένα αεροπλανάκι. Υπάρχουν υπέροχα παιχνίδια, αυτοκινητάκια που μεταμορφώνονται, «Μπάτμαν» και άλλα διαστημικά τέρατα που δεν γνωρίζω. Ανακαλύπτω, αναφωνώ, περιεργάζομαι κάθε παιχνίδι και το τσουλάω ή το κάνω να πετάξει. Νιώθω πραγματική ευχαρίστηση.
‘Ενα αγοράκι έξι ετών με παρατηρεί, εκστατικό. Δυσκολεύεται πολύ να πάει να μου μιλά στον πληθυντικό και να αφήσει το «κυρία» για να με αποκαλέσει «Ιζαμπέλ». Μετά από λίγο σπάει: «Παίζετε; Μα εσείς είστε μεγάλη! Οι μεγάλοι δεν παίζουν!» «Ε, λοιπόν, ναι, όπως βλέπεις. Υπάρχουν μεγάλοι που παίζουν. Εμένα μου αρέσει να παίζω». «Ο πατέρας μου και η μητέρα μου δεν παίζουν ποτέ».
Τι κρίμα. Παίζω σημαίνει εισχωρώ στον κόσμο των παιδιών, σημαίνει ταξιδεύω μαζί τους στη φαντασία, τα συναντώ στο δικό τους έδαφος, «ας πούμε ότι εγώ είμαι η εμπόρισσα κι εσύ αγοράζεις πράγματα από μένα…» Μερικοί λένε πως αυτά δεν είναι πια για την ηλικία τους. Στην πραγματικότητα, δεν θα αισθάνονταν άνετα, θα ένιωθαν γελοίοι, ευάλωτοι. Δεν μπαίνουν στον πειρασμό να γυρίσουν πίσω. Θα έρχονταν αντιμέτωποι από πολύ κοντά με τα παιδιά τους, με το παρελθόν τους, με τα συναισθήματα τον μικρού αγοριού ή τον μικρού κοριτσιού που κάποτε υπήρξαν.
Αν έπαιζαν, αν τολμούσαν να μπουν στον φανταστικό κόσμο των παιδιών, να καθίσουν κάτω και να κάνουν θόρυβο μαζί τους… θα διακινδύνευαν να έρθουν σε επαφή με τον απέραντο πόνο που φωλιάζει μέσα τους. Γιατί θα ξυπνούσε η απόγνωση της έλλειψης. Δεν είδαν κάτι τέτοιο από τους γονείς τους, ίσως να μην είχαν ποτέ το δικαίωμα να παίξουν, να γελάσουν, να τρέξουν φωνάζοντας, να κάνουν θόρυβο. ‘Ισως τους έλειπε η τρυφερότητα και/ή τα παιχνίδια, τόσο που ακόμα και σήμερα δεν μπορούν να πάρουν αγκαλιά μια κούκλα ή ένα αρκουδάκι και να το χαϊδέψουν.
Πρέπει να γιατρέψουμε τις παιδικές πληγές μας για να αποκτήσουμε την ικανότητα να παίζουμε με τα απλά παιχνίδια των παιδιών, να επιτρέψουμε στον εαυτό μας να χάσει τον έλεγχο, να μπορέσουμε να γελάσουμε ελεύθερα, να κινηθούμε στη χώρα της φαντασίας, να κυλιστούμε κάτω.
Το γέλιο δεν είναι απλώς μια ευχαρίστηση, είναι αντανάκλαση σωματικής και ψυχικής υγείας. Το γέλιο ελευθερώνει την ένταση τον διαφράγματος. Είναι εξαίρετη άσκηση χαλάρωσης. Μια καλή δόση γέλιου μπορεί να αποτρέψει πολλά κλάματα.
Οργανώστε διάφορα παιχνίδια, όπως το κρυφτούλι, μαξιλαροπόλεμο, για να ξεκαρδιστείτε μαζί στα γέλια. Το παιδί υπάρχει κατ’ αρχάς μέσα από τη σχέση του με τον άλλον και η χαρά του θα είναι πρώτ’ απ’ όλα εκείνη της μοιρασιάς, η χαρά του να είναι μαζί με κάποιον άλλον.
Το παιδί γελά με τη μοιρασιά, με τη γνωριμία του άλλου. Γι’ αυτό έχουν τόση επιτυχία τα παιχνίδια όπου εμφανίζεται και εξαφανίζεται κανείς. Το μικρό ξέρει να γελά μαζί με τον άλλον, δεν ξέρει ακόμα να γελά εις βάρος. Το τελευταίο δημιουργεί απόσταση. Δεν είναι πλέον χαρά αλλά αίσθηση εξουσίας, γιατί η χαρά της στενής επαφής έχει χαθεί.
Γελώντας εις βάρος, γίνεσαι υπεύθυνος για τη μείωση ενός τρίτου. Η κοροϊδία είναι απόρροια ενός αισθήματος κατωτερότητας, είναι ένας πόνος, μια ταπείνωση που έχει υποστεί κανείς και αναζητά εκδίκηση και επανόρθωση μέσω τον αισθήματος ανωτερότητας που προέρχεται από τη δυνατότητά τον να πληγώσει τον άλλον.
Αυτό το μεθύσι της ισχύος δεν είναι παρά μια παραίσθηση χαράς. Η κοροϊδία είναι επιζήμια για τα παιδιά που την εκστομίζουν, αλλά και για κείνον που την υφίσταται. Τα λόγια πετραδάκια είναι σκληρά και πληγώνουν τόσο εκείνον που τα δέχεται, όσο κι εκείνον που τα πετάει.
Οι ενήλικες θα έπρεπε να ασχολούνται πιο πολύ με αυτού τον είδους τη βία. Το παιδί γελά μαζί μας, με τη σωματική επαφή, με τη συνενοχή, με τη σχέση, με την αγάπη και την τρυφερότητα. Το παιδί νιώθει χαρές καθαρά σωματικές (ευχαριστιέται να πειραματίζεται με το σώμα του, χαίρεται να πιάνει χώμα, νερό, αντικείμενα, χαίρεται με το χάδι και τα γαργαλητά, δοκιμάζοντας τις δικές τον κινήσεις), χαρές πιο πνευματικές, την ευχαρίστηση να μαθαίνει, να γνωρίζει, να μοιράζεται, να θέτει ερωτήσεις.
Το μικρό παιδί εκστασιάζεται ανακαλύπτοντας τις δυνατότητές του. Οι κατακτήσεις τον είναι πηγές απέραντης χαράς, μεγάλης περηφάνιας, που του χαρίζουν ευτυχία, την οποία δέχεται να μοιραστεί.
«Στην καρδιά των συναισθημάτων του παιδιού”, Isabelle Filliozat
Πηγή Tromaktiko
Ο Πατρίκ ήταν ένα χρόνο μεγαλύτερός του. Πέθανε σε ηλικία δεκαεννιά ετών. Μέχρι τώρα δεν έχει αποδεχτεί αυτόν τον θάνατο. Πώς γίνεται να πεθάνει κανείς στα δεκαεννιά του; Είναι αδύνατον. Η ζωή του συνεχίστηκε χωρίς να συνειδητοποιήσει ότι ένα μέρος τον εαυτού του είχε μείνει πίσω. Δεν έχει ολοκληρώσει τη διεργασία του πένθους. Μια δουλειά που αδυνατεί να φέρει σε πέρας λόγω προσωπικών αναστολών.
Οι γονείς τούς φέρονταν σαν να ήταν δίδυμοι, έμοιαζαν, φορούσαν ίδια ρούχα. Από την ημέρα που πέθανε ο Πατρίκ, τα γέλια απαγορεύτηκαν στις οικογενειακές συγκεντρώσεις. «Πώς είναι δυνατό να γελάς τη στιγμή που ο αδελφός σου δεν είναι πια εδώ;» Ο Ρολάν κατάλαβε γρήγορα ότι κάθε χαρά, η ίδια η ζωή ήταν έκτοτε απαγορευμένη γι’ αυτόν.
Σαν τον Ρολάν, πολλοί άνθρωποι αρχίζουν ψυχοθεραπεία για να ξαναβρούν την όρεξη για ζωή. Η χαρά απουσιάζει από την καθημερινότητά τους. Τι μπορούμε να κάνουμε ώστε το παιδί να διατηρήσει τη φυσική του ικανότητα στη χαρά; Πρώτον πρέπει να προσέξουμε να μην το καταπιέζουμε όπως έκαναν οι γονείς του Ρολάν, κατόπιν να φτιάξουμε έτσι τη ζωή του ώστε να είναι όσο πιο ευτυχισμένο γίνεται το ίδιο, να αγαπάει και να ολοκληρώνεται ως άνθρωπος.
‘Οταν τα παιδιά φορτώνονται τη θλίψη, τις στερήσεις, τα ανικανοποίητα συναισθήματα των γονέων τους, δεν είναι ελεύθερα να ευτυχήσουν. Γνωρίζω πολλά δωδεκάχρονα παιδιά που η ζωή δεν τα ενδιαφέρει πια. Οι γονείς τους απουσιάζουν συχνά, είναι πολύ κουρασμένοι από τη δουλειά, αγχωμένοι από τον καθημερινό μόχθο. Γιατί να ζεις λοιπόν όταν γύρω σου δεν υπάρχει αγάπη και χαρά;
Είναι ευθύνη των γονέων να είναι ευτυχισμένοι, να μεταδίδουν ή τουλάχιστον να μην αλλοιώνουν την όρεξη για ζωή στο παιδί. Το να είσαι ευτυχισμένος είναι επιλογή. Δεν χρειάζεται να προσποιείσαι, να χαμογελάς όλη μέρα αγνοώντας τις δυσκολίες, αλλά να αντιμετωπίζεις την πραγματικότητα με προθυμία.
Πώς μπορεί κανείς να εξασφαλίσει ότι θα έχει όλες τις πιθανότητες με το μέρος του για να «κερδίσει» στη ζωή του; ‘Οχι βέβαια με το να τη χάσει στην προσπάθειά του να την κερδίσει, αλλά με το να επιλέξει μια δουλειά που έχει νόημα, με το να ακολουθεί πάντα τον δρόμο / τη φωνή της καρδιάς του και όχι εκείνη μιας δήθεν λογικής που συχνά είναι παράλογη.
Είναι λογικό να παραμένεις παντρεμένη με έναν άντρα που δεν αγαπάς πια; Είναι λογικό να συνεχίζει κανείς τη δουλειά του μπαμπά, ενώ θα ήθελε να κάνει κάτι εντελώς διαφορετικό και να πεθαίνει από έμφραγμα στα σαράντα πέντε του χρόνια; ‘Η πάλι να έχει φοβερούς πόνους στην πλάτη χρόνια ολόκληρα επειδή συνεχίζει να κουβαλά ένα βάρος που δεν θέλει να ξεφορτωθεί εξαιτίας των γονέων του;
‘Ολα τα απωθημένα συναισθήματα, τα συναισθηματικά προβλήματα και οι αγιάτρευτες πληγές εμποδίζουν την πρόσβαση στη χαρά. Ελευθερώστε τα συναισθήματα, μιλήστε για τις στενοχώριες, αφήστε τα κλάματα να αναβλύσουν, φωνάξτε τους θυμούς… και η χαρά θα ξαναγεννηθεί, είναι στη φύση του ανθρώπου.
Υπάρχει χαρά απλώς και μόνο επειδή νιώθεις ότι ζεις. Η ζωή δεν είναι ένα ήρεμο μακρύ ποτάμι, ούτε η χαρά αναδύεται από την ηρεμία. Είναι αλήθεια ότι μας διαπερνάει ολόκληρους τη στιγμή που θαυμάζουμε ήσυχα ένα ηλιοβασίλεμα, αλλά γεννιέται επίσης από την προσπάθεια που στέφεται με επιτυχία, από το σμίξιμο μετά τον χωρισμό.
Η αγάπη
Η χαρά είναι το συναίσθημα της επιτυχίας, αλλά και της αγάπης, της γνωριμίας και της συνάντησης, της σχέσης. Τολμήστε να προφέρετε συχνότερα λόγια γλυκά: «Τι καλά που είμαστε μαζί». «Είμαι στ’ αλήθεια ευτυχισμένη που ζω μαζί σας». «Μου αρέσει πολύ να παίρνω το πρωινό μου με σας τους τρεις».
‘Οταν μιλώ για τις χαρές και την ευτυχία μου, αισθάνομαι ακόμα πιο ευτυχισμένη και βλέπω πόσο αυτό ευχαριστεί όλη την οικογένεια. Λέω δυνατά αυτό που σκέφτομαι από μέσα μου. «Είναι καλό να είναι κανείς ευτυχισμένος», και γευόμαστε όλοι μαζί αυτήν την περαστική ευτυχία. ‘Οταν είμαστε πολύ απορροφημένοι από την μπουγάδα, το πλύσιμο των πιάτων, την ηλεκτρική σκούπα, τα καθήκοντα, τις επιδιορθώσεις, ξεχνάμε την καθημερινή αυτή ανάγκη, αυτό το ελάχιστο της υγιεινής των σχέσεων. ‘Ομως οι συναισθηματικές σκόνες μπορεί να συσσωρευθούν, δημιουργούν θύελλες στις καρδιές και προκαλούν αλλεργίες. Τι όμορφα που είναι να κάθεσαι (ή να τρέχεις) με τα παιδιά σου, έτσι στην τύχη, για να νιώσεις απλώς ότι ζεις.
Καμιά φορά, η συμπεριφορά των παιδιών μου μου προκαλεί αγανάκτηση, έχω δουλειά να τελειώσω, βιάζομαι να κοιμηθούν, είμαι έτοιμη να νευριάσω στο παραμικρό τους αίτημα… Τότε παίρνω βαθιά ανάσα, τα κοιτάζω και σκέφτομαι: «Είναι τεσσάρων και δυο ετών. Θα μεγαλώσουν, δεν θα ξαναείναι ποτέ τεσσάρων και δύο ετών. Επωφελήσου!» Η καρδιά μου λιώνει. Τα κοιτώ και τα αγαπώ. Ο εκνευρισμός εξαφανίζεται επειδή είναι πιο σημαντικά για μένα από τους φακέλους που με περιμένουν. ‘Οταν θα είμαι πλέον γριούλα και θα ξαναγυρνώ στο παρελθόν μου, δεν θέλω να συνειδητοποιήσω καθυστερημένα πως δεν είχα τον χρόνο να τα δω να μεγαλώνουν. Τα βλέπω λοιπόν να ανθίζουν και η καρδιά μου γεμίζει από χαρά που ζούμε μαζί.
Παιχνίδια, φωνές και γέλια
«Σταματήστε να φωνάζετε! Πάψτε! Κάντε λιγότερο θόρυβο! Τσίρκο το κάνατε εδώ μέσα;»
Οι ενήλικες σταματούν τις χαρούμενες δραστηριότητες των εύθυμων παιδιών. Μα γιατί; ‘Οταν τα παιδιά μεγαλώσουν, όταν θα φύγουν από το σπίτι, οι γονείς θα αρχίσουν να νοσταλγούν την εποχή όπου τα χαρούμενα γέλια, τα ξέφρενα ποδοβο-λητά στις σκάλες και τα εύθυμα ξεφωνητά αντηχούσαν παντού.
Το παιδί έχει ανάγκη να αισθάνεται χαρούμενο για να νιώσει ελεύθερο να υπάρξει και να μεγαλώσει. Πώς είναι δυνατόν να θέλεις να μεγαλώσεις σε έναν κόσμο θλιμμένο; Πώς είναι δυνατόν να θέλεις να γίνεις ένας ενήλικας πάντα σοβαρός, που δεν ξέρει πια ούτε να παίζει ούτε να γελά;
Καλεσμένη σε φίλους, συνοδεύω τον Αντριάν και τη Μαργκό στο παιδικό δωμάτιο και να ‘μαι πάνω στη μοκέτα να κάνω «βρουμ βρουμ» με ένα αεροπλανάκι. Υπάρχουν υπέροχα παιχνίδια, αυτοκινητάκια που μεταμορφώνονται, «Μπάτμαν» και άλλα διαστημικά τέρατα που δεν γνωρίζω. Ανακαλύπτω, αναφωνώ, περιεργάζομαι κάθε παιχνίδι και το τσουλάω ή το κάνω να πετάξει. Νιώθω πραγματική ευχαρίστηση.
‘Ενα αγοράκι έξι ετών με παρατηρεί, εκστατικό. Δυσκολεύεται πολύ να πάει να μου μιλά στον πληθυντικό και να αφήσει το «κυρία» για να με αποκαλέσει «Ιζαμπέλ». Μετά από λίγο σπάει: «Παίζετε; Μα εσείς είστε μεγάλη! Οι μεγάλοι δεν παίζουν!» «Ε, λοιπόν, ναι, όπως βλέπεις. Υπάρχουν μεγάλοι που παίζουν. Εμένα μου αρέσει να παίζω». «Ο πατέρας μου και η μητέρα μου δεν παίζουν ποτέ».
Τι κρίμα. Παίζω σημαίνει εισχωρώ στον κόσμο των παιδιών, σημαίνει ταξιδεύω μαζί τους στη φαντασία, τα συναντώ στο δικό τους έδαφος, «ας πούμε ότι εγώ είμαι η εμπόρισσα κι εσύ αγοράζεις πράγματα από μένα…» Μερικοί λένε πως αυτά δεν είναι πια για την ηλικία τους. Στην πραγματικότητα, δεν θα αισθάνονταν άνετα, θα ένιωθαν γελοίοι, ευάλωτοι. Δεν μπαίνουν στον πειρασμό να γυρίσουν πίσω. Θα έρχονταν αντιμέτωποι από πολύ κοντά με τα παιδιά τους, με το παρελθόν τους, με τα συναισθήματα τον μικρού αγοριού ή τον μικρού κοριτσιού που κάποτε υπήρξαν.
Αν έπαιζαν, αν τολμούσαν να μπουν στον φανταστικό κόσμο των παιδιών, να καθίσουν κάτω και να κάνουν θόρυβο μαζί τους… θα διακινδύνευαν να έρθουν σε επαφή με τον απέραντο πόνο που φωλιάζει μέσα τους. Γιατί θα ξυπνούσε η απόγνωση της έλλειψης. Δεν είδαν κάτι τέτοιο από τους γονείς τους, ίσως να μην είχαν ποτέ το δικαίωμα να παίξουν, να γελάσουν, να τρέξουν φωνάζοντας, να κάνουν θόρυβο. ‘Ισως τους έλειπε η τρυφερότητα και/ή τα παιχνίδια, τόσο που ακόμα και σήμερα δεν μπορούν να πάρουν αγκαλιά μια κούκλα ή ένα αρκουδάκι και να το χαϊδέψουν.
Πρέπει να γιατρέψουμε τις παιδικές πληγές μας για να αποκτήσουμε την ικανότητα να παίζουμε με τα απλά παιχνίδια των παιδιών, να επιτρέψουμε στον εαυτό μας να χάσει τον έλεγχο, να μπορέσουμε να γελάσουμε ελεύθερα, να κινηθούμε στη χώρα της φαντασίας, να κυλιστούμε κάτω.
Το γέλιο δεν είναι απλώς μια ευχαρίστηση, είναι αντανάκλαση σωματικής και ψυχικής υγείας. Το γέλιο ελευθερώνει την ένταση τον διαφράγματος. Είναι εξαίρετη άσκηση χαλάρωσης. Μια καλή δόση γέλιου μπορεί να αποτρέψει πολλά κλάματα.
Οργανώστε διάφορα παιχνίδια, όπως το κρυφτούλι, μαξιλαροπόλεμο, για να ξεκαρδιστείτε μαζί στα γέλια. Το παιδί υπάρχει κατ’ αρχάς μέσα από τη σχέση του με τον άλλον και η χαρά του θα είναι πρώτ’ απ’ όλα εκείνη της μοιρασιάς, η χαρά του να είναι μαζί με κάποιον άλλον.
Το παιδί γελά με τη μοιρασιά, με τη γνωριμία του άλλου. Γι’ αυτό έχουν τόση επιτυχία τα παιχνίδια όπου εμφανίζεται και εξαφανίζεται κανείς. Το μικρό ξέρει να γελά μαζί με τον άλλον, δεν ξέρει ακόμα να γελά εις βάρος. Το τελευταίο δημιουργεί απόσταση. Δεν είναι πλέον χαρά αλλά αίσθηση εξουσίας, γιατί η χαρά της στενής επαφής έχει χαθεί.
Γελώντας εις βάρος, γίνεσαι υπεύθυνος για τη μείωση ενός τρίτου. Η κοροϊδία είναι απόρροια ενός αισθήματος κατωτερότητας, είναι ένας πόνος, μια ταπείνωση που έχει υποστεί κανείς και αναζητά εκδίκηση και επανόρθωση μέσω τον αισθήματος ανωτερότητας που προέρχεται από τη δυνατότητά τον να πληγώσει τον άλλον.
Αυτό το μεθύσι της ισχύος δεν είναι παρά μια παραίσθηση χαράς. Η κοροϊδία είναι επιζήμια για τα παιδιά που την εκστομίζουν, αλλά και για κείνον που την υφίσταται. Τα λόγια πετραδάκια είναι σκληρά και πληγώνουν τόσο εκείνον που τα δέχεται, όσο κι εκείνον που τα πετάει.
Οι ενήλικες θα έπρεπε να ασχολούνται πιο πολύ με αυτού τον είδους τη βία. Το παιδί γελά μαζί μας, με τη σωματική επαφή, με τη συνενοχή, με τη σχέση, με την αγάπη και την τρυφερότητα. Το παιδί νιώθει χαρές καθαρά σωματικές (ευχαριστιέται να πειραματίζεται με το σώμα του, χαίρεται να πιάνει χώμα, νερό, αντικείμενα, χαίρεται με το χάδι και τα γαργαλητά, δοκιμάζοντας τις δικές τον κινήσεις), χαρές πιο πνευματικές, την ευχαρίστηση να μαθαίνει, να γνωρίζει, να μοιράζεται, να θέτει ερωτήσεις.
Το μικρό παιδί εκστασιάζεται ανακαλύπτοντας τις δυνατότητές του. Οι κατακτήσεις τον είναι πηγές απέραντης χαράς, μεγάλης περηφάνιας, που του χαρίζουν ευτυχία, την οποία δέχεται να μοιραστεί.
«Στην καρδιά των συναισθημάτων του παιδιού”, Isabelle Filliozat
Πηγή Tromaktiko
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Στο σημερινό επεισόδιο της σειράς Kara Sevda
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ