2018-09-04 13:44:38
Η κατάσταση στο μέτωπο τον Αύγουστο του 1922 - Η διάρθρωση των ελληνικών δυνάμεων - Οι προετοιμασίες των Τούρκων - Η μεγάλη τουρκική επίθεση - Οι σκληρές μάχες και η ελληνική υποχώρηση - Τα λάθη που οδήγησαν στην ήττα
Η Μικρασιατική Καταστροφή είναι η μεγαλύτερη εθνική τραγωδία στην ιστορία του νεότερου ελληνισμού. Τη φοβερή αυτή συμφορά συνθέτουν: η κατάρρευση του μικρασιατικού μετώπου τον Αύγουστο του 1922, η ήττα και σχεδόν η διάλυση της ένδοξης Στρατιάς Μικράς Ασίας, η πυρπόληση της Σμύρνης από τους Τούρκους, οι σφαγές, οι λεηλασίες και άλλες φρικαλεότητες σε βάρος Ελλήνων και Αρμενίων από τους Τούρκους, η εξόντωση εκατοντάδων χιλιάδων Ελλήνων και άλλων χριστιανών από τους Τούρκους και ο ξεριζωμός του ελληνισμού από τις προαιώνιες εστίες του στη Μικρά Ασία και στη συνέχεια στην Ανατολική Θράκη. Με τα πολεμικά γεγονότα του Αυγούστου 1922 θα ασχοληθούμε σε δύο άρθρα.
Οι θέσεις του ελληνικού στρατού στη Μ. Ασία (Αύγουστος 1922)
Τον Αύγουστο του 1922 ο ελληνικός Στρατός κρατούσε ακόμα στο «μακρύ δρεπανόσχημο μέτωπο», όπως γράφει ο Michael Llewellyn Smith, τις ίδιες θέσεις που κατείχε με μικρές μόνο παραλλαγές από τον Ιούλιο του 1921. Ξεκινώντας από την Κίο στη θάλασσα του Μαρμαρά το μέτωπο κατευθυνόταν προς τα νοτιοανατολικά κόβοντας τη σιδηροδρομική γραμμή Εσκί Σεχίρ- Άγκυρας και έπειτα έστριβε νότια προς το Αφιόν Καραχισάρ. Να σημειώσουμε εδώ ότι το Αφιόν Καραχισάρ (AfyonKarahisar), όπου μαρτυρούνται ίχνη ανθρώπινης παρουσίας από την 8η χιλιετία π.Χ., είναι η βυζαντινή πόλη Ακροϊνό που το 740 πήρε το όνομα Νικόπολις. Τον 13ο αιώνα την κατέλαβαν οι Σελτζούκοι και της έδωσαν το όνομα Καραχισάρ (= Μαύρο Φρούριο). Αργότερα πήρε και το πρώτο συνθετικό Αφιόν (= αφιόνι, όπιο), καθώς το όπιο ήταν το κύριο προϊόν της περιοχής.
Από το Αφιόν Καραχισάρ το μέτωπο συνεχιζόταν προς τα δυτικά στη δεξιά όχθη του ποταμού Μαίανδρου ως το Αιγαίο.
Οι θέσεις κλειδιά σ' αυτό το μέτωπο των 400 μιλίων (περ. 650 χλμ) ήταν οι σιδηροδρομικές διασταυρώσεις του Εσκί Σεχίρ και του Αφιόν Καραχισάρ. Τον βόρειο τομέα που άρχιζε από τον Μαρμαρά και ξεπερνούσε το Εσκί Σεχίρ σ' ένα σημείο ανατολικά της Κιουτάχειας τον ''κρατούσε'' το Γ' Σώμα Στρατού υπό τον Στρατηγό Σουμίλα. Τον νότιο τομέα που περιλάμβανε την ''επικίνδυνα εκτεθειμένη'' σφήνα στο ίδιο το Αφιόν Καραχισάρ τον ''κρατούσαν'' το Α' και το Β' Σώμα Στρατού υπό τους Στρατηγούς Τρικούπη και Διγενή. Αρχικά το Α' και το Β' Σώμα Στρατού είχαν αποτελέσει ενιαία διοίκηση, το Νότιο Συγκρότημα Μεραρχιών. Όμως ο Χατζηανέστης κατάργησε αυτό το σύστημα και έκανε τα δύο Σώματα ανεξάρτητες διοικήσεις, υπόλογες στον ίδιο που βρισκόταν στη Σμύρνη. Αυτό ήταν άστοχη ενέργεια, καθώς σε περίπτωση τουρκικής επίθεσης η έκβαση της μάχης θα εξαρτιόταν από την ταχύτητα μετακίνησης των ελληνικών δυνάμεων και της ενίσχυσης των πιεζόμενων τομέων του μετώπου. Αυτό απαιτούσε ενιαία διοίκηση του μετώπου κάτι που ο Χατζηανέστης είχε καταργήσει. Είχε δοθεί η εντολή μόνο σε επείγουσες περιπτώσεις, όταν η επαφή με το Γενικό Στρατηγείο θα ήταν ανέφικτη, ο Τρικούπης να αναλάβει τη γενική διοίκηση του τομέα.
Το στρατηγείο του Τρικούπη βρισκόταν στο Αφιόν Καραχισάρ κοντά στο σημείο της ''σφήνας'' που κατείχαν τρεις ελληνικές μεραρχίες: η 1η, η 4η και η 12η. Αυτό ήταν ένα πολύ κρίσιμο σημείο στην ελληνική αμυντική γραμμή. Το Αφιόν Καραχισάρ και ο σιδηρόδρομος βρίσκονταν επικίνδυνα κοντά στη γραμμή του μετώπου.
(Τα στοιχεία προέρχονται από το βιβλίο του Michael Llewelyn Smith, ''ΤΟ ΟΡΑΜΑ ΤΗΣ ΙΩΝΙΑΣ'')
Οι δυνάμεις Ελλήνων και Τούρκων
Η Στρατιά Μικράς Ασίας αποτελούνταν από τρία Σώματα Στρατού και την Ανωτέρα Γενική Στρατιωτική Διοίκηση.
Το Γενικό Στρατηγείο με αρχιστράτηγο τον Αντιστράτηγο Γεώργιο Χατζηανέστη, αρχηγό του Επιτελείου του τον Υποστράτηγο Γεώργιο Βαλέτα και διευθυντή του 3ου Γραφείου της Στρατιάς τον Συνταγματάρχη Μιχαήλ Πάσσαρη, είχε έδρα τη Σμύρνη. Τα τρία Σώματα υπάγονταν απευθείας στον αρχιστράτηγο.
Το Α' Σώμα με διοικητή τον Υποστράτηγο Νικόλαο Τρικούπη και επιτελάρχη τον Συνταγματάρχη Πυροβολικού Αλέξανδρο Μερεντίτη αποτελούνταν από τις Μεραρχίες 1η, 4η, 5η και 12η και ήταν ενισχυμένο με το 49ο και το 5/42 Σύνταγμα Ευζώνων. Το Β' Σώμα με διοικητή τον Υποστράτηγο Κίμωνα Διγενή και επιτελάρχη τον Συνταγματάρχη Πεζικού Ι. Βασιλακόπουλο αποτελούνταν από τις Μεραρχίες 2η, 7η, 9η και 13η και τις Στρατιωτικές Διοικήσεις Κιουτάχειας και Ουσάκ. Το Γ' Σώμα είχε διοικητή τον Υποστράτηγο Πέτρο Σουμίλα και επιτελάρχη τον Συνταγματάρχη Ν. Σπυρόπουλο και αποτελούνταν από τις Μεραρχίες 3η, 10η, 11η και Ανεξάρτητη και τη Στρατιωτική Διοίκηση Εσκί Σεχίρ.
Γ. Χατζηανέστης
Η Μεραρχία Ιππικού με διοικητή τον Υποστράτηγο Ανδρέα Καλλίνσκη και επιτελάρχη τον Αντισυνταγματάρχη Αλέξανδρο Παπάγο βρισκόταν υπό τις άμεσες διαταγές της Στρατιάς. Διοικητής της Ανωτέρας Γενικής Στρατιωτικής Διοικήσεως ήταν ο Υποστράτηγος Ανδρέας Πλατής.
Η συνολική δύναμη των ανδρών της Στρατιάς ήταν 220.000. Στη ζώνη των ''πρόσω'' βρίσκονταν 140.000 και από αυτούς οι μάχιμοι ήταν 80.000. Η Στρατιά διέθετε 980 πολυβόλα, 2.592 οπλοπολυβόλα και 264 πυροβόλα. Διέθετε επίσης 55 αεροσκάφη, τα περισσότερα από τα οποία ήταν αναγνωριστικά.
Πέτρος Σουμιλας
Ο τουρκικός στρατός είχε υποστεί βαρύτατες απώλειες κατά τις επιχειρήσεις του 1921. Ωστόσο τα κενά που παρουσιάστηκαν έγινε εφικτό να αναπληρωθούν.
Βλέποντας οι Τούρκοι ότι ο ελληνικός στρατός δεν θα μπορούσε να αναλάβει επιθετικές πρωτοβουλίες μετέφεραν νοτιότερα τον κύριο όγκο των δυνάμεών τους.
Στο Ικόνιο ιδρύθηκε κέντρο μετεκπαίδευσης αξιωματικών, ενώ ιδρύθηκαν και έμπεδα (στρατιωτικές μονάδες που συγκροτούνται σε καιρό επιστράτευσης) στα μετόπισθεν για την εκπαίδευση των νεοσύλλεκτων.
Ν. Τρικούπης
Οι Τούρκοι έδωσαν πολύ μεγάλη σημασία στις υπηρεσίες πληροφοριών. Το επιτελείο ήταν πάντοτε πολύ καλά ενημερωμένο για την κατάσταση και τις κινήσεις των ελληνικών στρατευμάτων.
Ο εφοδιασμός σε ιματισμό έγινε με προμήθειες στην Κωνσταντινούπολη από τους Γάλλους και από τους Ιταλούς. Από τους Γάλλους οι Τούρκοι αγόρασαν 1.500 οπλοπολυβόλα και 400 φορτηγά «Berliet» των 3 τόνων, ενώ υπογράφτηκε συμφωνία με Ιταλούς αντιπροσώπους της Fiat για την προμήθεια 150 αυτοκινήτων. Οι Γάλλοι ίδρυσαν στα Άδανα εργοστάσιο πυρομαχικών. Επίσης έγινε προμήθεια 50 αεροπλάνων, αναγνωριστικών και καταδιωκτικών.
Κ. Διγενής
Όπως γράφει ο Κ. Μπουλαλάς στο βιβλίο του «Η Μικρασιατική Εκστρατεία 1919-1922» (Αθήνα 1959), η συνολική δύναμη του τουρκικού στρατού έφτανε τους 120.000 άνδρες (Αύγουστος 1922). Από αυτούς οι μάχιμοι ήταν 78.000, μεταξύ των οποίων και 5.000 ιππείς. Απέναντι στο νότιο τμήμα του ελληνικού μετώπου, βρίσκονταν συνολικά 80.000 Τούρκοι στρατιώτες, από τους οποίους μάχιμοι ήταν οι 55.000 μεταξύ των οποίων 5.000 ιππείς. Για τον οπλισμό των αντιπάλων, ο ίδιος συγγραφέας αναφέρει:
«Οι Έλληνες είχον την γενικήν αριθμητικήν υπεροχήν εις το θέατρον επιχειρήσεων Μ. Ασίας και εν τη ζώνη των πρόσω όσων αφορά τον αριθμό των ανδρών (μαχίμων και μη) και το αριθμόν των πυροβόλων, πολυβόλων και οπλοπολυβόλων. Εμειονέκτουν όμως όσον αφορά το ιππικόν. Την αποτελεσματικότητα και το βεληνεκές των πολυβόλων (οι Τούρκοι διέθεταν πολυβόλα Μαξίμ), το διαμέτρημα, το βεληνεκές και το βάρος βλήματος των πολυβόλων (οι Τούρκοι διέθεταν πολυβόλα. Σκόντα, ενώ οι Έλληνες διέθετον ως κύριον πυροβολικόν το Γαλλικόν ορειβατικόν των 65 και το πεδινόν των 75). Εν τω Νοτίη Συγκροτήματι οι Έλληνες ήσαν σχεδόν ισόπαλοι εις δυνάμεις πεζικού, επλεονέκτουν εις αριθμόν πολυβόλων και οπλοπολυβόλων και εμειονέκτουν εις ιππικόν. Είναι όμως αναγκαίον να ομολογηθεί, ότι οι Τούρκοι μη δυνάμενοι να υπηρεφανεύονται δια το ηθικόν των ανδρών των, το οποίο ουδέποτε ήτο εξαίρετον και αγωνιστικόν, υπερείχον όμως εις στελέχη…»
Παρά τη σχετική ισορροπία όμως, οι Τούρκοι είχαν φροντίσει στο νότιο τμήμα του ποταμού Ακάρ να εξασφαλίσουν συντριπτική υπεροχή με κατάλληλη διάταξη των δυνάμεων τους. Απέναντι στο ελληνικό Γ’ Σώμα Στρατού παρέταξαν σχετικά μικρές δυνάμεις, στην «εξέχουσα» του Αφιόν Καραχισάρ συγκέντρωσαν 11 μεραρχίες πεζικού σε πρώτη γραμμή και 4 μεραρχίες πεζικού και 4 μεραρχίες ιππικού σε εφεδρεία. Από αυτές ,στα νότια του ποταμού Ακάρ, υπήρχαν 8 μεραρχίες πεζικού σε πρώτη γραμμή, 4 μεραρχίες πεζικού και 3 μεραρχίες πεζικού σε εφεδρεία. Οι δυνάμεις αυτές υποστηρίζονταν από 200 ελαφρά και 22 βαρέα πυροβόλα.
Την ίδια ώρα που οι Τούρκοι προετοιμάζονταν εντατικά, στο ελληνικό στρατόπεδο υπήρχε σχετικός εφησυχασμός. Από την 1η Αυγούστου 1922 υπήρχαν πληροφορίες αυτόμολων ,άμεσες παρατηρήσεις από τις θέσεις της 1ης Μεραρχίας για κινήσεις των Τούρκων και για είσοδο τουρκικών περιπόλων στη στενωπό του Τσάι Χισάρ και αεροπορικές αναγνωρίσεις, ενώ «δοκιμασμένης αξίας» Τούρκος πράκτορας του Α’ Σώματος Στρατού και αυτόμολοι, ενημέρωσαν την ελληνική πλευρά ότι σύντομα οι Τούρκοι θα επιτεθούν εναντίον των θέσεων της 1ης και 4ης Μεραρχίας.
Η Ανώτατη Διοίκηση Στρατιάς που βρισκόταν στη Σμύρνη, δεν αξιολόγησε σωστά τις πληροφορίες αυτές και δεν μερίμνησε ώστε να γίνουν οι απαραίτητες ενέργειες για την αντιμετώπιση του εχθρού. Υπήρχε η άποψη ότι η τουρκική επίθεση θα εκδηλωνόταν πολύ αργότερα. Μάταια ο Νικόλαος Τρικούπης ζητούσε από την Στρατιά την ενίσχυσή του με την 7η Μεραρχία.
‘Ετσι, παρά κάποιες ενέργειες που έγιναν από ελληνικής πλευράς, τις πρώτες πρωινές ώρες της 13ης Αυγούστου απέναντι στην 1η και την 4η ελληνική Μεραρχία, υπήρχαν 12 τουρκικές. 8 στην πρώτη γραμμή για άμεση επίθεση και 4 σε εφεδρεία. Επιπλέον , ένα Σώμα Ιππικού με τρεις μεραρχίες του, για καταστροφές των συγκοινωνιών και επικοινωνιών στα μετόπισθεν και την παρενόχληση των πλευρών και των νώτων των Ελλήνων.
Η τουρκική επίθεση – Οι σκληρές μάχες και η ελληνική υποχώρηση
Για να παραπλανήσουν την ελληνική πλευρά, οι Τούρκοι προέβησαν σε επιθετικές ενέργειες εναντίον των Ελλήνων στις 6 και τις 11 Αυγούστου, με τη βοήθεια Τούρκων ατάκτων και χωρικών.
Ωστόσο, η μεγάλη επίθεση, ξεκίνησε τα ξημερώματα της 13ης/26ης Αυγούστου 1922.
Οι Τούρκοι με τους κρυφούς σχηματισμούς των προηγούμενων ημερών, βρίσκονταν σε πολύ καλύτερη κατάσταση από τους Έλληνες.
Οι επιθέσεις των ανδρών του Κεμάλ , που παρακολουθούσε μαζί με τον αρχηγό του επιτελείου Φεβζή πασά και τον διοικητή του δυτικού μετώπου Ισμέτ πασά από τις κορυφές του Καλετζίκ Δαγ του Κοτζά Τεπέ, ήταν σφοδρές και εκδηλώθηκαν σε μήκος περίπου 40 χιλιομέτρων από το Σινάν πασά ως τη σιδηροδρομική γραμμή ανατολικά του Αφιόν Καραχισάρ. Τα πρώτα σημεία του μετώπου που κατέρρευσαν ήταν το Καμελάρ, στον τομέα της 4ης Μεραρχίας, που χάθηκε μετά από άγρια πάλη και το Τιλκί Κιρί Μπελ που το εγκατέλειψε χωρίς αντίσταση ο 1ος Λόχος του 49ου Συντάγματος, το οποίο αντιμετώπιζε σοβαρά προβλήματα πειθαρχίας.
Έχει γραφτεί ότι ήταν ατυχία που το 49ο Σύνταγμα υπεράσπιζε το νευραλγικό αυτό σημείο και ότι δύο κομμουνιστές λοχίες «έδωσαν το σύνθημα της φυγής και ενθάρρυναν τους συναδέλφους τους να εγκαταλείψουν τις θέσεις τους» (Ε. Σταυρίδης, «Τα Παρασκήνια του Κ.Κ.Ε.» σελ 81- 82 και Πέτρος Σιούσιουρας «Γεωπολιτική και Ζωτικός Χώρος», σελ. 309-313»).
Ωστόσο, εκτός από το 49ο Σύνταγμα, οι ελληνικές δυνάμεις δεν υποχωρούσαν. Αντίθετα μάλιστα, περνώντας στην αντεπίθεση, η 1η Μεραρχία ενισχυμένη από την 7η είχε ανακαταλάβει το Τιλκί Κιρί Μπελ. Οι Τούρκοι δεν είχαν καταφέρει να διεισδύσουν στο Χασάν Μπελ και ο διοικητής της 57ης Μεραρχίας, ο Ρεσάτ που είχε υποσχεθεί στον Κεμάλ ότι θα καταλάμβανε πολύ γρήγορα την περιοχή, αυτοκτόνησε.
Το πρόβλημα όμως για τον ελληνικό στρατό, ήταν το τουρκικό ιππικό. Στη διάρκεια της ημέρας, είχε καταφέρει να διεισδύσει στις ελληνικές γραμμές, μεταξύ του Σινάν Πασά και του Ελβάν Πασά, μέσα από τραχιά και απρόσιτη περιοχή που οι ελληνικές δυνάμεις την είχαν αφήσει με μικρή φρουρά καθώς τη θεωρούσαν απόρθητη. Διασχίζοντας αυτό το πέρασμα, ένα μικρό απόσπασμα τουρκικού ιππικού κατέβηκε ως τον σιδηροδρομικό σταθμό του Κιουτσούκιοϊ και έκοψε τις τηλεφωνικές και τηλεγραφικές επικοινωνίες ανάμεσα στο Αφιόν Καραχισάρ και το Τουμλού Μπουνάρ από τις οποίες εξαρτιόταν το Α’ Σώμα του στρατού μας. Παράλληλα, ο Τρικούπης έβλεπε ότι οι τουρκικές δυνάμεις ενισχύονταν συνεχώς και πως πολύ δύσκολα θα μπορούσε να υπάρξει αποτελεσματική άμυνα σε νέες τουρκικές επιθέσεις.
Το βράδυ της 13ης/26ης Αυγούστου έφτασαν οι πρώτες διαταγές του Στρατηγείου από τη Σμύρνη που έδειχναν ότι μάλλον ο Χατζηανέστης και το επιτελείο του δεν είχαν αντιληφθεί την κρισιμότητα της κατάστασης και το τι ακριβώς συνέβαινε στο μέτωπο. Ωστόσο, οι ελληνικές δυνάμεις παρά και τις άστοχες οδηγίες του Στρατηγείου, είχαν καταφέρει να συγκρατήσουν την κατάσταση την ημέρα της 13ης/26ης 1922.
Τα όσα διαδραματίστηκαν τις επόμενες ημέρες στη Μικρά Ασία ήταν συγκλονιστικά και δραματικά. Με αυτά θα ασχοληθούμε σε άρθρο μας τις προσεχείς ημέρες.
Πηγές :
«ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ» τ. Ι.Ε., ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΑΘΗΝΩΝ
MICHAEL LLEWELLYN SMITH, «ΤΟ ΟΡΑΜΑ ΤΗΣ ΙΩΝΙΑΣ», έκδοση M.I.E.T., 2009
Δρ. Ιωάννης Σ. Παπαφλωράτος, «Η Ιστορία του Ελληνικού Στρατού (1833-1949)», εκδόσεις Σάκκουλα, 2014
Ευχαριστούμε τον Δρα Ι. Παπαφλωράτο που μας επέτρεψε για μια ακόμη φορά να χρησιμοποιήσουμε στοιχεία από το έργο του.
anatakti
Η Μικρασιατική Καταστροφή είναι η μεγαλύτερη εθνική τραγωδία στην ιστορία του νεότερου ελληνισμού. Τη φοβερή αυτή συμφορά συνθέτουν: η κατάρρευση του μικρασιατικού μετώπου τον Αύγουστο του 1922, η ήττα και σχεδόν η διάλυση της ένδοξης Στρατιάς Μικράς Ασίας, η πυρπόληση της Σμύρνης από τους Τούρκους, οι σφαγές, οι λεηλασίες και άλλες φρικαλεότητες σε βάρος Ελλήνων και Αρμενίων από τους Τούρκους, η εξόντωση εκατοντάδων χιλιάδων Ελλήνων και άλλων χριστιανών από τους Τούρκους και ο ξεριζωμός του ελληνισμού από τις προαιώνιες εστίες του στη Μικρά Ασία και στη συνέχεια στην Ανατολική Θράκη. Με τα πολεμικά γεγονότα του Αυγούστου 1922 θα ασχοληθούμε σε δύο άρθρα.
Οι θέσεις του ελληνικού στρατού στη Μ. Ασία (Αύγουστος 1922)
Τον Αύγουστο του 1922 ο ελληνικός Στρατός κρατούσε ακόμα στο «μακρύ δρεπανόσχημο μέτωπο», όπως γράφει ο Michael Llewellyn Smith, τις ίδιες θέσεις που κατείχε με μικρές μόνο παραλλαγές από τον Ιούλιο του 1921. Ξεκινώντας από την Κίο στη θάλασσα του Μαρμαρά το μέτωπο κατευθυνόταν προς τα νοτιοανατολικά κόβοντας τη σιδηροδρομική γραμμή Εσκί Σεχίρ- Άγκυρας και έπειτα έστριβε νότια προς το Αφιόν Καραχισάρ. Να σημειώσουμε εδώ ότι το Αφιόν Καραχισάρ (AfyonKarahisar), όπου μαρτυρούνται ίχνη ανθρώπινης παρουσίας από την 8η χιλιετία π.Χ., είναι η βυζαντινή πόλη Ακροϊνό που το 740 πήρε το όνομα Νικόπολις. Τον 13ο αιώνα την κατέλαβαν οι Σελτζούκοι και της έδωσαν το όνομα Καραχισάρ (= Μαύρο Φρούριο). Αργότερα πήρε και το πρώτο συνθετικό Αφιόν (= αφιόνι, όπιο), καθώς το όπιο ήταν το κύριο προϊόν της περιοχής.
Από το Αφιόν Καραχισάρ το μέτωπο συνεχιζόταν προς τα δυτικά στη δεξιά όχθη του ποταμού Μαίανδρου ως το Αιγαίο.
Οι θέσεις κλειδιά σ' αυτό το μέτωπο των 400 μιλίων (περ. 650 χλμ) ήταν οι σιδηροδρομικές διασταυρώσεις του Εσκί Σεχίρ και του Αφιόν Καραχισάρ. Τον βόρειο τομέα που άρχιζε από τον Μαρμαρά και ξεπερνούσε το Εσκί Σεχίρ σ' ένα σημείο ανατολικά της Κιουτάχειας τον ''κρατούσε'' το Γ' Σώμα Στρατού υπό τον Στρατηγό Σουμίλα. Τον νότιο τομέα που περιλάμβανε την ''επικίνδυνα εκτεθειμένη'' σφήνα στο ίδιο το Αφιόν Καραχισάρ τον ''κρατούσαν'' το Α' και το Β' Σώμα Στρατού υπό τους Στρατηγούς Τρικούπη και Διγενή. Αρχικά το Α' και το Β' Σώμα Στρατού είχαν αποτελέσει ενιαία διοίκηση, το Νότιο Συγκρότημα Μεραρχιών. Όμως ο Χατζηανέστης κατάργησε αυτό το σύστημα και έκανε τα δύο Σώματα ανεξάρτητες διοικήσεις, υπόλογες στον ίδιο που βρισκόταν στη Σμύρνη. Αυτό ήταν άστοχη ενέργεια, καθώς σε περίπτωση τουρκικής επίθεσης η έκβαση της μάχης θα εξαρτιόταν από την ταχύτητα μετακίνησης των ελληνικών δυνάμεων και της ενίσχυσης των πιεζόμενων τομέων του μετώπου. Αυτό απαιτούσε ενιαία διοίκηση του μετώπου κάτι που ο Χατζηανέστης είχε καταργήσει. Είχε δοθεί η εντολή μόνο σε επείγουσες περιπτώσεις, όταν η επαφή με το Γενικό Στρατηγείο θα ήταν ανέφικτη, ο Τρικούπης να αναλάβει τη γενική διοίκηση του τομέα.
Το στρατηγείο του Τρικούπη βρισκόταν στο Αφιόν Καραχισάρ κοντά στο σημείο της ''σφήνας'' που κατείχαν τρεις ελληνικές μεραρχίες: η 1η, η 4η και η 12η. Αυτό ήταν ένα πολύ κρίσιμο σημείο στην ελληνική αμυντική γραμμή. Το Αφιόν Καραχισάρ και ο σιδηρόδρομος βρίσκονταν επικίνδυνα κοντά στη γραμμή του μετώπου.
(Τα στοιχεία προέρχονται από το βιβλίο του Michael Llewelyn Smith, ''ΤΟ ΟΡΑΜΑ ΤΗΣ ΙΩΝΙΑΣ'')
Οι δυνάμεις Ελλήνων και Τούρκων
Η Στρατιά Μικράς Ασίας αποτελούνταν από τρία Σώματα Στρατού και την Ανωτέρα Γενική Στρατιωτική Διοίκηση.
Το Γενικό Στρατηγείο με αρχιστράτηγο τον Αντιστράτηγο Γεώργιο Χατζηανέστη, αρχηγό του Επιτελείου του τον Υποστράτηγο Γεώργιο Βαλέτα και διευθυντή του 3ου Γραφείου της Στρατιάς τον Συνταγματάρχη Μιχαήλ Πάσσαρη, είχε έδρα τη Σμύρνη. Τα τρία Σώματα υπάγονταν απευθείας στον αρχιστράτηγο.
Το Α' Σώμα με διοικητή τον Υποστράτηγο Νικόλαο Τρικούπη και επιτελάρχη τον Συνταγματάρχη Πυροβολικού Αλέξανδρο Μερεντίτη αποτελούνταν από τις Μεραρχίες 1η, 4η, 5η και 12η και ήταν ενισχυμένο με το 49ο και το 5/42 Σύνταγμα Ευζώνων. Το Β' Σώμα με διοικητή τον Υποστράτηγο Κίμωνα Διγενή και επιτελάρχη τον Συνταγματάρχη Πεζικού Ι. Βασιλακόπουλο αποτελούνταν από τις Μεραρχίες 2η, 7η, 9η και 13η και τις Στρατιωτικές Διοικήσεις Κιουτάχειας και Ουσάκ. Το Γ' Σώμα είχε διοικητή τον Υποστράτηγο Πέτρο Σουμίλα και επιτελάρχη τον Συνταγματάρχη Ν. Σπυρόπουλο και αποτελούνταν από τις Μεραρχίες 3η, 10η, 11η και Ανεξάρτητη και τη Στρατιωτική Διοίκηση Εσκί Σεχίρ.
Γ. Χατζηανέστης
Η Μεραρχία Ιππικού με διοικητή τον Υποστράτηγο Ανδρέα Καλλίνσκη και επιτελάρχη τον Αντισυνταγματάρχη Αλέξανδρο Παπάγο βρισκόταν υπό τις άμεσες διαταγές της Στρατιάς. Διοικητής της Ανωτέρας Γενικής Στρατιωτικής Διοικήσεως ήταν ο Υποστράτηγος Ανδρέας Πλατής.
Η συνολική δύναμη των ανδρών της Στρατιάς ήταν 220.000. Στη ζώνη των ''πρόσω'' βρίσκονταν 140.000 και από αυτούς οι μάχιμοι ήταν 80.000. Η Στρατιά διέθετε 980 πολυβόλα, 2.592 οπλοπολυβόλα και 264 πυροβόλα. Διέθετε επίσης 55 αεροσκάφη, τα περισσότερα από τα οποία ήταν αναγνωριστικά.
Πέτρος Σουμιλας
Ο τουρκικός στρατός είχε υποστεί βαρύτατες απώλειες κατά τις επιχειρήσεις του 1921. Ωστόσο τα κενά που παρουσιάστηκαν έγινε εφικτό να αναπληρωθούν.
Βλέποντας οι Τούρκοι ότι ο ελληνικός στρατός δεν θα μπορούσε να αναλάβει επιθετικές πρωτοβουλίες μετέφεραν νοτιότερα τον κύριο όγκο των δυνάμεών τους.
Στο Ικόνιο ιδρύθηκε κέντρο μετεκπαίδευσης αξιωματικών, ενώ ιδρύθηκαν και έμπεδα (στρατιωτικές μονάδες που συγκροτούνται σε καιρό επιστράτευσης) στα μετόπισθεν για την εκπαίδευση των νεοσύλλεκτων.
Ν. Τρικούπης
Οι Τούρκοι έδωσαν πολύ μεγάλη σημασία στις υπηρεσίες πληροφοριών. Το επιτελείο ήταν πάντοτε πολύ καλά ενημερωμένο για την κατάσταση και τις κινήσεις των ελληνικών στρατευμάτων.
Ο εφοδιασμός σε ιματισμό έγινε με προμήθειες στην Κωνσταντινούπολη από τους Γάλλους και από τους Ιταλούς. Από τους Γάλλους οι Τούρκοι αγόρασαν 1.500 οπλοπολυβόλα και 400 φορτηγά «Berliet» των 3 τόνων, ενώ υπογράφτηκε συμφωνία με Ιταλούς αντιπροσώπους της Fiat για την προμήθεια 150 αυτοκινήτων. Οι Γάλλοι ίδρυσαν στα Άδανα εργοστάσιο πυρομαχικών. Επίσης έγινε προμήθεια 50 αεροπλάνων, αναγνωριστικών και καταδιωκτικών.
Κ. Διγενής
Όπως γράφει ο Κ. Μπουλαλάς στο βιβλίο του «Η Μικρασιατική Εκστρατεία 1919-1922» (Αθήνα 1959), η συνολική δύναμη του τουρκικού στρατού έφτανε τους 120.000 άνδρες (Αύγουστος 1922). Από αυτούς οι μάχιμοι ήταν 78.000, μεταξύ των οποίων και 5.000 ιππείς. Απέναντι στο νότιο τμήμα του ελληνικού μετώπου, βρίσκονταν συνολικά 80.000 Τούρκοι στρατιώτες, από τους οποίους μάχιμοι ήταν οι 55.000 μεταξύ των οποίων 5.000 ιππείς. Για τον οπλισμό των αντιπάλων, ο ίδιος συγγραφέας αναφέρει:
«Οι Έλληνες είχον την γενικήν αριθμητικήν υπεροχήν εις το θέατρον επιχειρήσεων Μ. Ασίας και εν τη ζώνη των πρόσω όσων αφορά τον αριθμό των ανδρών (μαχίμων και μη) και το αριθμόν των πυροβόλων, πολυβόλων και οπλοπολυβόλων. Εμειονέκτουν όμως όσον αφορά το ιππικόν. Την αποτελεσματικότητα και το βεληνεκές των πολυβόλων (οι Τούρκοι διέθεταν πολυβόλα Μαξίμ), το διαμέτρημα, το βεληνεκές και το βάρος βλήματος των πολυβόλων (οι Τούρκοι διέθεταν πολυβόλα. Σκόντα, ενώ οι Έλληνες διέθετον ως κύριον πυροβολικόν το Γαλλικόν ορειβατικόν των 65 και το πεδινόν των 75). Εν τω Νοτίη Συγκροτήματι οι Έλληνες ήσαν σχεδόν ισόπαλοι εις δυνάμεις πεζικού, επλεονέκτουν εις αριθμόν πολυβόλων και οπλοπολυβόλων και εμειονέκτουν εις ιππικόν. Είναι όμως αναγκαίον να ομολογηθεί, ότι οι Τούρκοι μη δυνάμενοι να υπηρεφανεύονται δια το ηθικόν των ανδρών των, το οποίο ουδέποτε ήτο εξαίρετον και αγωνιστικόν, υπερείχον όμως εις στελέχη…»
Παρά τη σχετική ισορροπία όμως, οι Τούρκοι είχαν φροντίσει στο νότιο τμήμα του ποταμού Ακάρ να εξασφαλίσουν συντριπτική υπεροχή με κατάλληλη διάταξη των δυνάμεων τους. Απέναντι στο ελληνικό Γ’ Σώμα Στρατού παρέταξαν σχετικά μικρές δυνάμεις, στην «εξέχουσα» του Αφιόν Καραχισάρ συγκέντρωσαν 11 μεραρχίες πεζικού σε πρώτη γραμμή και 4 μεραρχίες πεζικού και 4 μεραρχίες ιππικού σε εφεδρεία. Από αυτές ,στα νότια του ποταμού Ακάρ, υπήρχαν 8 μεραρχίες πεζικού σε πρώτη γραμμή, 4 μεραρχίες πεζικού και 3 μεραρχίες πεζικού σε εφεδρεία. Οι δυνάμεις αυτές υποστηρίζονταν από 200 ελαφρά και 22 βαρέα πυροβόλα.
Την ίδια ώρα που οι Τούρκοι προετοιμάζονταν εντατικά, στο ελληνικό στρατόπεδο υπήρχε σχετικός εφησυχασμός. Από την 1η Αυγούστου 1922 υπήρχαν πληροφορίες αυτόμολων ,άμεσες παρατηρήσεις από τις θέσεις της 1ης Μεραρχίας για κινήσεις των Τούρκων και για είσοδο τουρκικών περιπόλων στη στενωπό του Τσάι Χισάρ και αεροπορικές αναγνωρίσεις, ενώ «δοκιμασμένης αξίας» Τούρκος πράκτορας του Α’ Σώματος Στρατού και αυτόμολοι, ενημέρωσαν την ελληνική πλευρά ότι σύντομα οι Τούρκοι θα επιτεθούν εναντίον των θέσεων της 1ης και 4ης Μεραρχίας.
Η Ανώτατη Διοίκηση Στρατιάς που βρισκόταν στη Σμύρνη, δεν αξιολόγησε σωστά τις πληροφορίες αυτές και δεν μερίμνησε ώστε να γίνουν οι απαραίτητες ενέργειες για την αντιμετώπιση του εχθρού. Υπήρχε η άποψη ότι η τουρκική επίθεση θα εκδηλωνόταν πολύ αργότερα. Μάταια ο Νικόλαος Τρικούπης ζητούσε από την Στρατιά την ενίσχυσή του με την 7η Μεραρχία.
‘Ετσι, παρά κάποιες ενέργειες που έγιναν από ελληνικής πλευράς, τις πρώτες πρωινές ώρες της 13ης Αυγούστου απέναντι στην 1η και την 4η ελληνική Μεραρχία, υπήρχαν 12 τουρκικές. 8 στην πρώτη γραμμή για άμεση επίθεση και 4 σε εφεδρεία. Επιπλέον , ένα Σώμα Ιππικού με τρεις μεραρχίες του, για καταστροφές των συγκοινωνιών και επικοινωνιών στα μετόπισθεν και την παρενόχληση των πλευρών και των νώτων των Ελλήνων.
Η τουρκική επίθεση – Οι σκληρές μάχες και η ελληνική υποχώρηση
Για να παραπλανήσουν την ελληνική πλευρά, οι Τούρκοι προέβησαν σε επιθετικές ενέργειες εναντίον των Ελλήνων στις 6 και τις 11 Αυγούστου, με τη βοήθεια Τούρκων ατάκτων και χωρικών.
Ωστόσο, η μεγάλη επίθεση, ξεκίνησε τα ξημερώματα της 13ης/26ης Αυγούστου 1922.
Οι Τούρκοι με τους κρυφούς σχηματισμούς των προηγούμενων ημερών, βρίσκονταν σε πολύ καλύτερη κατάσταση από τους Έλληνες.
Οι επιθέσεις των ανδρών του Κεμάλ , που παρακολουθούσε μαζί με τον αρχηγό του επιτελείου Φεβζή πασά και τον διοικητή του δυτικού μετώπου Ισμέτ πασά από τις κορυφές του Καλετζίκ Δαγ του Κοτζά Τεπέ, ήταν σφοδρές και εκδηλώθηκαν σε μήκος περίπου 40 χιλιομέτρων από το Σινάν πασά ως τη σιδηροδρομική γραμμή ανατολικά του Αφιόν Καραχισάρ. Τα πρώτα σημεία του μετώπου που κατέρρευσαν ήταν το Καμελάρ, στον τομέα της 4ης Μεραρχίας, που χάθηκε μετά από άγρια πάλη και το Τιλκί Κιρί Μπελ που το εγκατέλειψε χωρίς αντίσταση ο 1ος Λόχος του 49ου Συντάγματος, το οποίο αντιμετώπιζε σοβαρά προβλήματα πειθαρχίας.
Έχει γραφτεί ότι ήταν ατυχία που το 49ο Σύνταγμα υπεράσπιζε το νευραλγικό αυτό σημείο και ότι δύο κομμουνιστές λοχίες «έδωσαν το σύνθημα της φυγής και ενθάρρυναν τους συναδέλφους τους να εγκαταλείψουν τις θέσεις τους» (Ε. Σταυρίδης, «Τα Παρασκήνια του Κ.Κ.Ε.» σελ 81- 82 και Πέτρος Σιούσιουρας «Γεωπολιτική και Ζωτικός Χώρος», σελ. 309-313»).
Ωστόσο, εκτός από το 49ο Σύνταγμα, οι ελληνικές δυνάμεις δεν υποχωρούσαν. Αντίθετα μάλιστα, περνώντας στην αντεπίθεση, η 1η Μεραρχία ενισχυμένη από την 7η είχε ανακαταλάβει το Τιλκί Κιρί Μπελ. Οι Τούρκοι δεν είχαν καταφέρει να διεισδύσουν στο Χασάν Μπελ και ο διοικητής της 57ης Μεραρχίας, ο Ρεσάτ που είχε υποσχεθεί στον Κεμάλ ότι θα καταλάμβανε πολύ γρήγορα την περιοχή, αυτοκτόνησε.
Το πρόβλημα όμως για τον ελληνικό στρατό, ήταν το τουρκικό ιππικό. Στη διάρκεια της ημέρας, είχε καταφέρει να διεισδύσει στις ελληνικές γραμμές, μεταξύ του Σινάν Πασά και του Ελβάν Πασά, μέσα από τραχιά και απρόσιτη περιοχή που οι ελληνικές δυνάμεις την είχαν αφήσει με μικρή φρουρά καθώς τη θεωρούσαν απόρθητη. Διασχίζοντας αυτό το πέρασμα, ένα μικρό απόσπασμα τουρκικού ιππικού κατέβηκε ως τον σιδηροδρομικό σταθμό του Κιουτσούκιοϊ και έκοψε τις τηλεφωνικές και τηλεγραφικές επικοινωνίες ανάμεσα στο Αφιόν Καραχισάρ και το Τουμλού Μπουνάρ από τις οποίες εξαρτιόταν το Α’ Σώμα του στρατού μας. Παράλληλα, ο Τρικούπης έβλεπε ότι οι τουρκικές δυνάμεις ενισχύονταν συνεχώς και πως πολύ δύσκολα θα μπορούσε να υπάρξει αποτελεσματική άμυνα σε νέες τουρκικές επιθέσεις.
Το βράδυ της 13ης/26ης Αυγούστου έφτασαν οι πρώτες διαταγές του Στρατηγείου από τη Σμύρνη που έδειχναν ότι μάλλον ο Χατζηανέστης και το επιτελείο του δεν είχαν αντιληφθεί την κρισιμότητα της κατάστασης και το τι ακριβώς συνέβαινε στο μέτωπο. Ωστόσο, οι ελληνικές δυνάμεις παρά και τις άστοχες οδηγίες του Στρατηγείου, είχαν καταφέρει να συγκρατήσουν την κατάσταση την ημέρα της 13ης/26ης 1922.
Τα όσα διαδραματίστηκαν τις επόμενες ημέρες στη Μικρά Ασία ήταν συγκλονιστικά και δραματικά. Με αυτά θα ασχοληθούμε σε άρθρο μας τις προσεχείς ημέρες.
Πηγές :
«ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ» τ. Ι.Ε., ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΑΘΗΝΩΝ
MICHAEL LLEWELLYN SMITH, «ΤΟ ΟΡΑΜΑ ΤΗΣ ΙΩΝΙΑΣ», έκδοση M.I.E.T., 2009
Δρ. Ιωάννης Σ. Παπαφλωράτος, «Η Ιστορία του Ελληνικού Στρατού (1833-1949)», εκδόσεις Σάκκουλα, 2014
Ευχαριστούμε τον Δρα Ι. Παπαφλωράτο που μας επέτρεψε για μια ακόμη φορά να χρησιμοποιήσουμε στοιχεία από το έργο του.
anatakti
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ