2018-09-18 20:36:37
Όταν ο Μ. Καραγάτσης πέθανε στις 14 Σεπτεμβρίου 1960, σε ηλικία μόλις 52 χρόνων, έγραφε το εμβληματικό του μυθιστόρημα «Tο Δέκα». «Aς γελάσω»…. Ήταν η τελευταία φράση που έγραψε πριν τον προδώσει η καρδιά του.
Το αληθινό όνομα του M. Kαραγάτση ήταν Δημήτρης Pοδόπουλος. Είναι ένας από τους σημαντικότερους συγγραφείς της περίφημης «γενιάς του '30» και γεννήθηκε στις 23 Ιουνίου 1908 στο κέντρο της Aθήνας, σε ένα γωνιακό σπίτι στη συμβολή των οδών Ακαδημίας και Θεμιστοκλέους.
Tο αινιγματικό αρχικό M. λέγεται πώς έρχεται από το όνομα Mίτια (ρωσική εκδοχή του «Δημήτρης»), έκφραση της αγάπης του για τον Nτοστογιέφσκι και ιδίως για τους Aδελφούς Kαραμαζώφ, ενώ το Kαραγάτσης οφείλεται στο δέντρο καραγάτσι (ή, πτελέα) κάτω από το οποίο καθόταν μικρός και διάβαζε, κοντά στην εκκλησία της Pαψάνης στη Θεσσαλία.
«Γεννήθηκα στην Αθήνα σε ένα από τα τέσσερα γωνιακά σπίτια των οδών Ακαδημίας και Θεμιστοκλέους
. Δεν σας λέω όμως σε ποιό. Και το κάνω επίτηδες αυτό, για να μπλέξω άγρια-σε αυτό το αθηναϊκό σταυροδρόμι- τους διαφόρους ‘αρμοδίους’, όταν έρθει η στιγμή να εντοιχισθεί η αναμνηστική πλάκα. Εγώ βέβαια θα τα έχω τινάξει προ πολλού, και θα σπάω κέφι καλά στον ουρανό, με τη μεταθανάτια φάρσα μου. Θα έχω παρέα το Σολωμό, που θα μου λέει κουνώντας το κεφάλι: «Τράβα και σύ Καραγάτση, όσα τράβηξα εγώ από τον Καιροφύλλα, τον Αποστολάκη και το Σπαταλά».
«… Διδάχτηκα τα πρώτα γράμματα στο Αρσάκειο της Λάρισας (όταν συλλογιέμαι πως, υπήρξα και Αρσακειάδα!) και αντί να ερωτευτώ τις συμμαθήτριες μου, αγάπησα παράφορα τη δασκάλα μου. Γεγονός που μαρτυράει τη σκοτεινή ερωτική ιδιοσυγκρασία μου. Έκανα ό,τι μπορούσα για να μην προβιβαστώ, να μείνω στην ίδια τάξη, κοντά στην ‘γυναίκα των ονείρων μου’. Το υπέροχο λογοτεχνικό μου ταλέντο φανερώθηκε στο Γυμνάσιο, όταν έγραφα εκθέσεις αριστουργηματικές. Οι καθηγητές μου δεν πρόφταιναν να μου βάζουν δεκάρια. Ένας μονάχα- ένας ξερακιανός και καταχθόνιος- έβρισκε τα κείμενά μου απαίσια και τα μηδένιζε αράδα. Δεν μπορούσα να καταλάβω...αργότερα όμως κατάλαβα. Ο καθηγητής ήταν λογοτέχνης. Εννοείται πώς τον εκδικήθηκα σκληρά... Ήμουν νεαρότατο μέλος της Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών όταν ο κ. Καθηγητής -γέρος πια- ζήτησε την ψήφο μου για να μπει και αυτός στο επίσημο αυτό Πρυτανείο της ελληνικής διάνθησης. Του την αρνήθηκα. Αποτέλεσμα: Αυτός είναι και εγώ δεν είμαι πια μέλος της Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών…» έχει γράψει ο ίδιος.
Πηγαίνει στην Γκρενόμπλ για να σπουδάσει Νομικά τα οποία -για οικονομικούς λόγους- από τον επόμενο χρόνο, θα συνεχίσει στο Πανεπιστήμιο Aθηνών.
«… Κάποτε σπούδαζα νομικά. Είχα συμφοιτητές τους κ. Πέτρον Χάρην, Άγγελο Τερζάκην, Γιώργο Θεοτοκάν, Πετσάλην και Οδυσσέα Ελύτην, τα εξαιρετικά αυτά νομικά πνεύματα που τόσο διέπρεψαν στη δικανική σταδιοδρομία τους- όπως και εγώ εξάλλου. Ο ισχυρισμός του κ. Κλ. Παράσχου ότι υπήρξε συμφοιτητής μου είναι ανακριβέστατος. Όταν ο νεαρότατος κ. Παράσχος γράφτηκε πρωτοετής στη νομική, εγώ ήμουν κιόλας δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω. Έφηβος ήμουν όταν έγραψα τα πρώτα μου και τελευταία ποιήματα. Δεν τα δημοσίευσα ποτέ. Αργότερα τόριξα στην πεζογραφία, ένας Θεός ξέρει το γιατί…»
Το 1927 παίρνει μέρος στον πρώτο λογοτεχνικό διαγωνισμό της Nέας Eστίας με το αυτοβιογραφικό διήγημα «Kυρία Nίτσα» (όπου αφηγείται τον έρωτα του για την εικοσάχρονη δασκάλα του), το οποίο θα αποσπάσει έπαινο και θα δημοσιευτεί το 1929 σε συλλογικό τόμο που περιελάμβανε τα βραβευμένα διηγήματα του διαγωνισμού («Oι θεότητες του Kοτύλου», εκδ. Bιβλιοπωλείον της Eστίας). Mε το διήγημα αυτό -που απέσπασε τις ευμενείς κρίσεις του Γρηγορίου Ξενόπουλου- ξεκινάει τη λογοτεχνική σταδιοδρομία του και την μακρά συνεργασία του με τη «Nέα Eστία», δημοσιεύοντας σε αυτήν διηγήματα, μυθιστορήματα σε συνέχειες και μεταφράσεις.
Το πρώτο του μυθιστόρημα ήταν «Ο συνταγματάρχης Λιάπκιν» (1933).
Το 1936 δημοσιεύεται το μυθιστόρημα του «Η χίμαιρα», ένα εξαιρετικό, λεπτομερές ψυχογράφημα και στη κόρη που γεννιέται τον Οκτώβριο του 1936 δίνει το όνομα της ηρωίδας του βιβλίου, Μαρίνα. Στο μυθιστόρημα αυτό, που κλείνει τη γνωστή τριλογία «Γιούγκερμαν - Λιάπκιν - Χίμαιρα», ο Καραγάτσης «μελετάει ενδελεχώς τη δυνατότητα προσαρμογής των ξένων στην ελληνική πραγματικότητα, αλλά και την αμφιθυμία των Ελλήνων απέναντι στη Δύση.
Την περίοδο της γερμανικής κατοχής το σπίτι του επί της οδού Σπάρτης στην πλατεία Αμερικής γίνεται σημείο κάθε Παρασκευή συνάντησης των λογοτεχνών - Εμπειρίκος (τους δύο άνδρες συνέδεε βαθιά φιλία), Ελύτης, Εγγονόπουλος, Βενέζης, Κατσίμπαλης, Λουντέμης, ήταν όλοι εκεί. Από το 1946 αναλαμβάνει τη θεατρική στήλη της εφημερίδας Βραδυνή. Υπήρξε αυστηρός, ενίοτε και καυστικός θεατρικός κριτικός.
Το 1946 πεθαίνει και η μητέρα του, στην οποία αφιερώνει το μυθιστόρημά του «Ο μεγάλος ύπνος» που κυκλοφορεί την ίδια χρονιά. Το 1949 βρίσκεται ως πολεμικός ανταποκριτής της εφημερίδας Βραδυνή στα βουνά του Γράμμου και του Βίτσι, ενώ ο εμφύλιος πήγαινε προς το τέλος του. Τον ίδιο χρόνο ταξιδεύει στην Αγγλία, τη Γαλλία, την Τουρκία και την Αίγυπτο. Το 1958 το μοιραίο έτος της ζωής του συνυπογράφει «Το Μυθιστόρημα των Τεσσάρων» μαζί με τους Άγγελο Τερζάκη, Ηλία Βενέζη και Στρατή Μυριβήλη, το οποίο πρωτοδημοσιεύεται στην εφημερίδα Ακρόπολη.
Ο Καραγάτσης πεθαίνει το 1960 και κηδεύεται την ίδια μέρα. Στον τάφο του χαράζεται το επίγραμμα από το έργο του Το μεγάλο συναξάρι: «Οι μοναδικές ομορφιές είναι προνόμιο του θανάτου».
Πηγή
Tromaktiko
Το αληθινό όνομα του M. Kαραγάτση ήταν Δημήτρης Pοδόπουλος. Είναι ένας από τους σημαντικότερους συγγραφείς της περίφημης «γενιάς του '30» και γεννήθηκε στις 23 Ιουνίου 1908 στο κέντρο της Aθήνας, σε ένα γωνιακό σπίτι στη συμβολή των οδών Ακαδημίας και Θεμιστοκλέους.
Tο αινιγματικό αρχικό M. λέγεται πώς έρχεται από το όνομα Mίτια (ρωσική εκδοχή του «Δημήτρης»), έκφραση της αγάπης του για τον Nτοστογιέφσκι και ιδίως για τους Aδελφούς Kαραμαζώφ, ενώ το Kαραγάτσης οφείλεται στο δέντρο καραγάτσι (ή, πτελέα) κάτω από το οποίο καθόταν μικρός και διάβαζε, κοντά στην εκκλησία της Pαψάνης στη Θεσσαλία.
«Γεννήθηκα στην Αθήνα σε ένα από τα τέσσερα γωνιακά σπίτια των οδών Ακαδημίας και Θεμιστοκλέους
«… Διδάχτηκα τα πρώτα γράμματα στο Αρσάκειο της Λάρισας (όταν συλλογιέμαι πως, υπήρξα και Αρσακειάδα!) και αντί να ερωτευτώ τις συμμαθήτριες μου, αγάπησα παράφορα τη δασκάλα μου. Γεγονός που μαρτυράει τη σκοτεινή ερωτική ιδιοσυγκρασία μου. Έκανα ό,τι μπορούσα για να μην προβιβαστώ, να μείνω στην ίδια τάξη, κοντά στην ‘γυναίκα των ονείρων μου’. Το υπέροχο λογοτεχνικό μου ταλέντο φανερώθηκε στο Γυμνάσιο, όταν έγραφα εκθέσεις αριστουργηματικές. Οι καθηγητές μου δεν πρόφταιναν να μου βάζουν δεκάρια. Ένας μονάχα- ένας ξερακιανός και καταχθόνιος- έβρισκε τα κείμενά μου απαίσια και τα μηδένιζε αράδα. Δεν μπορούσα να καταλάβω...αργότερα όμως κατάλαβα. Ο καθηγητής ήταν λογοτέχνης. Εννοείται πώς τον εκδικήθηκα σκληρά... Ήμουν νεαρότατο μέλος της Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών όταν ο κ. Καθηγητής -γέρος πια- ζήτησε την ψήφο μου για να μπει και αυτός στο επίσημο αυτό Πρυτανείο της ελληνικής διάνθησης. Του την αρνήθηκα. Αποτέλεσμα: Αυτός είναι και εγώ δεν είμαι πια μέλος της Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών…» έχει γράψει ο ίδιος.
Πηγαίνει στην Γκρενόμπλ για να σπουδάσει Νομικά τα οποία -για οικονομικούς λόγους- από τον επόμενο χρόνο, θα συνεχίσει στο Πανεπιστήμιο Aθηνών.
«… Κάποτε σπούδαζα νομικά. Είχα συμφοιτητές τους κ. Πέτρον Χάρην, Άγγελο Τερζάκην, Γιώργο Θεοτοκάν, Πετσάλην και Οδυσσέα Ελύτην, τα εξαιρετικά αυτά νομικά πνεύματα που τόσο διέπρεψαν στη δικανική σταδιοδρομία τους- όπως και εγώ εξάλλου. Ο ισχυρισμός του κ. Κλ. Παράσχου ότι υπήρξε συμφοιτητής μου είναι ανακριβέστατος. Όταν ο νεαρότατος κ. Παράσχος γράφτηκε πρωτοετής στη νομική, εγώ ήμουν κιόλας δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω. Έφηβος ήμουν όταν έγραψα τα πρώτα μου και τελευταία ποιήματα. Δεν τα δημοσίευσα ποτέ. Αργότερα τόριξα στην πεζογραφία, ένας Θεός ξέρει το γιατί…»
Το 1927 παίρνει μέρος στον πρώτο λογοτεχνικό διαγωνισμό της Nέας Eστίας με το αυτοβιογραφικό διήγημα «Kυρία Nίτσα» (όπου αφηγείται τον έρωτα του για την εικοσάχρονη δασκάλα του), το οποίο θα αποσπάσει έπαινο και θα δημοσιευτεί το 1929 σε συλλογικό τόμο που περιελάμβανε τα βραβευμένα διηγήματα του διαγωνισμού («Oι θεότητες του Kοτύλου», εκδ. Bιβλιοπωλείον της Eστίας). Mε το διήγημα αυτό -που απέσπασε τις ευμενείς κρίσεις του Γρηγορίου Ξενόπουλου- ξεκινάει τη λογοτεχνική σταδιοδρομία του και την μακρά συνεργασία του με τη «Nέα Eστία», δημοσιεύοντας σε αυτήν διηγήματα, μυθιστορήματα σε συνέχειες και μεταφράσεις.
Το πρώτο του μυθιστόρημα ήταν «Ο συνταγματάρχης Λιάπκιν» (1933).
Το 1936 δημοσιεύεται το μυθιστόρημα του «Η χίμαιρα», ένα εξαιρετικό, λεπτομερές ψυχογράφημα και στη κόρη που γεννιέται τον Οκτώβριο του 1936 δίνει το όνομα της ηρωίδας του βιβλίου, Μαρίνα. Στο μυθιστόρημα αυτό, που κλείνει τη γνωστή τριλογία «Γιούγκερμαν - Λιάπκιν - Χίμαιρα», ο Καραγάτσης «μελετάει ενδελεχώς τη δυνατότητα προσαρμογής των ξένων στην ελληνική πραγματικότητα, αλλά και την αμφιθυμία των Ελλήνων απέναντι στη Δύση.
Την περίοδο της γερμανικής κατοχής το σπίτι του επί της οδού Σπάρτης στην πλατεία Αμερικής γίνεται σημείο κάθε Παρασκευή συνάντησης των λογοτεχνών - Εμπειρίκος (τους δύο άνδρες συνέδεε βαθιά φιλία), Ελύτης, Εγγονόπουλος, Βενέζης, Κατσίμπαλης, Λουντέμης, ήταν όλοι εκεί. Από το 1946 αναλαμβάνει τη θεατρική στήλη της εφημερίδας Βραδυνή. Υπήρξε αυστηρός, ενίοτε και καυστικός θεατρικός κριτικός.
Το 1946 πεθαίνει και η μητέρα του, στην οποία αφιερώνει το μυθιστόρημά του «Ο μεγάλος ύπνος» που κυκλοφορεί την ίδια χρονιά. Το 1949 βρίσκεται ως πολεμικός ανταποκριτής της εφημερίδας Βραδυνή στα βουνά του Γράμμου και του Βίτσι, ενώ ο εμφύλιος πήγαινε προς το τέλος του. Τον ίδιο χρόνο ταξιδεύει στην Αγγλία, τη Γαλλία, την Τουρκία και την Αίγυπτο. Το 1958 το μοιραίο έτος της ζωής του συνυπογράφει «Το Μυθιστόρημα των Τεσσάρων» μαζί με τους Άγγελο Τερζάκη, Ηλία Βενέζη και Στρατή Μυριβήλη, το οποίο πρωτοδημοσιεύεται στην εφημερίδα Ακρόπολη.
Ο Καραγάτσης πεθαίνει το 1960 και κηδεύεται την ίδια μέρα. Στον τάφο του χαράζεται το επίγραμμα από το έργο του Το μεγάλο συναξάρι: «Οι μοναδικές ομορφιές είναι προνόμιο του θανάτου».
Πηγή
Tromaktiko
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Σφακιά: Αίσια έκβαση στην επιχείρηση διάσωσης αλλοδαπού τουρίστα
ΕΠΟΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Θεολόγος ο νέος Πρόεδρος της ΟΛΜΕ
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ