2018-09-19 01:36:22
Ο απόλυτος έρωτας των παιδικών μας χρόνων Oχι δυστυχώς δεν είναι ψέμα. Στην αρχή θέλαμε να πιστέψουμε ότι ήταν μια απλή φήμη, δυστυχώς όμως είναι αλήθεια. Η Honda, η Yamaha και η Suzuki αποσύρουν φέτος τα περισσότερα μοντέλα 50 κυβικών και προειδοποιούν ότι θα τα καταργήσουν όλα, καθώς το κόστος προσαρμογής στους νέους κανονισμούς είναι ασύμφορο.
Και κάπως έτσι θυμηθήκαμε ξανά τον μεγάλο έρωτα των παιδικών μας χρόνων! Θυμάστε; Το 50άρι παπί της Χόντα ήταν το καλύτερο μηχανάκι που είχες ποτέ. Κι ας ονειρευόσουν όταν το καβάλαγες πως ήσουν ο Έντι Λόσον σε πίστα. Κι ας παραπονιόσουν πως δεν σου έφταναν τα «ταπεινά» 50 κυβικά του. Κι ας γκρίνιαζες όλη την ώρα πως όλο το χαρτζιλίκι σου το έτρωγες πάνω του.
Κι ας έβλεπες στον ύπνο σου μακρινά όνειρα για την Γιαμάχα την Τζένεσις ή το Καβασάκι το Νίντζα. Όταν άνοιγες τα μάτια σου, το παπάκι ήταν αληθινό και -κυριότερα- ήταν δικό σου. Κατάδικό σου. Όσο απίστευτο κι αν ακούγεται, σε ένα χρόνο συμπληρώνονται 60 από τη μέρα που το πρώτο τέτοιο βγήκε στους δρόμους του Τόκιο, ξεκινώντας ένα ταξίδι που το έφερε μέχρι την πυλωτή της πολυκατοικίας σου, το γκαράζ ή την αυλή του σπιτιού στο χωριό σου. Όσο για τους λόγους που το έκαναν μοναδικό και λατρεμένο; Κάτσε και σημείωνε!
Δεν ήταν 50 κυβικά
Μπορεί να έγραφε Super Cub 50, αλλά ήταν κοινό μυστικό πως ούτε τα μισά από όσα κυκλοφορούσαν στους δρόμους δεν ήταν πενηντάρια. Δηλαδή ήταν, αλλά μόνο μέχρι να πουληθούν. Απαραίτητη προϋπόθεση πριν βγει από το μηχανουργείο ήταν το «κωλοφτιάξιμο». Πρώτη «σκάλα» τα 72 cc -κι αν το ‘λεγε η καρδούλα και το πορτοφόλι σου- τα 91! Μάλιστα, υπήρχε και μια ιδιότυπη συμφωνία κυρίων μεταξύ του πιτσιρικά που έκανε κωλιές ή σούζες και του οργάνου της τροχαίας που τον κυνήγαγε και τελικά τον «τσίμπαγε». Μπορούσε να τον γράψει για άδεια, δίπλωμα, ασφάλεια, κράνος. Για οτιδήποτε. Σπάνια, όμως, θα του έκανε «πουστιά» και θα τσέκαρε πλαίσιο και κινητήρα για να διαπιστώσει το «πείραγμα». Το ήξερες. Το ήξερε. Το ήξερες πως το ήξερε. Το ήξερε πως το ήξερες πως το ήξερε, αλλά δεν σε έγραφε. Εκτός κι αν είχατε προσωπικά ή το είχες παρακάνει με την κομμένη εξάτμιση. Μόνο τότε έσπαγε ο άγραφος κανόνας της σιωπής για τα κυβικά του.
Δεν είχε συμπλέκτη
Είπαμε, φτιάχτηκε για να βολέψει τους ντελιβεράδες του Τόκιο. Επομένως, ο συμπλέκτης ήταν το πρώτο πράγμα που έφυγε από πάνω του ώστε να μπορείς να το κουμαντάρεις με το ένα χέρι. Στην πορεία βέβαια δεν ευεργετήθηκε ο συγκεκριμένος κλάδος μόνο, αλλά ο καθένας. Δηλαδή κι εσύ, που ήθελες ένα χέρι ελεύθερο προκειμένου να κρατάς την φραπεδούμπα (φρέντα και τέτοιες φλωριές δεν είχαν έρθει ακόμα) και την τσιγαριά σου. Ή για να ακουμπήσεις -τάχα μου τάχα μου κατά λάθος- τις μπουτάρες της συμμαθήτριας που έπεισες να πετάξεις (μεταφορικά) στο σπίτι μετά το φροντιστήριο για τα εγγλέζικα.
Σε ένα τέτοιο έκατσε η πρώτη σου γκόμενα
Αν η συμμαθήτρια του παραπάνω παραδείγματος δεν σε πλάκωνε στα χαστούκια στη μέση του δρόμου (για το… τάχα μου) είχες βάσιμες ελπίδες να γίνει το κορίτσι σου. Έτσι αποκτούσες την πρώτη σου σχέση κι έμπαινες σε ένα κόσμο γεμάτο μπαλαμούτι, πρησμένα χείλη και προσμονή για το πότε θα σταματήσετε να χαμουρεύεστε όλη νύχτα και θα περάσετε στην επόμενη πίστα. Όποτε τελικά κι αν γινόταν αυτό, όλα θα είχαν ξεκινήσει πάνω σ’ εκείνο το παπάκι. Στο οποίο δεν έκατσε μόνο η πρώτη σου (άσχετα αν σου έκατσε κι εσένα τελικά ή όχι), αλλά και ο κολλητός σου. Πολύ συχνά κιόλας μαζί με την δικιά σου τρικάβαλο. Στο κάτω-κάτω της γραφής, ήταν ο μόνος άνθρωπος που εμπιστευόσουν για να κάτσει πίσω από το γυναικάκι σου, χωρίς να φοβάσαι πως θα αρχίσει κι εκείνος τα… τάχα μου όσο εσύ είχες το νου σου στο τιμόνι. Όχι βέβαια. Με τον κολλητό είχες μια σχέση ζωής. Όπως και με το παπάκι σου.
Ήταν περισσότερο χόμπι, παρά όχημα
Όταν αγόραζες ένα τέτοιο, η σχέση σας δεν περιοριζόταν σε ένα καβαλίκεμα. Δεν ήταν μια ξεπέτα που τελείωνε τη στιγμή που το έβαζες στο σταντ. Είχες να σκεφτείς πώς θα μαζέψεις λεφτά για να αλλάξεις εξάτμιση. Πώς θα κόψεις αεροδυναμικά την ποδιά του. Αν θα την έβγαζες τελείως για να μην σου «κόβει» χιλιόμετρα. Πού θα έβρισκες «μαμίσιο» κυλινδροπίστονο για να το αναβαθμίσεις. Αν ο μηχανικός θα σου έκανε καλή δουλειά. Πώς θα κατάφερνες να αντισταθείς στο να το σανιδώσεις σε καμιά ευθεία για να μην πάνε χαμένα 600 χιλιόμετρα (μέχρι τα 1.000 που ήθελε) για να το «στρώσεις». Το μυαλό σου ήταν συνέχεια εκεί. Κι όταν άρχιζες κι εσύ να ψιλοσκαμπάζεις, δεν το ‘χες σε τίποτα να βάλεις κι εσύ χέρι. Ξεκινώντας από τη βιδούλα που ρυθμίζει το «νεκρό», μέχρι να φτάσεις στο σημείο να το λύνεις και να το δένεις καλύτερα και από το κλείστρο στο G3 στον στρατό.
Επειδή ήταν σκυλί του πολέμου
Εύκολο στην οδήγηση. Με φτηνά (σε σχέση με τα υπόλοιπα) ανταλλακτικά. Με ντεπόζιτο που γέμιζε με ένα κατοστάρικο και σου ‘φτανε καμιά βδομάδα. Κι αν γινόταν η στραβή κι έμενες από καύσιμο, υπήρχε λύση. Άνοιγες την τάπα, εφάρμοζες το στόμα σου στο ντεπόζιτο και φύσαγες μέχρι να γίνουν ολοκόκκινα τα μούτρα σου από την πίεση. Αυτές οι τελευταίες σταγόνες καυσίμου που σπρώχνονταν στον κινητήρα, σου χάριζαν κάνα χιλιόμετρο. Κι αν έβρισκες και κατηφόρα, ίσως έφτανες μέχρι το βενζινάδικο. Για να βάλεις 20-30 δραχμές, όσα είχες στην τσέπη, χωρίς ο βενζινάς να διακωμωδήσει την οικονομική σου κατάσταση. Αν έχανες ή ξέχναγες τα κλειδιά σου, επίσης κανένα πρόβλημα. Με τον σουγιά που για μαγκιά κουβάλαγες (ή με κάποιο άλλο αιχμηρό αντικείμενο) αφαιρούσες το φανάρι του. Ξεχώριζες τα καλώδια, τα τράβαγες και… Θαύμα! Δεν είχες φώτα, αλλά με μια μανιβελιά το θεριό έπαιρνε μπροστά! Κόλπο που βέβαια μπορούσε να χρησιμοποιήσει και κάνας πονηρός και να στο φάει.
Γι’ αυτό έπρεπε να ‘χεις το νου σου στο παπί σου. Να το αγαπάς και να το προσέχεις. Να το έχεις όλο νίκελο αστραφτερό και να πουλάς μούρη κάθε φορά που προσπερνούσες κανένα κακόμοιρο αδερφάκι του, που αντί για τα δικά σου χέρια έπεσε σε κάνα μπάρμπα που το ξεφτίλιζε βάζοντάς του παρμπρίζ, ποδιά και… τελάρο πίσω για τα ψώνια. Those were the days! Αυτό ήταν το παπί φίλε μου.
Tromaktiko
Και κάπως έτσι θυμηθήκαμε ξανά τον μεγάλο έρωτα των παιδικών μας χρόνων! Θυμάστε; Το 50άρι παπί της Χόντα ήταν το καλύτερο μηχανάκι που είχες ποτέ. Κι ας ονειρευόσουν όταν το καβάλαγες πως ήσουν ο Έντι Λόσον σε πίστα. Κι ας παραπονιόσουν πως δεν σου έφταναν τα «ταπεινά» 50 κυβικά του. Κι ας γκρίνιαζες όλη την ώρα πως όλο το χαρτζιλίκι σου το έτρωγες πάνω του.
Κι ας έβλεπες στον ύπνο σου μακρινά όνειρα για την Γιαμάχα την Τζένεσις ή το Καβασάκι το Νίντζα. Όταν άνοιγες τα μάτια σου, το παπάκι ήταν αληθινό και -κυριότερα- ήταν δικό σου. Κατάδικό σου. Όσο απίστευτο κι αν ακούγεται, σε ένα χρόνο συμπληρώνονται 60 από τη μέρα που το πρώτο τέτοιο βγήκε στους δρόμους του Τόκιο, ξεκινώντας ένα ταξίδι που το έφερε μέχρι την πυλωτή της πολυκατοικίας σου, το γκαράζ ή την αυλή του σπιτιού στο χωριό σου. Όσο για τους λόγους που το έκαναν μοναδικό και λατρεμένο; Κάτσε και σημείωνε!
Δεν ήταν 50 κυβικά
Μπορεί να έγραφε Super Cub 50, αλλά ήταν κοινό μυστικό πως ούτε τα μισά από όσα κυκλοφορούσαν στους δρόμους δεν ήταν πενηντάρια. Δηλαδή ήταν, αλλά μόνο μέχρι να πουληθούν. Απαραίτητη προϋπόθεση πριν βγει από το μηχανουργείο ήταν το «κωλοφτιάξιμο». Πρώτη «σκάλα» τα 72 cc -κι αν το ‘λεγε η καρδούλα και το πορτοφόλι σου- τα 91! Μάλιστα, υπήρχε και μια ιδιότυπη συμφωνία κυρίων μεταξύ του πιτσιρικά που έκανε κωλιές ή σούζες και του οργάνου της τροχαίας που τον κυνήγαγε και τελικά τον «τσίμπαγε». Μπορούσε να τον γράψει για άδεια, δίπλωμα, ασφάλεια, κράνος. Για οτιδήποτε. Σπάνια, όμως, θα του έκανε «πουστιά» και θα τσέκαρε πλαίσιο και κινητήρα για να διαπιστώσει το «πείραγμα». Το ήξερες. Το ήξερε. Το ήξερες πως το ήξερε. Το ήξερε πως το ήξερες πως το ήξερε, αλλά δεν σε έγραφε. Εκτός κι αν είχατε προσωπικά ή το είχες παρακάνει με την κομμένη εξάτμιση. Μόνο τότε έσπαγε ο άγραφος κανόνας της σιωπής για τα κυβικά του.
Δεν είχε συμπλέκτη
Είπαμε, φτιάχτηκε για να βολέψει τους ντελιβεράδες του Τόκιο. Επομένως, ο συμπλέκτης ήταν το πρώτο πράγμα που έφυγε από πάνω του ώστε να μπορείς να το κουμαντάρεις με το ένα χέρι. Στην πορεία βέβαια δεν ευεργετήθηκε ο συγκεκριμένος κλάδος μόνο, αλλά ο καθένας. Δηλαδή κι εσύ, που ήθελες ένα χέρι ελεύθερο προκειμένου να κρατάς την φραπεδούμπα (φρέντα και τέτοιες φλωριές δεν είχαν έρθει ακόμα) και την τσιγαριά σου. Ή για να ακουμπήσεις -τάχα μου τάχα μου κατά λάθος- τις μπουτάρες της συμμαθήτριας που έπεισες να πετάξεις (μεταφορικά) στο σπίτι μετά το φροντιστήριο για τα εγγλέζικα.
Σε ένα τέτοιο έκατσε η πρώτη σου γκόμενα
Αν η συμμαθήτρια του παραπάνω παραδείγματος δεν σε πλάκωνε στα χαστούκια στη μέση του δρόμου (για το… τάχα μου) είχες βάσιμες ελπίδες να γίνει το κορίτσι σου. Έτσι αποκτούσες την πρώτη σου σχέση κι έμπαινες σε ένα κόσμο γεμάτο μπαλαμούτι, πρησμένα χείλη και προσμονή για το πότε θα σταματήσετε να χαμουρεύεστε όλη νύχτα και θα περάσετε στην επόμενη πίστα. Όποτε τελικά κι αν γινόταν αυτό, όλα θα είχαν ξεκινήσει πάνω σ’ εκείνο το παπάκι. Στο οποίο δεν έκατσε μόνο η πρώτη σου (άσχετα αν σου έκατσε κι εσένα τελικά ή όχι), αλλά και ο κολλητός σου. Πολύ συχνά κιόλας μαζί με την δικιά σου τρικάβαλο. Στο κάτω-κάτω της γραφής, ήταν ο μόνος άνθρωπος που εμπιστευόσουν για να κάτσει πίσω από το γυναικάκι σου, χωρίς να φοβάσαι πως θα αρχίσει κι εκείνος τα… τάχα μου όσο εσύ είχες το νου σου στο τιμόνι. Όχι βέβαια. Με τον κολλητό είχες μια σχέση ζωής. Όπως και με το παπάκι σου.
Ήταν περισσότερο χόμπι, παρά όχημα
Όταν αγόραζες ένα τέτοιο, η σχέση σας δεν περιοριζόταν σε ένα καβαλίκεμα. Δεν ήταν μια ξεπέτα που τελείωνε τη στιγμή που το έβαζες στο σταντ. Είχες να σκεφτείς πώς θα μαζέψεις λεφτά για να αλλάξεις εξάτμιση. Πώς θα κόψεις αεροδυναμικά την ποδιά του. Αν θα την έβγαζες τελείως για να μην σου «κόβει» χιλιόμετρα. Πού θα έβρισκες «μαμίσιο» κυλινδροπίστονο για να το αναβαθμίσεις. Αν ο μηχανικός θα σου έκανε καλή δουλειά. Πώς θα κατάφερνες να αντισταθείς στο να το σανιδώσεις σε καμιά ευθεία για να μην πάνε χαμένα 600 χιλιόμετρα (μέχρι τα 1.000 που ήθελε) για να το «στρώσεις». Το μυαλό σου ήταν συνέχεια εκεί. Κι όταν άρχιζες κι εσύ να ψιλοσκαμπάζεις, δεν το ‘χες σε τίποτα να βάλεις κι εσύ χέρι. Ξεκινώντας από τη βιδούλα που ρυθμίζει το «νεκρό», μέχρι να φτάσεις στο σημείο να το λύνεις και να το δένεις καλύτερα και από το κλείστρο στο G3 στον στρατό.
Επειδή ήταν σκυλί του πολέμου
Εύκολο στην οδήγηση. Με φτηνά (σε σχέση με τα υπόλοιπα) ανταλλακτικά. Με ντεπόζιτο που γέμιζε με ένα κατοστάρικο και σου ‘φτανε καμιά βδομάδα. Κι αν γινόταν η στραβή κι έμενες από καύσιμο, υπήρχε λύση. Άνοιγες την τάπα, εφάρμοζες το στόμα σου στο ντεπόζιτο και φύσαγες μέχρι να γίνουν ολοκόκκινα τα μούτρα σου από την πίεση. Αυτές οι τελευταίες σταγόνες καυσίμου που σπρώχνονταν στον κινητήρα, σου χάριζαν κάνα χιλιόμετρο. Κι αν έβρισκες και κατηφόρα, ίσως έφτανες μέχρι το βενζινάδικο. Για να βάλεις 20-30 δραχμές, όσα είχες στην τσέπη, χωρίς ο βενζινάς να διακωμωδήσει την οικονομική σου κατάσταση. Αν έχανες ή ξέχναγες τα κλειδιά σου, επίσης κανένα πρόβλημα. Με τον σουγιά που για μαγκιά κουβάλαγες (ή με κάποιο άλλο αιχμηρό αντικείμενο) αφαιρούσες το φανάρι του. Ξεχώριζες τα καλώδια, τα τράβαγες και… Θαύμα! Δεν είχες φώτα, αλλά με μια μανιβελιά το θεριό έπαιρνε μπροστά! Κόλπο που βέβαια μπορούσε να χρησιμοποιήσει και κάνας πονηρός και να στο φάει.
Γι’ αυτό έπρεπε να ‘χεις το νου σου στο παπί σου. Να το αγαπάς και να το προσέχεις. Να το έχεις όλο νίκελο αστραφτερό και να πουλάς μούρη κάθε φορά που προσπερνούσες κανένα κακόμοιρο αδερφάκι του, που αντί για τα δικά σου χέρια έπεσε σε κάνα μπάρμπα που το ξεφτίλιζε βάζοντάς του παρμπρίζ, ποδιά και… τελάρο πίσω για τα ψώνια. Those were the days! Αυτό ήταν το παπί φίλε μου.
Tromaktiko
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ