2018-09-19 22:52:16
Η μεταστροφή
Η επικράτηση του συμπεριφορισμού στο τοπίο της ψυχολογίας του 20ού αιώνα οδηγείται σε μια εξαιρετικά σημαντική στασιμότητα στα μέσα της δεκαετίας του ’50. Ο συμπεριφορισμός δεν αποτέλεσε ποτέ ενιαίο μέτωπο και η ιδέα που αντικατέστησε τη μελέτη των διανοητικών διαδικασιών με εκείνη της εκδηλωμένης συμπεριφοράς, είναι αληθής μόνο ως προς τις ριζοσπαστικές τάσεις της.
Ωστόσο, σε γενικές γραμμές, αυτός αντιμετώπιζε ανέκαθεν επιφυλακτικά την εισαγωγή υποθέσεων πάνω στον νου, τις οποίες δεν επιβεβαίωνε η πειραματική μέθοδος.
Το έτος της μεταστροφής για τον γνωστικισμό, δηλαδή για την επανατοποθέτηση της μελέτης των διανοητικών διαδικασιών σε πρώτο πλάνο, είναι δίχως άλλο το 1956. Εκείνη τη χρονιά πραγματοποιείται στο ΜΙΤ(Ινστιτούτο Τεχνολογίας της Μασαχουσέτης) συμπόσιο πάνω στη θεωρία της πληροφορικής, στη διάρκεια του οποίου ο Νόαμ Τσόμσκι χαράσσει τις ιδέες της μετασχηματιστικής γραμματικής (οι οποίες βρίσκονται στη Βάση της κριτικής του πάνω στον συμπεριφορισμό και ιδιαίτερα τον Μπ. Φ. Σκίνερ) και ο ψυχολόγος Τζορτζ Μίλερ (1920) παρουσιάζει τη θέση, η οποία στη συνέχεια γίνεται γνωστή, όσον αφορά τις ικανότητες της βραχύχρονης μνήμης του ανθρώπου να καταγράφει περίπου επτά στοιχεία: «ο μαγικός αριθμός επτά».
Το ίδιο έτος πραγματοποιείται στο Ντάρτμουθ σεμινάριο στο οποίο τρεις πρωτοπόροι της Τεχνητής Νοημοσύνης (ΤΝ), όπως ονομάστηκε, ο Κλίφορντ Σο και ο Χέρμπερτ Σάιμον, παρουσιάζουν το Logic Theorist, ένα υπολογιστικό πρόγραμμα, για το οποίο πηγή έμπνευσης αποτέλεσαν οι διαδικασίες με τις οποίες οι άνθρωποι λύνουν προβλήματα και οι οποίες θεωρούνται ευρετικές διαδικασίες. Στο πλαίσιο της ΤΝ που κάνει την εμφάνισή της, το Logic Theorist είναι, κατά τους συγγραφείς του, ένα πρώτο Βήμα προς τη μελέτη των διανοητικών διαδικασιών που θεωρητικά οι άνθρωποι χρησιμοποιούν στις δραστηριότητες σχεδιασμού και λύσης των προβλημάτων. Σε αυτή τη μελέτη δίνουν το όνομα Information Processing Psychology [ΙΡΡ, δηλαδή «ψυχολογία της επεξεργασίας της πληροφορίας»)
Γουάτσον
Ο συμπεριφορισμός
Το 1913 ο Αμερικανός ψυχολόγος Τζον Μπρόντους Γουάτσον (1878-1958) δημοσίευσε στο «The Psychological Review» το μανιφέστο του συμπεριφορισμού: ένα άρθρο με τίτλο Psychology as the Behaviorist Views it, το οποίο, σε ό,τι αφορά τις παραδοσιακές έρευνες, δηλώνει ποιο θα πρέπει να είναι το νέο μοντέλο έρευνας, δηλαδή η παρατήρηση του εκδηλωμένου συμπεριφορισμού.
Η ψυχολογία σύμφωνα με τον Γουάτσον είναι ένας πειραματικός κλάδος των φυσικών επιστημών, το σώμα του οποίου έγκειται στην πρόβλεψη και τον έλεγχο του συμπεριφορισμού· αντικείμενο μελέτης του συμπεριφορισμού δεν είναι, επομένως, η συνείδηση, πόσο μάλλον ο νους, αλλά η συμπεριφορά που μπορεί να παρατηρηθεί, η οποία ορίζεται από τον Γουάτσον ως το σύνολο των απαντήσεων των μυών και των αδένων.
Συγκεκριμένα, ο συμπεριφορισμός θεωρείται αντίδραση σε εξωτερικά ερεθίσματα, η οποία είναι εξ ολοκλήρου προϊόν εκμάθησης, με εξαίρεση ορισμένα «βασικά» αισθήματα, όπως ο θυμός και ο φόβος. Για τον Αμερικανό ψυχολόγο, ο συμπεριφορισμός είναι ένα αντικειμενικό στοιχείο που μπορεί να παρατηρηθεί επιστημονικά, σε αντίθεση με τις διαδικασίες της συνείδησης. Η μέθοδος μελέτης παραμένει, επομένως, σε πειραματικό επίπεδο.
Με αυτόν τον τρόπο, ο Γουάτσον θέτει τις Βάσεις σπουδαίων ζητημάτων, που θα αποτελέσουν αντικείμενο συζήτησης της ψυχολογίας κατά τις επόμενες δεκαετίες: την άρνηση του ρόλου της συνείδησης, την πιθανότητα πειραματικού χειρισμού του συμπεριφορισμού, την πιθανότητα να κατατμηθεί ο ίδιος ο συμπεριφορισμός σε απλές σκέψεις και την άρνηση του πρωτογονισμού.
Στα επόμενα χρόνια, πολλοί ψυχολόγοι και μελετητές θα επηρεαστούν από τις θέσεις του Γ ουάτσον και θα ανατρέξουν, όπως αυτός, στον θετικισμό του Κοντ (1798-1857) και στον Βιολογικό λειτουργισμό που προέρχεται από την εξέλιξη του Δαρβίνου. Εκτός από τον Καρλ Λάσλεϊ (1890-1958), ο οποίος ασχολείται κυρίως με τη μελέτη των κεντρικών νευρικών διαδικασιών, θεμελιώδης είναι η συνεισφορά του Μπάροουζ Φρέντερικ Σκίνερ (1904-1990).
Αν και ξεκινά από το μανιφέστο του Γουάτσον, ο Σκίνερ προχωρά σε μια άλλη κατεύθυνση, εμβαθύνοντας στις θεματικές του συμπεριφορισμού σε φιλοσοφικό και επιστημολογικό επίπεδο, Ο Σκίνερ θεωρεί τη σκέψη μια μορφή συμπεριφορισμού που στερείται εσωτερικής αυτονομίας, τα συστατικά στοιχεία της οποίας θα πρέπει να εξεταστούν· από αυτή την οπτική γωνία, η σκέψη δεν μπορεί να λειτουργήσει αυτόνομα, ούτε να χαρακτηριστεί από εξελικτικές διαδικασίες και τρόπους σύνδεσης και οργάνωσης των δεδομένων της εμπειρίας.
Σύμφωνα με τον Σκίνερ, σκοπός της ψυχολογίας είναι να αναλύσει και να εξηγήσει τη «μεταβλητή συμπεριφορά», η οποία παράγεται στον οργανισμό από τη διάδραση με «ανεξάρτητες μεταβλητές» και, πρώτα απ’ όλα, τα ερεθίσματα· στη βάση αυτής της προσέγγισης, κάθε αναφορά σε μια διανοητική κατάσταση ή διαδικασία θεωρείται εντελώς άχρηστη.
Στα πειράματά του, τα οποία εμπνεύστηκε από εκείνα που διεξήγαγε ο Παβλόφ (1849-1936) στο πλαίσιο της θεωρητικοποίησης του κλασικού συμπεριφορισμού, ο Σκίνερ επεξεργάζεται το «κουτί του Σκίνερ» για να μελετήσει αυτό που ορίζει δομικό συμπεριφορισμό ή, αλλιώς, «λειτουργικό».
Τα πειράματα που διεξήγαγε ο Παβλόφ βασίζονται στην παρατήρηση ότι ένα ερέθισμα, το οποίο θεωρείται απόλυτο (για παράδειγμα, το φαγητό) προκαλεί στο ζώο μια συμπεριφορική αντίδραση (για παράδειγμα την έκκριση σάλιου]· αν το ζώο πριν από το φαγητό υποβάλλεται συνεχώς σε ένα ουδέτερο ερέθισμα (για παράδειγμα, ο ήχος ενός κουδουνιού), στη συνέχεια, όταν θα υποβάλλεται στο ουδέτερο ερέθισμα θα οδηγείται στην ίδια συμπεριφορική αντίδραση, π οποία ονομάζεται «εξαρτημένη αντίδραση» (για παράδειγμα: ο ήχος του κουδουνιού οδηγεί στη συμπεριφορά έκκρισης σάλιου). Επομένως, στον κλασικό συμπεριφορισμό ένα ουδέτερο ερέθισμα (ο ήχος του κουδουνιού) το οποίο συνδέεται επανειλημμένα με ένα απόλυτο ερέθισμα (το φαγητό) γίνεται με τη σειρά του ένα γεγονός-ερέθισμα που πυροδοτεί την ίδια συμπεριφορά που προηγουμένως πυροδοτείτο από το ανεξάρτητο ερέθισμα (έκκριση σάλιου).
Ενώ η πειραματική κατάσταση που συνέλαβε ο Παβλόφ προέβλεπε την ύπαρξη του χειριστή, το «κουτί του Σκίνερ» υποβάλλει το ζώο στον συμπεριφορισμό κατά τρόπο τελείως αυτόματο: όσο διαμένει μέσα στο κουτί, το ζώο είναι ελεύθερο να κάνει αυτό που θέλει και η συμπεριφορά του καταγράφεται συνεχώς· όταν κινείται ,το ζώο κουνά τυχαία έναν μοχλό που καθορίζει τη χορήγηση φαγητού. Η είσοδος του φαγητού στο κουτί -η γνωστή «θετική υποστήριξη» στη γλώσσα του Σκίνερ- καθορίζει τον συμπεριφορισμό του ζώου, γιατί το παρακινεί να επαναλάβει την κίνηση του μοχλού.
Οι αναλογίες με την εξέλιξη του Δαρβίνου είναι εμφανείς·, για τον Σκίνερ, οι αυθόρμητες μεταβλητές του συμπεριφορισμού είναι ανάλογες με τις τυχαίες γενετικές διαφοροποιήσεις, και η υποστήριξη που προέρχεται από το περιβάλλον παίζει ανάλογο ρόλο με εκείνον της φυσικής επιλογής, καθορίζοντας ποιες μεταβλητές θα έχουν επιτυχία στη μελλοντική συμπεριφορά.
Ο δομισμός
Ο δομισμός αντιμετωπίζει την πραγματικότητα ως μια κατασκευή υποκειμένου και, επομένως, υποθέτει ότι αυτή δεν μπορεί να θεωρηθεί «αντικειμενική». Επιπλέον, θεωρεί ότι η γνώση είναι μια ενεργός κατασκευή του υποκειμένου που μαθαίνει: η γνώση είναι ανέκαθεν το αποτέλεσμα μιας κοινωνικής μεσολάβησης και συνεργασίας και, παρότι υποκειμενική, μπορεί να συγκεκριμενοποιηθεί ιστορικά και κοινωνικά.
Μπορούμε να συνθέσουμε τις κύριες όψεις του δομισμού:
α) η γνώση πραγματοποιείται μέσα από μια προσωπική κατασκευή,
β) η εκμάθηση είναι ενεργητική,
γ) η εκμάθηση πραγματοποιείται κατά τρόπο συνεργατικό,
δ) το συγκείμενο αποκτά σπουδαία σημασία,
ε) η αξιολόγηση πραγματοποιείται με τρόπο εσωτερικό.
Σήμερα, μπορούμε να προσδιορίσουμε τέσσερα διαφορετικά ρεύματα έρευνας: τον κριτικό δομισμό, τον κοινωνικό-πολιτιστικό δομισμό, τον κοινωνικό δομισμό και τον ριζοσπαστικό δομισμό. Οι τελευταίες εξελίξεις των γνωστικών επιστημών και των αισθητικών ψυχολογιών οδήγησαν στην επεξεργασία του «νεογνωστικισμού», σύμφωνα με τον οποίο οι διανοητικές διαδικασίες είναι δικτυωτού τύπου: η εκμάθηση δεν θεωρείται πλέον μια σωρευτική διαδικασία γνώσεων, αλλά κάθε νέα απόκτηση πληροφοριών επιφέρει την επαναδόμηση των προηγούμενων, καθιστώντας, επομένως, μοναδική και υποκειμενική κάθε γνωστική διαδικασία. Κάθε παρουσίαση της εξωτερικής πραγματικότητας, η οποία εμφανίζεται μέσα από διαφορετικές τυπολογίες ερμηνείας σε σχέση με τις διαφορετικές διανοητικές δομές, είναι πάντα λειτουργική στην κατανόηση και την επεξεργασία.
Ένας από τους πιο σημαντικούς θεωρητικούς της δομιστικής θεωρίας είναι ο Ζαν Πιαζέ (1896-1980).
Η «πόλωση» μεταξύ της ψυχολογίας Γκεστάλτ και του συμπεριφορισμού
Σε άρθρο που δημοσιεύθηκε το 1958 στο γνωστό αμερικανικό περιοδικό «The Psychological Review», οι Νιούελ, Σο και Σάιμον, ενώ περιγράφουν το Logic Theorist, προτείνουν μια σύγκριση μεταξύ της ΙΡΡ και των ψυχολογικών θεωριών της εποχής η οποία παρουσιάζει πάνω απ’ όλα μια διάγνωση της κατάστασης της σύγχρονης ψυχολογικής έρευνας: σύμφωνα με τους τρεις συγγραφείς, η ψυχολογία περνά από μια περίοδο αδράνειας, η οποία οφείλεται στην «πόλωση» μεταξύ των αντίθετων αναγκών των υποστηρικτών της ψυχολογίας Γκεστάλτ και του συμπεριφορισμού. Οι πρώτοι υποστηρίζουν μια ψυχολογία η οποία προσπαθεί να απαντήσει σε περίπλοκα ερωτήματα που εμφανίζονται από τη φύση της διορατικότητας, από τα προβλήματα της σημασίας, της φαντασίας, της δημιουργικότητας- οι άλλοι, μίας αμιγώς λειτουργικής ψυχολογίας, η οποία Βασίζεται στην παρατήρηση των πειραματικών δεδομένων, τα οποία αξιολογούνται ποσοτικά.
Οι Νιούελ, Σο και Σάιμον θεωρούν, επομένως, ότι η ΙΡΡ είναι σε θέση να οικειοποιηθεί τις νόμιμες ανάγκες και των δύο αντίπαλων παρατάξεων, αναγνωρίζοντας την πολυπλοκότητα του αντικειμένου που τίθεται προς μελέτη, του νου, όπως επικαλούνται οι υποστηρικτές της ψυχολογίας Γκεστάλτ, αλλά ταυτόχρονα αξιώνει την αναγκαιότητα μιας αυστηρής μελέτης, όπως απαιτούν οι συμπεριφοριστές. Ψυχολόγοι που πρόσκεινται στον συμπεριφορισμό όπως ο Ντόναλντ Όλντινγκ Χεμπ (1904-1985), ο Κλαρκ Λ. Χουλ (1884-1952) και ο Ρίτσαρντ Τσέις Τόλμαν (1881 -1948), και τάσσονται υπέρ της ψυχολογίας Γκεστάλτ, όπως ο Καρλ Ντούνκερ (1903-1940) και ο Μαξ Βερτάιμερ (1880-1943), συγκαταλέγονται μεταξύ των βασικών εμπνευστών της ΙΡΡ, ακόμα και αν αυτή φαίνεται να «μοιάζει όλο και πιο πολύ» στις θέσεις των ψυχολόγων Γ κεστάλτ.
Από τον συμπεριφορισμό στην προσομοίωση της συμπεριφοράς
Η μέθοδος λειτουργικού ελέγχου των ψυχολογικών θεωριών που προτείνει η ΙΡΡ δεν είναι η κλασική των φυσικών επιστημών, για την οποία μιλούν συνήθως οι συμπεριφοριστές. Σημείο αναφοράς αυτή τη φορά είναι ο υπολογιστής ως γενική συμβολική μηχανή, ο οποίος έχει προγραμματιστεί με τέτοιον τρόπο ώστε να είναι σε θέση να επεξεργαστεί ευρετικές στρατηγικές για την επίλυση προβλημάτων.
Οι Νιούελ, Σο και Σάιμον καταγράφουν τα λεκτικά πρωτόκολλα υποκειμένων που λύνουν ένα πρόβλημα (σκακιού, λογικής κ.λπ.) και αναφέρονται «εμφανώς» στις επιλεκτικές ή ευρετικές διαδικασίες, που αυτοί χρησιμοποιούν, και τις εφαρμόζουν σε ένα πρόγραμμα. Το πρόγραμμα γίνεται αντιληπτό ως μια περιγραφή αυστηρή και ταυτόχρονα ελεγχόμενη σε κάθε της σημείο από τις παραδοσιακές έννοιες που συνδέονται ψυχολογικά με τη διανοητική δραστηριότητα. Η υπόθεση είναι ότι οι υπολογιστικές διαδικασίες (του προγράμματος) είναι ανάλογες με αυτές που χρησιμοποιούν οι άνθρωποι, ακριβώς όπως αυτές απορρέουν από τα λεκτικά τους πρωτόκολλα. Υπ’ αυτή την οπτική γωνία, η αντιπαράθεση του λεκτικού πρωτοκόλλου και του ίχνους του προγράμματος δείχνει αν, και σε ποιο βαθμό, η προσομοίωση είχε επιτυχία, δηλαδή αν, και μέχρι ποιο σημείο, οι ανθρώπινες και οι υπολογιστικές διαδικασίες για τη λύση των προβλημάτων είναι ίδιες ή, τουλάχιστον, βρίσκονται κάτω από την ομπρέλα της επεξεργασίας της πληροφορίας. Αυτό δικαιολογεί την υπόθεση και, επομένως, την ίδια την ύπαρξη της ψυχολογίας ως επιστήμης, την προσομοίωση των γνωστικών διαδικασιών στον υπολογιστή.
Η νέα ψυχολογική θεωρία, ο «γνωστικισμός», παίρνοντας το έναυσμα από την κριτική της ιδέας ότι τα πρότυπα συμπεριφοράς μπορούν να εξηγήσουν την περιπλοκότητα των γνωστικών διαδικασιών, εκφράζει την ύπαρξη μιας δομημένης εξωτερικής πραγματικότητας, ακόμα και αν μας αρνείται τη δυνατότητα να τη γνωρίσουμε εξ ολοκλήρου. Αντικείμενο των μελετών θα πρέπει να είναι, σε αντίθεση με αυτό που υποστήριζαν οι συμπεριφοριστές, οι διανοητικές συνθήκες και διαδικασίες· γίνονται, κατά συνέπεια, προσπάθειες να κατανοήσουμε τι συμβαίνει στον εγκέφαλο, ακόμα και μέσα από μοντέλα προσομοίωσης ή από τη μελέτη των αναλογιών της συμπεριφοράς του ανθρώπινου νου και του υπολογιστή
Η γνωστική επιστήμη
Η επιρροή της ΙΡΡ διαπερνά τον κόσμο των γνωστικών ψυχολόγων μεταξύ των δεκαετιών ’60 και 70: αρκεί να αναλογιστούμε το Βιβλίο που εκδόθηκε το 1960 από τους Τζορτζ Μίλερ, Γιουτζίν Γκαλάντερ και Καρλ Πρίμπραμ, Plans and the structure of behavior. Αλλά είναι η ίδια η ιδέα των διαδικασιών της επεξεργασίας της πληροφορίας που εμπνέει πολύ διαφορετικές θέσεις. Πέρα από το ευτυχές εγχειρίδιο του Πίτερ Λίντσεϊ [γενν. 1966) και του Ντόναλντ Νόρμαν (γενν. 1936), Human Information Processing (1977), δεν θα πρέπει να αγνοήσουμε τις μελέτες του Τζερόμ Μπρούνερ (γενν. 1915) και του Ούλρικ Νάισερ (γενν. 1928) πάνω στις διάφορες πλευρές της αντίληψης και της μνήμης.
Στη γνωστική επιστήμη συναντιόνται διάφορα κριτικά ρεύματα του συμπεριφορισμού, τα οποία αναπτύσσονται από τα μέσα της δεκαετίας του ’50. Στο συνέδριο του Σαν Ντιέγκο στις Ηνωμένες Πολιτείες, το οποίο οργανώθηκε το 1979 από την Cognitive Science Society, πέρα από πρωτοπόρους και ερευνητές της ΤΝ, συμμετέχουν ψυχολόγοι, γλωσσολόγοι και φιλόσοφοι. Στη γνωστική επιστήμη συγκλίνουν, πράγματι, πολλές φιλοδοξίες της ΙΡΡ ως επιστήμης του νου, σε σημείο που ο Σάιμον, παρεμβαίνοντας στο συνέδριο, φτάνει να προχρονολογήσει τη γέννηση της γνωστικής επιστήμης στο 1956.
Η γνωστική επιστήμη γίνεται γρήγορα σημείο συνάντησης διαφορετικών επιστημών, από τη γλωσσολογία στη φιλοσοφία, από την ψυχολογία στις νευροεπιστήμες και την ΤΝ. Σε αυτές εμφανίζεται σε διαφορετικό βαθμό η επιρροή της υπολογιστικής προσέγγισης, πηγή έμπνευσης για την οποία είναι η μηχανή Τούρινγκ.
Μεταξύ των βασικών συνεισφορών της γέννησης και των πρώτων εξελίξεων της γνωστικής επιστήμης μπορούμε να θυμηθούμε τις έρευνες πάνω στην κατανόηση της φυσικής γλώσσας του Ρότζερ Σανκ και του Τέρι Γουίνογκραντ, και αυτές πάνω στον ανθρώπινο συλλογισμό του Φίλιπ Τζόνσον-Λερντ.
Στην πιο ριζοσπαστική τάση της, η γνωστική επιστήμη συμμερίζεται την υπολογιστική υπόθεση του «φυσικού συστήματος συμβόλων», η οποία διατυπώθηκε από τον Νιούελ και τον Σάιμον το 1975, σύμφωνα με την οποία, στη Βάση της νοημοσύνης βρίσκεται η ικανότητα χειρισμού συμβολικών δομών σύμφωνα με κανόνες, μια ικανότητα την οποία μοιράζονται τόσο οι άνθρωποι όσο και τα υπολογιστικά προγράμματα. Στο βιβλίο Computation and Cognition του 1984, ο Ζένον Παϊλίσιν, υπό την επιρροή του Νιούελ αφενός, και του γνωστικού φιλοσόφου Τζέρι Φόντορ αφετέρου, επιδιώκει μια θεωρητική συστηματοποίηση της γνωστικής επιστήμης από υπολογιστική άποψη. O Νιούελ, με τη σειρά του, επαναλαμβάνει, στη συνέχεια, τις αρχικές φιλοδοξίες της ΙΡΡ σε ένα πολύ διαφορετικό επίπεδο, αυτό του Σορ, ο οποίος προτείνει μια θεωρία η οποία είναι έντονα ενσωματωμένη σε διαφορετικές όψεις της ανθρώπινης γνώσης: η Βασική ιδέα του Σορ είναι ότι όλες οι γνωστικές πράξεις αποτελούν κατά κάποιον τρόπο μια ερευνητική εργασία και δεν υπάρχει διάκριση μεταξύ δηλωτικής και διαδικαστικής μνήμης.
Γνωστική νευροεπιστήμη
Πέρα από τις πειραματικές έρευνες της γνωστικής ψυχολογίας για τις οποίες μιλήσαμε, θα πρέπει να αναφερθούμε στις έρευνες της γνωστικής νευροψυχολογίας, οι οποίες στρέφονται στις γνωστικές δυσλειτουργίες που εμφανίζονται μετά από εγκεφαλικές Βλάβες: οι μελέτες τέτοιου είδους μας επιτρέπουν να διακρίνουμε τα διαφορετικά μοντέλα που απαρτίζουν τη γνώση στο σύνολό της. Τα πρόσφατα προγράμματα των νευροεπιστημών παραχώρησαν περισσότερο έδαφος και κύρος στις τελευταίες αυτές έρευνες, οι οποίες επηρέασαν σε μεγάλο βαθμό τις νέες τάσεις της γνωστικής επιστήμης, σε σημείο που γίνονται κοινώς αναφορές στη «γνωστική νευροεπιστήμη». Ακριβώς από αυτή την πλευρά προέρχονται οι πιο σκληρές κριτικές στο επονομαζόμενο «συμβολικό παράδειγμα» του φυσικού συστήματος των συμβόλων, τα οποία άνοιξαν τον δρόμο σε νέες εξελίξεις της γνωστικής επιστήμης. Οι κριτικές αυτές παίρνουν έναυσμα από τη διάκριση της μελέτης του νου από τη μελέτη του εγκεφάλου: μια διακριση που, ακόμα και με διαφορετικες μορφές, εμφανίζεται συχνά στο πλαίσιο της κοινότητας των γνωστικων επιστημόνων από την εποχή της, ΙΡΡ και υποστηρίζεται ρητά από λειτουργιστές φιλοσόφους ως λύση του προβλήματος νους-σώμα». Στην πιο ακραία του μορφή, ο λειτουργισμός Βεβαιώνει ότι ο νους μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο μελέτης ανεξάρτητα από τον εγκέφαλο. Απόρροια αυτού, η θέση σύμφωνα με την οποία η ψυχολογία είναι μια επιστήμη εντελώς ανεξάρτητη από τις νευροεπιστήμες, όπως ανέκαθεν υποστήριζε ο Τζέρι Άλαν Φόντορ. Αντιθέτως, και σε θέσεις περισσότερο ή λιγότερο ακραίες, μπορούμε να τοποθετήσουμε τους φιλοσόφους του υλισμού, οι οποίοι εναντιώνονται στον λειτουργισμό και υποστηρίζουν μία «ενιαία επιστήμη νου-εγκεφάλου», σύμφωνα με την έκφραση της Πατρίσια Τσέρτσλαντ.
Ιστορία της Φιλοσοφίας, σε επιστημονική επιμέλεια Ουμπέρτο Έκο και Ρικάρντο Φεντρίγκα. Η μετάφραση στα ελληνικά είναι της Βασιλικής Πατίκα
Πηγή Tromaktiko
Η επικράτηση του συμπεριφορισμού στο τοπίο της ψυχολογίας του 20ού αιώνα οδηγείται σε μια εξαιρετικά σημαντική στασιμότητα στα μέσα της δεκαετίας του ’50. Ο συμπεριφορισμός δεν αποτέλεσε ποτέ ενιαίο μέτωπο και η ιδέα που αντικατέστησε τη μελέτη των διανοητικών διαδικασιών με εκείνη της εκδηλωμένης συμπεριφοράς, είναι αληθής μόνο ως προς τις ριζοσπαστικές τάσεις της.
Ωστόσο, σε γενικές γραμμές, αυτός αντιμετώπιζε ανέκαθεν επιφυλακτικά την εισαγωγή υποθέσεων πάνω στον νου, τις οποίες δεν επιβεβαίωνε η πειραματική μέθοδος.
Το έτος της μεταστροφής για τον γνωστικισμό, δηλαδή για την επανατοποθέτηση της μελέτης των διανοητικών διαδικασιών σε πρώτο πλάνο, είναι δίχως άλλο το 1956. Εκείνη τη χρονιά πραγματοποιείται στο ΜΙΤ(Ινστιτούτο Τεχνολογίας της Μασαχουσέτης) συμπόσιο πάνω στη θεωρία της πληροφορικής, στη διάρκεια του οποίου ο Νόαμ Τσόμσκι χαράσσει τις ιδέες της μετασχηματιστικής γραμματικής (οι οποίες βρίσκονται στη Βάση της κριτικής του πάνω στον συμπεριφορισμό και ιδιαίτερα τον Μπ. Φ. Σκίνερ) και ο ψυχολόγος Τζορτζ Μίλερ (1920) παρουσιάζει τη θέση, η οποία στη συνέχεια γίνεται γνωστή, όσον αφορά τις ικανότητες της βραχύχρονης μνήμης του ανθρώπου να καταγράφει περίπου επτά στοιχεία: «ο μαγικός αριθμός επτά».
Το ίδιο έτος πραγματοποιείται στο Ντάρτμουθ σεμινάριο στο οποίο τρεις πρωτοπόροι της Τεχνητής Νοημοσύνης (ΤΝ), όπως ονομάστηκε, ο Κλίφορντ Σο και ο Χέρμπερτ Σάιμον, παρουσιάζουν το Logic Theorist, ένα υπολογιστικό πρόγραμμα, για το οποίο πηγή έμπνευσης αποτέλεσαν οι διαδικασίες με τις οποίες οι άνθρωποι λύνουν προβλήματα και οι οποίες θεωρούνται ευρετικές διαδικασίες. Στο πλαίσιο της ΤΝ που κάνει την εμφάνισή της, το Logic Theorist είναι, κατά τους συγγραφείς του, ένα πρώτο Βήμα προς τη μελέτη των διανοητικών διαδικασιών που θεωρητικά οι άνθρωποι χρησιμοποιούν στις δραστηριότητες σχεδιασμού και λύσης των προβλημάτων. Σε αυτή τη μελέτη δίνουν το όνομα Information Processing Psychology [ΙΡΡ, δηλαδή «ψυχολογία της επεξεργασίας της πληροφορίας»)
Γουάτσον
Ο συμπεριφορισμός
Το 1913 ο Αμερικανός ψυχολόγος Τζον Μπρόντους Γουάτσον (1878-1958) δημοσίευσε στο «The Psychological Review» το μανιφέστο του συμπεριφορισμού: ένα άρθρο με τίτλο Psychology as the Behaviorist Views it, το οποίο, σε ό,τι αφορά τις παραδοσιακές έρευνες, δηλώνει ποιο θα πρέπει να είναι το νέο μοντέλο έρευνας, δηλαδή η παρατήρηση του εκδηλωμένου συμπεριφορισμού.
Η ψυχολογία σύμφωνα με τον Γουάτσον είναι ένας πειραματικός κλάδος των φυσικών επιστημών, το σώμα του οποίου έγκειται στην πρόβλεψη και τον έλεγχο του συμπεριφορισμού· αντικείμενο μελέτης του συμπεριφορισμού δεν είναι, επομένως, η συνείδηση, πόσο μάλλον ο νους, αλλά η συμπεριφορά που μπορεί να παρατηρηθεί, η οποία ορίζεται από τον Γουάτσον ως το σύνολο των απαντήσεων των μυών και των αδένων.
Συγκεκριμένα, ο συμπεριφορισμός θεωρείται αντίδραση σε εξωτερικά ερεθίσματα, η οποία είναι εξ ολοκλήρου προϊόν εκμάθησης, με εξαίρεση ορισμένα «βασικά» αισθήματα, όπως ο θυμός και ο φόβος. Για τον Αμερικανό ψυχολόγο, ο συμπεριφορισμός είναι ένα αντικειμενικό στοιχείο που μπορεί να παρατηρηθεί επιστημονικά, σε αντίθεση με τις διαδικασίες της συνείδησης. Η μέθοδος μελέτης παραμένει, επομένως, σε πειραματικό επίπεδο.
Με αυτόν τον τρόπο, ο Γουάτσον θέτει τις Βάσεις σπουδαίων ζητημάτων, που θα αποτελέσουν αντικείμενο συζήτησης της ψυχολογίας κατά τις επόμενες δεκαετίες: την άρνηση του ρόλου της συνείδησης, την πιθανότητα πειραματικού χειρισμού του συμπεριφορισμού, την πιθανότητα να κατατμηθεί ο ίδιος ο συμπεριφορισμός σε απλές σκέψεις και την άρνηση του πρωτογονισμού.
Στα επόμενα χρόνια, πολλοί ψυχολόγοι και μελετητές θα επηρεαστούν από τις θέσεις του Γ ουάτσον και θα ανατρέξουν, όπως αυτός, στον θετικισμό του Κοντ (1798-1857) και στον Βιολογικό λειτουργισμό που προέρχεται από την εξέλιξη του Δαρβίνου. Εκτός από τον Καρλ Λάσλεϊ (1890-1958), ο οποίος ασχολείται κυρίως με τη μελέτη των κεντρικών νευρικών διαδικασιών, θεμελιώδης είναι η συνεισφορά του Μπάροουζ Φρέντερικ Σκίνερ (1904-1990).
Αν και ξεκινά από το μανιφέστο του Γουάτσον, ο Σκίνερ προχωρά σε μια άλλη κατεύθυνση, εμβαθύνοντας στις θεματικές του συμπεριφορισμού σε φιλοσοφικό και επιστημολογικό επίπεδο, Ο Σκίνερ θεωρεί τη σκέψη μια μορφή συμπεριφορισμού που στερείται εσωτερικής αυτονομίας, τα συστατικά στοιχεία της οποίας θα πρέπει να εξεταστούν· από αυτή την οπτική γωνία, η σκέψη δεν μπορεί να λειτουργήσει αυτόνομα, ούτε να χαρακτηριστεί από εξελικτικές διαδικασίες και τρόπους σύνδεσης και οργάνωσης των δεδομένων της εμπειρίας.
Σύμφωνα με τον Σκίνερ, σκοπός της ψυχολογίας είναι να αναλύσει και να εξηγήσει τη «μεταβλητή συμπεριφορά», η οποία παράγεται στον οργανισμό από τη διάδραση με «ανεξάρτητες μεταβλητές» και, πρώτα απ’ όλα, τα ερεθίσματα· στη βάση αυτής της προσέγγισης, κάθε αναφορά σε μια διανοητική κατάσταση ή διαδικασία θεωρείται εντελώς άχρηστη.
Στα πειράματά του, τα οποία εμπνεύστηκε από εκείνα που διεξήγαγε ο Παβλόφ (1849-1936) στο πλαίσιο της θεωρητικοποίησης του κλασικού συμπεριφορισμού, ο Σκίνερ επεξεργάζεται το «κουτί του Σκίνερ» για να μελετήσει αυτό που ορίζει δομικό συμπεριφορισμό ή, αλλιώς, «λειτουργικό».
Τα πειράματα που διεξήγαγε ο Παβλόφ βασίζονται στην παρατήρηση ότι ένα ερέθισμα, το οποίο θεωρείται απόλυτο (για παράδειγμα, το φαγητό) προκαλεί στο ζώο μια συμπεριφορική αντίδραση (για παράδειγμα την έκκριση σάλιου]· αν το ζώο πριν από το φαγητό υποβάλλεται συνεχώς σε ένα ουδέτερο ερέθισμα (για παράδειγμα, ο ήχος ενός κουδουνιού), στη συνέχεια, όταν θα υποβάλλεται στο ουδέτερο ερέθισμα θα οδηγείται στην ίδια συμπεριφορική αντίδραση, π οποία ονομάζεται «εξαρτημένη αντίδραση» (για παράδειγμα: ο ήχος του κουδουνιού οδηγεί στη συμπεριφορά έκκρισης σάλιου). Επομένως, στον κλασικό συμπεριφορισμό ένα ουδέτερο ερέθισμα (ο ήχος του κουδουνιού) το οποίο συνδέεται επανειλημμένα με ένα απόλυτο ερέθισμα (το φαγητό) γίνεται με τη σειρά του ένα γεγονός-ερέθισμα που πυροδοτεί την ίδια συμπεριφορά που προηγουμένως πυροδοτείτο από το ανεξάρτητο ερέθισμα (έκκριση σάλιου).
Ενώ η πειραματική κατάσταση που συνέλαβε ο Παβλόφ προέβλεπε την ύπαρξη του χειριστή, το «κουτί του Σκίνερ» υποβάλλει το ζώο στον συμπεριφορισμό κατά τρόπο τελείως αυτόματο: όσο διαμένει μέσα στο κουτί, το ζώο είναι ελεύθερο να κάνει αυτό που θέλει και η συμπεριφορά του καταγράφεται συνεχώς· όταν κινείται ,το ζώο κουνά τυχαία έναν μοχλό που καθορίζει τη χορήγηση φαγητού. Η είσοδος του φαγητού στο κουτί -η γνωστή «θετική υποστήριξη» στη γλώσσα του Σκίνερ- καθορίζει τον συμπεριφορισμό του ζώου, γιατί το παρακινεί να επαναλάβει την κίνηση του μοχλού.
Οι αναλογίες με την εξέλιξη του Δαρβίνου είναι εμφανείς·, για τον Σκίνερ, οι αυθόρμητες μεταβλητές του συμπεριφορισμού είναι ανάλογες με τις τυχαίες γενετικές διαφοροποιήσεις, και η υποστήριξη που προέρχεται από το περιβάλλον παίζει ανάλογο ρόλο με εκείνον της φυσικής επιλογής, καθορίζοντας ποιες μεταβλητές θα έχουν επιτυχία στη μελλοντική συμπεριφορά.
Ο δομισμός
Ο δομισμός αντιμετωπίζει την πραγματικότητα ως μια κατασκευή υποκειμένου και, επομένως, υποθέτει ότι αυτή δεν μπορεί να θεωρηθεί «αντικειμενική». Επιπλέον, θεωρεί ότι η γνώση είναι μια ενεργός κατασκευή του υποκειμένου που μαθαίνει: η γνώση είναι ανέκαθεν το αποτέλεσμα μιας κοινωνικής μεσολάβησης και συνεργασίας και, παρότι υποκειμενική, μπορεί να συγκεκριμενοποιηθεί ιστορικά και κοινωνικά.
Μπορούμε να συνθέσουμε τις κύριες όψεις του δομισμού:
α) η γνώση πραγματοποιείται μέσα από μια προσωπική κατασκευή,
β) η εκμάθηση είναι ενεργητική,
γ) η εκμάθηση πραγματοποιείται κατά τρόπο συνεργατικό,
δ) το συγκείμενο αποκτά σπουδαία σημασία,
ε) η αξιολόγηση πραγματοποιείται με τρόπο εσωτερικό.
Σήμερα, μπορούμε να προσδιορίσουμε τέσσερα διαφορετικά ρεύματα έρευνας: τον κριτικό δομισμό, τον κοινωνικό-πολιτιστικό δομισμό, τον κοινωνικό δομισμό και τον ριζοσπαστικό δομισμό. Οι τελευταίες εξελίξεις των γνωστικών επιστημών και των αισθητικών ψυχολογιών οδήγησαν στην επεξεργασία του «νεογνωστικισμού», σύμφωνα με τον οποίο οι διανοητικές διαδικασίες είναι δικτυωτού τύπου: η εκμάθηση δεν θεωρείται πλέον μια σωρευτική διαδικασία γνώσεων, αλλά κάθε νέα απόκτηση πληροφοριών επιφέρει την επαναδόμηση των προηγούμενων, καθιστώντας, επομένως, μοναδική και υποκειμενική κάθε γνωστική διαδικασία. Κάθε παρουσίαση της εξωτερικής πραγματικότητας, η οποία εμφανίζεται μέσα από διαφορετικές τυπολογίες ερμηνείας σε σχέση με τις διαφορετικές διανοητικές δομές, είναι πάντα λειτουργική στην κατανόηση και την επεξεργασία.
Ένας από τους πιο σημαντικούς θεωρητικούς της δομιστικής θεωρίας είναι ο Ζαν Πιαζέ (1896-1980).
Η «πόλωση» μεταξύ της ψυχολογίας Γκεστάλτ και του συμπεριφορισμού
Σε άρθρο που δημοσιεύθηκε το 1958 στο γνωστό αμερικανικό περιοδικό «The Psychological Review», οι Νιούελ, Σο και Σάιμον, ενώ περιγράφουν το Logic Theorist, προτείνουν μια σύγκριση μεταξύ της ΙΡΡ και των ψυχολογικών θεωριών της εποχής η οποία παρουσιάζει πάνω απ’ όλα μια διάγνωση της κατάστασης της σύγχρονης ψυχολογικής έρευνας: σύμφωνα με τους τρεις συγγραφείς, η ψυχολογία περνά από μια περίοδο αδράνειας, η οποία οφείλεται στην «πόλωση» μεταξύ των αντίθετων αναγκών των υποστηρικτών της ψυχολογίας Γκεστάλτ και του συμπεριφορισμού. Οι πρώτοι υποστηρίζουν μια ψυχολογία η οποία προσπαθεί να απαντήσει σε περίπλοκα ερωτήματα που εμφανίζονται από τη φύση της διορατικότητας, από τα προβλήματα της σημασίας, της φαντασίας, της δημιουργικότητας- οι άλλοι, μίας αμιγώς λειτουργικής ψυχολογίας, η οποία Βασίζεται στην παρατήρηση των πειραματικών δεδομένων, τα οποία αξιολογούνται ποσοτικά.
Οι Νιούελ, Σο και Σάιμον θεωρούν, επομένως, ότι η ΙΡΡ είναι σε θέση να οικειοποιηθεί τις νόμιμες ανάγκες και των δύο αντίπαλων παρατάξεων, αναγνωρίζοντας την πολυπλοκότητα του αντικειμένου που τίθεται προς μελέτη, του νου, όπως επικαλούνται οι υποστηρικτές της ψυχολογίας Γκεστάλτ, αλλά ταυτόχρονα αξιώνει την αναγκαιότητα μιας αυστηρής μελέτης, όπως απαιτούν οι συμπεριφοριστές. Ψυχολόγοι που πρόσκεινται στον συμπεριφορισμό όπως ο Ντόναλντ Όλντινγκ Χεμπ (1904-1985), ο Κλαρκ Λ. Χουλ (1884-1952) και ο Ρίτσαρντ Τσέις Τόλμαν (1881 -1948), και τάσσονται υπέρ της ψυχολογίας Γκεστάλτ, όπως ο Καρλ Ντούνκερ (1903-1940) και ο Μαξ Βερτάιμερ (1880-1943), συγκαταλέγονται μεταξύ των βασικών εμπνευστών της ΙΡΡ, ακόμα και αν αυτή φαίνεται να «μοιάζει όλο και πιο πολύ» στις θέσεις των ψυχολόγων Γ κεστάλτ.
Από τον συμπεριφορισμό στην προσομοίωση της συμπεριφοράς
Η μέθοδος λειτουργικού ελέγχου των ψυχολογικών θεωριών που προτείνει η ΙΡΡ δεν είναι η κλασική των φυσικών επιστημών, για την οποία μιλούν συνήθως οι συμπεριφοριστές. Σημείο αναφοράς αυτή τη φορά είναι ο υπολογιστής ως γενική συμβολική μηχανή, ο οποίος έχει προγραμματιστεί με τέτοιον τρόπο ώστε να είναι σε θέση να επεξεργαστεί ευρετικές στρατηγικές για την επίλυση προβλημάτων.
Οι Νιούελ, Σο και Σάιμον καταγράφουν τα λεκτικά πρωτόκολλα υποκειμένων που λύνουν ένα πρόβλημα (σκακιού, λογικής κ.λπ.) και αναφέρονται «εμφανώς» στις επιλεκτικές ή ευρετικές διαδικασίες, που αυτοί χρησιμοποιούν, και τις εφαρμόζουν σε ένα πρόγραμμα. Το πρόγραμμα γίνεται αντιληπτό ως μια περιγραφή αυστηρή και ταυτόχρονα ελεγχόμενη σε κάθε της σημείο από τις παραδοσιακές έννοιες που συνδέονται ψυχολογικά με τη διανοητική δραστηριότητα. Η υπόθεση είναι ότι οι υπολογιστικές διαδικασίες (του προγράμματος) είναι ανάλογες με αυτές που χρησιμοποιούν οι άνθρωποι, ακριβώς όπως αυτές απορρέουν από τα λεκτικά τους πρωτόκολλα. Υπ’ αυτή την οπτική γωνία, η αντιπαράθεση του λεκτικού πρωτοκόλλου και του ίχνους του προγράμματος δείχνει αν, και σε ποιο βαθμό, η προσομοίωση είχε επιτυχία, δηλαδή αν, και μέχρι ποιο σημείο, οι ανθρώπινες και οι υπολογιστικές διαδικασίες για τη λύση των προβλημάτων είναι ίδιες ή, τουλάχιστον, βρίσκονται κάτω από την ομπρέλα της επεξεργασίας της πληροφορίας. Αυτό δικαιολογεί την υπόθεση και, επομένως, την ίδια την ύπαρξη της ψυχολογίας ως επιστήμης, την προσομοίωση των γνωστικών διαδικασιών στον υπολογιστή.
Η νέα ψυχολογική θεωρία, ο «γνωστικισμός», παίρνοντας το έναυσμα από την κριτική της ιδέας ότι τα πρότυπα συμπεριφοράς μπορούν να εξηγήσουν την περιπλοκότητα των γνωστικών διαδικασιών, εκφράζει την ύπαρξη μιας δομημένης εξωτερικής πραγματικότητας, ακόμα και αν μας αρνείται τη δυνατότητα να τη γνωρίσουμε εξ ολοκλήρου. Αντικείμενο των μελετών θα πρέπει να είναι, σε αντίθεση με αυτό που υποστήριζαν οι συμπεριφοριστές, οι διανοητικές συνθήκες και διαδικασίες· γίνονται, κατά συνέπεια, προσπάθειες να κατανοήσουμε τι συμβαίνει στον εγκέφαλο, ακόμα και μέσα από μοντέλα προσομοίωσης ή από τη μελέτη των αναλογιών της συμπεριφοράς του ανθρώπινου νου και του υπολογιστή
Η γνωστική επιστήμη
Η επιρροή της ΙΡΡ διαπερνά τον κόσμο των γνωστικών ψυχολόγων μεταξύ των δεκαετιών ’60 και 70: αρκεί να αναλογιστούμε το Βιβλίο που εκδόθηκε το 1960 από τους Τζορτζ Μίλερ, Γιουτζίν Γκαλάντερ και Καρλ Πρίμπραμ, Plans and the structure of behavior. Αλλά είναι η ίδια η ιδέα των διαδικασιών της επεξεργασίας της πληροφορίας που εμπνέει πολύ διαφορετικές θέσεις. Πέρα από το ευτυχές εγχειρίδιο του Πίτερ Λίντσεϊ [γενν. 1966) και του Ντόναλντ Νόρμαν (γενν. 1936), Human Information Processing (1977), δεν θα πρέπει να αγνοήσουμε τις μελέτες του Τζερόμ Μπρούνερ (γενν. 1915) και του Ούλρικ Νάισερ (γενν. 1928) πάνω στις διάφορες πλευρές της αντίληψης και της μνήμης.
Στη γνωστική επιστήμη συναντιόνται διάφορα κριτικά ρεύματα του συμπεριφορισμού, τα οποία αναπτύσσονται από τα μέσα της δεκαετίας του ’50. Στο συνέδριο του Σαν Ντιέγκο στις Ηνωμένες Πολιτείες, το οποίο οργανώθηκε το 1979 από την Cognitive Science Society, πέρα από πρωτοπόρους και ερευνητές της ΤΝ, συμμετέχουν ψυχολόγοι, γλωσσολόγοι και φιλόσοφοι. Στη γνωστική επιστήμη συγκλίνουν, πράγματι, πολλές φιλοδοξίες της ΙΡΡ ως επιστήμης του νου, σε σημείο που ο Σάιμον, παρεμβαίνοντας στο συνέδριο, φτάνει να προχρονολογήσει τη γέννηση της γνωστικής επιστήμης στο 1956.
Η γνωστική επιστήμη γίνεται γρήγορα σημείο συνάντησης διαφορετικών επιστημών, από τη γλωσσολογία στη φιλοσοφία, από την ψυχολογία στις νευροεπιστήμες και την ΤΝ. Σε αυτές εμφανίζεται σε διαφορετικό βαθμό η επιρροή της υπολογιστικής προσέγγισης, πηγή έμπνευσης για την οποία είναι η μηχανή Τούρινγκ.
Μεταξύ των βασικών συνεισφορών της γέννησης και των πρώτων εξελίξεων της γνωστικής επιστήμης μπορούμε να θυμηθούμε τις έρευνες πάνω στην κατανόηση της φυσικής γλώσσας του Ρότζερ Σανκ και του Τέρι Γουίνογκραντ, και αυτές πάνω στον ανθρώπινο συλλογισμό του Φίλιπ Τζόνσον-Λερντ.
Στην πιο ριζοσπαστική τάση της, η γνωστική επιστήμη συμμερίζεται την υπολογιστική υπόθεση του «φυσικού συστήματος συμβόλων», η οποία διατυπώθηκε από τον Νιούελ και τον Σάιμον το 1975, σύμφωνα με την οποία, στη Βάση της νοημοσύνης βρίσκεται η ικανότητα χειρισμού συμβολικών δομών σύμφωνα με κανόνες, μια ικανότητα την οποία μοιράζονται τόσο οι άνθρωποι όσο και τα υπολογιστικά προγράμματα. Στο βιβλίο Computation and Cognition του 1984, ο Ζένον Παϊλίσιν, υπό την επιρροή του Νιούελ αφενός, και του γνωστικού φιλοσόφου Τζέρι Φόντορ αφετέρου, επιδιώκει μια θεωρητική συστηματοποίηση της γνωστικής επιστήμης από υπολογιστική άποψη. O Νιούελ, με τη σειρά του, επαναλαμβάνει, στη συνέχεια, τις αρχικές φιλοδοξίες της ΙΡΡ σε ένα πολύ διαφορετικό επίπεδο, αυτό του Σορ, ο οποίος προτείνει μια θεωρία η οποία είναι έντονα ενσωματωμένη σε διαφορετικές όψεις της ανθρώπινης γνώσης: η Βασική ιδέα του Σορ είναι ότι όλες οι γνωστικές πράξεις αποτελούν κατά κάποιον τρόπο μια ερευνητική εργασία και δεν υπάρχει διάκριση μεταξύ δηλωτικής και διαδικαστικής μνήμης.
Γνωστική νευροεπιστήμη
Πέρα από τις πειραματικές έρευνες της γνωστικής ψυχολογίας για τις οποίες μιλήσαμε, θα πρέπει να αναφερθούμε στις έρευνες της γνωστικής νευροψυχολογίας, οι οποίες στρέφονται στις γνωστικές δυσλειτουργίες που εμφανίζονται μετά από εγκεφαλικές Βλάβες: οι μελέτες τέτοιου είδους μας επιτρέπουν να διακρίνουμε τα διαφορετικά μοντέλα που απαρτίζουν τη γνώση στο σύνολό της. Τα πρόσφατα προγράμματα των νευροεπιστημών παραχώρησαν περισσότερο έδαφος και κύρος στις τελευταίες αυτές έρευνες, οι οποίες επηρέασαν σε μεγάλο βαθμό τις νέες τάσεις της γνωστικής επιστήμης, σε σημείο που γίνονται κοινώς αναφορές στη «γνωστική νευροεπιστήμη». Ακριβώς από αυτή την πλευρά προέρχονται οι πιο σκληρές κριτικές στο επονομαζόμενο «συμβολικό παράδειγμα» του φυσικού συστήματος των συμβόλων, τα οποία άνοιξαν τον δρόμο σε νέες εξελίξεις της γνωστικής επιστήμης. Οι κριτικές αυτές παίρνουν έναυσμα από τη διάκριση της μελέτης του νου από τη μελέτη του εγκεφάλου: μια διακριση που, ακόμα και με διαφορετικες μορφές, εμφανίζεται συχνά στο πλαίσιο της κοινότητας των γνωστικων επιστημόνων από την εποχή της, ΙΡΡ και υποστηρίζεται ρητά από λειτουργιστές φιλοσόφους ως λύση του προβλήματος νους-σώμα». Στην πιο ακραία του μορφή, ο λειτουργισμός Βεβαιώνει ότι ο νους μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο μελέτης ανεξάρτητα από τον εγκέφαλο. Απόρροια αυτού, η θέση σύμφωνα με την οποία η ψυχολογία είναι μια επιστήμη εντελώς ανεξάρτητη από τις νευροεπιστήμες, όπως ανέκαθεν υποστήριζε ο Τζέρι Άλαν Φόντορ. Αντιθέτως, και σε θέσεις περισσότερο ή λιγότερο ακραίες, μπορούμε να τοποθετήσουμε τους φιλοσόφους του υλισμού, οι οποίοι εναντιώνονται στον λειτουργισμό και υποστηρίζουν μία «ενιαία επιστήμη νου-εγκεφάλου», σύμφωνα με την έκφραση της Πατρίσια Τσέρτσλαντ.
Ιστορία της Φιλοσοφίας, σε επιστημονική επιμέλεια Ουμπέρτο Έκο και Ρικάρντο Φεντρίγκα. Η μετάφραση στα ελληνικά είναι της Βασιλικής Πατίκα
Πηγή Tromaktiko
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Κιλκίς: Χειροπέδες σε τέσσερα άτομα για κλοπές σε βάρος ηλικιωμένων
ΕΠΟΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Τρόποι για να ξεπεράσετε τις αμήχανες στιγμές στο σεξ
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ