2018-10-04 08:30:23
Ποιος ήταν ο ρόλος του πληροφοριοδότη της Ασφάλειας, του μοίραρχου και του παντοπώλη Ένα λαχείο που την Πρωτοχρονιά του 1968 κέρδισε 1.500.000 εκατομμύριο δρχ. έγινε πρωτοσέλιδο όχι για την τύχη του κατόχου του αλλά για την… ατυχία του. Κι αυτό γιατί τα κέρδη διεκδίκησαν με σθένος, στα δικαστήρια, ένας πληροφοριοδότης της Ασφάλειας, ιδιοκτήτης παράνομης λέσχης, ένας τζογαδόρος και ένας παντοπώλης. Κεντρικός πρωταγωνιστής στην υπόθεση εμφανίστηκε ένας μοίραρχος με τις εφημερίδες της εποχής να αφιερώνουν ολόκληρες σελίδες στην υπόθεση.
Η ιστορία του τυχερού λαχείου ήρθε στο φως όταν ο ιδιοκτήτης «μπαρμουτιέρας», σε μεγάλη πόλη της Βόρειας Ελλάδας, κατέθεσε μήνυση σε βάρος του μοίραρχου και του παντοπώλη, που εξαργύρωσε το λαχείο, για υπεξαίρεση ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας και εκβίαση κατ’ εξακολούθηση.
Σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του μηνυτή Γ.Λ., ο τυχερός λαχνός έφτασε στα χέρια του όταν τον αγόρασε από έναν θαμώνα της λέσχης του, ηλεκτρολόγο στο επάγγελμα, ο οποίος είχε χάσει όλα του τα χρήματα την Παραμονή της Πρωτοχρονιάς του 1968. Ο τρόπος με το οποίο απέκτησε το λαχείο ήταν, όπως είπε, και ο λόγος που υποχρεώθηκε να ζητήσει από τον μοίραρχο να του το φυλάξει, ώστε να τον προστατέψει στην περίπτωση που ο πρώην κάτοχός του το διεκδικούσε.
Η υπόθεση του λαχείου έφτασε στις δικαστικές αίθουσες τον Ιανουάριο του 1970 με τον μηνυτή να… διαφημίζει, ενώπιον του δικαστηρίου, το γεγονός ότι στο παρελθόν υπήρξε πληροφοριοδότης της Ασφάλειας προσπαθώντας με αυτό τον τρόπο να πείσει ότι είχε …άκρες με ανώτατους αξιωματικούς. Οι εν λόγω αξιωματικοί, όπως ισχυρίστηκε, κατά καιρούς του παρείχαν προστασία με το αζημίωτο. Ένας απ’ αυτούς ήταν, σύμφωνα με τον μηνυτή, και ο κατηγορούμενος μοίραρχος, την περίοδο της θητείας του, ως προσωρινός διοικητής σε αστυνομικό τμήμα της περιοχής.
Σχέση… εμπιστοσύνης
Σ’ αυτή τη σχέση… εμπιστοσύνης βασίστηκε, όπως κατέθεσε, ο μηνυτής και ιδιοκτήτης της μπαρμπουτιέρας, όταν διαπίστωσε πως το λαχείο που του είχε πουλήσει, το βράδυ της 31ης Δεκεμβρίου 1967 ο ηλεκτρολόγος, κέρδισε 1.500.000 δρχ. Όπως είπε ο Γ.Λ., για την τύχη του μίλησε στη σύζυγο και τους υπαλλήλους του στους οποίους έδειξε και το τυχερό δελτίο, ενώ έγραψε τον τυχερό αριθμό σε μια κολόνα του μαγαζιού. Η είδηση δεν άργησε να κάνει το γύρω της γειτονιάς και να φτάνει στα αυτιά του αρχικού κατόχου ο οποίος, με τη σειρά του, δήλωσε πως θα διεκδικήσει τα κέρδη, καθώς ισχυριζόταν πως δεν πούλησε το λαχείο αλλά το έχασε στα ζάρια. Αυτός ήταν και ο λόγος, όπως ισχυρίστηκε ο μηνυτής, που ζήτησε την βοήθεια του τότε φίλου του διοικητή του τμήματος στον οποίο και εμπιστεύτηκε τον τυχερό λαχνό.
Σύμφωνα με την κατάθεση του Γ.Λ. ο 42χρονος μοίραρχος δεσμεύτηκε πως θα λύσει όποιο πρόβλημα παρουσιαστεί. Ωστόσο, στις 4 Ιανουαρίου διάβασε στις εφημερίδες πως το τυχερό λαχείο εξαργυρώθηκε σε γειτονική πόλη από την κόρη ενός παντοπώλη. Όπως υποστήριξε στο δικαστήριο, τηλεφώνησε στον κατηγορούμενο μοίραρχο ο οποίος τον διαβεβαίωσε πως ο παντοπώλης «είναι δικός του άνθρωπος» και του έδωσε 50.000 δρχ. τα οποία θα αφαιρούσε στη συνέχεια από τα κέρδη.
Ο μάρτυρας υποστήριξε πως κατάλαβε ότι τον είχαν εξαπατήσει, όταν στις 17 Ιανουαρίου του έκλεισαν μεταμεσονύχτιο ραντεβού σε σιδηροδρομικές γραμμές κοντινής πόλης για να του δώσουν τα χρήματα αλλά δεν βρήκε κανέναν εκεί. Στη συνέχεια, είπε, κλείστηκε και δεύτερο ραντεβού αλλά και πάλι δεν εμφανίστηκε κανείς. Μήνες αργότερα, το καλοκαίρι του 1968, και ενώ είχαν προηγηθεί και άλλες προσπάθειες για να πάρει τα κέρδη από τον τυχερό λαχνό, ο μηνυτής ισχυρίστηκε πως, ο κατηγορούμενος του πρότεινε 400.000 δρχ. με αντάλλαγμα μια δήλωση στην οποία θα ανέφερε πως εκείνος δεν ήταν αναμεμιγμένος στην υπόθεση. Ο Γ.Λ. αρνήθηκε και υπογράψει τη δήλωση και στη συνέχεια προσέφυγε στη δικαιοσύνη.
Από το βήμα του μάρτυρα πέρασαν συνεργάτες και φίλοι του μηνυτή οι οποίοι επιβεβαίωσαν τους ισχυρισμούς του λέγοντας, αρκετοί από αυτούς, ότι είχαν δει το τυχερό λαχείο στα χέρια του. Μάλιστα, σύμφωνα με μαρτυρίες ο Γ.Λ. είχε αρχίσει να… μοιράζει τα χρήματα του λαχείου πριν τα πάρει. Σε ένα φίλο του αγόρασε έξι σακιά τσιμέντο και σωλήνες για το σπίτι που έχτιζε, ενώ έταξε και 20.000 δρχ. σε παράγοντα της «Προοδευτικής» για να ενισχύσει την ομάδα.
Από την πλευρά του, ο αρχικός κάτοχος του λαχείου επέμεινε πως ο Γ.Λ. δεν αγόρασε το λαχείο αλλά το κέρδισε στα ζάρια περίπου μια εβδομάδα πριν την 31η Δεκεμβρίου του 1967. Όπως περιέγραψε στο δικαστήριο, εκείνο το βράδυ είχε μεγάλη χασούρα και μόλις του τελείωσαν τα χρήματα έβαλε το συγκεκριμένο λαχείο, μαζί μ’ άλλα, πάνω στο τραπέζι και τα έχασε με μια ζαριά. Είχε σημειώσει, όπως είπε, τα νούμερα και όταν διαπίστωσε ότι έχει κερδίσει άρχισε να ψάχνει τον ιδιοκτήτη της παράνομης λέσχης. Όταν κατάφερε να τον βρει εκείνος του απάντησε πως δεν είχε πρόθεση να του «δώσει ψιλό» και ο ίδιος απευθύνθηκε σε δικηγόρο.
«Είναι σκευωρία»
Στην πλειονότητα τους, ως μάρτυρες υπεράσπισης, προσήλθαν και κατέθεσαν στο δικαστήριο αξιωματικοί οι οποίοι έκαναν λόγο για σκευωρία με στόχο «να καμφθεί το γόητρο της χωροφυλακής» ενώ χαρακτήρισαν τον μηνυτή και τους ανθρώπους του περιβάλλοντος του «μαφία» που είχε μια καλοστημένη παράνομη επιχείρηση.
Στο ίδιο μήκος κύματος κινήθηκε και η απολογία του κατηγορούμενου μοίραρχου, ο οποίος αρνήθηκε τις κατηγορίες και ισχυρίστηκε πως ο μηνυτής, με τον οποίο είχε ελάχιστες επαφές, ήταν μόνιμος θαμώνας της Ασφάλειας και με την συμπεριφορά του γινόταν φορτικός με αποτέλεσμα να τον διώχνει. Ο κατηγορούμενος επεσήμανε πως είχε δώσει εντολή για εντατικούς ελέγχους σε όλες τις παράνομες λέσχες της περιοχής με αποτέλεσμα να βρεθεί στο στόχαστρο. «Αν υπήρχε θέμα συμμετοχής μου στην όλη υπόθεση, θα έβρισκαν το πτώμα μου στην πρώτη χαράδρα γιατί δεν θα μπορούσε να διασύρεται στο πρόσωπο μου το Σώμα της χωροφυλακής. Ακόμη και σήμερα δεν πιστεύω πως βρίσκομαι στο εδώλιο. Είμαι εύπορος και δεν είχα ανάγκη τα χρήματα του λαχείου… Ήθελε να στραφεί κατά της Γενικής Ασφάλειας και εγώ ανήκα σ’ αυτή. Πρόκειται για σκευωρία...», είπε μεταξύ άλλων ο κατηγορούμενος μοίραρχος.
Αλλά και ο 57χρονος παντοπώλης επέμεινε, στην απολογία του, πως ο ίδιος αγόρασε το λαχείο το οποίο στη συνέχεια εξαργύρωσε η κόρη του. Με τα κέρδη, είπε, αγόρασε ένα οικόπεδο και ένα διαμέρισμα ενώ μέρος τους τα άφησε στην τράπεζα. «Το λαχείο ήταν δικό μου και τώρα βλέπω έναν άνθρωπο να μας κατηγορεί ότι πήρα ξένο λαχείο. Βασανίζομαι δυο χρόνια με αυτό το λαχείο που ήταν τύχη άτυχη», τόνισε απευθυνόμενος στο δικαστήριο. Λίγο νωρίτερα, συγγενείς και φίλοι του 57χρονου είχαν καταθέσει πως είδαν με τα ίδια τους τα μάτια τον τυχερό λαχνό στις 2 Ιανουαρίου.
Ο εισαγγελέας της έδρας στην αγόρευση του ζήτησε την ενοχή των δυο κατηγορουμένων μόνο για το αδίκημα της υπεξαίρεσης. «Ποιος είναι ο σκευωρός ο μηνυτής που ανά πάσα στιγμή κινδύνευε να βρεθεί στη φυλακή;» αναρωτήθηκε ο εισαγγελέας και συνέχισε: «Δεν είναι δυνατό να πιστέψει το δικαστήριο πως υπήρξε συμπαιγνία».
Τελικά, το δικαστήριο, μετά από διαδικασία που διήρκησε πέντε ημέρες, απάλλαξε και τους δυο κατηγορούμενους λόγω αμφιβολιών. Tromaktiko
Η ιστορία του τυχερού λαχείου ήρθε στο φως όταν ο ιδιοκτήτης «μπαρμουτιέρας», σε μεγάλη πόλη της Βόρειας Ελλάδας, κατέθεσε μήνυση σε βάρος του μοίραρχου και του παντοπώλη, που εξαργύρωσε το λαχείο, για υπεξαίρεση ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας και εκβίαση κατ’ εξακολούθηση.
Σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του μηνυτή Γ.Λ., ο τυχερός λαχνός έφτασε στα χέρια του όταν τον αγόρασε από έναν θαμώνα της λέσχης του, ηλεκτρολόγο στο επάγγελμα, ο οποίος είχε χάσει όλα του τα χρήματα την Παραμονή της Πρωτοχρονιάς του 1968. Ο τρόπος με το οποίο απέκτησε το λαχείο ήταν, όπως είπε, και ο λόγος που υποχρεώθηκε να ζητήσει από τον μοίραρχο να του το φυλάξει, ώστε να τον προστατέψει στην περίπτωση που ο πρώην κάτοχός του το διεκδικούσε.
Η υπόθεση του λαχείου έφτασε στις δικαστικές αίθουσες τον Ιανουάριο του 1970 με τον μηνυτή να… διαφημίζει, ενώπιον του δικαστηρίου, το γεγονός ότι στο παρελθόν υπήρξε πληροφοριοδότης της Ασφάλειας προσπαθώντας με αυτό τον τρόπο να πείσει ότι είχε …άκρες με ανώτατους αξιωματικούς. Οι εν λόγω αξιωματικοί, όπως ισχυρίστηκε, κατά καιρούς του παρείχαν προστασία με το αζημίωτο. Ένας απ’ αυτούς ήταν, σύμφωνα με τον μηνυτή, και ο κατηγορούμενος μοίραρχος, την περίοδο της θητείας του, ως προσωρινός διοικητής σε αστυνομικό τμήμα της περιοχής.
Σχέση… εμπιστοσύνης
Σ’ αυτή τη σχέση… εμπιστοσύνης βασίστηκε, όπως κατέθεσε, ο μηνυτής και ιδιοκτήτης της μπαρμπουτιέρας, όταν διαπίστωσε πως το λαχείο που του είχε πουλήσει, το βράδυ της 31ης Δεκεμβρίου 1967 ο ηλεκτρολόγος, κέρδισε 1.500.000 δρχ. Όπως είπε ο Γ.Λ., για την τύχη του μίλησε στη σύζυγο και τους υπαλλήλους του στους οποίους έδειξε και το τυχερό δελτίο, ενώ έγραψε τον τυχερό αριθμό σε μια κολόνα του μαγαζιού. Η είδηση δεν άργησε να κάνει το γύρω της γειτονιάς και να φτάνει στα αυτιά του αρχικού κατόχου ο οποίος, με τη σειρά του, δήλωσε πως θα διεκδικήσει τα κέρδη, καθώς ισχυριζόταν πως δεν πούλησε το λαχείο αλλά το έχασε στα ζάρια. Αυτός ήταν και ο λόγος, όπως ισχυρίστηκε ο μηνυτής, που ζήτησε την βοήθεια του τότε φίλου του διοικητή του τμήματος στον οποίο και εμπιστεύτηκε τον τυχερό λαχνό.
Σύμφωνα με την κατάθεση του Γ.Λ. ο 42χρονος μοίραρχος δεσμεύτηκε πως θα λύσει όποιο πρόβλημα παρουσιαστεί. Ωστόσο, στις 4 Ιανουαρίου διάβασε στις εφημερίδες πως το τυχερό λαχείο εξαργυρώθηκε σε γειτονική πόλη από την κόρη ενός παντοπώλη. Όπως υποστήριξε στο δικαστήριο, τηλεφώνησε στον κατηγορούμενο μοίραρχο ο οποίος τον διαβεβαίωσε πως ο παντοπώλης «είναι δικός του άνθρωπος» και του έδωσε 50.000 δρχ. τα οποία θα αφαιρούσε στη συνέχεια από τα κέρδη.
Ο μάρτυρας υποστήριξε πως κατάλαβε ότι τον είχαν εξαπατήσει, όταν στις 17 Ιανουαρίου του έκλεισαν μεταμεσονύχτιο ραντεβού σε σιδηροδρομικές γραμμές κοντινής πόλης για να του δώσουν τα χρήματα αλλά δεν βρήκε κανέναν εκεί. Στη συνέχεια, είπε, κλείστηκε και δεύτερο ραντεβού αλλά και πάλι δεν εμφανίστηκε κανείς. Μήνες αργότερα, το καλοκαίρι του 1968, και ενώ είχαν προηγηθεί και άλλες προσπάθειες για να πάρει τα κέρδη από τον τυχερό λαχνό, ο μηνυτής ισχυρίστηκε πως, ο κατηγορούμενος του πρότεινε 400.000 δρχ. με αντάλλαγμα μια δήλωση στην οποία θα ανέφερε πως εκείνος δεν ήταν αναμεμιγμένος στην υπόθεση. Ο Γ.Λ. αρνήθηκε και υπογράψει τη δήλωση και στη συνέχεια προσέφυγε στη δικαιοσύνη.
Από το βήμα του μάρτυρα πέρασαν συνεργάτες και φίλοι του μηνυτή οι οποίοι επιβεβαίωσαν τους ισχυρισμούς του λέγοντας, αρκετοί από αυτούς, ότι είχαν δει το τυχερό λαχείο στα χέρια του. Μάλιστα, σύμφωνα με μαρτυρίες ο Γ.Λ. είχε αρχίσει να… μοιράζει τα χρήματα του λαχείου πριν τα πάρει. Σε ένα φίλο του αγόρασε έξι σακιά τσιμέντο και σωλήνες για το σπίτι που έχτιζε, ενώ έταξε και 20.000 δρχ. σε παράγοντα της «Προοδευτικής» για να ενισχύσει την ομάδα.
Από την πλευρά του, ο αρχικός κάτοχος του λαχείου επέμεινε πως ο Γ.Λ. δεν αγόρασε το λαχείο αλλά το κέρδισε στα ζάρια περίπου μια εβδομάδα πριν την 31η Δεκεμβρίου του 1967. Όπως περιέγραψε στο δικαστήριο, εκείνο το βράδυ είχε μεγάλη χασούρα και μόλις του τελείωσαν τα χρήματα έβαλε το συγκεκριμένο λαχείο, μαζί μ’ άλλα, πάνω στο τραπέζι και τα έχασε με μια ζαριά. Είχε σημειώσει, όπως είπε, τα νούμερα και όταν διαπίστωσε ότι έχει κερδίσει άρχισε να ψάχνει τον ιδιοκτήτη της παράνομης λέσχης. Όταν κατάφερε να τον βρει εκείνος του απάντησε πως δεν είχε πρόθεση να του «δώσει ψιλό» και ο ίδιος απευθύνθηκε σε δικηγόρο.
«Είναι σκευωρία»
Στην πλειονότητα τους, ως μάρτυρες υπεράσπισης, προσήλθαν και κατέθεσαν στο δικαστήριο αξιωματικοί οι οποίοι έκαναν λόγο για σκευωρία με στόχο «να καμφθεί το γόητρο της χωροφυλακής» ενώ χαρακτήρισαν τον μηνυτή και τους ανθρώπους του περιβάλλοντος του «μαφία» που είχε μια καλοστημένη παράνομη επιχείρηση.
Στο ίδιο μήκος κύματος κινήθηκε και η απολογία του κατηγορούμενου μοίραρχου, ο οποίος αρνήθηκε τις κατηγορίες και ισχυρίστηκε πως ο μηνυτής, με τον οποίο είχε ελάχιστες επαφές, ήταν μόνιμος θαμώνας της Ασφάλειας και με την συμπεριφορά του γινόταν φορτικός με αποτέλεσμα να τον διώχνει. Ο κατηγορούμενος επεσήμανε πως είχε δώσει εντολή για εντατικούς ελέγχους σε όλες τις παράνομες λέσχες της περιοχής με αποτέλεσμα να βρεθεί στο στόχαστρο. «Αν υπήρχε θέμα συμμετοχής μου στην όλη υπόθεση, θα έβρισκαν το πτώμα μου στην πρώτη χαράδρα γιατί δεν θα μπορούσε να διασύρεται στο πρόσωπο μου το Σώμα της χωροφυλακής. Ακόμη και σήμερα δεν πιστεύω πως βρίσκομαι στο εδώλιο. Είμαι εύπορος και δεν είχα ανάγκη τα χρήματα του λαχείου… Ήθελε να στραφεί κατά της Γενικής Ασφάλειας και εγώ ανήκα σ’ αυτή. Πρόκειται για σκευωρία...», είπε μεταξύ άλλων ο κατηγορούμενος μοίραρχος.
Αλλά και ο 57χρονος παντοπώλης επέμεινε, στην απολογία του, πως ο ίδιος αγόρασε το λαχείο το οποίο στη συνέχεια εξαργύρωσε η κόρη του. Με τα κέρδη, είπε, αγόρασε ένα οικόπεδο και ένα διαμέρισμα ενώ μέρος τους τα άφησε στην τράπεζα. «Το λαχείο ήταν δικό μου και τώρα βλέπω έναν άνθρωπο να μας κατηγορεί ότι πήρα ξένο λαχείο. Βασανίζομαι δυο χρόνια με αυτό το λαχείο που ήταν τύχη άτυχη», τόνισε απευθυνόμενος στο δικαστήριο. Λίγο νωρίτερα, συγγενείς και φίλοι του 57χρονου είχαν καταθέσει πως είδαν με τα ίδια τους τα μάτια τον τυχερό λαχνό στις 2 Ιανουαρίου.
Ο εισαγγελέας της έδρας στην αγόρευση του ζήτησε την ενοχή των δυο κατηγορουμένων μόνο για το αδίκημα της υπεξαίρεσης. «Ποιος είναι ο σκευωρός ο μηνυτής που ανά πάσα στιγμή κινδύνευε να βρεθεί στη φυλακή;» αναρωτήθηκε ο εισαγγελέας και συνέχισε: «Δεν είναι δυνατό να πιστέψει το δικαστήριο πως υπήρξε συμπαιγνία».
Τελικά, το δικαστήριο, μετά από διαδικασία που διήρκησε πέντε ημέρες, απάλλαξε και τους δυο κατηγορούμενους λόγω αμφιβολιών. Tromaktiko
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Βαρβάρα Φύτρου: Υπήρχαν καθηλωμένα ελικόπτερα τις κρίσιμες ώρες στο Μάτι
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ