2018-10-13 20:44:24
Αποκαλυπτικά είναι τα συμπεράσματα της μεγαλύτερης -μέχρι σήμερα- έρευνας για τον ύπνο, η οποία αποσαφηνίζει το πόσες ώρες θα πρέπει να κοιμάται ένας άνθρωπος καθημερινά.
Σύμφωνα με την εν λόγω μελέτη, τόσο ο λίγος (σε χρονική διάρκεια) ύπνος όσο και πολύς, έχουν αρνητικό αντίκτυπο στη γνωστική ικανότητα, ωστόσο δεν φαίνεται να επηρεάζουν τη βραχυπρόθεσμη μνήμη ενός ανθρώπου.
Η έρευνα αυτή έρχεται να προσφέρει μεγαλύτερη κατανόηση σχετικά με τον ύπνο, ο οποίος αν και αποτελεί περίπου το ένα τρίτο της ζωής μας, εξακολουθεί να κρύβει μυστήρια και να δημιουργεί ερωτήματα που χρήζουν απαντήσεων.
Στην εποχή μας, είναι γεγονός ότι οι άνθρωποι κοιμούνται λιγότερο από όσο ενδεχομένως θα ήθελαν, με πολλούς παράγοντες να συμβάλουν σε αυτό, όπως είναι η πολύωρη εργασία, ο αυξημένος χρόνος μπροστά σε οθόνες, η χρήση καφεΐνης, αλλά και το καθημερινό άγχος. Με δεδομένο, λοιπόν, ότι η ποιότητα του ύπνου επιδεινώνεται, η κατανόηση των επιπτώσεων στην υγεία και την απόδοση κρίνεται ως ιδιαιτέρως επιτακτική.
Στο πλαίσιο αυτό, Καναδοί επιστήμονες προχώρησαν στην εκπόνηση της μεγαλύτερης μελέτης ύπνου, η οποία ξεκίνησε τον Ιούνιο του 2017 και συνέλεξε δεδομένα από περισσότερους από 40.000 συμμετέχοντες (εθελοντές) μόλις τις πρώτες ημέρες, μέσω online διαδικασίας.
Οι ερευνητές της μελέτης επιχείρησαν να καταγράψουν τις συνήθειες ύπνου ανθρώπων σε ολόκληρο τον κόσμο. Ο αριθμός και η ποικιλία των συμμετεχόντων τούς επέτρεψε να συγκρίνουν τις επιπτώσεις της στέρησης του ύπνου σε άτομα διαφορετικών ηλικιών, επαγγελμάτων και τρόπων ζωής.
Μέσω ενός εκτεταμένου ερωτηματολογίου, οι συμμετέχοντες έδωσαν βασικά στοιχεία, όπως η ηλικία και ο τόπος διαμονής τους, αλλά και περαιτέρω πληροφορίες που αφορούσαν από την εκπαίδευσή τους μέχρι τα φάρμακα που λάμβαναν. Παράλληλα, οι εθελοντές υποβλήθηκαν σε μια σειρά 12 καθιερωμένων γνωστικών εξετάσεων, έτσι ώστε η ποσότητα του ύπνου να μπορεί να συσχετιστεί με την νοητική τους ικανότητα.
Τα προκαταρκτικά συμπεράσματά τους, βασισμένα σε ανάλυση 10.000 ατόμων, δημοσιεύθηκαν πρόσφατα στο περιοδικό SLEEP.
Σύμφωνα με τα αποτελέσματα, περίπου οι μισοί από τους συμμετέχοντες κοιμόντουσαν για 6,3 ώρες ή λιγότερο, καθημερινά: αυτή η χρονική διάρκεια ύπνου είναι κατά περίπου μία ώρα μικρότερη από την προτεινόμενη.
Επίσης, διαπιστώθηκε ότι ο ύπνος 7-8 ωρών συνδέθηκε με υψηλότερη γνωστική λειτουργία. Αντίθετα, τόσο η μικρότερη όσο και η μεγαλύτερη διάρκεια συνδέθηκαν με χαμηλότερη απόδοση.
Το παραπάνω συμπέρασμα ήταν σταθερό, ανεξαρτήτως ηλικίας. Αυτό σημαίνει ότι οι πιο ηλικιωμένοι, που συνήθως κοιμούνται λιγότερες ώρες, επηρεάζονται περισσότερο και καθημερινά από τη στέρηση του ύπνου.
Επίσης, ο λίγος ή ο πολύς ύπνος επηρέασε αρνητικά μια σειρά γνωστικών λειτουργιών, όπως η αναγνώριση περίπλοκων μοτίβων και ο χειρισμός πληροφοριών για την επίλυση προβλημάτων. Επίσης, η λεκτική ικανότητα των ανθρώπων αυτών επηρεάστηκε σημαντικά.
Ένα από τα πιο εκπληκτικά ευρήματα της μελέτης ήταν ότι τα άτομα με μόλις 4 ώρες (ή λιγότερο) καθημερινά, είχαν απόδοση που ομοίαζε με άτομα μεγαλύτερης ηλικίας, κατά περίπου 8 έτη.
Επίσης, διαπιστώθηκε ότι η βραχυπρόθεσμη μνήμη ήταν σχετικά ανέπαφη από τη διάρκεια του ύπνου. Πρόκειται για ακόμα ένα αξιοσημείωτο εύρημα, καθώς είναι γνωστό -με βάση παλαιότερες έρευνες- ότι ο ύπνος είναι καθοριστικός για τη μνήμη.
Σύμφωνα με τους ερευνητές της συγκεκριμένης μελέτης, τα παραπάνω συμπεράσματα έχουν σημαντικές συνέπειες στον πραγματικό κόσμο, επειδή πολλοί άνθρωποι, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που βρίσκονται σε θέσεις ευθύνης, λειτουργούν καθημερινά με πολύ λίγο ύπνο, γεγονός που μπορεί να έχει επίδραση στη λήψη των κρίσιμων αποφάσεων που καλούνται να αντιμετωπίσουν καθημερινά.
Δείτε ΕΔΩ περαιτέρω στοιχεία για την εν λόγω έρευνα.
Πηγή: efsyn.gr
Σύμφωνα με την εν λόγω μελέτη, τόσο ο λίγος (σε χρονική διάρκεια) ύπνος όσο και πολύς, έχουν αρνητικό αντίκτυπο στη γνωστική ικανότητα, ωστόσο δεν φαίνεται να επηρεάζουν τη βραχυπρόθεσμη μνήμη ενός ανθρώπου.
Η έρευνα αυτή έρχεται να προσφέρει μεγαλύτερη κατανόηση σχετικά με τον ύπνο, ο οποίος αν και αποτελεί περίπου το ένα τρίτο της ζωής μας, εξακολουθεί να κρύβει μυστήρια και να δημιουργεί ερωτήματα που χρήζουν απαντήσεων.
Στην εποχή μας, είναι γεγονός ότι οι άνθρωποι κοιμούνται λιγότερο από όσο ενδεχομένως θα ήθελαν, με πολλούς παράγοντες να συμβάλουν σε αυτό, όπως είναι η πολύωρη εργασία, ο αυξημένος χρόνος μπροστά σε οθόνες, η χρήση καφεΐνης, αλλά και το καθημερινό άγχος. Με δεδομένο, λοιπόν, ότι η ποιότητα του ύπνου επιδεινώνεται, η κατανόηση των επιπτώσεων στην υγεία και την απόδοση κρίνεται ως ιδιαιτέρως επιτακτική.
Στο πλαίσιο αυτό, Καναδοί επιστήμονες προχώρησαν στην εκπόνηση της μεγαλύτερης μελέτης ύπνου, η οποία ξεκίνησε τον Ιούνιο του 2017 και συνέλεξε δεδομένα από περισσότερους από 40.000 συμμετέχοντες (εθελοντές) μόλις τις πρώτες ημέρες, μέσω online διαδικασίας.
Οι ερευνητές της μελέτης επιχείρησαν να καταγράψουν τις συνήθειες ύπνου ανθρώπων σε ολόκληρο τον κόσμο. Ο αριθμός και η ποικιλία των συμμετεχόντων τούς επέτρεψε να συγκρίνουν τις επιπτώσεις της στέρησης του ύπνου σε άτομα διαφορετικών ηλικιών, επαγγελμάτων και τρόπων ζωής.
Μέσω ενός εκτεταμένου ερωτηματολογίου, οι συμμετέχοντες έδωσαν βασικά στοιχεία, όπως η ηλικία και ο τόπος διαμονής τους, αλλά και περαιτέρω πληροφορίες που αφορούσαν από την εκπαίδευσή τους μέχρι τα φάρμακα που λάμβαναν. Παράλληλα, οι εθελοντές υποβλήθηκαν σε μια σειρά 12 καθιερωμένων γνωστικών εξετάσεων, έτσι ώστε η ποσότητα του ύπνου να μπορεί να συσχετιστεί με την νοητική τους ικανότητα.
Τα προκαταρκτικά συμπεράσματά τους, βασισμένα σε ανάλυση 10.000 ατόμων, δημοσιεύθηκαν πρόσφατα στο περιοδικό SLEEP.
Σύμφωνα με τα αποτελέσματα, περίπου οι μισοί από τους συμμετέχοντες κοιμόντουσαν για 6,3 ώρες ή λιγότερο, καθημερινά: αυτή η χρονική διάρκεια ύπνου είναι κατά περίπου μία ώρα μικρότερη από την προτεινόμενη.
Επίσης, διαπιστώθηκε ότι ο ύπνος 7-8 ωρών συνδέθηκε με υψηλότερη γνωστική λειτουργία. Αντίθετα, τόσο η μικρότερη όσο και η μεγαλύτερη διάρκεια συνδέθηκαν με χαμηλότερη απόδοση.
Το παραπάνω συμπέρασμα ήταν σταθερό, ανεξαρτήτως ηλικίας. Αυτό σημαίνει ότι οι πιο ηλικιωμένοι, που συνήθως κοιμούνται λιγότερες ώρες, επηρεάζονται περισσότερο και καθημερινά από τη στέρηση του ύπνου.
Επίσης, ο λίγος ή ο πολύς ύπνος επηρέασε αρνητικά μια σειρά γνωστικών λειτουργιών, όπως η αναγνώριση περίπλοκων μοτίβων και ο χειρισμός πληροφοριών για την επίλυση προβλημάτων. Επίσης, η λεκτική ικανότητα των ανθρώπων αυτών επηρεάστηκε σημαντικά.
Ένα από τα πιο εκπληκτικά ευρήματα της μελέτης ήταν ότι τα άτομα με μόλις 4 ώρες (ή λιγότερο) καθημερινά, είχαν απόδοση που ομοίαζε με άτομα μεγαλύτερης ηλικίας, κατά περίπου 8 έτη.
Επίσης, διαπιστώθηκε ότι η βραχυπρόθεσμη μνήμη ήταν σχετικά ανέπαφη από τη διάρκεια του ύπνου. Πρόκειται για ακόμα ένα αξιοσημείωτο εύρημα, καθώς είναι γνωστό -με βάση παλαιότερες έρευνες- ότι ο ύπνος είναι καθοριστικός για τη μνήμη.
Σύμφωνα με τους ερευνητές της συγκεκριμένης μελέτης, τα παραπάνω συμπεράσματα έχουν σημαντικές συνέπειες στον πραγματικό κόσμο, επειδή πολλοί άνθρωποι, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που βρίσκονται σε θέσεις ευθύνης, λειτουργούν καθημερινά με πολύ λίγο ύπνο, γεγονός που μπορεί να έχει επίδραση στη λήψη των κρίσιμων αποφάσεων που καλούνται να αντιμετωπίσουν καθημερινά.
Δείτε ΕΔΩ περαιτέρω στοιχεία για την εν λόγω έρευνα.
Πηγή: efsyn.gr
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ