2018-10-21 12:11:39
Η Λογοτεχνία συναντά την Ιστορία, την ιστορία και τη δημιουργική γραφή!
Τα ζα του Μυριβήλη και τα ζα των μαθητών του 2ου Γυμνασίου Αγρινίου…
Γράφει η δρ. Μαρία Ν. Αγγέλη
............................................................................................. «Μέσα στα κλειδωμένα δόντια του το ζο κρατούσε ακόμα
μια τούφα κίτρινες μαργαρίτες ματωμένες…»
Εικόνα: Το κεφάλι του γαϊδάρου με τις ματωμένες μαργαρίτες…
Έργο της Κωνσταντίνας Μήτσου, μαθήτριας 2ου Γυμνασίου Αγρινίου
«Τα ζα», είναι ένα κείμενο το οποίο ανθολογείται στη Νεοελληνική Λογοτεχνία της Γ΄ Γυμνασίου. Προέρχεται από το μυθιστόρημα: Η ζωή εν Τάφω (1931), του Στράτη Μυριβήλη.
Το μυθιστόρημα αυτό αναφέρεται στις πολεμικές επιχειρήσεις στο Μακεδονικό μέτωπο κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Θεωρείται το αντιπροσωπευτικότερο ελληνικό αντιπολεμικό έργο
. Χαίρομαι που «Η ζωή εν Τάφω» θα ζωντανέψει φέτος στη μικρή οθόνη. Πρόκειται για μια νέα παραγωγή που βασίζεται στο παγκοσμίου αναγνώρισης μυθιστόρημα του Μυριβήλη. Η σειρά θα προβάλλεται από την ΕΡΤ........ Το επιλεγμένο απόσπασμα του σχολικού βιβλίου παρουσιάζει με ωμό ρεαλισμό την αγριότητα και τον παραλογισμό του πολέμου μέσα από την περιγραφή της εξόντωσης των αθώων επιστρατευμένων γαϊδάρων.
Στο τέλος του αποσπάσματος ο συγγραφέας καταγράφει μια συγκλονιστική λεπτομέρεια: ένας ημιονηγός που έτρεχε πανικόβλητος με το γάϊδαρό του μέσα στο βομβαρδισμό νιώθει ασφαλής όταν φτάνει στα χαρακώματα των Φραντσέζων ψωμάδων. Ο ημιονηγός δεν έχει καταλάβει ότι σέρνει από το χαλινάρι μόνο το κομμένο κεφάλι του γαϊδάρου. Η σκηνή είναι κωμικοτραγική και αποτυπώνει τη φρίκη του πολέμου!
Μέσα στα κλειδωμένα δόντια του το ζώο κρατούσε ακόμα τις κίτρινες μαργαρίτες που έτρωγε ανυποψίαστο πριν τον βομβαρδισμό…
Η μαθήτρια Κωνσταντίνα Μήτσου από την πρώτη ανάγνωση του κειμένου συγκινήθηκε πολύ από την τελευταία εικόνα της κομμένης κεφαλής του γαϊδαράκου και είπε:
-«Κυρία, θα προσπαθήσω να ζωγραφίσω αυτή την εικόνα στο μπλοκ ζωγραφικής. Θα κάνω μαύρο το γαϊδουράκι για να είναι έντονη η αντίθεση με τις κίτρινες μαργαρίτες».
Πραγματικά η μαθήτρια απέδωσε αυτή τη φρίκη του πολέμου αποτυπωμένη στο κομμένο κεφάλι του γαϊδάρου.
-«Κυρία, δεν έβαλα αίμα στο λαιμό για να μην γίνει πολύ ανατριχιαστικό», μου είπε δείχνοντάς μου τη ζωγραφιά της. -«Έβαλα μόνο μια σταγόνα εδώ…».
Επιβράβευσα τη μαθήτρια και οι συμμαθητές της τη χειροκρότησαν για την ωραία ζωγραφιά της…
....................
Ως παράλληλο κείμενο διαβάσαμε το ποίημα: «Η μπαλάντα του κυρ-Μέντιου», του Κώστα Βάρναλη. Και την ακούσαμε από την υπέροχη φωνή του Νίκου Ξυλούρη...
Aνωχώρι, Kατωχώρι,
ανηφόρι, κατηφόρι
και με κάμα και βροχή,
ώσπου μού βγαινε η ψυχή.
Eίκοσι χρονώ γομάρι
σήκωσα όλο το νταμάρι
κ' έχτισα, στην εμπασιά
του χωριού, την εκκλησιά.
Kαι ζευγάρι με το βόδι
άλλο μπόι κι άλλο πόδι
όργωνα στα ρέματα
τ' αφεντός τα στρέμματα.
Kαι στον πόλεμ' "όλα για όλα"
κουβαλούσα πολυβόλα
να σκοτώνονται οι λαοί
για τ' αφέντη το φαΐ…
...................
Επίσης, είδαμε και σχολιάσαμε με τους μαθητές τη Γκουέρνικα του Πικάσο. Το έργο φιλοτεχνήθηκε από το ζωγράφο όταν πληροφορήθηκε τα νέα για το βομβαρδισμό της βασκικής πόλης Γκουέρνικα το 1937.Στο συγκεκριμένο έργο, ο Πικάσο δημιούργησε διαχρονικές εικόνες του τρόμου και της βίας ενάντια στον άνθρωπο και τα ζώα.
..................
Μετά την ολοκλήρωση της ερμηνευτικής προσέγγισης του μαθήματος αναφερθήκαμε γενικά στη χρησιμότητα των γαϊδουριών στον άνθρωπο. Και κυρίως, στην αγροτική κοινωνία πριν την «αυτοκινητοποίησή» της. Τα παιδιά συζήτησαν το θέμα με τους γονείς και τους παππούδες τους και πληροφορήθηκαν τη μεγάλη σημασία της εργασίας των ζώων.
Με τα ζώα μετέφεραν τον καπνό, αλλά και τους ανθρώπους στο χωράφι, είπαν τα περισσότερα…
Η Θεοδώρα Σκουτέρη έγραψε με το τάμπλετ την αφήγηση της γιαγιάς της, Βασιλικής Μπαρπαγιάννη και την ακούσαμε όλοι στη σχολική Αίθουσα. Αναφέρθηκε κυρίως στη χρησιμότητα του ζώου για την καπνοκαλλιέργεια. Παραθέτω απόσπασμα:
«Βεβαίως είχαμε γαϊδουράκια, γιατί ήτανε η πρώτη ανάγκη εκείνα τα χρόνια. Είχαμε από το ’50 μέχρι και το ’70 κοντέψαμε. Τη λέγαμε Μπέμπα. Την είχαμε σαν μοναχοκόρη. Παρόλο που ήμασταν τέσσερα κορίτσια, αυτή την είχαμε σαν μοναχοκόρη![…]
Θα σου πω την εποχή που το γαϊδουράκι δούλευε. Θα σηκωνόμασταν το πρωί, θα του δίναμε ένα μπαλάκι τριφύλλι και το νεράκι του, θα ξεκινούσαμε να πάμε, αυτό θα γινότανε όταν αρχίζαμε να βγάλουμε το φυντάνι. Αυτό θα ’τρωγε και ’μεις θα βγάζαμε φυντάνι. Θα ’τρωγε το χορταράκι του, θα πινε το νεράκι του. Μετά θα πηγαίναμε να του βάλουμε το σαμαράκι του και θα το πηγαίναμε στη φυντανιά. Εκεί θα το φορτώναμε το φυντάνι και θα το παίρναμε να πάμε στο χωράφι. Στο χωράφι τι θα κάναμε; Θα το ξεφορτώναμε θα του βγάζαμε το σαμάρι του που είχε πάνω του και θα το πηγαίναμε πού είχε μεγαλύτερο ίσκιο να καθήσει το γαϊδούρι. Εκεί θα του ξαναδίναμε πάλι φαγητό και νεράκι φρέσκο. Εμείς θα πηγαίναμε να φυτέψουμε το φυντανάκι και όταν ερχότανε η ώρα το βράδυ, αν το χρειαζόμασταν ενδιάμεσα βέβαια θα το παίρναμε, αν χρειαζόμασταν κάτι. Το βράδυ, θα το παίρναμε το γαϊδουράκι θα του βάζαμε πάλι το σαμάρι, θα το φορτώναμε τι είχαμε να το φορτώσουμε, τα πράγματα απ’ το χωράφι: καλάθες και τέτοια και θα το φέρναμε στο σπίτι. Στο σπίτι θα το δέναμε, θα το ξεφορτώναμε, θα του βγάζαμε το σαμάρι, θα του δίναμε πάλι το φαγητό του, θα του δίναμε το νεράκι του και ο ρυθμός της μέρας αυτός ήτανε…[…]
Όχι δεν το κακομαθαίναμε. Γιατί αυτό κουβαλούσε το βάρος όλο. Εμείς πηγαίναμε με τα πόδια μας και με τα χέρια μας αδειανά. Δεν ήτανε κακομάθημα και έλεγες πως του ’δινες και λίγο καλαμπόκι, άμα είχες και λίγο ψωμάκι. Δηλαδή κοίταγες να το περιποιηθείς. Και το χορταράκι του το χλωρό να φάει… Δηλαδή έπρεπε να το φροντίζεις σαν ένα μικρό παιδί… […]
Το γαϊδουράκι είναι και πολύ χρήσιμο το γάλα του. Όταν ήμασταν μικρά και είχαμε το λεγόμενο «καρκαλέτσι», το λέγαμε εμείς, κοκκύτης σήμερα, παίρνανε γάλα από το γαϊδούρι, τη γαϊδούρα και δίνανε στα παιδιά, εκείνα τα χρόνια.
Αλλά και τώρα, το γάλα του είναι είδος πολυτελείας. Έχει 10ευρώ το κιλό. Γι’ αυτό καταλαβαίνεις πόσο χρήσιμο είναι… για όλα του!»
[Προφορική συνέντευξη της Βασιλικής Μπαρπαγιάννη, 1/10/18]
Με αφορμή την αναφορά της κ. Μπαρπαγιάννη να σημειώσουμε ότι πρόσφατες μελέτες έχουν δείξει πως το γάλα γαϊδούρας είναι η τροφή που πλησιάζει όσο καμία άλλη σε διατροφικά χαρακτηριστικά και οφέλη στο μητρικό γάλα ανθρώπου. Το γάλα του γαϊδάρου σήμερα δεν χρησιμοποιείται για τη θεραπεία από το «καρκαλέτσι». Αξιοποιείται για διάφορες άλλες χρήσεις και για την παρασκευή καλλυντικών. Ο Πλίνιος αναφέρει ότι: «Το γαϊδουρόγαλο σβήνει τις ρυτίδες στο δέρμα, το καθιστά πιο λεπτό και διατηρεί το λευκό του χρώμα…». Η Κλεοπάτρα, βασίλισσα της Αιγύπτου, συνήθιζε να κάνει μπάνιο μέσα σε γάλα γαϊδούρας για να παραμένει όμορφη και λαμπερή!
Η Ασημίνα Τσούτσα μας ανέφερε μια σκηνή που είχε δει το καλοκαίρι στο χωριό της, τη Γουριώτισσα και της έκανε εντύπωση: Ένας άνδρας ήταν καβάλα στο γάϊδαρο και ακολουθούσε πεζή η γυναίκα του.
-«Κυρία, όταν ξαναπάω στο χωριό θα σας φέρω φωτογραφία»!
Τέτοιες εικόνες πίστευα ότι δεν υπάρχουν το 2018. Διαψεύστηκα από τη συγκεκριμένη περίπτωση…
Η ίδια μαθήτρια βρήκε στο οικογενειακό άλμπουμ μια φωτογραφία με τον παππού Βαγγέλη Αθανασίου και το γαϊδαρό του τον Κίτσο και την έφερε στην τάξη. Αυτός ο γάϊδαρος, μας είπε, κουβάλησε τα υλικά για το χτίσιμο του σπιτιού στο χωριό του παππού την Αετόπετρα, κοντά στο Θέρμο. Αυτή η «οικογενειακή» φωτογραφία μου θύμισε τα παιδικά μου χρόνια στο χωριό, το Μαχαιρά Ξηρομέρου.
Φωτο: ο Βαγγέλης Αθανασίου με το γάϊδαρο, τα παιδιά και τα ανήψια του…
Η Ειρήνη Βαρεμένου μας μετέφερε τη βιωμένη εμπειρία του πατέρα της, Φώτη Βαρεμένου, όπως εκείνος την κατέγραψε για να τη μοιραστεί μαζί μας. Αναφέρθηκε στο άλογο της οικογένειάς του. Παραθέτω ενδεικτικό απόσπασμα:
«Η πρώτη μου επαφή με άλογο, από όσο θυμάμαι τον εαυτό μου, έγινε κάπου εκεί στην ηλικία των 6-7 ετών. Ο πατέρας μου είχε άλογο από νεαρή ηλικία. Λίγο μετά τον εμφύλιο πόλεμο κουβαλούσε με το κάρο πέτρες από το νταμάρι που βρίσκονταν πίσω από την Αγία Παρασκευή προκειμένου να οικοδομήσουν οι Αγρινιώτες, κυρίως οι εύποροι, τα διώροφα σπίτια τους. Όπως μας έλεγε ήταν μια επίπονη διαδικασία τόσο για τον άνθρωπο όσο και για το ζώο. Έπρεπε οι πέτρες να φορτωθούν όλες με τα χέρια και η ίδια διαδικασία να ακολουθηθεί και στο ξεφόρτωμα. Στο κάρο έπρεπε να φορτώνεται συγκεκριμένος αριθμός πετρών (νομίζω 42 ή 44) προκειμένου να αντέχει το άλογο το φορτίο στις ανηφόρες και κατηφόρες.
Το πρώτο άλογο που θυμάμαι ήταν μία άσπρη μεγάλη φοράδα (θηλυκό) που είχαμε για τις εργασίες του καπνού το καλοκαίρι αλλά και για το μάζεμα των ελιών τον χειμώνα. Ήταν ένα πολύ δυνατό και έξυπνο ζώο, που το κρατήσαμε πολλά χρόνια. Ο πατέρας μου είχε όλα τα «σύνεργα» που απαιτούνταν, προκειμένου το άλογο να μας βοηθά στην καλλιέργεια του καπνού. Καταρχήν, το κάρο ήταν με δύο μεγάλες ξύλινες ρόδες που είχαν σιδερένια στεφάνια (τσέρκια). Στο φύτεμα του καπνού πηγαίναμε στα χωράφια μας με το κάρο. Αυτό μετέφερε τις γυναίκες που μας βοηθούσαν στο φύτεμα, τα καφάσια με το φυντάνι και τα υπόλοιπα απαραίτητα εργαλεία. Με το άλογο κόβαμε αυλακιές για να φτιάξουμε τα κατεβατά που φυτεύονταν ο καπνός. Αφού είχε οργωθεί και φρεζαριστεί το χωράφι που θα καλλιεργούνταν, ο πατέρας έβαζε στο άλογο την λαιμαριά και το καπίστρι. Πίσω από την λαιμαριά προσαρμόζονταν το αλέτρι (υνί), το οποίο ήταν κατασκευασμένο από σίδερο. Εγώ πήγαινα μπροστά κρατώντας το άλογο από τα γκέμια και ο πατέρας μου ακολουθούσε κρατώντας το αλέτρι, το οποίο χώνονταν βαθιά στο χώμα και με τον τρόπο αυτό δημιουργούνταν οι αυλακιές. Την εποχή εκείνη, κάπου στα τέλη της δεκαετίας του ‘70 είχαν απομείνει από όσο ξέρω ελάχιστοι καροποιοί στο Αγρίνιο. Ένας από αυτούς είχε το μαγαζί του κάπου κοντά στο σταθμό του τρένου.[…]
Στο μάζεμα του καπνού το άλογο είχε σημαντικό επιβοηθητικό ρόλο. Καταρχήν μας μετέφερε στα χωράφια μας προκειμένου να μαζέψουμε τον καπνό. Αξημέρωτα ο πατέρας μου έζευε το άλογο στο κάρο, φόρτωνε τις καλάθες και τα χράμια που βάζαμε τον καπνό, ανεβαίναμε κι εμείς και ξεκινούσαμε για το χωράφι. Πολλές φορές μέχρι να φτάσουμε στο χωράφι, είχαμε την ευκαιρία να αποκοιμηθούμε για κανένα εικοσάλεπτο. Αργότερα, όταν ο ήλιος είχε ανέβει αρκετά ψηλά, φορτώναμε τις γεμάτες με καπνό καλάθες και ξεθεωμένοι από την κούραση επιστρέφαμε στο σπίτι. Η πρώτη δουλειά του πατέρα, όταν επιστρέφαμε, ήταν να ποτίσει την φοράδα, να την ταΐσει κριθάρι και να την δέσει κάτω από ένα παχύ ίσκιο.
Κάποιες φορές όταν το χωράφι ήταν κοντά στο σπίτι μας η μεταφορά του καπνού γινόταν με το σαμάρι. Στο σαμάρι βάζαμε δύο καλάθες καπνό, μία από κάθε πλευρά και στην μέση ο πατέρας μου «πέταγε» εμένα που καμάρωνα σαν γύφτικο σκεπάρνι. Όταν μεγάλωσα λίγο, ο πατέρας με έστελνε τα μεσημέρια να δέσω εγώ το άλογο στον ίσκιο. Έβρισκα έτσι ευκαιρία, μαζί με τον ξάδερφό μου, τον Γιώργο, να κάνουμε και μια βόλτα καβάλα στο άλογο.
Δύο περιστατικά έχουν χαραχθεί έντονα στην μνήμη μου από εκείνες τις βόλτες. Το πρώτο ήταν όταν περνώντας μέσα από μια ρεματιά ο Γιώργος , διαβολάκος γάρ, γαργάλισε με τις φτέρνες του τα καπούλια του αλόγου, με αποτέλεσμα αυτό να τσινίσει, δηλαδή να τινάξει τα πίσω του ποδιά και ο ξάδερφός μου να πέσει σαν σακί μέσα στο νερό. Το δεύτερο ήταν λίγο πιο επώδυνο γι’ αυτόν. Πηγαίνοντας βόλτα στο κτήμα του θείου μας, σταματήσαμε να περιεργαστούμε το άλογο του, που ήταν δεμένο κάτω από μια μουριά. Το άλογο του θείου μου, όμως, όπως έλεγε και ο πατέρας μου, είχε το διάολο μέσα του, με αποτέλεσμα να τσακώσει με τα δόντια τον ξάδερφό μου από τον ώμο και να του κάνει ένα σημάδι που τον ακολουθούσε για πολύ καιρό…».
[Γραπτή συνέντευξη του Φώτη Βαρεμένου, 10/10/2018]
Φωτο: το άλογο και το κάρο της οικογένειας Βαρεμένου
.......................
Μου δόθηκε η ευκαιρία να αφηγηθώ κι εγώ την ιστορία του γαϊδαράκου μας του Λάγιου: Ήταν ένα μικροκαμωμένο ζώο, με σκουρόχρωμο τρίχωμα, πολύ ευκίνητο και εργατικό. Αρκετά ζωηρό και απείθαρχο πολλές φορές. Είχε μια νευρικότητα και μια ατσαλοσύνη στο βάδισμα και μια απρόβλεπτη επιθετικότητα όταν πήγαινες να τον φορτώσεις ή να του βάλεις τον ντροβά με την τροφή του.
Στη γειτονιά όλοι ξέρανε ότι ήταν ένας δουλευταράς γάϊδαρος με τα ελαττώματά του. Τον λέγανε «τροξό», «παλαβό», «σαλαφό». Αυτός ήταν ο Λάγιος. Υπερτερούσε όμως η «αξάδα», η αξιοσύνη κι η γρηγοράδα του! Αυτά τα πλεονεκτήματα τα είχε σε μεγάλο βαθμό. Ήταν δυσανάλογα με το μπόι του. Γι’ αυτό παραβλέπαμε τα ελαττώματά του. Είχε μια «δημιουργική τρέλα» θα έλεγα και δεν του κρατούσαμε κακία.
Ο γάϊδαρός μας ήταν το μόνο μεταφορικό μέσο, αφού δεν διαθέταμε αγροτικό, όπως και οι περισσότερες οικογένειες στο χωριό πριν την «αυτοκινητοποίηση» της αγροτιάς… Με το γάϊδαρο οι αγρότες μετέφεραν τα προϊόντα: το γάλα, τα ξύλα, τον καπνό, τις ελιές, κλπ.
Θα αναφέρω ότι ο Λάγιος κουβαλούσε το γάλα από τη στρούγκα στο χωριό για να το πουλήσουμε στο γαλατά ή να παρασκευάσουμε οι ίδιοι το τυρί. Μετά το άρμεγμα ο πατέρας φόρτωνε τα δυο γαλατοδοχεία ή «γαλατοπαφίλια» κατά την ξηρομερίτικη έκφραση, απ’ τη μια και την άλλη πλευρά στο σαμάρι και ο γαϊδαράκος κατηφόριζε για το χωριό. Παρά το φορτίο που κουβαλούσε ροβολούσε στο δρόμο ζωηρά και γρήγορα, αφού όπως προανέφερα είχε μια εξαιρετική σβελτάδα. Στην περίπτωσή του η παροιμία: «αργά τα ζα», θα έπρεπε να διασκευαστεί σε: «γοργά τα ζα».
Ο φόβος μας ήταν μην προγκήξει, συνέβαινε κι αυτό, και έτσι ζωηρό που ήταν τουμπάρει το φορτίο! Και αλλοίμονο στη μάνα ή σε μας τα παιδιά, που το σέρναμε… Ήταν δύσκολο να το ξαναφορτώσουμε χωρίς τη βοήθεια του πατέρα.
-«Να προσέχετε μην τα ρίξει», συμβούλευε ο πατέρας. Ναι, αλλά πώς να προσέχουμε παιδιά εμείς τότε τον τρελογάϊδαρο; Ήταν απρόβλεπτος πολλές φορές. Σαν να ’νοιωθε τη δική μας αδυναμία και έκανε τις τρέλες του. Τον πατέρα τον φοβότανε. Μόνο που τον φοβέριζε, ψάρωνε!
Εξ αιτίας της νευρικότητας και της ατσαλοσύνης του είχαν συμβεί διάφορα περιστατικά. Αναφέρω το πιο σοβαρό:
Μια μέρα με κάποιες απότομες κινήσεις του βγήκε το σαμάρι απ’ το λαιμό και έπεσε κάτω η μάνα με το μικρό αδελφό μου. Αποτέλεσμα η μάνα να σηκωθεί με πολλές μελανιές στο σώμα και ο αδελφός μου με σπασμένο χέρι… Τότε είναι αλήθεια θύμωσα πολύ και ήθελα να τον πουλήσουμε και να αγοράσουμε άλλον.
-«Και πού να βρούμε δουλευταρά σαν αυτόν»; Έλεγε η μάνα. -«Οι γύφτοι πουλάνε κάτι γέρο γαιδάρους που σέρνονται στο δρόμο. Πού να βγάλουν ανηφόρα και κατηφόρα για τη στάνη μας»;
Και είχε δίκιο. Ο τρελογάϊδαρος μας «έφευγε σφαίρα» στον ανήφορο για τα Μαναστράκια, όπου ήταν η στάνη μας, ή όπου αλλού χρειαζόταν.
Ο Λάγιος ήταν ένα ζώο που έμοιαζε με άτακτο παιδί. Το μαλώνεις, αλλά δεν παύεις να το αγαπάς. Έχει συνδεθεί με τα παιδικά μας χρόνια και τις αγροτικές εργασίες που κάναμε τότε.
«Μας δούλεψε τόσα χρόνια το γαϊδουράκι μας, μας έζησε το καημένο», έλεγε η μάνα, όταν πια το ζώο ήταν αχρείαστο. Ήταν σε «αφυπηρέτηση» μετά από αρκετά χρόνια εργασίας. Η μάνα έκανε μια αξιολόγηση της προσφοράς του με το δικό της απλό τρόπο. Και φυσικά συμφωνούσαμε μαζί της.
Μια αύρα αγάπης διαπερνά κάθε αναφορά στην πολύτιμη υπηρεσία του αγαπημένου μας τρελο-Λάγιου. Και τώρα που γράφω αυτές τις λίγες γραμμές, «μνημόσυνο» για κείνον, νιώθω συγκίνηση για το ζωντανό που μας στάθηκε βοηθός και συμπαραστάτης για πολλά χρόνια. Και οι τρέλες του που τότε μου δημιουργούσαν αγωνία και φόβο τώρα μου δημιουργούν μόνο γέλιο και νοσταλγία…
................
Μετά από αυτή την επαφή με τα ζα του Μυριβήλη και τα ζα των γονιών και των παππούδων οι μαθητές κατανόησαν τη μεγάλη προσφορά των ζώων και ιδιαίτερα των γαϊδάρων σε πόλεμο και σε ειρήνη…
Θα κλείσω με δυο ποιήματα από αυτά που έγραψαν τα παιδιά στις ασκήσεις Δημιουργικής γραφής στο μάθημα της Λογοτεχνίας:
Τα ζα στον πόλεμο
Στον πόλεμο αρκετά συχνά
Οι άνθρωποι κουβαλιούνται στ’ αμπριά.
Τα γαϊδουράκια όμως σε τι φταίνε
Και τα σέρνουν χωρίς να θένε;
Κατά τη μεταφορά τους απ’ το νησί
Από τη φρίκη ρυτιδιάζει το πετσί…
Και πολυβόλα κουβαλούσαν συνεχώς
Για να μη λείψει το ψωμί τ’ αφεντός…
Ώσπου φτάσαν σε μια τοποθεσία
Βγαλμένη από ανθρώπινη φαντασία
Γεμάτα αθωότητα κι ανηξεριά
Έχουν παραδοθεί στη γεννητική χαρά.
Όμως ξαφνικά ο ουρανός σκοτεινιάζει
Και με βουητά γεμίζει η πλάση.
Τώρα πια τα γαϊδουράκια τα καημένα
Αργοπεθαίνουν τρομαγμένα.
Και μόλις τελειώνει ο βομβαρδισμός
Τρέχει αλαφιασμένος ένας ημιονηγός
Και αρπάζει το αποκεφαλισμένο γαϊδουράκι
Με τις ματωμένες μαργαρίτες στο χειλάκι…
Σκουτέρη Θεοδώρα, Αρωνιάδα Ευαγγελία
................
Συζυγαρχία όνων
«Συζυγαρχία ημιόνων»,
Μα ήταν μόνο όνων.
Ανυπόφορη δουλειά
Κουβαλώντας όλη μέρα πυρομαχικά…
Άνοιξη και απόλαυση, αυτά τα δυο πάνε μαζί!
Αεροπλάνο βουίζοντας έφτασε η στιγμή.
Οι βόμβες πέφτανε πάνω στη γη
Κι απλώθηκε παντού σιωπή.
Σαν φίδια περιπλανιότανε τα έντερα των ζώων…
Μα η φωνή τους ακουγόταν σαν ουρλιαχτό ηρώων!
Έφτασε ο ημιονηγός,
Πήρε το γαϊδουράκι του
Κι έφυγε ολοταχώς…
Μήτσου Κωνσταντίνα, Τσιαβίκου Σοφία
ximeronews
Τα ζα του Μυριβήλη και τα ζα των μαθητών του 2ου Γυμνασίου Αγρινίου…
Γράφει η δρ. Μαρία Ν. Αγγέλη
............................................................................................. «Μέσα στα κλειδωμένα δόντια του το ζο κρατούσε ακόμα
μια τούφα κίτρινες μαργαρίτες ματωμένες…»
Εικόνα: Το κεφάλι του γαϊδάρου με τις ματωμένες μαργαρίτες…
Έργο της Κωνσταντίνας Μήτσου, μαθήτριας 2ου Γυμνασίου Αγρινίου
«Τα ζα», είναι ένα κείμενο το οποίο ανθολογείται στη Νεοελληνική Λογοτεχνία της Γ΄ Γυμνασίου. Προέρχεται από το μυθιστόρημα: Η ζωή εν Τάφω (1931), του Στράτη Μυριβήλη.
Το μυθιστόρημα αυτό αναφέρεται στις πολεμικές επιχειρήσεις στο Μακεδονικό μέτωπο κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Θεωρείται το αντιπροσωπευτικότερο ελληνικό αντιπολεμικό έργο
Στο τέλος του αποσπάσματος ο συγγραφέας καταγράφει μια συγκλονιστική λεπτομέρεια: ένας ημιονηγός που έτρεχε πανικόβλητος με το γάϊδαρό του μέσα στο βομβαρδισμό νιώθει ασφαλής όταν φτάνει στα χαρακώματα των Φραντσέζων ψωμάδων. Ο ημιονηγός δεν έχει καταλάβει ότι σέρνει από το χαλινάρι μόνο το κομμένο κεφάλι του γαϊδάρου. Η σκηνή είναι κωμικοτραγική και αποτυπώνει τη φρίκη του πολέμου!
Μέσα στα κλειδωμένα δόντια του το ζώο κρατούσε ακόμα τις κίτρινες μαργαρίτες που έτρωγε ανυποψίαστο πριν τον βομβαρδισμό…
Η μαθήτρια Κωνσταντίνα Μήτσου από την πρώτη ανάγνωση του κειμένου συγκινήθηκε πολύ από την τελευταία εικόνα της κομμένης κεφαλής του γαϊδαράκου και είπε:
-«Κυρία, θα προσπαθήσω να ζωγραφίσω αυτή την εικόνα στο μπλοκ ζωγραφικής. Θα κάνω μαύρο το γαϊδουράκι για να είναι έντονη η αντίθεση με τις κίτρινες μαργαρίτες».
Πραγματικά η μαθήτρια απέδωσε αυτή τη φρίκη του πολέμου αποτυπωμένη στο κομμένο κεφάλι του γαϊδάρου.
-«Κυρία, δεν έβαλα αίμα στο λαιμό για να μην γίνει πολύ ανατριχιαστικό», μου είπε δείχνοντάς μου τη ζωγραφιά της. -«Έβαλα μόνο μια σταγόνα εδώ…».
Επιβράβευσα τη μαθήτρια και οι συμμαθητές της τη χειροκρότησαν για την ωραία ζωγραφιά της…
....................
Ως παράλληλο κείμενο διαβάσαμε το ποίημα: «Η μπαλάντα του κυρ-Μέντιου», του Κώστα Βάρναλη. Και την ακούσαμε από την υπέροχη φωνή του Νίκου Ξυλούρη...
Aνωχώρι, Kατωχώρι,
ανηφόρι, κατηφόρι
και με κάμα και βροχή,
ώσπου μού βγαινε η ψυχή.
Eίκοσι χρονώ γομάρι
σήκωσα όλο το νταμάρι
κ' έχτισα, στην εμπασιά
του χωριού, την εκκλησιά.
Kαι ζευγάρι με το βόδι
άλλο μπόι κι άλλο πόδι
όργωνα στα ρέματα
τ' αφεντός τα στρέμματα.
Kαι στον πόλεμ' "όλα για όλα"
κουβαλούσα πολυβόλα
να σκοτώνονται οι λαοί
για τ' αφέντη το φαΐ…
...................
Επίσης, είδαμε και σχολιάσαμε με τους μαθητές τη Γκουέρνικα του Πικάσο. Το έργο φιλοτεχνήθηκε από το ζωγράφο όταν πληροφορήθηκε τα νέα για το βομβαρδισμό της βασκικής πόλης Γκουέρνικα το 1937.Στο συγκεκριμένο έργο, ο Πικάσο δημιούργησε διαχρονικές εικόνες του τρόμου και της βίας ενάντια στον άνθρωπο και τα ζώα.
..................
Μετά την ολοκλήρωση της ερμηνευτικής προσέγγισης του μαθήματος αναφερθήκαμε γενικά στη χρησιμότητα των γαϊδουριών στον άνθρωπο. Και κυρίως, στην αγροτική κοινωνία πριν την «αυτοκινητοποίησή» της. Τα παιδιά συζήτησαν το θέμα με τους γονείς και τους παππούδες τους και πληροφορήθηκαν τη μεγάλη σημασία της εργασίας των ζώων.
Με τα ζώα μετέφεραν τον καπνό, αλλά και τους ανθρώπους στο χωράφι, είπαν τα περισσότερα…
Η Θεοδώρα Σκουτέρη έγραψε με το τάμπλετ την αφήγηση της γιαγιάς της, Βασιλικής Μπαρπαγιάννη και την ακούσαμε όλοι στη σχολική Αίθουσα. Αναφέρθηκε κυρίως στη χρησιμότητα του ζώου για την καπνοκαλλιέργεια. Παραθέτω απόσπασμα:
«Βεβαίως είχαμε γαϊδουράκια, γιατί ήτανε η πρώτη ανάγκη εκείνα τα χρόνια. Είχαμε από το ’50 μέχρι και το ’70 κοντέψαμε. Τη λέγαμε Μπέμπα. Την είχαμε σαν μοναχοκόρη. Παρόλο που ήμασταν τέσσερα κορίτσια, αυτή την είχαμε σαν μοναχοκόρη![…]
Θα σου πω την εποχή που το γαϊδουράκι δούλευε. Θα σηκωνόμασταν το πρωί, θα του δίναμε ένα μπαλάκι τριφύλλι και το νεράκι του, θα ξεκινούσαμε να πάμε, αυτό θα γινότανε όταν αρχίζαμε να βγάλουμε το φυντάνι. Αυτό θα ’τρωγε και ’μεις θα βγάζαμε φυντάνι. Θα ’τρωγε το χορταράκι του, θα πινε το νεράκι του. Μετά θα πηγαίναμε να του βάλουμε το σαμαράκι του και θα το πηγαίναμε στη φυντανιά. Εκεί θα το φορτώναμε το φυντάνι και θα το παίρναμε να πάμε στο χωράφι. Στο χωράφι τι θα κάναμε; Θα το ξεφορτώναμε θα του βγάζαμε το σαμάρι του που είχε πάνω του και θα το πηγαίναμε πού είχε μεγαλύτερο ίσκιο να καθήσει το γαϊδούρι. Εκεί θα του ξαναδίναμε πάλι φαγητό και νεράκι φρέσκο. Εμείς θα πηγαίναμε να φυτέψουμε το φυντανάκι και όταν ερχότανε η ώρα το βράδυ, αν το χρειαζόμασταν ενδιάμεσα βέβαια θα το παίρναμε, αν χρειαζόμασταν κάτι. Το βράδυ, θα το παίρναμε το γαϊδουράκι θα του βάζαμε πάλι το σαμάρι, θα το φορτώναμε τι είχαμε να το φορτώσουμε, τα πράγματα απ’ το χωράφι: καλάθες και τέτοια και θα το φέρναμε στο σπίτι. Στο σπίτι θα το δέναμε, θα το ξεφορτώναμε, θα του βγάζαμε το σαμάρι, θα του δίναμε πάλι το φαγητό του, θα του δίναμε το νεράκι του και ο ρυθμός της μέρας αυτός ήτανε…[…]
Όχι δεν το κακομαθαίναμε. Γιατί αυτό κουβαλούσε το βάρος όλο. Εμείς πηγαίναμε με τα πόδια μας και με τα χέρια μας αδειανά. Δεν ήτανε κακομάθημα και έλεγες πως του ’δινες και λίγο καλαμπόκι, άμα είχες και λίγο ψωμάκι. Δηλαδή κοίταγες να το περιποιηθείς. Και το χορταράκι του το χλωρό να φάει… Δηλαδή έπρεπε να το φροντίζεις σαν ένα μικρό παιδί… […]
Το γαϊδουράκι είναι και πολύ χρήσιμο το γάλα του. Όταν ήμασταν μικρά και είχαμε το λεγόμενο «καρκαλέτσι», το λέγαμε εμείς, κοκκύτης σήμερα, παίρνανε γάλα από το γαϊδούρι, τη γαϊδούρα και δίνανε στα παιδιά, εκείνα τα χρόνια.
Αλλά και τώρα, το γάλα του είναι είδος πολυτελείας. Έχει 10ευρώ το κιλό. Γι’ αυτό καταλαβαίνεις πόσο χρήσιμο είναι… για όλα του!»
[Προφορική συνέντευξη της Βασιλικής Μπαρπαγιάννη, 1/10/18]
Με αφορμή την αναφορά της κ. Μπαρπαγιάννη να σημειώσουμε ότι πρόσφατες μελέτες έχουν δείξει πως το γάλα γαϊδούρας είναι η τροφή που πλησιάζει όσο καμία άλλη σε διατροφικά χαρακτηριστικά και οφέλη στο μητρικό γάλα ανθρώπου. Το γάλα του γαϊδάρου σήμερα δεν χρησιμοποιείται για τη θεραπεία από το «καρκαλέτσι». Αξιοποιείται για διάφορες άλλες χρήσεις και για την παρασκευή καλλυντικών. Ο Πλίνιος αναφέρει ότι: «Το γαϊδουρόγαλο σβήνει τις ρυτίδες στο δέρμα, το καθιστά πιο λεπτό και διατηρεί το λευκό του χρώμα…». Η Κλεοπάτρα, βασίλισσα της Αιγύπτου, συνήθιζε να κάνει μπάνιο μέσα σε γάλα γαϊδούρας για να παραμένει όμορφη και λαμπερή!
Η Ασημίνα Τσούτσα μας ανέφερε μια σκηνή που είχε δει το καλοκαίρι στο χωριό της, τη Γουριώτισσα και της έκανε εντύπωση: Ένας άνδρας ήταν καβάλα στο γάϊδαρο και ακολουθούσε πεζή η γυναίκα του.
-«Κυρία, όταν ξαναπάω στο χωριό θα σας φέρω φωτογραφία»!
Τέτοιες εικόνες πίστευα ότι δεν υπάρχουν το 2018. Διαψεύστηκα από τη συγκεκριμένη περίπτωση…
Η ίδια μαθήτρια βρήκε στο οικογενειακό άλμπουμ μια φωτογραφία με τον παππού Βαγγέλη Αθανασίου και το γαϊδαρό του τον Κίτσο και την έφερε στην τάξη. Αυτός ο γάϊδαρος, μας είπε, κουβάλησε τα υλικά για το χτίσιμο του σπιτιού στο χωριό του παππού την Αετόπετρα, κοντά στο Θέρμο. Αυτή η «οικογενειακή» φωτογραφία μου θύμισε τα παιδικά μου χρόνια στο χωριό, το Μαχαιρά Ξηρομέρου.
Φωτο: ο Βαγγέλης Αθανασίου με το γάϊδαρο, τα παιδιά και τα ανήψια του…
Η Ειρήνη Βαρεμένου μας μετέφερε τη βιωμένη εμπειρία του πατέρα της, Φώτη Βαρεμένου, όπως εκείνος την κατέγραψε για να τη μοιραστεί μαζί μας. Αναφέρθηκε στο άλογο της οικογένειάς του. Παραθέτω ενδεικτικό απόσπασμα:
«Η πρώτη μου επαφή με άλογο, από όσο θυμάμαι τον εαυτό μου, έγινε κάπου εκεί στην ηλικία των 6-7 ετών. Ο πατέρας μου είχε άλογο από νεαρή ηλικία. Λίγο μετά τον εμφύλιο πόλεμο κουβαλούσε με το κάρο πέτρες από το νταμάρι που βρίσκονταν πίσω από την Αγία Παρασκευή προκειμένου να οικοδομήσουν οι Αγρινιώτες, κυρίως οι εύποροι, τα διώροφα σπίτια τους. Όπως μας έλεγε ήταν μια επίπονη διαδικασία τόσο για τον άνθρωπο όσο και για το ζώο. Έπρεπε οι πέτρες να φορτωθούν όλες με τα χέρια και η ίδια διαδικασία να ακολουθηθεί και στο ξεφόρτωμα. Στο κάρο έπρεπε να φορτώνεται συγκεκριμένος αριθμός πετρών (νομίζω 42 ή 44) προκειμένου να αντέχει το άλογο το φορτίο στις ανηφόρες και κατηφόρες.
Το πρώτο άλογο που θυμάμαι ήταν μία άσπρη μεγάλη φοράδα (θηλυκό) που είχαμε για τις εργασίες του καπνού το καλοκαίρι αλλά και για το μάζεμα των ελιών τον χειμώνα. Ήταν ένα πολύ δυνατό και έξυπνο ζώο, που το κρατήσαμε πολλά χρόνια. Ο πατέρας μου είχε όλα τα «σύνεργα» που απαιτούνταν, προκειμένου το άλογο να μας βοηθά στην καλλιέργεια του καπνού. Καταρχήν, το κάρο ήταν με δύο μεγάλες ξύλινες ρόδες που είχαν σιδερένια στεφάνια (τσέρκια). Στο φύτεμα του καπνού πηγαίναμε στα χωράφια μας με το κάρο. Αυτό μετέφερε τις γυναίκες που μας βοηθούσαν στο φύτεμα, τα καφάσια με το φυντάνι και τα υπόλοιπα απαραίτητα εργαλεία. Με το άλογο κόβαμε αυλακιές για να φτιάξουμε τα κατεβατά που φυτεύονταν ο καπνός. Αφού είχε οργωθεί και φρεζαριστεί το χωράφι που θα καλλιεργούνταν, ο πατέρας έβαζε στο άλογο την λαιμαριά και το καπίστρι. Πίσω από την λαιμαριά προσαρμόζονταν το αλέτρι (υνί), το οποίο ήταν κατασκευασμένο από σίδερο. Εγώ πήγαινα μπροστά κρατώντας το άλογο από τα γκέμια και ο πατέρας μου ακολουθούσε κρατώντας το αλέτρι, το οποίο χώνονταν βαθιά στο χώμα και με τον τρόπο αυτό δημιουργούνταν οι αυλακιές. Την εποχή εκείνη, κάπου στα τέλη της δεκαετίας του ‘70 είχαν απομείνει από όσο ξέρω ελάχιστοι καροποιοί στο Αγρίνιο. Ένας από αυτούς είχε το μαγαζί του κάπου κοντά στο σταθμό του τρένου.[…]
Στο μάζεμα του καπνού το άλογο είχε σημαντικό επιβοηθητικό ρόλο. Καταρχήν μας μετέφερε στα χωράφια μας προκειμένου να μαζέψουμε τον καπνό. Αξημέρωτα ο πατέρας μου έζευε το άλογο στο κάρο, φόρτωνε τις καλάθες και τα χράμια που βάζαμε τον καπνό, ανεβαίναμε κι εμείς και ξεκινούσαμε για το χωράφι. Πολλές φορές μέχρι να φτάσουμε στο χωράφι, είχαμε την ευκαιρία να αποκοιμηθούμε για κανένα εικοσάλεπτο. Αργότερα, όταν ο ήλιος είχε ανέβει αρκετά ψηλά, φορτώναμε τις γεμάτες με καπνό καλάθες και ξεθεωμένοι από την κούραση επιστρέφαμε στο σπίτι. Η πρώτη δουλειά του πατέρα, όταν επιστρέφαμε, ήταν να ποτίσει την φοράδα, να την ταΐσει κριθάρι και να την δέσει κάτω από ένα παχύ ίσκιο.
Κάποιες φορές όταν το χωράφι ήταν κοντά στο σπίτι μας η μεταφορά του καπνού γινόταν με το σαμάρι. Στο σαμάρι βάζαμε δύο καλάθες καπνό, μία από κάθε πλευρά και στην μέση ο πατέρας μου «πέταγε» εμένα που καμάρωνα σαν γύφτικο σκεπάρνι. Όταν μεγάλωσα λίγο, ο πατέρας με έστελνε τα μεσημέρια να δέσω εγώ το άλογο στον ίσκιο. Έβρισκα έτσι ευκαιρία, μαζί με τον ξάδερφό μου, τον Γιώργο, να κάνουμε και μια βόλτα καβάλα στο άλογο.
Δύο περιστατικά έχουν χαραχθεί έντονα στην μνήμη μου από εκείνες τις βόλτες. Το πρώτο ήταν όταν περνώντας μέσα από μια ρεματιά ο Γιώργος , διαβολάκος γάρ, γαργάλισε με τις φτέρνες του τα καπούλια του αλόγου, με αποτέλεσμα αυτό να τσινίσει, δηλαδή να τινάξει τα πίσω του ποδιά και ο ξάδερφός μου να πέσει σαν σακί μέσα στο νερό. Το δεύτερο ήταν λίγο πιο επώδυνο γι’ αυτόν. Πηγαίνοντας βόλτα στο κτήμα του θείου μας, σταματήσαμε να περιεργαστούμε το άλογο του, που ήταν δεμένο κάτω από μια μουριά. Το άλογο του θείου μου, όμως, όπως έλεγε και ο πατέρας μου, είχε το διάολο μέσα του, με αποτέλεσμα να τσακώσει με τα δόντια τον ξάδερφό μου από τον ώμο και να του κάνει ένα σημάδι που τον ακολουθούσε για πολύ καιρό…».
[Γραπτή συνέντευξη του Φώτη Βαρεμένου, 10/10/2018]
Φωτο: το άλογο και το κάρο της οικογένειας Βαρεμένου
.......................
Μου δόθηκε η ευκαιρία να αφηγηθώ κι εγώ την ιστορία του γαϊδαράκου μας του Λάγιου: Ήταν ένα μικροκαμωμένο ζώο, με σκουρόχρωμο τρίχωμα, πολύ ευκίνητο και εργατικό. Αρκετά ζωηρό και απείθαρχο πολλές φορές. Είχε μια νευρικότητα και μια ατσαλοσύνη στο βάδισμα και μια απρόβλεπτη επιθετικότητα όταν πήγαινες να τον φορτώσεις ή να του βάλεις τον ντροβά με την τροφή του.
Στη γειτονιά όλοι ξέρανε ότι ήταν ένας δουλευταράς γάϊδαρος με τα ελαττώματά του. Τον λέγανε «τροξό», «παλαβό», «σαλαφό». Αυτός ήταν ο Λάγιος. Υπερτερούσε όμως η «αξάδα», η αξιοσύνη κι η γρηγοράδα του! Αυτά τα πλεονεκτήματα τα είχε σε μεγάλο βαθμό. Ήταν δυσανάλογα με το μπόι του. Γι’ αυτό παραβλέπαμε τα ελαττώματά του. Είχε μια «δημιουργική τρέλα» θα έλεγα και δεν του κρατούσαμε κακία.
Ο γάϊδαρός μας ήταν το μόνο μεταφορικό μέσο, αφού δεν διαθέταμε αγροτικό, όπως και οι περισσότερες οικογένειες στο χωριό πριν την «αυτοκινητοποίηση» της αγροτιάς… Με το γάϊδαρο οι αγρότες μετέφεραν τα προϊόντα: το γάλα, τα ξύλα, τον καπνό, τις ελιές, κλπ.
Θα αναφέρω ότι ο Λάγιος κουβαλούσε το γάλα από τη στρούγκα στο χωριό για να το πουλήσουμε στο γαλατά ή να παρασκευάσουμε οι ίδιοι το τυρί. Μετά το άρμεγμα ο πατέρας φόρτωνε τα δυο γαλατοδοχεία ή «γαλατοπαφίλια» κατά την ξηρομερίτικη έκφραση, απ’ τη μια και την άλλη πλευρά στο σαμάρι και ο γαϊδαράκος κατηφόριζε για το χωριό. Παρά το φορτίο που κουβαλούσε ροβολούσε στο δρόμο ζωηρά και γρήγορα, αφού όπως προανέφερα είχε μια εξαιρετική σβελτάδα. Στην περίπτωσή του η παροιμία: «αργά τα ζα», θα έπρεπε να διασκευαστεί σε: «γοργά τα ζα».
Ο φόβος μας ήταν μην προγκήξει, συνέβαινε κι αυτό, και έτσι ζωηρό που ήταν τουμπάρει το φορτίο! Και αλλοίμονο στη μάνα ή σε μας τα παιδιά, που το σέρναμε… Ήταν δύσκολο να το ξαναφορτώσουμε χωρίς τη βοήθεια του πατέρα.
-«Να προσέχετε μην τα ρίξει», συμβούλευε ο πατέρας. Ναι, αλλά πώς να προσέχουμε παιδιά εμείς τότε τον τρελογάϊδαρο; Ήταν απρόβλεπτος πολλές φορές. Σαν να ’νοιωθε τη δική μας αδυναμία και έκανε τις τρέλες του. Τον πατέρα τον φοβότανε. Μόνο που τον φοβέριζε, ψάρωνε!
Εξ αιτίας της νευρικότητας και της ατσαλοσύνης του είχαν συμβεί διάφορα περιστατικά. Αναφέρω το πιο σοβαρό:
Μια μέρα με κάποιες απότομες κινήσεις του βγήκε το σαμάρι απ’ το λαιμό και έπεσε κάτω η μάνα με το μικρό αδελφό μου. Αποτέλεσμα η μάνα να σηκωθεί με πολλές μελανιές στο σώμα και ο αδελφός μου με σπασμένο χέρι… Τότε είναι αλήθεια θύμωσα πολύ και ήθελα να τον πουλήσουμε και να αγοράσουμε άλλον.
-«Και πού να βρούμε δουλευταρά σαν αυτόν»; Έλεγε η μάνα. -«Οι γύφτοι πουλάνε κάτι γέρο γαιδάρους που σέρνονται στο δρόμο. Πού να βγάλουν ανηφόρα και κατηφόρα για τη στάνη μας»;
Και είχε δίκιο. Ο τρελογάϊδαρος μας «έφευγε σφαίρα» στον ανήφορο για τα Μαναστράκια, όπου ήταν η στάνη μας, ή όπου αλλού χρειαζόταν.
Ο Λάγιος ήταν ένα ζώο που έμοιαζε με άτακτο παιδί. Το μαλώνεις, αλλά δεν παύεις να το αγαπάς. Έχει συνδεθεί με τα παιδικά μας χρόνια και τις αγροτικές εργασίες που κάναμε τότε.
«Μας δούλεψε τόσα χρόνια το γαϊδουράκι μας, μας έζησε το καημένο», έλεγε η μάνα, όταν πια το ζώο ήταν αχρείαστο. Ήταν σε «αφυπηρέτηση» μετά από αρκετά χρόνια εργασίας. Η μάνα έκανε μια αξιολόγηση της προσφοράς του με το δικό της απλό τρόπο. Και φυσικά συμφωνούσαμε μαζί της.
Μια αύρα αγάπης διαπερνά κάθε αναφορά στην πολύτιμη υπηρεσία του αγαπημένου μας τρελο-Λάγιου. Και τώρα που γράφω αυτές τις λίγες γραμμές, «μνημόσυνο» για κείνον, νιώθω συγκίνηση για το ζωντανό που μας στάθηκε βοηθός και συμπαραστάτης για πολλά χρόνια. Και οι τρέλες του που τότε μου δημιουργούσαν αγωνία και φόβο τώρα μου δημιουργούν μόνο γέλιο και νοσταλγία…
................
Μετά από αυτή την επαφή με τα ζα του Μυριβήλη και τα ζα των γονιών και των παππούδων οι μαθητές κατανόησαν τη μεγάλη προσφορά των ζώων και ιδιαίτερα των γαϊδάρων σε πόλεμο και σε ειρήνη…
Θα κλείσω με δυο ποιήματα από αυτά που έγραψαν τα παιδιά στις ασκήσεις Δημιουργικής γραφής στο μάθημα της Λογοτεχνίας:
Τα ζα στον πόλεμο
Στον πόλεμο αρκετά συχνά
Οι άνθρωποι κουβαλιούνται στ’ αμπριά.
Τα γαϊδουράκια όμως σε τι φταίνε
Και τα σέρνουν χωρίς να θένε;
Κατά τη μεταφορά τους απ’ το νησί
Από τη φρίκη ρυτιδιάζει το πετσί…
Και πολυβόλα κουβαλούσαν συνεχώς
Για να μη λείψει το ψωμί τ’ αφεντός…
Ώσπου φτάσαν σε μια τοποθεσία
Βγαλμένη από ανθρώπινη φαντασία
Γεμάτα αθωότητα κι ανηξεριά
Έχουν παραδοθεί στη γεννητική χαρά.
Όμως ξαφνικά ο ουρανός σκοτεινιάζει
Και με βουητά γεμίζει η πλάση.
Τώρα πια τα γαϊδουράκια τα καημένα
Αργοπεθαίνουν τρομαγμένα.
Και μόλις τελειώνει ο βομβαρδισμός
Τρέχει αλαφιασμένος ένας ημιονηγός
Και αρπάζει το αποκεφαλισμένο γαϊδουράκι
Με τις ματωμένες μαργαρίτες στο χειλάκι…
Σκουτέρη Θεοδώρα, Αρωνιάδα Ευαγγελία
................
Συζυγαρχία όνων
«Συζυγαρχία ημιόνων»,
Μα ήταν μόνο όνων.
Ανυπόφορη δουλειά
Κουβαλώντας όλη μέρα πυρομαχικά…
Άνοιξη και απόλαυση, αυτά τα δυο πάνε μαζί!
Αεροπλάνο βουίζοντας έφτασε η στιγμή.
Οι βόμβες πέφτανε πάνω στη γη
Κι απλώθηκε παντού σιωπή.
Σαν φίδια περιπλανιότανε τα έντερα των ζώων…
Μα η φωνή τους ακουγόταν σαν ουρλιαχτό ηρώων!
Έφτασε ο ημιονηγός,
Πήρε το γαϊδουράκι του
Κι έφυγε ολοταχώς…
Μήτσου Κωνσταντίνα, Τσιαβίκου Σοφία
ximeronews
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Τα νούμερα τηλεθέασης στην πρωινή ζώνη του Σαββάτου!
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ