2018-10-26 18:00:38
Η παρανόηση: Ξέρετε γιατί σας αρέσουν αυτά που σας ορίσουν και γιατί νιώθετε όπως νιώθετε. Η πραγματικότητα: Δεν αντιλαμβάνεστε την αιτία κάποιων συναισθηματικών σας καταστάσεων και, όταν καλείστε να τις ερμηνεύσετε, απλώς επινοείτε μια εξήγηση.
Έναστρη Νύχτα του Βαν Γκογκ
Φέρτε στο μυαλό σας έναν πίνακα που θεωρείται ωραίος κατά γενική ομολογία, όπως η Έναστρη Νύχτα του Βαν Γκογκ. Τώρα φανταστείτε ότι πρέπει να γράψετε μια έκθεση όπου θα εξηγήσετε γιατί είναι τόσο δημοφιλής ο συγκεκριμένος πίνακας. Ορίστε, λοιπόν, για προσπαθήστε να σκεφθείτε μια καλή εξήγηση.
Μη συνεχίζετε την ανάγνωση. Δοκιμάστε να εξηγήσετε γιατί είναι τόσο σπουδαίοι οι πίνακες του Βαν Γκογκ.
Σκεφθείτε κάποιο τραγούδι που αγαπάτε πολύ ή μια φωτογραφία- μια ταινία ή ένα βιβλίο που κατά καιρούς αποζητάτε. Φέρτε λοιπόν στο μυαλό σας όλα αυτά τα καλλιτεχνικά δημιουργήματα που αγαπάτε, κι ύστερα προσπαθήστε να εξηγήσετε με μία πρόταση γιατί σας αρέσουν τόσο. Κατά πάσα πιθανότητα θα δυσκολευτείτε να βρείτε τις κατάλληλες λέξεις, αλλά, αν σας πιέσουν, τελικά κάτι θα καταφέρετε να πείτε.
Σύμφωνα με έρευνες, το πρόβλημα είναι πως η εξήγησή σας, κατά πάσα πιθανότητα, θα είναι πέρα για πέρα ανακριβής. Αυτό απέδειξε ο Tim Wilson του Πανεπιστημίου της Βιρτζίνια το 1990 με το τεστ της αφίσας (poster test).
Ζήτησε από μια ομάδα φοιτητών να μπουν σε μια αίθουσα, όπου τους έδειξε μια σειρά από αφίσες. Οι φοιτητές ενημερώθηκαν ότι μπορούσαν να πάρουν όποια ήθελαν ως δώρο και να την κρατήσουν. Στη συνέχεια, ο Wilson έφερε στην αίθουσα μια δεύτερη ομάδα φοιτητών και τους είπε το ίδιο πράγμα, μόνο που αυτήν τη φορά οι φοιτητές έπρεπε να εξηγήσουν γιατί ήθελαν την αφίσα που είχαν επιλέξει.
Ύστερα από έξι μήνες, ο Wilson ρώτησε τους φοιτητές των δύο ομάδων τι γνώμη είχαν για τις επιλογές τους. Στην πρώτη ομάδα, όπου οι συμμετέχοντες απλώς είχαν πάρει την αφίσα που ήθελαν και είχαν φύγει, ήταν όλοι ενθουσιασμένοι με την επιλογή τους. Στη δεύτερη ομάδα, όπου έπρεπε να αιτιολογηθεί η επιλογή της αφίσας, όλοι οι φοιτητές ήταν δυσαρεστημένοι με το απόκτημά τους. Τα μέλη της πρώτης ομάδας στην πλειονότητά τους είχαν διαλέξει έναν όμορφο πίνακα του Μονέ ή του Βαν Γκογκ, ενώ τα μέλη της δεύτερης ομάδας, που έπρεπε να εξηγήσουν την επιλογή τους, ως επί το πλείστον είχαν διαλέξει μια αφίσα που απεικόνιζε μια γάτα που κρεμόταν από ένα σχοινί και συνοδευόταν από τη φράση «Μην τα παρατάς».
Σύμφωνα με τον Wilson, όταν καλούμαστε να πάρουμε μια απόφαση στο πλαίσιο της οποίας αναγκαζόμαστε να επεξεργαστούμε το σκεπτικό μας, αρχίζουμε να χαμηλώνουμε την ένταση του συναισθηματικού μυαλού μας και δυναμώνουμε το λογικό μυαλό μας. Έτσι αρχίζουμε να διαμορφώνουμε μια νοερή λίστα με υπέρ και κατά, την οποία δεν θα είχαμε καταρτίσει αν είχαμε απλώς βασιστεί στο ένστικτό μας. Στην έρευνά του, ο Wilson το έθεσε ως εξής:
«Η διαμόρφωση των προτιμήσεών μας μοιάζει με την εκμάθηση ποδηλάτου, είναι κάτι που το καταφέρνουμε με ευκολία, αλλά δυσκολευόμαστε να εξηγήσουμε πως γίνεται.»
Πριν από τη διεξαγωγή της παραπάνω έρευνας, συνήθως θεωρούνταν θεμιτή η προσεκτική μελέτη όλων των πιθανών εναλλακτικών πριν τη λήψη μιας απόφασης. Οι έρευνες του Wilson, ωστόσο, έδειξαν πως ενίοτε αυτού του είδους η ενδοσκόπηση (introspection) μπορεί να μας οδηγήσει σε αποφάσεις που θεωρητικά φαίνονται καλές, αλλά που μας αφήνουν ένα συναισθηματικό κενό. Ο Wilson γνώριζε πως προγενέστερες , έρευνες στο Πολιτειακό Πανεπιστήμιο του Κεντ είχαν καταδείξει πως οι συλλογισμοί και οι σκέψεις σχετικά με την κατάθλιψη που μπορεί να νιώθουμε επιδεινώνουν την κατάθλιψη αυτή, ενώ οι περισπασμοί μπορεί να οδηγούν σε βελτίωση της διάθεσής μας.
Πολύ απλά, η ενδοσκόπηση μερικές φορές δεν μας, βοηθάει. Οι μελέτες πάνω στο θέμα θέτουν υπό αμφισβήτηση το νόημα και την αξία ύπαρξης κάθε είδους ανάλυσης ή κριτικής για τα έργα τέχνης, τη μουσική, τον κινηματογράφο, την ποίηση, τη λογοτεχνία ή τα βιντεοπαιχνίδια. Αντίστοιχα, από ένα τέτοιο πρίσμα, οι αναλύσεις μάρκετινγκ και οι ομάδες εστίασης (focus groups) δεν φαίνεται να σχετίζονται τόσο με εγγενείς ιδιότητες των υπό μελέτη προϊόντων, αλλά με τις εξηγήσεις που επινοούν οι εκάστοτε «κριτές» προκειμένου να δικαιολογήσουν τις προτιμήσεις τους.
Όταν ζητάμε από κάποιον να μας πει γιατί του αρέσει ή δεν του αρέσει κάτι, καλείται να εκφράσει κάτι που ανήκει σε ένα βαθύ, συναισθηματικό, πρωτόγονο κομμάτι του ψυχισμού του χρησιμοποιώντας τη γλώσσα του ανώτερου, μεταγενέστερου, ορθολογικού κόσμου των λέξεων, των προτάσεων και των παραγράφων. Το πρόβλημα είναι πως οι βαθύτερες πτυχές του νου είναι ενδεχομένως προσπέλαστες και ασυνείδητες. Όλα όσα μας είναι προσβάσιμα σε συνειδητό επίπεδο μπορεί να μην έχουν μεγάλη σχέση με τις προτιμήσεις μας. Όταν, αργότερα, προσπαθούμε να δικαιολογήσουμε τις αποφάσεις ή τα αισθήματά μας, αρχίζουμε να ανησυχούμε για τα όσα μπορεί η εξήγησή μας να αποκαλύπτει για το άτομό μας και φοβόμαστε μήπως κλονίσει περαιτέρω την αξιοπιστία του εσωτερικού μας αφηγήματος.
Στην έρευνα του Wilson με τις αφίσες, οι περισσότεροι συμμετέχοντες προτιμούσαν κατά βάθος τον όμορφο πίνακα από την αφίσα με τη γάτα, αλλά δεν μπορούσαν να βρουν μια λογική εξήγηση για την προτίμησή τους αυτή, ή τουλάχιστον δεν έβρισκαν μια εξήγηση αρκετά καλή για να την υποστηρίξουν και γραπτώς για τις ανάγκες του πειράματος. Αντιθέτως, για την αφίσα με το μήνυμα περί επιμονής μπορούσαν να πουν έναν σωρό πράγματα, γιατί είχε έναν πιο σαφή και απτό λόγο ύπαρξης.
Ο Wilson πραγματοποίησε άλλο ένα πείραμα, κατά το οποίο οι συμμετέχοντες έβλεπαν δύο μικρές φωτογραφίες δύο διαφορετικών ανθρώπων και έπειτα έπρεπε να πουν ποιον θεωρούσαν πιο ελκυστικό. Στη συνέχεια οι ερευνητές έδιναν στους συμμετέχοντες μια μεγαλύτερη φωτογραφία, λέγοντάς τους πως ήταν μια μεγεθυμένη εκδοχή της μικρής φωτογραφίας -ενώ στην πραγματικότητα απεικονιζόταν ένα τελείως διαφορετικό πρόσωπο- και τους ζητούσαν να εξηγήσουν γιατί είχαν επιλέξει τη συγκεκριμένη φωτογραφία. Σε όλες τις περιπτώσεις οι συμμετέχοντες άρχιζαν να εξηγούν με προθυμία γιατί την είχαν επιλέξει. Παρότι επρόκειτο για ένα πρόσωπο που το έβλεπαν για πρώτη φορά, αυτό δεν τους δυσκόλευε να εξηγήσουν γιατί το είχαν θεωρήσει ελκυστικό σε ένα φανταστικό παρελθόν.
Σε ένα άλλο από τα πειράματά του, ο Wilson ζητούσε από τους συμμετέχοντες να αξιολογήσουν την ποιότητα κάποιων μαρμελάδων. Τοποθετούσε μπροστά τους πέντε διαφορετικές μάρκες που είχαν βαθμολογηθεί κατά σειρά προτίμησης ως η πρώτη η ενδέκατη, η εικοστή τέταρτη, η τριακοστή δεύτερη και η τεσσαρακοστή τέταρτη επιλογή, σε μια έρευνα καταναλωτών για τις καλύτερες μαρμελάδες της αγοράς. Η πρώτη ομάδα στην έρευνα του Wilson απλώς δοκίμαζε τις μαρμελάδες και τις βαθμολογούσε. Οι συμμετέχοντες της δεύτερης ομάδας, έπρεπε επιπλέον να γράψουν τι ήταν αυτό που τους άρεσε ή που δεν τους άρεσε στην κάθε μαρμελάδα που δοκίμασαν
Όπως περίπου συνέβη και στο πείραμα με τις αφίσες, οι προτιμήσεις των συμμετεχόντων που δεν ήταν αναγκασμένοι να αιτιολογήσουν τις επιλογές τους ήταν παρόμοιες με αυτές στην έρευνα καταναλωτών. Αντιθέτως, οι βαθμολογίες των, μελών της δεύτερης ομάδας διαφοροποιούνταν από την έρευνα καταναλωτών και οι προτιμήσεις τους ήταν επηρεασμένες από τις ερμηνείες που έδιναν για να εξηγήσουν την επιλογή τους. Εφόσον η γεύση είναι δύσκολο να ποσοτικοποιηθεί και να εκφραστεί με λόγια, οι ερμηνείες αυτές ήταν επικεντρωμένες, σε άλλες πτυχές, όπως η υφή ή το χρώμα, παράμετροι που δεν είχαν επηρεάσει τις επιλογές της πρώτης ομάδας.
Η αίσθηση ότι καταλαβαίνουμε τα κίνητρα πίσω από τις πράξεις μας, τις επιθυμίες μας, τι μας αρέσει και τι όχι ονομάζεται ψευδαίσθηση της ενδοσκόπησης (introspection illusion], έχουμε την εντύπωση ότι ξέρουμε τον εαυτό μας και ότι γνωρίζουμε γιατί είμαστε αυτοί που είμαστε- και νομίζουμε ότι χάρη σε αυτήν τη γνώση μπορούμε να ξέρουμε πώς θα συμπεριφερθούμε σε διάφορες καταστάσεις στο μέλλον. Οι έρευνες ωστόσο δεν δικαιώνουν αυτήν την άποψη. Πλήθος επιστημονικών πειραμάτων αποδεικνύουν πως η ενδοσκόπηση δεν είναι η διαδικασία κατά την οποία ερχόμαστε σε επαφή με τις βαθύτερες νοητικές μας κατασκευές- είναι ένα παραμύθι που λέμε στον εαυτό μας.
Βλέπουμε τι έχουμε κάνει ή πώς έχουμε νιώσει και επινοούμε μια σχετικά πειστική εξήγηση. Αν έχουμε να πείσουμε κι άλλους, επινοούμε μια εξήγηση που θα τους, πείσει και αυτούς. Όταν όμως πρέπει να εξηγήσουμε γιατί μας, αρέσουν τα πράγματα που μας αρέσουν, δεν είμαστε τόσο έξυπνοι και η ίδια η ανάγκη να εξηγήσουμε τις προτιμήσεις μας μπορεί να επηρεάσει τη στάση μας απέναντι τους.
Στη σημερινή εποχή του Twitter, του Facebook και των ιστολογίων, ο κόσμος διατυμπανίζει την αγάπη του ή την απέχθεια του για την τέχνη. Ρίξτε μια ματιά στους λίβελους και τους διθυράμβους για ταινίες όπως το Avatar ή ο Μαύρος Κύκνος. Όταν ο Τιτανικός τιμήθηκε με έναν σωρό Όσκαρ, κάποιοι υποστήριζαν ότι μπορεί να ήταν η καλύτερη ταινία όλων των εποχών. Σήμερα θεωρείται καλή, αλλά γλυκανάλατη, καλογυρισμένη αλλά υπερβολικά συναισθηματική. Τι εντύπωση θα δίνει άραγε σε εκατό χρόνια;
Καλό θα ήταν να μην ξεχνάμε πως πολλά έργα που σήμερα θεωρούνται κλασικά είχαν δεχθεί σφοδρή κριτική στην εποχή τους. Για παράδειγμα, διαβάστε πώς περιέγραφε το Μόμπι Ντικ* ένας κριτικός το 1851:
Πρόκειται για ένα ατυχές συνονθύλευμα συναισθηματισμού και συσσωρευμένων εγκυκλοπαιδικών πληροφοριών. Η προοπτική δημιουργίας μιας ιστορίας με συνοχή προφανώς δεν ενδιέφερε τον συγγραφέα. Το ύφος του βιβλίου πλήττεται κατά τόπους με, όχι ακριβώς κακής ποιότητας, αλλά με ασυνάρτητα αγγλικά, κι έτσι επέρχεται βιαστικά, αδέξια και δυσνόητα η αποτυχία. Δεν έχουμε πολλά άλλα να πούμε, είτε κατά είτε υπέρ αυτού του παράξενου βιβλίου. Ο κύριος Μέλβιλ θα πρέπει να αναλάβει πλήρως τις ευθύνες του αν οι αναγνώστες πετάξουν τις τρομακτικές περιπέτειες και τους ηρωισμούς του στα σκουπίδια -εκεί όπου καταλήγουν τόσες και τόσες σελίδες που ανήκουν σε αυτήν την άθλια και αλλοπρόσαλλη λογοτεχνική σχολή- καθώς δεν δίνει τόσο την αίσθηση πως δεν είναι ικανός να μάθει την τέχνη του συγγραφέα όσο την αίσθηση πως την περιφρονεί.
Henry F. Chorley, λογοτεχνικό περιοδικό London Athenaeum
*Πρόκειται για ένα βιβλίο που σήμερα θεωρείται ένα από τα σπουδαιότερα αμερικανικά μυθιστορήματα και αποτελεί πρότυπο λογοτεχνικής αξίας -παρότι κατά πάσα πιθανότητα, όποιον κι αν ρωτήσετε, θα δυσκολευτεί να σας εξηγήσει το γιατί.
David McRaney – Δεν είσαι τόσο έξυπνος όσο νομίζεις
Αντικλείδι
olalathos
Έναστρη Νύχτα του Βαν Γκογκ
Φέρτε στο μυαλό σας έναν πίνακα που θεωρείται ωραίος κατά γενική ομολογία, όπως η Έναστρη Νύχτα του Βαν Γκογκ. Τώρα φανταστείτε ότι πρέπει να γράψετε μια έκθεση όπου θα εξηγήσετε γιατί είναι τόσο δημοφιλής ο συγκεκριμένος πίνακας. Ορίστε, λοιπόν, για προσπαθήστε να σκεφθείτε μια καλή εξήγηση.
Μη συνεχίζετε την ανάγνωση. Δοκιμάστε να εξηγήσετε γιατί είναι τόσο σπουδαίοι οι πίνακες του Βαν Γκογκ.
Σκεφθείτε κάποιο τραγούδι που αγαπάτε πολύ ή μια φωτογραφία- μια ταινία ή ένα βιβλίο που κατά καιρούς αποζητάτε. Φέρτε λοιπόν στο μυαλό σας όλα αυτά τα καλλιτεχνικά δημιουργήματα που αγαπάτε, κι ύστερα προσπαθήστε να εξηγήσετε με μία πρόταση γιατί σας αρέσουν τόσο. Κατά πάσα πιθανότητα θα δυσκολευτείτε να βρείτε τις κατάλληλες λέξεις, αλλά, αν σας πιέσουν, τελικά κάτι θα καταφέρετε να πείτε.
Σύμφωνα με έρευνες, το πρόβλημα είναι πως η εξήγησή σας, κατά πάσα πιθανότητα, θα είναι πέρα για πέρα ανακριβής. Αυτό απέδειξε ο Tim Wilson του Πανεπιστημίου της Βιρτζίνια το 1990 με το τεστ της αφίσας (poster test).
Ζήτησε από μια ομάδα φοιτητών να μπουν σε μια αίθουσα, όπου τους έδειξε μια σειρά από αφίσες. Οι φοιτητές ενημερώθηκαν ότι μπορούσαν να πάρουν όποια ήθελαν ως δώρο και να την κρατήσουν. Στη συνέχεια, ο Wilson έφερε στην αίθουσα μια δεύτερη ομάδα φοιτητών και τους είπε το ίδιο πράγμα, μόνο που αυτήν τη φορά οι φοιτητές έπρεπε να εξηγήσουν γιατί ήθελαν την αφίσα που είχαν επιλέξει.
Ύστερα από έξι μήνες, ο Wilson ρώτησε τους φοιτητές των δύο ομάδων τι γνώμη είχαν για τις επιλογές τους. Στην πρώτη ομάδα, όπου οι συμμετέχοντες απλώς είχαν πάρει την αφίσα που ήθελαν και είχαν φύγει, ήταν όλοι ενθουσιασμένοι με την επιλογή τους. Στη δεύτερη ομάδα, όπου έπρεπε να αιτιολογηθεί η επιλογή της αφίσας, όλοι οι φοιτητές ήταν δυσαρεστημένοι με το απόκτημά τους. Τα μέλη της πρώτης ομάδας στην πλειονότητά τους είχαν διαλέξει έναν όμορφο πίνακα του Μονέ ή του Βαν Γκογκ, ενώ τα μέλη της δεύτερης ομάδας, που έπρεπε να εξηγήσουν την επιλογή τους, ως επί το πλείστον είχαν διαλέξει μια αφίσα που απεικόνιζε μια γάτα που κρεμόταν από ένα σχοινί και συνοδευόταν από τη φράση «Μην τα παρατάς».
Σύμφωνα με τον Wilson, όταν καλούμαστε να πάρουμε μια απόφαση στο πλαίσιο της οποίας αναγκαζόμαστε να επεξεργαστούμε το σκεπτικό μας, αρχίζουμε να χαμηλώνουμε την ένταση του συναισθηματικού μυαλού μας και δυναμώνουμε το λογικό μυαλό μας. Έτσι αρχίζουμε να διαμορφώνουμε μια νοερή λίστα με υπέρ και κατά, την οποία δεν θα είχαμε καταρτίσει αν είχαμε απλώς βασιστεί στο ένστικτό μας. Στην έρευνά του, ο Wilson το έθεσε ως εξής:
«Η διαμόρφωση των προτιμήσεών μας μοιάζει με την εκμάθηση ποδηλάτου, είναι κάτι που το καταφέρνουμε με ευκολία, αλλά δυσκολευόμαστε να εξηγήσουμε πως γίνεται.»
Πριν από τη διεξαγωγή της παραπάνω έρευνας, συνήθως θεωρούνταν θεμιτή η προσεκτική μελέτη όλων των πιθανών εναλλακτικών πριν τη λήψη μιας απόφασης. Οι έρευνες του Wilson, ωστόσο, έδειξαν πως ενίοτε αυτού του είδους η ενδοσκόπηση (introspection) μπορεί να μας οδηγήσει σε αποφάσεις που θεωρητικά φαίνονται καλές, αλλά που μας αφήνουν ένα συναισθηματικό κενό. Ο Wilson γνώριζε πως προγενέστερες , έρευνες στο Πολιτειακό Πανεπιστήμιο του Κεντ είχαν καταδείξει πως οι συλλογισμοί και οι σκέψεις σχετικά με την κατάθλιψη που μπορεί να νιώθουμε επιδεινώνουν την κατάθλιψη αυτή, ενώ οι περισπασμοί μπορεί να οδηγούν σε βελτίωση της διάθεσής μας.
Πολύ απλά, η ενδοσκόπηση μερικές φορές δεν μας, βοηθάει. Οι μελέτες πάνω στο θέμα θέτουν υπό αμφισβήτηση το νόημα και την αξία ύπαρξης κάθε είδους ανάλυσης ή κριτικής για τα έργα τέχνης, τη μουσική, τον κινηματογράφο, την ποίηση, τη λογοτεχνία ή τα βιντεοπαιχνίδια. Αντίστοιχα, από ένα τέτοιο πρίσμα, οι αναλύσεις μάρκετινγκ και οι ομάδες εστίασης (focus groups) δεν φαίνεται να σχετίζονται τόσο με εγγενείς ιδιότητες των υπό μελέτη προϊόντων, αλλά με τις εξηγήσεις που επινοούν οι εκάστοτε «κριτές» προκειμένου να δικαιολογήσουν τις προτιμήσεις τους.
Όταν ζητάμε από κάποιον να μας πει γιατί του αρέσει ή δεν του αρέσει κάτι, καλείται να εκφράσει κάτι που ανήκει σε ένα βαθύ, συναισθηματικό, πρωτόγονο κομμάτι του ψυχισμού του χρησιμοποιώντας τη γλώσσα του ανώτερου, μεταγενέστερου, ορθολογικού κόσμου των λέξεων, των προτάσεων και των παραγράφων. Το πρόβλημα είναι πως οι βαθύτερες πτυχές του νου είναι ενδεχομένως προσπέλαστες και ασυνείδητες. Όλα όσα μας είναι προσβάσιμα σε συνειδητό επίπεδο μπορεί να μην έχουν μεγάλη σχέση με τις προτιμήσεις μας. Όταν, αργότερα, προσπαθούμε να δικαιολογήσουμε τις αποφάσεις ή τα αισθήματά μας, αρχίζουμε να ανησυχούμε για τα όσα μπορεί η εξήγησή μας να αποκαλύπτει για το άτομό μας και φοβόμαστε μήπως κλονίσει περαιτέρω την αξιοπιστία του εσωτερικού μας αφηγήματος.
Στην έρευνα του Wilson με τις αφίσες, οι περισσότεροι συμμετέχοντες προτιμούσαν κατά βάθος τον όμορφο πίνακα από την αφίσα με τη γάτα, αλλά δεν μπορούσαν να βρουν μια λογική εξήγηση για την προτίμησή τους αυτή, ή τουλάχιστον δεν έβρισκαν μια εξήγηση αρκετά καλή για να την υποστηρίξουν και γραπτώς για τις ανάγκες του πειράματος. Αντιθέτως, για την αφίσα με το μήνυμα περί επιμονής μπορούσαν να πουν έναν σωρό πράγματα, γιατί είχε έναν πιο σαφή και απτό λόγο ύπαρξης.
Ο Wilson πραγματοποίησε άλλο ένα πείραμα, κατά το οποίο οι συμμετέχοντες έβλεπαν δύο μικρές φωτογραφίες δύο διαφορετικών ανθρώπων και έπειτα έπρεπε να πουν ποιον θεωρούσαν πιο ελκυστικό. Στη συνέχεια οι ερευνητές έδιναν στους συμμετέχοντες μια μεγαλύτερη φωτογραφία, λέγοντάς τους πως ήταν μια μεγεθυμένη εκδοχή της μικρής φωτογραφίας -ενώ στην πραγματικότητα απεικονιζόταν ένα τελείως διαφορετικό πρόσωπο- και τους ζητούσαν να εξηγήσουν γιατί είχαν επιλέξει τη συγκεκριμένη φωτογραφία. Σε όλες τις περιπτώσεις οι συμμετέχοντες άρχιζαν να εξηγούν με προθυμία γιατί την είχαν επιλέξει. Παρότι επρόκειτο για ένα πρόσωπο που το έβλεπαν για πρώτη φορά, αυτό δεν τους δυσκόλευε να εξηγήσουν γιατί το είχαν θεωρήσει ελκυστικό σε ένα φανταστικό παρελθόν.
Σε ένα άλλο από τα πειράματά του, ο Wilson ζητούσε από τους συμμετέχοντες να αξιολογήσουν την ποιότητα κάποιων μαρμελάδων. Τοποθετούσε μπροστά τους πέντε διαφορετικές μάρκες που είχαν βαθμολογηθεί κατά σειρά προτίμησης ως η πρώτη η ενδέκατη, η εικοστή τέταρτη, η τριακοστή δεύτερη και η τεσσαρακοστή τέταρτη επιλογή, σε μια έρευνα καταναλωτών για τις καλύτερες μαρμελάδες της αγοράς. Η πρώτη ομάδα στην έρευνα του Wilson απλώς δοκίμαζε τις μαρμελάδες και τις βαθμολογούσε. Οι συμμετέχοντες της δεύτερης ομάδας, έπρεπε επιπλέον να γράψουν τι ήταν αυτό που τους άρεσε ή που δεν τους άρεσε στην κάθε μαρμελάδα που δοκίμασαν
Όπως περίπου συνέβη και στο πείραμα με τις αφίσες, οι προτιμήσεις των συμμετεχόντων που δεν ήταν αναγκασμένοι να αιτιολογήσουν τις επιλογές τους ήταν παρόμοιες με αυτές στην έρευνα καταναλωτών. Αντιθέτως, οι βαθμολογίες των, μελών της δεύτερης ομάδας διαφοροποιούνταν από την έρευνα καταναλωτών και οι προτιμήσεις τους ήταν επηρεασμένες από τις ερμηνείες που έδιναν για να εξηγήσουν την επιλογή τους. Εφόσον η γεύση είναι δύσκολο να ποσοτικοποιηθεί και να εκφραστεί με λόγια, οι ερμηνείες αυτές ήταν επικεντρωμένες, σε άλλες πτυχές, όπως η υφή ή το χρώμα, παράμετροι που δεν είχαν επηρεάσει τις επιλογές της πρώτης ομάδας.
Η αίσθηση ότι καταλαβαίνουμε τα κίνητρα πίσω από τις πράξεις μας, τις επιθυμίες μας, τι μας αρέσει και τι όχι ονομάζεται ψευδαίσθηση της ενδοσκόπησης (introspection illusion], έχουμε την εντύπωση ότι ξέρουμε τον εαυτό μας και ότι γνωρίζουμε γιατί είμαστε αυτοί που είμαστε- και νομίζουμε ότι χάρη σε αυτήν τη γνώση μπορούμε να ξέρουμε πώς θα συμπεριφερθούμε σε διάφορες καταστάσεις στο μέλλον. Οι έρευνες ωστόσο δεν δικαιώνουν αυτήν την άποψη. Πλήθος επιστημονικών πειραμάτων αποδεικνύουν πως η ενδοσκόπηση δεν είναι η διαδικασία κατά την οποία ερχόμαστε σε επαφή με τις βαθύτερες νοητικές μας κατασκευές- είναι ένα παραμύθι που λέμε στον εαυτό μας.
Βλέπουμε τι έχουμε κάνει ή πώς έχουμε νιώσει και επινοούμε μια σχετικά πειστική εξήγηση. Αν έχουμε να πείσουμε κι άλλους, επινοούμε μια εξήγηση που θα τους, πείσει και αυτούς. Όταν όμως πρέπει να εξηγήσουμε γιατί μας, αρέσουν τα πράγματα που μας αρέσουν, δεν είμαστε τόσο έξυπνοι και η ίδια η ανάγκη να εξηγήσουμε τις προτιμήσεις μας μπορεί να επηρεάσει τη στάση μας απέναντι τους.
Στη σημερινή εποχή του Twitter, του Facebook και των ιστολογίων, ο κόσμος διατυμπανίζει την αγάπη του ή την απέχθεια του για την τέχνη. Ρίξτε μια ματιά στους λίβελους και τους διθυράμβους για ταινίες όπως το Avatar ή ο Μαύρος Κύκνος. Όταν ο Τιτανικός τιμήθηκε με έναν σωρό Όσκαρ, κάποιοι υποστήριζαν ότι μπορεί να ήταν η καλύτερη ταινία όλων των εποχών. Σήμερα θεωρείται καλή, αλλά γλυκανάλατη, καλογυρισμένη αλλά υπερβολικά συναισθηματική. Τι εντύπωση θα δίνει άραγε σε εκατό χρόνια;
Καλό θα ήταν να μην ξεχνάμε πως πολλά έργα που σήμερα θεωρούνται κλασικά είχαν δεχθεί σφοδρή κριτική στην εποχή τους. Για παράδειγμα, διαβάστε πώς περιέγραφε το Μόμπι Ντικ* ένας κριτικός το 1851:
Πρόκειται για ένα ατυχές συνονθύλευμα συναισθηματισμού και συσσωρευμένων εγκυκλοπαιδικών πληροφοριών. Η προοπτική δημιουργίας μιας ιστορίας με συνοχή προφανώς δεν ενδιέφερε τον συγγραφέα. Το ύφος του βιβλίου πλήττεται κατά τόπους με, όχι ακριβώς κακής ποιότητας, αλλά με ασυνάρτητα αγγλικά, κι έτσι επέρχεται βιαστικά, αδέξια και δυσνόητα η αποτυχία. Δεν έχουμε πολλά άλλα να πούμε, είτε κατά είτε υπέρ αυτού του παράξενου βιβλίου. Ο κύριος Μέλβιλ θα πρέπει να αναλάβει πλήρως τις ευθύνες του αν οι αναγνώστες πετάξουν τις τρομακτικές περιπέτειες και τους ηρωισμούς του στα σκουπίδια -εκεί όπου καταλήγουν τόσες και τόσες σελίδες που ανήκουν σε αυτήν την άθλια και αλλοπρόσαλλη λογοτεχνική σχολή- καθώς δεν δίνει τόσο την αίσθηση πως δεν είναι ικανός να μάθει την τέχνη του συγγραφέα όσο την αίσθηση πως την περιφρονεί.
Henry F. Chorley, λογοτεχνικό περιοδικό London Athenaeum
*Πρόκειται για ένα βιβλίο που σήμερα θεωρείται ένα από τα σπουδαιότερα αμερικανικά μυθιστορήματα και αποτελεί πρότυπο λογοτεχνικής αξίας -παρότι κατά πάσα πιθανότητα, όποιον κι αν ρωτήσετε, θα δυσκολευτεί να σας εξηγήσει το γιατί.
David McRaney – Δεν είσαι τόσο έξυπνος όσο νομίζεις
Αντικλείδι
olalathos
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Ο Αλαφούζος άνοιξε τις "κάνουλες"
ΕΠΟΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Οι πιθανοί «μνηστήρες»...
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ