2018-11-04 02:13:27
Φωτογραφία για ΝΙΚΟΣ ΜΗΤΣΗΣ: ΗΠΕΙΡΟΣΟΥΛΙΩΤΕΣ ΣΤΟ ΑΓΡΙΝΙΟ (1823-1845) - Εποίκηση στο Βραχώρι, Ναύπακτο και Ξηρόμερο
ιστορικές επιφυλλίδες 

ΗΠΕΙΡΟΣΟΥΛΙΩΤΕΣ ΣΤΟ ΑΓΡΙΝΙΟ (1823-1845)

εποίκηση στο Βραχώρι, Ναύπακτο και Ξηρόμερο

Γράφει ο: ΝΙΚΟΣ  ΘΕΟΔ. ΜΗΤΣΗΣ 

Συγγραφέας Ιστορικός 

            Ως γνωστόν κατά την επανάσταση του ΄21, αλλά κυρίως μετά το 1828 παρουσιάζονται μετακινήσεις άμαχων ελληνικών πληθυσμών από διάφορες περιοχές όπως: Θρακομακεδόνες, Ηπειρώτες, Θεσσαλοί, Κρήτες, Βλάχοι, Σαρακατσάνοι, Καραγκούνηδες, μικροί πληθυσμοί από  Σέρβους– Βούλγαρους κ.λπ,  με  τελικό προορισμό την ενδοχώρα της Ρούμελης, τις Κυκλάδες, αλλά και την Πελοπόννησο. 

      Δραματικές υπήρξαν -ως γνωστόν- οι μετοικήσεις των Σουλιωτών που εκπατρίσθηκαν ολοκληρωτικά στις 15/28 Δεκεμβρίου 1803 για την  Κέρκυρα, καθίσαν εκεί επί δεκαεπτά ολόκληρα χρόνια και γύρισαν στο Σούλι στις 6/19 Δεκεμβρίου 1820 φιλώντας τα πάτρια χώματά τους και δακρυρροώντας τα έραναν με αναφιλητά αλλά και με πόνο ψυχής.


          Έφυγαν ξανά οι Σουλιώτες απ΄ την πατρίδα τους και για πάντα απ΄ αυτήν τέλος Αυγούστου του 1822, υφιστάμενοι αναντίρρητα μία ανείπωτη ταλαιπωρία, περιπλανώμενοι από τόπο σε τόπο όπως: Κεφαλλονιά-Κέρκυρα- Λευκάδα- Κάλαμος -Μεγανήσι- Αιτωλοακαρνανία, γενόμενοι πολλές φορές βορρά υποσχέσεων από την τότε επίσημη Διοίκηση για εποίκηση– μόνιμη εγκατάστασή τους σε ελληνικό έδαφος, στην αρχή για το Νεόκαστρο Πυλίας Μεσσηνίας, ακολούθως για το Ζαπάντι Αγρινίου, μετά για το Λάλα Ηλείας, την Επίδαυρο Αργολίδος και τέλος στο Ζαπάντι, στην Ναύπακτο και γενικότερα στη Βόνιτσα και στο Ξηρόμερο.......           Ως γείτονες με την Αιτωλοακαρνανία, οι  Ηπειροσουλιώτες, προτίμησαν να κατοικήσουν σ΄ αυτή και, κυρίως στο εύφορο Αγρίνιο (Βραχώρι), καθώς και τα χωριά και τις επαρχίες πέριξ αυτού, με την ελπίδα φυσικά της επιστροφής τους κάποια στιγμή στην πραγματική ποθητή τους πατρίδα το Σούλι της Θεσπρωτίας.

                 Αυτή την περιπλάνηση των Ηπειροσουλιωτών στα 1823– 1845 και την τελική τους εγκατάσταση– εποίκηση  στην Αιτωλοακαρνανία, εξετάζουμε σήμερα στην παρούσα έρευνά μας μέσα από πρωτογενείς ιστορικές πηγές των Γενικών Αρχείων του Κράτους (Γ.Α.Κ), των αρχείων της εθνικής Παλιγγενεσίας (Α.Ε.Π), καθώς και από βιβλιογραφίες επιφανών ιστορικών του 19ου αιώνα (Νικόλαος Σπηλιάδης, Χριστόφορος Περραιβός, Λάμπρος Κουτσονίκας, Παν. Αραβαντινός, Φωτάκος, Νικόλαος Κασομούλης, Αρχεία: Λ και Γ. Κουντουριώτη, Ιω. Κωλέτη, Π.Π. Γερμανού, Κ. Μεταξά, Συλλογή Γιάννη Βλαχογιάννη κ.λπ).

Περιπλάνηση Σουλιωτών 1822

      Αποχωρίζονται οι Σουλιώτες την πατρίδα τους αρχές Σεπτεμβρίου 1822, όπου από την Σπλάντζα (Αμμουδιά) της Πρέβεζας και με κρύα την καρδιά έπλευσαν για την Άσσο της Κεφαλλονιάς και μετά από λοιμοκαθαρισμό εβδομήντα περίπου ημερών και αφού δεν έβλεπαν στον ήλιο μοίρα οι πιο πολλοί πήγαν πίσω στη γνώριμη τους Κέρκυρα.

          Αρχικά σκόπευαν να πάνε στο Μεσολόγγι κι όχι στην Κεφαλλονιά μας αναφέρει ο Χριστόφορος Περραιβός [Απομνημονεύματα, Αθήνα 1965, σελ. 40 και 126] όπως το ίδιο περιγράφει στα απομνημονεύματά του  και ο Νικόλαος Σπηλιάδης «είχον δ΄ απόφασιν να υπάγωσιν εις το Μεσολόγγι, αλλ΄ οι Τούρκοι προεμάντευσαν τούτο και ενήργησαν να τους συνοδεύσωσι καθ΄ όλον τον πλούν τα πολεμικά Αγγλικά πλοία». [Απομνημονεύματα, Νικ. Σπηλιάδη, Αθήνα 1951, τ. Α΄, σελ. 442].

            Αλλά πολύ πριν πέσει το Σούλι, οι Σουλιώτες έρχονταν σε συνεννοήσεις με τους Πελοποννησίους και Στερεοελλαδίτες και σε μία  επιστολή τους (10-5-1822) ζητούσαν να μετοικήσουν εκεί με τα γυναικόπαιδα τους, αναφέροντας μεταξύ των άλλων και τα εξής: "Να πέμψετε τρία ή και τέσσερα πλοία πολεμικά, δια να μετακομίσωσιν τα γυναικόπαιδα μας εις αυτά τα μέρη και να τα κατοικίσετε εις κανέναν ασφαλές και υγιές μέρος και να λάβετε την φροντίδα να τα τρέφετε, επειδή αν μείνουν εδώ, όχι μόνον κινδυνεύουν, αλλά και την τροφήν ματαίως δαπανώσιν, η οποία μέλει να χρησιμεύση δια μόνους τους πολεμικούς". [Άπαντα, Χριστοφ. Περραιβού, εκδ.1956, σελ. 99].

          Ακόμα έγραφαν, σύμφωνα με τον Σουλιώτη Λάμπρο Κουτσονίκα ότι τους είχαν προ αποστείλει κι άλλα γράμματα, καθώς και Επιτροπή, αποτελούμενη από τους: Μάρκο Μπότσαρη, Αθανάσιο Δράκο, Βασίλειο Ζέρβα, Λ. Παντούλα και Λάμπρο Ζάρμπα. [Λ. Κουτσονίκας, Γεν. Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, εκδ. 1863, σελ.136 ,141]. Επίσης ο Κουτσονίκας γράφει και για δυο αποστολές υπό τον Μάρκο Μπότσαρη στην Κόρινθο τέλους του 1821 και μια την Άνοιξη του 1822. Το ίδιο αναφέρει για τον Μάρκο Μπότσαρη και ο Π. Αραβαντινός [Αν. Γούδα. Βίοι παράλληλοι, Αθήνα.1876 , τ.8 , σελ.64].

           Γενικά οι Σουλιώτες έπειτα από παροτρύνσεις της ελληνικής Διοίκησης και ιδίως από δική τους βιοποριστική ανάγκη ζήτησαν με αναφορά τους στις 16  Ιανουαρίου 1823 προς τον Άγγλο διοικητή της Κέρκυρας, να τους επιστραφούν τα όπλα που τους τα κράτησαν προσωρινά στην Κεφαλλονιά και να τους δοθεί άδεια να περάσουν στη δυτική Ελλάδα (Αιτωλοακαρνανία) κι αφού βρουν μέρος ασφαλές, να μεταφέρουν εκεί τις οικογένειές τους [Χριστ. Περραιβού, άπαντα, σελ.139]. 

        Πλην όμως τέτοια άδεια δεν τους δόθηκε ποτέ, οπότε μερικοί έμειναν μόνιμα "ως ξυλουργοί", "αγωγιάτες" και "νεροκουβαλητές" στην Κέρκυρα, ενώ πολλοί αναχωρούσαν μετά από αυτά κρυφά για την Ελλάδα.

       Έτσι λοιπόν αρχές του 1823 αρχίσανε οι Σουλιώτες να βγαίνουν από την Κεφαλλονιά, τη Λευκάδα, τον Κάλαμο, την Ιθάκη, το Μεγανήσι και από την Κέρκυρα, λίγοι - λίγοι και κρυφά και χωρίς άρματα, φτωχοί και πεινασμένοι και να έρχονται στη Δυτική Ελλάδα (Αιτωλοακαρνανία).

1822-1823: Νεόκαστρο – Ζαπάντι 

            Με επιστολή τους στις 10 Μαΐου 1822 οι Σουλιώτες που έθεταν και θέμα μετοίκησης των οικογενειών τους σε ασφαλές και ελεύθερο ελληνικό έδαφος, η υπό τον Αλέξανδρο  Μαυροκορδάτο κυβέρνηση καθυστέρησε να πάρει απόφαση, πριν λάβει και τη συγκατάθεση της Πελοποννησιακής Γερουσίας. [Αρχείο Γεωργίου και Λαζ. Κουντουριώτη, Αθήνα, 1920 τ. Α, σελ. 102]. 

       Μετά από λίγο καιρό έγραψαν στους Σουλιώτες, με σύμφωνη γνώμη της Πελοποννησιακής Γερουσίας, «ότι τους δίδεται το Νεόκαστρον και τα πέριξ χωρία δια κατοικίαν των φαμιλιών, επί συμφωνία ότι να μείνωσιν εκεί εις το φρούριον του Σουλίου οι αναγκαίοι στρατιώται και δια φύλαξιν εκείνου, το οποίον είναι δια την θέσιν του αναγκαιότατον εις τους Έλληνας και δια να μένη ένα μέρος εχθρικού στρατεύματος ενησχολημένον εις εκείνο το μέρος». [Απομνημονεύματα, Παλαιών Πατρών Γερμανού, σελ. 182].

            Τα μέλη της κυβέρνησης έγραψαν στους Σουλιώτες ότι τους προσέφεραν το Νεόκαστρο Πυλίας Μεσσηνίας για συνοικισμό τους. Τούτο το αναφέρει και ο Φωτάκος: "Εδώκαμεν εις τους Σουλιώτας το Νεόκαστρον δια πατρίδα και ως νέον Σούλι" [Απομνημονεύματα, Φωτάκου, τ. Β, σελ. 383,578]. Αλλά δεν τους στέλνουν πλοία να μετακομίσουν τις οικογένειές τους, ούτε τροφές, ούτε και μπαρουτόβουλα για να πολεμήσουν μας αναφέρει ο Σπηλιάδης [Απομν. Νικ. Σπηλιάδη, τ. Α, σελ. 441].

           Τα πράγματα βέβαια διαφέρουν πολύ τον επόμενο χρόνο 1823, που οι Σουλιώτες ήρθαν από τα Ιόνια νησιά στη Δυτική Ελλάδα, οι ποιο πολλοί μαζί με τις οικογένειές τους, που θέλουν να τις βολέψουν εκεί για να τις προστατέψουν και να νιώθουν κάπως κοντά στην ποθητή τους πατρίδα το Σούλι της Θεσπρωτίας. Όπως και η κυβέρνηση θεωρεί ορθό να τους παραχωρήσει κάπου εδώ εθνική γη, δηλαδή γη που πριν ανήκε στο τουρκικό δημόσιο ή σε Τούρκους ιδιοκτήτες και αξιωματούχους (π.χ Μουχτάρηδες, Σπαχίδες, Κατήδες, Μπέηδες, πασάδες, κλπ), για να εγκατασταθούν μόνιμα, να έχουν νέα πατρίδα όχι πολύ μακριά από την παλιά και να αποτελούν έτσι με τους Αιτωλοακαρνάνες ασπίδα γερή κατά των από βορρά εχθρών που καιροφυλακτούσαν στα Γιάννενα.

         Πραγματικά, έπειτα από σχετικές αιτήσεις του αρχηγού των όπλων στη Δυτική Ελλάδα Μάρκου Μπότσαρη (Οκτώβριος 1822 ορίστηκε αρχηγός από τον Αλέξανδρο  Μαυροκορδάτο), το Εκτελεστικό Σώμα ανταποκρίθηκε, να δοθεί στους Σουλιώτες το χωριό Ζαπάντι της επαρχίας Βλοχού, κοντά στην τότε πρωτεύουσα της Αιτωλοακαρνανίας το  Αγρίνιο (Βραχώρι).   

"Πρότασις εγκαταστάσεως των υπό τον Μάρκο Μπότζιαρην εκπατρισθέντων Σουλιωτών εις Ζαπάντιον Δυτικής Ελλάδος 

Β΄ περίοδος  Προσωρινή Διοίκησις της Ελλάδος

Αριθ. 1152  Το Εκτελεστικόν  Σώμα

Προς τον Εκλαμπρότατον πρόεδρον του Βουλευτικού

    Και προλαβούσαι και νεότεραι αναφοραί του στρατηγού Μάρκου Μπότζιαρη παρρησιάζουσαι την στάσιν των εις την Ελλάδα ελθόντων Σουλιωτών προσκαλούν όλην της Διοικήσεως την προσοχήν υπέρ αυτών. Οι ανδρείοι ούτοι στρατιώται, αφού τόσον καιρόν ηγωνίσθησαν στερηθέντες της πατρίδος των, μετέβησαν εις την Κεφαλληνίαν και εκείθε πάλιν, άμα λαβόντες την άδειαν, επανήλθον εις την Ελλάδα και αγωνίζονται υπέρ της ελευθερίας, αλλά στερούμενοι και πατρίδος και κτημάτων και όλων των αναγκαίων, ούτε δι εαυτούς, ούτε δια τας φαμιλίας των, ευρισκομένων εν ξένη γη, πόρον ζωής έχουσι. 

      Το Εκτελεστικόν κρίνει και δίκαιον και ωφέλιμον δια την Ελλάδα και αναγκαίον να δοθή εις αυτούς το χωρίον και όλος ο τόπος του Ζαπαντίου κατά τον Βλοχόν της Δυτικής Ελλάδος δια να κατοικήσωσι  δίκαιον μεν, διότι έχασαν την πατρίδα των μαχόμενοι υπέρ της Ελλάδος. 

       Και η Ελλάς οφείλει να δώση εις αυτούς τόπον δια να κατοικήσωσι και καλλιεργούντες την γην να τρέφονται. Ωφέλιμον, διότι μάχιμοι όντες χρησιμεύουσι κατά του εχθρού, και μάλιστα όταν έχωσι σκοπόν το να φυλάξωσι την νέαν πατρίδα των. 

       Αναγκαίον δε, διότι οι άνθρωποι ούτοι απελπιζόμενοι και μη έχοντες πόρον ζωής, επόμενον είναι να ανησυχούν και να ταράττουν των άλλων την ησυσίαν. Το Εκτελεστικό ελπίζει ότι το Βουλευτικόν πιθόμενον εις όλους τούτους τους λόγους θέλει εγκρίνει το ανωτέρω πρόβλημα.

Τη 1η Ιουνίου 1823, εν Τριπολιτζά

ο πρόεδρος  Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης

Θεόδωρος Κολοκοτρώνης  ο Γεν. Γραμματέας

Σωτήριος Χαραλάμπης, Ανδρέας Ζαΐμης, Αλεξ. Μαυροκορδάτος».

           

Η πρόταση του Εκτελεστικού Σώματος προς το Βουλευτικό, στις 1 Ιουνίου 1823, να χορηγηθεί το χωριό Ζαπάντι της επαρχίας Βλοχού Αιτωλίας ως κατοικία των ανέστιων Σουλιωτών 

 Ιδού και η έγκριση του προβουλεύματος του Εκτελεστικού  Σώματος- που έδρευε τότε στην Τρίπολη- από το Βουλευτικό Σώμα, που ακολούθησε μετά από έξι ημέρες και, εγκρίνει να χορηγηθεί στο Ζαπάντι, το ήμισυ του εθνικού τόπου.  

"Σώμα Βουλευτικόν Προσωρινή Διοίκησις της Ελλάδος

Περίοδος Β΄Αρ. 109. 

ο Πρόεδρος του Βουλευτικού

Προς τον Εκλαμπρότατον Πρόεδρον του Εκτελεστικού

       "Εν τη σημερινή συνελεύσει του Βολευτικού, εγένετο σκέψις εν τω προβουλεύματι του Εκτελεστικού υπ΄ αριθ. 1152 και ημέραν α΄ Ιουνίου, και το Βουλευτικόν ενέκρινε δίκαιον και ωφέλιμον το να δοθή τόπος κατοικίας εις τους Σουλιώτας προς τροφήν των. Όσον δε περί του τόπου του Ζαπαντίου, οπού ρητώς προσδιορίζει το Σεβαστόν Εκτελεστικόν, εστοχάσθη το Βουλευτικόν, ίνα γίνη τούτο κατά τον ακόλουθον τρόπο. 

        Όταν υπάγει ο Έπαρχος του Μεσολογγίου εις τον  τόπον του, να επισκεφθή και θεωρήση τον τόπον εκεί διαχωρίσας τον ιδιόκτητον από τον εθνικόν, εις αποφυγήν συγχύσεως των εκεί εγχωρίων, να παραχωρήσει το ήμισυ του εθνικού τόπου κατ΄ εκείνο το μέρος και αν τούτο δεν εξαρκέση εις εξοικονόμησιν όλων των Σουλιωτών φαμιλιών, να τους δοθή και από τα πλησιέστερα μέρη ανάλογον μέρος της ελλείψεως. Ο δη και καθυποβάλλεται εις του Εκτελεστικού την επίκρισιν.

Τη 9 Ιουνίου 1823 εν Τριπολιτζά

ο Αντιπρόεδρος του Βουλευτικού  

Βρεσθένης Θεωδώρητος 

ο Α΄ Γραμματεύς Ιω.  Σκανδαλίδης".

       

        Βλέπουμε ότι, ενώ με το προβούλευμα το Εκτελεστικό έκρινε δίκαιο και ωφέλιμο και αναγκαίο να δοθεί στους Σουλιώτες "το χωρίον και όλος ο τόπος" στο Ζαπάντι, το Βουλευτικό τροποποιώντας παραχώρησε "το ήμισυ του εθνικού τόπου" κι αν δεν επαρκέσει "να τους δοθεί και από τα πλησιέστερα μέρη το ανάλογον μέρος της ελλείψεως".

            Την επόμενη μέρα υπέβαλαν αναφορά διαμαρτυρίας και Αιτωλοακαρνάνες οπλαρχηγοί και παραστάτες βρισκόμενοι επίσης στην Τρίπολη, για να μη παραχωρηθεί στους Σουλιώτες γη στο χωριό Ζαπάντι. Ανέφεραν στην επιστολή τους οι διαμαρτυρόμενοι παραστάτες, μεταξύ των άλλων, τα εξής: 

      ".....ότι το πράγμα τούτο δεν συμφέρει κατ΄ ουδένα τρόπον να γένη, προβάλλοντες τόσα και τόσα κακά επακόλουθα οπού μέλλουν και διατρέξουν και ότι πρέπει δια όλα τα δίκαια να προτιμηθώσιν οι εντόπιοι εις εκείνα τα χώματα τα οποία τα έχουν βάψει με τόσα αίματα και οπού μέσα εις αυτά τα χωράφια είναι τόσα μνημεία και κόκαλα των εκεί εντοπίων θαμμένα…. Χρέος λοιπόν τελευταίον μας είναι να παρρησιάσωμεν προς την ιεράν Συνέλευσιν τα ολέθρια αποτελέσματα οπού μέλλει να επαφήση η απόφασις ταύτης της μετοικήσεως και διαμαρτυρούμεθα ενώπιον του Θεού και του Ελληνικού έθνους ότι είμεθα έξω από κάθε βάρος.

Τη 10 Ιουνίου 1823  Τριπολιτζά 

οι παραστάται της Ακαρνανίας και Αιτωλίας, 

οι ευρισκόμενοι καπεταναίοι εδώ .

Γιάννης Μπουκουβάλας, Γιαννάκης Ράγκος, Ανδρέας Γριβογιώργος, Κωνσταντής Παλάβρας, Φλώρος Γρίβας, Σπύρος Σκυλοδήμος".  

[ Α.Ε.Π ,τ.12, σελ 96 – 97 ]  

       Ο κυριότερος υποκινητής των διαμαρτυρομένων παραστατών ήταν ο Γιαννάκης Ράγκος, που στην απελευθέρωση του Αγρινίου (11 Ιουνίου 1821) δεν έλαβε μέρος, ενώ το φθινόπωρο του 1822 πέρασε από το Αγρίνιο με τους Ομέρ Βρυώνη και Κιουταχή, ως προσκυνημένος σ΄ αυτούς, για να κυριεύσουν το Μεσολόγγι. 

      Μα και η ιδιαίτερη πατρίδα του Γιαννάκη Ράγκου ήταν το Σύντεκνο (Πατιόπουλο) Βάλτου και δεν είχε τρόπον τινά κάποιο συμφέρον γι΄ αυτή την περιοχή. Έχοντας όμως νοοτροπία τσιφλικά προπαρασκευαζόταν να ιδιοποιηθεί κι αυτός εθνικές γαίες στα κατώμερα, πράγμα που έλαβε μετά την απελευθέρωση στο Αιτωλικό όπου και ζούσε και πέθανε σαυτό. Απόδειξη ότι ζητάει από τον Καποδίστρια να του παραχωρηθούν στο Νιοχώρι Παραχελωίτιδος 2000 στρέμματα εύφορης εθνικής γης, για να την καλλιεργούν άνθρωποί του. 

[Δ. Μιτάκη, Νιοχώρι, 1974, σελ. 41-43]. 

        Ανάλογη νοοτροπία είχαν και οι προαναφερόμενοι συνυπογράφοντες του Ράγκου, καθώς και οι περισσότεροι οπλαρχηγοί της Δυτικής Ελλάδος, όπως: ο Γεώργιος Βαρνακιώτης, που έτεινε να καταστήσει τσιφλίκι του το Ξηρόμερο, ο Γεώργιος Τσόγκας το αυτό για τη Βόνιτσα, ο Ανδρέας Ίσκος, ο Θεόδωρος Γρίβας κ.λπ, ενώ στην μετεπαναστατική εποχή τους ξεπέρασε όλους με προκλητική και βασιλική εύνοια θα έλεγα ο Γιαννάκης Γ. Στάικος ο οποίος ήταν σφόδρα αντιφερόμενος στην παραχώρηση στους Σουλιώτες εθνικής γης γύρω από το Αγρίνιο και την Αιτωλοακαρνανία γενικότερα. 

      Μάλιστα, ο κατά τον Δ. Μιτάκη, ζιζανιοσπορέας Ράγκος με τη συνεργασία και του αδελφού του Πάνου Ράγκου, πληρεξούσιου βουλευτή εκείνη την περίοδο, κατάφερε να παρασύρει και τους Τζαβελαίους, εκμεταλλευόμενος την ανέχεια τους στα 1823, την απλοϊκότητα τους και κυρίως την αντίθεσή τους με τη στρατηγία του Μάρκου Μπότσαρη, ώστε να αναφερθούν, στις 10 Ιουνίου 1823, κατά των Σουλιωτών, αφού θα πουν (οι Τζαβελαίοι) ότι τους προξενεί το ζήτημα του Ζαπαντίου ντροπή και λύπη. 

        "………Εφανερώσαμεν και την εντροπήν και λύπην οπού μας προξενεί το ζήτημα του Ζαπαντιού εις το όνομα των Σουλιωτών από μερικούς μή Σουλιώτας, επειδή ημείς οι καθ εαυτό Σουλιώται δεν καταδεχόμεθα ποτέ παρόμοια πράγματα, παρά μόνον πόλεμον με εχθρόν και, όταν απαλλαχθή η πατρίς μας, όλη η Ελλάς πατρίς μας είναι. Τι ανόητος πρότασις και φιλοτάραχος των μη Σουλιωτών! Επειδή οι Σουλιώται ούτε εστάθησαν ζευγίται ούτε θέλουν σταθή. Παρακαλούμεν να μας ελευθερώσετε από εδώ σήμερα. Και μένομεν με σέβας. 

Ιουνίου 10 Τριπολιτζά 1823 

Κίτσο Τζαβέλας, Ζυγούρης Τζαβέλας, Γιαννάκης Τζαβέλας, Κώστας Τζαβέλας και επίλοιπες φάρες μας των Σουλιωτών". 

[Α.Ε.Π ,τ.12, σελ. 98]

          Στις 11 Ιουνίου 1823 από την Τριπολιτσά, η προσωρινή Διοίκηση της Ελλάδος δίνει εντολή στον Έπαρχο Αιτωλίας και Ακαρνανίας, Κωνσταντίνο Ν. Μεταξά, να διερευνήσει το θέμα του οικισμού στο Ζαπάντι του Βλοχού με τους Σουλιώτες.  

         "Επειδή κατά το άρθρο 109 και ημέραν του παρόντος μηνός θέσπισμα του Βολευτικού Σώματος, το χωρίον Ζαπάντι κατά το Τμήμα Βλοχού της Αιτωλίας δίδεται εις κατοικίαν των Σουλιωτών μετά του ημίσεως μέρους  της εις το ρηθέν χωρίον ανηκούσης εθνικής γης, Διατάσεσθε μετά την αφίξίν σας εις τας ρηθείσας επαρχίας να φροντίσητε την παράδοσιν του ρηθέντος χωρίου και του ημίσεως μέρους της εις αυτό ανηκούσης γης προς τους Σουλιώτας όσοι ενωμένοι εις εν σώμα εμμένουσιν εις υπεράσπισιν της Πατρίδος. Αν δε το μέρος τούτο της γης δεν εξαρκέση, θέλετε παραστήσει τούτο εγγράφως μετά του στρατηγού Μάρκου Μπότζαρη προς την Διοίκησιν, δια να δοθεί και άλλη εθνική γη εκεί πλησίον, κατά την έννοιαν του αυτού θεσπίσματος του Βουλευτικού σώματος" [Συλ. Βλαχογιάννη, Γ/7 (11)].

              Ανάλογη κοινοποίηση με την απόφαση έκανε προς τον Κωνσταντίνο Ν. Μεταξά και ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, ως Γραμματέας της Προσωρινής Διοίκησης της Ελλάδος και  π. πρόεδρος της Γερουσίας της Δυτικής Χέρσου Ελλάδος, ο οποίος γνωστοποιούσε το σκεπτικό της, υποδεικνύοντας του, μάλιστα, το πως να χειρισθεί την υπόθεση στο του Βλοχού Αιτωλοακαρνανίας.  

            "…. ……… η εξοικονόμησις της υποθέσεως ταύτης αφήνεται εις την φρόνησίν σας, ο σκοπός της Διοικήσεως είναι ο ακόλουθος. Οι Σουλιώται είναι μάχιμοι και ενωμένοι, ημπορούν να χρησιμεύσουν πολύ εναντίον των εφόδων των Αλβανών, ………ενώ μάλιστα η Διοίκησις δεν έχει τον τρόπον να δίδει τακτικούς μισθούς των, είναι συμφέρον να την λάβουν εις την Δυτικήν Ελλάδα, δια να αντιπαρατάττωνται οι μαχιμώτεροι των Ελλήνων εις τους μαχιμωτέρους των Μωαμεθανών, τους Αλβανούς, είναι δε συμφερώτερον να κατοικήσουν το Ζαπάντι, διότι, πλησίον όντος του ποταμού Αχελώου, οι Σουλιώται θέλουν είσθαι έτοιμοι να εμποδίσουν την διάβασιν του εχθρού εντεύθεν του ποταμού, δια να μη χάσουν την γην των, ….Προλαμβάνων λοιπόν αυτάς τας ενεργείας και προδιαθέτων τα πράγματα, δεν θέλετε απαντήσει ίσως δυσκολίας μεγάλας». [Συλ. Βλαχογιάννη, Γ/7 /15].   

           Ερχόμενος στην Αιτωλοακαρνανία στα μέσα του 1823 ο Έπαρχος Κωνσταντίνος Ν. Μεταξάς, βρήκε μεγάλη ακαταστασία στα πράγματα. Έρχονται από βορρά οι πασάδες: Μουσταής της Σκόντρας και ο Ομέρ Βρυώνης, το εθνικό ταμείο ήταν άδειο και κυρίως επικρατούσε πολύ διχόνοια ανάμεσα στους ντόπιους, μα και ανάμεσα στους Σουλιώτες, αλλά και μεταξύ Αιτωλοακαρνάνων και Σουλιωτών για πολλούς λόγους, καθώς και για το Ζαπάντι. Στ΄ απομνημονεύματα του ο Κωνσταντίνος Ν. Μεταξάς γράφει μεταξύ των άλλων: 

         "Η Εθνοσυνέλευσις είχεν αποφασίσει να δώση εις τους Σουλιώτας το Ζαπάντι με όλας τας Τουρκικάς ιδιοκτησίας, τούτο δυσηρέστησε πολύ τους εντοπίους, οίτινες έχοντες τας αξιώσεις των δεν ηνέχοντο τους Σουλιώτας”. [Κ. Μεταξά, Απομνημονεύματα, τ. 7, σελ.78].

        Πάντως η εγκεκριμένη από το Βουλευτικό απόφαση του Εκτελεστικού να δοθεί στους Σουλιώτες εθνική γη στο Ζαπάντι, έμεινε εντελώς ανεκτέλεστη και από αντιδράσεις των γηγενών Αγρινιωτών και από έκτακτες και απρόσμενες περιστάσεις (θάνατος των: Μάρκου Μπότσαρη 9-8-1823 στο Καρπενήσι, όπως και των Ζυγούρη Τζαβέλα και Δήμου Κίτσιου στις 28-8-1823). 

1824 -1825: Μεσολόγγι, Λάλα Ηλείας, Βραχώρι 

       Το επόμενο έτος 1824, αν και η  μετακόμιση των Σουλιωτών απ’ τα Επτάνησα ολοκληρώνεται και, η εποίκηση τους σ΄ ελληνικό τόπο είναι αναγκαία, οι δραστηριοποιήσεις Σουλιωτών και Διοίκησης εξακολουθούν να είναι ατελέσφορες μας αναφέρει ο Δ. Μιτάκης (Ετερεία Ναυπακτιακών Μελετών, τ. Δ΄/1989) και οι Σουλιώτες περιπλανώνται στο Μεσολόγγι αλλά κι έξω απ΄ αυτό.

         Για λόγους άγνωστους προς εμάς, το 1824 βλέπουμε τον Μαυροκορδάτο να καταφέρεται κατά των Σουλιωτών, γράφοντας προς τη Διοίκηση από το Μεσολόγγι τα εξής: "...των Σουλιωτών η διατριβή εδώ κατήντησεν ανυπόφορος και εις τους κατοίκους του Μεσολογγίου και εις την Διοίκησιν δια τα βάρη των καθημερινών εξόδων….. υπεσχέθησαν εις τους Σουλιώτες την περιοχήν του Λάλα, μισθούς αδρούς και όσα άλλα ήθελον……", ενώ για την παραχώρηση εθνικής γης, ο Μαυροκορδάτος, έπαψε να μιλά. Ωστόσο η Επιτροπή που τον διαδέχθηκε  στην Αιτωλ/νία (Γ. Πραΐδης, Τ. Μαγγίνας, Ι. Μάγερ) ζητεί να μετοικήσουν οι Σουλιώτες "εις Πελοπόννησον όπου είναι και τα σπίτια εθνικά"...[Αρχ. Μαυροκορδάτου, IV, σελ 182, 786].

Η επιστολή του Κίτσου Τζαβέλα προς το Εκτελεστικό Σώμα στις 5 Νοεμβρίου 1824 συνυπογραφόμενη και από τους: Τούσας Ζέρβας, Γιωργάκης Δράκος, Γιώτης Δαγκλής και Φώτος Κοσμάς [Γ.Α.Κ, Εκτελ. φ. 35].

        Στη Συνέλευση της Άμφισσας τον Απρίλιο του 1824, αναφέρεται: "Όσοι Χριστιανοί προσέλθωσιν από τα τουρκικά μέρη εις την ελευθέραν Ελλάδα να είναι δεκτοί ως αδελφοί να εργάζονται εις την εθνικήν γην ως και οι αυτόχθονες και η λέξις ξένος να λείψει μεταξύ των Ελλήνων" [Σπηλιάδη, τ. Β, σελ.54]. Πλην  όμως αυτή η απόφαση δεν εφαρμόστηκε γιατί κυριάρχησε κλίμα διχογνωμίας, όπως διαπιστώνουμε από επιστολές προς το Εκτελεστικό Σώμα, επιφανών τότε Σουλιωτών οπλαρχηγών στις 5 Νοεμ.1824, προεξάρχοντάς δε του στρατηγού Κίτσου Τζαβέλα. "..... δια να μας δοθεί η μερική Πατρίς, εγράψαμεν την ταπεινήν ημών αναφοράν, την οποίαν δια μέσου του πατριώτου μας στρατηγού Νάση Φωτομάρα επαρρησιάσαμεν προς το σεβαστόν Εκτελεστικόν Σώμα και παρακαλεστικώς εζητήσαμεν δια πατρίδα το Λάλα ως εθνικόν και όντες βέβαιοι ότι η Διοίκησις δεν θέλει μας ειπείν το όχι…….

Εν Σαλώνοις Τη 5 Νοεμβρίου 1824    

οι πρόθυμοι εις τας προσταγάς της 

Κίτζος Τζαβέλας, Τούσας Ζέρβας,  

Γιωργάκης Δ. Δράκος, Γιώτης Δαγκλής, Φώτο Κοσμάς". 

        Αλλά και πάλι η κυβέρνηση δε μπόρεσε να τηρήσει το λόγο της, είτε  το πιθανότερο από αντιδράσεις Ηλείων, είτε γιατί εκτιμούσαν τους Σουλιώτες αναγκαιότερους στη Στερεά Ελλάδα. Τρεις μήνες μετά, οι Σουλιώτες επανέρχονται με επιστολή τους προς τη Διοίκηση  στο θέμα της εποίκησης τους και απαιτητικά, ζητούν ξανά όλο το Ζαπάντι του Βλοχού, αλλά και μέρος του Βραχωρίου:

"Προς την Σεβ. Διοίκησιν   

       Με την ταπεινήν μας, παρρησιαζόμεθα γενικώς όλοι οι πατριώται του Σολλίου προς την Σεβ. Διοίκησιν προσφέροντας και ζητώντας θερμώς ως με την διαταγήν της, αποφασίσθημεν περί Πατρίδος, ημείς κατά την διαταγήν της ευχαριστήθημεν δια το Ζαπάντι, οπού εδιώρισεν, επειδή όμως έγινε σύγχυσης με δευτέραν διαταγήν της εδιωρίσθη το ήμισυ μόνον. Τώρα παρακαλούμεν την Σεβ. Διοίκησιν εκ τρίτου να μας διορίση  όλο το Ζαπάντι και μέρος του Βραχωρίου, επειδή και το Ζαπάντι μόνον δεν αρκεί αναλόγως εις τον αριθμόν των φαμελιών μας…. Είμεθα βέβαιοι ότι η Σεβ. Διοίκησις να μην υποφέρη περισσότερον την κατάστασιν μας, περνώντας εδώ και εκεί, αλλά να μας αποφασίση ως άνωθεν και μένομεν με όλον το ανήκον σέβας.

Εν Ναυπλίω τη 19 Φεβρουαρίου 1825 

οι ευπειθείς πατριώτες

Φωτο Κοσμάς, Φωτομάρας, Κώστα Μπότζαρης, Τούσας Ζέρβας, Φωτο Παναγιώτη , Νάσης Κουτζονίκας, Ναστούλης Δαγκλής".

Επιστολή  στις 19-2-1825 των Σουλιωτών οπλαρχηγών: Φωτο Κοσμά, Χρ. Φωτομάρα, Κώστα Μποτσαρη, Τούσα Ζέρβα, Φωτο Παναγιώτη, Νάση Κουτσονίκα, Ναστούλη Δαγκλή, με την οποία ζητούσαν για κατοίκησή τους ολόκληρο το Ζαπάντι και μέρος του Βραχωρίου.

       Βέβαια εποικιστικά ζητήματα δεν ήταν δυνατό να συζητούνται στα σοβαρά το 1825, τόσο εξ αιτίας του εμφυλίου πολέμου (1824-1825), όσο και γιατί ξέσπασαν μαζί οι δύο εκστρατείες των Ιμπραήμ και  Κιουταχή, που απειλούσαν να καταπνίξουν την Επανάσταση. Στη Δυτική Ελλάδα ειδικότερα, όχι μόνον τα Σουλιώτικα, μα ούτε και τα  γηγενή γυναικόπαιδα μπορούσαν να κρυφτούν στις εστίες τους. Στοιβάζονταν μας αναφέρει ο Δ. Μιτάκης (ό.π.π) στις σπηλιές και τις αποκλείστρες των Ακαρνανικών βουνών (Μπούμιστος, Περγαντί, Βελούτσα), στο Μεσολόγγι, στο Αιτωλικό, στον Κάλαμο, στο Λεσίνι, στον Πεταλά, στην Οξυά και σ΄ άλλα ξερονήσια των νοτιοδυτικών ακτών της Αιτωλ/νίας.  Ενδεικτικά παραθέτουμε και τα λεγόμενα του  Νικολάου Κασουμούλη: "Οι Σουλιώται όλοι τες φαμελιές των τες είχαν άλλοι εις τον Κάλαμον και άλλοι εις τας λοιπάς νήσους. Οι Μισολολογγίται παρομοίως, παρομοίως και πολλοί Δυτικοελλαδίται”. [Ενθυμήματα Κασομούλη, τ. Β, σελ. 132].

1826 -1828: Απάθεια – Επίδαυρος  

          Ούτε το 1826 προσφερόταν το οικιστικό για συζήτηση. Ωστόσο  ένα μήνα πριν πέσει το Μεσολόγγι, έξι Σουλιώτες οπλαρχηγοί ήτοι οι: Γεωργάκης Δράκος, Γιώτης Δαγκλής, Διαμαντής Ζέρβας, Γιαννούσης Πανομάρας, Φώτο Κοσμάς, Κούστας Μάκος, στις 6 Μαρτίου 1826 υπέβαλαν στην Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου, αίτηση, στην οποία ανέφεραν μεταξύ των άλλων τη δυστυχή περίστασή τους, που για τρία χρόνια περιφέρονταν ως σκηνίτες, λέγοντας μεταξύ άλλων τα ακόλουθα:

"Ιερά Συνέλευσις.

      Οι εξαετείς αγώνες, θυσίαι, κακοπάθεια και καθημερινοί μας κίνδυνοι υπέρ Πατρίδος, η τριετής υστέρησις των αδυνάτων οικογενειών μας, η χήρευσις αυτών, η πείνα, η γυμνότης, η καταφρόνησις εις ξένην γην, όλα  ταύτα είναι γνωστά εις το Έθνος και αναντίρρητα. Περιττόν λοιπόν κρίνομεν να εξηγηθώμεν περισσότερον, επειδή κοινή γνώμη και θελήσει όλων ημών των υπογεγραμμένων, αποφασίσαμεν και στέλλομεν τον παρόντα συστρατηγόν και αδελφόν μας κύριον Χριστόφορον Περραιβόν μετά του αντιστρατήγου κυρίου Ναστούλη Δαγκλή, δίδοντες αυτοίς όλην την πληρεξουσιότητα εις το να προβάλωσι τα δικαιά μας, τα οποία δεν τοις λανθάνοισιν, ως συναγωνισταί και συμπάσχοντες εις όλον αυτό το διάστημα. έχουσι δε και το αυτό δικαίωμα οι ρηθέντες πληρεξούσιοι εις την Εθνικήν Συνέλευσιν, ως εκείνοι της Χέρσου Ελλάδος". [Α.Ε.Π, τ.3, σελ. 215].

          Μετά την Έξοδο του Μεσολογγίου (10-4-1826) και το επακόλουθο προσκύνημα της Ρούμελης, κάθε εδαφική διεκδίκηση οίκησης των Σουλιωτών φαίνονταν πολύ δύσκολη έως ακατόρθωτος.

      Κι όμως, όταν κίνησε τον Οκτώβριο του 1827 το θρυλικό στράτευμα υπό τον αρχιστράτηγο Γεώργιο Καραϊσκάκη για απελευθέρωση της Στερεάς Ελλάδος, οι Σουλιώτες έθεσαν την κατοίκηση τους ως πρώτο τους θέμα όπου σε σχετική τους επιστολή στις 14 Οκτωβρίου 1826 προς την Γ΄ των Ελλήνων Εθνική Συνέλευση υπογεγραμμένη από τους στρατηγούς: Νότη Μπότζαρη, Διαμαντή Ζέρβα, Γιωργάκη Δ. Δράκο, Λάμπρο Βέικο, Χρήστο Φωτομάρα, περιέγραφαν τα εξής:

      “....οι υποφαινόμενοι συνελθόντες εις εν και συσκεψάμενοι, εκλέξαμεν,  συμφώνως κατά τον περί εκλογής νόμον και κατά το οποίον έχομεν έγγραφον όλων των πατριωτών μας, οι οποίοι μας διορίζουν εκλεκτάς, τους στρατηγούς Κώνσταν Μπότζαρην και Κίτζον Τζαβέλαν πληρεξουσίους μας, δια να συσκεφθούν μαζί σας όσα ωφέλιμα και συμφέροντα εις την πατρίδα. κοντά εις τα γενικά τους επιφορτίσαμεν να ζητήσουν ιδιαιτέρως και τα επόμενα ζητήματα, δηλαδή:  

α.-ένα μέρος, δια να κατοικήσωμεν, 

β.-Να γενή εξοικονόμησις δια τους προδεδουλευμένους μισθούς μας, 

γ.-Να θεωρηθούν οι λογαριασμοί μας απο 1ης Μαΐου έως τέλους του τρέχοντος (Οκτωβρίου) έτους και να ευρεθή πόρος δι αυτούς, δ.-εις ποίον τρόπον έχομεν να δουλεύωμεν και εις το εξής….” .

[Α.Ε.Π ,τ. 3, σελ. 357].

        Αυτά, στο χρόνο που γράφηκαν 14  Οκτ. 1827, δηλαδή πριν τη μάχη της Αράχωβας 24-11- 1826, οφείλουμε να τονίσουμε ότι είναι άκαιρα και γράφηκαν μάλλον από δυσαρέσκεια και αντίδραση για την αρχιστρατηγία του Καραϊσκάκη, όταν όλη η Ρούμελη στενάζει σκλαβωμένη. 

       Απόδειξη, ότι τελικά την συνυπέβαλε με άλλη αναφορά μόνος ο Κίτσος Τζαβέλας και μόλις την 24 Φεβρουαρίου 1827, δηλαδή μετά από τέσσερις μήνες και πλέον, όταν πια η Στερεά Ελλάδα ελευθερώθηκε και θριάμβευσαν τα στρατεύματα του Καραϊσκάκη στην Αράχωβα, στο Ζεμενό, στη Δόμβρενα, στο Δίστομο, στην Ελευσίνα, στον Πειραιά, υπό τον οποίον Καραϊσκάκη πρωταγωνιστούσαν νικηφόρα και οι Σουλιώτες χιλίαρχοι και στρατηγοί εκείνης της εποχής, όπως π.χ οι: Αθανάσιος Κουτσονίκας, Γεώργιος Τζαβέλας, Ναστούλης Δαγκλής, Διαμαντής Ζέρβας, Κώστας Χορμόβας, Τούσας Πανομάρας, Λάμπρος Βέικος, Γεώργιος  Μαλάμος, Νίκος Μπότζαρης, Λάμπρος Τζαβέλας, Γεώργιος Βάγιας, Αθανάσιος Δράκος, Πάσχος Κοσμάς, Κολιός Πασχούλης, Χατζημιχάλης Νταλιάνης, Νικόλαος Κάσκαρης, Ιωάννης Μπαϊρακτάρης, κ.λπ.  

Ιδού και η αναφορά του Κίτσου Τζαβέλα με ημερομηνία  24 Φεβρουαρίου 1827:

"προς την Σεβαστήν Γ΄ Εθνικήν Συνέλευσιν 

      Επιφορτισμένος από τους συμπατριώτας μου Σουλιώτας το ιερόν φορτίον της πληρεξουσιότητος, δια να συσκεφθώ μετά των λοιπών σεβαστών πληρεξουσίων όσα ωφελούν και συμφέρουν εις την πατρίδα, είμαι διωρισμένος να ζητήσω και τα ιδιαίτερα δίκαια αυτών, καθυποβάλλων συγχρόνως εις την σκέψιν της σεβαστής ταύτης Συνελέυσεως και την εγκλειομένην αναφοράν των, εις την οποίαν φαίνονται τα δίκαια ζητήματα αυτών. 

      Αν γνωρίζει η Σεβαστή Διοίκησις, ότι οι Σουλιώται απ αρχής του ιερού των Ελλήνων αγώνος δεν έπαυσαν ν΄ αγωνίζονται δια την ελευθερίαν της πατρίδος, να καταδαπανήσουν όλην των την μικράν περιουσίαν, να παραιτήσουν εις τον εχθρόν την γην εκείνην, όπου εγεννήθηκαν, δια να είναι ελεύθεροι να χύσουν το αίμα των καθ΄ εκάστην και, τέλος, να θυσιασθούν οι περισσότεροι, αν γνωρίζη, λέγω, ταύτη η Σεβαστή Συνέλευσις, ας λάβη πρόνοιαν εις την εκτέλεσιν των ζητουμένων των και ας είναι βεβαιωμένη, ότι το έθνος θέλει έχει πάντοτε τους Σουλιώτας ετοιμωτάτους υπερασπιστάς της Ελλάδος, μέχρι και αυτής της υστέρας ρανίδος του αίματός των. Μένω με το προσήκον σέβας.

Εν Ερμιόνη την 24 Φεβρουαρίου 1827

ο πολίτης 

Κίτζος Τζαβέλας". 

        Αναγνώσθηκαν από τη Συνέλευση, οι επιστολές των Σουλιωτών και του στρατηγού Κίτσου Τζαβέλα, μένοντας εις σκέψιν.... αναφέρουν τα Αρχεία της Εθνικής Παλιγγενεσίας, [τ. 3 σελ. 356].

        Μόλις τρεις μέρες μετά τη συμφορά του Φαλήρου (Μάχη Αναλάτου 24-4-1827) οι πληρεξούσιοι Σουλιώτες υποβάλλουν, υπό συναισθηματική φόρτιση, νέα αναφορά προς την Γ΄ Εθνική Συνέλευση την οποία και υπογράφουν στις 27-4-1827 οι: Νότης Μπότζαρης, Νίκος Τζαβέλας, Γιώργος Κίτσος και Ζώης Πάνου, στην οποία μας αναφέρουν τα εξής: 

     "....εις την εσχάτως δυστυχή μάχη του Αναλάτου εφονεύθησαν πολλοί εξ αυτών και κατ΄ εξοχήν φαμιλίαι ολόκληραι σημαντικαί εξοντώθηκαν, μαχόμενοι υπέρ της  πατρίδος, παραιτηθέντες αβοήθητοι από το πλήθος των συστρατιωτών των. ....[Λάμπρος και Φώτος Βέικος, Γεώργιος Δράκος, Τούσας Μπότσαρης, Γεώργιος και Κώστας Τζαβέλας, Φώτος Φωτομάρας, Κίτσος Κοσμάς, κ.λπ]. Ήδη εχάθησαν και αυτοί, και αι χήραι των πεσόντων εις τας μάχας του Καρπενησίου, της Καλιακούδας, της Άμπλιανης, του Μεσολογγίου και των Αθηνών και αι χήραι των λεγομένων ηρώων λιμοκτονούσαν εις ξένους τόπους ενώπιον υποσχέσεων του έθνους... .".[Α.Ε.Π, τ.3, σελ. 502-3].

        Μετά από τις πιεστικές αναφορές– διαμαρτυρίες των Σουλιωτών, ορίζεται 9 μελή Επιτροπή από την Γ΄ Εθνοσυνέλευση να διερευνηθεί το ζήτημα για την κατοίκηση των Σουλιωτών στην οποία Επιτροπή συμμετείχαν και οι Ξηρομερίτες πολιτικοί Γεώργιος Μαυρομμάτης (Κατούνα) και Τάτσης Μαγγίνας (Δραγαμέστο- Αστακός). [Α.Ε.Π, τ.3, σελ. 502]. 

         Την επομένη 27 Απριλίου 1827 η Επιτροπή φέρνει το σκεπτικό της στη Συνέλευση: "Διαταχθέντες παρά της Σεβαστής Συνελεύσεως να εύρωμεν γην εθνικήν εις κατοίκους των Σουλιωτών, εγκρίναμεν αρμοδίαν την εθνικήν γήν από την Επίδαυρον έως την Απάθειαν. Υποβάλλομεν λοιπόν την γνώμη μας εις την επίκρισιν της Σεβαστής Εθνικής Συνελεύσεως και προτείνομεν να γένη ψήφισμα προς την Αντικυβερνητικήν Επιτροπήν, δια να διορίση ανυπερθέτως επιτροπήν, η οποία να καταμετρήση την εθνικήν ταύτην γην και να εξετάση πόση είναι ικανή προς διατροφήν των οικογενειών των Σουλιωτών και να δοθή εις αυτούς με τας εξής συνθήκας:  

α.-Να νέμονται αυτήν, έως εις την ανάκτησιν της γενεθλίας των γης,  

β.-Να δίδωσιν εις το Εθνικόν Ταμείον τα νενομισμένα δέκατα, μόνον το πρώτο έτος να μη δίδωσι τίποτα, 

γ.-Αι εκχερσώσεις και φυτείαι, όσας εις το διάστημα της παροικίας των κάμωσι, κανονίζονται κατά τους καθεστώτας νόμους, 

δ.-Όσας οικοδομάς κάμωσιν, ανήκουσιν εις αυτούς και ημπορούν να διαθέσωσι περί αυτών όπως θέλωσι.

Μένομεν με το ανήκων σέβας 

1827  τη  27 Απριλίου εν Τροιζήνι

Γ. Μαυρομμάτης, Τάτσης Μαγγίνας, Δρόσος Μανσόλας, Π. Σκυλίτζης Ομηρίδης, Εμ. Αντωνιάδης, Ανδρέας Καλαμογδάρτης, Αλεξιος Λουκόπουλος, Δ. Κανελλόπουλο". [Α Ε.Π, τ. 3, σελ.521].

       

Η Επιτροπή που εγκρίθηκε από τη Συνέλευση της Τροιζήνας δια να φροντίσει τη διανομή της εθνικής γης στους Σουλιώτες στη θέση Απάθεια κοντά στην Επίδαυρο [Μέλη της Επιτροπής ήταν και οι Ξηρομερίτες: Γεώργιος Μαυρομμάτης (Κατούνα) και Τάτσης Μαγγίνας (Δραγαμέστο – Αστακός) ]

            Πραγματικά η γνωμάτευση της Επιτροπής υποβλήθηκε και διαβάστηκε στη Συνέλευση την μεθεπομένη: "Ανεγνώσθη αναφορά της περί των Σουλιωτών επιτροπής, διαλαμβάνουσα να διορισθή ετέρα επιτροπή, δια να καταμετρήση την εθνικήν γην απο την Επίδαυρον άχρι της Απαθείας και να προσδιορίση την εξαρκούσαν εις κατοίκησιν των οικογενειών, επί συμφωνία:  α.-Να νέμονται αυτήν, έως εις την ανάκτησιν της γενεθλίας των γης, β.-Να δίδωσιν εις το Εθνικόν Ταμείον τα νενομισμένα δέκατα, μόνον το πρώτο έτος να μη δίδωσι τίποτα, γ.-Αι εκχερσώσεις και φυτείαι, όσας εις το διάστημα της παροικίας των κάμωσι, κανονίζονται κατά τους καθεστώτας νόμους, δ.-Όσας οικοδομάς κάμωσιν, ανήκουσιν εις αυτούς και ημπορούν να διαθέσωσι περί αυτών όπως θέλωσι".

          Βλέπουμε ότι επειδή η Ρούμελη ήταν τότε σκλαβωμένη, παραχωρούνταν στους Σουλιώτες, Αργολική- Πελοποννησιακή γη, από τη γνωστή μας Επίδαυρο μέχρι την Απάθεια, τοπωνύμιο κοντά στην Επίδαυρο, που, αναζητώντας το στις εγκυκλοπαίδειες, διαβάζουμε τα εξής: "Απάθεια. Θέσις  και θαυμάσιον κτήμα της οικογένειας Κουντουριώτη επί της Τροιζηνίας, που έγινε αφορμή προστριβών αυτών προς τον Καποδίστρια, λόγω της αρνήσεως των να το παραχωρήσουν προς δοκιμαστικήν σποράν της πρωτοεισαχθείσης πατάτας, παρά το ενδειδειγμένον του χώματός του”. [ΗΛΙΟΣ, τ. 3, σελ.181].   

           Στην Επιτροπή που θα ξεχώριζε τα σύνορα και θα διέκρινε τα εθνικά από τα ιδιόκτητα χωράφια, οι Σουλιώτες με αναφορά τους από την Ακροκόρινθο στις  15-6-1827, που την υπέγραφαν οι οπλαρχηγοί: Χρήστος Φωτομάρας, Κίτσος Τζαβέλας, Αθανάσιος Κουτσονίκας, Ιω. Μπαϊρακτάρης, Ν. Δράκος, Νικόλαος Πασχούλης, Γεώργιος Μαλάμος, Αποστόλης Κονταξής, Γιώτης Νταγκλής και Γιαννούσης Πανομάρας, ζητούσαν η Επιτροπή να πλαισιωθεί και από τους στρατηγούς: Νότη Μπότζαρη, Νικόλαο Τζαβέλα, Νικόλαο Ζέρβα και Χρήστο Φωτομάρα. [Βλαχ. Γ/7, αριθ. 96]. 

         

Η επιστολή των Σουλιωτών Οπλαρχηγών στις 15 Ιουνίου 1827 από την Ακροκόρινθο, υπογεγραμμένη από τους στρατηγούς: Χρήστος Φωτομάρας, Κίτσος Τζαβέλας, Γιώτης Δαγκλής, Αθανάσιος Κουτσονίκας, Γιώργης Μαλάμος, Ιω. Σπ. Μπαιρακτάρης, Γιαννούσης Πανομάρας, Γιάννης Κουτσονίκας, Τούσας Πανομάρας, Αποστόλης Κονταξής, Νικόλαος Δράκος, Νικόλαος Πασχούλης.

        Ο δε τύπος εκείνης της εποχής (Γενική Εφημερίς, αριθ. 49 , 25 Ιουνίου 1827 σελ. 193 και αριθ. 50, 29 Ιουνίου 1827 σελ.197) πρόβαλε δεόντως το εποικιστικό των Σουλιωτών στην Επίδαυρο. Έτσι βλέπουμε μέσω του τύπου (εφημερίς ΓΕΝΙΚΗ) ότι ορίστηκε επιτροπή από βουλευτές να σχεδιάσουν τις οδηγίες της επιτροπής, η οποία ήθελε διορισθεί για την καταμέτρηση της εθνικής γης στην Επίδαυρο, αποτελούμενη, από τους βουλευτές: Γεώργιο Νοταρά, Γεώργιο Λέλη, Μιχαήλ Κάβα και Κ. Τζιάτζο.            Η Επιτροπή θα πήγαινε προσωπικά στην Επίδαυρο μαζί με τους πληρεξούσιους των Σουλιωτών για να καταγράψει με ακρίβεια: 

       "1.-πόσος τόπος γεωργείται, 2.-πόσος ημπορεί να γεωργηθεί, 3.-πόσος εξ αυτών είναι ποτιστικό, 4.-πόσος μένει χέρσος εις βοσκήν των ζώων, 5.-Αν είναι γη πεφυτευμένη και τι είδος φυτών και την ποιότητα, 6.-πόσοι κάτοικοι ευρίσκονται και πόση είναι ιδιόκτητος γη, 7.-πόση εθνική γη καλιεργείται επ΄ αυτών.

      Αφού "καταγράψη η Επιτροπή αύτη τας ανωτέρω ευκραείς και ορεινάς θέσεις, προς κατοίκησιν συμφώνως με το πνεύμα και των πληρεξουσίων Σουλιωτών να αναφέρη εις το Σώμα της Βουλής, δια να σκεφθή και αποφασίσει ακολούθως την δικαίαν και εύλογον διανομή", μας αναφέρει μεταξύ άλλων η εφημερίδα ΓΕΝΙΚΗ [φ. 53/ 24-8-1827].

         Ως διεκδικούμενος από τον Λάζαρο και Γεώργιο Κουντουριώτη ο τόπος αυτός (Απάθεια –Επιδαύρου), υπήρξαν σφοδρές αντιδράσεις και, η απόφαση της Εθνοσυνέλευσης για εγκατάσταση των Σουλιωτών στην Επίδαυρο, δεν είχε από την αρχή το ποθητό αποτέλεσμα, μέχρις ότου τελικά απορρίφθηκε. 
          ximeronews
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ
ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΤΟ NEWSNOWGR.COM
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΑ ΑΡΘΡΑ