2018-11-08 03:37:13
Στην παραδοχή ότι μετά τη συμφωνία μεταξύ Τσίπρα-Ιερώνυμου απελευθερώνονται 10.000 θέσεις στο δημόσιο, οι οποίες θα συμπληρωθούν με προσλήψεις προχώρησε ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Δημήτρης Τζανακόπουλος, κατά την ενημέρωση των πολιτικών συντακτών.
«Με τη συμφωνία απελευθερώνονται 10.000 θέσεις δημοσίων υπαλλήλων», ανέφερε ο Δημήτρης Τζανακόπουλος κατά την ενημέρωση των πολιτικών συντακτών, αναφορικά με τη χθεσινή ανακοίνωση της συμφωνίας μεταξύ Πολιτείας και Εκκλησίας.
«Αυτό δίνει δυνατότητα τα επόμενα χρόνια να τις συμπληρώσουμε με προσλήψεις δημοσίων υπαλλήλων για να καλυφθούν ανάγκες του κοινωνικού κράτους, γιατρούς δασκάλους κλπ», συμπλήρωσε ο κυβερνητικός εκπρόσωπος.
«Ο πρωθυπουργός και ο Αρχιεπίσκοπος ανακοίνωσαν χθες την πρόθεση τους να προτείνουν μια ιστορική συμφωνία μεταξύ Πολιτείας και Εκκλησίας, η οποία θα οδηγήσει στον εξορθολογισμό των σχέσεων μεταξύ τους», δήλωσε νωρίτερα ο κ. Τζανακόπουλος.
Στόχος της πρότασης είναι να θέσει το πλαίσιο διευθέτησης ιστορικών εκκρεμοτήτων.
Σημείωσε ότι «στόχος της πρότασης είναι να θέσει το πλαίσιο διευθέτησης ιστορικών εκκρεμοτήτων» και ότι «Εκκλησία και Πολιτεία δεν πρέπει να συγχέουν τους ρόλους τους».
Σχολίασε επίσης ότι «υπάρχει συζήτηση με τον Π. Καμμένο και πως οι ΑΝΕΛ δεν έχουν λόγο να αμφισβητήσουν τη συμφωνία με την Εκκλησία».
Υπογράμμισε ότι «για πρώτη φορά από συστάσεως ελληνικού κράτους το ζήτημα της εκκλησιαστικής περιουσίας επιχειρείται να επιλυθεί όχι με μονομερείς ενέργειες αλλά με συμφωνία μεταξύ Πολιτείας και Εκκλησίας σε ισότιμη βάση μετά από ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο».
«Η πρόταση αυτή είναι προφανές ότι προκύπτει μετά από αμοιβαίες υποχωρήσεις, υποχωρήσεις αναγκαίες όταν επιχειρείται να βρεθεί συναινετική λύση», προσέθεσε και επισήμανε ότι «το κοινό ανακοινωθέν του πρωθυπουργού και του αρχιεπισκόπου περιγράφει το πλαίσιο διευθέτησης και εφόσον εγκριθεί από το Υπουργικό Συμβούλιο και την Ιεραρχία θα πάρει τη μορφή νομοθετικής ρύθμισης που θα κυρωθεί από το ελληνικό Κοινοβούλιο».
Ο κ. Τζανακόπουλος είπε ότι η κυβέρνηση «καλεί όλες τις πολιτικές δυνάμεις να υποστηρίξουν αυτή την ιστορική πρωτοβουλία που διευθετεί μια από τις πιο περίπλοκες νομικές και πραγματικές εκκρεμότητες, ίσως την πιο περίπλοκη, στην ιστορία του ελληνικού κράτους». Γι΄ αυτόν ακριβώς το λόγο, σχολίασε, «είναι απολύτως εκτός λογικής και πλήρως πολιτικά ανεύθυνο να οδηγούνται κάποιες πολιτικές δυνάμεις σε στρεβλώσεις και εξαλλοσύνες που δεν συνάδουν με την βαρύτητα, τη σοβαρότητα και την ιστορικότητα της συμφωνίας αυτής». Συμπλήρωσε ότι «επιφυλάξεις, επισημάνσεις και διαφοροποιήσεις είναι προφανώς και θεμιτές και εύλογες σε ένα τόσο περίπλοκο ζήτημα», για να υπογραμμίσει ωστόσο πως «αυτό που δεν είναι ούτε εύλογο ούτε θεμιτό είναι η διαστρέβλωση, η παραμόρφωση και τα γραφικά ψεύδη».
Συνεχίζοντας την κριτική προς τη ΝΔ είπε ότι αυτή την κατάσταση «δυστυχώς κληθήκαμε να αντιμετωπίσουμε και σε σχέση με την πρόταση αναθεώρησης του Συντάγματος, όταν στελέχη της ΝΔ υπερβαίνοντας κάθε μέτρο και κάθε σοβαρότητα έφτασαν να μιλούν για κατάργηση των Χριστουγέννων ή αφαίρεση του σταυρού από τη σημαία». «Πρόκειται», είπε, «για ανεύθυνη και ασόβαρη πρακτική που δεν συμβάλλει στον πολιτικό διάλογο και επί της ουσίας επιβεβαιώνει την εκτίμηση μας ότι η Νέα Δημοκρατία, όχι απλώς σέρνεται στις ακροδεξιές θέσεις των κ. Βορίδη και Γεωργιάδη, αλλά πολύ περισσότερο υιοθετεί την ακροδεξιά κουλτούρα του ανορθολογισμού και της παραδοξολογίας».
Υπενθυμίζεται ότι αυτό που προέκυψε από τη χθεσινή συνάντηση ήταν ουσιαστικά η δέσμευση ότι το ελληνικό Δημόσιο θα καταβάλλει ετησίως στην Εκκλησία με μορφή επιδότησης ποσό αντίστοιχο με το σημερινό κόστος μισθοδοσίας των εν ενεργεία ιερέων, το οποίο θα αναπροσαρμόζεται ανάλογα με τις μισθολογικές μεταβολές του ελληνικού Δημοσίου. Η Εκκλησία αναγνωρίζει ότι μετά τη συμφωνία αυτή παραιτείται έναντι κάθε άλλης αξίωσης για την εν λόγω εκκλησιαστική περιουσία. Η ετήσια επιδότηση θα καταβάλλεται σε ειδικό ταμείο της Εκκλησίας και προορίζεται αποκλειστικά για τη μισθοδοσία των κληρικών, με αποκλειστική ευθύνη της Εκκλησίας της Ελλάδος και σχετική εποπτεία των αρμόδιων ελεγκτικών κρατικών αρχών.
Ο κ. Τζανακόπουλος αναφέρθηκε και στη Συνταγματική Αναθεώρηση χαρακτηρίζοντάς την «ως μια κορυφαία θεσμική και κοινοβουλευτική πρωτοβουλία που απαιτεί υπευθυνότητα και καθαρές τοποθετήσεις επί της ουσίας των θεμάτων. Ό,τι δηλαδή δεν έχει πράξει μέχρι στιγμής η Νέα Δημοκρατία και ο κος Μητσοτάκης».
Υποστήριξε ότι η «αμφίσημη στάση» του κ. Μητσοτάκη «σχετίζεται με την αμηχανία του μπροστά στην πρόταση για την τροποποίηση του άρθρου 86 του Συντάγματος και την ενδόμυχη επιθυμία του να μην καταργηθεί η σύντομη παραγραφή για τα ποινικά αδικήματα των υπουργών».
Εκτίμησε ότι παρόλα αυτά, «κάτω από την κατακραυγή σύσσωμης της κοινωνίας, αλλά και την πολιτική πίεση ο κ. Μητσοτάκης είτε θα αναγκαστεί να συμφωνήσει είτε θα ανακαλύψει κάποιο πρόσχημα για να μη συμμετέχει στην διαδικασία». Ο κ. Τζανακόπουλος σημείωσε ότι η κυβέρνηση διευκρινίζει πως εκκινεί «μια διαδικασία υπερώριμη και αναγκαία για τη θεσμική ανασυγκρότηση του κράτους, την ενίσχυση του κοινοβουλευτισμού και την θωράκιση της Πολιτείας σε μια περίοδο που οι απειλές για τη δημοκρατία αυξάνονται διαρκώς».
kathimerini.gr
«Με τη συμφωνία απελευθερώνονται 10.000 θέσεις δημοσίων υπαλλήλων», ανέφερε ο Δημήτρης Τζανακόπουλος κατά την ενημέρωση των πολιτικών συντακτών, αναφορικά με τη χθεσινή ανακοίνωση της συμφωνίας μεταξύ Πολιτείας και Εκκλησίας.
«Αυτό δίνει δυνατότητα τα επόμενα χρόνια να τις συμπληρώσουμε με προσλήψεις δημοσίων υπαλλήλων για να καλυφθούν ανάγκες του κοινωνικού κράτους, γιατρούς δασκάλους κλπ», συμπλήρωσε ο κυβερνητικός εκπρόσωπος.
«Ο πρωθυπουργός και ο Αρχιεπίσκοπος ανακοίνωσαν χθες την πρόθεση τους να προτείνουν μια ιστορική συμφωνία μεταξύ Πολιτείας και Εκκλησίας, η οποία θα οδηγήσει στον εξορθολογισμό των σχέσεων μεταξύ τους», δήλωσε νωρίτερα ο κ. Τζανακόπουλος.
Στόχος της πρότασης είναι να θέσει το πλαίσιο διευθέτησης ιστορικών εκκρεμοτήτων.
Σημείωσε ότι «στόχος της πρότασης είναι να θέσει το πλαίσιο διευθέτησης ιστορικών εκκρεμοτήτων» και ότι «Εκκλησία και Πολιτεία δεν πρέπει να συγχέουν τους ρόλους τους».
Σχολίασε επίσης ότι «υπάρχει συζήτηση με τον Π. Καμμένο και πως οι ΑΝΕΛ δεν έχουν λόγο να αμφισβητήσουν τη συμφωνία με την Εκκλησία».
Υπογράμμισε ότι «για πρώτη φορά από συστάσεως ελληνικού κράτους το ζήτημα της εκκλησιαστικής περιουσίας επιχειρείται να επιλυθεί όχι με μονομερείς ενέργειες αλλά με συμφωνία μεταξύ Πολιτείας και Εκκλησίας σε ισότιμη βάση μετά από ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο».
«Η πρόταση αυτή είναι προφανές ότι προκύπτει μετά από αμοιβαίες υποχωρήσεις, υποχωρήσεις αναγκαίες όταν επιχειρείται να βρεθεί συναινετική λύση», προσέθεσε και επισήμανε ότι «το κοινό ανακοινωθέν του πρωθυπουργού και του αρχιεπισκόπου περιγράφει το πλαίσιο διευθέτησης και εφόσον εγκριθεί από το Υπουργικό Συμβούλιο και την Ιεραρχία θα πάρει τη μορφή νομοθετικής ρύθμισης που θα κυρωθεί από το ελληνικό Κοινοβούλιο».
Ο κ. Τζανακόπουλος είπε ότι η κυβέρνηση «καλεί όλες τις πολιτικές δυνάμεις να υποστηρίξουν αυτή την ιστορική πρωτοβουλία που διευθετεί μια από τις πιο περίπλοκες νομικές και πραγματικές εκκρεμότητες, ίσως την πιο περίπλοκη, στην ιστορία του ελληνικού κράτους». Γι΄ αυτόν ακριβώς το λόγο, σχολίασε, «είναι απολύτως εκτός λογικής και πλήρως πολιτικά ανεύθυνο να οδηγούνται κάποιες πολιτικές δυνάμεις σε στρεβλώσεις και εξαλλοσύνες που δεν συνάδουν με την βαρύτητα, τη σοβαρότητα και την ιστορικότητα της συμφωνίας αυτής». Συμπλήρωσε ότι «επιφυλάξεις, επισημάνσεις και διαφοροποιήσεις είναι προφανώς και θεμιτές και εύλογες σε ένα τόσο περίπλοκο ζήτημα», για να υπογραμμίσει ωστόσο πως «αυτό που δεν είναι ούτε εύλογο ούτε θεμιτό είναι η διαστρέβλωση, η παραμόρφωση και τα γραφικά ψεύδη».
Συνεχίζοντας την κριτική προς τη ΝΔ είπε ότι αυτή την κατάσταση «δυστυχώς κληθήκαμε να αντιμετωπίσουμε και σε σχέση με την πρόταση αναθεώρησης του Συντάγματος, όταν στελέχη της ΝΔ υπερβαίνοντας κάθε μέτρο και κάθε σοβαρότητα έφτασαν να μιλούν για κατάργηση των Χριστουγέννων ή αφαίρεση του σταυρού από τη σημαία». «Πρόκειται», είπε, «για ανεύθυνη και ασόβαρη πρακτική που δεν συμβάλλει στον πολιτικό διάλογο και επί της ουσίας επιβεβαιώνει την εκτίμηση μας ότι η Νέα Δημοκρατία, όχι απλώς σέρνεται στις ακροδεξιές θέσεις των κ. Βορίδη και Γεωργιάδη, αλλά πολύ περισσότερο υιοθετεί την ακροδεξιά κουλτούρα του ανορθολογισμού και της παραδοξολογίας».
Υπενθυμίζεται ότι αυτό που προέκυψε από τη χθεσινή συνάντηση ήταν ουσιαστικά η δέσμευση ότι το ελληνικό Δημόσιο θα καταβάλλει ετησίως στην Εκκλησία με μορφή επιδότησης ποσό αντίστοιχο με το σημερινό κόστος μισθοδοσίας των εν ενεργεία ιερέων, το οποίο θα αναπροσαρμόζεται ανάλογα με τις μισθολογικές μεταβολές του ελληνικού Δημοσίου. Η Εκκλησία αναγνωρίζει ότι μετά τη συμφωνία αυτή παραιτείται έναντι κάθε άλλης αξίωσης για την εν λόγω εκκλησιαστική περιουσία. Η ετήσια επιδότηση θα καταβάλλεται σε ειδικό ταμείο της Εκκλησίας και προορίζεται αποκλειστικά για τη μισθοδοσία των κληρικών, με αποκλειστική ευθύνη της Εκκλησίας της Ελλάδος και σχετική εποπτεία των αρμόδιων ελεγκτικών κρατικών αρχών.
Ο κ. Τζανακόπουλος αναφέρθηκε και στη Συνταγματική Αναθεώρηση χαρακτηρίζοντάς την «ως μια κορυφαία θεσμική και κοινοβουλευτική πρωτοβουλία που απαιτεί υπευθυνότητα και καθαρές τοποθετήσεις επί της ουσίας των θεμάτων. Ό,τι δηλαδή δεν έχει πράξει μέχρι στιγμής η Νέα Δημοκρατία και ο κος Μητσοτάκης».
Υποστήριξε ότι η «αμφίσημη στάση» του κ. Μητσοτάκη «σχετίζεται με την αμηχανία του μπροστά στην πρόταση για την τροποποίηση του άρθρου 86 του Συντάγματος και την ενδόμυχη επιθυμία του να μην καταργηθεί η σύντομη παραγραφή για τα ποινικά αδικήματα των υπουργών».
Εκτίμησε ότι παρόλα αυτά, «κάτω από την κατακραυγή σύσσωμης της κοινωνίας, αλλά και την πολιτική πίεση ο κ. Μητσοτάκης είτε θα αναγκαστεί να συμφωνήσει είτε θα ανακαλύψει κάποιο πρόσχημα για να μη συμμετέχει στην διαδικασία». Ο κ. Τζανακόπουλος σημείωσε ότι η κυβέρνηση διευκρινίζει πως εκκινεί «μια διαδικασία υπερώριμη και αναγκαία για τη θεσμική ανασυγκρότηση του κράτους, την ενίσχυση του κοινοβουλευτισμού και την θωράκιση της Πολιτείας σε μια περίοδο που οι απειλές για τη δημοκρατία αυξάνονται διαρκώς».
kathimerini.gr
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ