2018-11-18 13:28:18
Ακουγα προχτές από «πρωταγωνιστές» των ημερών του Πολυτεχνείου την ιστορία του στησίματος του ραδιοφωνικού σταθμού, που πραγματικά έπαιξε καταλυτικό ρόλο εκείνες τις ημέρες, στην
πολιτική αφύπνιση αλλά και στην ίδια την Ιστορία. Πάλευαν οι μηχανολόγοι, όσοι σπούδαζαν στο Πολυτεχνείο τέλος πάντων, ίδρωναν, ξεΐδρωναν -μάταιος κόπος.
Πώς το 'φερε και πέρασαν από τον τόπο της προσπάθειας δύο δεκαοχτάρηδες. Εβλεπαν τους φοιτητές και χασκογελούσαν. «Εάν θέλετε -τους πρότειναν- μπορούμε να βοηθήσουμε». Ησαν και οι δύο ραδιοπειρατές, που ανθούσαν εκείνα τα χρόνια. Σε χρόνο μηδέν είχαν στήσει τον σταθμό που άκουγαν Αθηναίοι του γύψου. Κόκαλο οι φοιτητές.
Ούτε έμαθε ποτέ κανείς γι’ αυτά τα τζιμάνια, γι’ αυτούς τους λεπτούς κι ευαίσθητους ανθρώπους. Ακουσα ότι ο ένας πέθανε και ο άλλος ζει, ταπεινά και κάπως απομονωμένος, στο Λαύριο. Μάλιστα συναντήθηκαν, μετά σαράντα πέντε χρόνια, με τους προαναφερθέντες «πρωταγωνιστές». [Τα εισαγωγικά οφείλονται στο ότι οι ίδιοι αρνούνται ότι ήσαν πρωταγωνιστές, αφού πρωταγωνιστές ήσαν όλοι].
Ωραίοι, σημαντικοί άνθρωποι αυτοί οι τότε νεαροί ραδιοπειρατές, που ουδέποτε επιχείρησαν να εξαργυρώσουν την πραγματικά πολύτιμη συνεισφορά τους στην εξέγερση. Σαν κι αυτούς είναι κι άλλοι πολλοί ανά τη χώρα, που τράβηξαν τον δικό τους προσωπικό δρόμο, χωρίς ιαχές και κραυγές και «ηρωικές» αφηγήσεις.
Κανένα τανξ δεν πανικοβάλλει τέτοιους ανθρώπους, που ναι μεν φοβούνται, ξεπερνούν όμως τον φόβο τους μέσα από μεταρσιωτικές διαδικασίες του κοινού αγώνα και ελλαμπτικές στιγμές της αλληλεγγύης, της συνύπαρξης, που τους υπερβαίνουν -κι αυτό συμβαίνει ελάχιστες φορές στη ζωή του καθενός ή άπαξ.
Τη μοναδικότητα αυτή των στιγμών [τους] δεν τη διασύρουν αυτοί οι άνθρωποι, δεν τη δίνουν βορά στα τρωκτικά της πολιτικής εκμετάλλευσης και στα μίντια της υπερβολής και κατά συνέπεια του ψεύδους [διότι εκεί καταλήγει κάθε υπερβολή: στην αναλήθεια, στο ψεύδος].
Κοντεύει μισός αιώνας από την εξέγερση και, λες, σαν τίποτα να μην έχει αλλάξει· και το ψωμί λειψό και η δημοκρατία ημιανάπηρη και η παιδεία σε μια απέραντη ομίχλη. Λες και η ελληνική αδράνεια είναι γενετικό φαινόμενο, λες και ο διάλογος δεν γεννήθηκε σε τούτα τα χώματα, λες και οι εμφύλιοι μας συνέχουν [το τελευταίο χρειάζεται νομίζω μια σοβαρότερη ανάλυση -γιατί φαίνεται να εμπεριέχει «δυναμική»].
Οσοι εμπόδισαν τους εκπροσώπους του ΣΥΡΙΖΑ να καταθέσουν στεφάνι στη μνήμη των πεσόντων πρέπει να το ξανασκεφτούν, έστω και μεταξύ τους συζητώντας· θα διαπιστώσουν ίσως τότε ότι μόνο κακό προξενεί η απαίσια αυτή πράξη, τόσο στους ίδιους όσο και στην κοινωνία.
Η κοινωνία για να «κουνηθεί» θέλει να μαγευτεί από πράξεις πρότυπες, ηθικά και πολιτικά, θέλει να δει υποδείγματα και παραδείγματα και όχι λιντσαρίσματα και απανθρωπιές. Τέτοιες πράξεις μειώνουν αντί να ενισχύουν το φρόνημα της αντίστασης και της όποιας διαμαρτυρίας για τα «κακά» που συμβαίνουν στον τόπο. Ολοι ξέρουμε τους προξένους κακών και αλλιώς πρέπει να αντιμετωπιστούν.
Αυτά προκαλεί η απίσχνανση της γραφής και της ανάγνωσης: σκοταδισμό, φανατισμό, αντιδημοκρατικές πράξεις -ναι, αυτά.
ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΤΩΝ ΣΥΝΤΑΚΤΩΝ
_
bloko
πολιτική αφύπνιση αλλά και στην ίδια την Ιστορία. Πάλευαν οι μηχανολόγοι, όσοι σπούδαζαν στο Πολυτεχνείο τέλος πάντων, ίδρωναν, ξεΐδρωναν -μάταιος κόπος.
Πώς το 'φερε και πέρασαν από τον τόπο της προσπάθειας δύο δεκαοχτάρηδες. Εβλεπαν τους φοιτητές και χασκογελούσαν. «Εάν θέλετε -τους πρότειναν- μπορούμε να βοηθήσουμε». Ησαν και οι δύο ραδιοπειρατές, που ανθούσαν εκείνα τα χρόνια. Σε χρόνο μηδέν είχαν στήσει τον σταθμό που άκουγαν Αθηναίοι του γύψου. Κόκαλο οι φοιτητές.
Ούτε έμαθε ποτέ κανείς γι’ αυτά τα τζιμάνια, γι’ αυτούς τους λεπτούς κι ευαίσθητους ανθρώπους. Ακουσα ότι ο ένας πέθανε και ο άλλος ζει, ταπεινά και κάπως απομονωμένος, στο Λαύριο. Μάλιστα συναντήθηκαν, μετά σαράντα πέντε χρόνια, με τους προαναφερθέντες «πρωταγωνιστές». [Τα εισαγωγικά οφείλονται στο ότι οι ίδιοι αρνούνται ότι ήσαν πρωταγωνιστές, αφού πρωταγωνιστές ήσαν όλοι].
Ωραίοι, σημαντικοί άνθρωποι αυτοί οι τότε νεαροί ραδιοπειρατές, που ουδέποτε επιχείρησαν να εξαργυρώσουν την πραγματικά πολύτιμη συνεισφορά τους στην εξέγερση. Σαν κι αυτούς είναι κι άλλοι πολλοί ανά τη χώρα, που τράβηξαν τον δικό τους προσωπικό δρόμο, χωρίς ιαχές και κραυγές και «ηρωικές» αφηγήσεις.
Κανένα τανξ δεν πανικοβάλλει τέτοιους ανθρώπους, που ναι μεν φοβούνται, ξεπερνούν όμως τον φόβο τους μέσα από μεταρσιωτικές διαδικασίες του κοινού αγώνα και ελλαμπτικές στιγμές της αλληλεγγύης, της συνύπαρξης, που τους υπερβαίνουν -κι αυτό συμβαίνει ελάχιστες φορές στη ζωή του καθενός ή άπαξ.
Τη μοναδικότητα αυτή των στιγμών [τους] δεν τη διασύρουν αυτοί οι άνθρωποι, δεν τη δίνουν βορά στα τρωκτικά της πολιτικής εκμετάλλευσης και στα μίντια της υπερβολής και κατά συνέπεια του ψεύδους [διότι εκεί καταλήγει κάθε υπερβολή: στην αναλήθεια, στο ψεύδος].
Κοντεύει μισός αιώνας από την εξέγερση και, λες, σαν τίποτα να μην έχει αλλάξει· και το ψωμί λειψό και η δημοκρατία ημιανάπηρη και η παιδεία σε μια απέραντη ομίχλη. Λες και η ελληνική αδράνεια είναι γενετικό φαινόμενο, λες και ο διάλογος δεν γεννήθηκε σε τούτα τα χώματα, λες και οι εμφύλιοι μας συνέχουν [το τελευταίο χρειάζεται νομίζω μια σοβαρότερη ανάλυση -γιατί φαίνεται να εμπεριέχει «δυναμική»].
Οσοι εμπόδισαν τους εκπροσώπους του ΣΥΡΙΖΑ να καταθέσουν στεφάνι στη μνήμη των πεσόντων πρέπει να το ξανασκεφτούν, έστω και μεταξύ τους συζητώντας· θα διαπιστώσουν ίσως τότε ότι μόνο κακό προξενεί η απαίσια αυτή πράξη, τόσο στους ίδιους όσο και στην κοινωνία.
Η κοινωνία για να «κουνηθεί» θέλει να μαγευτεί από πράξεις πρότυπες, ηθικά και πολιτικά, θέλει να δει υποδείγματα και παραδείγματα και όχι λιντσαρίσματα και απανθρωπιές. Τέτοιες πράξεις μειώνουν αντί να ενισχύουν το φρόνημα της αντίστασης και της όποιας διαμαρτυρίας για τα «κακά» που συμβαίνουν στον τόπο. Ολοι ξέρουμε τους προξένους κακών και αλλιώς πρέπει να αντιμετωπιστούν.
Αυτά προκαλεί η απίσχνανση της γραφής και της ανάγνωσης: σκοταδισμό, φανατισμό, αντιδημοκρατικές πράξεις -ναι, αυτά.
ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΤΩΝ ΣΥΝΤΑΚΤΩΝ
_
bloko
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ